Γράφει ο Άρης Σφακιανάκης
Χριστούγεννα αλά Ντίκενς
Πήγαινα στο δημοτικό τότε. Δεκαετία του ’60 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τις μέρες των χριστουγεννιάτικων εορτών τα πιτσιρίκια της γειτονιάς τριγυρίζαμε λέγοντας τα κάλαντα με απώτερο στόχο να μαζέψουμε αρκετά ψιλά μήπως και μπορέσουμε να αγοράσουμε μια μπάλα δερμάτινη συνεταιρικά. Δεν το πετύχαμε ποτέ.
Εκείνα τα χρόνια, μια κοντινή μου θεία ήταν διευθύντρια στο Ορφανοτροφείο θηλέων της πόλης. Το οίκημα που στέγαζε το ίδρυμα ήταν ένα άχαρο κτίριο βαμμένο ώχρα και θύμιζε φυλακή. Η είσοδός του ήταν μια ψηλή καγκελόφραχτη πύλη. Αν περνούσες απέξω, έβλεπες στον προαύλιο χώρο, σε κάποιο διάλειμμα, τα κορίτσια να περιφέρονται με τις γκρίζες στολές τους συζητώντας μεταξύ τους σε μικρές παρέες. Σκεφτόμουν ποια μοίρα άραγε τα είχε οδηγήσει ως εκεί, κι ενίοτε μελαγχολούσα με τις γκρίζες στολές τους. Ντίκενς δεν είχα διαβάσει ακόμη ως τότε –πού να ήξερα ότι κάποτε θα μετέφραζα τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ…
Κάθε χρόνο, την παραμονή Χριστουγέννων γινόταν μια μεγάλη γιορτή στο Ορφανοτροφείο θηλέων. Χάρη στη διευθύντρια θεία μου, είχα βρεθεί κι εγώ σε εκείνες τις γιορτές. Το θέαμα ήταν εξαιρετικό. Δεν ήταν μόνο το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο που, στολισμένο με ένα σωρό στολίδια, έφτανε ως την οροφή, ήταν οι άντρες της Αμερικάνικης βάσης. Κυρίως αυτοί. Μια ομάδα τους, που υπηρετούσαν στην βάση των Αμερικάνων στις Γούρνες, κανόνιζαν να ντυθούν Άη Βασίληδες, κατέφταναν εκείνο το απόγευμα στο Ορφανοτροφείο, έφερναν μαζί τους μουσικές και άφθονα δώρα σε μεγάλα πακέτα τυλιγμένα σε φανταχτερά περιτυλίγματα, κι όταν ερχόταν η ώρα, κι έδινε η θεία μου η διευθύντρια το σύνθημα, ανέβαιναν από το υπόγειο του κτιρίου –καθώς δεν χωρούσαν από την καμινάδα- και με τραγούδια χριστουγεννιάτικα, με μουσικές ουράνιες, με γενειάδες μπαμπακερές και στολές κατακόκκινες γέμιζαν τον χώρο με μια ευφορία μοναδική. Τα κορίτσια ξεφώνιζαν χαρούμενα πριν καν ανοίξουν τα δώρα τους. Όλοι τραγουδούσαν –εκτός από μένα που δεν ήμουν ακριβώς καλλικέλαδος. Η βραδιά τέλειωνε με φαγητά και γλυκά που έφερναν οι Αμερικάνοι από τη βάση τους.
Αργότερα έμαθα πως πολλοί από εκείνους τους ξενόφερτους στρατιώτες παντρεύτηκαν κορίτσια από το Ορφανοτροφείο και τα πήραν μαζί τους πέρα από τον ωκεανό, άλλοι στο Αλμπουκέρκη κι άλλοι στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Τα ζήλευα εκείνα τα κορίτσια, ζήλευα την τύχη τους, που ένα στρίψιμο της βίδας (ούτε τον Τζέιμς γνώριζα τότε) τα είχε οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας. Εγώ θα παρέμενα εκεί, στο Ηράκλειο της Κρήτης, με το κοντό παντελονάκι μου να λέω κάθε χρόνο τα κάλαντα με την φρούδα ελπίδα μιας μπάλας από πετσί.