Ελληνική πεζογραφία και αρχέτυπα
Μέρος Β΄: Το αρχέτυπο της μητέρας
Της Φανής Κεχαγιά
Ψυχαναλυτικές διαδρομές από τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Θεοτόκη και τον Ξενόπουλο, ως την Καραπάνου, τον Ταχτσή, τον Μάτεσι και την Καρυστιάνη
Πρώτο Μέρος:
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Βιζυηνός, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος
Η μητέρα διατηρεί όλη την αμφισημία της.
[…] Θέτει το ον της σε ερμηνεία από τους άλλους.
Κάτι που μας καθιστά όλους ερμηνευτές της ερμηνεύτριας.
Είμαστε το κοινό της.
Βασίλης Αμανατίδης, μ_otherpoem: μόνο λόγος (2014)
Σύμφωνα με τον Carl Jung, το αρχέτυπο της μητέρας είναι μια συλλογική εικόνα που ενσαρκώνει την τροφό, τη φύση, την αυτοθυσία (που εκφράζεται με την επίσης αρχετυπική έννοια «Mater Dolorosa») αλλά και τον κίνδυνο της ασφυξίας και της αφομοίωσης· είναι δύναμη πνευματικής και βιολογικής προέλευσης, οικεία αλλά και σκοτεινή – η διττότητα είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της. Κατά Jung, το αρχέτυπο της μητέρας εμφανίζεται με μια ποικιλία μορφών και όψεων, που κυμαίνεται από την προσωπική μητέρα και τη γιαγιά, μέχρι τη μητριά και την πεθερά ή και οποιαδήποτε γυναίκα με την οποία υπάρχει μητρική σχέση, όπως, για παράδειγμα, μια νοσοκόμα, την τροφό ή ίσως μια μακρινή πρόγονο. Μπορεί, ακόμη, το συγκεκριμένο αρχέτυπο να εκφραστεί μεταφορικά, είτε ως μία θεά –για παράδειγμα, η Παρθένος Μαρία ή η θεοποιημένη Σοφία– είτε ως ένας τόπος ή πράγμα που αντιπροσωπεύει τη γονιμότητα, για παράδειγμα, το κέρας της Αμάλθειας, ένας κήπος ή ένα οργωμένο χωράφι. Οι ιδιότητες, κατ’ επέκταση, που συνδέονται με αυτό το αρχέτυπο, είναι η μητρική φροντίδα και η συμπόνια, η σοφία και όλα όσα συντηρούν και τρέφουν την ανάπτυξη και τη γονιμότητα, αλλά, από την αρνητική πλευρά, το μητρικό αρχέτυπο μπορεί να ταυτίζεται και με οτιδήποτε κρυφό και σκοτεινό που αποπλανεί, δηλητηριάζει ή καταβροχθίζει.
Στο βιβλίο του Σύμβολα Μετασχηματισμού (Symbols of Transformations), o Jung συμπυκνώνει τη διπλή και αμφιταλαντευόμενη φύση αυτών των ιδιοτήτων στον αντιφατικό χαρακτηρισμό «στοργική και τρομερή μητέρα». Από την πλευρά του, ο Freud προσεγγίζει τη μητέρα κυρίως μέσα από το πρίσμα των οιδιπόδειων σχέσεων και της πρώτης παιδικής εξάρτησης, ενώ άλλοι μεταγενέστεροι, όπως η Melanie Klein και ο D. W. Winnicott, μελετούν την επίδραση της «αρκετά καλής μητέρας» στην ψυχική ανάπτυξη. Βέβαια, η μητρότητα –τόσο ως ενσώματη εμπειρία όσο και ως ταυτοτικό στοιχείο των γυναικών– αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της φεμινιστικής θεωρίας αλλά και ένα από τα πιο φλέγοντα πεδία χάραξης της στρατηγικής του φεμινισμού σε πολιτικό επίπεδο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο εμβληματικό της έργο Το δεύτερο φύλο (1949) υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι βιολογικές όψεις της μητρότητας αποτελούν το πρόσχημα της πατριαρχίας για την περιχαράκωση των γυναικών στην επικράτεια του φυσικού και τη συνεπαγόμενη περιστολή της ανεξαρτητοποίησης και της αυτοπραγμάτωσής τους με τους όρους της σύγχρονης νεωτερικότητας. Για την Μποβουάρ, η «φυσικοποίηση» της μητρότητας αποτελεί μια καίριας σημασίας ιδεολογική διεργασία, προκειμένου να εμπεδωθούν οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας και οι πατριαρχικές κοινωνικές δομές.
