Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Το νεροπίστολο | Γράφει o Ευάγγελος Αυδίκος

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος

Το νεροπίστολο

Η τηλεόραση παίζει στη διαπασών. Δεν αντέχει τις βουές που ανεβαίνουν από το ισόγειο. Αυτά τα διαολοσπέρματα έχουν αφηνιάσει. Μουρμουρίζει ακατάληπτα λόγια. Ο πείξος ο δείξος, άμα σας λάβω.  Είναι και τα τέσσερα μια κοψιά, μελαχρινά, προς το βαθύ σκούρο. Τα συναντάει στην εξώπορτα της πολυκατοικίας, αυτά δεν καταλαβαίνουν από διακριτικότητα.

Αυτή την παρατήρηση έκανε στη μάνα τους, τον πατέρα ποτέ δεν μπόρεσε να τον συναντήσει, τον ζήτησε με επιμονή, έχετε υποχρέωση να τον ενημερώσετε, να αναλάβει τις ευθύνες του. Εργάζεται σε δυο δουλειές, σ’ ένα στάβλο, μακριά από την Αθήνα. Αντιγύρισε η λεπτοκόκαλη μάνα τους, αυτή γέρασε παράωρα, παρατήρησε. Και μετά σε ταβέρνα, πιάτα πλένει, συνέχισε, δεν μπορεί να έρχεται. Ε, τότε, εσύ  να τους μάθεις να είναι διακριτικά. Ο δείκτης του δεξιού χεριού του είχε υψωθεί, έμοιαζε με πύραυλο που ήταν έτοιμος να χτυπήσει τον  απέναντί του στόχο.  Χθες το απόγευμα, με παρέσυραν στην εξώπορτα, έπεσα και λερώθηκε το παντελόνι μου. Παιδιά είναι, ζωηρά πολύ,  του είπε χαμογελαστή. Ώστε στη χώρα σας δεν ξέρετε από διακριτικότητα;

 Η κυρία απέναντί του  στο κατώφλι, αυτός σε απόσταση στον διάδρομο.  Διακριτ…, δεν καταλαβαίνω καλά ελληνικά. Παιδιά είναι, τι να κάνω. Έχουν καλή ψυχή. Αγαπάνε εσένα, αφεντικό. Δεν είμαι αφεντικό σου. Να είναι διακριτικά, να τους πεις. Να μπαίνω πρώτα εγώ  και μετά αυτά. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Να στο αναλύσω; Τι είναι αναλύσω; Δεν καταλαβαίνω. Του ερχόταν να την πιάσει από τον λαιμό, να την πνίξει σαν κοτόπουλο. Τα μάτια του πέταγαν σπίθες, η όρασή του μειώθηκε. Ψυχραιμία, Παυσανία! Κράτα τη θέση σου. Το παντελόνι μου σκέφτομαι, την κοιτάζει. Να το πλύνω εγώ. Μπορώ. Η μαυριδερή γειτόνισσα του ισογείου χαμογελούσε. Δεν το χωρούσε ο νους του, κατάντησε περίγελος σε μια οικογένεια που δεν είχε βρακί να φορέσει.  Ρίγος τον έπιασε. Να πιάσει τα ρούχα στα χέρια της αυτή η μαυριδερή; Χαμήλωσε το βλέμμα στο παντελόνι. Την προηγούμενη μέρα έβρεξε καλαπόδια, κυλίστηκε στη λάσπη του μισοφαγωμένου γκαζόν,  το παντελόνι  λασπώθηκε.

Αμίλητος έκανε στροφή, από τη φούρκα που είχε,  ανέβηκε με τα πόδια τη μαρμάρινη σκάλα, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και φόρεσε την πυτζάμα του. Δεν σταμάτησε να τρώγεται με τα ρούχα του. Μουρμούριζε και έψελνε διάφορα. Κάθισε στον αναπαυτικό καναπέ, το τσάι που είχε ετοιμάσει, κρύωσε, άδειασε το περιεχόμενο με νευρικότητα στο νεροχύτη, θα ένιωθε χαρά να μπορούσε να αδειάσει κάπου κι αυτά τα διαολόπαιδα, να μην τον ζαλίζουν με τις φωνές τους.

