Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Αύγουστο του 2020 στο Culture Book»

7 + 1 διηγήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) διαφορετικούς συγγραφείς.

Ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος (Καμαρούδης Σταύρος), μία μεταφράστρια, δημοσιογράφος και συγγραφέας (Ηρώ Σκάρου), μία ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας(Καραμανλή Νατάσσα),τρεις διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι που θήτευσαν στο μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής (Κεχαγιά Φανή, Πατσούρα Όλγα, Θεοφανέλης Κωνσταντίνος) και ένα καθηγητής δημιουργικής γραφής (Κιοσσές Σπύρος), όλοι και όλες τους μάς καταθέτουν διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν.[1] Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα.

Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.

Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

[1] Και ένα κείμενο χωρίς συγγραφέα

Θεοφανέλης Κωνσταντίνος

Το χάρτινο δίκοχο

Δεν τολμώ να κοιτάξω το ρολόι μου. Δεν θέλω να ξημερώσει. Ποτέ δε θέλεις να έρθει εκείνο που φοβάσαι. Θα προτιμούσα, αν ήταν αυτό δυνατό, να καθηλωθώ για μια ολόκληρη αιωνιότητα μέσα σ` αυτήν εδώ τη βρομερή σκηνή, ξαπλωμένος κατάχαμα στον τρύπιο υπνόσακο, να ξύνω ανηλεώς και να ματώνω τη φαλάκρα μου. Μα, αλίμονο, γνωρίζω καλά πως λέω ανοησίες και δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, επειδή δεν θέλω και να αδικώ τον εαυτό μου, θα ανασκευάσω κάπως, λέγοντας ότι έχω ακούσει πολλές φορές να μου αποδίδουν αυτή την κατηγορία, ότι δηλαδή λέω ανοησίες. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο αδελφός μου, ο δάσκαλος και μερικοί καθηγητές στο Γυμνάσιο, φρόντιζαν να με κρατούν σε εγρήγορση, ώστε να φιλτράρω δυο και τρεις στο μυαλό μου τα όσα σκόπευα να εκστομίσω, μήπως τελικά και μου ξεφύγει καμιά ανοησία λιγότερη. Αυτή ήταν μια συνήθεια που κράτησα και καθώς μεγάλωνα, μια συνήθεια που διατηρώ μέχρι σήμερα.

«Σκέψου καλά», έλεγα μέσα μου, «σκέψου καλά και πρόσεχε, μην πετάξεις πάλι καμιά ανοησία. Να μη γελάσουν πάλι μαζί σου. Να μη σε ειρωνευτεί ο δάσκαλος και γελάσουν για άλλη μια φορά όλοι με σένα».

Είναι αυτονόητο ότι από το πολύ «φιλτράρισμα» τα λόγια μου έγιναν ακριβά και πολύτιμα, και δεν χαράμιζα μήτε τα γνωστικά μήτε τις ανοησίες μου για τον κάθε τυχάρπαστο! Μικρό παιδί ήμουν ακόμη, σωρηδόν τις έλεγα τις ανοησίες – αν δώσει κανείς βάση στις μαρτυρίες των άλλων – ωστόσο απόρησα για το πώς ήταν δυνατό, παρόλα αυτά, να καταλαβαίνω εκείνο που δεν καταλάβαινε η μάνα μου (ξύπνια και καπάτσα γυναίκα κατά τ` άλλα) και για το οποίο αναρωτιόταν συχνά πυκνά φωναχτά.

«Αυτός ο μικρός… Σάμπως κι αλλιώτικο τον βλέπω, σάμπως και να έχει κλειστεί στο “καβούκι” του. Του μιλάς και ώρες ώρες κάθεται και σε κοιτάει σαν χαζό, ήμαρτον, Θεέ μου!».

Καμιά φορά σταυροκοπιόταν κιόλας η μάνα μου, σε ένδειξη μιας βαθιάς θρησκευτικής συνείδησης και σεβασμού προς την ανώτερη εκείνη Δύναμη, στις πλάτες της οποίας πολύ βολικά φροντίζουμε να φορτώνουμε τη φροντίδα του αδύναμου και του αδικημένου, εκείνη τη φροντίδα που τόσο ανθρώπινα αρνούμαστε να επιτρέψουμε να διαταράξει τη δική μας βολή και ηρεμία. Την αγαπούσα πολύ τη μάνα μου. Περισσότερο όμως αγαπούσα τη γιαγιά.

Μεγάλωσα σ` εκείνα τα χρόνια που οι αντρικές ασχολίες ήταν ασυμβίβαστές με την τρυφερότητα προς το μικρό παιδί που μεγαλώνει. Οι άντρες, ως άντρες που ήταν, όφειλαν να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για τη φαμίλια κι ίσαμε εκεί. Όφειλαν να κάνουν μόνο τις αντρίκειες δουλειές και να φιλούν τα παιδιά τους μονάχα στις γιορτές και τις σχόλες ή έστω στις σχολικές τους επιτυχίες, αν υπήρχαν τέτοιες. Θαρρείς η αγκαλιά και το άγγιγμα το τρυφερό ήταν μια από εκείνες τις ανοησίες που τόσο δίσταζα να εκστομίσω. Μια ανοησία λιγότερη. Η μάνα σε άλλον κόσμο, πάντα σωστή στις δικές της υποχρεώσεις, μα ποτέ το παραπανίσιο, και ως γνωστόν το παραπανίσιο κάνει τη γλύκα και τη διαφορά. Γι` αυτό η γιαγιά ήταν η όαση και το συμπλήρωμα των κάθε μορφής ελλείψεων. Μπουγάδα «στο χέρι», μέσα στη σκάφη και σ` εκείνη την τσίγκινη τη λεκανίτσα, σαπουνάδα να ξεχύνεται και να βρέχει το κάτω του μακριού της φουστανιού, κι εκεί ανάμεσα πάντα να χωρά και να τρυπώνει το παιχνίδι και το τρυφερό το άγγιγμα, κι ας είχε τη μυρωδιά του Rol. Μα τι θέλω και τα σκέφτομαι τώρα αυτά, σε τι μπορούν να ωφελήσουν;! Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ξεπλυθεί με απορρυπαντικό η βρομιά του άγχους, της αγωνίας και του φόβου μερικών εκατοντάδων ανδρών που ξεσηκώθηκαν άρον άρον απ` την ασήμαντη καθημερινότητά τους, απλά και μόνο για ναέρθουν ίσαμε εδώ για να πεθάνουν. Ας μη παραπονιέμαι όμως. Ο θάνατος είναι πάντα πολύ σημαντικότερος από μια ασήμαντη καθημερινότητα.

«Παραμιλάς, ρε;», ακούω μια ψιθυριστή φωνή.

Μάλλον θα παραμιλάω, ίσως και να φταίει ο πόνος απ` το ξυμένο μου κεφάλι. Ποιος ξέρει από πού ήρθε εκείνη η φωνή και ποιος να ήταν ο κάτοχός της. Καμία απολύτως σημασία, όπως εντελώς περιττή και γελοία ευγένεια ήταν και η συγχώρεση που ζήτησα από τον κάτοχο της άγνωστης φωνής. Ίσως ήταν η πρώτη φορά εδώ και μέρες που μια υποψία γέλιου σκαρφάλωσε στα χείλη μου. Γεύτηκα λίγο το ματωμένο μου χέρι για να σοβαρευτώ ξανά.

Η γιαγιά έπαιζε μαζί μου πόλεμο γελαστή κι ευτυχισμένη. Της έφτιαχνα δίκοχο καπέλο με εφημεριδόχαρτο, από εκείνη την κυριακάτικη εφημερίδα που μας τροφοδοτούσε με υλικό ίσαμε την επόμενη Κυριακή. Έφτιαχνα ένα και για μένα. Δεν μας χρειαζόταν σιδεριά στο κεφάλι, γιατί εκείνος ο «πόλεμος» ήταν περισσότερο γιορτή και γι` αυτό της έπρεπε στολή εξόδου κι όχι επιχειρήσεων. Γιατί τουφεκίζαμε και καρφωνόμασταν ολόρθοι και καμαρωτοί, σάμπως και να παρελαύναμε! Ωραίοι, μοιραίοι, παλιάτσοι. Σήμερα γιορτή δεν είναι και τα χαρτένια τα δίκοχα δεν αξίζουν δεκάρα. Μα εγώ έχω ξεχάσει πώς κρατούν τα σιδερένια τα όπλα, γιατί τόσο λίγο τα κράτησα στη ζωή μου. Πεθύμησε η ψυχή μου εκείνη την τσίγκινη τη λεκάνη της γιαγιάς, ξέχειλη με το αφρισμένο μπουγαδόνερο! Θα ήταν μια όμορφη εικόνα, λέω τώρα, να βουτήξω μέσα της το όπλο και να το βλέπω να βυθίζεται στον αφρό του Rol και να ασπρίζει και να ξελεκιάζει απ` τα γράσα, τα λάδια, το αίμα το μελλούμενο, το άγχος που με κάνει να ξύνομαι μέχρι τρέλας. Άλλη μια ανόητη σκέψη! Πόσο δίκιο είχαν όλοι τελικά και τι καλά που έκανα πάντα, όταν απέφευγα να πολυμιλώ.

Η γιαγιά πέθανε μέρα Κυριακή και την κηδέψαμε Δευτέρα. Ο πατέρας ήταν βαθιά θλιμμένος για τον θάνατο της μάνας του. Στεκόταν δίπλα της ίσαμε την ώρα που τη σήκωσαν. Εγώ δεν άντεξα να μείνω πολύ ώρα, να την κοιτώ έτσι όπως την είχαν φτιασιδώσει για να της ισιώσουν υποτυπωδώς και να της κλείσουν το στόμα. Πήγα μέχρι το περίπτερο, αγόρασα μια εφημερίδα και έφτιαξα το πιο όμορφο και συμμετρικό δίκοχο που είχα πετύχει ποτέ στη ζωή μου. Επέστρεψα στο σπίτι της γιαγιάς. Είχα την τόσο ευδιάκριτη αίσθηση ότι το φέρετρό της ανέδυε μια και μόνη μυρωδιά, τη μυρωδιά του Rol και της πάστρας. Τίποτε άλλο δεν μύριζε η ψυχή μου, μήτε τα φάρμακα για τα τελευταία φτιασιδώματα. Έσκυψα πάνω της και της έδωσα το τελευταίο φιλί. Έπειτα ακούμπησα στα σταυροδεμένα χέρια της το χάρτινο δίκοχο και βγήκα απ` το σπίτι για να καπνίσω. Η μάνα στραβομουτσούνιασε. Ο πατέρας γρύλισε θυμωμένα. Όταν την έβγαλαν την επομένη για να την πάνε στην εκκλησία, το δίκοχο δεν ήταν στο φέρετρο. Είμαι βέβαιος πως ο πατέρας κι η μάνα θα με χλεύασαν. «Αυτό το παιδί θα γεράσει και τις μαλακίες δεν πρόκειται να τις κόψει».Μα εγώ ήξερα κάτι που εκείνοι ποτέ δεν θα καταλάβαιναν κι αυτό μου επέτρεπε να μην τους κρατήσω ποτέ κακία.

§

 

Καμαρούδης Σταύρος

Πώς θα σταθώ μπροστά στους μαθητές μου;

Απρίλιος 2020. Μέρες κορονοϊού. COVID-19, σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική ορολογία. Έγκλειστος στο σπίτι. Με το ένα μάτι στην τηλεόραση για τις τρομακτικές ειδήσεις. Νεκροπομπές στην Ιταλία. Πανδημία στην Ισπανία. Εκατόμβη στους γαλλικούς οίκους ευγηρίας. Καθημερινή ενημέρωση στις 6 μ.μ. − σχεδόν πολεμικό ανακοινωθέν. Όλα ηλεκτρονικά και εξ αποστάσεως. Ο χρόνος περισσεύει.

Απαγόρευση εξόδου. Μα και ιδανική ευκαιρία για ξεκαθάρισμα και τακτοποίηση. Κήπο δεν έχω. Να ξεβοτανίσω, να σκαλίσω, να ποτίσω. Τρεις γλάστρες στο μπαλκόνι όλες κι όλες.

