Γράφει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος
1968. Χριστούγεννα στον Νότο.
Μετά την χριστουγεννιάτικη γιορτή, ξεχυθήκαμε στους δρόμους της μικρής μας κωμόπολης. Ο ήλιος όπως πάντα στη θέση του χρύσιζε τις υγρές στέγες και τις σταγόνες της νυχτερινής βροχής που ακροβατούσαν στις πευκοβελόνες. Τα καφενεία γέμιζαν καθώς οι ελαιοπαραγωγοί παραπλανήθηκαν από τα τερτίπια του καιρού και ανέβαλαν την ελαιοσυγκομιδή. Τα κουρεία, τα κομμωτήρια και τα εμπορικά καταστήματα της πλατείας στις δόξες τους. Άλλωστε το καλούσαν οι μέρες. Εκεί γίνονταν οι πλέον εποικοδομητικές συζητήσεις και αναλύονταν τα πάντα, άλλοτε για να γίνεται κουβέντα μα τις περισσότερες φορές για να μοιραστούν τα βάσανα και τα παράπονά, ώστε να ελαφρύνει το βάρος.
«Ανέλπιστη αγρανάπαυση», σχολίασε ο νεοαφιχθής από την πρωτεύουσα ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Συμεών Αργυρόπουλος.
«Βαριά η καλογερική» αντέτεινε ο γερο-Λάμπης ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να καλλωπιστεί λόγω των ημερών στο κουρείο του πατέρα του Συμεών.
«Χαμένη μέρα», συμπλήρωσε απευθυνόμενος στον κουρέα μέσω του καθρέφτη.
Εκείνος αμίλητος στράφηκε με νόημα στον γιό του να κόψει τα σχόλια και να πάψει. Ο Συμεών υπάκουσε και άνοιξε την εφημερίδα που συντρόφευε τους πελάτες την ώρα της αναμονής.
Σταθήκαμε έξω από το κουρείο, διακόπτοντας την ορμή μας, αφού έπρεπε να διαπραγματευτούμε την σύνθεση των συνεργείων για τα αυριανά κάλαντα. Η συζήτηση δεν πήγαινε καλά και η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν επικίνδυνα. Ενοχλημένος από τις φωνές μας ο κουρέας απαίτησε ησυχία για να μην ενοχλούνται οι πελάτες. Εμείς όμως δεν είχαμε σκοπό να λήξουμε έτσι εύκολα το θέμα. Και τότε εμφανίστηκε ο Συμεών. Στάθηκε στην πόρτα και τερματίστηκε με μιας η διαμάχη. «Φοιτητής της Νομικής», μας έλεγαν οι δικοί μας και τον έφερναν ως παράδειγμα.
«Τι τρέχει, παιδιά;» είπε φροντίζοντας με τη φωνή του να μας επισημάνει την ηλικιακή απόσταση και τον οφειλόμενο σεβασμό λόγω της ιδιότητάς του.
Αυτό ήταν, σκορπίσαμε ο καθένας για το σπίτι του χωρίς να καταλήξουμε κάπου. Εγώ επέστρεψα λίγο μετά στο κουρείο με το δεκάδραχμο κολλημένο στη χούφτα μου, αφού έπρεπε να κουρευτώ για τα Χριστούγεννα και το είχα αμελήσει.
Ο Συμεών εκεί, είχε χωθεί στην εφημερίδα και κάτι διάβαζε. Παραμέρισε να καθίσω στον μεγάλο άσπρο πάγκο της αναμονής χωρίς να με κοιτάξει. Αυτό το παιδί, αναρωτήθηκα, τι βρίσκει στη φυλλάδα; Η απάντηση θα μου δινόταν λίγο μετά:
«Έχεις διαβάσει του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Στο Χριστό στο Κάστρο;»
«Όχι», απάντησα, χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Σαν αμαρτία ένιωσα τούτη την έλλειψη, άλλωστε με στοίχειωνε η γνώμη των δασκάλων μου: «Το παιδί είναι αδύνατο, δεν τα παίρνει τα γράμματα», έτσι χώθηκα στα σκοτάδια μου και δεν ξαναμίλησα.
«Σειρά σου», με κάλεσε ο κουρέας και πετάχτηκα για να πάρω θέση στο κάθισμα μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτούσα κρυφά τον Συμεών που συνέχιζε να διαβάζει. Αυτή η καταραμένη αδυναμία μου στα γράμματα με είχε συντρίψει. Από το μυαλό μου περνούσαν αμέτρητες σκέψεις για το μέλλον μου. Καθώς τα επιδέξια χέρια του κουρέα επιμελούνταν τη γνωστή φουντίτσα στο κεφάλι μου -το μαθητικό κούρεμα της μόδας-, ο φοιτητής άφησε την εφημερίδα και πλησίασε.