Η τηλεόραση είναι στο pause.Είχε βάλει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία στο Netflix. Δεν μπορούσε να χαρεί τα Χριστούγεννα, χωρίς τις περιπέτειες του μικρού Κέβιν που περνάει μόνος τις γιορτές στο σπίτι, οι γονείς του βιάζονταν να προλάβουν το αεροπλάνο για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Τον ξέχασαν πίσω. Κάθε χρόνο βλέπει τον Κέβιν.

Είναι κι αυτός μόνος στο σπίτι, δεν πρόκειται να τον ενοχλήσουν οι κλέφτες, το σπίτι έχει γίνει φρούριο με τις κλειδαριές ασφαλείας παντού αλλά και την πόρτα ασφαλείας, μόνο μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης θα μπορούσε να την αχρηστέψει. Η γυναίκα του τον άφησε στα κρύα του λουτρού την πρώτη φορά. Αμάν ζαμάν, Παυσανία, να κάνουμε Χριστούγεννα με τα εγγόνια μας, τη μια χρονιά με εκείνα της κόρης μας, τη δεύτερη με τα παιδιά του γιου μας. Αμετάπειστος. Φοβάμαι το αεροπλάνο και πώς να πετάξω πάνω από τον Ατλαντικό. Θα με προδώσει η καρδιά μου. Δεν αντέχω. Μια φορά ταξίδεψα και κόντεψα να πεθάνω. Της το ξέκοψε.

 Η γυναίκα του σήκωσε τους ώμους. Όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ψώνιζε και γέμιζε το ψυγείο.  Μόνοι μας θα κάνουμε γιορτές, γιατί τόσα ψώνια; Μπας και γίνεται πόλεμος; Πεταμένα λεφτά, δεν σταματούσε η μουρμούρα του. Η γυναίκα του δεν έκανε κανένα σχόλιο. Το στόμα της κλειστό, μόνο  τα χείλη της ίσα που άνοιγαν, ένα αχνό χαμόγελο. Δεν του άρεσε, ήξερε πως αυτό δεν ήταν καλό . Κάτι μαγείρευε. Το διαπίστωσε τέσσερες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Η γυναίκα του παρήγγειλε ταξί, ταξιδεύω για την Αμερική, είπε, αδιαφορώντας για όσα αυτός της έλεγε, θα πάθω σαν τον Κέβιν κι ακόμη χειρότερα. Εσύ,  με εγκαταλείπεις, δεν με ξεχνάς όπως οι άλλοι τον  Κέβιν.  Η γυναίκα του σταμάτησε στην πόρτα. Έχω βγάλει οικογενειακή βίζα.  Έχουμε ένα τέταρτο, προλαβαίνουμε. Να φτιάξω  τη βαλίτσα σου; Έκανε πίσω, με το χέρι του έσπρωξε την πόρτα. Ακούστηκε ο ήχος της κλειδαριάς. Σε ένα λεπτό θα είμαι στο ταξί, η φωνή της γυναίκας του ακούστηκε ευδιάθετη. Το ασανσέρ σταμάτησε στο ισόγειο, καλό ταξίδι , κυρά Μερόπη, ακούστηκε  η φωνή αυτής της τρισκατάρατης στο ισόγειο. Καλό ταξίδι, κυρία Μερόπη, οι παιδικές φωνές επανέλαβαν εν χορώ την ευχή της μάνα τους. Αν μπορούσε,  θα τα έπνιγε.

