Γράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος
Καλά Χριστούγεννα μανούλα
Η Ελίζα κάθεται στο αντικέ γραφείο του πατέρα της, κειμήλιο απ’ όταν πέθανε. Επάνω του αραδιασμένα χαρτιά και μπλοκ, ένα κουτί από πίτσα, λαδωμένες χαρτοπετσέτες, τασάκι τίγκα στάχτες, γόπες. Ένα μπουκάλι amaretto μισοάδειο, σταγόνες ποτού γύρω του χυμένες.
Είχε εκδοθεί ένα βιβλίο της. Το είχε μπροστά της ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο εξώφυλλο.
«Θα μπορούσε να είχε άλλον τίτλο», σκέφτεται.
Τα αφτιά της βουίζουν από την εκκωφαντική σιωπή. Πίνει από νωρίς.
«Δεν έχεις από πού να ξεφύγεις, ηλίθιε, εαυτέ μου και σου φταίει ο τίτλος;» Ψέλλισε και ήπιε.
Είχε ποτίσει τις φλέβες της με αρκετή δόση αιθυλικής αλκοόλης για τη νύχτα που θα ακολουθούσε. Ήταν μοναχικός τύπος, αγαπούσε την απλότητα της καθημερινότητας, οι γιορτές την έπνιγαν.
«Η απομόνωση είναι χρήσιμη για μία συγγραφέα», έλεγε για να τιθασεύει τον εαυτό της, να τον ελέγχει και να ζει μαζί του δίχως εκνευρισμούς. Μα, όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ένιωθε μια αλλόκοτη μοναξιά να την πλακώνει. Καμώθηκε πως ήθελε να γράψει, αλλά το μυαλό της δεν ήταν συγκροτημένο και η όραση της ήταν θολή. Παρέμεινε να κοιτάζει τις άδειες σελίδες που πάλλονταν σαν να επέπλεαν στο νερό. Είχαν πάρει το χρώμα της σέπια όμοιο με το χρώμα του ποτού στο ποτήρι. Η λεία επιφάνεια τους φάνταξε στο νου της σαν αμμουδιά το ηλιοβασίλεμα. Ήταν η ίδια ανεξίτηλη εικόνα που είχε γραφτεί στην ψυχή της, μόλις στα εννέα της χρόνια, όταν εκείνος ο άγνωστος, τη βίασε.
Χριστούγεννα ήταν και τότε.
Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Έξω, τα Εξάρχεια γιορτάζουν. Έξω, οι μπάτσοι στημένοι -σαν λαμπιόνια δέντρου- πάνοπλοι. Έξω, φώτα λαμπυρίζουν στα μπαλκόνια, φωνές αντηχούν στους δρόμους, και χριστουγεννιάτικες μελωδίες πνίγουν τη σιωπή της νύχτας.
Έξω όλα αυτά. Μέσα, όμως, στο μικρό διαμέρισμα, επικρατούσε παγερή σιωπή.
Ήπιε την τελευταία γουλιά και σηκώθηκε. Για μερικές στιγμές έμεινε ακίνητη να φρονιμέψει τη ζάλη και έπειτα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε χαμογελώντας στον εαυτό της.
«Παραμορφώσου τώρα… γίνε τσούλα! Ζήσε απόψε άλλο ένα ξεφτιλίκι… όνομα, αξιοπρέπεια, οικογένεια, κοροϊδία, σκατά!»
Το γέλιο που ακολούθησε ήταν επιβλητικό.
Οι απαλές τρίχες του στρόγγυλου πινέλου βυθίστηκαν στο μεικ έστε λόντερ, κατόπιν με ηδυπάθεια χάιδεψαν απαλά τη λευκή σάρκα στο πρόσωπο της. Το κραγιόν κύλησε στα χείλια βάφοντας κατακόκκινες υποσχέσεις για φιλήματα. Χτενίστηκε. Φόρεσε κολλητό τζιν, γόβες μαύρες, μπλούζα κοντή εξώπλατη, τύλιξε λαιμό, πλάτη, στέρνο με μοχέρ εσάρπα.
Τελευταία ματιά στον καθρέφτη.
«Κάθε χρόνο το ίδιο σκηνικό. Χριστούγεννα, πως αλλιώς να ξεπλύνω τη γαμωψυχή μου;» Ψέλλισε.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Που είσαι κορίτσι μου, πότε θα έρθεις; Σε περιμένουμε να φάμε… πάνε δυο μήνες από την τελευταία φορά που έχουμε να σε δούμε».
Ακουμπά το τηλέφωνο, ακούει τη φωνή της μητέρας της σαν τζιτζίκι· όσο γεμίζει πάλι το ποτήρι της. Ακουμπάει στη γλώσσα της xanax, πίνει μια γερή γουλιά να πάει κάτω το χάπι ενώ κουνάει το κεφάλι της νομίζοντας πως αποκρίνεται στα ερωτήματα.
Έλα, παιδί μου, με ακούς;»
Η Ελίζα Κάθεται στον καναπέ, αφήνει το τηλέφωνο πλάι της.
«Με ακούς;»
«Νομίζεις μεγάλωσα; Τα παιδικά μου χρόνια σε περιμένουν», ψιθυρίζει.
«Έλα, έλα… Δε σε ακούω παιδί μου».
«Έρχομαι, ξεκινάω».
Τα δάχτυλά της τρέμοντας πατούν pause. Ζαλισμένη μιλάει στο κλειστό τηλέφωνο.
«Μάνα κυκλοφόρησε το βιβλίο μου».
Ξαπλώνει και παραμιλάει.
«Δυσκόλεψε η ζωή μου, μάνα. Δεν ξέρω ποια είμαι, ποιον εαυτό να κρατήσω; Ποιον να κρατήσω και ποιον να αφήσω; Ή λες, καλύτερα, να ‘χω ένα άδειο σώμα, χωρίς κανέναν από αυτούς που με παιδεύουν. Μάνα, έγραψα για μένα».
“Στο τραπέζι μόνη/ μασούσα τη θλίψη/ τα δόντια συνέλεγαν θυμούς/ ενσωματωμένο βάρος ο χρόνος/ ήταν δική μου έκφραση πλέον/ θα συνηθίσω έλεγα να πείσω τον εαυτό μου/ Ποιον εαυτό μου;”
Κλείνει τα μάτια της. ξέπνοη ακούγεται η φωνή της.
«Καλά Χριστούγεννα, μανούλα!»