Η μητέρα –ως μορφή, ως σύμβολο αλλά και ως ψυχικός τόπος– διατρέχει τη νεοελληνική πεζογραφία άλλοτε ως στοργική καταφυγή κι άλλοτε ως πηγή ενοχής, εξουσίας ή σιωπηλού πόνου. Είτε ως θετική είτε ως τραυματική φιγούρα, η μητέρα αποτελεί σταθερά αρχέτυπο του συλλογικού και ατομικού φαντασιακού, όπως διαμορφώνεται μέσα από τη λογοτεχνία.
Αν υπάρχει ένας Έλληνας συγγραφέας στον οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του αρχετυπικού προτύπου της μητέρας, αυτός είναι, αδιαμφισβήτητα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στα σκιαθίτικα διηγήματά του, η μητρική φιγούρα δεν λειτουργεί απλώς ως δευτερεύων χαρακτήρας, αλλά ως πυρήνας του αφηγηματικού σύμπαντος. Η μάνα στον Παπαδιαμάντη ενσαρκώνει άλλοτε το στοργικό και θυσιαστικό πρότυπο –η μάνα που αγωνίζεται με κάθε τρόπο να προστατέψει ή να αποκαταστήσει τα παιδιά της– και άλλοτε το ασφυκτικά παρεμβατικό πρόσωπο, εγκλωβισμένο μέσα στα στενά πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας, που ταυτόχρονα τα συντηρεί και τα αναπαράγει. Σε αρκετά παπαδιαμαντικά διηγήματα –για παράδειγμα, «Φόνισσα», «Η Σταχομαζώχτρα», «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»–, η μητρική μορφή φέρει ισχυρά συμβολικά φορτία: είναι η προσωποποίηση του ελέους, της αυτοθυσίας, αλλά και της ενοχής, της καταπίεσης ή της μοίρας. Η μάνα στον Παπαδιαμάντη βρίσκεται στο μεταίχμιο του ιερού και του ανθρώπινου, άλλοτε ως τροφός και καθοδηγήτρια, άλλοτε ως φορέας τραγικών επιλογών, στοιχειώνοντας το συλλογικό ασυνείδητο της ελληνικής υπαίθρου. Η χρήση της δημώδους γλώσσας, του εσωτερικού μονόλογου και της συγκεχυμένης αφήγησης μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ενισχύουν την αρχετυπική υπόσταση των μητρικών χαρακτήρων στα έργα του.
Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη υπάρχουν, αρχικά, οι στοργικές μητέρες. Για παράδειγμα, η Σκεύω η Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» μεταμφιέζεται σε βαρδιάνο, προκειμένου να βρεθεί κοντά στον άρρωστο από χολέρα γιο της· στο «Γουτού Γουπατού», ο Ταπόης πέφτει θύμα του κοινωνικού ρατσισμού λόγω της σωματικής και νοητικής του αναπηρίας, ενώ μοναδικό του στήριγμα είναι η μητέρα του· η Ζουγράφω, μητέρα της Γαληνιώς, άλλων δυο κοριτσιών και του Στέλιου, κάνει τα πάντα για να μεγαλώσει τα παιδιά της στο «Μάνα και κόρη»· η Θοδωριά η φουρνάρισσα υπομένει όλες τις αγγαρείες που της επιβάλλει ο σύζυγός της, προσπαθώντας να κρατήσει στη ζωή το μοναδικό παιδί που της έχει μείνει ζωντανό στο «Ὁ Πολιτισμός εἰς τὸ χωρίον»· τραγική μορφή μάνας είναι η μητέρα της Ουρανίτσας στο «Τὸ Νησὶ τῆς Ουρανίτσας», που, καθώς ο παπάς αρνείται να θάψει την έγκυο αυτόχειρα κόρη της στο νεκροταφείο, αποφασίζει να τη θάψει «αδιάβαστη» σ’ ένα έρημο νησάκι έξω απ’ το λιμάνι· άλλη μία παπαδιαμαντική μητέρα που αγωνιά για τα παιδιά της είναι και η Μαριώ Λιβαδάκαινα («Τὸ Σπιτάκι στὸ Λιβάδι») που ψάχνει αγωνιωδώς να βρει τον γιο της, όταν πιάνει καταιγίδα.
