Το βιβλίο της Κατερίνας Παπαδημητρίου με βασικό τίτλο Το ελληνικό διήγημα του 20ου αιώνα (προσεγγίσεις) και δευτερεύοντα διευκρινιστικό Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30, κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Κομνηνός. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που καταλαμβάνει και τη μεγαλύτερη έκταση, η Παπαδημητρίου καταθέτει το θεωρητικό πλαίσιο∙ ασχολείται, καταρχήν, με τη θεωρία της λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στην προσέγγιση της έμφυλης διάστασης και αναπαράστασης από τα διάφορα θεωρητικά κινήματα/ρεύματα του 20ου αιώνα. Στο δεύτερο μέρος αναλύει από τη σκοπιά της κριτικής του φύλου έξι διηγήματα συγγραφέων της γενιάς τού μεσοπολέμου (τεσσάρων ανδρών και δύο γυναικών), με τους περισσότερους να ανήκουν στη γενιά του ’30. Επιπλέον, υπάρχει και ένα μικρό κεφάλαιο για το διήγημα κατά τον 20ο αιώνα, αναλυτικά βιογραφικά των συγγραφέων -τα διηγήματα των οποίων ανθολογούνται–, τα διηγήματα καθ’αυτά και φυσικά εκτενέστατη βιβλιογραφία.
Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο, και ενώ επί 100 και πλέον σελίδες «παλεύει με τα κύματα» της θεωρίας, διαπιστώνει μιαν αναντιστοιχία του τίτλου με το περιεχόμενο. Και, όμως, πιστεύω πως ο τίτλος είναι εύστοχος, υπό την έννοια ότι προβάλλει το ουσιώδες, το σημαντικό∙ το λογοτεχνικό κείμενο αυτό καθ’αυτό και όχι τη θεωρία ή, μάλλον, τις θεωρίες που επιχειρούν επί του λογοτεχνικού σώματος με «χειρουργική δεινότητα».
Ας γίνω, όμως πιο συγκεκριμένη. Αρχικά η θεωρία της λογοτεχνίας ασχολείται με τη σπουδή του λογοτεχνικού φαινομένου, των γνωρισμάτων της λογοτεχνικής γλώσσας∙ είναι διεπιστημονική δεδομένου ότι αντλεί τις επιστημονικές μεθόδους της από ένα ευρύ πλαίσιο επιστημών (ανθρωπολογία, σπουδές φύλου, ψυχανάλυση, πολιτική θεωρία, γλωσσολογία…), αναστοχαστική, μεταγλωσσική (στοχάζεται επί της γλώσσας διά της γλώσσας) και επαναπροσδιορίζει ό, τι θεωρείται δεδομένο: το νόημα, το υποκείμενο, τον συγγραφέα…Η Κατερίνα Παπαδημητρίου διατρέχει την κάπως ομιχλώδη (γι’αυτό και γοητευτική) ιστορία της λογοτεχνικής θεωρίας κάνοντας στάσεις στις κειμενοκεντρικές θεωρίες: Στον Φορμαλισμό (θεωρία που εστιάζει στο μήνυμα και όχι στον πομπό, στο έργο και όχι στον συγγραφέα∙ ο συγγραφέας υποβιβάζεται, η γλώσσα μιλάει μέσω ημών και όχι εμείς μέσω της γλώσσας∙ για τους φορμαλιστές η γλώσσα της λογοτεχνίας, η ποιητική γλώσσα είναι αυτοσκοπός, είναι ένα αδιαφανές τζάμι [Σκλόφσκι] από το οποίο δεν βλέπεις έξω, δεν βλέπεις τον κόσμο, προκαλεί ρήξη, μας απο-εξοικειώνει από τις συνήθειές μας, το λογοτεχνικό φαινόμενο αυτονομείται από την πραγματικότητα), και στον στρουκτουραλισμό, που ως επίγονος του φορμαλισμού θεωρεί ότι το νόημα δεν προϋπάρχει της γλώσσας αλλά συγκροτείται από το γλωσσικό σύστημα. Ο στρουκτουραλισμός επικεντρώνεται στα σημαίνοντα∙ το νόημα καθορίζεται από το γλωσσικό σύστημα, τα συμφραζόμενα∙ όμωςτα συμφραζόμενα δεν έχουν όρια…Επίσης, η συγγραφέας,δεν παραλείπει τη μαρξιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας (που επικεντρώνεται στο περιεχόμενο και θεωρεί ότι η λογοτεχνία πρέπει να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, η οποία διαμορφώνεται από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής παραγωγής) και την ψυχανάλυση (που, τουλάχιστον στην παραδοσιακή της εκδοχή, θεωρεί ότι η γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει την επιθυμία). Η αποδόμηση, θεωρία που αμφισβητεί την ικανότητα του κειμένου να παράγει νόημα (διαρκής αναστολή νοήματος διότι τα σημαίνοντα είναι σε διαρκή κίνηση), κατέχει σημαντικό μέρος στην ανάλυση της Παπαδημητριου. Και αυτό είναι λογικό γιατί στην αποδόμησηεδράζεται η έμφυλη κριτική.
