Γράφει η Ελένη Αλεξίου
Χρονιάρες μέρες
Το βαγόνι κουδούνιζε στα έγκατα της γης, καλικάντζαρος που τον τρώει η πλάτη και σέρνεται στα χώματα να τριφτεί, να ξεθυμάνει η φαγούρα.
«Καλοί μου κύριοι, καλές μου κυρίες, συγγνώμη για την ενόχληση. Δεν είμαι ζητιάνα. Ένας άνθρωπος είμαι σε ανάγκη. Άνεργη πέντε μήνες, έχω άντρα άρρωστο και έξι παιδιά ανήλικα, τα δύο ανάπηρα. Καλοί μου άνθρωποι, δεν ζητώ την ελεημοσύνη σας. Ένα αγιοβασιλάκι ζητάω να αγοράσετε, ένα στολίδι για το δέντρο σας χρονιάρες μέρες. Δεν είμαι ζητιάνα, δεν ζητώ την ελεημοσύνη σας. Μια βοήθεια ζητάω, να πάρω κι εγώ ένα δωράκι στα παιδάκια μου. Είμαι άνεργη κι έχω άντρα άρρωστο και έξι παιδιά ανήλικα, τα δύο ανάπηρα. Καλοί μου κύριοι, καλές μου κυρίες, χρονιάρες μέρες, ένα αγιοβασιλάκι πάρτε…»
Δεν τη λυπήθηκα τη γύφτισσα, λέξη δεν πίστεψα από το παρακαλετό της. Μάλλον τη ζήλεψα, έτσι που είχε στυλωθεί στη μέση του βαγονιού και διατυμπάνιζε τον πόνο της, λες και ξαλάφρωνε από βάρος. Ψέμα; Αλήθεια; Η ιστορία ειπώθηκε. Η γύφτισσα έκανε το κομμάτι της και περίμενε να εισπράξει.
Ήθελα να ήμουν σαν εκείνη. Μέσα στη λάμψη των γιορτών, καθώς ανακατεύονται αγαθά, σώματα κι ευχές να σταθώ στη μέση του πλήθους, να σωπάσουν όλοι σα να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να μάθουν λέξη-λέξη το παράπονό μου.
«Καλέ μου, συγγνώμη για την ενόχληση. Ζητιάνα είμαι της αγάπης, ένας άνθρωπος σε ανάγκη. Ανερμάτιστη τόσο καιρό, σε ό,τι κάνω κρέμομαι – ανάπηρη και από τα δυο μου χέρια, σέρνομαι – παράλυτη και από τα δυο μου πόδια, μουγκή ό,τι κι αν λέω. Χρονιάρες μέρες, χτυπάω διπλοβάρδιες στην απόγνωση, καλέ μου. Αν γίνεται να παίρνει κάποιος την αγάπη απλά επειδή τη ζήτησε, δεν θέλω ελεημοσύνη, την αγάπη σου ζητάω. Καλέ μου, συγγνώμη για την ενόχληση. Δώσε ό,τι έχεις ευχαρίστηση. Τα ευγενικά σου χέρια, το δίδυμο άλφα του μετώπου σου, το κύρτωμα του αυχένα. Να βγάλω μεροκάματο χρονιάρες μέρες, ζητιάνα του έρωτά σου, ένας άνθρωπος σε ανάγκη».