Ως βαθύς γνώστης της γυναικείας ψυχοσύνθεσης που είναι Παπαδιαμάντης, πολλές ηρωίδες του είναι αρχετυπικά χειριστικές μητρικές φιγούρες, που παρεμβαίνουν στη ζωή των παιδιών και, ιδίως, των κοριτσιών (για παράδειγμα, η χήρα Μπούρμπαινα στο «Ἔρως-Ἥρως»), αλλά πολλά είναι επίσης τα διηγήματα στα οποία κυριαρχεί η αρχετυπική μορφή της μητέρας-γιαγιάς, που αντικαθιστά –ή ενίοτε υποκαθιστά– τον πατέρα ή τη μητέρα, όταν αυτοί έχουν πεθάνει. Η γριά Χαρμολίνα στο «Ἡ Θητεία τῆς πενθερᾶς», η θεια-Αχτίτσα η Σταχομαζώχτρα («Ἡ Σταχομαζώχτρα») και η γριά Λούκαινα στο «Το μοιρολόγι της φώκιας») έχουν καταλυτικό ρόλο στην ανατροφή των εγγονών τους.
Έξοχα δείγματα της συγγραφικής και ψυχογραφικής δεινότητας του Παπαδιαμάντη αποτελούν και τα διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστεί η «στρίγκλα μάνα» – άλλη μία περίπτωση αρχετυπικής μητέρας –, δηλαδή μάνες αυταρχικές και δεσποτικές, με ροπή στην εξαπάτηση, την αχαριστία και τις μηχανορραφίες. Η γριά Μαρουδίτσα στο «Ἔρως-Ἥρως», παντρεύει την κόρη της Αρχόντω αδιαφορώντας για τα τυχόν αισθήματα που έχει το παιδί της για κάποιον άλλον· η θεια-Μορισώ στο «Ἡ Αποσώστρα», η γριά Καντούσαινα στο «Ἡ Ξομπλιαστήρα», η Ζαφείραινα στο «Οἱ Κουκλοπαντρειὲς», η γριά Παντελού στο «Ἡ Χτυπημένη» και τόσες άλλες, προσωποποιούν την αρχετυπική μορφή της χολωμένης μητέρας που επιθυμεί με κάθε τρόπο και με όποιο κόστος να ελέγχει και να χειραγωγεί τη ζωή των παιδιών της. Τραγική κορύφωση και διαστρεβλωμένη περίπτωση αυτού του αρχέτυπου είναι η «Φόνισσα» Φραγκογιαννού, που γίνεται μάνα-τιμωρός και σωτήρας, σύμβολο κοινωνικής απελπισίας και εσωτερικού διχασμού. Εν γένει, στο παπαδιαμαντικό σύμπαν, το αρχέτυπο της μητέρας συναντάται με κάθε δυνατή έκφανση. Πέρα από τις περιπτώσεις που αναφέραμε, σε πολλά διηγήματα πρωτοστατεί το αρχέτυπο της πεθεράς, της μητριάς ή ακόμη και της «άτεκνης μητέρας» που αντανακλά το έμφυτο, αλλά πεινασμένο μητρικό της ένστικτο σε παιδιά γειτονισσών ή συγγενών.