Όλος ο δυτικός πολιτισμός εδράζεται σε δίπολα, σε ζεύγη αξιολογικού, ιεραρχικού τύπου: ζωή-θάνατος, μέσα-έξω, φύση-πολιτισμός, ψυχή-σώμα, υγεία-νεύρωση, παρουσία-απουσία. Όπως η αποδόμηση του Ντερριντά διασαλεύει τις ιεραρχίες και κατοχυρώνει την έννοια του Άλλου, έτσι και η έμφυλη/φεμινιστική κριτική της λογοτεχνίας αποδομεί την ιεραρχική αντίθεση Άντρας- Γυναίκα και καθιστά προφανή τη σεξιστική ιδεολογία που λανθάνει στη γλώσσα. Η δυτική κοινωνία είναι πατριαρχική, η πατριαρχία είναι ενσωματωμένη στον τρόπο σκέψης και τον λόγο (ο θεός, ο άνθρωπος, ο συγγραφέας, ο καθηγητής, ο αναγνώστης…)∙ ακόμα και η γλώσσα έχει καταληφθεί από τον πατριαρχικό-εξουσιαστικό λόγο. Η νόρμα είναι ο άνδρας, η γυναίκα ορίζεται ως έτερον σε σχέση με τον άνδρα, ως κάτι που αποκλίνει από τη νόρμα. Και, είτε θεοποιείται (και λατρεύεται ως θεά), είτε δαιμονοποιείται (και καίγεται στην πυρά), ποτέ δεν είναι ισότιμη με τον άνδρα.
Η λογοτεχνία, ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας που αποσκοπεί στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και στη συντήρηση των εξουσιαστικών σχέσεων, αναπαριστά τη γυναίκα ως Άλλον. Η σεξιστική ιδεολογία προωθεί την εικόνα της γυναίκας – αντικειμένου που παρουσιάζει ενδιαφέρον στο βαθμό που υπηρετεί τον άνδρα. Η γυναίκα είναι είτε Μαρία (καλή σύζυγος, μητέρα κτλ.) που βοηθάει τον άνδρα, είτε Εύα (μάγισσα, γεροντοκόρη, άκληρη, λεσβία, δυναστική μητέρα κτλ.) που τον εμποδίζει. Όταν αποκλίνει, είναι υποστασιοποιημένο το «κακό», όπως ο Εβραίος ή ο μαύρος. Κι όμως πολλά από τα έργα της λογοτεχνίας που θεωρούνται εμβληματικά στηρίζονται σε αυτά τα στερεότυπα.
Στην Κυρία Νίτσα, το πρωτόλειο του Καραγάτση, δημοσιευμένο το 1927, η γυναίκα παρουσιάζεται με όλα τα έμφυλα χαρακτηριστικά της έκτυπα. Νεαρή ευάλωτη, ασθενικής κράσης, χήρα απελπισμένη και ζωντοχήρα πρόθυμη, προορισμένη για αποκατάσταση και τεκνοποιΐα, πάντα σε αντιπαραβολή με τον άντρα, τον περήφανο ιππέα και κατακτητικό αξιωματικό που φλερτάρει ή τους μαθητές που ωθούμενοι από ένα «αλήτικο ελεύθερο πνεύμα» κάνουν σκασιαρχείο. Ο Καραγάτσης, όσο κι αν διαβάζει Φρόυντ, ακόμα κι αν η κυρία Νίτσα, η ηρωίδα του, είναι εργαζόμενη Δασκάλα και το δημοτικό έχει γυναίκα διευθύντρια, πράγμα σπανιότατο για την εποχή, αναπαράγει –συνομιλώντας και με άλλα κείμενα– τις κληροδοτημένες πατριαρχικές δομές και τις σεξιστικές ανισότητες.
