Scroll Top

Ελληνική πεζογραφία και ζώα | της Φανής Κεχαγιά

Υπεύθυνη στήλης | Φανή Κεχαγιά

Πρόσφατα άρθρα
Advertising
single-post-1-banner.jpg

Ελληνική πεζογραφία και ζώα

Της Φανής Κεχαγιά

Όλα τα ζωντανά όντα έχουν να επιδείξουν όλους του βαθμούς της νοημοσύνης και της ευαισθησίας – και πολλές φορές ανεπτυγμένους εις σημείον που θα έπρεπε να κάνουν τον άνθρωπο να ζηλεύει.

ΑΛΜΠΕΡ

Ένας συνεπής αναγνώστης ή κάποιος που ασχολείται με τη λογοτεχνία από οποιοδήποτε μετερίζι –λογοτέχνης, μελετητής, κριτικός, ακαδημαϊκός– πιθανόν να μην έβρισκε αυθαίρετο τον αφορισμό πως η συχνότητα και πυκνότητα ενασχόλησης μιας εθνικής πεζογραφίας σχετίζεται με τις –ιστορικά ή γεωγραφικά διαμορφούμενες– κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζυμώνονται οι άνθρωποι, με την καθημερινότητα του λαού, με τις παραδόσεις του και με το ευρύτερο ή στενότερο γεωφυσικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να κατανοήσουμε τη διαχρονική ενασχόληση των Ελλήνων πεζογράφων με τα ζώα: στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων ζει στην επαρχία συμβιώνοντας διαχρονικά και συνδέοντας τη διαβίωσή του –συχνά και την επιβίωση– με οικόσιτα ζώα (γάτες, σκύλους, γαϊδούρια, πρόβατα, αγελάδες, κότες, μουλάρια, άλογα, γουρούνια), ταυτόχρονα όμως η εγγύτητα με τη φύση φέρνει τον Έλληνα σε συνθήκη σύγκρουσης με τα άγρια ζώα του τόπου (λύκους, αγριογούρουνα, αρκούδες, αρπακτικά πτηνά, κήτη). Αξίζει, λοιπόν, να επιχειρηθεί μία διερευνητική κατάδυση στην ελληνική πεζογραφία που θα δώσει μία –έστω δειγματοληπτική– εικόνα της σχέσης της ελληνικής πεζογραφίας με τα ζώα, από άποψη θεματικής.

Είναι η παιδική λογοτεχνία αυτή που πρώτη μίλησε για τα ζώα, κυρίως όμως μίλησε μέσα από τα ζώα. Αρχής γενομένης από τους Μύθους του Αισώπου, τα παραμύθια αξιοποιούν τον ήρωα-ζώο με ανθρώπινα χαρακτηριστικά –ομιλία, σκέψη, δράση– ως σύμβολο αξιών και ως όχημα διδαγμάτων, κάτι που βρίσκει την πιο διευρυμένη εκδοχή του στον Μάγκα της Πηνελόπης. Το μυθιστόρημα Ο Μάγκας κυκλοφόρησε το 1935 και, παρότι καταλέγεται στο είδος της παιδικής λογοτεχνίας, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένα μικρό φοξ τεριέ –«από καλή ράτσα και πιστός φύλακας»– με το όνομα «Μάγκας», που δηλώνει «Δεν είμαι κακός, ούτε πολύ ζωηρός και όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω πως οι ανθρώπινοι νόμοι διαφέρουν πολύ από τους σκυλίσιους». Η αξία του βιβλίου θεωρείται διαχρονική, καθώς η ανάγνωσή του εξακολουθεί να μεταδίδει πνεύμα αγάπης και κατανόησης για τα ζώα, την πατρίδα, τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μέσα από το άδολο βλέμμα ενός σκύλου που ισορροπεί ανάμεσα στη σκυλίσια αφέλεια και σε έναν ανθρώπινο κοινωνικό και ιστορικό στοχασμό, η Πηνελόπη Δέλτα ξεδιπλώνει όψεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (στιγμές από την Επανάσταση του 1821, τον πόλεμο του 1897 και στιγμές του Μακεδονικού Αγώνα), οπότε ο Μάγκας ξεπερνά τα στενά όρια του παιδικού μυθιστορήματος, καθώς συνδυάζει την αφυπνιστική γνώση με την άδολη ευαισθησία.

