Γράφει ο Γ. Δ. Αναγνώστου
ΚΙ ΑΣ ΜΕΙΝΩ ΠΑΛΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Ν’ ακολουθώ το δρόμο που πορεύτηκες. Χριστέ μου. Να ζυγώνω δρόμους με λαμπιόνια φωτισμένους. Με πλαστικό χρήμα στην τσέπη μου τον πόνο να ξοδεύω. Τον ξύλινο σταυρό να κουβαλώ. Κάτω από σελήνη με εγκοπή ρηχή για διάμετρο. Μόνος. Ανέστια μόνος. Μια μάνα μονάχα εμένα να συντρέχει. Στου ουρανού το σκέπαστρο κατέβασα δικά Σου περιστέρια. Και τη θάλασσα να απαρνηθώ ετόλμησα. Τα δάκρυα ν’ αποφύγω. Πόνος γιομάτος πάθος ο έρωτας εμέ έχει συνθλίψει. Κι ο Γολγοθάς μου κατηφορικός εμένα παρασύρει. Με καταβάλλει. Στου άπιαστου ονείρου τη σιωπή να κρύβομαι. Εσένα να ζητήσω. Νερό να πιώ και ξύδι. Μήπως και αναστηθώ. Στο πλάι σου να μείνω. Με στεφάνι ακάνθινο μεταμέλησα τα πάθη μου. Τον έρωτα κουβάλησα στην άκρια του κόσμου. Και να τώρα όλοι εδώ να με θρηνείτε όλοι. Μόνος. Ανέστια μόνος. Η αγάπη μένει μόνο. Με δώρα και με φίλους που έφυγαν για πάντα. Επιτέλους αναλήφθηκα γιατί γεννήθηκες σε φάτνη. Πνεύμα μονάχα απέμεινε. Και τούτο το γραπτό μου για τη δική Σου γέννηση. Σαν ήρθες με την πνοή του ανέμου τον κόσμο να λυτρώσεις. Ω! τι θεία έμπνευση Άνθρωπος να γίνεις. Με βλέμμα καθαρό και μέτωπο. Μακριά μαλλιά. Ισχνός και λίγο ατημέλητος. Κι εγώ καθαρά ουράνιος. Πνεύμα πλέον. Να κολυμπώ στο θείο στέρνο σου. Να πνίγω την ομίχλη μου. Να κουβαλώ τα πάθη μου. Και να προσμένω τούτα εδώ τα Χριστούγεννα. Τον ερχομό Σου να γιορτάσω. Ανέμελος για μια φορά. Ελαφρύς σε αίσθηση ονείρου που Εσέ αρωματίζει. Κι ας είναι ο Νέος Χρόνος παιδί δικό Σου. Ευφάνταστο και τυχερό. Γιατί πολλά χτυπήματα μελάνωσαν την πλάτη μου. Άλλο δεν αντέχω. Και μάθε με Χριστέ μου. Να ξεχωρίζω το δίκαιο από το ψέμα του. Και ν’ αγαπώ ανθρώπους. Τίποτε περισσότερο. Μάθε μου την Αγάπη. Να την μοιράσω στους ανθρώπους.
Κι ας μείνω πάλι μοναχός.