Άλλα ενδεικτικά, αλλά δειγματοληπτικά παραδείγματα του αρχέτυπου της μητέρας στην ελληνική πεζογραφία, με εστίαση στο πώς η μορφή της μητέρας εγγράφεται ως ψυχαναλυτικό, αρχετυπικό και αφηγηματικό στοιχείο, εντοπίζονται στα δύο εμβληματικά διηγήματα του Γεώργιου Βιζυηνού, στο «Το αμάρτημα της μητρός μου», όπου η μητρική αγάπη παρουσιάζεται ως παθολογική και καθοριστική, αφού οδηγεί το παιδί στην ενοχή και στην αυτοθυσία, καθώς και στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», στο οποίο η μητέρα αναδεικνύεται ως τραγική φιγούρα, ενσαρκώνοντας την ειρωνεία της μοίρας. Στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, ο Γεώργιος Βιζυηνός αναδεικνύεται ως εισηγητής της βαθύτατα ψυχολογικής και ηθικής διερεύνησης της ανθρώπινης ύπαρξης με κεντρική μορφή του αφηγηματικού του κόσμου τη μητέρα, όχι ως απλή φυσική παρουσία αλλά ως σύμβολο, φορέα ενοχής και τραύματος, αρχέτυπο που διαμορφώνει τη συνείδηση του παιδιού. Στα διηγήματα «Το αμάρτημα της μητρός μου» και «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», η μητέρα καθίσταται φορέας υπαρξιακών και ψυχικών συγκρούσεων, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη θυσία και τη σιωπή, τον ηθικό πόνο και τη μεταβίβαση του τραύματος. Ο Βιζυηνός αντλεί από το ψυχικό βάθος της οικογενειακής μνήμης και επενδύει τις μητρικές μορφές –επί της ουσίας, τη μία, μοναδική και επανερχόμενη μητρική φιγούρα που ανάγεται σε διαχρονικό ανθρώπινο τύπο, συνεπώς σε αρχέτυπο– με συγκινησιακή, συμβολική και ηθική βαρύτητα. Η μητέρα στα δύο αυτά διηγήματα, δεν είναι απλώς πρόσωπο, αλλά φορέας ενοχής, τρυφερότητας, αντινομίας και τραγικής μοίρας, φωτίζοντας πλευρές του κατά Jung μητρικού αρχέτυπου και προαναγγέλλοντας ψυχαναλυτικές αναγνώσεις τύπου Freud.
Αρχικά, στο αυτοβιογραφικό «Το αμάρτημα της μητρός μου» (1883) η μητέρα του αφηγητή λειτουργεί ως θυσιαστική μορφή και τραγικό αρχέτυπο. Ειδικότερα, έχει διαπράξει το «αμάρτημα» να σκοτώσει εξ αμελείας το νεογέννητο βρέφος (κορίτσι) της, με αποτέλεσμα το βάρος της ενοχής της να την καθορίζει ψυχικά για όλη της τη ζωή, καθώς στο εξής αυτοθυσιάζεται, αναλαμβάνοντας διά βίου σωτηριολογικό ρόλο, υιοθετώντας –προσφέροντας ολοκληρωτικά εαυτόν– ξένα κορίτσια και αψηφώντας ακόμα και τη ζωή των βιολογικών αρρένων παιδιών της. Αυτή η πράξη δείχνει μια υπερβατική, αρχέγονη λειτουργία του μητρικού αρχέτυπου: η μητέρα ως πανανθρώπινη μητέρα, που ξεπερνά τα όρια της οικογένειας και γίνεται συλλογική τροφός, ένα είδος «Μεγάλης Μητέρας» της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, είναι φορέας εσωτερικής ενοχής και τιμωρίας, κάτι που την εντάσσει στο τραγικό υπόδειγμα, παρόμοιο με εκείνο αρχαίων μορφών, όπως της Μήδειας ή της Αγαύης. Βέβαια, η σχέση μητέρας-γιου (του Γιωργή-Βιζυηνού) είναι βαθιά φορτισμένη συναισθηματικά, με τον αφηγητή επανειλημμένα να δηλώνει την αδυναμία του να κατανοήσει –ή να απαλλαγεί– από τη μητρική ενοχή, που το άχθος της χρεώνεται και ο ίδιος. Το «αμάρτημα» γίνεται έτσι ο άξονας της δικής του αφηγηματικής και ηθικής διαμόρφωσης, αφού η μητέρα τον σημαδεύει όχι μόνο ως βιολογικός αλλά και ως ηθικοπλαστικός φορέας. Εν τέλει, η θηλάζουσα μητέρα, που «σκοτώνει» άθελά της ή υπερπροστατεύει, παραπέμπει στον διττό χαρακτήρα του μητρικού αρχέτυπου: ζωοδότρα και απειλητική, όπως ακριβώς και στη γιουνγκιανή σύλληψη της «Μεγάλης Μητέρας».