Πέρα από τον Μάγκα όμως, που αποτελεί μία μεμονωμένη περίπτωση πεζογραφήματος εξολοκλήρου αναπτυγμένου με ήρωα-ζώο, αν υπήρχε μία εκτενής και σε βάθος μονογραφία με θέμα τα ζώα στην ελληνική πεζογραφία, ένα πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε εξαρχής ο μελετητής θα ήταν η ομαδοποίηση των κειμενικών αναφορών σε θεματικές ενότητες. Είναι τόσο ετερόκλητες από θέμα ύφους (π.χ. ρομαντικό ή νατουραλιστικό) και οπτικής (το ζώο φίλος ή εχθρός, θύμα ή θύτης) οι διάσπαρτες αναφορές που εντοπίζονται είτε σε παλαιότερα είτε σε πιο σύγχρονα έργα –διηγήματα και μυθιστορήματα– που μία ειδολογική κατάταξη θα καθίστατο διαδικασία επίπονη ή ακόμη και ακατόρθωτη, ωστόσο αξίζει να καταγραφούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα.

Αρχικά, υπάρχουν πεζογραφήματα στα οποία τα ζώα συντροφιάς (γάτα, σκύλος, ψάρι) δεν εκπληρώνουν απλώς τον ρόλο τους ως σύντροφοι, αλλά γίνονται συνοδοιπόροι του ανθρώπου τους, μάρτυρες γεγονότων και αποδέκτες σκέψεων και συναισθημάτων, ενίοτε και άλλοθι για συγκεκριμένες ανθρώπινες συμπεριφορές. Παραδείγματα: «Αρχικά, έβαλες τη γάτα στὴν καπελιέρα, μετὰ τὴν κυλότα, ἐνῶ ἔξω ὁ νέος ἐραστής σου κόρναρε […] Εἶπα νὰ γλιτώσω ἀπὸ σένα, ὅμως νιώθω τὴ γάτα σου νὰ μπήγει τὰ νύχια στὶς σάρκες μου κι ἡ μουτζούρα νὰ κουλουριάζεται δίπλα μου στὶς νύχτες», παραδέχεται ο Μάριος Χάκκας στο διήγημά του «Ένας χωρισμός». Αντίστοιχα, στο διήγημα του Χάκκα «Το ψαράκι της γυάλας», ως άλλοθι για τον πολιτικό συμβιβασμό του και για την απροθυμία του να εγκαταλείψει τις μικρές ανέσεις της αστικής του ζωής, ο ήρωας επικαλείται την αίσθηση ευθύνης απέναντι στο χρυσόψαρό του. Το ψαράκι της γυάλας, το οποίο στην αρχή του διηγήματος αναφέρει ως βαρετή υποχρέωση, αποκτά κατόπιν βαρύτητα, εφόσον είναι η μόνη ζωή της οποίας την ευθύνη, και συνεπώς η δικαιολογία του για να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του.

Σε διαφορετικό κλίμα, στο διήγημα του Άγγελου Αγγελόπουλου «Μικροαντιθέσεις με τον Άργο», ο αφηγητής, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του Άργου, ενός κουταβιού τζακ ράσελ, προβληματίζεται για το πόσο επισφαλής είναι η σχέση ισχύος-εξάρτησης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν σκύλο και στο αφεντικό-άνθρωπο:

Γιατί αντιδράει στον καθαρισμό; σκέφτομαι. […] Μια νέα αντίθεση αντανακλάται τότε στο μυαλό μου που ίσως σηματοδοτεί τη μεταξύ μας σχέση. Ποιος από τους δυο μας είναι ο αρχηγός, δηλαδή ο βασικός πόλος στην αντιθετική μας σχέση; Σαν υποψία όμως μου γεννιέται η σκέψη ότι αυτά ίσως έχουν σχέση με το δικό μου εσωτερικό ζωάκι που βρίσκεται σε αντίθεση με τον ρεαλιστικό επικυρίαρχο εαυτό μου.

