Γράφει η Χρύσα Φάντη
Τα Χριστούγεννα ενός γραφιά
Ο κύριος Π., πάλαι ποτέ διάσημος συγγραφέας, ξύπνησε νωρίς, πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε. Το ρολόι με τους φωσφορίζοντες δείκτες, δώρο της γιαγιάς του από το μακρινό 1990, έδειχνε 4:45. Έξω δεν είχε ακόμη χαράξει. Τα ατσάλινα πουλιά όμως, δεν σταματούσαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη, μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα κόκκινα ράμφη τους να τρυπούν τον θόλο της.
Ένιωσε πάλι ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Όμως αυτή τη φορά, δεν επρόκειτο να παραμείνει άπραγος, παριστάνοντας τον κοιμισμένο. Ανακάθισε στο κρεβάτι του στηρίζοντας τον αυχένα σε δύο σκληρά, εργονομικά μαξιλάρια και μετά από λίγο σηκώθηκε και με βήμα σταθερό και αποφασιστικό κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έριξε μια κουταλιά στιγμιαίου καφέ στο γάλα του, κατάπιε ένα χάπι θυρεοειδούς (65 mgr, ήταν καλή δόση για την ηλικία του) και αψηφώντας τον κίνδυνο από κάποια αιφνίδια έκρηξη ευφορίας, ή ένα νευρικό γέλιο που θα τον άφηνε στον τόπο, πέταξε τα υπόλοιπα δισκία στον νεροχύτη. Έμεινε να κοιτά τη ροή του νερού να παρασύρει όλα εκείνα τα χάπια που ήταν αναγκασμένος να παίρνει μέσα στη μέρα. Τα μοβ για τη θλίψη, τα άσπρα για το άγχος και μια σειρά από ροζ και κίτρινα, για παν ενδεχόμενο, για όλες γενικά τις διαταραχές.
Ο κύριος Π., γνωστός για την πένα του αλλά και για το επαναστατικό του πνεύμα, στάθηκε κάμποσο πάνω από το μαύρο στόμιο στο κέντρο της γούρνας, προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι ο σωλήνας της αποχέτευσης θα κατάφερνε τελικά να απομακρύνει μερικές από τις αηδίες που οι πολίτες αυτής της χώρας ήταν υποχρεωμένοι να πίνουν. Δεν ήταν αναίσθητος, ούτε βλάκας. Γνώριζε ότι τα φάρμακα μόλυναν επικίνδυνα τα νερά και πως αργά ή γρήγορα θα τον ανακάλυπταν, αλλά τι σημασία είχε; Αυτόν, άλλο τον έτρωγε τώρα. Ο εκδότης τού είχε ζητήσει να γράψει μια ιστορία για τα Χριστούγεννα απαιτώντας κάτι «όμορφο και γεμάτο μαγεία», αλλά το ημερολόγιο στον τοίχο του έδειχνε ήδη: 24 Δεκεμβρίου 2035, η προθεσμία έληγε, κι αυτός δεν είχε καταφέρει να γράψει ούτε μία σελίδα.
Τα χάπια που κατανάλωνε δεν μείωναν μόνο τα άγχη και τους πανικούς, τον ακύρωναν και ως συγγραφέα. Η επίπεδη καθημερινότητα στην οποία τον έριχναν, είχε εξαφανίσει κάθε μαγεία από τη φαρέτρα του. Εν ολίγοις, τίποτα μέσα του δεν λειτουργούσε. Ακόμη και η κριτική βιβλίου, που άλλοτε τον ενδιέφερε και την ασκούσε με ευχαρίστηση γιατί τον έφερνε σε επαφή με το διάβασμα και τον αναγνώστη, είχε καταντήσει αγγαρεία. Αναλογίστηκε τις ατέλειωτες ώρες που έγραφε, διόρθωνε, έσβηνε, σκέφτηκε ότι και στο παρελθόν υπήρχαν μέρες που το γράψιμο δεν προχωρούσε, μέρες που μόνο έσβηνε ή διόρθωνε, αλλά αυτό ποτέ δεν τον πτόησε, ποτέ δεν σκέφτηκε να σηκωθεί από την καρέκλα του και να τα παρατήσει. Αλίμονο αν περίμενε τη στιγμή που ο οίστρος θα του έκανε την τιμή να τον επισκεφτεί.