Ξαναβρίσκω ένα παλιό ημερολόγιο του πατέρα.Ναι, τα αγαπούσε. «Να μην εναλλάσσεται η νύχτα με τη νύχτα», τραγουδούσε μαζί με τον Σαββόπουλο… Σωτήριον έτος 1996. Είκοσι τέσσερα χρόνια πριν. Σχεδόν λευκό,με τις ημερομηνίες γεννήσεων της μητέρας και των τριών παιδιών − ποτέ τη δική του, μυστήριο ακόμη αξεδιάλυτο − και με τους αριθμούς ταυτοτήτων. Ελάχιστες ιδιόχειρες σημειώσεις, με μαύρο μολυβάκι, τηλεγραφικές. Με την ξεχωριστή «μαργαριταρόπλεχτη» γραφή του:

    30 Ιανουαρίου 1940. Κορυτσά.

    8 Απριλίου, λίγες ώρες πριν από τη συνθηκολόγηση. Από Καβάλα για τη Θεσσαλονίκη. Τρένο για Αθήνα.

    18 Απριλίου. Έμπεδα Τριπόλεως.

    24 Απριλίου. Τολό, νυχτερινός απόπλους.

    Χανιά, άφιξη.

    15 Μαΐου. Περιβόλια Ηρακλείου, με τους νεοσύλλεκτους.

    27 Μαΐου, τραυματισμός…

    2 Ιουνίου. Χειρουργείο.

    6 Ιουνίου 1996. Και νέα απόβαση! Τέταρτο εγγόνι. Δόξα σοι! Γέννηση Ρωξάνης, φυσιολογικά. Μον ντε Μαρσάν, Νοτιοδυτική Γαλλία.

Ετοιμάζομαι να το ξανατοποθετήσω στη θέση του. Μιααστραπιαία σκέψη με σταματά. Ώστε ο πατέρας σχεδίαζε, πραγματικά, να γράψει την πολεμική του περιπέτεια! Σημειώνοντας τόπους με τις διαδρομές, με ημερομηνίες. Επιτέλους, τόσα χρόνια του το ζητούσαμε…

Θυμήθηκα τους παλιούς μπαρουτοκαπνισμένους καπεταναίους του 1821. Ο Μιαούλης, διάβασα, ολίγων γραμμάτων, έσταζε κερί, για να βρει τη ρότα του στο χάρτη.

Ο Βαγγέλης, o ήρωάς μας, γεννήθηκε το 1909, στα τότε Δρυμίγκλαβα, το σημερινό Δρυμό, ένα κεφαλοχώρι της εύφορης πεδιάδας της Μυγδονίας, της άμεσης υπαίθρου της Θεσσαλονίκης. Χωριό ονομαστό για τους περιβολάρηδες, τα οπωρικά, τα σκόρδα, μα προπαντός τα ρεβίθια του (μάλλον το υπέδαφος ήταν το καταλληλότερο δυνατό) − ρεβίθια περιζήτητα από τους αστούς της Θεσσαλονίκης, τους Εβραίους ιδίως. Πέμπτο στη σειρά παιδί, από τα συνολικά εννέα του πολυφαμελίτη μπάρμπα Σταύρη, εργατικού χωρικού, γηγενούς και αφανούς Μακεδονομάχου. Δημοτικό πήγε στο χωριό. Ημιγυμνάσιο, δυο χρόνια, στη γειτονική Μπάλτζα, το σημερινό Μελισσοχώρι, όπου ένας θεολόγος, σταλμένος από το ελληνικό κράτος, δίδασκε για κάποια χρόνια, μετά το 1920, σε μια εικοσαριά χωριατόπουλα, αγόρια, μα και λιγοστά κορίτσια –σχεδόν σκάνδαλο για την εποχή – όσα γνώριζε για όλες τις επιστήμες. Ο Βαγγέλης λιγομίλητος, σοβαρός, φιλομαθής.

Μόλις δεκαπεντάχρονος, το αποφάσισε. «Θα σπουδάσω. Κάθε οικογένεια πρέπει να έχει τον δικό της μορφωμένο. Ο πατέρας χέρια θέλει για τα χωράφια και δε θα συναινέσει ποτέ. Το νιώθω!».

Εκμυστηρεύθηκε, λοιπόν, το σχέδιό του στον Καμάρη, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ήδη μικρέμπορα. Ο μεγάλος, ανοιχτόμυαλος, συμφώνησε αμέσως, χάρηκε τόσο που έβγαλε μια δραχμή, ποσό σεβαστό για τότε. «Για τα πρώτα σου έξοδα… Θα τον πείσουμε τον κύρη μας…».

Ο Βαγγέλης έφυγε ένα χάραμα, Σεπτέμβρη μήνα, κρυφά από το σπίτι. «Για το Κάστρο», έτσι την έλεγαν τη Θεσσαλονίκη τότε, τα βυζαντινά τείχη της ήταν ορατά από χιλιόμετρα μακριά. Έφυγε, πέντε ώρες ποδαρόδρομο, για να πάει να συνεχίσει στο Τρίτο Γυμνάσιο. Ένας άτεκνος θείος τού πρόσφερε στέγη με αντάλλαγμα να κρατά κάποιες ώρες το περίπτερό του το απόγευμα.

O κυρ Σταύρης, μόλις το κατάλαβε, οργίστηκε. Κατέβασε την τραγιάσκα του ως τ’ αυτιά και για μια εβδομάδα το φυσούσε. Δε μιλιότανε διόλου… Η γιαγιά Θοδώρα μάταια προσπαθούσε να τον καλοπιάσει. Τον έπεισε τελικά ο μακροσυγγενής τους, ο Κυριάκος ο δάσκαλος, στο καφενείο. Με ένα ρακί και την πειθώ του.

    ꟷ Μην το αδικήσεις το παιδί, μπάρμπα Σταύρη. Ο Βαγγέλης σου ήταν ο καλύτερος. Με βοηθούσε διαβάζοντας τον Απόστολο στο στασίδι. Στο υπογράφω και σου το επαναλαμβάνω. Και τα καλοκαίρια θα γυρνά, μην ανησυχείς, θα σας βοηθά κι αυτός στο θερισμό. Να, η Σαλονίκη είναι κοντά, δεν είναι ξενιτιά. Θα ποτίζει και το λαχανόκηπο στη Σταυρούπολη, όταν μπορεί, πίσω από το σταθμό των τρένων. Καμάρι του χωριού μας θα γενεί!

Έτσι κι έγινε. Και αργότερα στη Φιλοσοφική Σχολή, στο νεοσύστατο τότε Αριστοτέλειο, αμέσως τον ξεχώρισε για το ζήλο και την επιμέλειά του ο Γιάννης Αποστολάκης. Ο δημοτικιστής νεοελληνιστής καθηγητής, που πρώτος έσκυψε με ενδιαφέρον στο περιφρονημένο και συκοφαντημένο, έως τότε, δημοτικό μας τραγούδι και ανέδειξε τη σπουδαιότητα, μα και τον πλούτο του. Βοηθός του έμμισθος έγινε, αν και τότε ήταν ακόμη φοιτητής. Ο Βαγγέλης αργότερα, έπειτα από τη δίχρονη στρατιωτική θητεία − απολύθηκε ως λοχίας − άρχισε να διδάσκει τα ελληνικά, αρχαία και νέα, στο Ελληνογαλλικό Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, το Lycée. Παράλληλα βελτίωνε και τα γαλλικά του, παραγγέλλοντας βιβλία και λεξικά από το διεθνές βιβλιοπωλείο «Μόλχο».

Κι ο μπάρμπα Σταύρης καμάρωνε τον γιο τον μορφωμένο, που είχε πια μισθό σεβαστό και τους έφερνε τα φάρμακα από τη Θεσσαλονίκη… Μπορούσε ακόμη να κερνά κάθε τόσο έναν καφέ ή ένα ποτηράκι. Με μεζέ μάλιστα. «Είδαμε τον παρά του», έλεγε… Και στην Ντόλα, το χαϊδευτικό της μπάμπως Θεοδώρας, της καλομάνας, με τους έξι γιους και τις τρεις θυγατέρες, άρχισαν να έρχονται σιγά σιγά και οι προξενήτρες. «Μορφωμένος είναι, θα δώσουμε και προίκα», έλεγαν.

Δεκαπενταύγουστος του 1940. Από το μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού στο καφενείο και τις εφημερίδες, που ο Βαγγέλης διάβαζε φωναχτά στους θαμώνες − μεροκαματιάρηδες και πολυφαμελίτες οι περισσότεροι, είχαν μείνει αγράμματοι − έμαθαν για τον τορπιλισμό της «Έλλης». Τα σύννεφα στον ορίζοντα πύκνωναν. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Βαγγέλης ντυνόταν και πάλι το χακί σε μυστική επιστράτευση.

28η Οκτωβρίου 1940. Από το στρατόπεδο στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης η μονάδα του μεταφέρθηκε με τρένο ως τη Φλώρινα κι από εκεί με τα πόδια στα σύνορα και στο μέτωπο. Ο τριαντάχρονος πια νεαρός επιστήμονας ζει ημέρες δόξας και μεγαλείου. Πολεμά τον Ιταλό εισβολέα στην πρώτη γραμμή, μπαίνει στην Κορυτσά και στο Πόγραδετς. Οι άνδρες υποφέρουν από την πείνα, το ψύχος και τα κρυοπαγήματα. Κάποιοι, δυστυχώς, ακρωτηριάζονται. Και τότε ο Βαγγέλης, λοχαγός πλέον, καθώς βλέπει τους στρατιώτες του να ψάχνουν με κάθε τρόπο στη χιονισμένη γη ξερά χορτάρια, πουρνάρια και θάμνους κάθε λογής, να τα τυλίγουν με εφημερίδες και να στρίβουν τσιγάρο, τους χαρίζει το πακέτο που είχε δικαιωματικά ως αξιωματικός. Δεν ξανάβαλε στο στόμα του τσιγάρο!

Οι νίκες στο μέτωπο συνεχίζονται. Οι Ιταλοί υποχωρούν. Ο Ντούτσε, όπως διαβάζουμε σήμερα στα απομνημονεύματα του κόμη Τσιάνο, δήλωνε: «Ο Χίτλερ πάντα με φέρνει αντιμέτωπο με τετελεσμένα γεγονότα. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα». Ο Μουσολίνι δεν υπολόγισε την οργή και τη γενναιότητα του Έλληνα τσολιά.

Τα μηνύματα άρχισαν να δείχνουν πως ο Γερμανός σύμμαχος εξαπλώνεται νοτιότερα, στα Βαλκάνια, με σκοπό να επιτεθεί και εναντίον της Ελλάδας. Στα τέλη Μαρτίου δημιουργείται ο πολεμικός ουλαμός Καβάλας από επίλεκτα και έμπειρα στελέχη. Ανάμεσά τους και ο πατέρας. Στόχος να αντισταθούν, όσο μπορούν, στα χιτλερικά στρατεύματα, στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά, αλλά και στα μετόπισθεν. Μέχρις εσχάτων.

Μάταιος κόπος. Η γιουγκοσλαβική αντίσταση ήταν ασθενική και βραχύχρονη. Έτσι, στις 8 Απριλίου, λίγες ώρες πριν από τη συνθηκολόγηση, φεύγουν με δύο φορτηγά προς το Νότο. Δέκα μέρες αργότερα, κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες, με τα γερμανικά Στούκας να βομβαρδίζουν τα πάντα, περνώντας από την Αθήνα και τον Ισθμό της Κορίνθου, θα βρεθούν στα Έμπεδα Τριπόλεως, όπου στρατολογούν τους τελευταίους νεοσύλλεκτους.

Οι Γερμανοί, στο μεταξύ, κατηφορίζουν σιγά σιγά προς το Νότο. Οι συγγενείς μας στη Νίκη Φλώρινας, το πρώτο ελληνικό χωριό που συναντάς έπειτα από τα σύνορα, θα μου διηγηθούν, εξήντα χρόνια αργότερα, την εντύπωσή τους από το δαιμονισμένο θόρυβο των μοτοσικλετών τους. Είχαν αφαιρέσει τους σιγαστήρες των εξατμίσεων. Ήχοι προάγγελοι της Κολάσεως… Πολεμιστές οπλισμένοι σαν αστακοί. Τελευταία μάχη των μετόπισθεν, στη βορειοδυτική Μακεδονία, επιβραδυντική και σχεδόν άγνωστη ακόμη και τώρα, η μάχη της Κλεισούρας, στην ευρύτερη περιοχή του Αμυνταίου. Έλληνες και Βρετανοί προβάλλουν την τελευταία οργανωμένη στρατιωτική αντίσταση. Στα υψώματα εκείνα θυμίζει τη θυσία τους μαρμάρινο περίτεχνο μουσείο.