Η απώλεια του αγαπημένου ζώου έγινε έναυσμα και έδωσε το συγγραφικό υλικό σε πολλούς πεζογράφους. Στο διήγημα «Luffare» από τη συλλογή διηγημάτων Ο τόπος μέσα μας της Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη, η ηρωίδα Έντα εγκατέλειψε τον γάτο της Luffare –που σημαίνει «αλήτης»– σε μια φίλη της προκειμένου να ακολουθήσει τον έρωτά της που την πρόδωσε, κάτι που τη πλημμυρίζει όψιμες ενοχές απέναντι στον γάτο: «Τον είδε στο όνειρο να της νιαουρίζει θλιμμένος. […] Καλέ μου Luffare, πόσο μου λείπεις… […] Στα πόδια της τριβόταν ένας κεραμιδόγατος. Έσκυψε, τον άρπαξε με τα δυο της χέρια και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Αυτός λούφαξε επάνω της. Ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς του στο στήθος». Τον γάτο της Μάρκο που τον πάτησε φορτηγό θρηνεί και η νεαρή ηρωίδα της Ζυράννας Ζατέλη στο μυθιστόρημα Περυσινή αρραβωνιαστικιά. «Τα μάτια του σκύλου που φεύγεις και τον αφήνεις σε τυραννούν πιο πολύ κι από ενός παιδιού», δηλώνει η Λιλή Ζωγράφου στο διήγημα «Στρίγκλα και καλλονή», αναλογιζόμενη με αγάπη τις στιγμές με το σκυλί της που μόλις έχασε. Βουλιάζει στη μέγιστη μοναξιά ο γερο-φαροφύλακας, όταν πληροφορείται τη θανάτωση των δύο γλάρων που εξημέρωσε, μοναδική συντροφιά του στο ερημονήσι, στο διήγημα του Ηλία Βενέζη «Οι γλάροι»: «Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη». Συγκινητική είναι και η εξομολόγηση-απολογία του Νίκου Καββαδία στο άλογό του στο πεζό «Στο άλογό μου»:

«Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; […] Η όσφρησή σου μας έσωσε, […] Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. […] Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δεν σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. […] Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου».

Τα ζώα επιδεικνύουν μία συγκινητική ενσυναίσθηση σε πολλά ελληνικά διηγήματα – που, δυστυχώς, συχνά δεν χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Για παράδειγμα, η γάτα Μορφούλα στο διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη «Της φτώχειας τα στερνά», κλέβει κάθε μέρα ένα ψάρι –ή ό,τι βρει φαγώσιμο– και το εναποθέτει ανέπαφο στα πόδια της φτωχής γριάς-Λασκαρούς, για να το μοιραστεί μαζί της, μέχρι τη μέρα που «Χριστούγεννα, η Μορφούλα ανήσυχη θρηνούσε απόξω από το σπίτι». Στα μικρά πεζά του Ε. Χ. Γονατά, παρελαύνουν –και πρωταγωνιστούν– αγελάδες, γεράκια, περιστέρια, κύκνοι, σκαντζόχοιροι, πεταλούδες, γάτες, αρκούδες, τίγρεις, μαύρα πουλιά, άλλα με την πραγματική τους υπόσταση, άλλα υπερρεαλιστικά, πραγματώνοντας με τις δοκιμασίες και τις αλλόκοτες συμπεριφορές τους το απόλυτο της ζωής ή του ονείρου. Ξεχωριστή θέση έχουν τα ζώα και στο –οικολογικού προσανατολισμού– μυθιστόρημα Δρολάπι του Ευάγγελου Αυδίκου. Η ηρωίδα Αρσινόη, που πάσχει από αμνησία, ταυτίζεται με ένα κοράκι που την επισκέπτεται· ένας άλλος ήρωας, ο Κώστας, κινδυνεύει να σκοτωθεί ο ίδιος για να σώσει κατά τη διάρκεια μιας θεομηνίας μια κατσικούλα, την οποία περιθάλπει στη συνέχεια στο σπίτι του.

