«Η αλήθεια δεν έχει παρά μονάχα πρόσκαιρο ενδιαφέρον», είπε ο λύκος. «Μια φωνή που λέει μέσα σου ¨αυτό ήταν¨, πάει τελείωσε. Αντίθετα, το ψεύδος εμφανίζεται με τόσο πλούσια στολίδια, με τόσο εντυπωσιακά χρώματα που σε θαμπώνει. ¨Τι φοβερό θέαμα¨, λες από μέσα σου. ¨Τι φαντασμαγορία!¨».
Στο τελευταίο του βιβλίο Συλλέκτης μανιταριών ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας, καταφέρνει να συνδυάσει με μια αισθητική αφήγηση την δυστοπία με τον ρεαλισμό! Η επιτυχία της νουβέλας έγκειται σε αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα που καταφέρνει εν τέλει να συνδυάσει δύο εντελώς αντιθετικές έννοιες.
Η φανταστική ομιλούσα κοινωνία των όντων του δάσους ως άλλος μύθος του Αισώπου, χωρίς όμως ίχνος διδακτισμού, χρησιμοποιείται για να αποκαλύψει κοινωνικά ή πολιτικά προβλήματα προειδοποιώντας για τις συνέπειες που εδώ και χρόνια ήδη άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα και εν μέρει βιώνουμε ένα σημαντικό κομμάτι τους.
Ο συγγραφέας χωρίς να αποπροσανατολίζει ή να παρεκτραπεί από το κεντρικό νόημα, μ’ ένα πλήθος συμβολισμών, με ατμόσφαιρα και διακριτές εικόνες δημιουργεί ένα ζωντανό περιβάλλον, ένα παραμυθητικό μοτίβο, επιτρέποντας στον αναγνώστη να φανταστεί τη σκηνή και να ταυτιστεί με τις απόψεις των πρωταγωνιστών, ρίχνοντας βάρος στην ηθογραφία και στην ψυχογραφία των χαρακτήρων όπως κάνει κάθε καλή νουβέλα που σέβεται τον εαυτό της.
Οι περιγραφές ως άλλο μωσαϊκό χρωμάτων, τροφοδοτούν το κλίμα στον αναγνώστη να αισθανθεί ότι βρίσκεται στον τόπο ή στην κατάσταση που περιγράφεται. Απόλυτα εικονικές, καταφέρνουν να απεικονίσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις των χαρακτήρων, και να δώσουν μια βαθύτερη κατανόηση βοηθώντας και τον ίδιο τον συγγραφέα στην ανάπτυξη του θέματος και της πλοκής της ιστορίας, αναδεικνύοντας έτσι τους χαρακτηριστικούς τρόπους σκέψης ή συμπεριφοράς των χαρακτήρων και να καθιστώντας πιο σαφή το πώς επηρεάζει αυτό την πλοκή της ιστορίας.
Μ΄ένα πλήθος συμβολισμών που αντιπροσωπεύουν στον ανθρώπινο πολιτισμό αιώνες τώρα έννοιες σε όλες τις μορφές της τέχνης, ο Αρκουδέας δίνει το βάθος και τη σημασία πέραν του προφανούς κατανοώντας ο αναγνώστης καλύτερα την εννοιολογία της νουβέλας.
Καθόλου τυχαία η επιλογή πρωταγωνιστή με την ιδιότητα του συλλέκτη μανιταριών ως συμβολισμού δραστηριότητάς με ορισμένες αξίες και ιδέες. Η αγάπη για τη φύση και η συνειδητοποίηση της σημασίας της βιοποικιλότητας, η αναζήτηση και η ανακάλυψη της ομορφιάς και του κάλλους και ταυτόχρονα η αναζήτηση και η επίγνωση του εσώτερου εαυτού μας. Από την άλλη ο λύκος ως δεύτερος πρωταγωνιστής και σημαντικό στοιχείο του οικοσυστήματος και της διατήρησης της ισορροπίας της φύσης, αντιπροσωπεύοντας παράλληλα τη δύναμη, την επιβολή και την αντίσταση, καθώς και την ελευθερία και την ανεξαρτησία ακόμη και το άλλο πρόσωπο μέσα μας. ( «Ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους και λύκους», είπε ο συλλέκτης. «Αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος είναι ένα σώμα, ο άνθρωπος είναι το κεφάλι και και ο λύκος το σώμα». «Ο μανιταροσυλλέκτης τι είναι;» «Η καρδιά. Προσφέρει σταθερότητα. Και ισορροπία. Συγχρονίζει τις διαφορετικές λειτουργίες του σώματος».) Ο μαύρος κόρακας ως ο αφηγητής της ιστορίας, που τον συναντάμε σε πλήθος λογοτεχνικών κειμένων, προάγγελος για κάτι ανώφελο ή δυσοίωνο μιας καταστροφής και της επιβεβλημένης αλλαγής που χρειάζεται. Η σεκογιά ως το πολυδιάστατο σύμβολο της ενότητας, της αρμονίας, το αιώνιο στοιχείο της γης για την σταθερότητα, καθώς και τη συνέχεια της ζωής και φυσικά το δάσος και ο κόσμος του που στην παραμυθητική αφήγηση συμβολίζει τον κατεξοχήν χώρο δοκιμών και θρέψης, αναπαριστά τη φύση και την ανθρώπινη σχέση με αυτήν.
