Μαρία Μπουρμά
Σιωπή δωματίου
Μεγάλωσα
Πάνω από τα κάγκελα του κρεβατιού
(Πάνω από τα κάγκελα του κήπου)
Τα μαλλιά μπλέχτηκαν στους μίσχους, στους κορμούς, δεν πέρασαν
ποτέ την αυλόπορτα
Δεν βάφτηκαν από τους καρπούς της κερασιάς
Ασφόδελους σκόρπιζα στο πάλκο – μέχρι να μεσημεριάσει
είχαν κιόλας σαπίσει.
Όταν ζέσταινε ο καιρός, έριχνα κάτω αλάτι
–ποτέ δεν πέρασε το νερό από την πόρτα–
Μόνο το φθινόπωρο χωρούσε από το παράθυρο
Το θρυμμάτισα με το πέλμα μου.
Τώρα, κίτρινα φύλλα σχηματίζω με τα δόντια
Στα χείλη τα πιέζω
ανάμεσα σε φάλτσο σφύριγμα.
Μιαν άλλη μεταμόρφωση
Χθες κοιμήθηκα και συνάντησα το όνομά μου. Δε μίλησε, μου έκανε νεύμα να το ακολουθήσω. Έτρεχε τόσο γρήγορα που μετά βίας είχα οπτική επαφή μαζί του. Έπαιρνα βαθιές ανάσες και κυλούσα, κυλούσα, ώσπου το σώμα μου έγινε μια μπάλα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που κομμάτιασε τα σωθικά μου. Έτσι, απέμεινα μια φλοίδα λεπτή, στρογγυλή. Το όνομά μου σταμάτησε, με πλησίασε και ξάπλωσε στο εσωτερικό μου. Αυτό μόνο στάθηκε πάνω μου. Ο αέρας, το χώμα, όλα με διέσχιζαν. Κι εγώ, στη θύμηση του σώματος, νόμιζα πως με τρυπάνε. Αντανακλούσα άλλο χρώμα το βράδυ, άλλο τη μέρα – μια μέρα θα κρύψω τη νύχτα από το δέρμα μου. Μια μέρα θα αποκτήσω άλλα σπλάχνα και γύρω τους θα κουλουριαστώ, ασφαλής.
Χορός
Τριάντα τρεις εβδομάδες ακριβώς. Η γη έκανε 231 περιστροφές και σχεδόν μία περιφορά. Έτρεχα με βήμα σταθερό για να κρατηθώ όρθια στην κίνηση αυτή. Μάλλον θα έτρεχες κι εσύ, όπως είπες, αλλά δεν συναντηθήκαμε. «Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι» και βαρέθηκα να επαναλαμβάνω αυτόν τον στίχο. Και λίγη μουσική να υπογραμμίζει την ιστορία. Μόνο που σε αυτήν τη συνάντηση δεν άκουγα μουσική. Ένα βουητό βυθού μόνο, μια θολή όραση –θα έφταιγε το νερό, θαλασσινό, μα δεν έτσουζαν τα μάτια, το δέρμα έτσουζε. Κοίταζες κι εσύ μέσα από το νερό. Στρέφεσαι προς το φως και με μάτια ορθάνοιχτα σε υπνωτίζουν πορτοκαλί και πράσινες τρεμάμενες τελείες. Για αυτό και το στόμα σου μια σειρά από τελείες. Και πως σε μύρισα μέσα στο νερό; Πώς κατάφερα να χορέψω μπροστά σου μέσα στο γεμάτο με υγρό δοχείο; Τριγύρω μου κι άλλα μπερδεμένα μάτια με αγκίστρια και δολώματα που ό,τι πιάσουν. «Δε θα χορτάσετε, τίποτα δε θα πιάσετε, κενή με αφήσατε, φώναζα κι αυτοί άκουγαν μουσική». Χόρευαν απέξω και φανταζόμουν πως ίσως βρίσκονται σε ανάλογα δοχεία και ηρεμούσα λιγάκι. Εσύ όπως πάντα στη μήτρα σου, με τον ομφάλιο λώρο να σε τινάζει προς το μέρος μου κι έπειτα να σε τραβάει πάλι πίσω. Συνηθισμένος στις ταλαντώσεις, σμίξιμο και χωρισμός. Δεν ενδείκνυται για σταθερά βήματα, τουλάχιστον όμως κρατάς τον ρυθμό. Τελείωσα κι αυτόν μου τον χορό. Αντί για χειροκρότημα έγραψες το όνομά μου στο γυαλί και έφυγες χωρίς υπόκλιση. Όμως ούτε αυτή τη φορά αυτό έσπασε.
Οπτική
Όπως με κοιτάς, δε βλέπεις παρά ένα μπολ με φρούτα
λαίμαργα τα δαγκώνεις
το χρώμα κολλάει στα δόντια, χυμοί γλύφουν τους μηρούς
Όπως με κοιτώ, δεν βλέπω παρά μια κλειστή ομπρέλα
Λαβή το κεφάλι.
Όσες φορές μ’ αρπάξεις τόσες οι ακίδες στα δάχτυλα.
Όπως με μαζεύεις – στεγνό κουκούτσι
στην τσέπη με κρατάς
Έτοιμη είμαι για την επόμενη σπορά
Γραμματική αναγνώριση
Κοιτάω
Σε κάποια μάτια δεν χρειάζονται τα βλέφαρα
Όσο κι αν στρίβεις –προφίλ– το πρόσωπο
Πάντα το μικρό κορίτσι θα σε κοιτάει κατάματα
Θυμάμαι
Κληρώνονται οι εικόνες από το μαύρο κουτί
Για να αξίζει το αντίτιμο του εισιτηρίου
Δεν έχει σημασία ο ταξιθέτης
Δεν αρκεί ο καλός υποβολέας
Πρέπει να μάθουμε την επιλογή των σωστών καρέ
Μετράω
Νόμιζα τέχνη το να μετράω ανάποδα
Μου δίδαξες τα κλάσματα
Σηκώνω επίμονα το χέρι
Περιμένω στη σειρά για να μπω στον παρονομαστή
Εγώ το πολλαπλάσιό σου
κι ας λες πως έπεσα απ’ τις δυνάμεις σε μια μέρα
Συλλέγω
Φιλιά από εικόνες
Γραμματόσημα και κούπες
Χειροκροτήματα από το πάτωμα
Διπλώνω
Τα αποτυπώματα από τον τοίχο
Τις πατημασιές σου στο χαλί
Το σώμα μου, πτυχώσεις ενός ακορντεόν.
Ζωγραφίζω
Δεν έχει σημασία το θέμα, το ίδιο το σκίτσο
ούτε το χέρι που το σχεδιάζει
Μόνον θέλω όσο γίνεται να κάνω πιο μαύρο το μελάνι