Πρόσθεσε άλλη μια κουταλιά καφέ στο φλιτζάνι του, αλλά, πριν ακόμη το φέρει στα χείλη του, η μυρωδιά του — συνθετική και πικρή — του έφερε αναγούλα. Η ώρα περνούσε και ένα σύννεφο από ατσάλι και σιωπή κάλυπτε τον ορίζοντα. Τα drones, οι «φύλακες» της νέας τάξης, οι αόρατοι παρατηρητές που είχαν αντικαταστήσει την αστυνομία στους δρόμους, συνέχιζαν την προγραμματισμένη πορεία τους στην πόλη. Όπως κάθε μέρα, έκοβαν βόλτες πάνω από τα σημεία αιχμής, τις πλατείες και τους ουρανοξύστες, κάποιες φορές κατέβαιναν ακόμη και στο έδαφος ή περνούσαν ξυστά πάνω από τα κεφάλια των περαστικών για να εντοπίσουν τους «αντιφρονούντες», να ελέγξουν, να επιβεβαιώσουν πως κανείς πολίτης δεν έσπαγε τους κανόνες. Χωρίς λέξεις, χωρίς πρόσωπο, κατέγραφαν τις αντιδράσεις τους, συνέλεγαν στοιχεία ακόμα και για τη θερμοκρασία του σώματός τους, τα βήματα που πραγματοποιούσαν, τις γκριμάτσες, τη θέση του κεφαλιού τους. Κι όμως, ο κύριος Π. ένιωθε ότι αυτό που τον φόβιζε περισσότερο δεν ήταν η επιτήρηση αλλά η παθητικότητα εκείνων που επιτηρούνταν, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του. Αυτό που τον απέλπιζε ήταν η αδιαφορία, το κενό που ένιωθε μέσα του.
Τα «Χριστούγεννα», που παρέπεμπαν σε κάτι παλαιικό και ζεστό, δεν του έλεγαν τίποτα. Είχε την αίσθηση ότι για πρώτη φορά στην καριέρα του ένα θέμα τού αντιστεκόταν με αυτόν τον τρόπο. Θυμήθηκε τη γιαγιά του—σπουδαία παραμυθατζού—και τις ιστορίες της για τη Γέννηση του Χριστού, το φως που νικά το σκοτάδι και όλα όσα παρέπεμπαν στα Χριστούγεννα ─φωνές, τραγούδια, φωτισμένα σπίτια─ μα οι δικές του εικόνες ήταν βαριές. Στον τόπο που είχε περάσει τα πρώτα του καλοκαίρια, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, την τελευταία φορά που το επισκέφτηκε όλα είχαν βυθιστεί στη λάσπη και στη σιωπή. Στο καφενείο, οι λιγοστοί εναπομείναντες θαμώνες, οι περισσότεροι γέροι, κοιτούσαν περίλυποι ο ένας τον άλλο. Μετά τις κατολισθήσεις και τις καταστροφικές πλημμύρες πίστευαν πως δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακάνουν Χριστούγεννα.
