Γράφει η Μαίρη Σιδηρά
Το παγκάκι της Ρήγα Φεραίου
Εφάνη στα μέρη μας μετά από πολλά χρόνια. «Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος», σύμφωνος, με άλλα λόγια, με την περιγραφή του Παπαδιαμάντη για τον «ξεπεσμένο δερβίση». Με το νάι του και το σαρίκι του. Με παντελόνια, ωστόσο, πουκάμισο μακρύ και αμπέχονο στρατιωτικό, χωρίς την αυθεντική περιβολή του. 22 Δεκεμβρίου, πρωί ακόμη, η Ρήγα Φεραίου μοσχομύριζε πάστρα νυχτερινής βροχής. Τα μαγαζιά κλειστά, λίγα ήσαν που άρχιζαν τις ετοιμασίες της μέρας και το νερό απ’ τους κουβάδες για τα βρεγμένα ακόμη πεζοδρόμια ασήμιζε μ’ ένα γκριζομπλέ εφέ, έτσι που τιναζόταν στον αέρα.
Είχε σταθεί σ’ ένα παγκάκι της Ρήγα Φεραίου, αναποφάσιστος αν θα έπαιζε από τώρα το νάι του. Οι υπόλοιποι είχαν αργήσει και ζέσταινε τα δάχτυλά του παίζοντας άηχα μα ζωηρά τον αυλό. Σε λίγο πρόβαλε κι ο Yaroslav, ο Πολωνός της Πάτρας με το ακορντεόν, μαζί με τη σκυλίτσα του την Νταίζη. Αυτό ήταν το παγκάκι μου. Χαίρομαι που θα ξαναπαίξω εδώ, του είπε, ενώ η Νταίζη βολεύτηκε στα πόδια τους. Δεν πρόλαβαν να καλοπιάσουν την κουβέντα και δυο νεαρά παιδιά από το Αφγανιστάν έκατσαν μαζί τους. Εσείς πού πεθάνατε; ρώτησε ο ακορντεονίστας. Στο Μπάρι από ξύλο το 2006 κι αυτός στην Πάτρα, ανοιχτά του λιμανιού, με την πυρκαγιά στο αμπάρι του Superfast το φθινόπωρο του 1999. Κρατούσε dombura[i] ενώ ο φίλος του έσπευσε να δικαιολογηθεί: Τραγουδώ όλους τους δρόμους της Ανατολής, αηδόνι με λέγανε, γι’ αυτό ήρθα. Καλά έκανες, μπάριμ,[ii] τον καλοδέχτηκε ο δερβίσης. Ο ήλιος διαλυμένος έπεφτε επιλεκτικά με ρευστότητα ακουαρέλας στον πεζόδρομο.
«Κατά τα τέλη του Δεκεμβρίου, η θερμοκρασία αναμένεται να κυμανθεί σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα» ακούστηκε από μια ανοιχτή τηλεόραση, «πάρε τώρα που κληρώνει» ξαφνιάστηκαν στο κατόπι, μα ο πλανόδιος κοίταξε τους καταληψίες του παγκακιού με τη συνενοχή ανθρώπου που γνωρίζει τα γυρίσματα του κύκλου. «Για άλλους, μεγάλε, για μας δε βρέχει τίποτα.» Έκανε κρύο. Έντεκα, σχεδόν, και τα σύννεφα μπλάβιζαν πετώντας πορτοκαλί περιγράμματα και διασχίσεις μωβ και πράσινες σαν φλέβες. Μια ανυπόφορη γοητεία κυρίευε τους διαβάτες, ενώ όλα τα γήινα χρύσιζαν απόκοσμα. Οι περισσότεροι περαστικοί περπατούσαν λες και ξέχασαν τι σκόπευαν να αγοράσουν ή με ποιους επρόκειτο να συναντηθούν. Μάλιστα, αλληλοχαιρετιούνταν, καθώς διασταυρώνονταν τυχαία, και φίλοι που είχαν αμοιβαία αθετημένο ραντεβού, χωρίς κανείς να αγανακτήσει ή να αναρωτηθεί για το παράξενο του πράγματος. Οι μαγαζάτορες μόνον σιγομιλούσαν έξω απ’ τα εμπορικά τους, κρυφοβλέποντες κι αυτοί τον ουρανό. Δεν ήσαν, ωστόσο, λίγοι και όσοι έκλεισαν εντελώς τη μουσική που, σε κάθε περίπτωση, επιδεινώνει το εμπορικό ντελίριο.
