Ο Joe Steand με το μπαντολίνο του ηχογράφησε τον Σεπτέμβριο του ᾿81 το “The Knocker-upper Man”, ένα παραδοσιακό τραγούδι του Mike Canavan που μιλά για ένα τύπο που ξυπνούσε τους αν-θρώπους το 1973 χτυπώντας με ένα ραβδί τα παντζούρια τους στο Λάνκασιρ, μια εργατική πόλη της Αγγλίας. O Παναγιώτης Παπαϊωάννου είναι ο Knocker-upper Man της δικής μας εποχής που με την εντυπωσιακή σε μουσικές γνώσεις γραφή του, ξυπνά τον ροκά που κάποιοι/ες ακόμα κουβαλάμε μέσα μας, θέτοντας παράλληλα αμείλικτα ερωτήματα για το «τι» και το «πώς» μιας ολόκληρης και όχι μόνο δεκαετίας.
Προσωπικά το έμπα της δεκαετίας του ογδόντα με βρήκε 15άρη έφηβο στα Άνω Πατήσια και στην Γκράβα, ήδη πρόωρα γαλουχημένο με τη μουσική πανδαισία του ’70, την οποία και θεωρώ τη μουσική και όχι μόνο κολυμπήθρα όσων γεννηθήκαμε το πρώτο μισό του ’60. Χαίρομαι ωστόσο που τα απόνερά της έφτασαν στα έιτις και είδαμε τους θρύλους της ροκ – όσους και όσες δεν έφυγαν πρόωρα – είτε να συνεχίζουν να παράγουν επικές τραγουδάρες είτε να εμπνέουν μερικά νέα συγκροτήματα της ροκ σκηνής όλων των αποχρώσεων, ακόμα και την εποχή του MTV που άλλαξε άρδην όχι μόνο τη μουσική, αλλά καθόρισε τα γούστα, την κουλτούρα και την πρόσληψη μιας ολόκληρης γενιάς μέχρι σήμερα, όπου, με τη δύναμη της ψηφιακής τεχνολογίας και του διαδικτύου, το YouTube, το Spotify και άλλες μουσικές πλατφόρμες έχουν φέρει κυριολεκτικά τα άπαντα της παγκόσμιας μουσικής σε κάθε μας οθόνη. Στην Ελλάδα το MTV ήρθε την περίοδο 1988-1989. Αφενός εμπορευματοποίησε όσο δεν παίρνει το μουσικό προϊόν αλλά δημιούργησε για τη νεολαία της εποχής μια ομογενοποιημένη κουλτούρα πάνω από σύνορα, θρησκείες και γεωπολιτικές στρατηγικές, από τη στιγμή που 20 εκ. μάτια κάθε μέρα καταβρόχθιζαν λαίμαργα τις εικόνες του.
Ο ήρωας του βιβλίου ανυποψίαστος ακόμα στις αρχές του ’80 για την εμφάνιση του MTV στην Αμερική, εξακολουθεί να ακούει πειρατικούς σταθμούς και Γιάννη Πετρίδη και να γράφει πάνω στο παλίμψηστο της κασέτας τα αγαπημένα του τραγούδια πατώντας the magic red button, αυτό που χαρίζει την αθανασία και την ιδιωτικότητα της μουσικής απόλαυσης. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο – μουσικά πάντα – ανοίγει με τον ύμνο μιας ολόκληρης γενιάς, το Highway to hell (έκδοση ’79) των ACDC, των από τους πρωτοπόρους της hard rock σκηνής, για να κλείσει με Bad English. Γελάω πάντα όταν θυμάμαι το πρώτο βίντεο που έπαιξε στο MTV, το κομμάτι των Bangles «Video Killed the radio star», και προσκυνώ τον θεό της σημειολογίας, αν υπάρχει τέτοιος, που κατάφερε όσα δεν κατάφεραν τόσα χρόνια οι κολοσσιαίες δισκογραφικές εταιρείες, να μεταλλάξουν τη μουσική σε κάτι σαν μουσική.
Τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις και τα αφιερώματα στα έιτις είναι πολλά. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά το «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό» (Βασίλης Βαμβακάς, Παναγής Παναγιωτόπουλος). Τώρα έρχεται να προστεθεί το ιδιαίτερο βιβλίο του Παπαϊωάννου, μια προσωπική κατάθεση τής υπό διαμόρφωση νέας μουσικής – και όχι μόνο ταυτότητας – της νεολαίας των έιτις. Διαβάζοντας το βιβλίο ένα ερώτημα πλανιέται σαν φάντασμα μέσα στις σελίδες του: Τι ήταν τελικά για την Ελλάδα η δεκαετία του 1980; Ήταν «χρυσή» ή «χαμένη» εποχή; Ποιος ήταν ο ρόλος των πρωταγωνιστών της; Και τελικά, κατά πόσο αυτά που συνέβησαν τότε καθόρισαν αυτό που ζούμε σήμερα; Οι Κοινωνιολόγοι Βασίλης Βαμβακάς και Παναγής Παναγιωτόπουλος, που ανέφερα πιο πάνω, χρειάστηκαν 264 λήμματα για να σκιαγραφήσουν αυτό που ήταν η δεκαετία του ογδόντα, η δεκαετία που διήνυσε ασθμαίνοντας (με μια ανάσα θα λέγαμε) μια ολόκληρη τριακονταετία μέχρι το 2010 και το Καστελόριζο.
Μην περιμένετε κάποια συγκεκριμένη απάντηση στο βιβλίο του Παναγιώτη Παπαϊωάννου. Περισσότερες οι απορίες και τα διερωτήματα παρά οι απαντήσεις. Όπως δηλ. πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του αλλά και τον αναγνώστη. Θεωρώ πως το κίνητρο αλλά και η πρόθεση για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι πως αν και η δεκαετία του ’80 απέχει πλέον αρκετά από τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα που διανύουμε, είναι ενεργή σε πολλά επίπεδα και ιδιαίτερα στη χώρα μας. Η σκιαγράφησή της μέσα από την ιστορία των προβεβλημένων ξένων μουσικών συγκροτημάτων και του ποδοσφαίρου αποκαλύπτει τον διπλής κατεύθυνσης δρόμο που πήραν από τότε τα πράγματα. Από τη μία, ο εκδημοκρατισμός σε επίπεδο ηθών και πράξεων που σηματοδοτεί η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 αποτέλεσε το πεδίο μεγάλων δυνατοτήτων για τους σύγχρονους Έλληνες να αποκτήσουν πρωτόγνωρα μέσα αυτοδιαμόρφωσης της ζωής τους, να γίνουν πολύ πιο ανοιχτοί στη δυτική κουλτούρα, να σπάσουν παραδοσιακούς ρόλους και ταμπού, να εκσυγχρονιστούν. Ταυτόχρονα όμως αυτός ο εκδημοκρατισμός δεν μπόρεσε να διαλύσει σημαντικές ιδιομορφίες/παθογένειες της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, αντίθετα τις διέχυσε σε ακόμη μαζικότερο επίπεδο δημιουργώντας νέες αντιδραστικότητες. Όπως για παράδειγμα η διεύρυνση της περίφημης μεσαίας τάξης ως εξαρτήματος πελατειακών σχέσεων, η οποία φυσικά δεν ορίζεται μόνο με εισοδηματικά κριτήρια, αλλά με τις πολιτισμικές αξίες και την ταυτότητα που κουβαλά: αυτό το σύνθετο μείγμα φιλελεύθερων ανησυχιών, συντηρητικών συμπεριφορών και πατριωτικού φρονήματος φουσκωμένου με uberalles εθνικισμό. Ποιος από μας τους μεγαλύτερους δεν θυμάται το σαρκαστικό τραγούδι που έγραψε το 1983 ο Δήμος Μούτσης, οι περίφημες «Γκόμενες», επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την αναδυόμενη τότε μεσαία τάξη.
