Η σχέση κοινωνίας και λογοτεχνίας είναι τόσο στενά συνυφασμένη, όσο και η ίδια τους η ύπαρξη. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αγνοεί τα κοινωνικά προβλήματα, όπως και η κοινωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη, όταν αγνοεί ένα προϊόν υψηλής πολιτιστικής αξίας, όπως η λογοτεχνική έκφραση. Αν και βρισκόμαστε πλέον πολύ μακριά από την εποχή, όπου ένα λογοτεχνικό έργο μπορούσε να αποτελέσει ένα καταγγελτικό ντοκουμέντο, όπως το Ζερμινάλ του Εμίλ Ζολά, ο Όλιβερ Τουίστ του Τσαρλς Ντίκενς, ή το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, η γραπτή αποτύπωση των κοινωνικών παθογενειών εξακολουθεί να διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την δυναμική της στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό που κατακλύζεται ολοένα και περισσότερο από την εξουσιαστική υπερπροβολή των εικόνων.
Μακριά πια και από την ρομαντική αντίληψη πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, η λογοτεχνία σήμερα μπορεί να επιτελέσει έναν ακόμη πιο ουσιαστικό και αδρομερή ρόλο. Πέρα από την ευαίσθητη και ειλικρινή καταγραφή των ζητημάτων και φαινομένων που προκαλούν αναχρονιστικές τάσεις και αδικαιολόγητες οπισθοχωρήσεις στα κοινωνικά δρώμενα, η λογοτεχνία παραμένει πάντα ένας προσωπικός τόπος, φτιαγμένος να χωρέσει τα συναισθήματα, τα όνειρα και την ερμηνεία του κάθε αναγνώστη ξεχωριστά σε κάθε τόπο, χρόνο ή ηλικιακή περίοδο. Το αναγνωστικό σύμπαν καταφέρνει, ακόμη και σε αυτούς τους ισοπεδωτικούς καιρούς που διανύουμε, ένα εσώκλειστο, αλεξίσφαιρο εργαστήρι εσωτερικής ζωής, όπου μπορεί κανείς να προβληματιστεί, να ταυτιστεί, να απορρίψει ή να εναντιωθεί σε μια καταγεγραμμένη κοινωνική παθογένεια με την μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία.
Εφόσον η τηλεόραση, ο κινηματογράφος και οι δυνατότητες που παρέχει σε όλο και ευρύτερο βαθμό, η τεχνολογία να μεταφέρεται η εικόνα ανά την υφήλιο-κάποτε και με αριστοτεχνικά καλυμμένους συνειρμούς- η λογοτεχνική γλώσσα αφήνεται ελεύθερη να διεισδύσει περισσότερο από ποτέ στην βασικότερη λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης, που δεν είναι άλλη από την κριτική ικανότητα και τις συμπαρομαρτούντες προεκτάσεις της. Ίσως δεν χρειάζεται πλέον να περιγράφουμε τόσο γλαφυρά, όσο να προσκαλούμε σε αναζήτηση και προβληματισμό.