Ελληνική πεζογραφία και θάλασσα (Μέρος Α΄)
Της Φανής Κεχαγιά
Οι Έλληνες είμαστε θαλασσινός λαός, στην πλειονότητά μας. Στις φλέβες μας, με το αίμα ανάκατο, νερό θαλασσινό κυλά· ο μόχθος μας αλμύρα μυρίζει, στο δέρμα μας τρίζει αλισάχνη, στα μαλλιά μας αφρίζουν φύκια. Η ακτογραμμή μας ξεπερνά τα 15.000 χλμ, κανένα ελληνικό ηπειρωτικό μέρος δεν απέχει από τη θάλασσα παραπάνω από 137 χιλιόμετρα και από τα 6.000 –διάσπαρτα σε Αιγαίο και Ιόνιο– νησιά και νησίδες της ελληνικής επικράτειας τα 227 είναι κατοικημένα, κάποια από την αρχαιότητα ακόμη.
Η μοίρα του τόπου μας, στις κρίσιμες στιγμές αλλά και στον καθημερινό βίο, είναι στενά δεμένη με τη θάλασσα, το ταξίδι, την ξενιτιά, την περιπέτεια. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που ο υδάτινος ορίζοντας της πατρίδας μας έγινε κάλεσμα σε ταξίδια και περιπέτειες που η στεριά δεν μπορούσε να υποσχεθεί, ταυτόχρονα και βουκέντρα έμπνευσης, φαντασίας και στοχασμού. Οι Έλληνες είμαστε αναμφίβολα λαός αμφίβιος, με εγγεγραμμένη στον γενετικό μας κώδικα τη δίψα της περιπλάνησης, εμβαπτισμένοι στα ταξίδια του αρχετυπικού Οδυσσέα.
Το θαλασσινό στοιχείο κυριαρχεί σ’ όλη σχεδόν την Οδύσσεια, όπου χώρος των δρωμένων, εκτός από την Ιθάκη, είναι ο κόσμος της θάλασσας με τους ενάλιους δαίμονες και τα παραμυθικά στοιχεία. Στην Οδύσσεια, η εὐρύπορος (εὐρύς + πόρος) ελληνική θάλασσα, που κατακλύζει τα πάντα με το ἁλμυρόν ὕδωρ τό ἄσπετον, χαρακτηρίζεται ἀγχιβαθής, ἀθέσφατος (απέραντος) καί πολύφλοισβος (πολυκύμαντος).
Ως εκ τούτου, το να μην κυριαρχεί η θάλασσα στην τέχνη και στη λογοτεχνία μας θα ήταν το ίδιο παράλογο όσο, για παράδειγμα, το να μην κυριαρχεί η άμμος και η έρημος στην αραβική λογοτεχνία. Η θαλασσινή εμπειρία αποτελεί μόνιμο, προσφιλές και συχνά κεντρικό θέμα – ενίοτε, σκηνοθετικό καμβά– των Ελλήνων συγγραφέων από την εποχή του Ομήρου και των αρχαίων λυρικών έως τη σύγχρονη παραγωγή. Παρά τη χρονική απόσταση, έχουμε να κάνουμε με το επαναλαμβανόμενο θέμα ενός ανθρώπινου τύπου που κρατά τα ηνία του ήρωα ή του στοχαστή, στην πεζογραφία και στην ποίηση αντίστοιχα, μεταγγίζοντάς μας την πεποίθηση μιας διαχρονικής κοινής συνισταμένης για τις ντιενεϊκά ριζωμένες θαλασσινές καταβολές του Έλληνα. Τεράστια είναι η παραγωγή νεοελληνικού λόγου που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τη θάλασσα, επαληθεύοντας τον άρρηκτο δεσμό της μοίρας του Ελληνισμού με το υδάτινο στοιχείο. Εν αρχή, η ποίηση εξύμνησε τη θάλασσα. Η πεζογραφία παρέλαβε τα γκέμια και δεν είναι καθόλου τυχαίο που μερικοί από τους πρώτους και επιδραστικότερους πεζογράφους μας είναι νησιώτες.