Βασιζόμενος στα μεθοδολογικά εργαλεία που μας προσφέρουν οι Πολιτισμικές Σπουδές, θεωρώ ότι η μελέτη του παρελθόντος δεν αποτελεί πλέον μονοπώλιο της επίσημης ιστοριογραφίας, αλλά μπορεί να μελετηθεί αυθεντικότερα μέσα από τη δημόσια ιστορία και δη από γραφές που αποτελούν πρωτογενείς μαρτυρίες μιας εποχής, οι οποίες προσφέρουν εναλλακτικές και ποικίλες αναγνώσεις της μεταπολιτευτικής νεοελληνικής ιστορίας. Περιδιαβάζοντας λοιπόν βασικούς σταθμούς-ορόσημα της ενηλικίωσης ενός παιδιού από την ηλικία των 9 ετών μέχρι εκείνη των 18 και μάλιστα το σημαδιακό από πολλές απόψεις 1989, οι σελίδες του βιβλίου προσφέρουν το δίχως άλλο ένα πολύτιμο μεγεθυντικό φακό που μας επιτρέπει να σταθμίσουμε πιο ακριβοδίκαια αυτό που ήταν πραγματικά η δεκαετία του ’80: ούτε η εποχή που ο κόσμος έτρωγε με χρυσά κουτάλια ούτε η απαρχή όλων των μετέπειτα δεινών. Η επιλογή του συγγραφέα διαθέτει το προσόν ότι δεν συγκροτεί ένα μονοδιάστατο έργο αλλά βλέπει καλειδοσκοπικά μέσα από το φίλτρο της νεανικής κουλτούρας τις ευρύτερες κοι-νωνικές αλλαγές, όπως τις συνέλαβε ένα παιδί που σταδιακά ενηλικιώνεται συντροφιά με τις κασέτες και τους αθλητικούς αγώνες. Το πιο σημαντικό είναι ότι η νεολαία του ’80 χρησιμοποιείται πλέον ως τρόπος για την εκ νέου ανάγνωση παλαιότερων πολιτισμικών πρακτικών και ως εφαλτήριο για την παραγωγή νέων πολιτισμικών κειμένων όπως είναι το βιβλίο του Παπαϊωάννου. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι το ’79 ο διαχωρισμός κατά φύλο στις σχολικές τάξεις είχε καταργηθεί σχεδόν σε όλη τη δευτεροβάθμια εκπ/ση και λίγα χρόνια αργότερα (1982-1983) το ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευνοϊκό προς τους νέους με την ψήφο στα 18, την κατάργηση της μαθητικής στολής, την καθιέρωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ως σχολικής αργίας και αργότερα με τη θέσπιση του Πανελλήνιου Μαθητικού Συμποσίου και της Βουλής των Εφήβων.
Με ποια έννοια λοιπόν «τα έιτις είναι τα δικά μας σίξτις» σύμφωνα με την εναρκτήρια κατηγορική απόφανση του συγγραφέα; Δεν ήταν μόνο η διαμαρτυρία που καθόρισε την αναδυόμενη νεανική κουλτούρα του ’60 – δυο δεκαετίες πίσω –, αλλά κυρίως η μουσική και το τραγούδι. Οι ιστορίες της νεολαίας από την άποψη τόσο της συλλογικής ιστορίας όσο και των προσωπικών βιωμάτων απεικονίζουν παραστατικά τις πολιτισμικές μεταβολές και τις κοινωνικές αναταράξεις που έλαβαν χώρα στην ελληνική κοινωνία από την πτώση της χούντας και εντεύθεν. Σύμφωνα με τον Έρικ Χόμπσμουμ, «η κουλτούρα της νεολαίας έγινε κυρίαρχη στις αναπτυγμένες οικονομίες, επειδή αντι-προσώπευε μια συμπαγή μάζα αγοραστικής δύναμης και επεδείκνυε έναν εκπληκτικό διεθνισμό, συνδυάζοντας την προσωπική με την κοινωνική απελευθέρωση και καθιστάμενη η μήτρα μιας πολι-τισμικής επανάστασης στη δεκαετία του ’60».