Εν συνεχεία, στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (1884), η μητέρα αναζητά εναγωνίως και εμμονικώς την αλήθεια για τον φόνο του ενός γιου της, γεγονός που δηλητηριάζει τη σχέση με τον νεότερο γιο (τον αφηγητή). Και σε αυτό το διήγημα, η μητέρα παρουσιάζεται ως μια σύνθετη μορφή που ενσαρκώνει το αρχέτυπο της μητέρας με στοιχεία τόσο προστατευτικά όσο και εκδικητικά. Η εναγώνια αγάπη της για τους εν ζωή γιους της και η επιθυμία της για εκδίκηση μετά τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου την καθιστούν μια φιγούρα που κινείται ανάμεσα στην παραδοσιακή στοργική μητέρα και σε μια μορφή που καταπιέζεται από το τραύμα και την ανάγκη για δικαίωση. Αρχικά, εμφανίζεται ως μια στοργική και αφοσιωμένη φιγούρα που θρηνεί τον χαμό του γιου της και αναζητά απεγνωσμένα τον φονιά του. Η επιθυμία της για εκδίκηση και η πίεση, που ασκεί στα υπόλοιπα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο, την τοποθετούν στο αρχέτυπο της «Μητέρας-Δικαιοσύνης», που επιδιώκει την αποκατάσταση της τάξης μέσω της τιμωρίας. Ωστόσο, η άγνοιά της για την ταυτότητα του φονιά και η αδυναμία της να προστατεύσει τα παιδιά της από τις συνέπειες του τραύματος την καθιστούν επίσης μια μορφή που ενσαρκώνει το αρχέτυπο της «Μητέρας-Σκιάς», σύμφωνα με τον Jung, όπου το τραύμα και η αδυναμία προστασίας μεταφέρονται στα παιδιά, δημιουργώντας έναν κύκλο πόνου και ενοχής.
Εν τέλει, η μητέρα και σε αυτό διήγημα του Βιζυηνού αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του μητρικού αρχέτυπου και την επίδρασή του στην ψυχοσύνθεση των παιδιών. Και στα δύο διηγήματα, ο γιος (ο Βιζυηνός), μέσα από την αφήγηση, προσπαθεί να επανασυνδεθεί με το τραύμα μέσω της γραφής, αλλά η μητρική φιγούρα δεν μετασχηματίζεται ποτέ: παραμένει ακατανόητη, απόμακρη και τραυματική για το παιδί. Στα δύο διηγήματα, η μητέρα παρουσιάζεται ως φορέας βαθιάς ηθικής ή ψυχικής συγκίνησης· λειτουργεί ως καταλύτης για την αφήγηση, ως βάθος μνήμης αλλά και ως απόλυτη εξουσία ή ενοχή. Στο μεν «Αμάρτημα», κυριαρχεί ο εξαγνισμός μέσω της πράξης, στο δε «Ο φονεύς» η εκδικητική εμμονή και η εμμονική αυτοθυσία. Έτσι, σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, και στις δύο περιπτώσεις, η μητέρα δεν είναι απλώς πρόσωπο· γίνεται δομικό στοιχείο εντός του ψυχικού κόσμου του αφηγητή – κάτι που αντηχεί βαθιά στο έργο του Βιζυηνού και εντάσσει την επαναλαμβανόμενα ίδια μητρική μορφή των διηγημάτων του στα τραγικά και διαχρονικά μητρικά αρχέτυπα.