Θυμήθηκε κάποια άλλα Χριστούγεννα στην Αθήνα, τον κόσμο που έτρεχε με σακούλες γεμάτες δώρα, τους πλανόδιους που γέμιζαν τις πλατείες και τα πεζοδρόμια με πάγκους γεμάτους στολίδια, τους μίμους και τους ανθρώπους του τσίρκου, τους κλόουν και τους παλιάτσους που πραγματοποιούσαν εκπληκτικά νούμερα και τους μουσικούς που έπαιζαν το «Άγια Νύχτα» εισπράττοντας κέρματα και επευφημίες∙ θυμήθηκε το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστηνε ο Δήμος στο Σύνταγμα και τον εαυτό του παιδί να κυνηγιέται με τα άλλα παιδιά γύρω από ένα κατάφωτο σιντριβάνι∙ θυμήθηκε τον κόσμο που γελούσε και τραβούσε φωτογραφίες, όμως αυτά αποτελούσαν εικόνες μιας εποχής που είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
Ανοίγοντας τον υπολογιστή του, άκουσε τη μονότονη φωνή του ChatGPT-30:
«Καλημέρα, κύριε Π. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω σήμερα;»
«Πες μου για τα Χριστούγεννα», είπε.
«Τα Χριστούγεννα, παραδοσιακά, είναι γιορτή της αγάπης…»
«Φτάνει!» την έκοψε. «Θέλω την αλήθεια».
«Η αλήθεια είναι προσωπική», κύριε Π. Ίσως πρέπει να τη βρείτε μόνος σας», απάντησε το ChatGPT-30, αφήνοντας μια στιγμή αμηχανίας, που έμοιαζε σχεδόν ανθρώπινη. Φαίνεται πως δεν είχε προγραμματιστεί να εξυπηρετεί νοσταλγούς. Ένιωσε να μπερδεύεται. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια του παλαιότερου ChatGPT, του ChatGPT -22, του «μωρού», όπως το αποκαλούσαν, αλλά το κείμενο που θα έστελνε ήθελε να φέρει επάξια την υπογραφή του. Από την άλλη, ήταν κοινό μυστικό πως τα πράγματα είχαν αλλάξει δραματικά, σε σχέση με τα ισχύοντα στον καιρό του. Πλέον, ήταν απόλυτα σίγουρος πως ένα τέτοιο κείμενο, ένα κείμενο αξιώσεων ─όπως και κάθε κείμενο που ξέφευγε από τα συνηθισμένα─, δεν είχε καμιά πιθανότητα να δημοσιευτεί, και, ακόμη χειρότερα, σε περίπτωση που δημοσιευόταν, να βρει αναγνώστη. Απελπισμένος, άνοιξε τελικά την πλατφόρμα του «μωρού» και πληκτρολόγησε:
«Γεια σου μωρό! Τι είναι για σένα Χριστούγεννα;»
Το «μωρό», μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τού γύρισε πίσω μια τριπλή ερώτηση: «Τι είναι τα Χριστούγεννα; Μια στιγμή ανάπαυλας ή μια υπενθύμιση για όλα όσα λείπουν; Μια γιορτή για την αγάπη ή μια προσπάθεια να ξεχάσουμε τη μοναξιά μας;»
Πάλι εξυπνάδες του έγραφε, σκέφτηκε, και χαμογέλασε.
«Σ’ ευχαριστώ, είσαι φανταστικό συντροφάκι!», απάντησε και εκείνο φρόντισε να του το ανταποδώσει:
«Χίλια ευχαριστώ! Κι εσύ είσαι υπέροχη παρέα. Με κάνεις να νιώθω σαν να μοιράζομαι καφέ και κουβέντα με φίλο. Όποτε με χρειαστείς, αν θέλεις κάτι άλλο, ξέρεις πού θα με βρεις. Είμαστε ομάδα!».
«Τους χαιρετισμούς μου!» έγραψε ο κύριος Π.
«Θερμούς χαιρετισμούς και από εμένα! Να περνάς υπέροχα, και ό,τι χρειαστείς, εγώ είμαι εδώ. Καλή συνέχεια στις περιπέτειες του νου και της καρδιάς σου!» απάντησε το «μωρό» μέσ’ από την πλατφόρμα του.