«Να διαβάζεις, μικρέ», με συμβούλεψε και έλαμψαν από περηφάνεια τα μάτια του κουρέα-πατέρα του.
Κι εκείνος συμπλήρωσε: «Καλά σου λέει. Τι σου λείπει; Μου είπε ο πατέρας σου τις προκοπές σου. Άνοιξε κάνα βιβλίο αγόρι μου γιατί σε περιμένουνε τα πρόβατα και είναι κρίμα».
Να άνοιγε η γη να με κατάπινε. Άφησα το δεκάρικο στο τραπέζι κι έκανα να φύγω αμίλητος. Ο Συμεών, όμως με σταμάτησε και μου έχωσε ένα κομμάτι της εφημερίδας στην τσέπη του παλτού μου.
«Ρίξε μια ματιά και τα λέμε», με παρηγόρησε.
Έφυγα τρέχοντας προς το σπίτι, και δεν ξέρω γιατί, κρύφτηκα στην αποθήκη με τα ξύλα. Ξεδίπλωσα το κομμάτι της εφημερίδας και διάβασα τα μεγάλα γράμματα, το σκοτάδι δεν βοηθούσε. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Στο Χριστό στο Κάστρο. Τι είναι τούτο; Σε ποια γλώσσα είναι γραμμένο; Εδώ εκεί ξεχώριζα κάποιες λέξεις, αλλά δεν έβγαζα νόημα. Ταπεινωμένος όσο δεν παίρνει, δίπλωσα το απόκομμα και πέρασα από την πίσω πόρτα στο δωμάτιό μου. Σε λίγο ακούστηκαν οι φωνές των φίλων μου που με έψαχναν για να συνεννοηθούμε. Άκουσα τη μητέρα μου που βγήκε στην εξώπορτα και τους είπε πως έχω πάει για κούρεμα και να μη φωνάζουν γιατί είχαμε επισκέπτες. Ησύχασα. Άνοιξα και προσπάθησα πάλι να διαβάσω. Δεν καταλάβαινα γρι. Ήμουν ό,τι έλεγαν; Όταν άκουσα βήματα στο διάδρομο, τσαλάκωσα την εφημερίδα την έχωσα κάτω από το στρώμα και βγήκα σαν να μη συνέβαινε τίποτα, το είχα αυτό, να μη δείχνω, να προσποιούμαι και να μην ανοίγομαι.
«Εδώ είσαι; Σε ψάχνουν», έκανε η μητέρα μου. «Έλα ήρθε η θεία σου η Καλλιόπη από την Αθήνα. Έλα, έχεις και δώρο».
Για πότε έφτασα στο σαλόνι κι έπεσα στην αγκαλιά της αγαπημένης μου θείας ούτε που το κατάλαβα. Το ήξερα πως μου είχε αδυναμία και κάθε φορά που ερχόταν όλο και κάτι έφερνε. «Άνοιξέ το. Μεγάλωσες πια ελπίζω να σ’ αρέσει».
Ένα χοντρό βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο αποκαλύφτηκε: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ για παιδιά και νέους, ο τίτλος. Ήταν το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που έμπαινε θριαμβευτικά στο σπίτι μας.
«Ευχαριστώ», είπα και γύρισα στο δωμάτιό μου για να το ξεφυλλίσω και ω του θαύματος έπεσα πάνω στο περίφημο διήγημα της εφημερίδας «Στο Χριστό στο Κάστρο».
Έτρεμα ολόκληρος, καταλάβαινα ό,τι πριν δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, η γλώσσα μού ήταν οικεία. Γύριζα τις σελίδες μια μια με λαχτάρα μη χάσω το παραμικρό και βρισκόμουν στη βάρκα του Στεφανή, ένιωθα την ίδια αγωνία, τον ίδιο φόβο, με τους παράτολμους χωρικούς, προσευχόμουν μαζί τους. Κάποια στιγμή ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Με είχε συνεπάρει το ανάγνωσμα. Αγνόησα τα καλέσματα των φίλων μου και έμεινα ως αργά κλεισμένος στο δωμάτιό μου. Γνώριζα έναν καινούργιο κόσμο. Ανακάλυπτα το ταξίδι, το όνειρο, τα γράμματα που τόσο άδικα μου στερούσαν. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν βγήκα για τα κάλαντα, όσο κι αν επέμεναν οι φίλοι, έμεινα με τον κυρ-Αλέξανδρο να μου λέει ιστορίες και να ζω μαζί τους. Τα χρόνια που ακολούθησαν, στην εφηβεία μου, κατάφερα να διαβάσω και να αφεθώ στη μαγεία της γλώσσας του Παπαδιαμάντη και δεν σταμάτησα να τον μνημονεύω για τον υπέρ αδυνάτου (εμού δηλαδή) λόγο του και να ευγνωμονώ τον διακεκριμένο νομικό Συμεών Αργυρόπουλο.