Δεν έχω λέξεις για την πραγματικότητά μου
~ Max Frisch
Κάτσε, κάτσε να σου πω τι είναι κοινωνική πραγματικότητα. Κοινωνική πραγματικότητα είναι η βρωμιά, η ανεντιμότητα, είναι οι άστεγοι μέσα κι έξω από τη βροχή, κάδοι ορθάνοιχτοι με το τσιμπούσι της ημέρας. Είναι γάτες διαλυμένες στο δρόμο; Θα πω ότι είναι και γάτες διαλυμένες στον δρόμο. Κοινωνική πραγματικότητα είναι οι γυναίκες που στριμώχνονται να περάσει το μεσημβρινό λεωφορείο και αυτές οι δίχως παρελθόν παρόν και μέλλον που κατά τύχη συναντώνται με ένα απλωμένο χέρι, ένα ρούχο πλυμένο στο καθαριστήριο της γειτονιάς. Κοινωνική πραγματικότητα είναι να πεθαίνει η μάνα σου και να μην έχεις ούτε ένα μυαλό για να του το μοιραστείς. Κοινωνική πραγματικότητα είναι να μην μπορείς να πάρεις τα πόδια σου, να βγαίνεις για να βγαίνεις, να γαμάς για να γαμάς, να χαμογελάς κι ας μην καταλαβαίνεις. Κοινωνική πραγματικότητα είναι τα διαλυμένα δέντρα, που τα κόβουν και τα κόβουν και τα κόβουν μέχρι που γίνονται το σταχτοδοχείο της πόλης, η ακροδεξιά και –πρόσεξε– κοινωνική πραγματικότητα είναι η αριστερά που χαίρεται για το ότι είναι λιγότερο δεξιά, οι υγειονομικοί σε αναστολή δεκαέξι μήνες και το αδιάφορο σφύριγμα πανταχόθεν, το φεϊσμπουκικό κατηγορώ για τη δημόσια υγεία –λάθος, αυτό είναι κοινωνική ηλιθιότητα– κοινωνική πραγματικότητα είναι να βάζεις τέρμα τη μουσική να μην τ’ ακούσεις να ουρλιάζουν, να αναπνέεις σκουπιδαριό, να λες ευχαριστώ / συγγνώμη / ευχαριστώ. Θες κοινωνική πραγματικότητα; Κάτσε, κάτσε να σου πω σοβαρά τώρα τι είναι κοινωνική πραγματικότητα. Είναι τι δεν θεωρείται επικίνδυνο άτομο και τι θεωρείται. Οι ποιητές δεν θεωρούνται επικίνδυνα άτομα, ποιητές είναι αυτοί που μπορούν να αγνοηθούν. Δώσ’ τους δουλειά καλή, άφησέ τους να δουλέψουν κι αν δεν θέλουν να δουλέψουν τότε ας πεθάνουνε στην πείνα. Κοινωνική πραγματικότητα, φυσικά δεν είναι αυτό, γιατί κανείς δεν νοιάζεται αν θα πεθάνουν οι ποιητές. Κοινωνική πραγματικότητα είναι η σιωπή; Όχι αυτό είναι το έκζεμα. Κάτσε, κάτσε να σου πω για την κοινωνική πραγματικότητα και τις προσωπικές στιγμές, τις γεμάτες, βαρυφορτωμένες στιγμές της θαλπωρής του ποιητή, τις ήσυχες, τις μαγικές και το μοτίβο –το μοτίβο μην ξεχάσεις– του ποιητή γιατί ο ποιητής, όπως θα ‘λεγε και ο αναρχικός Herbert Read δεν πρέπει να σπρώχνεται στην οχλαγωγία, στο βίαιο, στην ακατάσχετη πρακτική δραστηριότητα για να παραχθεί η ποίηση –ποίηση καλή, από κείνη τη δημοσιεύσιμη–θα πρέπει το μοτίβο να μην χαθεί και μακριά, προσωπικά, μαγικά να ασκήσει τις ικανότητές του –από απόσταση και σε απομόνωση– όπως θα ‘λεγε και ο Read. Κοινωνική πραγματικότητα είναι ο τόπος δίχως την ψυχή του, δίχως τη φύση του και τον ουρανό του, γεμάτος εκκενώστε, φύγετε, ξεχάστε, ξαναξεκινήστε, ψ[œ]φίστε είναι η πόλη με τις ανήλιαγες ταινίες της και τις παραστάσεις που κανέναν δεν αγγίζουν αλλά καταχειροκροτούνται, κοινωνική πραγματικότητα είναι εγώ είμαι καλύτερος από σένα. Κοινωνική πραγματικότητα είναι η εξώτατη φύση, είναι οι αφηγηματικές κατασκευές, ο δέκτης να μπορεί να ανακαλύψει τις πρακτικές διακρίσεις που δημιουργούν αποχρώσεις του νοήματος –κάτσε, κάτσε έχω κι άλλο καλό, περίμενε να ανοίξω το βιβλίο– κοινωνική πραγματικότητα είναι ο ανταγωνισμός, είναι το τσάι γιόγκι, το στρεβλό, το κατακερματισμένο και η ζωή αλά niemöller να λες το μια φορά ερχόμαστε στη ζωή ο κόσμος που όσο μεγαλώνεις γίνεται κόσμος σου κι όχι κόσμος σου, αλλά κόσμος να τον πατήσεις κάτω να του βγάλεις τα μυαλά να του χιμήξεις να τον υπερθερμάνεις να τον αφηγηθείς και να τον κάνεις στόρι. Αν θες πραγματικά να ξέρεις τι είναι κοινωνική πραγματικότητα, είναι τα επικοινωνιακά μέσα, η διαρκής αποσύνθεση, οι παρενέργειες, να προαναγγέλλεις ότι στερείσαι, ότι θα στερηθείς, ότι και πάλι θα χάσεις με