Στο διήγημα του Εμπειρίκου Μανταλένια, αναπαράγονται οι ρόλοι του γόνιμου θήλεος και του επιβήτορα αρσενικού. Η κόρη θα μεταβεί από την αθώα παιδικότητα στη γυναικεία της φύση με τη βούληση του άντρα. Ακόμα και ο προοδευτικός υπερρεαλισμός, υπηρετεί τον αντρικό εξουσιαστικό λόγο. Όμως–και αυτό θέλω να σημειωθεί– ο Εμπειρίκος παρόλη τη φαλλική σημειολογία, δίνει στο καράβι που πλέκει στη θάλασσα, στο μέσο, δηλαδή, του ταξιδιού, το όνομα γυναίκας και αυτό είναι σημαντικό.
Στο κείμενο του Τερζάκη το Κατινάκι, η μικρή επαρχιωτοπούλα υπηρέτρια φέρει όλα τα αναπαραγόμενα έμφυλα γνωρίσματα στο μέγιστο. Είναι ελαφρόμυαλη, φιλάρεσκη, αφελής, εύπιστη αλλά αφοσιωμένη και πιστή. Από τα στερεοτυπικά γυναικεία γνωρίσματα δεν εξαιρείται η κυρία του σπιτιού, την οποία ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ασταθή και κυκλοθυμική. Ακόμα και αν στο τέλος του διηγήματος το κατινάκι απελευθερώνεται από την ταξική του δουλεία, δεν γλυτώνει από τη γυναικεία του ταυτότητα (το τακουνάκι).
Στο διήγημα του Λαπαθιώτη Το γράμμα, μολονότι στο δίπολο άντρας-γυναίκα κυριαρχεί η γυναίκα λόγω ταξικής ανωτερότητας, αναπαράγεται και εδώ το βικτωριανό μοντέλο της σεμνής, συγκρατημένης και καθωσπρέπει γυναίκας, που εκτίθεται σε νυφοπάζαρο και που ήδη από τα 50 της τίθεται στο περιθώριο της ζώσας ζωής και αυτοεπιβεβαιώνεται μόνο από τη μητρότητα.
Και ερχόμαστε στα διηγήματα των δυο ανθολογημένων γυναικών, Την κυρά Μαριγώ της Γαλάτειας Καζαντζάκη και το Κενές ώρες της αδερφής της, Ελλης Αλεξίου. Πρόκειται για δυο δυνατά κείμενα –ειδικά αυτό της Καζαντζάκη έχει μια κλιμάκωση εξαιρετικής δυναμικής– στα οποία γίνεται προσπάθεια αποδόμησης του δίπολου άντρα-εξουσιαστή γυναίκας-εξουσιαζόμενης. Ειδικά στο διήγημα Η κυρά Μαριγώ, μολονότι και εδώ δεν λείπουν οι έμφυλες ανισότητες και οι σεξιστικοί προσδιορισμοί, γεγονός που αποδεικνύει πως και οι γυναίκες συγγραφείς αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο νέο και το παλιό, το εξουσιαστικό αρσενικό τρέπεται σε άτακτη φυγή, όταν η γυναίκα αποβάλλει όλα τα στολίδια της κοινωνικής κατασκευής της και αποφασίζει να αυτοδιαχειριστεί.
Καταληκτικά θα λέγαμε πως ακόμα και στη λογοτεχνία της γενιάς του 30, που άρχισε να δίνει θέση στην ετερότητα, η έμφυλη διάσταση εξακολουθεί κι αναπαράγεται. Άλλωστε ακόμα και σήμερα οι κυρίαρχες προσδοκίες για τα φύλα είναι διχαστικές και στερεοτυπικές. Η θέαση του κόσμου εξακολουθεί να είναι αντρική και η κοινωνία πατριαρχική.