Αξιοποιώντας λοιπόν ο συγγραφέας όλα τα εργαλεία που παρέχουν και ενδυναμώνουν το θεματικό άξονα της νουβέλας (διαφαίνεται η αλληλοσυμπλήρωση έρευνας και γνωστικών πεδίων) μας προσφέρει έναν πολύτιμο, πλούσιο συνδυασμό αισθητικής και φιλοσοφίας, μια πιο βαθιά κατανόηση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας. Οι φιλοσοφικοί διάλογοι του συλλέκτη μανιταριών με τον λύκο με την λιτότητα στο ύφος και τη φυσική ροή του λόγου, καλούν τον αναγνώστη σε σκέψη και ανάλυση. Γίνονται ένα μέσο για την κριτική της κοινωνίας και των θεσμών, προβάλλοντας τις αντιφάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία μας και ουσιαστικά στον εσώτερο εαυτό μας. Η αφήγηση στηρίζει τον διάλογο και ο διάλογος στηρίζει την αφήγηση στο υπόλοιπο μισό μιας εικονογραφημένης, χωρίς υπερβολή, ιστορίας.
Η ανθρώπινη απληστία, αλαζονεία και κτητικότητα που πηγάζουν από την διαστρέβλωση και παραμόρφωση για χάρη της εξέλιξης και του πολιτισμού, η αποποίηση της πραγματικής συνέπειας των πρακτικών μας μέσα στους αιώνες και η ανεπιθύμητη πολιτική ή κοινωνική αλλαγή εν τέλει, συντελούν σ΄ένα ελκυστικό αποτέλεσμα διαλόγου ανάμεσα στον άνθρωπο και τον λύκο και στην αφήγηση μιας ιστορίας διά μέσου του κόρακα προς όλα τα όντα του δάσους που παρόλη την δυστοπία της ίσως να μην είναι και τόσο απομακρυσμένη από τα μελλούμενα όσο θα επιθυμούσαμε.
Και όπως σε μια παραμυθητική λογοτεχνία οι ήρωες βιώνουν στο τέλος την μεταμόρφωση, την αλλαγή στη μορφή ή την εμφάνιση ή στον χαρακτήρα καταλαβαίνοντας τις ψευδαισθήσεις τους, τις λανθασμένες αντιλήψεις ή παρανοήσεις της πραγματικότητας. (Στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου παρατίθεται ένας εξαιρετικός διάλογος ανάμεσα στον συλλέκτη μανιταριών και στον λύκο, περικλείοντας ολόκληρα φιλοσοφικά κεφάλαια που αλλού θα χρειάζονταν δεκάδες σελίδες ανάπτυξης).
«Οι αλληλοσυγκρουόμενοι εαυτοί μας δεν είναι εύκολο να ισορροπήσουν», συνέχισε ο συλλέκτης. «Πρέπει κάθε φορά να ξέρεις ποια ακραία φωνή θα παραμεριστεί και ποια από τις υπόλοιπες θ’ ακουστεί».
Ο Συλλέκτης μανιταριών μπορεί να χαρακτηριστεί και σαν ένας προθάλαμος γι’ αυτό που έπεται με πολλαπλές ερμηνείες, ίσως με άλλα χαρακτηριστικά, προθάλαμος και υπενθύμιση ενός ολόκληρου παρελθόντος από πρακτικές με αρνητικές συνέπειες. Μία νουβέλα διεισδυτική που καταφέρνει να συνθέσει τον πολυσύνθετο ψυχισμό του ανθρώπου και την τραγικότητά του. Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας και της τύφλωσης σε μια συμβολιστική λογοτεχνία όπου πρωταγωνιστής είναι ο κάθε αναγνώστης και που δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει ως ανάλαφρη λογοτεχνική κατάθεση.