Από την άλλη, υπάρχει μια πλειάδα συγγραφέων που προσεγγίζει το θέμα μέσα από αφηγήσεις εξαιρετικά ωμές, ουσιαστικά καταγγέλοντας την αδιανόητη ανθρώπινη σκληρότητα προς αυτά. Ο Δημήτρης Μητσάκης, για παράδειγμα, στο συνταρακτικό διήγημά του «Αρκούδα» αναδεικνύει το ζήτημα του βασανισμού των ζώων στην προσπάθεια καθυπόταξής τους προς τέρψιν των ανθρώπων – αναφέρεται και σε άλλα διηγήματά του σ’ αυτό:

«Θα εκαιροφυλάκτησε βεβαίως, κάποιαν στιγμήν […] θα το εζάλισε, θα το ετύφλωσε, και θα το άρπαξεν αιφνίδια, σπαράζον, σαστισμένον, ανίκανον ν’ αντισταθεί […] θα του έκοψε τα νύχια τ’ ανυπόμονα να εμπηχθούν εις σάρκα, θα ξερίζωσε τα δόντια του […] θα του ετρύπησε τα χείλη, δια να περάση μεταξύ τον κρίκον, θα εδέσμευσε με τον χαλινόν το ρύγχος του, θα ήρμοσε την άλυσον […] θενά ήρχισε δια της πείνας, διά της δίψας, διά του ξύλου, διά του φόβου, διά της βίας, διά της πειθούς και της ανάγκης, τυράννων αυτό, παιδαγωγών αχρείως εις τοιαύτα παίγνια, προς τέρψιν μέλλουσαν των όχλων. Αφού δε το εγύμνασε καλά καλά, αφού κατέπνιξε βραδέως βαθμηδόν εντός του παν γενναίον ένστικτον […] ελεεινόν, ταπεινωμένον, δειμαλέον, άτονον υπείκον εις τους ραβδισμούς, εις τας στερήσεις και εις την συνήθειαν, αυτό, γυρίζει μετ’ αυτού, χορεύει, υποκρίνεται, χειροφιλεί, δέρεται, γρυλλίζει…»

Στο ίδιο καταγγελτικό ύφος κινείται και το διήγημα «Τα ζα» του Στρατή Μυριβίλη που εξεγείρεται για την «εγκληματική» καταναγκαστική εμπλοκή των ζώων στον πόλεμο (του Α΄ Παγκόσμιου, εν προκειμένω) με περιγραφές που σφίγγουν το στομάχι του αναγνώστη:

Θαρρώ πως, όταν καμιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία του ομαδικού σκοτωμού, θα ’χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ’ όλη τους τη ζωή και μόνο γι’ αυτό: που τραβήξανε και τ’ αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ’ τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων. […]

Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.