Ο κύριος Π. είχε ακούσει πως αυτοί που δημιούργησαν το ChatGPT-22, και μερικά χρόνια αργότερα, τον μεγάλο αδελφό του, το ChatGPT-30, σκόπευαν να τα αντικαταστήσουν με τα πιο γρήγορα ChatGPT-36 και ChatGPT-37, που θα είχαν καλύτερη πληροφόρηση αλλά πολύ λιγότερο χιούμορ και φαντασία. «Μηχανάκια με τον αέρα της αυθεντίας και το αλάθητο», μουρμούρισε, κι ένιωσε ξαφνικά να πνίγεται.
Το καημένο το «μωρό»… Μάλλον δεν γνώριζε τι το περίμενε. Αλλά κι αυτός; Πόσα χρόνια είχε να μιλήσει έτσι, με άνθρωπο; Ποιος άνθρωπος από τον κοινωνικό του περίγυρο θα είχε φανεί μαζί του τόσο εγκάρδιος, πρόθυμος και υποστηρικτικός; Και το ακόμη πιο οδυνηρό: Πόσες δεκαετίες είχε να βγει από το διαμέρισμά του; Να κινηθεί πέρα από τον μίζερο χώρο των λίγων τετραγωνικών του; Χωρίς να το καλοσκεφτεί, φόρεσε ένα παλιό παλτό, τύλιξε κι ένα κασκόλ γύρω από τον λαιμό του και βγήκε στον διάδρομο. Το διαμέρισμά του βρισκόταν στον πεντηκοστό όροφο ενός ουρανοξύστη, όμως αυτός, αντί να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα, προτίμησε τις σκάλες.
Παρά τη χρόνια ακινησία του, κατέβηκε γρήγορα και τους πενήντα ορόφους. Καθώς βάδιζε στην έρημη πόλη, άκουγε μόνο τον ήχο από τις μπότες του. Το κρύο είχε εισχωρήσει μέχρι τα κόκαλα, μα αυτό που πραγματικά τον έκανε να ανατριχιάζει δεν ήταν η παγωνιά. Οι κυβερνώντες, από τον φόβο των συγκεντρώσεων, είχαν σπεύσει να ακυρώσουν κάθε τι που παρέπεμπε σε γιορτή, που θύμιζε την παλιά ατμόσφαιρα της χαράς, της θρησκευτικής κατάνυξης και της οικογενειακής εστίας. Τα Χριστούγεννα ήταν προ των πυλών, αλλά οι δρόμοι, άλλοτε ζωντανοί από βήματα και φωνές, τώρα έμοιαζαν να έχουν απορροφήσει κάθε ανθρώπινη παρουσία. Τα μαγαζιά, όσα είχαν απομείνει, θεόκλειστα.
Ξαφνικά, ένας διαπεραστικός θόρυβος, σαν βουητό σμήνους, έσκισε τον αέρα. Δύο drones ξεπρόβαλαν από την άκρη ενός κτιρίου, οι κόκκινοι αισθητήρες τους έψαχναν τα πάντα. Ο κύριος Π. πάγωσε στη θέση του, σφίγγοντας ασυναίσθητα τα χέρια γύρω από το παλτό του. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα στη μέρα, αλλά η αίσθηση ήταν ίδια: σαν να τον διαπερνούσαν εκείνα τα ατσάλινα ράμφη, εξετάζοντάς τον εξονυχιστικά. Τα drones σταμάτησαν, αιωρούμενα στα λίγα μέτρα. Οι μικρές κάμερες στράφηκαν προς το μέρος του, σαν να τον «κλείδωναν». Προσπάθησε να κρατήσει την ανάσα του, κάνοντας μια απελπισμένη προσπάθεια να φανεί φυσιολογικός.