Η νεολαία λοιπόν, αν και διαταξικό κοινωνικό στρώμα, μάς καλεί να συμπεριλάβουμε την ηλικία στους παράγοντες που εμπλέκονται στην ιστορική και πολιτισμική ανάλυση, μαζί με τη φυλή, την τάξη και το φύλο. Οι νεανικές κουλτούρες – κατά τον Δ. Τζιόβα – «θεωρούνται ότι αμφισβητούν την ηγεμονία μιας «γονεϊκής» κουλτούρας και οικοδομούν τη διακριτή τους ταυτότητα μέσω ενός εκλεκτικού συνδυασμού μουσικής, ενδυμασίας και άλλων συμβολικών δραστηριοτήτων όπως το ποδόσφαιρο». Η διαγενεακή σύγκρουση υπήρξε χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’60 και ιδιαίτερα του Μάη του ’68. Ωστόσο, μεγαλώνοντας οι νέοι των σέβεντις και των έιτις, κατάλαβαν πως ο διαγενεακός διαξιφισμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι το πραγματικό διακύβευμα, κι αυτό γιατί το «νέο» δεν είναι ποτέ ηλικιακό. Άλλωστε, κάποιοι σεβάσμιοι παππούδες, όπως οι λονδρέζικες Κυλιόμενες Πέτρες ή οι Σκορπιοί εκ Γερμανίας, το επιβεβαιώνουν περίτρανα.
Αν είναι αυτή η κληρονομιά του ’60, τότε «τα έιτις είναι τα δικά μας σίξτις». Ο συγγραφέας χαρτογραφεί την παρουσία μιας σφύζουσας νεανικής κουλτούρας στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 χωρίς την overdose πολιτικοποίηση της προηγούμενης δεκαετίας, τότε που επικρατούσε η αντίληψη ότι το “εγώ” οφείλει να σβήνει μπροστά στο εμείς και το άτομο ήταν απλώς μια μονάδα μέσα στο σύνολο. Τώρα ήταν ο καιρός μιας απενοχοποιημένης καλοπέρασης, που για πολλούς σφραγίστηκε από τη συναυλία του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη τον Ιούλιο του ’83. Ο Παπαϊωάννου βαδίζει με επιτυχία πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί ξέροντας πως στη γωνία τον περιμένουν δυο μανιχαϊστικές θεωρήσεις, έτοιμες να τον «καταβροχθίσουν». Αυτή της όψιμης δυτικοποίησης και εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας και αυτή της αντίστασης στον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, από την πλευρά μιας αριστε-ρόστροφης κριτικής.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει πάντα επίκαιρο: οι νέοι της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα ήταν παιδιά του Μαρξ, της Coca-Cola ή και των δύο; Αν θέλετε κι αλλιώς: ήταν παιδιά του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι ή του MTV και του Billboard; Ή και των δύο; Ψευτοδιλήμματα σίγουρα και τα δύο. Το ζήτημα είναι να μπορούμε να αναγνωρίζουμε αξίες ένθεν κι ένθεν. Σε τελική ανάλυση «όσο είναι αλήθεια ότι στην ενήλικη ζωή συχνά προσπαθούμε να επιστρέψουμε νοερά στην ξενοιασιά που έχουν διπλωμένη στην κρύπτη της μνήμης οι ανήλικες εποχές – μερικές φορές αυτές είναι μόνο μερικές βδομάδες ή και ημέρες πραγματικού παρελθοντικού χρόνου, που, όμως, εξακολουθούν επίμονα να επιζούν στο μυαλό –, η μουσική θα παραμένει ένα αλάθητο μονοπάτι προς τα κει» (σ. 167).
Βιβλιογραφία
I. Βαμβακάς, Β. & Παναγιωτόπουλος, Π. (2014). Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
II. Τζιόβας, Δ. (2022). Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση. Η Κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. Μτφρ. Ζ. Μπέλλα, Γ. Στάμος. Αθήνα: Gutenberg.
* Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Σάμγουερ in ’80sland / εκδ. Ιωλκός, Δεκέμβριος 2022