Κατ’ αρχάς ας λάβουμε ως δεδομένο ότι δεν είναι εντελώς πνιγμένος, αλλιώς δεν θα είχε τη δυνατότητα να πιαστεί από τα μαλλιά του, έτσι δεν είναι;
Πόσο καταπιεσμένος μπορεί να νιώθει λοιπόν από την κοινωνική πραγματικότητα ο άνθρωπος που θα βρει σωσίβιο, παρηγοριά και σωτηρία στη λογοτεχνία; Και με ποια ιδιότητα θα το κάνει, ως αναγνώστης ή ως δημιουργός; Βέβαια αν έχει ακόμη αυτό το ενδιαφέρον δεν θα έχει εκπνεύσει παντελώς η διάθεσή του για ζωή όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι τουλάχιστον. Αν είχε φθάσει σ’ αυτό το έσχατο σημείο, ως αναγνώστης τα γραπτά ελάχιστη επίδραση θα είχαν πάνω του και μηδαμινές πιθανότητες στήριξης της ψυχολογίας του θα μπορούσαν να του προσφέρουν. Ως δημιουργός από την άλλη, το να πλάσει παραμυθία ή ρεαλισμό με μοχλό την γραφή και ευκταίο αποτέλεσμα να παρηγορήσει τον εαυτό του και τους άλλους που θα τον διαβάσουν, έχει διττή έκβαση. Η δυστυχία και τα αδιέξοδα κοινωνικά προβλήματα έχουν αποτελέσει την έμπνευση για μεγάλα έργα της τέχνης και υπάρχει θεωρητικά πάντα η δυνατότητα να το επαναλάβει κανείς. Αρκεί να είναι και πνευματικά ζωντανός εκτός από σωματικά και να έχει την ικανότητα να μετουσιώσει το πραγματικό γεγονός σε διανοητική και πνευματική εγρήγορση. Όλα από κει ξεκινάνε. Αν όμως είναι απλός παρατηρητής του γεγονότος, δεν τον έχει πληγώσει προσωπικά, δεν έχει υποστεί τις αρνητικές του συνέπειες έστω σε κάποιο βαθμό, η τέχνη του θα προδώσει τις αδυναμίες της με την πρώτη ανάγνωση, θα είναι φτωχή και ανέμπνευστη και συνεπώς αδιάφορη σε όποιον στρέψει το βλέμμα του πάνω της.
Η λογοτεχνία μπορεί λοιπόν να αποδείξει και το έχει κάνει και στο παρελθόν ότι είναι παντός καιρού, αλλά όχι για εντελώς πνιγμένους. Για όλους τους υπόλοιπους, είναι ένα μικρό έως μεγάλο, ανάλογα με τον αναγνώστη, καταφύγιο που κάνει τις οδυνηρές περιόδους της ζωής πιο υποφερτές.
Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε, αυτά που βλέπουμε και ξέρουμε από το παρόν αλλά και το παρελθόν, μοιάζει με φάρσα. Ο άνθρωπος ξεκινάει τη ζωή του σαν μια καταπληκτική αλκαλική μπαταρία μακράς διάρκειας, εκπνέει όσο περνούν τα χρόνια σε μια ανεπαρκή έως αξιολύπητη απόδοση και καταλήγει στην ανακύκλωση, ή κατ’ ευθείαν στη… χωματερή.
Βάλτε το αυτό ως βασική και κυρίαρχη θεώρηση της ζωής, που είναι και η πραγματικότητα εδώ που τα λέμε. Βλέπετε πόσο ανώφελο και ανόητο είναι; Υπάρχει βέβαια μια νοηματοδοσία (για όσους έχουν πεισθεί) στη μετά θάνατον ζωή. Το πιο πιθανόν, γι’ αυτό να γίνονται όλα, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν πιστεύουν, αφού ισχύει το προνόμιο της μεταμέλειας, κι επειδή η ανθρώπινη αθωότητα, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν εμφανίζονται ως τέτοιοι, οδηγεί σε μια τύποις εξέλιξη και βελτίωση του πολιτισμού, είτε για τους απογόνους μας είτε επειδή η ανθρωπότητα εμφορείται θεσμικά τουλάχιστον από κάποια ιδανικά, καθώς σε κάποιο ικανό ποσοστό τουλάχιστον έτσι γεννηθήκαμε ή ως κεκτημένο επίκτητο χαρακτηριστικό, ας μην το ψάξουμε περισσότερο εδώ.
Να τη λοιπόν η φίλη μας λογοτεχνία, μόλις εμφανίστηκε και μας χαιρετάει. Θεμελιώδης κατάκτηση του πολιτισμού πάει μαζί του χέρι με χέρι στο διάδρομο που τροχάζει και τροχίζει πνεύμα και νου και δίνει προοπτική και κουράγιο για την αναμονή της άυλης και αναβαπτισμένης επιβίωσής μας ως άτομα αλλά και ως είδος. Δεν θα σε σώσει από πνιγμό (αν και οι γνώσεις που προσφέρει μπορεί να το κάνουν ακόμα κι αυτό, όταν πρόκειται για το ηθικό κομμάτι της υποστήριξης) ούτε θα φορτίσει τη μπαταρία σου για ατελεύτητη λειτουργία. Ατομικά τουλάχιστον. Συλλογικά όμως το έχει ήδη κάνει. Είναι το υποστήλιο της ανάγκης μας να δούμε τουλάχιστον γραπτώς ότι είμαστε ως είδος ανθεκτικοί, διαρκείς, εμπνευσμένοι, πεισματάρηδες, μαχητές, ασυνθηκολόγητοι, ηθικοί έως θυσίας, αξιόπιστοι έως λιώσιμο. Και βέβαια… ονειροπόλοι. Ακόμα και όσον αφορά στην αύξηση της διάρκειας ζωής, εκτός από τα πιο επείγοντα, που είναι η εξάλειψη της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, η μέριμνα και εξασφάλιση της επάρκειας πόρων, η αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, η παύση των πολέμων και πολλά άλλα.
Μπορεί η λογοτεχνία να γίνει μπροστάρης σε τέτοια κινήματα; Κατά περίπτωση ίσως. Π.χ. όταν χρησιμοποιεί ως βήμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτά έχουν πάρει τη σκυτάλη της εγρήγορσης πλέον, αυτά κινητοποιούν τις μάζες, για καλό ή για κακό, και η λογοτεχνία πρέπει να προσαρμοσθεί σ’ αυτή τη νέα εποχή. Όσο πιο σύντομη και περιεκτική στο μήνυμά της, όσο πιο καίρια και επίκαιρη, τόσο και πιο αποτελεσματική.
Όλα μεταλλάσσονται σ’ αυτή τη ζωή από δημιουργίας του κόσμου και ότι μένει ανεξέλικτο ακολουθεί, μετά σέρνεται και στο τέλος παροπλίζεται.
Ας φροντίσουν όσοι υπηρετούν τη λογοτεχνία να μην την αφήσουν να βρεθεί σ’ αυτή τη μοίρα.
*Ελληνική (;) παροιμία