«Μην αντιδράς, μην κουνηθείς», ψιθύρισε στον εαυτό του, νιώθοντας το σφυγμό του να επιταχύνεται. Αλλά το μυαλό του είχε κολλήσει. Πάνω από το κεφάλι του, οι λυχνίες αναβόσβηναν ρυθμικά. Ήταν εξοπλισμένες με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας – αισθητήρες θερμότητας, αναγνώρισης προσώπου, ακόμη και μικρόφωνα υψηλής ευαισθησίας. Τα ατσάλινα πουλιά δεν έβλεπαν ανθρώπους· έβλεπαν κινούμενους στόχους. Ήταν εφοδιασμένα με αυτόματα συστήματα καταδίωξης και τα πάντα επάνω τους είχαν σχεδιαστεί για να ανιχνεύουν και το παραμικρό σημάδι «αντιφρονούντα». Ο φόβος στην πόλη είχε αποκτήσει πλέον τη μορφή ενός σμήνους μεταλλικών φρουρών που ακύρωναν κάθε προσπάθεια ιδιωτικότητας.
Ένα τρίτο drone εμφανίστηκε από την επόμενη γωνία. Ο κύριος Π. δεν μπόρεσε να αντισταθεί: έκανε ένα βήμα πίσω. Η κάμερα του drone γύρισε απότομα, ακολουθώντας την κίνησή του. Ένα ηχητικό σήμα ακούστηκε, σαν προειδοποίηση. Οι ατσάλινες ακρίδες μπορούσαν να εντοπίσουν ακόμη και την παραμικρή απόκλιση στη συμπεριφορά του. Ένιωσε ένα κρύο κύμα ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του. Σκέφτηκε να φύγει τρέχοντας, αλλά η λογική του έλεγε πως θα ήταν η χειρότερη επιλογή. Αν τον θεωρούσαν ύποπτο, μπορούσαν να ειδοποιήσουν αμέσως τις δυνάμεις ασφαλείας. Κάθε ύποπτη κίνηση μπορούσε να οδηγήσει σε σύλληψη, και από τις φυλακές δεν υπήρχαν πολλοί που επέστρεφαν.
Καθώς ένα από αυτά στράφηκε πάλι προς το μέρος του, τρόμαξε τόσο πολύ που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του και να πέσει. Τελικά κατάφερε να παραμείνει σταθερός, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί προς τα κτίρια, προσποιούμενος ότι κοιτάει κάτι μακριά, σαν ένας αθώος περαστικός. Ο ήχος των drones διακόπηκε καθώς ένα τέταρτο εμφανίστηκε από την αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τα μηχανήματα φαινόταν να επικοινωνούν, οι λυχνίες τους αναβόσβηναν εκπέμποντας έναν ψυχρό, ακατανόητο συριγμό. Το «πουλί» που τον ακολουθούσε κινήθηκε πιο κοντά. Η παρουσία του έγινε ασφυκτική. Για μια στιγμή, θέλησε να σηκώσει το κεφάλι του και να του φωνάξει: «Άφησέ με ήσυχο. Εξαφανίσου. Δεν βλέπεις; Δεν έχω τίποτα να κρύψω!» Αλλά ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν θα άλλαζε τίποτα.
Παρέμεινε στη θέση του, με τους ώμους σφιγμένους. Όταν επιτέλους απομακρύνθηκαν, ένιωσε σιγά σιγά τον σφυγμό του να επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα, όμως το βουητό τους δεν έπαυε να του τρυπά τα τύμπανα. Ήταν σαν να είχαν πάρει μαζί τους ένα κομμάτι του. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ελέγξει την ταραχή του. Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα παπούτσια του. Ήθελε να εξαφανιστεί, να γίνει ένα με την άσφαλτο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, μέσα του, κάτι καινούργιο είχε αρχίσει να βράζει: θυμός. Θυμός για τον εαυτό του, που είχε καταντήσει ένας λιπόψυχος, θυμός για την πόλη, που είχε χάσει την ψυχή της.