Στην Τρίπολη, στην επίλεκτη μονάδα, ο Βαγγέλης θα συγκεντρώσει τους σχεδόν τριακόσιους νεοσύλλεκτους, αμούστακα παιδιά απ΄ όλη την Ελλάδα. Κάπου τριάντα ήταν από τη Μακεδονία, πέντε ή έξι συντοπίτες του πατέρα μου. Εκείνους ακριβώς του εμπιστεύθηκαν…

Το βράδυ της 24ης Απριλίου ο επικεφαλής των εμπέδων, παλαίμαχος μαχητής των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13 και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, θα φροντίσει με τρία βαρυφορτωμένα καραβάκια από το γραφικό ψαροχώρι με το όνομα Τολό, δίπλα από το Ναύπλιο, να βάλουν πλώρη προς την τελευταία, ελεύθερη ακόμη περιοχή, τη Μεγαλόνησο. Είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες διάρκεσε ο διάπλους. Κατάπλους στα Χανιά, στο παλιό ενετικό λιμάνι. Εκεί αποβιβάσθηκαν. Και την επομένη τους έστειλαν ανατολικά, στα Σπήλια, στα περίχωρα του Ηρακλείου.

    «Πορεία προς ανατολάς. Να καλύψουμε όλο το μήκος του νησιού. Η μεραρχία των Κρητών εγκλωβίστηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εμείς, παλληκάρια μου, θα υπερασπίσουμε το νησί. Το οφείλουμε στους προγόνους μας, αλλά και στους Κρητικούς Μακεδονομάχους. Και με τους δικούς τους αγώνες ελευθερωθήκαμε…».

Στον Μασταμπά, αριστοκρατικό προάστιο του Ηρακλείου, στρατοπέδευσαν. Μέσα στα πεύκα. Και εκεί περίμεναν καρτερικά την έναρξη της «Επιχείρησης Ερμής», του χιτλερικού επιθετικού σχεδίου κατάληψης του νησιού.

Τιτάνια η δεκαήμερη μάχη της Κρήτης. 31.500 Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Ακόμη 11.500 οι Έλληνες υπερασπιστές. Από τις 20 Μαΐου λυσσαλέες μάχες κατά των υπέρτερα εξοπλισμένων Γερμανών, μιας καλογυμνασμένης αερομεταφερόμενης μεραρχίας, που κατάφερε, τη δεύτερη κιόλας ημέρα, να δημιουργήσει καίριο προγεφύρωμα, καταλαμβάνοντας το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά.

27 Μαΐου. Ο ουρανός του Ηρακλείου μαυρίζει από μεταγωγικά αεροπλάνα και Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Οι αμυνόμενοι διαθέτουν μόνον ένα αντιεροπορικό, που σύντομα θα εξουδετερωθεί από τα πυρά των Στούκας, των αεροπλάνων κάθετης εφόρμησης.

Ένας Γερμανός πυροβολεί συνεχώς με αυτόματο. Ο Βαγγέλης τραυματίζεται στο δεξί του χέρι. Τραύμα διαμπερές, φριχτοί οι πόνοι. Οι νεοσύλλεκτοι, βλέποντας τον επικεφαλής τους λαβωμένο, ανταποδίδουν με μανία τα πυρά. Καταφέρνουν να τραυματίσουν τον αλεξιπτωτιστή στο πόδι. Καθώς προσγειώνεται στο έδαφος, τον περικυκλώνουν και τον αιχμαλωτίζουν.

    «Σκοτώστε τον», φωνάζει κάποιος. «Θάνατος μόνον του αξίζει. Είναι και βαθμοφόρος». Ο Γερμανός, γύρω στα τριάντα, καταλαβαίνει. Αρχίζει τα παρακάλια.

    «Όχι, όχι… Είναι όμηρός μας. Από την αρχαιότητα η ζωή του πληγωμένου εχθρού είναι ιερή. Το προβλέπει και η Σύμβαση της Γενεύης… Μη, σας ικετεύω», μόλις που προλαβαίνει να ψελλίσει ο Βαγγέλης, πριν χάσει τις αισθήσεις του.

2 Ιουνίου. Η μάχη έχει κριθεί. Οι Γερμανοί κυριαρχούν σε ολόκληρο το νησί.

Δίπλα από τα αρχαία της Κνωσσού, η βίλα Έβανς, του Άγγλου αρχαιολόγου και ανασκαφέα, που ανέδειξε το Ανάκτορο του Μίνωα, έχει μεταβληθεί σε πρόχειρο νοσοκομείο εκστρατείας. Νεοζηλανδός χειρουργός κάνει ό,τι μπορεί να απαλύνει τον πόνο των τραυματιών. Τα φάρμακα, σχεδόν ανύπαρκτα. Λίγες ακόμη χειρουργικές γάζες. Πληγωμένοι παντού, σε κρεβάτια εκστρατείας. Οιμωγές, αγκομαχητά παντού. Όλοι ίσοι μπροστά στην οδύνη και το φάσμα του θανάτου.

Ο χειρουργός εξετάζει προσεκτικά το τραύμα του Βαγγέλη. Η πληγή έχει αρχίσει να κακοφορμίζει. Γυρίζει και κάτι ψιθυρίζει στο βοηθό του. Το βλέμμα μαρτυρεί απόγνωση. Να το αφήσουμε έτσι… Μα, ο τραυματίας κινδυνεύει από σίγουρο θάνατο. Ακρωτηριάζοντας το χέρι, ναι, υπάρχουν ελπίδες…

Τα λόγια δε χρειάζονται πάντοτε. Η γλώσσα του σώματος ή μόνον ένα νεύμα αρκούν. Ο πληγωμένος αντιλαμβάνεται.

Ας με σκοτώσετε καλύτερα… Πώς θα σταθώ στην έδρα; Μονόχειρας μπροστά στους μαθητές μου;», του λέει στα γαλλικά.

Στον ίδιο θάλαμο,δυο κρεβάτια παρακάτω, ο Γερμανός αξιωματικός, ο παρ’ ολίγον φονέας, που παρακολουθεί τη σκηνή, αρχίζει να χειρονομεί έντονα, καλώντας το γιατρό.

    «Σε παρακαλώ, σε θερμοπαρακαλώ…», του λέει σε άπταιστα αγγλικά. «Αυτός ο Έλληνας αξιωματικός μου έσωσε τη ζωή. Τα πάντα του χρωστώ. Σε ικετεύω, δοκίμασε τουλάχιστον να του σώσεις εσύ το χέρι».

Η εγχείρηση ήταν δυσκολότατη και επώδυνη. Μα, το χέρι σώθηκε. Ο Βαγγέλης στάθηκε στην έδρα ξανά. Υποβαστάζοντας με το αριστερό χέρι το πληγωμένο δεξί, με τα κομμένα νεύρα. Κι όταν χρειαζόταν να γραφούν, όπως γινόταν τότε, πριν από την εποχή των φωτοτυπιών και των κάθε είδους ηλεκτρονικών εφαρμογών της σύγχρονης τεχνολογίας, οι άγνωστες λέξεις από τα αρχαία στα νέα, από τα λατινικά στη σύγχρονή μας γλώσσα, έδινε στο διάλειμμα, πριν από το μάθημα, σε έναν ή δυο μαθητές να τις γράψουν στο μαυροπίνακα. Συχνά μάλιστα κάλυπτε τον πίνακα και με χάρτες, από την ανάποδη. Και, όταν χρειαζόταν, αποκάλυπτε το λεξιλόγιο.

Ο πατέρας μάς άφησε το 1997. Πενήντα έξι χρόνια έπειτα από τα γεγονότα. Παραμονή του Ευαγγελισμού, μέσα στον ύπνο του… Τηλεφωνούσαν για τα «Χρόνια Πολλά» και τους καλούσαμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Στην Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης. Πάνδημη η κηδεία, πάνω από πεντακόσια άτομα, η οικογένεια, συγγενείς, μαθητές, φίλοι, γείτονες και φίλοι. Το φέρετρο καλυμμένο με τη γαλανόλευκη. Στρατιωτικό άγημααπέδωσεστον ήρωα τις πρέπουσες τιμές. Με τον εθνικό ύμνο και τα προβλεπόμενα, άσφαιρα πυρά. Κάποιοι μάλιστα μου επισήμαναν − πολύ διακριτικά, είναι αλήθεια − πως θα έπρεπε να έχω δίπλα από το φέρετρο, σε βελούδινο μαξιλαράκι, τους πολεμικούς σταυρούς και τα υπόλοιπα μετάλλια…

Φαίνεται πως ίχνη τούτης της ιστορίας αξεπέραστης ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, μέσα στην αντάρα και τη φωτιά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, καταγράφονται στονατομικό φάκελό του, στα Αρχεία της Ιστορίας του Στρατού, στην Αθήνα. Δεν αξιώθηκα ποτέ να τον μελετήσω…

Πολλοί λαοί στην Ευρώπη ονόμασαν τον Πρώτο Πόλεμο του 1914-18 «Μεγάλο», ελπίζοντας πως θα ήταν ο τελευταίος. Δυστυχώς, όμως, μόλις μια εικοσαετία αργότερα, ξέσπασε ο Δεύτερος, που απλώθηκε σχεδόν σε όλη τη γη, φονικότερος, με το Ολοκαύτωμα και τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.

Σκοπεύω ακόμη − μια που είναι μαθηματικά σχεδόν αδύνατο να ζει έπειτα από 79 χρόνια εκείνος ο Γερμανός αξιωματικός − να δημοσιευθεί τούτη η εξιστόρηση, εάν κάποιος τη μεταφράσει γλαφυρά, σε σοβαρή εφημερίδα ή σε εξειδικευμένο περιοδικό στη Γερμανία… Με τα στοιχεία μου. Ίσως και να υπάρχει, ακόμη και σήμερα, ένας γιος ή μια κόρη, που θα έχουν ακούσει από τον ήρωα πατέρα τους την ίδια ιστορία, βιωμένη από την άλλη πλευρά. Και στη Νέα Ζηλανδία, στα αγγλικά, για τυχόν απογόνους του ήρωα γιατρού. Να βρεθούμε στα ερείπια της Κνωσσού, να αγκαλιαστούμε. Και να πιούμε μια τσικουδιά στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων.


§

 

 

Καραμανλή  Νατάσσα

Πέτρες 

 

Για χρόνια κουβαλούσε πέτρες στις τσέπες της. Από εκείνες τις βαριές, τις λείες που είχε απαξιώσει να καταπιεί η θάλασσα. Πέτρες γκρίζες, καμπυλωτές από τα δάκρυα· γυαλιστερές και κρύες, πέτρες λαβωμένες από μοναχικές σόλες.

Είχε πάντα στο νου της τη φυγή. Γι’ αυτό, όσο μεγάλωνε, μεγάλωναν μαζί της κι οι πέτρες. Οι τσέπες ξέφτιζαν από το βάρος. Έλιωναν στον ήλιο οι ραφές. Σφιχταγκαλιασμένες βουτούσαν στον θάνατό τους ψιθυρίζοντας μονότονα παραμύθια. Τα υφάσματα κουρελιάζονταν από τη θλίψη, όμως εκείνη φορούσε κατάσαρκα την πανσέληνο γι’ αυτό και δεν την ένοιαζε ο άνεμος που τρύπωνε στο σώμα της.

Στον κήπο είχε θάψει την αθωότητά της. Κάτω από την τριανταφυλλιά. Όταν μπουμπούκιαζε, τα πουλιά έχαναν το φτέρωμά τους. Σύγκορμα έτρεμαν, διαγράφοντας ημιτελείς κύκλους πάνω από τ’ αγκάθια. Σύντομα ξεψυχούσαν με μια τρύπα στο ραγισμένο στήθος τους. Μια σταγόνα κόκκινο πότιζε το χώμα, λιποθυμισμένη από το στυφό άρωμα του ανυπόμονου θανάτου.

Όλα βρίσκονταν εκεί. Σε εκείνη την ρίζα εκείνη είχε στριμώξει τη ζωή της. Δεν της είχε πάρει πολύ. Μια φάλτσα μαχαιριά θυμάται. Ένα στρεβλωμένο όνειρο, από κείνα τα κρουστά, που ονειρεύονται οι αθώοι με τα μάτια ξερά από δικαίωση· εκείνα που ξυπνούν τον ύπνο για να κοιμίσουν την αμφιβολία, τέτοιο ήταν. Μια γραμμή στην άμμο του μεσημεριού, παραιτημένη στην πείνα των κυμάτων.

Λίγο αίμα. Ανακατεμένο με μάτια που ανακαλούσαν καλοκαίρια, με χέρια που ανάσταιναν ρημαγμένες αγκαλιές. Μια παρέλαση από νότες, χιλιάδες νότες σε λάθος τραγούδια, παιγμένες ανάποδα, κοιμισμένες ανάσκελα σε μονά κρεβάτια, πάνω σε στρώματα που ξερνούσαν φωτιά, έπαιζαν κρυφτό στα μαλλιά της. Ένας αναστεναγμός, μια σπιθαμή ξενιτεμένης φωνής πατημένη στην τραχεία. Αυτό ήταν όλο.

Όλα γύρω την κορόιδευαν. Ακόμα κι εκείνα που δεν είχε προλάβει να ζήσει, χόρευαν γυμνά πάνω στο μαχαίρι της. Έσκουζαν οι φωνές των ανθρώπων που δεν αντάμωσε.Έκλεβαν τις πέτρες της, τις πετούσαν στο παρελθόν της. Ένα σωρό χέρια απλώνονταν στο στήθος της γυρεύοντας το ψέμα της να ταιριάξουν στο δικό τους. Στοίβαζαν στα πόδια της ματιές τσαλακωμένες από έρωτα. Έσκιζαν το δέρμα της με τον σουγιά των ρημάτων τους για να μπολιάσουν τα κεκτημένα τους, να μην τους κατατρέχουν μακρύτερα από τις επιθυμίες της. Έμοιαζε με μια σχεδόν μέρα, σχεδόν με γιορτή, μόνο που ο ήλιος άλλαζε συνεχώς ρότα, ενώ τα σύννεφα γελούσαν αντί να κλαίνε. Κι η τριανταφυλλιά σκόρπιζε βιαστικά τ’ άνθη της στη γη.

«Δεν θα μάθεις ποτέ την αγάπη», μουρμούριζαν, «δεν φτάνει ένα μαχαίρι για να την ξορκίσει».

Δεν υπήρχαν άλλες πέτρες. Να μπουκώσει με δαύτες τ’ αυτιά της να μην ακούει. Να τις χώσει στα στόματά τους για να πνιγεί η αλήθεια. Τις είχε ξοδέψει όλες. Τις είχε φάει. Μία-μία τις είχε καταπιεί το σώμα της. Έτσι, έκοψε τα χέρια της. Τα ασυμβίβαστα όπλα της. Τα χέρια της που δεν έβρισκαν πουθενά αναπαμό, εκείνα που ζωγράφιζαν πόρτες κι άνοιγαν με φούρια τα παράθυρα.

Δίχως να το σκεφτεί τεμάχισε ένα-ένα τα δάχτυλα με τα δόντια της. Μια φυγή σφηνωμένη στους κοπτήρες. Ανάμεσα στους παράμεσους, ακόμα μία. Και μια υπόγεια, εκείνη η κρυφή, η γαζωμένη από μετάξι και ιδρώτα που οδηγούσε στο σώμα του. . .

«Όχι, όχι αυτήν!»

«Από τη ρίζα κόβεται το κακό».

Γεννημένη δράκαινα, ραμμένη κάτω από τον δεξιό της καρπό, αυτό το τέρας που όλο πόρτες άνοιγε για να φύγει, να πετάξει, με μια δαγκωνιά φτιαγμένη από σίδερο και αλάτι, πετάχτηκε κι αυτή στη ρίζα της τριανταφυλλιάς.

«Δεν ξεκολλά η αγάπη από το δέρμα».

Το αίμα στέγνωσε κάποτε. Η πανσέληνος τίναξε προσεκτικά τη σκόνη της γυναίκας από πάνω της. Είχε να ανατείλει και σ’ άλλο κορμί. Δεν υπήρχαν πουθενά ολόγυρα πέτρες για να βάλει στο μνήμα της.

§

 

Κεχαγιά Φανή

Γιαβρί μου[1]

 

Από αγάπη τον πήρα. Τρελός έρωτας. Αυτός ήταν είκοσι οχτώ, εγώ δεκαεννιά. Ο πρώτος μου έρωτας. Κι ο τελευταίος.
Οι δικοί μου ούτε να τον δουν ζωγραφιστό.
«Την κόρη μου εγώ σ’ εργάτη δεν τη δίνω. Βουλκανιζατέρ, μαρή; Γι’ αυτό λιώνουμε εγώ κι η μάνα σου στα διπλά μεροκάματα να σε στέλνουμε στα εγγλέζικα και στα ωδεία, για να ξεπέσεις στον λιγδιάρη;»
Άστραψε και βρόντηξε ο πατέρας μου σαν το ‘μαθε. Άστραψαν και τα μάτια μου απ’ τ’ απανωτά χαστούκια που μου σβούριξε. Το σφύριξε, βλέπεις, στη μάνα μου η γαλατού της γειτονιάς που μας είδε ένα βράδυ σαν με γύρναγε σπίτι απ’ τα σκοτεινά ο λεγάμενος με τη μηχανή κι αυτή έτρεξε αυτοστιγμεί να το πει του πατέρα μου. Έβγαλε αυτός το ζουνάρι και με ξεπέτσιασε. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Μια με τις χερούκλες σκαμπίλια, μια με το ζουνάρι στα πόδια.
Μα, δε μ’ έμελλε. Ο λεγάμενος ήταν πιο έμορφος από άγγελος, κι ας ήταν όλο με λεκιασμένες φόρμες. Σαν καβάλαγε τη μηχανή, ούτε ο Αλεντελόν φτούραγε μπροστά του. Με κοίταγε μ’ εκείνα τα τουρκουάζ μάτια του κι έλιωνα γω, είχε και κάτι ματοτσίνουρα μπουκλωτά σαν μισοφέγγαρα, έραβε και ξήλωνε τα σπλάχνα μου η ματιά του κι άναβε στο μέσα μου φωτιές τ’ Αγιαννιού που δε λέγαν να σβέσουν. Όλες στη γειτονιά τον λαχταρούσαν, μα αυτός ήθελε εμένα κι εγώ τι; Θα τον άφηνα να μου τον φαν οι κάργιες; Γιατί; Για να πάρω κάναν δασκαλάκο, επειδής τ’ ονειρεύτηκε ο πατέρας μου; Όχι. Αυτόν ήθελα κι αφού μ’ ήθελε κι αυτός, δεν του ‘πεφτε λόγος ούτε του πατέρα ούτε της μάνας.
Μα, σαν το ‘μαθαν, αφού με τουλούμιασε καλά καλά στο ξύλο ο γέρος, με γράπωσε κι η μάνα απ’ το μαλλί -«Ρεζίλι των σκυλιών μας έκανες, μωρή»-, και με κλειδαμπάρωσαν στο σπίτι, μήτε στο παράθυρο μ’ άφηνε η μάνα να ξεμυτίσω. Βούιξε η γειτονιά, τα ‘μαθε κι ο λεγάμενος, ήρθε γραβατωμένος τρεις μέρες μετά με κάτι γλαδιόλες ίσαμε το μπόι του να με ζητήξει. Ο πατέρας ούτε τον άφησε να μπει, απ’ το κατώφλι τον ξαπόστειλε, χαραμοφάη τον ανέβαζε, προικοθήρα τον κατέβαζε.
Τον είδα ‘γω απ’ τις γρίλιες να φεύγει σαν σκύλος δαρμένος, είπα, πάει, αυτό ήτανε, τον έχασα κι είπα, δε μένει παρά να φαρμακωθώ. Αλλά αυτός το πήρε μανιάτικο που τον φέρθηκε σαν ζητιάνο ο γέρος μου και χρύσωσε την Αργυρώ τη μοδίστρα που την είχε σέβας η μάνα μου να με φέρει το ραβασάκι να κλεφτούμε. Έτσι δεν πήρα το φαρμάκι κι έλεγα η δόλια γλίτωξα… Πού να ‘ξερα η καψερή τι έμελλε να με ‘βρει. Απ’ το πίσω παράθυρο μ’ έβαλε σκάλα και κατέβηκα Τετάρτη βράδυ ανήμερα του Αι Γιώργη κι έκανα τάμα, αν πάνε όλα κατ’ ευχή κι αξιώσει ο Θεός να τον στεφανωθώ και κάμω αγόρι, Γιώργη να το πω.
Αλλά δες εσύ άμα θέλει ο σατανάς πώς τα ταιριάζει, τον στεφανώθηκα, μα αγόρι δεν ήρθε, μόν’ τρεις τσούπρες η μια πίσω απ’ την άλλη. Το τάμα, όμως, είναι τάμα και πρέπει να πλερώνεται, γι’ αυτό μαθές το πρώτο Γιωργίτσα το είπα κι ας ήθελε ο λεγάμενος να το βγάλουμε Αναστασώ της μάνας του. Αναστασώ βγάλαμε το δεύτερο, το στερνό το είπαμε Δέσποινα. Της μάνας μου, κι ας μη με ξαναμίλησαν ποτές ούτε αυτή ούτε ο πατέρας μέχρι που συχωρέθηκαν.
Που λες, μάλαμα και ζάχαρη τα πρώτα χρόνια, μα σαν πέρναγε ο καιρός και έπεσαν όξω οι δουλειές –βρόμισε ο τόπος βουλκανιζατέρ, βλέπεις- άρχισε να μπεκροπίνει ο λεγάμενος. Έρχουνταν στο σπίτι μπαρουτιασμένος κι άμα μίλαγα, μ’ έριχνε κι από καμιά. Κι εγώ δεν κράταγα το στόμα μου κλειστό, έλεγα, από έρωτα τον πήρα, η μάνα κι ο κύρης μου ούτε να με ξαναδιούν ζωγραφιστή για το χατίρι του κι αυτός να μπεκρουλιάζει, άρχισα να δίνω δίκια στον πατέρα μου και μ’ έζωναν τα φίδια. Το πρωί σαν ξυπνούσα, έχει τα δίκια του έλεγα κι αυτός, λίγο το ‘χεις να περιμένουν από σένα τέσσερα στόματα κι εσύ να μην έχεις;
Και πες πες το χώνεψα κι άρχισα να μη δίνω σημασία ούτε στα μπεκρουλιάσματα ούτε στο ξύλο, μόνη έγνοια μου τα κορίτσια μου να ‘χουν να φαν και να ντυθούν, γι’ αυτό πήγα κι έπιασα τη δασκάλα, το και το, κάτι εγγλέζικα και λίγο πιάνο τα ‘μαθα στα νιάτα μου κι άμα ξεύρεις κανέναν να θέλει, πες, γιατί έχω ζόρι. Καλή γυναίκα η δασκάλα, διαβασμένη και θεοσεβούμενη, με βρήκε δύο αγόρια στην Πολίχνη, αδέρφια δέκα και δώδεκα χρονώ, ναυτικός ο πατέρας τους κι η μάνα νοικοκυρεμένη, έδωκε εντολή ο ναυτικός να μάθουν τα παιδιά γλώσσες, σάμπως κι ακολουθήσουν τη δουλειά τη δικιά του, άμα παν στα ξένα, να μη στέκουν στα χαμένα σαν εκείνονε.
Μόνο πού ‘πρεπε εγώ να παίρνω δυο αστικά μέχρι να πάω στην Πολίχνη απ’ το Καραμπουρνάκι και δυο μέρες τη βδομάδα έλειπα απογέματα πέντε-έξι ώρες απ’ το σπίτι. Μα δε στεναχωριόμουνα, γιατί η Γιωργίτσα είχε πατήσει τα δεκατρία και μπορούσε να φυλάει τ’ άλλα δυο κι ο λεγάμενος είπε θα στέκεται αυτός στο σπίτι να μη μένουν μόνα τα παιδιά. Από κει, που λες, έπρεπε να το ψυλλιαστώ πως κάτι βρομάει, γιατί αυτός απ’ τον καφενέ δεν ξεκόλλαγε μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, αλλά τόση που ήταν η ανάγκη μου, χάρηκα κιόλας, λέω, μπας και ξανανοικοκυρευτεί σαν πρώτα.
Τρεις μήνες πήγε έτσι κι εγώ έβλεπα που το μεγάλο το κορίτσι μου μαραίνονταν, σαν φαρμακωμένο ήταν ολημερίς, βογκούσε τα βράδια στο στρώμα κι άλλες φορές τινάζονταν σκιαγμένο, τι έχεις, καρδούλα μου, τίποτα μάνα, κακό όνειρο. Είναι που αλλάζει το κορμί και όσο να ‘ναι θα έρθουν και τα ρούχα του, έλεγα η καψερή, δεν πήγε ο νους μου στο κακό, έπιασα και δυο τρία φράγκα, πλήρωσα κι ένα απ’ τα νοίκια που χρωστάγαμε κι αναθάρρησα. Τώρα που τα αναλογιέμαι, λέω, έπρεπε να τα σκαλίσω περσότερο, παιδί είναι κι εγώ η μάνα του, άμα το ζόριζα, θα ‘σπαγε, αλλά, στ’ ορκίζομαι στην ψυχή των γονιών μου, δεν πήγε ο νους μου.
Έσπασε, όμως, ο διάολος το ποδάρι του κι η αλήθεια φανερώθηκε μοναχιά της. Ή έβαλε το χέρι του ο άγιος, παραμονή του Άι Γιώργη, βλέπεις. Κίνησα να πάω στο μάθημα, βρήκα μπροστά μου την απεργία, κατέβαιναν οι φορτηγατζήδες, οι λαχανοπώλες, οι χασάπηδες, όλη η αγορά μπλοκαρισμένη, αστικό δεν περνούσε. Είδα, απόειδα, γυρνάω σπίτι, είπα, να προλάβω να τηλεφωνήσω τη γυναίκα που δε θα πάω στο μάθημα, μη με περιμένουν και τα γιαβρούδια – τα είχα αγαπήσει, βλέπεις, τα αγόρια, χρυσά παιδιά, διαβαστερά και προκομμένα.
Μπαίνω σπίτι κι αντί για φασαρία και κόσμο, βρίσκω μια βουβαμάρα, λέω, πού να πήγαν όλοι απογεματιάτικα. Πρώτο απ’ το έμπα στο χολ το δωμάτιο των κοριτσιών, κάνω ν’ ανοίξω, το κλειδί στην πόρτα, μα αυτή κλειδωμένη. Ανοίγω απορημένη, βρίσκω τα δυο μικρά να παίζουν κατάχαμα, πού είναι η Γιωργίτσα; ρωτώ, με τον μπαμπά, λένε κι εκεί μια ανησυχία δάγκασε την καρδιά μου μια στιγμή, αλλά ο νους μου δεν το συνάντησε το δάγκαμα, ο νους αθώος και τυφλός, ακόμη κοιμισμένος δεν έβαλε στο νου του συφορά.
Άφησα τα δυο μικρά να παίζουν και κίνησα για την κρεβατοκάμαρα, φτάνω απ’ όξω, η πόρτα κλειδωμένη κι αυτή και το κλειδί από μέσα. Με φώτισε ο Θεός –ο διάολος; ο Άι Γιώργης; όποιον αγαπάς βάνεις στο νου σου- και δεν έκαμα φασαρία, σημείο δεν έδωσα πως είμαι σπίτι, μόνο βγήκα όξω κι έκαμα τη γύρα του σπιτιού να βρεθώ μπροστά στο παράθυρο της κάμαρας, βρίσκω κλειστό το παράθυρο, μα ο μεντεσές χαλασμένος από χρόνια, πώς με φώτιξε και δεν έβαλα φωνή, στα μουγκά κι αθόρυβα δίνω απαλή σπρωξιά κι ανοίγει σαν γαρούφαλλο η κάσα και τι να δω.
Αχ, Παναγιά μου και Χριστέ κι Άι Γιώργη κι όλοι οι άγιοι μαζί, μη σώσει μάνα να δει το παιδί της να το μολεύει ο κύρης του με τέτοιον τρόπο, με κανέναν τρόπο, μη δει άνθρωπος τέρας να ρουφάει τις δροσιές του ίδιου του κοριτσιού του, κορίτσι, αγόρι, το ίδιο είναι θαρρώ τώρα που το βάνω στο νου, μη δει το διάολο να κρατσανίζει τα δόντια του, ν’ ακονίζει τα σαγόνια του πάνω στις τρυφεράδες του παιδιού του. Όι μάνα μου, πώς δεν ούρλιαξα, πώς δεν αλιποθύμηξα, πώς δεν πέθανα κείνη την ώρα πάνω στο θέαμα το απ’ αλλού φερμένο, λες κι απ’ την ίδια την κόλαση ξεριζωμένο και φυτεμένο απάνου στο κρεβάτι του γάμου, πάνω στο ίδιο το κρεβάτι που το ‘πιασα το σπλάχνο μου, εκεί απάνου να ιδροκοπάει το τέρας της κόλασης πάνω στο τρυφερούδι του των δεκατριώ χρονώ κι αυτό με μάτια σφαλιστά και χείλη άσπρα χιόνι απ’ το σφίξιμο να παλεύει να χωρέσει το αχώρεστο.
Άμα δεν το ζήσεις, δεν ξέρεις τι παλούκωμα της ψυχής είναι να βλέπουν τα μάτια σου το κορμάκι που λαχτάρησες να μεγαλώσεις, που σπιθαμή προς σπιθαμή το ξέρεις απ’ όξω κι ανακατωτά, γιατί πόντο πόντο το χαϊδολόγησες απ’ τα γεννητούρια του και το φρόντισες στις αρρώστιες, να το βλέπουν γυμνό τα μάτια σου να σπαρταράει και να λιώνει κάτω απ’ το βάρος του αγριμιού, του θεριού της ζούγκλας κι όχι όποιου όποιου, μα ίσα ίσα αυτού που του έμαθες να λέει πατέρα, σ’ το λέω, να το ξεύρεις κι ο Θεός μη δώσει να το ζήσεις, το θωρούν τα μάτια κι ο νους πάλι δεν το χωράει για αληθινό.
Πάνω στη φούντωση και στην κάψα ο σατανάς δε μ’ άκουσε, δε μ’ είδε, μόν’ το γιαβρί μου μια στιγμή άνοιξε τα ματάκια του και μ’ είδε στο κάδρο του παράθυρου να χάσκω σαν εκείνη τη γυναίκα του Λοτ που μας είπαν στα θρησκευτικά, μια στιγμή που μ’ έκαψε τα σωθικά κι έκανε την καρδιά μου κρανίου τόπο άνοιξε τα ματάκια του κι είδα απορεμένα να ρωτάν γιατί, μάνα, είδα να ουρλιάζουν σώσε με, μάνα, κι αυτό το ουρλιαχτό είναι νύχτες που ακόμα ξεσκίζει τα τζιγέρια μου και όσο ζω θα με ξεσκίζει ολάκερη που δεν είχα μάτια και μυαλό να δω από τα πρώτα τι γινόταν, δεν είχα καρδιά να το νιώσω, μάνα είμαι εγώ που δεν το ‘νιωσα; Οι μάνες τέτοια πράματα δε χρειάζεται να τα δουν, τα νιώθουν και μέχρι να αφήσω την τελευταία πνοή μου θα με καταριέμαι που δεν το ένιωσα η άχρηστη μάνα πριν ακόμη γένει το τρανό κακό.
Δεν είπα τίποτα, που λες. Θες τ’ αστροπελέκι που με βάρεσε, θες το βλέμμα του κοριτσιού μου; Μάγκωσε η φωνή μέσα μου, θρύψαλα η κραυγή μου, χιλιάδες κοφτερές αστραπές σκόρπισαν ολούθε και σφηνώθηκαν στον λαιμό σε βόγκο βουβό, τέτοιον πόνο δεν ξέρω, αμαρτία παίρνω, αλλά τέτοιον πόνο, λέω τώρα ούτε άμα αντίκριζα το παιδί μου πεθαμένο θα ‘νιωθα.
Δεν είπα τίποτα. Μόνο πισωπάτησα, μπήκα τρεκλίζοντας στο σπίτι ξανά βροντώντας την πόρτα και κάνοντας σαματά να δώσω σήμα πως μόλις γύρισα τάχαμου και κάνοντας τη χαζή και την ανήξερη και πώς με βάστηξε η καρδιά, καμώθηκα και τη χαρούμενη που χάθηκε το μάθημα και γύρισα σπίτι νωρίς, μπήκα πρώτα στο δωμάτιο των μικρών που δεν κατάλαβαν, τ’ αγκάλιαζα και τα φιλούσα και δάγκωνα το κατωχείλι μην τύχει και βγει δάκρυ, αγρίευα το κλάμα, το απόπαιρνα να σκιαχτεί για να γυρίσει πίσω στο σφαλιστό λαγούμι του και πάλευα να δω, κι έτρεμα μη δω και σημάδια του σατανά πάνω στα μικρά. Του ‘δωκα χρόνο, σε ένα δυο λεπτά φάνηκε δήθεν τάχα φρεσκοξυπνημένος, «Τι έπαθες, μωρή, και γύρισες;» αδιάφορος και ανέμελος κι έγινε μπουχός μέχρι να πεις κύμινο για τον καφενέ.
Έτρεξα τότες εγώ στο κορίτσι μου, είχε ντυθεί στο μεταξύ, σαν νιογέννητο πουλί που ‘πεσε απ τη φωλιά μαζεμένο στη γωνιά του τοίχου με έναν τρόμο με κοίταξε σαν με είδε, μα άσε τον τρόμο, αυτός λες έχει και λογική, εκεί που τρέλα μ’ έπιασε είναι που είδα ενοχές στα μάτια του παιδιού μου, δεκατριώ χρονώ κι ο κάφρος, ο καργιόλης, ο γιός του σατανά, τι λέω, ο σατανάς ο ίδιος, ιτς, στάλα ενοχή δεν είχε, κι αυτό δεκατριώ χρονώ γιαβρούδι φορτώθηκε απάνω του όλη την αμαρτία.
Άνοιξα τα χέρια φτερούγες κι έσφιξα μέσα το σακατεμένο πουλί μου, απαλά απαλά, μην το πληγώσω κι άλλο, σπαρταρούσε κι ήθελα να δώσω μια να το ξανασπρώξω στην κοιλιά κι εκεί να το φυλάξω για πάντα να μην το ξαναγγίξει τίποτα και κανείς, να ξαναγίνει απ’ την αρχή άσπιλο και αθώο, το περιστέρι μου το αιματωμένο, να λευκάνει η καρδούλα του και το μυαλό του, το κορμί του, η ψυχή του να ξεγράψουν τη συφορά και το κακό που του έλαχε ο κύρης του να του δώκει.
Κάποια στιγμή πήρε να κλαίει, σώπα, πριγκηπέσα μου, σώπα, πουλί μου, μην κλαις, γιαβρί μου, κλάψε ψυχή μου, ματάκια μου, σώπα, μην κλαις, κλάψε, καρδούλα μου, να γειάνει η ψυχή σου και για το κορμί, μη σε μέλει, το κορμί βρίσκει τρόπο και γιατρεύεται μοναχό του, σςς, σώπα, πουλί μου, κλάψε, κι απ’ το πολύ το μιλητό μου και το κλάμα του αποκοιμήθηκε και πήρα τότες κι εγώ να κλαίω σιγανά, έλα, ύπνε πάρε τοοο και βάλ’ το στους μπαξέδεεες και γιόμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδεεεες, κολοβό αναφιλητό και μου ‘ρθε το νανούρισμα της μάνας το θρακιώτικο και σαν ν’ άκουγα τη φωνή της μάνας, πού είσαι, μάνα μου, τώρα που σε χρειάζομαι, τώρα που είμαι κι εγώ μάνα και σαν μάνα δε φέρθηκα, που είσαι, μάνα μου, να με συντρέξεις να γειάνω το παιδί μου.
Σήκωσα στα χέρια τη Γιωργίτσα μου, την απίθωσα στο κρεβάτι της, ούτε θυμάμαι τον εαυτό μου να ταΐζει τ’ άλλα δυο, που, σαν να ένιωσαν κι αυτά το μολύβι που ντύθηκε η καρδιά μου, ήταν σιγαλά κι υπάκουα μέχρι που κοιμήθηκαν, τα κλείδωσα και τα τρία στην κάμαρα μην τύχει και βάνει στο νου του ο καταραμένος και τίποτες άλλο, έχωσα το κλειδί στον κόρφο μου και καμώθηκα την κοιμισμένη μέχρι ν’ ακούσω το κλειδί του σατανά στην πόρτα. Άμα μπόραγες ν’ ακούσεις το μυαλό μου κείνες τις ώρες, θ’ άκουγες μηχανή ν’ αγκομαχάει, όχι, όχι μηχανή, ένα εργοστάσιο μηχανές ν’ αγκομαχάνε όλες αντάμα, άλλη να σφυρίζει, άλλη να τρίζει, άλλη να βαράει ταμπούρλα, άλλη να…
Αλλά τι σε λέω. Το μυαλό μηχανές, η καρδιά λιωμένη κάτω από ρόδες νταλίκας, χυμένη όλη κατάχαμα και το κορμί λες και πλάγιαζε σε ένα χαλί από πλεγμένα φίδια γλιστερά και παγερά που σέρνουνταν ακάματα ν’ αναζητούν σάρκα να μπήξουν τα δόντια τους ν’ απιθώσουν κι άλλο δηλητήριο.
Σαν τον άκουσα να ‘ρχεται, μήτε ανάσα πήρα μέχρι να πλαγιάσει το μουσχάρι, ως το δέκα δεν πρόλαβα να μετρήσω κι αποκοιμήθηκε ζέχνοντας καπνισμένα πιοτά. Ένα δυο λεπτά απόμεινα ακόμη ακούνητη να σιγουρέψω το βαθυΰπνι του. Σαν άκουσα το πριόνι του ροχαλητού του, πήρα από κάτω απ’ το κρεβάτι τη βαριοπούλα που ‘χα φέρει από το αποθηκάκι της αυλής από πριν σαν αποκοιμήθηκαν τα κορίτσια, έφερα ένα γύρο το κρεβάτι να σταθώ ίσια από πάνω του και του ‘λιωσα το κεφάλι.
Κιχ δεν έβγαλε το γουμάρι και να σε πω την αλήθεια, τώρα που τα ξαναφέρνω στο νου, έπρεπε να το είχα κάμει αλλιώς, έπρεπε να βασανιστεί πριν φύγει η ψυχή από μέσα του, να μάθει αυτός τι ‘ναι να μαγαρίζεις το κορίτσι σου. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές ανεβοκατέβηκαν τα χέρια μου και ήταν σαν να σήκωνα και να κατέβαζα μπαμπάκι. Κάμποσες, όμως, γιατί το κεφάλι του, σαν απόσωσα, κεφάλι δεν ήταν, μόνο ένας μαύρος λεκές σάρκινος ανάκατος με τρίχες και λιωμένα κόκαλα πάνω στο λευκό μαξιλάρι.
Αν με ρωτήξεις, το κόκκινο δεν το κάνω εικόνα, θες ο θολωμένος νους μου, θες το σκοτάδι της νύχτας, πάντως κόκκινο η καρδιά μου δε θυμάται και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε θολωμένος ήταν ο νους, ξαστερωμένος ήταν, λαμπίκος. Μετά πήρα και του τσάκισα τα χέρια, ποιο το νόημα, θα με πεις, αυτά τα χέρια που βάστηξαν να σκαλίσουν το κορμάκι του παιδιού του δεν άντεχα να ξέρω πως θα απομείνουν ανέγγιχτα, κι άμα είχα κουράγιο και χρόνο, ένα ένα με τα δόντια θα τα ξέσκιζα τα κλαδιά τα σάπια του Βελζεβούλ.
Έπειτα έκοψα το μαραμένο πράμα του με την τανάλια, πάλι θα με πεις, τι νόημα είχε, πρώτο έπρεπε να το κόψω όσο ήταν ακόμη ζωντανός, να νιώσει το λεπίδι να σφαδάξει, αλλά είχα στο νου που άμα ξύπναγε, θα ‘μπηγε τις φωνές και δε θα απόσωνα να τον αποτελειώσω όπως το ‘χα σχεδιάσει κι άφησα το πράμα του τελευταίο. Ίδιο ψόφιο σπουργίτι στο χέρι μου, πήγα στο παράθυρο, σφύριξα στον Αράπη -μεγάλη αδυναμία τον είχε τον Αράπη ο ασυγχώρετος κι έλεγα τα κορίτσια του δεν τα χαϊδολόγησε ποτέ όπως χαϊδολογάει τον σκύλο, πού να ‘ξερα η αφορισμένη, πού να ‘ξερα, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, πού να ‘ξερα-, έλα, πασάκα μου, που σου ‘χω μεζέ, μια χαψιά έκανε το ζώο το διαολόπραμα τ’ αφεντικού του και με κοίταξε έπειτα μ’ εκείνα τα μάτια του τα μπλαβιά απορεμένο, λες και τον μύρισε τον σατανά την ώρα που τον κατάπινε κι απόμεινε δίγνωμο αν έπραξε σωστά.
Έπειτα πήγα νίφτηκα και πλάγιασα ξαλαφρωμένη πλάι στα σπουργίτια μου. Σαν έφεξε, τα πήγα και τα τρία στο σχολειό, πού είναι ο πατέρας, ρώτησε το μικρό, άργησε χθες και κοιμάται ακόμη, μόνο η Γεωργία μου με κοίταξε με λαβωμένα μάτια που ‘ξεραν κι αναγάλλιασε το μέσα μου πως ό,τι έκαμα ήταν τέτοιο που ‘πρεπε. Είπα στη δασκάλα που θα έρθει να τα πάρει η γειτόνισσα, άγιος άνθρωπος η Στέλλα η γειτόνισσα, όποτε χρειάστηκα τόσα χρόνια μ’ έστερξε, κι έπειτα ήρθα εδώ.
Και δεν ξέρω αν είναι έτσι όπως λες, κυρ αστυνόμε, ότι έγινα αυτή η πώς την λες, ναι, γεια σου, αυτή η Ρέα που έσωσε τα παιδιά της από τον ανθρωποφάγο κύρη τους, εγώ ξέρω, το χώνεψα καλά και στην καρδιά μου είναι βολεμένο ήσυχα, πως τρία λουλούδια μ’ αξίωσε ο Θεός να φέρω στον κόσμο εμένα την ανάξια κι αν θέλω ν’ ανθίσουν και να μοσχοβολήσουν στον κόσμο, κάλλιο άλλη οικογένεια να τ’ αγαπήσει και να τα μεγαλώσει, παρά ένας πατέρας κανίβαλος και μια μάνα φόνισσα.
Γιατί τα χέρια μου τα ‘πλυνα απ’ το αίμα, ναι, κι η καρδιά μου είναι λαγαρισμένη από το φονικό, αλλά, όπως και να γίνει και όπως και να το δεις, η αμαρτία είν’ αμαρτία και, άμα πάρεις ζωή, για ζώου, για ανθρώπου, η ψυχή πάντα αμαρτωλή θα σέρνεται στη μαγάρα. Η ψυχή, ακόμη κι αν είναι για το παιδί σου, η ψυχή δεν ξεπλένεται, κυρ αστυνόμε, μέχρι να σβήσεις.

 

[1] Από την αδημοσίευτη συλλογή διηγημάτων Κρόνος

 

§

 

Κιοσσές Σπύρος

Αλεκτρυονοπώλης

Καθόμουν στο ξύλινο παγκάκι της αυλής δίπλα στη βρύση και χάζευα τις κότες να σκαλίζουν το χώμα. Σάββατο πρωί. Αναγκαστική διαμονή στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά, μέχρι να γυρίσουν οι γονείς απ’ τη Θεσσαλονίκη. Θα ‘κανε μια σοβαρή εγχείρηση η μαμά. Είχε μια αρρώστια στα νιτρικά της, άκουσα να λέει σε μια γειτόνισσα. Έφυγαν άρον άρον και δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι είναι τα νιτρικά. Θα το έψαχνα όμως με την πρώτη ευκαιρία στην καινούργια εγκυκλοπαίδεια που αγόρασε ο μπαμπάς με δόσεις -γιατί θα τη χρειαστώ στο Γυμνάσιο, έτσι είπε στη μαμά που γκρίνιαζε ότι εδώ ο μήνας βγαίνει με το ζόρι, να δούμε πόσα θα μας πάρουν κι απ’ την κλινική, οι δόσεις μας έλειπαν. Εγώ πάντως χαιρόμουν κάθε φορά να σημειώνω τις δραχμές που πληρώναμε στο καρτελάκι που μας άφησε ο πωλητής, συμπλήρωνε κι αυτός το ίδιο ποσό στη δική του καρτέλα, και να κάνω μετά την αφαίρεση, να δούμε πόσα λεφτά τού χρωστούσαμε ακόμη.
Στο χωριό βαριόμουν. Όποτε πήγαινα, κουβαλούσα το μπλοκ ζωγραφικής και οπωσδήποτε το τελευταίο τεύχος του Μπλεκ ή του Σεραφίνο, ανάλογα ποιο είχα εκείνες τις μέρες – εγώ αγόραζα το ένα, ο φίλος μου ο Νίκος το άλλο, και τα ανταλλάζαμε. Τώρα είχα τον Μπλεκ αλλά δεν τον διάβαζα. Ξεκίνησα από χτες να ζωγραφίζω κάτι σα ζούγκλα ή παραδείσιο τοπίο, κι ήθελα σήμερα να το τελειώσω. Τα πανύψηλα δέντρα με το πυκνό, καταπράσινο φύλλωμα, οι θάμνοι κι οι καταρράκτες περίμεναν να κατοικηθούν από ζώα, όντα περίεργα και σπάνια, σαν αυτά στα βιβλία του Ιούλιου Βερν. Προς το παρόν, είχα ξεμείνει από έμπνευση κι απλά χάζευα τις κότες, που σίγουρα δεν άξιζαν μια θέση στη ζούγκλα μου.
Μια αντρική φωνή που ακουγόταν με παράσιτα διέκοψε την ησυχία του πρωινού. Ερχόταν απ’ το μεγάφωνο ενός φορτηγού που πλησίαζε: «Όρνιθες πουλάω. Πουλάδες αυγοπαραγωγής ή κρέατος, άσπρες, κόκκινες, μαύρες, γκρι, πετρωτές. Κότες Ορλόφ και Γιοκοχάμα. Κοκόρια Κοτσίν κι Ανδαλουσιανά, καπόνια και πετειναράκια. Φραγκόκοτες, κλώσσες και νεοσσούς. Γαλόπουλα ντόπια κι εισαγωγής. Νανάκια Πεκίν με μακριές χρυσαφένιες ουρές. Φασιανούς του Ιράν. Παγώνια λευκά, ερυθρά, πράσινα, μπλε κι αρλεκίν. Άγρια πρασινοκέφαλα. Καρδαρινοκάναρα, παπαγαλάκια κοκατίλ. Ορτύκια ιταλικά και πετροπέρδικες. Όλα εμβολιασμένα». Μέσα μου μια πανδαισία από πολύχρωμα φτερά, λοφία, ράμφη περίτεχνα, φτεροκοπήματα, κρωξίματα, κελαηδητά και τιτιβίσματα. Είχα επιτέλους βρει ενοίκους για τη ζωγραφιά μου. Ποιοι θα φωλιάζανε στις κορυφές, θα κούρνιαζαν μες στα κλαριά, θα κρύβονταν στις φυλλωσιές, μετέωρα θα αιωρούνταν στον καταγάλανο ουρανό της. Έπιασα τους μαρκαδόρους με μανία κι απορροφήθηκα εντελώς στο έργο μου. Ούτε που αντιλήφθηκα το σαραβαλιασμένο φορτηγό, που δίπλα μου περνούσε τώρα, κι ο οδηγός του αγωνιούσε για το μεροκάματο. Ούτε που παρατήρησα την ταλαιπωρημένη μικρομάνα, στη θέση του συνοδηγού, που ‘δινε απελπισμένη τον μαστό της στο μωρό, το κλάμα του να σταματήσει. Ούτε που οσμίστηκα τη δυσωδία που πίσω του άφηνε το υπαίθριο θορυβώδες πωλητήριο.