κάθε εισπνοή. Κοινωνική πραγματικότητα είναι να συναινέσεις ότι δεν διατρέχεις κίνδυνο, ότι έχεις δημοκρατία, ότι κανείς δεν σε φιμώνει και δεν ακούγεσαι τρελός, δεν υπάρχει διάβολος στον σβέρκο – δεν υπήρξε ποτέ. Πάντως σίγουρα όχι ανάμεσά μας. Κάτσε ρε παιδί μου λίγο να σου πω για την κοινωνική πραγματικότητα. Κοινωνική πραγματικότητα είναι να μην σέβεσαι τη μνήμη, να συμφωνείς, να δέχεσαι, να στέκεσαι στην ουρά με το QR code στο χέρι, να θεωρείς κακό ό,τι θεωρούν κακό, να μην αποκτάς, να μην διορείς, να είσαι πλάσμα αγωνίας, να μην τολμήσεις να ονειρευτείς, να στέκεσαι λίγο παραπέρα με μισή καρδιά. Κοινωνική πραγματικότητα είναι το τριγμένο έδαφος, είναι το να ζεις για κάποιον άλλον, να μην σε ενδιαφέρεις, να είσαι ένας επαναστατημένος κι όχι ένας επαναστάτης, ο Παύλος που ξέχασε ότι ήταν ο Σαούλ. Κοινωνική πραγματικότητα είναι τα απωθημένα που πάλι εσένα βρήκαν στόχο, το καλάθι της ανελευθερίας, να γράφεις για τους πρόσφυγες μακριά από τους πρόσφυγες. Κοινωνική πραγματικότητα είναι που οι πρόσφυγες έξω από τα camps γίνονται μετανάστες://applications.migration.gov.gr. Κοινωνική πραγματικότητα είναι η δυστυχία που γίνεται κατάθλιψη με εντολή του ψυχιάτρου, τα xanax που σε οδηγούν στην εφημερία του Γεννηματά, το γλίστρημα από το μπαλκόνι καθώς πήγαινε να ισιώσει την τέντα, η κόπωση ενός ολόκληρου λαού και η παιδεία της δυσφορίας. Καλά, καλά, αν είναι να φύγεις σταματάω και μιλάω σοβαρά: τα μεγάλα τραύματα της κοινωνικής πραγματικότητας (βλ. οικονομική κρίση, υγιειονομική κρίση, κλιματική κρίση κοκ) είναι άκρως διεγερτικά για τις κοινωνίες και δη για τους συγγραφείς της εποχής, γιατί κεντρίζουν και γονιμοποιούν τα κείμενα. Κάθε ποιητής είναι και συμμετέχων στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων. Κάθε ποιητής είναι και χρήστης (όχι χρήστης από τους άλλους τους χρήστες, που μυρίζουν και δεν θέλει κανείς να τους ακουμπά) όπου να ‘ναι θα θυμηθώ και για την αντίξοη πραγματικότητα της Diamond για το débandade του περασμένου αιώνα για τον August Landmesser. Κοινωνική πραγματικότητα είναι ο Landmesser ή το Αμβούργο; Οι 32.000 άμαχοι Τούρκοι και Εβραίοι στην Τριπολιτσά ή το σκιώδες δέντρο στο Μανιάκι; Η Etty Hillesum ή η Ηλέκτρα Λαζάρ; Το μαχαιρωμένο φουσκωτό στο Αιγαίο ή η αρπαγή της μηχανής του στον αιγιαλό; Κοινωνική πραγματικότητα είναι το εξουθενωτικό όραμα της αριστεράς ή η Δευτέρα παρουσία; Η φεμινιστική πορεία ή τα ροζ νέον φώτα που στέκονται στον αριθμό 132 στην Κεραμεικού; Θα σου πω ότι κοινωνική πραγματικότητα είναι το σιγῶν δὲ καὶ ἡσυχίαν ἄγων ότι οι διανοούμενοι υπήρξαν ανέκαθεν οι στυλοβάτες του συστήματος το απέραντο παγωμένο νεκροταφείο της εποχής όπου καθοσιώνεται αναντίρρητα το αλάνθαστο της όποιας πλειοψηφίας ο ατσάλινος ιστός του πίστευε και μη ερεύνα, που κατοικεί στον πρώτο όροφο, στον δεύτερο όροφο και στον τρίτο και στον τέταρτο και στον παρακάτω δρόμο και στο κοινοβούλιο και στους διαδρόμους των νοσοκομείων και στον εικοστό πρώτο αιώνα. Κοινωνική πραγματικότητα είναι ό,τι δεν κολλάει στην κυρίαρχη εικόνα της εξουσίας και πρέπει να σβηστεί, να αφανιστεί, να γίνει μετά θάνατον, να αφομοιωθεί, να το κοπανήσουν στο κεφάλι, να του κοπανήσουνε τα χέρια, τα γράμματα, τις σκέψεις, ούτως ώστε να κάνει θέμα του το θέαμα της φρίκης. Κι αν δεν του κάνουνε αυτό, απλώς να του χαμογελάσουν. Κι αυτό να αρχίσει να αφομοιώνει στην αφήγησή του την αφήγηση του υπηρέτη που πιστά-πιστά, σιγά-σιγά, θαλερά-θαλερά καταγράφει τα έργα και τις ημέρες ενός δικτάτορα αφέντη. Και περήφανος πια και ολοκληρωμένος να καταλήγει να είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας και συνυπεύθυνός της.
Μας αφορά η κοινωνική πραγματικότητα;
Και ποιοι είμαστε εμείς να μας αφορά;
Και ποιοι είμαστε εμείς να μην μας αφορά;