Ξεχωριστή θέση έχουν τα ζώα στο σύνολο του έργου του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ολόκληρο το πρώτο από τα είκοσι επτά διηγήματά του τη συλλογής Ντεπό με τίτλο «Ένα κοπαδάκι αθερίνες» είναι ένας λυρικός ύμνος στις αθερίνες: «αβρές, τρυφερόβιες, γλιστρούν και συναθλούνται σε μικρά βάθη – ένα σμήνος μικροσκοπικά καταδιωκτικά με αλουμινένιες ατράκτους αεροδυναμικές, που διακτινίζονται σαν όχλος υπαινιγμών». Από τον θαλάσσιο κόσμο έχουμε ακόμη μία ζωοφιλική αφήγηση στο διήγημα «Εκ τετραστόμου κρήνης»: «Το χταπόδι, στο μεγαλύτερο θολάμι, σαν να με περίμενε. Το μάτι του με κοιτούσε ήρεμα, στωικά. Και μέσα από το δικό του μάτι είδα τον εαυτό μου στην Τελευταία Μέρα. Στάθηκα λίγο ακίνητος, το σκόπευσα επίμονα, σταθερά με το ψαροντούφεκο, κατάσταυρα, απ’ το ένα μέτρο. Εκείνο με κοιτούσε ψύχραιμο, ακίνητο. Μετά, κατέβασα αργά, ήρεμα την τρίαινα, χωρίς να τραβήξω».

Σε ολότελα άλλο κλίμα, γροθιά στο στομάχι είναι οι ακραία ρεαλιστικές –νατουραλιστικές– αφηγήσεις τριών διηγημάτων της συλλογής: «Το χρυσοσκάνδαλο “Saint Etienne”», «Ολόγραμμα τράγου» και «Ή του λύκου, ή του μαχαιριού». Στο πρώτο, ένας αυτόπτης μάρτυρας –κυνηγός και ο ίδιος– αφηγείται δύσθυμα τον απάνθρωπο διαμελισμό ενός ζωντανού αγριογρούρουνου από κυνηγούς που ξεκοίλιασαν με ματσέτα το αιμόφυρτο ζώο ξηλώνοντας από μέσα του τα πέντε γουρουνάκια που κυοφορούσε, για να καταλήξει: «Είμαστε όλοι λαθραίοι. Αλλά δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιο πράμα». Το συμβάν θυμίζει στον ακροατή της αφήγησης ένα αντίστοιχο περιστατικό που βίωσε ο ίδιος «στον Εχίνο, όπου δυο φίλοι κυνηγοί είχαν σκοτώσει ένα μεγάλο αγριογούρουνο κι ένα πανέμορφο ζαρκάδι, αν κι εκεί το κυνήγι ζαρκαδιού απαγορεύεται αυστηρά». Οι «φίλοι» «έσκισαν την κοιλιά του γουρουνιού, βγάλανε τα σπλάχνα, τα πέταξαν, έκοψαν τα καλύτερα φιλέτα και τα γλυκάδια του ζαρκαδιού και τα έραψαν μέσα στο γουρούνι με πετονιά εξηντάρα». Το συμβάν αποτρελαίνει τον άνθρωπο που, απηυδισμένος από την ανθρώπινη κτηνωδία, διαλύει όλα τα κυνηγετικά του σύνεργα, επαναλαμβάνοντας «Ποτέ πια. Ποτέ πια». Στο «Ολόγραμμα τράγου» η ιστορία αφορά τη σύγκρουση του λύκου Ρίτσου, που καραδοκεί να φάει το κοπάδι, με τον τράγο Πολύκαρπο που το προστατεύει. Στο τρίτο διήγημα «Ή του λύκου, ή του μαχαιριού», το τσομπανόσκυλο Μόργκας, ενώ όλα τα άλλα τσομπανόσκυλα εξολοθρεύονται από μια αγέλη λύκων, προστατεύει μόνο του, έπειτα από άγρια μάχη, αποτελεσματικά το κοπάδι των προβάτων και δέχεται τον σεβασμό και τη φροντίδα του αφεντικού του: «Το σκυλί, μέσα στα αίματα, τα δικά του και των λύκων, εξαντλημένο, ξεπνοϊσμένο, τους κοιτάζει βουβά, με ευγνωμοσύνη».