Στον αντίποδα του μητρικού αρχέτυπου, όπως αυτό παρουσιάζεται ειδικά στα έργα του Βιζυηνού, στο μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου Στέλλα Βιολάντη (1909), η μορφή της μητέρας λειτουργεί ως παραδοσιακή ενσάρκωση της πατριαρχικής ηθικής τάξης, ως σκιά και αντανάκλαση της πατριαρχικής εξουσίας, με σιωπηλή ή και υποταγμένη παρουσία η οποία εντείνει την τραγικότητα της ηρωίδας Στέλλας. Η μητέρα της Στέλλας στέκεται παθητική και ανίσχυρη μπροστά στον αυταρχικό πατέρα, τον Βιολάντη, και φαίνεται να υιοθετεί χωρίς αντίρρηση τις επιταγές του. Δεν αποτελεί πηγή προστασίας ή κατανόησης για την κόρη της – ρόλος που συχνά αποδίδεται στο μητρικό αρχέτυπο. Έτσι, η παρουσία της συμβάλλει στην απομόνωση της Στέλλας η οποία, αρνούμενη να υπακούσει στις εντολές του πατέρα της σχετικά με τον γάμο, οδηγείται στον θάνατο. Η μητρική φιγούρα εδώ, ενώ υπάρχει, είναι ουσιαστικά απούσα από τη δράση και εκφράζει το μητρικό αρχέτυπο της απουσίας, αφού δεν εκφράζει προσωπική βούληση, δεν συγκρούεται, δεν διαμεσολαβεί. Αντίθετα, ακολουθεί τον ρόλο του «σιωπηλού θηλυκού», όπως αυτός προβάλλεται μέσα από κοινωνικές προσδοκίες και συμβάσεις της εποχής. Σε αντίθεση με πιο περίπλοκες ή ισχυρές μητρικές μορφές, εδώ η μητέρα (Βιολάνταινα) είναι σκιώδης φιγούρα, υπηρέτρια του πατριαρχικού κόσμου και όχι αυτόνομη ψυχική δύναμη. Το αρχέτυπο, αντί να ενσαρκώνει την τροφό, καθοδηγήτρια ή θεραπεύτρια, έχει διαβρωθεί από κοινωνικές νόρμες και καταλήγει να είναι απλό φερέφωνο, ένας μηχανισμός μετάδοσης της εξουσίας του πατέρα.
Κατ’ επέκταση, από την πλευρά του αρχέτυπου, αυτό δηλώνει διάσπαση ή εξασθένιση του μητρικού συμβόλου: η μητέρα δεν είναι μήτρα που αγκαλιάζει, αλλά ασφυκτικό πλαίσιο που σιωπά, παρακολουθεί και υποτάσσεται στον λόγο του άρρενος, αποποιούμενη τον μητρικό ρόλο, είναι πρώτα σύζυγος και έπειτα –ή καθόλου– μητέρα. Αν προσεγγίσουμε τη Μαρία (Βιολάνταινα) με εργαλεία της ψυχανάλυσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελεί για την κόρη Στέλλα τη στοργική πρώτη σχέση που διαμεσολαβεί τον εξωτερικό κόσμο, αλλά έναν ανεπαρκή δεσμό που δεν μπορεί να αποτρέψει τη σύγκρουση με τον πατέρα-νόμο. Ο Φρόιντ θεωρεί ότι η μητέρα είναι το πρώτο αντικείμενο αγάπης και αναγνώρισης· η έλλειψη ενεργητικής αγάπης ή υπεράσπισης εκ μέρους της μητέρας της Στέλλας προκαλεί ένα τραύμα απόρριψης και εγκατάλειψης, που εντείνει την τραγική της απόφαση. Έτσι, στο μυθιστόρημα Στέλλα Βιολάντη, η μητέρα δεν λειτουργεί ως φορέας του κλασικού αρχέτυπου, αλλά ως παραμορφωμένη αντανάκλασή του. Η εγκατάλειψή της ενισχύει το υπαρξιακό και ψυχικό αδιέξοδο της Στέλλας, που πεθαίνει εν απουσία γυναικείας συμμαχίας και μητρικής αγκαλιάς.