Κάθεται στην άκρη του καναπέ κρατώντας με τις δυο του παλάμες το κεφάλι. Μόνος τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά. Και δεν πρόλαβε να του εξηγήσει πού μπορεί να βρει τα βασικά. Πού να βρει τις κουβέρτες, πώς ανάβει η κουζίνα. Ευτυχώς ξέρει  να χειρίζεται το τηγάνι. Σηκώνεται όρθιος. Φτύνει αρκετές φορές. Τελειώνει και το σάλιο. Κολλάει το στόμα του. Ανοίγει το ψυγείο, πίνει κρύο νερό. Ευτυχώς φρόντισε η γυναίκα του  να βάλει αρκετά μπουκάλια στο ψυγείο. Κάτι είναι κι αυτό. Ξαναφτύνει, σαν να θέλει να ξορκίσει αυτό που τον βρήκε. Δεν βαριέσαι, μονολογεί, θα τα καταφέρω.

 Ξαναβάζει την ιστορία του Κέβιν στο Netflix. Γιατί να μην  τα καταφέρω μόνος μου; Έχω κι ένα πλεονέκτημα. Δεν μπαίνουν με τίποτα οι κλέφτες στο σπίτι μου. Βάζει σε pause  την ταινία. Μήπως οι κλέφτες βρίσκονται μες στο διαμέρισμα; Νιώθω άδειος, μονολογεί. Τηλεφωνεί η κόρη του από την Αμερική. Κρίμα , πατέρα, τα εγγόνια σου σε περίμεναν. Μόνο κάθε δυο χρόνια ανταμώνουμε. Περίμεναν να σε κάνουν  Άη Βασίλη, αγόρασαν σκούφο, γένια και στολή για σένα. Κρίμα. Ο μεγάλος έχει ακόμη το πενηντάευρο που του έκανες δώρο, το έδωσες με τα ίδια σου χέρια εκείνο το καλοκαίρι. Ο παππούς μου  ο Παυσανίας, λέει, έμαθε να λέει ολόκληρο το όνομά σου.

 Βγαίνει στη βεράντα. Το πρόσωπό του παγώνει, φυσάει βοριάς. Βηματίζει κατά μήκος της μακρόστενης βεράντας. Οι πρώτες νιφάδες του φετινού χειμώνα. Επιστρέφει στο σαλόνι. Κατευθύνεται στο γραφείο του. Ανασκαλεύει τα συρτάρια. Χαμογελάει μόλις εντοπίζει αυτό που ήθελε. Είναι ένα πενηνταράκι, στη μία πλευρά είχε το κεφάλι του βασιλιά Παύλου. Και μια χρονιά σημαδιακή. 1960. Το παίρνει στα χέρια του και το χαϊδεύει. Νιώθει ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του.

Το ίδιο ένιωσε και τότε. Στην αρχή δεν κατάλαβε την αξία εκείνου του χαρτιού. Χίλιαι δραχμαί έγραφε. Επέστρεφε από τη θεια του χαρούμενος, καμάρωνε για το  βυσσινί παντελόνι που του έδωσε. Το χάιδευε στον δρόμο, πρώτη φορά φορούσε τέτοιο ρούχο, μεγάλωσε κι ακόμη τα  κοντοπαντέλονα, φτιαγμένα από χοντρά υφάσματα, στον αργαλειό, είχαν γίνει αλεποτόμαρο πάνω του. Της ούντρας . Το κλάμα που έριξε μόλις γλίστρησε και βρέθηκε στο χαντάκι, ήταν πόνος βαθύς για κάτι που έχασε. Σπάνια περνούσαν αυτοκίνητα σ’ εκείνον τον δρόμο. Να όμως, που έγινε η αφορμή να βρεθεί στο χαντάκι, αλλιώς το αυτοκίνητο θα τον είχε χτυπήσει. Έπεσε στο χαντάκι. Το βυσσινί παντελόνι λάσπωσε, άλλαξε χρώμα. Όλο του το σώμα λασπωμένο. Δεν τον ένοιαζε ο σωματικός πόνος. Άρχισε να ουρλιάζει, σαν λύκος ακουγόταν. Έβαλε τα χέρια του μες στη λάσπη κι άρχισε να αλείφει όλο του το σώμα, δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. 

Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ανήσυχη η θεια Όλγα, μια φίλη της μάνας, ερχόταν πού και πού στο σπίτι, κρατώντας το φλιτζάνι του καφέ, παραμεγάλωσε η κόρη της κι ανησυχούσε που είχε γίνει μεγαλοκοπέλα. Μην κουνιέσαι,  του είπε. Πλησίασε κοντά και με τα δυο δάχτυλα έβγαλε από το μέτωπό του ένα χαρτί. Πάρ’το αυτό, βάλ’το στην τσέπη σου και  αμέσως στη μάνα σου. Ακούς; Να μην μιλήσεις σε κανένα γι’ αυτό. Να το δώσεις στη μάνα σου. Θα χαρεί.

Χάρηκε η μάνα του, ο πατέρας του χάρηκε ακόμη περισσότερο, πήρε κάποια ψιλά να παίξει «τριανταένα», την παραμονή των Χριστουγέννων.  Τα πρόσωπα των γονέων του ήταν χαρούμενα.  Η μάνα του έσωσε το  βυσσινί παντελόνι. Το έπλυνε και το ξαναέπλυνε. Το άπλωσε στο σύρμα.  . Ανήμερα το φόρεσε  όλη μέρα. Έφαγε βανίλια υποβρύχιο, ένα μεγάλο κουτάλι  τίγκα. Ακόμη νιώθει στο λαρύγγι του τη γλύκα, την ώρα που η βανίλια έπαιρνε τον κατήφορο για το στομάχι του.

Το πενηνταράκι το απίθωσε σ’ ένα συρτάρι. Το ξέχασε. Το κράτησε, ήταν από το χαρτζιλίκι που του έδωσε η μάνα του. Το πενηνταράκι του θύμιζε  το βυσσινί παντελόνι και το χιλιάρικο. Για πρώτη φορά χαμογέλασαν τα χείλη της μάνας.

Νιώθει κι αυτή τη φορά ρίγος. Κρατάει ακόμη τη μαγική του  δύναμη το άτιμο. Τα βήματά του τον οδηγούν σε μια κούτα με πολλά παιχνίδια. Ήταν εκείνα που αγόραζε στα παιδιά του. Τα κράταγε, να τα δώσει στα εγγόνια του. Να τους μιλήσει για πολλά. Δεν πρόλαβε να το κάνει με τα δικά του . Ποτέ δεν βρήκε τον χρόνο, την τελευταία στιγμή επέστρεφε στο σπίτι. Το ξέκοψε στη γυναίκα του. Δεν θέλω μελομακάρονα, μην ετοιμάζεις κουραμπιέδες. Θα αγοράσουμε ό,τι χρειαζόμαστε από τον γείτονα ζαχαροπλάστη. Τα παιδιά στο κρεβάτι τους, παρέα ,με την πεθερά του κι αυτοί , οι δυο τους, για ρεβεγιόν στα μεγάλα μαγαζιά.

Κάθεται σ’ ένα σκαμπό, βάζει το χέρι στο χαρτόκουτο και βγάζει ένα ένα τα παιχνίδια που έκαναν δώρο, όλα αυτά τα χρόνια,  στα παιδιά τους. Μοιάζουν ξένα. Δεν του θυμίζουν κάτι. Δεν μπόρεσε να παίξει με τα παιδιά του, πάντα έβρισκε μια δικαιολογία. Τα βγάζει και τα ρίχνει μέσα σε μια πολύ μεγάλη, πλαστική σακούλα. Δευτερόλεπτα μένουν τα παιχνίδια στα χέρια του, προσπαθεί να θυμηθεί, του κάκου. Τα απιθώνει στη σακούλα. Μόνο αυτό το νεροπίστολο κάτι του θυμίζει. Το χέρι μένει μετέωρο, δεν μετακινείται προς τη σακούλα. Είναι κόκκινο, άφθαρτο. Σηκώνεται όρθιος, πλησιάζει στη βρύση, βγάζει το πώμα και  το γεμίζει με νερό. Το κρατάει με την κάνη προς το  πρόσωπό του. Πιέζει τη σκανδάλη, το νερό καταβρέχει τα μάτια, τη μύτη. Οι σταγόνες απλώνονται.