Σημαιοφόρος, ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, νησιώτης μέχρι κόκαλο, θαλασσινός στην ψυχή μέχρι τα μύχια. Στο μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου όγκου του έργου του, η θάλασσα είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αναπτύσσονται οι ολόγλυφοι χαρακτήρες του. Αν εξαιρέσουμε τα αθηναϊκά του διηγήματα, οι περισσότερες ιστορίες του είναι εμβαπτισμένες στο αλμυρό νερό που ενθυλακώνει τη Σκιάθο. Η τρικυμισμένη χριστουγεννιάτικη θάλασσα είναι η πρόκληση που πρέπει να υπερβούν οι πιστοί, υποκινημένοι και εμψυχωμένοι από τον παπα-Φραγκούλη στο «Στο Χριστό στο Κάστρο»· η θάλασσα είναι η Σειρήνα που προκαλεί τον έφηβο βοσκό στο «Όνειρο στο Κύμα («ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους»), ο οποίος μέσα στο κύμα ζει τον εξιδανικευμένο του έρωτα («Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν,πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων»)· η θάλασσα φέρνει πίσω τον «Αμερικάνο», η θάλασσα πρωταγωνιστεί στην τραγωδία στο «Χριστόψωμο», η θάλασσα γίνεται τιμωρός της Φραγκογιαννούς στη Φόνισσα, η θάλασσα καταπίνει τη μικρή Ακριβούλα στο «Μοιρολόγι της φώκιας». Στο διήγημα «Η νοσταλγός», η έλξη ανάμεσα στο θαλάσσιο κύμα και στην αμμουδιά συμβολίζει την ερωτική έλξη ανάμεσα στη Λαλιώ και στον Μάνθο («τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς να αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονο παιγνίδιον, χωρίς να χωρταίνη εκείνη από το αέναον αλμυρόν πότισμα») και η θάλασσα παρομοιάζεται με γυναίκα («Η θάλασσα φλύαρος καθώς η γυνή, είναι όσον αυτή εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της»). Στο μυθιστόρημα Έμποροι των εθνών, ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί, για ακόμα μια φορά, τη θάλασσα ως μέρος του σκηνικού στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Η ηρωίδα Αυγούστα εκμυστηρεύεται στη θάλασσα ανησυχίες και προβληματισμούς, διότι είναι η μόνη που μπορεί να την καταλάβει και να κρατήσει τα μυστικά της. Το διήγημα «Άνθος του γιαλού», είναι θαλασσινό παραμύθι: ο ψαράς ήρωας Μάνος, που ζει μόνος του στης Λουλούδως το Καλύβι, βλέπει ένα αδιευκρίνιστο φως μεσοπέλαγα τα βράδια· στο διήγημα «Φλώρα η Λαύρα» πρωταγωνιστεί η παραλία. Αναφορά στις γοργόνες γίνεται στο διήγημα «Η στοιχειωμένη κάμαρα», όπου οι γοργόνες παίζουν και χαίρονται «κάτω εις τον μαγικό πυθμένα». Στο διήγημα «Έρως-Ήρως», ο ήρωας, βαρκάρης στο επάγγελμα, «ήτο άνθρωπος της θαλάσσης και όχι της στεριάς». Μοίρα του είναι να μεταφέρει την αγαπημένη του μετά τον γάμο της με κάποιον άλλον. Η θάλασσα, αντανακλώντας τα ανάκατα συναισθήματά του, είναι άλλοτε πικρή άλλοτε γλυκιά, άλλοτε γίνεται ερωμένη και άλλοτε τον νανουρίζει «διά της απαλωτέρας μητρικής θωπείας» ως αρχετυπική μητέρα. Στο διήγημα «Νεκρός ταξιδιώτης», ο Παπαδιαμάντης διηγείται μία ακόμα ιστορία πνιγμού κάποιου που έχασε την «πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον».