Σε ένα παρόμοιο, ωστόσο διαφορετικό επίπεδο ξεδιπλώνεται το μητρικό αρχέτυπο στο Η τιμή και το χρήμα του Κωναστντίνου Θεοτόκη (1914). Εδώ, η σχέση ανάμεσα στη Ρήνη και τη μητέρα της, τη σιόρα Επιστήμη, συνιστά ένα βαθύ ψυχολογικό πεδίο στο οποίο ξεδιπλώνεται το αρχέτυπο της μητέρας κατά Jung όχι μέσα από τη συνηθισμένη διχοτόμηση «καλής» και «κακής», αλλά ως σύνθετο ψυχικό δυναμικό που ενσαρκώνει ταυτόχρονα τη φροντίδα και τη στέρηση, την αγάπη και τη σύγκρουση. Η σιόρα Επιστήμη αγαπά τη Ρήνη –αυτό είναι σαφές και βαθύ–, οπότε το πείσμα της να μην της δώσει την προίκα δεν πηγάζει από μίσος ή από ιδιοτέλεια, αλλά από έναν πληγωμένο εγωισμό, έναν διαστρεβλωμένο κώδικα δικαιοσύνης απέναντι στα άλλα παιδιά της και από τη βαθιά της ανάγκη να διατηρήσει την ελάχιστη αίσθηση ισορροπίας και τάξης μέσα σε μια οικογένεια διαλυμένη από την απουσία του πατέρα. Η σιόρα Επιστήμη δεν είναι η αρχέτυπη «κακιά μητέρα»· είναι μια Μητέρα-Θύμα, όπως τη σκιαγραφεί και η γιουνγκιανή θεωρία: εκείνη που έχει φέρει φορτίο δυσανάλογο των δυνάμεών της, που καλείται να λειτουργήσει ως κέντρο νομιμοποίησης και προστασίας μέσα σε ένα οικογενειακό σύστημα άνισο, με έναν αλκοολικό και ανεύθυνο σύζυγο. Η στέρησή της προς τη Ρήνη είναι περισσότερο πράξη άμυνας –σχεδόν απεγνωσμένης αυτοσυντήρησης– παρά συνειδητή καταπίεση. Έτσι, το αρχέτυπο της Μητέρας εμφανίζεται εδώ σε μια τραγική, ανθρώπινη παραλλαγή: όχι ως συμβολική φιγούρα με μονοσήμαντη λειτουργία, αλλά ως ζωντανή, αντιφατική ύπαρξη που αγαπά, μα και πληγώνει· που θέλει να δώσει, αλλά δεν μπορεί· που γίνεται εμπόδιο, χωρίς να πάψει να είναι ταυτόχρονα «ρίζα». Έτσι, η σύγκρουση μητέρας και κόρης δεν είναι απλώς δραματουργική, είναι αρχετυπική: είναι η αναμέτρηση ανάμεσα στην αγάπη και τη συνθήκη, ανάμεσα στην ψυχική εγγύτητα και τα κοινωνικά όρια. Κι αυτό είναι που καθιστά το διήγημα τόσο σπαρακτικό, καθώς γιατί η μητέρα δεν είναι ούτε τέρας ούτε ήρωας· είναι μια γυναίκα που κουβαλά –όπως λέει και η Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Τα Σακιά,που θα εξετάσουμε στη συνέχεια– το δικό της φορτίο: ένα «σακί» που δεν της επιτρέπει να λυγίσει απέναντι στο παιδί της, καθώς είναι πολύ απασχολημένη και πεισμωμένη στο να μη λυγίσει από αυτό που της επιβάλλεται να είναι.