 Και τότε θυμάται. Αυτόν σημάδεψε για πρώτη φορά ο γιος του. Γκρίνιαζε για μέρες. Να του αγοράσει για δώρο το νεροπίστολο. Τον είχε εντυπωσιάσει σε μια διαφήμιση, καινούργια και η έγχρωμη τηλεόραση στο σπίτι. Τελικά, του έκανε το χατίρι. Δεν κρατιόταν, βιαζόταν να  γυρίσουν στο σπίτι. Να το δοκιμάσει.  Έσκισε το περιτύλιγμα, άνοιξε το κουτί. Περίμενε να χαρεί. Να βγει στην αυλή να παίξει. Βημάτισε ως τη βρύση και το γέμισε νερό. Στάθηκε απέναντί του και τον πυροβόλησε. Αιφνιδιάστηκε. Μετά, αμίλητος το επέστρεψε στο κουτί του. Με νεροπίστολο δεν μπορώ να γίνω καουμπόης, σχολίασε. Από εκείνη την ώρα το κουτί βρήκε τη μόνιμη θέση του στο χαρτόκουτο.

Το νεροπίστολο καταλήγει στην πλαστική σακούλα.  Ξεπαγώνει την εικόνα της ταινίας στο Netflix. Ο Κέβιν σοφίζεται διάφορα για να αντιμετωπίζει τα σχέδια των δύο κλεφτάκων, του Χάρι και του Μαρβ. Κλείνει την τηλεόραση , δεν έχει όρεξη να παρακολουθήσει την ταινία. Πλησιάζει στην πλαστική σακούλα. Κάνει γύρω στο σαλόνι. Βγαίνει στη βεράντα, φοράει τον σκούφο του. Από το ισόγειο ανεβαίνουν οι χαρούμενες φωνές των διαολοσπερμάτων. Θυμάται το δικό του πενηνταράκι. Νιώθει άσχημα που λυγίζει στα συναισθήματα. Βρίζει θεούς και δαίμονες. Βρίζει , κυρίως , τον εαυτό του. Τηλεφωνεί ο εγγονός του από την Αμερική. Καλά Χριστούγεννα, παππού.  Δεν είναι νερό εκείνο που κυλάει στο μάγουλό του.  Βγάζει το μαντίλι του και το σκουπίζει. Δεν είναι για μένα αυτά, να με πάρει ο διάολος και να με σηκώσει.

Ξαναπιάνει την πλαστική σακούλα με το χέρι του. Κλείνει την μπαλκονόπορτα. Ξεκλειδώνει την εξώπορτα. Με τα πόδια κατεβαίνει στο ισόγειο. Διστάζει μπροστά στην  πόρτα. Από μέσα ακούγονται παιδικές φωνές. Οι γονείς τραγουδάνε, γνωρίζει τη μελωδία. Είναι χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Στη δική τους γλώσσα. Χτυπάει το κουδούνι. Μια, δυο, τρεις φορές. Η πόρτα παραμένει κλειστή. Απογοητεύεται. Είναι έτοιμος να επιστρέψει στο διαμέρισμά του. Διστάζει. Μια ακόμη φορά. Χτυπάει δυνατά την πόρτα. Ένα κεφαλάκι εμφανίζεται στην πόρτα. Του δίνει την πλαστική σακούλα. Εξαφανίζεται η σακούλα στο μικρό σαλόνι. Η χαμογελαστή μάνα τους ανοίγει την πόρτα διάπλατα. Παραμερίζει να περάσει.

  —-Καλά Χριστούγεννα, αφεντικό. Και τα τέσσερα επαναλαμβάνουν την ευχή. Καλά Χριστούγεννα, αφεντικό.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς