Βρίσκομαι σήμερα στην ευχάριστη θέση να προλογίζω την ενότητα «7+1 διηγήματα» για τον μήνα Δεκέμβριο του 2020. Μία στήλη που ξεκίνησε από τοculturebook το φετινό φθινόπωρο συνεχίζοντας εκ παραλλήλου την πολύ επιτυχημένη δράση «7+1 ποιήματα».
Η συντακτική επιτροπή του culturebook στην οποία έχω τη χαρά να συμμετάσχω -ύστερα από την τιμητική πρόσκληση του Αντώνη Σκιαθά και του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου- αποφάσισε πριν λίγες ημέρες την ίδρυση του Γραφείου Πεζογραφίας, το οποίο θα συγχρονίζει τον βηματισμό του με το Γραφείο Ποιήσεως, χωρίς να ξεχνά ότι άλλοτε «βαδίζοντας» άλλοτε «χορεύοντας» ο λογοτεχνικός βηματισμός δεν παύει ποτέ να στοχεύει από κοινού εκεί: στην παραμυθία, στην αυτεπίγνωση, στη σωτηρία εν τέλει της ψυχής μας. Κάτω από την ομπρέλα του Γραφείου Πεζογραφίας, του οποίου η ευθύνη μού έχει ανατεθεί βρίσκεται και η ενότητα «7+1 διηγήματα».
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται κάθε μήνα 7+1 διηγήματα με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Έτσι, ξεκινάμε σήμερα με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Λίνα Βαλετοπούλου, Αρχοντούλα Διαβάτη, Αθανασία Κουταλά, Μαρία Μαραγκουδάκη, Σπύρος Μπρίκος, Μαρία Στρίγκου, Βάνια Σύρμου, Χρύσα Φάντη
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Λίνα Βαλετοπούλου
Κλουαζονέ
Το ταξί έφτασε στο αποτεφρωτήριο, λίγο πριν από τη δύση του Ηλίου. Καμία από τις καμινάδες δεν έβγαζε καπνό. Ο οδηγός προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να κατέβω, δίνοντάς μου το πι. Είχαμε συμφωνήσει από την αρχή της διαδρομής να περιμένει να τελειώσω το ραντεβού και να με επιστρέψει πίσω. Οι κινήσεις μου ασταθείς, μυϊκή ατροφία ή αδυναμία μετά από ένα σοβαρό χειρουργείο, είχα ξεχάσει να βαδίζω σωστά με το πι, άλλοτε έβαζα πρώτα το καλό πόδι, έστελνα το βοήθημα μακριά και ύστερα τρέκλιζα αγκομαχώντας να το φτάσω. Η αίθουσα αναμονής ήταν άδεια.
Τα ράφια στον τοίχο γεμάτα με βάζα κάθε μεγέθους και σχήματος. Κάποια έμοιαζαν με τα κλουαζονέ της μαμάς. Στο πατρικό μου τα τραπέζια του σαλονιού ήταν γεμάτα. Τα πλέναμε σχολαστικά Πάσχα και Χριστούγεννα και το καπάκι τους ήταν αυτό που φοβόμουν περισσότερο, να μην σπάσει. Ρίγη διέτρεξαν το σώμα μου, πίστεψα ότι σε αυτά μέσα υπήρχαν τυχόν αποτεφρωμένοι, αλλά βλέποντάς με ο υπάλληλος μάλλον κατάλαβε κι έκανε ένα μειδίαμα «μην ανησυχείτε αγαπητή μου, δείγματα για τους πελάτες είναι τα βάζα που βλέπετε στα ράφια».
Δεν ανησυχούσα, ήθελα να του το πω εκείνη τη στιγμή, ίσα ίσα που σκίρτησε το στομάχι μου, αντίθετα στη θέα των τάφων νιώθω ναυτία και ίλιγγο.
«Για ποιον πρόκειται;» διέκοψε τις σκέψεις μου «μα για εμένα την ίδια φυσικά» του απάντησα. Στραβοκατάπιε.
«Θα ήθελα κάποιες πληροφορίες, έκανα πρόσφατα αρθροπλαστική ισχίου. Φοράω πλέον ένα PY 2345 ceramic κι ένα Coraille 5432 της Johnson & Johnson. Θέλω να μάθω αν κατά τη διάρκεια της αποτέφρωσης τα μεταλλικά κομμάτια λιώνουν και με τη θερμότητα τα κεραμικά στοιχεία θρυμματίζονται. Δεν θα ήθελα ξέρετε μέσα σε κάποια από αυτές τις ωραίες τεφροδόχους που θα επιλέξω, να υπάρχουν εκτός από την απαλή τέφρα μου και δυο τέτοια εξαρτήματα».
«Α, μα τότε να το κοιτάξω. Συνήθως σταματάμε τη διαδικασία σε κάποιους χαμηλούς βαθμούς και παίρνουμε τα χρυσά δόντια του πελάτη, για λογαριασμό των οικείων του βέβαια, προς Θεού, μην παρεξηγηθώ».
«Κι αν όχι, αν δηλαδή δεν υπάρχει κάτι που θέλετε να συλλέξετε;» ρώτησα με αγωνία.
«Ε, τότε, μάλλον το πάμε στο τέρμα, και χίλιους βαθμούς μην σας πω».
«Πιστεύω το τέρμα, οι χίλιοι βαθμοί, δεν αφήνουν υπολείμματα, ε;»
«Σίγουρα δεν μένει τίποτα όρθιο μέσα στην υψικάμινο, όλα γίνονται στάχτη» φώναξε θριαμβευτικά ο υπάλληλος. «Θέλετε να περάσουμε και σε άλλες λεπτομέρειες; Τι είδους ας πούμε τελετή προτιμάτε; Έχουμε όλους τους τύπους διαθέσιμους».
«Ξέρετε, εγώ αγαπώ τη θάλασσα. Θα μπορούσα να σκορπιστώ μερικώς και στο νερό;»
«Βεβαίως. Και στο νερό και στον αέρα… από τη γέφυρα της Χαλκίδας ας πούμε. Θα στροβιλιστείτε στον αέρα ελεύθερη για αρκετή ώρα και θα καταλήξετε στο νερό της θάλασσας που τόσο αγαπάτε» τσίριξε ο υπάλληλος και χτύπησε παλαμάκια.
«Από μουσική, τι επιλογές έχουμε; Ας πούμε, ένα τρίο με βιόλα, βιολί και τσέλο να παίζουν το γνωστό του Κοέν;»
«Είστε φοβερή αγαπητή μου, τι εκλεπτυσμένο γούστο, τι ποιότητα! Έχετε πραγματικά το ταλέντο να προσφέρετε στον εαυτό σας μία τέλεια τελετή και να αναπαυθείτε εν ειρήνη!».
«Ευχαριστώ. Ξέρετε με καθησυχάσατε με τους χίλιους βαθμούς στον κλίβανο. Να σας ρωτήσω κάτι ακόμη; Μόλις κατέβηκα από το ταξί, είδα τις τριανταφυλλιές στον κήπο σας και το άρωμά τους δεν έχει φύγει ακόμη από τα ρουθούνια μου. Καταπληκτικές!».
«Τις παρατηρήσατε; Ε, μετά από αυτό μπορώ να αναφωνήσω ότι είστε το κάτι άλλο! Καθίστε καλά στη θέση σας. Θάβουμε την τέφρα στον κήπο αν ο πελάτης το επιθυμεί και στο ίδιο σημείο φυτεύουμε μία τριανταφυλλιά. Μετουσιώνουμε τον χουν σε νέκταρ! Μαγικό δεν είναι;»
«Τι λέτε; Δεν το ήξερα αυτό».
«Πάρτε ένα φυλλάδιο να διαβάσετε για τις υπηρεσίες μας, ξέρετε η ιστοσελίδα μας είναι ακόμη υπό κατασκευή, υποθέτω έχετε άφθονο χρόνο να το σκεφτείτε και να αποφασίσετε».
«Έχω άραγε;» ψιθύρισα και η κόρνα του ταξί αντήχησε άκομψα, ταράζοντας τις τριανταφυλλιές.
Έχασα τη ραφιέρα και τον υπάλληλο από μπροστά μου. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του χειρουργείου. Το αποτεφρωτήριο μία παρενέργεια της νάρκωσης. Ένα είδος τρυπανιού έφτανε στα αυτιά μου να κόβει ή να διεισδύει κάπου. Ήταν όμως τόσο μακρινό, θα μπορούσε να είναι ο κλασικός τροχός στον οδοντίατρο. Αλλά τι δουλειά θα είχε ένας οδοντίατρος στο χειρουργείο ενός ορθοπεδικού. Δυο σφυριές κι απανωτά καρφώματα, πιέσεις χωρίς πόνο στο πόδι και πάλι το τρυπάνι και στροφές, βίδωμα κάποιου εξαρτήματος, ζέστη στο σώμα. Τα κλουαζονέ της μαμάς ήρθαν και πάλι στα μάτια μου, περίτεχνα, με άνθη κερασιάς, αμυγδαλιάς και τριανταφυλλιάς, να μην ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω.
Gustav Klimt, Portrait of Adele Bloch-Bauer(1907)
Αρχοντούλα Διαβάτη, 19/12/2020
Η ΦΩΝΗ
Μόλις σταμάτησε η σιγανή πεισματωμένη ολονύκτια βροχή, φάνηκε κατά το μεσημέρι ένας αχνός ήλιος .Συμπλήρωσε γρήγορα με μολύβι το νούμερο έξι της σύντομης μετακίνησης και βγήκε κουκουλωμένη στο κρύο του Δεκεμβρίου.
Διέσχισε δυο τρία τετράγωνα ώς τη λεωφόρο και πήρε να ανηφορίζει κατά το ανάχωμα. Ελαφριά ομίχλη και ήλιος διστακτικός, πρόθυμος ωστόσο να στεγνώσει ,όσο προλάβαινε, το λασπωμένο μονοπάτι που έλαμπε, με αποτυπωμένο το πέρασμα των περιπατητών που έσπευσαν προς τη νέα υπόσχεση ελευθερίας, διασταυρωμένα ίχνη από τροχούς ποδηλάτων, λακκούβες με νερό και υπέροχους σοκολατένιους σχεδιασμούς πηχτής λάσπης ,φανερής και κρυμμένης κάτω από το χορτάρι και τις πευκοβελόνες. Τα δέντρα έσταζαν και λαμπύριζαν καθώς περνούσες σύριζα καταπάνω τους για να αποφύγεις τις παρέες των περιπατητών που μιλούσαν και γελούσαν δυνατά ακροβολισμένοι ανέμελα στο μονοπάτι. Υπήρχαν ωστόσο και μεγάλα στεγνά περάσματα με καλά πατημένο το χώμα που τη γέμιζαν λαχτάρα. Θυμόταν την ασυλία τους στη γειτονιά των παιδικών χρόνων που έπαιζαν κουτσό με τη Δωροθέα, ατελείωτα. Αυτό δεν ήταν παιχνίδι, ήταν προορισμός.
Βάδισε γρήγορα κάμποση ώρα, σηκώνοντας κάθε τόσο τη μάσκα για να ανασάνει βαθιά στον υγρό αέρα. Δεξιά κι αριστερά από το ανάχωμα την πολιόρκησαν οι μυρωδιές. Έντονη μυρωδιά κι ευχάριστη, κι ας άργησε να καταλάβει τί της θύμιζε. Καμένη ζάχαρη, αποφάσισε, μια μυρωδιά που επανερχόταν από τα απέναντι σπίτια, ένθεν και ένθεν στο μονοπάτι, καθώς περνούσε τρέχοντας ή περπατούσε γρήγορα, λαχανιασμένη. Κέικ ετοίμαζαν, Χριστούγεννα έρχονταν. Έφτιαχνε κι αυτή κέικ τα Σαββατοκύριακα, όταν τα παιδιά ήταν μικρά. Τώρα δεν τρώνε πια τα γλυκά της όταν έρχονται στις μικρές ή στις μεγάλες διακοπές, κι ας διαβάζει αυτή στο διαδίκτυο συγκινημένες αναρτήσεις για το σπιτικό φαγητό και τη νοσταλγία του πατρικού σπιτιού. Τηλέφωνα, βιντεοκλήσεις και βιντεοσυναντήσεις, υποκατάστατα της αληθινής συνάντησης με παιδιά, αδέρφια, φίλους κι αγαπημένους, στοιχειώνουν ομοιόμορφα και τη δική της ζωή, όπως και τόσων άλλων. Όλων των άλλων .Ποια ήταν, ποια έγινε, πού πήγε η εσωτερική εκείνη φωνή που της υπαγόρευε και την κανοναρχούσε για χρόνια, συντηρώντας στην αρχή κάτι θολό κι ασχημάτιστο ακόμα, κρατώντας της τσίλιες να έρθει, να πει τον κόσμο με δικά της λόγια, να ονοματίσει τα πράγματα και τα αισθήματα. Θυμάται πρώτα το βάσανο με τη Σχολή της, που δεν της ταίριαζε, έτσι πίστευε, τη δυστυχία και τη μοναξιά των ημερών εκείνων στις παραδόσεις του Εμπράγματου και του Ενοχικού, σαν προδοσία του εαυτού της, σαν άρνηση της ταυτότητάς της , όταν σε διαρκή εκκρεμότητα, ανήσυχη, κατακερματισμένη σε πολλούς στόχους, ήθελε να προλάβει να ζήσει όλους της τους εαυτούς, να αγαπήσει, να αγαπηθεί, πελαγωμένη σε χιλιάδες «θα», μέχρι την απραξία. Η παρατεινόμενη εφηβεία της ήταν που περνούσε βασανιστικά αργά, τα νιάτα που έπρεπε κάποτε να περάσουν, και πέρασαν. Δουλειά, μητρότητα, συντροφικότητα, ωραίο το στρογγύλεμα της ζωής της , και σήμερα τί; Ισόπλευρα τρίγωνα σε σχήμα χι , έτσι διαγράφεται τώρα η ζωή, από μέρα σε μέρα, να αρχίσει μια η αστυνομική σειρά το μεσημέρι και να τελειώσει το σήριαλ της σαπουνόπερας το βράδυ. Όλες οι άλλες ώρες, διεκπεραιωτικές, μέχρι τη μεσημεριανή πρώτα και τη βραδινή στοχοπροσήλωση μετά. Διαβάζει μόνον εφημερίδες και βλέπει το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, με τις εκατόμβες των νεκρών. Δεν γράφει πια τις παλιές της ιστορίες για το περιοδικό. Δεν μπορεί να αρχίσει τίποτα, κι όταν το αρχίζει, πελαγοδρομεί, αδυνατώντας να το τελειώσει. Και η εσωτερική φωνή που της υπαγόρευε σκέψεις, ιδέες και σχέδια, πιστή της κι αφοσιωμένη για χρόνια, έχει σωπάσει. Τώρα αυτός ο περίπατος της έχει μείνει, καθημερινά σαν προσευχή, για ν’ αρχίσει τη μέρα της, να κυλήσει η μπίλια, και μετά να βρει διάθεση για μαγειρέματα και οικιακές φροντίδες, κυρίως να βρει τη δύναμη να περιμένει το τηλεφώνημα των παιδιών της το απόγευμα και την άλλη μέρα, τα ίδια πάλι.
§
Αθανασία Κουταλά
Στο καπνομάγαζο
Βαθιά εισπνοή και ένας ξέπνοος βήχας ξηραίνει τον λαιμό. Εισπνοή, ρόγχος που αντηχεί στο δωμάτιο και βαθιά εκπνοή.
Μετά την περιπλάνηση, η επιστροφή. Ο κήπος της στο χωριό δεν μοσχοβολά πια. Τα ζιζάνια έχουν αντικαταστήσει τις μαγιάτικες τριανταφυλλιές και οι τσουκνίδες τους πολύχρωμους πανσέδες. Η πόρτα ανοίγει. Οι μεντεσέδες τρίζουν. Σεντόνια καλύπτουν τα έπιπλα και τους καθρέφτες. Λίγο πιο πέρα, στο βάζο οι πλαστικές τουλίπες και οι μαργαρίτες φιλοξενούν ένα παχύ στρώμα σκόνης. Με ένα κερί πάνω στο κομοδίνο ρίχνει φως στη σκιά, εκεί όπου η ασπρόμαυρη οικογένεια της φωτογραφίας γελά για τελευταία φορά. Το πρόσωπο της γυναίκας ηρεμεί, όταν θυμάται τη δουλειά στο καπνομάγαζο.
Θεσσαλονίκη, άνοιξη του ’74. Η ανάγκη την έσυρε μπροστά από το κόκκινο κτίριο. Το κοιτούσε αρκετή ώρα και στο βλέμμα της δεν χωρούσαν τόσα τούβλα. Πέρασε την είσοδο κι έπειτα από ένα μισάωρο κλείστηκε στην τουαλέτα και είδε τη λευκή λεκάνη σαν τη μόνη λύση. Η επιβλέπουσα, μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερη, πηγαινοερχόταν στον διάδρομο, ξεφυσούσε τον καπνό από το τσιγάρο που είχε στρίψει πρόχειρα και έβλεπε δέσμιους στον καρπό της τους δείκτες του ρολογιού να επαναλαμβάνουν μανιασμένα την αριθμημένη τροχιά.
«Άντε, κοπέλα μου! Έχω κι εγώ δουλειά. Τρέχει το μεροκάματο.».
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Το στομάχι μου…».
Κανένα ιδρωμένο χέρι δεν της χάιδεψε το μέτωπο. Όλοι είχαν ανάγκη τα βαρέα και ανθυγιεινά και ήξεραν πως ο συνδυασμός ζέστης και δυσοσμίας μπορούσε να σε τρελάνει. Δεν ήταν η πρώτη κοπέλα που θα έφευγε με το «καλημέρα». Θα έβγαινε από εκεί και θα βάδιζε γρήγορα προς τα έξω, να ανασάνει. Θα πήγαινε σπίτι της. Δεν έκαναν όλοι για αυτή τη δουλειά.
Τράβηξε τον σύρτη και περπάτησε με το χέρι να καλύπτει το στόμα και τη μύτη της. Στάθηκε μπροστά στους ιμάντες κι έκανε νόημα στην επιβλέπουσα να έρθει. Εκείνη της έγνεψε να πάει μπροστά από έναν πάγκο, όπου κάθονταν σκυφτές αρκετές κοπέλες.
«Από εδώ θα αρχίσεις και βλέπουμε. Θα κόβεις τον σπάγκο από τα δεμάτια που κουβαλούν οι άντρες και θα βάζεις τον καπνό σε εκείνες τις κορδέλες. Διάλειμμα έχουμε σε δύο ώρες και σαράντα λεπτά», είπε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο ρολόι της, «αν και από ό,τι φαντάζομαι δεν θα θες να φας. Μετά, κάτσε μία ώρα και φύγε. Μη σου πέσει βαριά η πρώτη μέρα».
Στο διάλειμμα δεν έφαγε αυτό που είχε κουβαλήσει στην τσάντα της. Έφτιαξε με φρέσκο καπνό ένα τσιγάρο και το ρουφούσε αργά, με τα μάτια να κλείνουν απαλά και κάθε σύσπαση να λεπταίνει στο πρόσωπό της.
«Αν δεν κόψεις εδώ το κάπνισμα, σε βλέπω να τελειώνεις μαζί μας αυτή τη σεζόν και να έρχεσαι και του χρόνου», της είπε ένας στοιβαδόρος και έτεινε το χέρι του προς το δικό της.
«Αντρέας», είπε και της χαμογέλασε περιμένοντας μία διαφορετική έκφραση, μία αντίδραση, μία απάντηση.
«Στέλλα».
«Τι λες, Στέλλα, θα τη βγάλεις τη μέρα;».
«Εδώ θα είσαι και θα δεις».
«Καλά ντε, μην παρεξηγείσαι. Έχουν δει εμένα τα μάτια μου… Μένεις κοντά;».
«Γιατί;».
«Για να συνεννοηθώ με τον οδηγό του λεωφορείου να περάσουμε να σε πάρουμε αύριο. Βάζει το καπνομάγαζο λεωφορείο. Στο σχόλασμα μάλλον θα αναγκαστείς να περπατήσεις. Πολλά αστικά δεν σε αφήνουν να ανέβεις. Τους βρωμάμε…».
«Πολίχνη μένω».
«Να περιμένεις στον Παντελεήμονα. Την εκκλησία. Έχει κι άλλους από εκεί».
«Τι ώρα;».
«Στις εξήμισι».
«Καλά, θα σε δω αύριο. Πάω μέσα τώρα».
Δούλεψε μία ώρα και πέρα από τις συστάσεις, η Στέλλα δεν μίλησε στις άλλες εργάτριες, που δεν έχαναν ευκαιρία για κουβέντα μεταξύ τους. Οικογενειακά προβλήματα και ανταλλαγή συνταγών ήταν τα συχνότερα θέματα που έπεφταν στον πάγκο τους, μαζί με διάφορες ποικιλίες καπνού. Δεν έλειπαν ωστόσο, τα γέλια και τα τυχαία αγγίγματα με τους άντρες που ακουμπούσαν τα δέματα στο άβαφο τραπέζι. Η γυναίκα εργάστηκε απερίσπαστη και δεν σκίστηκε ούτε ένα φύλλο καπνού από τα χέρια της.
Στη διαδρομή για το σπίτι, δεν σκέφτηκε στιγμή να τα παρατήσει. Τη χρειαζόταν τη δουλειά τώρα, με το τρίτο παιδί. Ξαναθυμήθηκε εκείνη τη μέρα στο χωριό της. Βοηθούσε τη Γιώργαινα στο μπούρλιασμα.
«Αχ, σ’ ευχαριστώ ρε Στέλλα μου. Δεν θα τελείωνα στην ώρα μου χωρίς εσένα!».
«Δεν κάνει τίποτα, κυρα-Σοφία. Μου αρέσει να απασχολώ τα χέρια μου».
«Ε, αν δεν είχε βελόνι η δουλειά, δεν θα σ’ άρεζε. Τον ξέρω τον γκαϊλέ σου. Κοίτα, σε λίγο θα έρθει ο έμπορος να πάρει τις αρμαθιές. Να του πω για σένα. Έχει άκρες αυτός. Αν πιάσεις δουλειά στο καπνομάγαζο ένα-δύο καλοκαίρια, θα κάνεις τον κύκλο σου, θα έχεις και παράδες για το μοδιστριλίκι. Να πάρεις μια ραπτομηχανή. Στα παιδιά θα αρέσει η πόλη κι ο Τάσος τη λατρεύει τη Σαλονίκη».
«Ναι, μίλα του».
Σύντομα, ανυπομονούσε να ξυπνήσει για να πάει στο καπνομάγαζο, να δει γνώριμους ανθρώπους και να δουλέψει. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, από το ξεσπάγκιασμα πέρασε στο παστάλιασμα. Ήταν η πιο γρήγορη. Εδώ τα μικρά φύλλα, εκεί τα μεγαλύτερα, εδώ η καλή ποιότητα, εκεί η καλύτερη και λίγος μπασμάς για το σπίτι, δώρο του μαγαζιού. Να μην ξεχνά ποτέ αυτή την οσμή, να την τυλίγει σε στιγμές προσωπικές, να σφίγγει γύρω από τον λαιμό της, να χορεύει μέσα στον λαιμό της και να πικραίνει το σάλιο της. Στον ποδαρόδρομο, στον ύπνο μέσα στο λεωφορείο, στις υπερωρίες και την ατέλειωτη φασίνα, στις ιδιοτροπίες των γυναικών για τα ρούχα τους, στους καβγάδες με τη σπιτονοικοκυρά, στις ασθένειες των παιδιών, στην απόλυση του Τάσου.
Όταν της φέραν τα μαντάτα για το δυστύχημα του γιου της, αυτή η μυρωδιά του καπνού έπηξε στα ρουθούνια της και της θόλωσαν τα μάτια. Κανείς δεν την είδε να κλαίει. Κανείς δεν την είδε έκτοτε να χαμογελά. Όμως, όποιος έβλεπε τα μάτια της, τα πλαισιωμένα από βαθιές χαρακιές και τα χέρια της, σκούρα και τραχιά, μανταρισμένα με σακοράφα, ήξερε· θα έδινε ό,τι μπορούσε και θα προσπαθούσε για να δώσει και όσα δεν μπορούσε, ακόμα και σε απλούς γνωστούς. Θα κρατούσε για την ίδια μόνο τα κοινά πράγματα και τις λέξεις τις μικρές.
Ξεκρεμά από τον τοίχο το πορτρέτο που κάποτε είχε καδράρει με επιμέλεια. Από πίσω φανερώνεται ένα χρώμα που ούτε η ίδια θυμόταν πως υπήρχε άλλοτε στο σπίτι. Πράσινο κυπαρισσί. Βαθιά εισπνοή. Αισθάνεται ξανά στον χώρο αυτή τη μυρωδιά κι ας έχει να καπνίσει καιρό. Ξεροβήχει. Κόκκινο κτίριο. Γκρίζα πνευμόνια. Παγιδευμένη στον καπνό, ακούει μια φωνή που έχει να ακούσει χρόνια. «Μάνα…». Χαμογελά. Βαθιά εκπνοή.
Gustav Klimt, Stoclet Frieze(1909)
Μαρία Μαραγκουδάκη
Μια απλή φυσιολογική γυναίκα
Με κακοποίησες, να το ξέρεις. Εννοώ κακοποίησες την ψυχή μου. Την ξεδίπλωνες, την ξεδίπλωνες… που βρέθηκαν τόσες δίπλες; Κι εγώ απορώ. Την άπλωσες, όπως απλώνουν στον ήλιο τη σταφίδα, την άπλωσες να τσουρουφλίζεται στο φως. Η ψυχή χρειάζεται σκιές για να αναπαύεται. Δεν έχω μια σκοτεινή γωνιά να κρυφτώ. Δε βρίσκω ησυχία μέσα μου. Μ’ έβαλες σε τόσα διλήμματα. Τι λέω διλήμματα, τριλήμματα, τετραλήμματα… οι αριθμοί δεν τελειώνουν. Αδύνατον να κοιμηθώ πλέον. Ούτε και πριν μπορούσα. Μα δεν είχα τόσα να τριβελίζουν στο κεφάλι μου. Είναι σα ν’ άνοιξες μια τρύπα, μια μικρή τρυπούλα και όρμησε όλη η ζούγκλα να με κατασπαράξει. Που βρέθηκαν τόσα θηρία; Πως χώρεσαν αυτά τα τέρατα να περάσουν από μια τόση δα τρυπούλα; Παλιά ήταν απλό. Έβλεπα τηλεόραση για να κοιμηθώ. Τηλεπαιχνίδια ήταν το αγαπημένο μου θέαμα. Και τηλεπωλήσεις. Αντί να καταπίνω χάπι για να κοιμηθώ, έβλεπα τηλεπωλήσεις. Ο πωλητής μιλούσε, μιλούσε κι έλεγε συνέχεια μονότονα, τα ίδια και τα ίδια. Ήταν το τέλειο νανούρισμα. Αν και δε θυμάμαι να με νανούρισαν ποτέ, ούτε εγώ νανούρισα ποτέ κάποιο παιδί. Στον ύπνο μου έβλεπα σόμπες, ηλεκτρικές κουβέρτες, τηγάνια με αντικολλητικό πάτο, φόρμες αδυνατίσματος, τσάγια αδυνατίσματος, κρέμες ομορφιάς, ρολόγια, σεντόνια, πολλά σεντόνια με ρίγες ή καρό ή με λουλούδια. Σηκωνόμουν στις 7 ακριβώς. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή ακόμη. Έκανα ένα βιαστικό μπάνιο. Βαφόμουν προσεχτικά, κυρίως τα μάτια. Τα ρούχα από το προηγούμενο βράδυ με περίμεναν στην καρέκλα. Ντυνόμουν βιαστικά μα πάντα προσεγμένα. Χαιρετούσα την περιπτερού και αγόραζα τσιγάρα, μια μεγάλη σοκολάτα κι ένα περιοδικό lifestyle. Άνοιγα το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο και χαλάρωνα. Ο προϊστάμενος μου είχε παρακολουθήσει σεμινάρια διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Μέσα από τους γυάλινους τοίχους του γραφείου του παρακολουθούσε διακριτικά τα πάντα. Ήταν άψογος. Τον τελευταίο καιρό έκανα σεξ κάθε Παρασκευή βράδυ μ’ έναν μελαγχολικό μεσήλικα, χωρισμένο με δυο παιδιά. Τα Σαββατοκύριακα δεν βλεπόμαστε, κρατούσε εκείνος τα παιδιά. Τα αγαπούσε πολύ, έλεγε. Τις υπόλοιπες μέρες δε σχολούσε ποτέ πριν τις εννιά. Τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα και μου ‘στελνε μηνύματα με καρδούλες. Έστελνα κι εγώ καρδούλες και κόκκινα φιλιά. Δεν αγόραζα ρούχα από τους Κινέζους. Μύριζαν πετρέλαιο. Ψώνιζα βιολογικά από το σούπερ μάρκετ. Τι άλλο ήθελα από τη ζωή; Ήμουνα ευτυχισμένη. Τηλεφωνιόμουνα, όχι συχνά, με φίλους. Λέγαμε, να κανονίσουμε να τα πούμε κι από κοντά. Δεν κανονίζαμε. Εσύ δεν είχες κανένα λόγο να με κουβαλάς σε γκρίζα κτίρια, σε ψυχοβγάλτες ψυχολόγους και ψυχιάτρους. Δεν τους έβλεπα. Μόνο φωνές άκουγα. Φοβάστε το θάνατο; Είναι ερώτηση αυτή; Ακούς εκεί; Φοβάστε το θάνατο, σκέφτεστε το θάνατο; και πως αυτή η σκέψη επηρεάζει την καθημερινότητά σας. Η μια ερώτηση απανωτά με την άλλη. Δεν προλαβαίνεις να απαντήσεις, ακόμη κι αν έχεις κάποια απάντηση. Όχι, δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Τον τρέμω. Όχι. Δε σκέφτομαι το θάνατο. Χθες έκλεισα τα σαράντα ένα. Λέτε ψέματα; Συχνά είναι αγενές να λες αλήθεια. Δεν είναι politically correct, απάντησα. Όχι, δε λέω ούτε αλήθεια, ούτε ψέματα. Δε μιλώ ή μιλώ λίγο. Και όχι, με τον εαυτό μου δε μιλώ. Τι να του λέω; καλημέρα εαυτέ μου, τι κάνεις; οι τρελοί μιλάνε μόνοι τους. Εγώ είμαι μια απλή φυσιολογική γυναίκα. Εργάζομαι κι ας υπάρχει κρίση. Οικονομική, εννοώ. Κάνω σωστή διαχείριση των χρημάτων μου. Ψωνίζω στις εκπτώσεις και κυνηγώ τις προσφορές. Γιατί με βασανίσατε με ερωτήσεις μέσα σε κείνο το γκρίζο κτίριο. Ποιος έχει ανάγκη να ακούσει την αλήθεια μου ή το ψέμα μου; ποιος έχει ανάγκη να ακούσει το οτιδήποτε από μένα; Ποια είναι η ποιο έντονη, η ποιο ανεξίτηλη ερωτική σκηνή που έχει χαραχτεί στη μνήμη σας; Συνηθίζετε να επιστρέφετε σε παλιές ιστορίες; Ποια ήταν η σχέση σας με τη μητέρα σας; Ένας προβολέας στραμμένος απάνω μου, μέσα μου, στα σπλάχνα μου μέσα, σε κείνο το θλιβερό γκρίζο κτίριο. Υπάρχετε επειδή υπάρχω εγώ που σας ρωτάω, λέει η φωνή από το πουθενά. Όχι, εσείς υπάρχετε επειδή υπάρχω εγώ που με ρωτάτε, απάντησα. Τελικά δεχτήκαμε την αρχή πως υπάρχουμε ο καθένας αυτόνομα και ανεξάρτητα από την ύπαρξη του άλλου. Τα βράδια δεν μπορώ πια να κοιμηθώ με τόσα τέρατα στο μυαλό μου. Πολύ με ταλαιπωρήσατε και με ταλαιπωρείτε με τις ιστορίες σας. Εγώ δεν ήθελα να είμαι ηρωίδα. Μια απλή γυναίκα είμαι και ήμουνα ευτυχισμένη που μπορούσα να κοιμηθώ με τις τηλεπωλήσεις. Τώρα;
§
Σπύρος Γ. Μπρίκος
το πορτραίτο της μεγάλης μητέρας
Την ώρα ακριβώς που «έφυγε» ήρθε και με επισκέφτηκε πριν από όλους. Πάντοτε στη ζωή ερχόταν να με βρει πρώτη. Συνήθως με ένα τηλεφώνημα σύντομο, λες και γνώριζε τα πάντα για μένα, όλα όσα εξελίσσονταν μακριά της και με αφορούσαν, αλλά και την αμέσως επόμενη στιγμή -ακριβώς- αφότου συνέβαιναν. Είχε ένα παράδοξο ένστικτο, αρχετυπικό. Αυτή όμως τη φορά ήρθε να με αποχαιρετήσει και να μου δώσει την τελευταία της ευχή. Λίγα μόλις λεπτά μετά τον φυσικό της «θάνατο» έδειχνε κιόλας κατά πολύ νεότερη. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και η φωνή της έμοιαζε κοριτσίστικη σε κάποια διαστήματα της ομιλίας της. Mετά τη σύντομη επίσκεψή της στο δωμάτιό μου, μιας και η ώρα ήταν περασμένη, αφού με κοίμησε για στερνή φορά στην αγκαλιά της, ενσωματώθηκε σαν πνεύμα αέρινο, σαν αιώνιο βουητό μέσα στο θρόισμα των δένδρων της αυλής. Σκαρφάλωσε η αύρα της με άνεση, με περίσσεια χάρη λυγερόκορμου κοριτσιού πάνω στους φράχτες του παλιού ετοιμόρροπου σπιτιού της, για να ξεγλιστρήσει και πάλι στον δρόμο, στο τελευταίο της αυτό σεργιάνι στον κόσμο. Τους αποχαιρετούσε έναν προς έναν όλους τους αγαπημένους της ανθρώπους, αλλά και όσους συναντούσε απρόσμενα μπροστά της, ειδικά τους γείτονες που είχαν κρεμαστεί από τα ανοιχτά παράθυρα τη νύχτα εκείνη.
Όταν ξημέρωσε, αφού τη σκεπάσαμε, να μην τη βλέπει πια το φως το μάταιο και κηλιδώνει το ολόλευκο δέρμα της, κατέβηκα στη θάλασσα να την αποχαιρετήσω εγώ αυτή τη φορά. Τη λέγανε Ελένη και τη φώναζαν Νίτσα. Μόνο σε εκείνο άκουγε. Και γύρισε μεμιάς το πρόσωπό της προς τα εμένα, εκεί όπου το κύμα άφριζε στην ακτή. Και μέσα στη θαλασσοταραχή άλλαζε διαρκώς μορφές. Για ώρες πάλευε πριν χαθεί. Τη μια στιγμή ήταν η έφηβη που πετροβολούσε το νερό μπροστά στα πόδια της. Μετά από λίγο ο ήλιος που κόντευε να δύσει. Και όταν σταμάτησα να την παρατηρώ επίμονα, μια ασημένια λάμψη της πιο γνώριμης σελήνης μου έλουζε την πλάτη, τα πόδια, και με ακολουθούσε όπου και αν πήγαινα.
Ήταν τέτοιο το φως εκείνης της ημέρας, και εκείνης ειδικά της νύχτας, που τα πράγματα γύρω μας έδειχναν πεντακάθαρα και μεγενθυμένα. Είχαμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε τον μικρό ετούτο, της γης κόσμο, μέσα από τα δικά της κρυσταλλένια μάτια.
Gustav Klimt, The Beethoven Frieze
Μαρία Στρίγκου
Το μπάρκο
Όταν το επέτρεπε ο καιρός χάραζε το παραθυρόφυλλο και κοίταζε στο δρόμο. Καταλάβαινε τον καιρό απ’ τον τρόπο που τρέχανε τα φύλλα. Στους νοτιάδες στριφογυρνούσαν σαν αλλοπαρμένα, λες και χορεύανε με μια μυστική μουσική. Στους βοριάδες τραβούσαν ευθεία μπροστά σα να ήτανε θυμωμένα πολύ. Στα απαλά μελτεμάκια σειόνταν λιγωτικά παλεύοντας ναζιάρικα ν’ αγαπηθούν με το φως.
Κουβέντα δεν άλλαζε με κανέναν. Μήτε καλημέρα για μεταλαβιά. Μήτε καληνύχτα. Τα άστρα έκανε πως τα περιφρονούσε. Με τι μάτια να τα κοιτάξει εξάλλου, όταν αυτά είναι σκαρφαλωμένα τόσο ψηλά; Είχε συνηθίσει να κοιτάει μόνο χάμω.
Απ’ τον άι Νικόλα που ζούσε – στον διπλανό τοίχο απ’ το παράθυρό του το εικόνισμα – ζητούσε τα βράδια να του φανερώσει όλα του κόσμου τα μυστικά. Κι όταν αυτός σώπαινε, θύμωνε μαζί του. «Με τα λόγια γιε μου δεν μαθαίνονται τα ταξίδια» του αποκρινόταν συνήθως ο γέροντας και του ‘δειχνε με το δάχτυλο την πόρτα.
«Μπαρκάρισε»
Μα τούτος είχε πάρει από φόβο τη θάλασσα και τα κήτη που ζούσανε στην κοιλιά της. Σαν έβλεπε καράβι, ακόμα και ζωγραφισμένο στο χαρτί, έτρεμε κι άσπριζε σαν από αρρώστια βαριά χτυπημένος. Κι όλο περίμενε, να έρθει κάποιος απ’ τον ουρανό, να σπάσει την πόρτα, να τον τραβήξει με βία απ’ το χέρι και να του δείξει τη ζωή.
Κι όλο περίμενε, ένα θαύμα να γίνει, να ξυπνήσει το πρωί και να ‘ναι αλλιώτικος, να νιώσει ψυχωμένος και σίγουρος, για να μπορέσει ν’ ανοίξει τα παραθυρόφυλλα διάπλατα και να φωνάξει πως είναι ζωντανός ακόμα. Να τα καταφέρει να κατεβεί στο λιμάνι, να φάει παστέλι και γλυκό υποβρύχιο κι ύστερα, γλυκαμένος, να ανεβεί στο πρώτο καράβι που θα πέρναγε από εκεί. Να πάει μακριά. Να ζήσει. Κι όλο περίμενε…
Κι οι εποχές περνούσαν πάνω απ’ τα φύλλα των δέντρων κάνοντάς τα να χορεύουν διαφορετικά ανάλογα με τις διαταγές των ανέμων τους.
Μέχρι που έπαψε να περιμένει. Γιατί τα θαύματα ζούσαν στους δρόμους.
Κι αυτός δεν έβγαινε έξω ποτέ.
§
Βάνια Σύρμου
ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΣΤΙΓΜΩΝ
-Καλημέρα κυρά Δέσπω! Kούκλα βγήκες πάλι!
-Μπάρμπα Θωμά, άρχοντας δείχνεις με τη μαγκούρα στο χέρι και το καβουράκι! Έχεις φωτογένεια τελικά!
-Τι κάνουν οι δύο φίλες; Πάλι στο κουβεντολόι; Τη δική σας την τύπωσα έγχρωμη για να φαίνονται καλύτερα οι ρόμπες σας!
Για όλους έχει μια καλή κουβέντα όταν τους επισκέπτεται, για να τους δώσει τυπωμένες τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει μερικές βδομάδες πριν στο γηροκομείο. Τους ξέρει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Κι αυτοί τον καλοδέχονται πάντα με χαμόγελο. Χρόνια τώρα, όλα του τα λεφτά εκεί πάνε. Παλιά τις τύπωνε μόνος του. Με τις ώρες καθόταν τ΄ απογεύματα στ’ αποθηκάκι δίπλα στην κουζίνα του, που το ΄χε μετατρέψει σε σκοτεινό θάλαμο. Αυτή ήταν η ξεκούρασή του. Η αναλογική φωτογραφία ήταν η πρώτη και μεγάλη του αγάπη. Με τον ερχομό της ψηφιακής, χάθηκε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου. Δεν του αρέσει να πειράζει τις φωτογραφίες με ψηφιακά τερτίπια. Τώρα πια τις τυπώνει στο μηχάνημα που ‘χει στο δικό του φωτογραφείο.
Τις καθημερινές που δουλεύει στο μαγαζί, περνά η μέρα, μέχρι να γυρίσει στο σπίτι και να βάλει ένα πιάτο φαΐ . Τα κουτσοκαταφέρνει στην κουζίνα. Όχι τίποτα σπουδαίο. Ίσα για να πει ότι ασχολείται. Τα Σαββατοκύριακα όμως δεν τον χωράο τόπος. Με συντροφιά του μια Leica, πολύτιμο απόκτημα των τελευταίων χρόνων, γίνεται απρόσκλητος επισκέπτης, πότε σε γηροκομεία , πότε σε παζάρια, ή πανηγύρια, άλλοτε σε καταυλισμούς ή σε απόμερες γειτονιές. Όλοι τον γνωρίζουν πια και τον περιμένουν: «Κυρ Θόδωρε, εδώ!». Τους διασκεδάζει να ποζάρουν για κείνον, μόνοι ή με παρέα. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Όλες οι ηλικίες, όλες οι εθνικότητες. Τους κάνει και νιώθουν σημαντικοί πίσω απ’ το φακό. Ο καθένας τους ξεχωριστός. Κι όταν βλέπουν το είδωλό τους στο φωτογραφικό χαρτί κάνουν χαρά μεγάλη και του δίνουν παραγγελιές για μελλοντικά εσταντανέ.
Όταν τον ρωτούν για τη δουλειά του, του αρέσει να δηλώνει συλλέκτης στιγμών και το λέει πάντα μ’ ένα χαμόγελο που κρύβει μια θλίψη. Αυτός, η μηχανή του και οι στιγμές. Αυτές υπηρετεί, και όταν τις συναντά, είναι πάντα έτοιμος να τις βάλει στο κάδρο του, χαρίζοντας τους τη διάρκεια που δεν έχουν. Στο σπίτι του έχει μια σειρά από ράφια που φιλοξενούν δεκάδες άλμπουμ με επιμελημένα αρχειοθετημένες φωτογραφίες πολλών ετών, μαζί με τα αρνητικά τους. Ιδιαίτερη αδυναμία έχει στα πορτρέτα γνωστών και αγνώστων, που κατά καιρούς έχει φωτογραφίσει, πάντοτε με την συγκατάθεσή τους. «Για να βγει καλό το πορτρέτο πρέπει να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ προσώπου και φωτογράφου». Αυτή είναι η θεωρία του. Και την κερδίζει αυτή τη σχέση. Όταν γνωρίζει κάποιον που τον ενδιαφέρει, το πρώτο πράγμα που του ζητά, είναι να τον φωτογραφήσει. Η μελέτη του προσώπου του πίσω απ’ τον φακό του, είναι αρκετή για να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει. Του αρέσει να γεμίζει τη ζωή του συλλέγοντας στιγμές από τις ζωές των άλλων. Χαμόγελα, δάκρυα, σκέψεις, κουβέντες, παιχνίδια, έρωτες, φιλίες, γλέντια, γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσια. Όλη αυτή την ποικιλία ζωής που λείπει από τη δική του καθημερινότητα, την κρατά ευλαβικά φυλαγμένη μέσα σ’ εκείνα τα άλμπουμ. Κι όταν τα ξεφυλλίζει, αφήνει να ξεπηδήσουν από μέσα μνήμες, ονόματα, ταξίδια, πρόσωπα, φαντασιώσεις, όλα δανεισμένα από τις ζωές των άλλων, για να τον συντροφεύσουν.
Η απόσταση του φακού απ’ τους ανθρώπους, του δίνει την ασφάλεια που χρειάζεται για να επικοινωνήσει μαζί τους. Η μηχανή έχει γίνει ασπίδα και πανοπλία μαζί, για να αντιμετωπίσει μια ζωή μοναχική, που δεν την διάλεξε αυτός, μα ήρθε η ίδια και τον βρήκε. Το φωτογραφείο είναι το δεύτερο σπίτι του. Πέρασε στα χέρια του πριν πέντε χρόνια, απ’ όταν συνταξιοδοτήθηκε ο κύριος Παναγιώτης. Ήταν υπάλληλός του για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Φωτογράφος παλαιάς κοπής εκείνος, του ‘χε μάθει όλα τα μυστικά της τέχνης του. Φίλος καρδιακός και καλός δάσκαλος, τον έπαιρνε μαζί στους γάμους και στα βαφτίσια που φωτογράφιζε, μαθαίνοντάς του την αποφασιστική στιγμή του «κλικ». «Η φωτογραφία θέλει διάκριση και μάτι κοφτερό», τον συμβούλευε. Και δεν το ξέχασε ποτέ ο Θόδωρος αυτό. Αλλά κι αυτός, πάντα δίπλα του σε ό, τι ζητούσε. Μέρα δεν είχε λείψει από το μαγαζί. Οι σταθεροί και οι νέοι πελάτες, οι παλιοί γνώριμοι που περνούσαν για καφεδάκι, οι νεαρές κοπέλες που με την ευκαιρία της εμφάνισης ενός φιλμ κατάφερνε να τους πιάνει κουβέντα, πράγμα αδύνατο γι΄ αυτόν εκτός φωτογραφείου, ήταν ο δικός του κόσμος. Ένας κόσμος δίπλα του μα και μακριά του.
Σε περίοπτη θέση, πάνω απ’ το ταμείο, έχει ακουμπισμένη την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Ζenit 12 XP, δώρο του πατέρα του όταν μπήκε στο Πάντειο. Συνδυασμός χαμηλής τιμής και καλής τεχνολογίας, αυτό το «Ρωσικό τανκ» όπως την αποκαλούσαν, για τη στιβαρή, σοβιετικής προέλευσης κατασκευή της, ήταν ο πιστός του σύντροφος στις φοιτητικές μοναχικές περιπλανήσεις του, παράλληλα με τα μαθἠματα φωτογραφίας στην πανεπιστημιακή λέσχη. Κι ύστερα, ήρθε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου, σ’ ἐνα φοιτητικό κουζινάκι μιας παρέας με τρέλα και με μοναδικό κανόνα: «Απαγορεύεται το φως». Τον γοήτευε η ιεροτελεστίατου άσπρου χαρτιού που αποκτούσε στο σκοτάδι χρώμα και μορφή και ζωντάνευε μπροστά του φιγούρες, πρόσωπα, στιγμές και ιστορίες. Ένας κόσμος δικός του, φτιαγμένος μέσα απ΄ τα δικά του «κλικ», τον έκανε να αποφασίσει πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να φτιάχνει δικούς του κόσμους με τα υλικά των άλλων. Εκείνος απουσιάζει πάντα μπροστά απ’ τον φακό. Ποτέ δεν συμφωνεί να τον φωτογραφίσουν, όσο κι αν τον παρακαλούν. Θέλει μόνο αυτός να αποφασίζει για το κάδρο. Στο σπίτι του πάνω στον μπουφέ, υπάρχουν φωτογραφίες μόνο της παιδικής του ηλικίας και μια από την ορκωμοσία του στο Πάντειο.
Οι καλοί πελάτες ωστόσο, ξέρουν πως στο στούντιο, στο βάθος του μαγαζιού, υπάρχει μια και μοναδική δικιά του φωτογραφία στον τοίχο. Την είχε τραβήξει με το κινητό του ένας νεαρός μικροπωλητής Ρομά σ’ ένα παζάρι, χωρίς να τον ρωτήσει και του την έστειλε για να τον ευχαριστήσει. Είναι ένα πορτρέτο του Θόδωρου, μ΄ εκείνη την αδιόρατη θλίψη στο χαμόγελό του, λίγο πριν από την αποφασιστική στιγμή του «κλικ».
Gustav Klimt, The Kiss(1908 )
Χρύσα Φάντη
Καθρέφτες
Κρατάς υπό μάλης τη βαριά σάκα του σχολείου και κοιτάς το πάτωμα ενώ εκείνος έχει τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και απαιτεί μιαν εξήγηση. «Λοιπόν; Θα περιμένω πολύ ακόμη;» Δεν ξέρεις από πού έμαθε για τις απουσίες σου, είναι η τρίτη φορά από την αρχή του σχολικού έτους που χάνεις το λεωφορείο και καταφεύγεις στο διαμέρισμα του παππού σου, αποκλείεις, όμως, να σ’ έχει μαρτυρήσει αυτός. Χρόνια μετά, βλέπεις ακόμη τον εαυτό σου κοκαλωμένο σ’ εκείνο το ευρύχωρο δωμάτιο με τα μεγάλα ανοίγματα προς τον νότο και την ανατολή, χώρος φιλόξενος που, ακόμη και τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα παρέμενε φωτεινός και ζεστός.
Βρίσκεστε και οι τρεις γύρω από το παλιό καρυδένιο γραφείο με τη γραφομηχανή και τη βιβλιοθήκη με τα πρισματικά τζαμάκια, φορτωμένη από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα με ογκώδεις τόμους και παλιά περιοδικά, τεύχη του Πάπυρου και του Νational Geographic. «Κάτσε» λέει ο πατέρας σου και σου δείχνει την πολυθρόνα δίπλα σ’ εκείνη που κάθεται ο πεθερός του. «Εντάξει, λοιπόν» συνεχίζει και κατεβάζει κάπως τον τόνο, «ας μιλήσουμε επιτέλους σαν φίλοι. Πού ήσουν σήμερα το πρωί; Και μη μου πεις στο σχολείο. Ξέρεις… μπορώ να δείξω κατανόηση, να καταλάβω έναν νεαρό που προτιμά να το σκάσει με κανένα φιλαράκο, αλλά αυτό δεν σημαίνει…» Δεν του απαντάς, αυτά περί φίλων και κατανόησης δεν είναι η πρώτη φορά που τ’ ακούς απ’ το στόμα του, είσαι σίγουρος, όμως, ότι στην πραγματικότητα το μόνο που επιθυμεί είναι να σ’ επαναφέρει στην τάξη, δεν τον ενδιαφέρει να μάθει τα κίνητρα της αποστασίας σου, άνθρωπος πρακτικός, θέλει αυτό να μην επαναληφτεί, να επανέλθει η ησυχία στο σπίτι του, πρωτίστως για τη μητέρα σου, που όταν πανικοβάλλεται γίνεται ανυπόφορη.
Μη γνωρίζοντας άλλη άμυνα, κλείνεσαι στο καβούκι σου ή φέρεσαι αφύσικα, άλλοτε μονόχνοτος και σφιγμένος κι άλλοτε υπερβολικά ανοιχτός και διαχυτικός, ιδιαίτερα με τους πιο αδύναμους. Αντίθετα. Απέναντι σ’ όσους επιδιώκουν να σου επιβληθούν αντιδράς δυσανάλογα έντονα και συχνά υστερικά, αν και το ξέρεις ότι μια τέτοια αντίδραση δεν έχει νόημα, αν και γνωρίζεις καλά ότι μια τέτοια στάση είναι αδιέξοδη και δεν βοηθάει, δεν έχει να κάνει με τη λογική αλλά με την εξαγρίωση, την οργή που ώρες ώρες νιώθεις να φουντώνει αιφνίδια μέσα σου, κι άλλοτε πάλι υποφώσκει και σε σιγοψήνει.
Ωστόσο, μ’ έναν άλλο τρόπο τους μοιάζεις, και πολύ πιθανόν τα στοιχεία που σας ενώνουν να είναι σημαντικότερα από εκείνα που σας διαφοροποιούν. Για παράδειγμα, θεωρείς κι εσύ απαράδεκτο ότι μερικά πράγματα είναι έτσι και όχι όπως εσύ θα τα ήθελες, ας μη συζητήσουμε για την κυκλοθυμία σου, που τη μία στιγμή μιλάς ασταμάτητα και την άλλη απαντάς σαν να βαριέσαι και ν’ αναπνεύσεις. Που δεν ξέρει κανείς πότε κλείνεσαι στο δωμάτιό σου με το μυαλό σε υπερδιέγερση ή μένεις εκεί ανόρεκτος, να κοιτάς το ταβάνι. Που άλλοτε πιάνεις τον εαυτό σου να περπατά αργά με τα μάτια στραμμένα στο έδαφος κι άλλοτε πάλι χωρίς προφανή λόγο αλλάζεις ρυθμό, βαδίζεις σαν σε παρέλαση ή αρχίζεις να τρέχεις σαν κάποιο τρίτο μάτι να σε παρακολουθεί ή να σε κυνηγούν ξένες δυνάμεις. Κι όλο και πιο συχνά νιώθεις να εξουθενώνεσαι από εκείνους που χωρίς λόγο σε υποτιμούν ή επιθυμούν να σ’ εξουσιάσουν, όλους αυτούς που θεωρούν δικαίωμά τους να σε χειραγωγούν και να σε κατευθύνουν, που στοίχημα βάζουν ότι σε γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά και τρέφονται με τη σκέψη ότι μπορούν να σε χαρακτηρίζουν, που δεν διστάζουν να κρίνουν τις πράξεις σου με το δικό τους κριτήριο και παίρνοντας για υπόδειγμα την εικόνα που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Παραδέξου το, όμως. Πέρα από τον στενό οικογενειακό κύκλο ελάχιστοι ασχολούνται μαζί σου. Οι καινούριοι συμμαθητές σου στο Κολέγιο, αυτά τ’ αγόρια με καταγωγή από τα βόρεια προάστια, την υπεροπτική αφέλεια και το παιδικό δέρμα, σου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα. Αλλά όχι, δεν θα το βάλεις κάτω. Η παραίτηση σού προκαλεί αλλεργία. Εσένα ο τόπος αυτός σου πέφτει στενός, δεν σε χωράει, θέλεις ν’ απλωθείς, θέλεις να επεκταθείς, θέλεις διακαώς να σαλπάρεις. Συλλαμβάνεις τα εχθρικά βλέμματα αλλά δεν αποκαρδιώνεσαι. Βρίσκεις τρόπο να παραμένεις αλώβητος. Συνηθίζεις, αν και δεν πρόκειται για συνήθεια. Σαν να υπάρχει από τα γεννοφάσκια σου ένα σύνορο, ένα όπλο από γενιά σε γενιά κληροδοτημένο, ένα απαραβίαστο μέχρις εδώ καμωμένο από σύρμα.
Πράγματι. Δεν είσαι ανίσχυρος. Ούτε, όμως, και τόσο ισχυρός. Τη μία ζητάς κοινωνικότητα, την άλλη ζωή ερημίτη. Και το χειρότερο; Παραμένεις διττός. Ο ένας σου εαυτός σε κοιτάζει στα μάτια και σου λέει, εδώ είμαι, προχώρα, ο άλλος από απόσταση αναπνοής σε παραμονεύει, παρακολουθεί την κάθε σου κίνηση έτοιμος να σε παγιδεύσει. Επιχειρείς να του αντισταθείς αλλά οσάκις του εναντιώνεσαι ένας οξύς πόνος σφυροκοπά το σώμα σου. Πονάς, υποφέρεις αλλά δεν καταθέτεις τα όπλα. Έχεις επίγνωση ότι οφείλεις να θωρακιστείς απέναντι σε ποικίλες προκλήσεις. Μόνιμο καταφύγιο το διάβασμα. Διαβάζεις πράγματα ετερόκλητα αλλά την ίδια στιγμή είσαι επιλεκτικός. Πιστεύεις ότι στο μέλλον, έχοντας αποκλείσει κάθε άλλη δραστηριότητα, θα τους αφοσιωθείς. Το πιστεύεις σαν να σου το έχει ψιθυρίσει κάποιος που δεν έχεις λόγο ν’ αμφισβητείς.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είσαι απλή περίπτωση. Υπάρχουν μέσα σου πράγματα αδιευκρίνιστα ή λιγότερο απ’ όσο ήλπιζες καθαρά. Ακόμη κι ο τρόπος που αναπνέεις τη στιγμή που βυθίζεσαι στην ανάγνωση είναι διαφορετικός. Έχει γίνει υπόγειος. Ορκίζεσαι ότι παρά τα εμπόδια αυτή θα είναι η πορεία σου και θέλεις οι στόχοι σου να ευοδωθούν όσο το δυνατόν πιο σύντομα και όχι περιμένοντας κάποια ευνοϊκή συγκυρία. Είναι πολλά αυτά που θα ήθελες, όπως ας πούμε, να υπήρχε κάποιος που κάθε πρωί θα έσκυβε πάνω απ’ το κρεβάτι σου, όχι για να σε ξυπνήσει αλλά για να σου θυμίσει τα όνειρα που ονειρεύτηκες και πια δεν θυμάσαι, εικόνες που μπορούν να σε ταξιδέψουν σε κάτι που δεν τελειώνει εκεί που τελειώνουν τα χέρια σου.
Δε θες να υποκύψεις στο λάθος εκείνων που υποψιάζονται ότι η ζωή τους θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αλλά δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν. Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αναίμακτα. Συνεχίζεις στην ίδια πορεία, εκτός από τις περιπτώσεις που κάποιο προσωπικό ζήτημα σε στριμώχνει, κάτι που ενώ είναι προσωπικό θεωρείς ότι οφείλεται σε εξωτερικά αίτια. Τότε, ένα αίσθημα ναυτίας σε ζώνει, μια τανάλια σε σφίγγει απ’ όλες σου τις μεριές, που πιθανόν να μην είναι τέσσερες αλλά περισσότερες. Ανησυχείς και ψάχνεις για ώτα ευήκοα, αλλά αν μπορούσες να συμβουλεύσεις ο ίδιος τον εαυτό σου με βάση τις κατοπινές εμπειρίες του, θα του έλεγες να μην νιώθει ένοχος. Το μοίρασμα και η ανάγκη για κατανόηση ανήκουν στην ανθρώπινη φύση.