Ώρα 12:00 κατέφθασαν στο παγκάκι οι 57 νεκροί από τα Τέμπη. Είχαν μαζί τους αυτοσχέδια όργανα, μα και έγχορδα, βιολιά, κιθάρες, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια. Τότε ο κόσμος που συνέρρεε στη Ρήγα Φεραίου –χρονιάρες γαρ οι μέρες- άρχισε να κινείται απερίγραπτα αργά κι ήταν το όλον σαν το πιο αργό κινηματογραφικό travelling, αδιανόητα αργό κι ωστόσο κανείς δε φοβόταν, μια παράδοξη οικειότητα προς το ανοίκειο κρατούσε περιπατητές, αγοραστές, εμπόρους και θαμώνες. Κι όλοι έμοιαζαν με όλους, καθώς μάκραιναν αφύσικα προσπαθώντας να μη χάσουν τα ουράνια εφέ, τις ρόδινες μακρινές βροχές, τα μενεξελί συννεφοειδή που ανέβαιναν σε ράχες πτυχωτές -μην είν’ άγγελοι; πέρασε από κάποιων τον νου συλλαμβάνοντας σε διάστημα ανάσας τις πτυχώσεις όντων ή νεφών που μετασχηματίζονταν σε αιφνίδιο σκότος που καλειδοσκοπικά γινόταν λιβάδι χλωρό –κάποιοι είδαν και παπαρούνες κι άλλοι γκρεμούς σκοτεινούς, μια πρωτόφαντη απειλή που δεν φόβιζε παρόλη τη σοβαρότητα της εκκρεμότητάς της.
Απομεσήμερο, λίγο πριν η αγορά δώσει και πάλι τον τόνο της. Μία κομψή γυναίκα γύρω στα 55 έκατσε στο παγκάκι. «Ο Γιώργος στο Ρότερνταμ, η Αθανασία στη Στοκχόλμη και να μου λένε όλοι πως πρέπει να είμαι κι ευχαριστημένη που έχουν δουλειά» μονολόγησε νευρικά κι απότομα την πήραν τα κλάματα. Σύντομα μία ηλικιωμένη έκανε κι αυτή στάση στο παγκάκι, πριν ανηφορίσει Μαιζώνος για τον εσπερινό στη Μητρόπολη. «Ευτυχώς που υπάρχουν δυο γυναίκες» σκέφτηκε, μα όλοι την άκουσαν, «μόνη μου απέμεινα». Στις πέντε, φάνηκε μια ζυγιά τσιγγάνων με πίπιζα και κλαρίνο. Στρογγυλοκάθισαν στο παγκάκι και χαιρέτησαν. Ε, και πώς βγήκες απ’ τον κόσμο, Μάκη, ρώτησε τον μεγαλύτερο ο δερβίσης. Μας έκαψαν, ν’ αγιάσεις. Φωτιά στον καταυλισμό, τα ύστερα, τα συντέλεια του κόσμου ζήσαμε.
Ώρα πέντε και στη Ρήγα Φεραίου, από πλατεία Όλγας έως τον Άγιο Ανδρέα, φάνηκε σα να μην αρκεί η τρισδιάστατη των ανθρώπων αντίληψη ή πως η αντίληψη του είδους μας είχε ξανοιχτεί και σε άλλες διαστάσεις. Κι αυτό γιατί οι διαβάτες μοιάζαν να υψώνονται ελάχιστα, σχεδόν ανεπαίσθητα από τη γη, ωστόσο το μακρινό πλάνο αποδείκνυε πως με μια αβίαστη ταλάντωση ωθούνταν άκοπα προς τα άνω και μπροστά, και κατόπιν άγγιζαν εκ νέου τον πεζόδρομο, ανανεώνοντας την άνευ φόρας αλματώδη τροχιά τους και «πετώντας» ωσάν σε όνειρο, με ευγένεια περισσή, αφήνοντας εναέρια περιθώριο ο ένας για τον άλλον… οι άνθρωποι. Θ’ αργήσουν κι άλλο; ρώτησε ο Yaroslav τον δερβίση. Μην τους περιμένεις πριν τις 10. Δεν ξεκινάμε εμείς; Δε γίνεται, το ξέρεις. ‘Όλα αυτά… Κι εμείς, άλλωστε… Δεν ήρθαμε επί ματαίω. Σκέφτηκα πως επειδή είναι πολλά τα παιδιά από τα Τέμπη, ίσως βαριούνται… Σσσσσσσσ, έφυγε από τον δερβίση, σαν ήχος καθησυχαστικής ανάσας προς παιδί που βλέπει εφιάλτη και ξυπνά αγριεμένο και αναζητά τη σοφή ζεστή αγκαλιά του ενήλικα που είναι εξοικειωμένος με τη φρίκη και δε φοβάται κι αγρυπνά.