Και επειδή η πολλή θεωρία κουράζει ας δώσω κάποια ποσοτικά στοιχεία – τεκμήρια- που να αποδεικνύουν ότι στη λογοτεχνία, ακόμα και σήμερα, κυριαρχεί ο αντρικός λόγος.
Στα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λυκείου, τα κείμενα των γυναικών συγγραφέων που ανθολογούνται είναι 13 στη Γ’ Λυκείου, 4 στη Β’ και κανένα στην Α’. Από την άλλη πλευρά, από τα εκατόν δεκαοκτώ (118) Νόμπελ λογοτεχνίας, μόνο τα δεκαεπτά (17) έχουν απονεμηθεί σε γυναίκες, εκ των οποίων τα επτά (7) την τελευταία δεκαπενταετία και τα πέντε(Ερνώ 2021, Γκλικ2020, Τοκάρτσουκ2018, Αλεξίεβιτς 2015, Μονρό2013) την τελευταία δεκαετία –γεγονός πολύ ελπιδοφόρο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι και το βραβείο Μπούκερ αλλά και το διεθνές βραβείο λογοτεχνίας του Δουβλίνου για το 2022 απονεμήθηκαν σε γυναίκες.
Και τώρα δυο ενστάσεις για το βιβλίο:
1.Η Κατερίνα Παπαδημητρίου πάσχει από το άγχος του κενού. Υπερπληροφορεί. Ειδικά το πρώτο μέρος του βιβλίου της, το θεωρητικό, βρίθει ονομάτων θεωρητικών και διανοούμενων που αναφέρονται στο λογοτεχνικό φαινόμενο. Αναρωτιέμαι αν αυτό αντί να «καθαρίζει» το τοπίο, το συσκοτίζει.
2.Η εργασία της συγγραφέως, τολμώ να πω, δεν υποστηρίχτηκε από το εκδοτικό της οίκο. Κρίμα, για μια δουλειά σε δύσκολες και σκοτεινές ατραπούς.
Τελειώνοντας, θέτω τους παρακάτω προβληματισμούς:
Πρώτος προβληματισμός: Τελικά η λογοτεχνία είναι ελεγκτικός μηχανισμός; δελεάζει τους αναγνώστες να αποδεχθούν τις ιεραρχικές ταξινομήσεις της κοινωνίας; Ή είναι ο χώρος όπου αμφισβητείται η κυρίαρχη ιδεολογία; Είναι το όχημά της ή το εργαλείο εξάρθρωσής της;
Δεύτερος προβληματισμός: Σίγουρα οι πολιτισμικές σπουδές στο εξωτερικό (που σχεδόν έχουν απορροφήσει τις λογοτεχνικές σπουδές) έχουν διευρύνει τον λογοτεχνικό κανόνα, με κείμενα περιθωριοποιημένων ομάδων, γυναικών κτλ. Μήπως, όμως, ρέπουν προς μια μορφή κοινωνιολογικής ανάλυσης με αποτέλεσμα να παραμελούνται οι αναγνωστικές πρακτικές που επιζητά η λογοτεχνία;
Τρίτος προβληματισμός: Τα λογοτεχνικά έργα πρέπει να προβάλλονται και να διδάσκονται με βάση τη λογοτεχνική τους υπεροχή ή με βάση την πολιτισμική αντιπροσωπευτικότητα και την πολιτική τους ορθότητα;
Τέταρτος προβληματισμός: Τελικά υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία και εν γένει γραφή; Η λογοτεχνία, όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, δεν είναι άγγελος χωρίς φύλο. Η έμφυλη διάσταση, τις περισσότερες φορές, διακρίνεται αλλά αυτό δεν είναι στοιχείο, λογοτεχνικά τουλάχιστον, αξιολογικό μολονότι η μεγάλη θεωρητικός Σιξού αναφέρει ότι οι γυναίκες συγγραφείς πλάθουν πιο άρτιους χαρακτήρες γιατί μετέχουν σε ένα προ-λογικό στάδιο, αυτό της μητρότητας, που δεν έχει παραβιαστεί από τον εξουσιαστικό, ορθολογικό λόγο του άνδρα. Όπως και να έχει, το ζητούμενο είναι η καλή Λογοτεχνία.
Για αυτό είμαι σίγουρη.
Για όλα τα άλλα, δεν έχω καμιά βεβαιότητα.