Το ίδιο σκληρή με τις αφηγήσεις του Σκαμπαρδώνη είναι και η ιστορία του Σωτήρη Δημητρίου στο διήγημά του «Κάι, κάι, θεούλη μου», με τον «άνθρωπο» να δείχνει ακόμη μία φορά την κτηνωδία του –ωμή βία– απέναντι στα ανυπεράσπιστα τετράποδα και, μάλιστα, με σαδιστική επινοητικότητα ως προς τα βασανιστήρια στα οποία τα υποβάλλει – οι σκηνές που εκτυλίσσονται είναι τόσο ρεαλιστικά ειδεχθείς που κρίνεται προτιμότερο εδώ να αποσιωπηθούν.

Ο κατάλογος ελληνικών πεζογραφημάτων με αναφορές σε ζώα είναι μακρύς και πιθανόν ανεξάντλητος, εφόσον διαρκώς εμπλουτίζεται. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε μόνο μερικούς τίτλους, άλλους γνωστούς, άλλους όχι: «Τα ζώα μου και τα πουλιά» του Γεώργιου Δροσίνη, «Ο μπαρμπα-Γιάνης κι ο γάδαρός του» του Αργύρη Εφταλιώτη, «Δυο σκύλοι» της Γαλάτειας Καζαντζάκη», «Ο ταύρος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Απομνημονεύματα ενός γαϊδάρου» του Ανδρέα Λασκαράτου, «Ένα μικρό σπουργίτι» του Χριστόφορου Μηλιώνη, «Θεάματα του Ψυρρή» και «Το γατί» του Μιχαήλ Μητσάκη, «Σύντροφοι» της Λιλίκας Νάκου, «Ο Μαξ της οικογενείας μας» του Δημήτρη Νόλλα, «Η μαϊμού» του Πάνου Β. Ξένου, «Η αρκούδα» της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, «Ιστορία ενός αλόγου», «Ιστορία ενός σκύλου» και «Ιστορία μιας γάτας» του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Πέρα απ’ το ταβάνι» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Ο Κολοβός» του Μάριου Χάκκα, «Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου» από Το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, «Ο Γκιόσος μου» του Χρήστου Χρηστοβασίλη, «Το σκυλί» του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, «Το μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κ.ά.

Η απαρίθμηση αυτή δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό από το να καταδείξει αυτό που αναφέρθηκε και στην αρχή: πως, στην όψιμα –και ημιτελώς– αστική Ελλάδα με τη διευρυμένη επαρχία, η καθημερινή ζωή του Έλληνα υπήρξε διαχρονικά συνυφασμένη με τη συνύπαρξή του με τα ζώα με έναν τρόπο φυσικό και, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις απαίδευτο, που αποδεικνύεται από τη βαναυσότητα την οποία επιδεικνύει απέναντί τους. Όπως και να ’χει, η συνύπαρξη αυτή, είτε αγαστή είτε όχι, λειτούργησε –και λειτουργεί– ως συγγραφική θρυαλλίδα για πολλούς Έλληνες πεζογράφους, που ένιωσαν –και νιώθουν– την ανάγκη να αποτίσουν φόρο τιμής στα ζώα, τα οποία αποτελούν το πιο γνήσιο, άδολο και απροστάτευτο κομμάτι του «πολιτισμένου» κόσμου μας.

ΠΗΓΕΣ

Αυδίκος, Ε., Δρολάπι. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2023.

Άνθρωποι και ζώα στη νεοελληνική πεζογραφία, Τα κλασικά – 3. Ανθολόγηση – επιμέλεια: Δημήτρης Παπακώστας. Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.

Γονατάς, Ε. Χ. Η κρύπτη. Στιγμή, Αθήνα 2006.

Καϊτατζή-Χουλιούμη, Δ., Ο τόπος μέσα μας. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2021.

Σκαμπαρδώνης, Γ., Ντεπό, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017.

Χάκκας, Μ., Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 2008.

https://www.openbook.gr/magkas/

Μιχαήλ Μητσάκης, Αρκούδα, Λογοτεχνία Β’ Λυκείου (sch.gr)

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2218/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Gymnasiou_html-empl/index08_06.htm

https://www.paratiritis-news.gr/news/eortastikes-mikroistories

Βιογραφικό Φανή Κεχαγιά