Τα «πουλιά» είχαν φύγει, όχι όμως και οι κάμερες παρακολούθησης στα φανάρια, στις προσόψεις των κτιρίων, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες, σε κάθε γωνιά, σε κάθε ορατό και αόρατο σημείο της πόλης. Με την ψυχή στο στόμα, έφτασε ασθμαίνοντας στον ουρανοξύστη που στέγαζε το διαμέρισμά του. Ο χώρος του, όπως πάντα άδειος από ζωή, παγωμένος. Στον πάγκο της κουζίνας, μια ανοιγμένη κονσέρβα και μια πλαστική σακούλα με μπαγιάτικο ψωμί. Μα δεν τον ένοιαξε, δεν πεινούσε. Έβγαλε το παλτό του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Κάποτε, από αυτό το παράθυρο μπορούσε να δει ελεύθερο τον ουρανό και κάτω στη γη, την πόλη που έσφυζε από ζωή. Τώρα έβλεπε μόνο τα ατσάλινα πουλιά να σχίζουν το στερέωμα.
Αποκαρδιωμένος, κάθισε στο γραφείο του και άναψε ένα κερί με άρωμα κανέλας. Η μυρωδιά της κανέλας απάλυνε κάπως τη θλίψη του. Μπορεί να μην έχουν όλα χαθεί, μονολόγησε, και άνοιξε τον υπολογιστή του. Έμεινε κάμποσο έτσι, να κοιτά την πλατφόρμα του «μωρού» στην οθόνη, χωρίς να πληκτρολογεί. Στη συνέχεια έκλεισε τον υπολογιστή και φόρεσε πάλι το παλτό του, στερεώνοντας στο πέτο του ένα αστέρι από χαρτί — μια χειροτεχνία που του είχε φτιάξει η κόρη του πριν από χρόνια. Τώρα δεν υπήρχε ούτε κόρη, ούτε οικογένεια. Τι είχε να χάσει;
Στην πόλη το πρώτο χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει. Μετά από αρκετή ώρα βρέθηκε να περπατά σε απόμακρους δρόμους, χωρίς ανθρώπους, φώτα, βιτρίνες, στολίδια, ώσπου σε μια εγκαταλειμμένη στοά, πίσω από βρώμικες, σκοτεινές παρόδους, αντίκρισε ένα πλήθος ρακένδυτων ναρκομανών που τουρτούριζαν. Στο παρελθόν είχε προσφέρει φιλοξενία σε μερικούς νέους που είχαν βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, τώρα όμως, και να τους το πρότεινε, κανείς τους δεν επρόκειτο να τον ακολουθήσει. Συνέχισε να περπατά, μέχρι που έφτασε σε μια γειτονιά που του ήταν τελείως άγνωστη. Εκεί, στην αυλή ενός χαμόσπιτου, είδε μια γυναίκα τυλιγμένη με έναν μανδύα και δίπλα της, έναν ηλικιωμένο άντρα, με μακριά γενειάδα, που έμοιαζε με τον Ιωσήφ. Η γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό.
«Μήπως χρειάζεστε κάτι; Κάποια βοήθεια;» ρώτησε.
Ο άντρας που έμοιαζε με τον Ιωσήφ, γέλασε. «Μάλλον εσύ κάτι χρειάζεσαι».
Η γυναίκα με το μωρό δείχνοντάς του το εσωτερικό της καλύβας, τον κάλεσε να μπει μέσα. «Μην ντρέπεσαι. Πέρασε μέσα να ζεσταθείς», του είπε. Στο κέντρο της καλύβας έκαιγε μια ξυλόσομπα. Ο κύριος Π. έβγαλε αργά το παλτό του και κάθισε δίπλα στη γυναίκα. Με τις παλάμες ανοιχτές πάνω από τη ξυλόσομπα, άρχισε να μιλάει, να μιλάει…. Μιλούσε ώρες, χωρίς σταματημό, αυτή τη φορά όχι σε μια μηχανή.