 

§

 

Πατσούρα Όλγα

Σταρ Ελλάς

Ο Στέλιος ήταν χωροφύλακας. Όμορφο δεν τον έλεγες. Είχε πολλές κατακτήσεις. Είχε ευφράδεια λόγου και φορούσε στολή. Ήταν έξυπνος και έπαιζε βιολί. Έδινε την εντύπωση καλλιεργημένου ανθρώπου. Σχολείο είχε πάει μέχρι το δημοτικό. Μετά φύλαγε τα γίδια του πατέρα του. Όταν έφυγαν οι Ιταλοί στρατιώτες από το χωριό, βρήκε το βιολί κρυμμένο σε ένα δέντρο. Έβαλε σκοπό να μάθει να παίζει. Στο χωριό υπήρχε γραμμόφωνο με πλάκες. Τις Κυριακές μαζεύονταν γυναίκες και άντρες στο καφενείο και άκουγαν Ευρωπαϊκή μουσική. Σιγά σιγά άρχισε να ακολουθεί με το βιολί όλες τις μουσικές. Ένας θείος του πατέρα του, τον έβαλε στην χωροφυλακή. Δεν ήθελε να φύγει από το χωριό. Γρήγορα κατάλαβε πως στις γυναίκες αρέσει η στολή. Ειδικά όταν έπαιζε βιολί με την στολή.
Στην Αθήνα πήγε για εκπαίδευση. Όταν κατάλαβε ο ανώτερός του ότι ήξερε βιολί, τον καλούσε να παίζει σε εκδηλώσεις. Στηνόταν ο Στέλιος καμαρωτός και άρχισαν τα τυχερά.
Η Μαρίνα ήταν Σταρ Ελλάς. Εμφανίστηκε στολισμένη. Δεν είχε δει γυναίκα σαν αυτή. Στο χωριό δεν φορούσαν καπέλα και τακούνια. Κάτι παλιόρουχα φορούσαν που δεν έβλεπες δέρμα πουθενά. Η Μαρίνα είχε λευκό λαιμό και μικρά τσουπωτά στήθη. Δεν δυσκολεύτηκε να την ρίξει. Την έπεισε να τον ακολουθήσει στο χωριό, τάζοντάς της γάμο. Εκείνη νόμιζε ότι θα πήγαινε να μείνει σε μία έπαυλη στην επαρχία. Έτσι το παρουσίασε αυτός. Παρέλειψε να αναφέρει πως δεν υπήρχε βρύση στο χωριό, ούτε καν δρόμος. Το σπίτι ήταν όντως το καλύτερο. Ήταν διόροφο και τα ζώα δεν τα είχαν στο ισόγειο. Η τουαλέτα ήταν μια τρύπα στην αυλή, με τσίγκους για τοίχους.
Μετά το γάμο πήρε την Μαρίνα και τα μπαούλα της και επέστρεψε στο χωριό. Γούρλωσε τα μάτια η μάνα του όταν την είδε. Δεν ήξερε τι σόι γυναίκα ήταν αυτή. Ξεδιάντροπη της φάνηκε με το στήθος ανοιχτό. Κρατούσε ομπρέλα χωρίς να βρέχει. Και είχε ζωγραφίσει το πρόσωπό της. Ντράπηκε πολύ που αυτή θα ήταν η νύφη της. Κόσμος άρχισε να έρχεται στο σπίτι για να την δει. Τα απογεύματα η Μαρίνα και ο Στέλιος πήγαιναν περίπατο και αυτός της έπαιζε βιολί. Εκείνη ερωτευμένη όπως ήταν, χόρευε και τραγουδούσε. Και ενώ όλα ήταν πολύ χειρότερα από ότι είχε φανταστεί, ήταν ευτυχισμένη. Ο Στέλιος έλεγε σε όλους πως η Μαρίνα ήταν Σταρ Ελλάς. Κανένας δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Η ευτυχία κράτησε τρία χρόνια. Μετά από δύο παιδιά, η Μαρίνα άρχισε να βλέπει την πραγματικότητα. Ένα πρωί έφυγε όπως είχε έρθει. Με την ομπρέλα, το καπέλο και την νεογέννητη κόρη της. Ο Στέλιος έλεγε σε όλους ότι έπρεπε να βοηθήσει την μάνα της στην Αθήνα. Δεν την ξαναείδαν. Στο γιο του έλεγε ότι η μάνα του ήταν μια Σταρ Ελλάς.


§

 

 

Σκάρου Ηρώ

Μασκαριλίκια

 

Δημήτρη,

Το μήνυμα αυτό είναι από τον πατέρα σου. Το προφίλ ‘Αλέξανδρος Γκρέκος Μπέλλος’ στο facebook δημιουργήθηκε από μένα. Έκανες καλά που αποδέχτηκες το αίτημα φιλίας και μπορώ έτσι να επικοινωνήσω μαζί σου.

Πάνε εννιά χρόνια απ’ όταν η μάνα σου σε πήρε και πήγατε στο χωριό της. Δεν είχες νέα μου γιατί κρυβόμουνα. Δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρώσω τη διατροφή κι εξάλλου δεν τη χρειαζόσασταν. Ο παππούς σου έβγαζε απ’ το χασάπικο πολλά.

Nα σημειώσω εδώ πως ποτέ δεν έστειλε ούτε μια κότα όσο ζούσατε μαζί μου στην Αθήνα.

Η οικονομική μου κατάσταση παραμένει οικτρή. Μου έχουν κόψει ρεύμα και τηλέφωνο. Έχω συνδεθεί τώρα στο Wi-Fi του γείτονα για να σου στείλω το μήνυμα. Μη με λυπάσαι όμως, σε λίγο τα βάσανά μου τελειώνουν. Γι’ αυτό ήθελα να σου γράψω.

Είσαι πια άντρας και μπορείς, με τα στοιχεία που σου παραθέτω, να σχηματίσεις μια αντικειμενική εικόνα για μένα. Στάθηκα άτυχος και στα προσωπικά και στα επαγγελματικά. Η Ευανθία έμεινε έγκυος πάνω που οι δουλειές μου πήγαιναν καλά και το μυαλό μου κατέβαζε τη μια ιδέα μετά την άλλη. Μετά την κλοπή της εφεύρεσής μου για κρυφή κάμερα σε ρολόι χειρός δεν το έβαλα κάτω. Πείσμωσα και ξεκίνησα να δουλεύω σε μια πλήρη σειρά μικροσυσκευών κατασκοπείας. Τα ξενύχτια όμως όσο ήσουν μωρό και η συνεχής γκρίνια της μάνας σου δεν με άφηναν να συγκεντρωθώ. Τα σχέδιά μου έμεναν ανολοκλήρωτα στο συρτάρι. Μετά, η κρίση επηρέασε την αγορά. Τα χρέη μαζεύονταν κι εσύ δεν βοηθούσες την κατάσταση. Ήθελες μαθήματα χορού και όσα παιχνίδια με κατασκευές σου είχα πάρει έμεναν στο κουτί τους. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ζήτησα τότε το τεστ πατρότητας. Αν αποφασίσεις να το κάνεις ποτέ, στον φάκελο με τίτλο ‘DNA’ έχω τη δική μου εξέταση.

Βλέπω τις φωτογραφίες που ανεβάζεις. Μοιάζεις πολύ στην Ευανθία. Στο θέατρο δεν ήρθα, διάβασα όμως τις κριτικές. Δεν γράφουν κάτι κακό για σένα προσωπικά. Είδα κι αυτήν τη διαφήμιση με τον χυμό. Ωραία. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.

Ο λόγος που σου γράφω είναι για να σου ανακοινώσω ότι αποφάσισα να μην ζήσω άλλο. Κουράστηκα να κλέβουν τις ιδέες μου και να μην εισπράττω την αναγνώριση που αξίζω. Δεν μπορώ άλλο να κρύβομαι γιατί χρωστάω. Ελπίζω μετά θάνατον, με τη βοήθειά σου, ο κόσμος να μάθει την αλήθεια για μένα. Είναι καιρός που σκέφτομαι την αυτοκτονία. Έχω μελετήσει τους τρόπους κι έχω καταλήξει. Αν ζούσα ακόμα με τη μάνα σου θα επέλεγα να κόψω τον λαιμό μου, μόνο και μόνο για να της γεμίσω το σαλόνι με αίματα. Ξέρεις πώς είναι με τους λεκέδες. Είχα προσπαθήσει παλιότερα να πνιγώ στην μπανιέρα αλλά κάθε φορά, λίγο πριν το τέλος, μου έρχονταν ιδέες που έπρεπε οπωσδήποτε να σημειώσω. Φαίνεται ότι η έλλειψη οξυγόνου με κάνει πιο δημιουργικό. Σε μια τέτοια στιγμή ασφυξίας γεννήθηκε και η εφεύρεση που σου αφήνω κληρονομιά. Βρίσκεται στον φάκελο με τίτλο ‘κερί’. Πρόκειται για ηλεκτρονικό κερί με LED που σβήνει με φύσημα. Μην αργήσεις να την κατοχυρώσεις. Οι Κινέζοι παραμονεύουν. Τώρα που είπα Κινέζοι – Δημήτρη μου, μην ακούς όσα λένε για τον κορωνοϊό και τις νυχτερίδες. Αυτά είναι μασκαριλίκια. Η μόνη αλήθεια είναι πως στην Κίνα έχουν όντως το κοκαλάκι της νυχτερίδας, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με εφευρέσεις και ευκαιρίες πλουτισμού. Περισσότερα θα διαβάσεις παρακάτω.

Στο σημείο αυτό θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Έχω ετοιμάσει ένα σύντομο βιογραφικό που θα ήθελα να καταχωρήσεις στη Βικιπαίδεια. Ακολουθεί το κείμενο όπως επιθυμώ να γραφτεί. Μέσα στις παρενθέσεις έχω σημειώσεις για σένα.

Ο Ελευθέριος Δημητρίου Κανέλλος, γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα. Αποφοίτησε το 1990 από το τμήμα Ηλεκτρονικών Μηχανικών της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Αθήνας. Στη συνέχεια έκανε τη στρατιωτική του θητεία σε Άρτα και Μυτιλήνη με ειδικότητα χειριστή μηχανογραφικών συσκευών. Από το 1991 έως το 2011 εργάστηκε ως ηλεκτρονικός στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών Κανέλλος ΕΠΕ. Το 1992 κατοχύρωσε πατέντα μπρελόκ εντοπισμού κλειδιών με σφύριγμα. (Τα σχέδια και η κατοχύρωση βρίσκονται στον φάκελο με τίτλο ‘μπρελόκ’). Το 1995 πραγματοποίησε μελέτη για κρυφή κάμερα σε ρολόι χειρός. Η ιδέα εκλάπη από κινέζικη εταιρία. (Στον αντίστοιχο φάκελο αναφέρω λεπτομέρειες για τη σύντομη σχέση με την Κινέζα Yu Ming, εκείνο το καλοκαίρι στην Κρήτη). Το 1998 παντρεύτηκε την Ευανθία Μπαλτά. Τον ίδιο χρόνο γεννήθηκε ο υιός τους Δημήτριος. Το 2010 έκλεισε η εταιρία Κανέλλος ΕΠΕ λόγω της οικονομικής κρίσης. Τον 2011 ο Ελευθέριος Κανέλλος πήρε διαζύγιο από την Ευανθία Μπαλτά. Το 2012 πραγματοποίησε μελέτη για μπαστούνι κινητού. Πριν προλάβει να την τελειοποιήσει, η ιδέα εκλάπη και κατοχυρώθηκε από Κινέζο ονόματιYeong Ming. (Στον φάκελο ‘selfie stick‘ αναφέρω τα στοιχεία που έχω μαζέψει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Yu Ming την προηγούμενη χρονιά με είχε ανακαλύψει στο facebook και μου είχε κάνει αίτημα φιλίας το οποίο φυσικά δεν αποδέχθηκα. Τότε έσβησα και το προφίλ μου και δημιούργησα αυτό του Αλέξανδρου Γκρέκου Μπέλλου. Παρεμπιπτόντως, αντιλήφθηκες το λογοπαίγνιο με το ψευδώνυμο; – Ο Έλληνας Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ). Το 2020, εν μέσω της υποτιθέμενης πανδημίας COVID-19, κατέβαλε αξιοσημείωτη προσπάθεια μέσω αναρτήσεων στο Facebook και μηνυμάτων σε ειδησεογραφικά μέσα (τα οποία δυστυχώς αγνοήθηκαν) να ενημερώσει τον κόσμο ότι ο κορωνοϊός είναι μια μεγάλη απάτη. (Αγόρι μου, άκουσε προσεκτικά: Η παραπλάνηση έχει στόχο τη χρήση μάσκας και τον εμβολιασμό. Οι μάσκες έχουν ενσωματωμένο τσιπ 5G που μας ελέγχει και το εμβόλιο θα τοποθετήσει το ίδιο τσιπάκι μέσα μας. Και μην ξεχνάμε τα δισεκατομμύρια γουάν που παίρνουν οι Κινέζοι για τις μάσκες που εξάγουν. Στον φάκελο ‘Απάτη COVID’ θα βρεις τα τεκμήρια για τους ισχυρισμούς μου). Τον ίδιο χρόνο, απηυδισμένος με την ανθρωπότητα, αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού.

Σου στέλνω και τη φωτογραφία που θα ήθελα να συνοδεύει το βιογραφικό μου. Είναι από τον γάμο αλλά έχω κόψει την Ευανθία.

Για να επιστρέψουμε στα δικά μας, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, αποφάσισα να κρεμαστώ. Τα έχω όλα έτοιμα. Σε λίγα λεπτά θα ανέβω στην καρέκλα και θα περάσω το κεφάλι απ’ τη θηλιά. Μπορείς να ειδοποιήσεις την αστυνομία να έρθει στη δ/νση Ρόδων 52 στη Μεταμόρφωση, πρώτος όροφος. Πρώτα όμως να έρθεις εσύ να πάρεις τους φακέλους. Σου έχω αφήσει το κλειδί κάτω από την πέτρα στη γλάστρα της εισόδου. Αν σε δει ο σπιτονοικοκύρης μην πεις ότι είσαι γιος μου. Θα σου ζητήσει λεφτά.