Αυτό που διακρίνει κανείς διαβάζοντας τα έργα του Αλ. Παπαδιαμάντη είναι ότι οι σκιαθίτικες ιστορίες του αφορούν ψαράδες, ναυτικούς και νησιώτες, ήρωες ζυμωμένους από αλμύρα, τους οποίους «το υγρόν στοιχείον τους έλκυεν», όπως αναφέρει στο διήγημά του «Ναυαγίων ναυάγια». Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη είναι αδύνατο ο αναγνώστης να μη γευτεί αλμύρα.
Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Φώτη Κόντογλου, επίσης. Όλα τα χαρακτηριστικά έργα του Φ. Κόντογλου αναφέρονται στην θάλασσα. Λάτρης της θάλασσας και του θαλασσινού τρόπου ζωής, έγραψε μερικά από τα κορυφαία θαλασσογραφήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Στα έργα του γίνεται ξεχωριστά περιγραφικός κυρίως όταν αναφέρεται σε καράβια. Το Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες είναι «ανθολόγιο» με αφηγήματα του Φ. Κόντογλου, που όλα μιλάνε για θαλασσινές περιπέτειες. Στο «Η θάλασσα (γαλήνια και φουρτουνιασμένη)», ο Κόντογλου αμφισβητεί την ανθρώπινη φύση του, εξηγώντας γιατί νιώθει τέτοια αγάπη για τη θάλασσα: «Θαρρείς πως δεν έχω βγει από την κοιλιά της μάνας μου, αλλά από τη θάλασσα». Αναπολεί τα παιδικά του χρόνια που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την θάλασσα, την οποία παρομοιάζει με μητέρα λιονταρίνα («καταλαβαίνω πως με καλεί κοντά της, σαν τη λιονταρίνα που ρυάζεται και γυρεύει τα λιονταρόπουλα της»). Η μητρική φύση της θάλασσας αποδίδεται και στο «Καΐκια και καραβοκύρηδες» με τη φράση «την αρμυρή τη μάνα μας». Για τον Κόντογλου, η αγάπη για τη θάλασσα δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων που μεγάλωσαν κοντά της, αφού και οι στεριανοί «στο τέλος την αγαπούνε σαν νάτανε γεννημένοι κοντά της και γίνουνται πιστοί φίλοι της, κολυμπητές και ψαράδες» (στο «Οι φάροι κ’ οι κατάδικοί τους, οι ερημίτες της θάλασσας»), ωστόσο αναγνωρίζει ότι είναι ανεξέλεγκτη («Αληθινά, η θάλασσα είναι το πιο μεγάλο θηρίο. Ποιος μπορεί να λογαριάσει τη δύναμη της;»). Στο «Φουρτούνες στα ξερονήσια», ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την οργισμένη θάλασσα («Φάγαμε πάλι μπουρινιασμένη θάλασσα, μα δε κωλώσαμε»). Στο έργο του «Ταξίδια και ταξιδευτές», δίνει τον αφορισμό: «Όλοι οι άνθρωποι τ’ αγαπάνε τα ταξίδια μα οι Έλληνες τ’ αγαπάνε ακόμα παραπάνω». Ο Κόντογλου, μεγαλωμένος κοντά στη θάλασσα, τη βλέπει ως ερωμένη και ως μάνα, τη θεωρεί κομμάτι της ελληνικής ψυχής.
Η θάλασσα δεσπόζει και στο έργο του Στρατή Μυριβήλη. Στο μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα, η Παναγιά είναι «μια καινούρια ελληνική θεότητα, που έδεσε όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής», μια μυθική Γοργόνα «πολεμική, θηλυκιά και παρθένα», «μισή στη στεριά κ’ η μισή στη θάλασσα». Η θάλασσα είναι τα «χέρια της Μοίρας» και οι άνθρωποι είναι σαν βάρκες στα χέρια της. Το θαλασσινό νερό είναι άγιασμα και αγνή η θαλασσινή ανάσα. Οι ψαράδες του μυθιστορήματος νιώθουν ευλογημένοι που ζουν από αυτήν, γιατί «όσο να την τρυγήσεις, δε στερεύει» και «καρπίζει βρέξει δε βρέξει», όμως ταυτόχρονα τη σέβονται, γιατί μπορεί να γίνει ύπουλος εχθρός, «σκοτεινή άβυσσος του πικρού νερού που τους κυκλώνει». Κατά τον συγγραφέα, ο Θεός εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τις πράξεις των ανθρώπων μέσα από τη θάλασσα, που φουρτουνιάζει, βογκάει και μοιάζει με γαλάζιο τέρας όταν ο Θεός είναι θυμωμένος.