Κι η ώρα περνούσε και οι θαμώνες του παγκακιού της Ρήγα Φεραίου που κάποτε ανήκε άτυπα στον Πολωνό ακορντεονίστα όλο και πλήθαιναν. Ήρθαν νεκροί των τελευταίων 10 χρόνων, από τη σειρά του Yaroslav με άλλα λόγια. Άλλοι έφυγαν από εργατικό ατύχημα, άλλοι πνίγηκαν, άλλοι κάηκαν και άλλοι, άνθρωποι φιλήσυχοι και σεμνοί, πέθαναν στα καλά του καθουμένου από θλίψη κρυφή, όπως ειπώθηκε μετά. Στη μέση έβαλαν τους, για οποιονδήποτε λόγο, μοναχικούς –δεν τηρούσαν, εξάλλου, επετηρίδα μοναξιάς- και τους πεντάρφανους. Είχαν κι αυτοί τα όργανά τους, μία, μάλιστα, κυρία δήλωσε στον δερβίση πως ήρθε με τη φωνή και την αξία της κι ότι θα ήταν πολύ άδικο αν δεν της επέτρεπαν να τραγουδήσει. Μα εμείς σας θέλουμε, κυρία μου, εννοείται πως θα τραγουδήσετε μαζί με όλους. Ίσως μας πείτε και κάποιο σόλο. Τι σας αρέσει αλήθεια να μας αφιερώσετε; Το «Στην απάνω γειτονίτσα» του Μάνου Λοΐζου. Αλήθεια, θα μας τον φέρετε τον Μάνο; Είναι άλλης κλάσεως. Έφυγε το ’82, βλέπετε… Μιαν άλλη φορά, ελπίζω να τα καταφέρουμε. «Πού σ’ αυτόν τον κόσμο» τον άκουσε να ψιθυρίζει συμπατριώτης του απ’ τη μεγάλη εγγύς Ανατολή.
Σχεδόν 8 η ώρα κι ένας αέρας ήσυχος και διαπεραστικός σηκώθηκε. Στην αρτηρία της πόλης είχε πλέον μαζευτεί πλήθος κόσμου. Συζητούσαν ήσυχα, μεταφέροντας ο ένας στον άλλον τα παράλογα της μέρας. Οι περισσότεροι μιλούσαν για μαγνητισμό, για αλλαγή ενεργειακού πεδίου. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναρωτιόντουσαν για τις επιπτώσεις στην οικονομία της πόλης και στις τιμές. Ίσως όμως γίνει η Πάτρα πόλος έλξης. Λάθος, ο μέσος άνθρωπος θα φοβηθεί, μπορεί και να μην ξαναβγεί απ’ το σπίτι του. Μην κοιτάς ακόμα δεν το έχουμε χωνέψει. Λάθος, λάθος, ο νεοκαπιταλισμός οργώνει τα πάντα. Να δεις που θ’ ανέβουν οι τιμές… Γιατί, επειδή πετάξαμε, βρε αδελφέ, τρεις πόντους. Μην το γελάς. Ατραξιόν θα γίνουμε.
Λίγο πριν τις 9 άρχισε ο ίδιος άνεμος, ο ήσυχος και διαπεραστικός, να μοσχοβολά. Έρχονται, είπε ο δερβίσης κι όλοι σηκώθηκαν για να τα υποδεχτούν. Σε λίγο φτάνουν. Τα βλέπω.
Λίγο πριν τις 9 η μοσχοβολιά του ήσυχου και διαπεραστικού ανέμου ανάγκασε το πλήθος κόσμου που είχε μαζευτεί στη Ρήγα Φεραίου να δακρύσει. Ήταν αναπόδραστα δάκρυα, εκεί που τα ’λεγαν, στα καλά του καθουμένου. Κι έπειτα βυθίστηκαν στον εαυτό τους κι ούτε είδαν ούτε κατάλαβαν πως νέφη παιδιών κατέβαιναν στην πόλη τους κι ούτε είδαν πως 12.300 παιδιά της Παλαιστίνης, μωρέ παιδιά καημένα, προσγειώνονταν γύρω από το γνωστό παγκάκι, έτοιμα να τραγουδήσουν.[iii]
Έσκασε τότε ένα κομμάτι τ’ ουρανού και χύθηκε πορτοκαλί άστρινο στο παγκάκι.
Κι ο δερβίσης σήκωσε αργά το νάι του.
[i] Από τον ιστότοπο http://www.mic.gr/thema/i-moysiki-toy-afganistan: Κοινός ταμπουράς της ευρύτερης Ανατολής, όργανο κυρίως των Χαζαρά ή των Τατζίκ και Ουζμπέκ που κατοικούν αντίστοιχα στο κεντρικό και βόρειο κομμάτι του Αφγανιστάν.
[ii] μπάρεμου < οθωμανική τουρκική bari < περσική باری (bâri, “τουλάχιστον“, “άπαξ“).
[iii] https://www.efsyn.gr/kosmos/mesi-anatoli/425777_paidia-ta-megalytera-thymata-toy-polemoy-sti-gaza: […] (σε διασκευή) […]Ο επικεφαλής της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες (UNRWA), ο Φιλίπ Λαζαρινί, γράφει στην πλατφόρμα Χ, καταγγέλλοντας έναν «πόλεμο εναντίον των παιδιών». […]Ο Λαζαρινί συνέκρινε τα στοιχεία του με τις αναφορές του υπουργείου Υγείας που ελέγχει η Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με τις οποίες περισσότερα από 12.300 παιδιά σκοτώθηκαν στο παλαιστινιακό έδαφος μεταξύ Οκτωβρίου και τέλους Φεβρουαρίου.