Στο Η Παναγιά η Γοργόνα, ο Στρ. Μυριβήλης πλέει στα υγρά χνάρια του παπαδιαμαντικού «Ονείρου στο κύμα». Στο 38ο δεκασέλιδο κεφάλαιο, η ηρωίδα Σμαραγδή που επιδίδεται σε νυχτερινό κολύμπι («Κολυμπούσε ήρεμα, ξεκούραστα, χωρίς να νιώθει πια το βάρος του κορμιού. […] Κάποτε σταματούσε, γύριζε στη ράχη, κι άφηνε την ανάσα της θάλασσας να την ανασηκώνει και να την κουναρίζει αβρά. Έδινε μια μικρή μπάτσα στο κύμα να δει τα φεγγαρόκρινα να πετιούνται από παντού. Κολυμπούσε με το πρόσωπο κοντά στο νερό, κ’ η θάλασσα τής φιλούσε όλο το μάγουλο, της άγγιζε τ’ αυτί») γλιτώνει από πνιγμό με τη σωστική επέμβαση του ψαρά Λάμπη, ιστορία που καθρεφτίζει τη σωτηρία της Μοσχούλας στο «Όνειρο στο κύμα» από τον βοσκό.
Στη συλλογή διηγημάτων Το γαλάζιο βιβλίο, το σκηνικό φόντο είναι γαλάζιο, θαλασσινό. Στο πρώτο διήγημα «Οι νεκροί θυμούνται», οι κεντρικοί χαρακτήρες –που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και ένας έγκλειστος ψυχιατρείου– προσπαθούν να εξηγήσουν τι κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν τόσο τη θάλασσα. Ο Μυριβήλης αναφέρει ότι ο ίδιος την αγαπά «για την αδιάκοπη κίνηση της […] την αιώνια φρεσκάδα της, την παρθενικότητα της […] και το θηλυκό στοιχείο που υπάρχει μέσα στην ουσία της», παραδεχόμενος πως νιώθει έρωτα γι’ αυτήν. Ο συνομιλητής του έχει άλλη άποψη: «είναι η ορμή της φυγής που κουρνιάζει μέσα μας νοσταλγία. Ο καημός της επιστροφής μας», εκεί που πραγματικά ανήκουμε. Στο «Μεγάλο σαλπάρισμα», διήγημα αφιερωμένο στον Ν. Καββαδία, ήρωας είναι ένας θαλασσόλυκος που, όταν χάνει το ένα του μάτι, χάνει την άδεια να βγαίνει στα ανοιχτά με το καράβι του, κάτι που βλάπτει την υγεία του, αφού του αδυνατεί να ζήσει μακριά από τις «λεύτερες θάλασσες». Ο Μυριβήλης αντιλαμβάνεται, εν γένει, τη θάλασσα ως μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου με τον δημιουργό του, ενώ το ταξίδι προς τον άλλο κόσμο μοιάζει με αυτό των θαλασσινών.
Πηγές
Καρυστιάνη Ι., Μικρά Αγγλία, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2013.
Κατράκης, Μ., Ωκεανός, Εκδόσεις Ελκυστής, Αθήνα 2020.
Παπαδιαμάντης, Α., Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010.
Η θάλασσα στην νεοελληνική λογοτεχνία | Πεμπτουσία (pemptousia.gr)
«Η Φόνισσα» – Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr)
Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου – Ανθρωπιστικών Σπουδών (ebooks.edu.gr)