Δεν θέλω κηδεία. Επιθυμώ να δωρίσω το σώμα μου και τον εγκέφαλό μου στην επιστήμη.

Ο πατέρας σου

Ελευθέριος Δημητρίου Κανέλλος

Υ.Γ. Στην περίπτωση που δεν τα καταφέρω, θα τα πούμε από κοντά. Για καλό και για κακό, φόρα καμιά μάσκα.


§

 

Ο παππούς ο Τριαντάφυλλος

 

– Πες μου νουνέ, ήταν τόσο δυνατός ο παππούς μου;

– Πιο δυνατός απ’ όσο μπορείς να φανταστείς παλικάρι μου. Είναι πολλά που θα σου πω για τον παππού σου. Να μεγαλώσεις όμως πρώτα για να τα κρατήσεις. Και να τα γράψεις αυτά που θ’ ακούσεις, εντάξει;

Μεγάλωνε και καμάρωνε που ήταν ο εγγονός του Τριαντάφυλλου. Είχε συνηθίσει ν’ ακούει πολλές ιστορίες για τον σπουδαίο παππού του, που δεν μπόρεσε ποτέ να τις βάλει ωστόσο σε μια φυσική σειρά, μα τις έγραψε σε κασέτες για να τις διηγηθεί κάποτε ή και να τις γράψει. Έλεγαν συνέχεια τέτοιες η μάνα του, η θεία του, η γιαγιά του, που βούρκωνε πάντως διαρκώς και τον αγκάλιαζε. Κι αναζητούσε εκείνος τόσα χρόνια αργότερα τη μυρουδιά από τον κόρφο της, να χωθεί, να ονειρευτεί πως τον πέταγε ψηλά ο παππούς, όπως τότε που ήταν πολύ μικρός, μόλις τριών χρονών και δεν τον θυμάται καλά. Το μεγάλο παράπονο.

Έχασε τέσσερα παιδιά και άντρα η Λέγγω κι αποτραβήχτηκε στην αρχή και θέλησε να γίνει μοναχή. Μα την πάντρεψε πάλι με το ζόρι και με πολλή αγάπη η πεθερά της. Αλλά τον έχασε και τον Γιώργο νωρίς. Και μόνο ο μικρός της ο Τριανταφύλλης την κράτησε. Πώς να μην έβγαινε τέτοιος λεβέντης από τη φωτιά και τον χαλασμό αυτόν; Έντεκα χρονών στάθηκε μπροστά της και ζήτησε την άδεια και την ευχή της να φύγει για τη Σαλονίκη, στα ξαδέρφια της.

– Θα γυρίσω γρήγορα μάνα και θα σε πάρω μαζί μου στην πόλη, για πάντα.

Κι απόρησε η Λέγγω με τη φλόγα στο βλέμμα του και με το παράστημα το αντρικό απ’ το στερνοπούλι της. Το πειραχτήρι της, που έκλεβε τα γλυκά του σπιτιού, τα σπάνια δηλαδή, κι όλη την ώρα ανεβοκατέβαινε τα δέντρα του χωριού, μεγάλωσε;

Έξι χρόνια δούλεψε στη μεγάλη πόλη κι έγινε υδραυλικός περιζήτητος. Κι έστρωσε μαγαζί συνεταιρικό με δικά του τσιράκια! Στα δεκαεφτά του! Μόνο τα κορακίσια του μαλλιά του δεν μπόρεσε να στρώσει που ξεχύνονταν τσουλούφια τσουλούφια από παντού. Όταν τα έχασε όλα, πριν τα τριάντα του, γελούσε αντί να στεναχωριέται όπως άλλοι, που ξέμπλεξε από μπελά καθημερινό. Γύρισε στο χωριό ένα καλοκαίρι μα δεν την πήρε τη κυρά – Λέγγω μαζί του, όχι ακόμα. Πήρε όμως και πάλι την ευχή της και παντρεύτηκε την Ουρανία που την ξεχώρισε, τη διάλεξε και την αγάπησε κι έκανε δυο κόρες μαζί της, τις βασιλοπούλες του.

– Είχε οργανωθεί τότε παιδί μου στους αρχειομαρξιστές ο Τριαντάφυλλος, γι’ αυτό ίσως να φοβήθηκε – όχι να φοβήθηκε – να το καθυστέρησε, δεν φοβόταν τίποτα αυτός, να τους κατεβάσει στην πόλη.

– Τροτσκιστής, ο παππούς δηλαδή νουνέ.

– Ναι, μαχητικός πολύ. “Η ζωή είναι ιδεολογία, Χρήστο” μου ‘λεγε συνεχώς.

Στη Θεσσαλονίκη σχετίστηκε με τον αρχηγό των αρχειομαρξιστών, τον Κ. Π., ενώ γνώρισε μέσα στην Κατοχή και τον Στίνα – τον Σ. Π. δηλαδή, αλλά μετά τους Γερμανούς έπαψε, φανερά τουλάχιστον, τα πάρε δώσε. Ήρθε πιο κοντά με τους κομμουνιστές, δίπλα ποτέ, κοντά όμως, πολύ κοντά. Έπειτα ακολούθησαν οι επιχωματώσεις της Ιστορίας και τα αποχετευτικά της. Με τον Κ. χρόνια μετά λέγανε και ξεκαρδίζονταν και γι’ ένα εκκλησάκι που “ληστέψανε” πάνω από τη γέφυρα του Αλιάκμονα προς την Καστοριά. Ήταν ανάγκη όμως εθνική και τα γύρισαν με το παραπάνω τα χρήματα. Και για το άλλο, που τον χτύπησε τον Τριαντάφυλλο αυτοκίνητο στη Διαγώνιο και τρόμαξε ο οδηγός και κατέβηκε έντρομος, αλλά εκείνος είχε κιόλας σηκωθεί κι έτρεχε πάνω κάτω να μαζέψει τις προκηρύξεις που σκόρπισαν από τα ρούχα και ξεχύθηκαν στον δρόμο κι ήταν πιο επικίνδυνες κι από χτύπημα αυτοκινήτου. Αυτός ήταν ο Τριαντάφυλλος όλος ζωή, ακόμη και στα πιο δύσκολα.

Από το χωριό, τη Λατόριστα στο Βόϊο, σήμερα Αγίασμα, έφερε την οικογένεια αμέσως μετά τον πόλεμο. Άντρας θεριεμένος αυτός, με δουλειές και μαγαζί δικό του πια σε κεντρικό δρόμο. Μέσα κι έξω από την μπόρα του Εμφύλιου. Στην Αλβανία, στο ΕΑΜ, μα παρακάτω όχι. Κι απόρησε πολλές φορές ο εγγονός του τι να σκέφτηκε και δεν μπήκε πάλι πρώτος στις περιπέτειες. Ο παππούς ο ήρωας, “διπλό άντρα” τον φωνάζανε, γιατί σαν θύμωνε και φούσκωνε το στήθος του έμοιαζε με μολυβένιο ουρανό πριν τη μπόρα. Θηρίο από φυσική δύναμη. Κάποτε για γυναίκες κυνήγησαν τον κουνιάδο μου τον Βασίλη στην Εγνατία και χώθηκε ανάμεσα σε τρεις ο Τριαντάφυλλος για να τον χωρίσει και τους χτύπησε, τους έδειρε αναγκαστικά για να τον πάρει, αλλά που δεν ξεκίνησε ποτέ του πρώτος καυγά, κι ευτυχώς…[1]

– Γλεντζές και καλαμπουρτζής ήταν ο παππούς σου μωρέ και δεν τού ‘μοιασες καθόλου.

– Το σπίτι στο χωριό, γιατί το πούλησε νουνέ;

– Φταίει και μια θεια σου κοντινή σ’ αυτό. Εγώ δεν τα μασάω τα λόγια μου. Το ξέρεις.

– Το ξέρω. Η Ιστορία δεν ξέρει από επιείκεια.

Ήταν δύσκολα τα χρόνια γύρω στο ’50. Στην ασφάλεια της Θεσσαλονίκης ήταν σημειωμένος ο Τριαντάφυλλος, αλλά σαν τροτσκιστής. Κι είχε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, την εξορία, την απαξίωση και τον εξευτελισμό. Στα χωριά όμως δεν ήταν έτσι. Τρεις φορές τον πρόδωσαν για θάνατο. Πάντα ο Ντούλης. Τι ειρωνεία… νουνός στη Τζένη του, τη μεγάλη του κόρη. Σύμπτωση άραγε που τα παιδιά του τα ‘κανε εκείνος και τα δυο αστυνομικούς… Την πρώτη στο Τσοτύλι. Τον …περιποιήθηκαν στην ασφάλεια τον Τριαντάφυλλο. Τον έδειραν πολύ. Άλλος δεν θ’ άντεχε. Σταμάτησαν γιατί στο μεταξύ νύχτωσε κι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν τα χαράματα, μη σκάβουν και τον λάκκο… Ο δεσμοφύλακας, ένα νεαρό παιδί που κανένας δεν έμαθε τι απόγινε, αλλά πολλοί το υποψιαστήκανε, τον λυπήθηκε. Τον ρώτησε αν μπορούσε να περπατήσει. Του ‘γνεψε ναι το θηρίο. Και σύρθηκε μες τις λάσπες μέχρι τη Βαγγελή, την αδερφή της Ουρανίας. Από κει κρυφά τον μετέφεραν ως το ξημέρωμα στο χωριό. Έσφαξε ένα αρνί ο αδερφός της Ουρανίας και τον τύλιξαν με το δέρμα του ζώου να τραβήξει το αίμα που έπηξε σχεδόν και μελάνιασε ο άνθρωπος. Μόλις συνήλθε τον φυγάδευσαν στη Σαλονίκη. Τον Μάιο όμως γύρισε ξανά στο χωριό για το πανηγύρι του Άι Θανάση. Δυο φορές την ίδια μέρα τον ξέκοψαν στις ρεματιές να τον ξεκάνουν οι Μάηδες. Έτσι, τόσο απλά χάνονταν άνθρωποι τότε. Μια ο Βενέτης και μια ο Μάμαλης, ξακουστοί φασίστες, που πήγαιναν για κατούρημα αντίκρισαν το φίλο τους τον γλεντζέ και διαολόστειλαν τους δασκαλεμένους του Ντούλη. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο Τριαντάφυλλος. Δεν πίστευε το τι του συνέβαινε. Κι είπε “θα το πουλήσω και το σπίτι κι όλα. Δεν με σηκώνει αυτός ο τόπος”. Και γύρισε μονάχα να τον θάψουνε το ’69. Στα 58οχτώ του.

– Ήταν αλτρουϊστής ο παππούς σου και φιλότιμος. Δεν χώριζε, δεν μετρούσε τους ανθρώπους με χρώματα, αλλά με πράξεις και συμπεριφορές. Όμως και πάλι συγχωρούσε και πίστευε ότι αλλάζουν οι άνθρωποι. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι μωρέ Τριαντάφυλλε, να το θυμάσαι.

Σιγά σιγά οι πρώτες δουλειές στην πόλη, οι πρώτες οικοδομές, το “Μακεδονία Παλλάς” κι η “Τούμπα” αργότερα. Τα υδραυλικά αυτός, μα και το μυστρί όποτε χρειάστηκε, γιατί αν και δεν παρακολουθούσε μπάλα, αγαπούσε πολύ τον ΠΑΟΚ. Και σ’ αυτό δεν του ‘μοιασε ο τελευταίος του εγγονός, που τον μάγεψε το μπάσκετ από μικρό κι ο Άρης κι ο Γκάλης, άλλο θηρίο αυτός. Το μαγαζί στη Μητροπόλεως, για την ακρίβεια το παταράκι του, ξενώνας για κάθε κυνηγημένο από το καθεστώς. Εκεί για μήνες ο Αντρέας ο Κωτόπουλος. Αγνός και φλογερός πατριώτης. Ψηλά στο κόμμα, γλίτωσε πολλούς δεξιούς στα χωριά στο Βόϊο. Μα όταν άλλαξε η κατάσταση, φυλακή και εσκεμμένο τελικά ιατρικό λάθος “να πεθάνει ο μπινές, να τελειώνουμε”. Κι η Ιστορία με τους κόλακες και τους τυμβωρύχους της έπεισε για τα αντίθετα, τα αληθοφανή. Κι έκλαψαν πολύ ο Τριαντάφυλλος κι ο Χρήστος ο Παπαδόπουλος και πιάναν τα κεφάλια τους για ώρες, αλλά στην κηδεία δεν πήγαν. Ίσως και να μη γύριζαν γι’ αυτό.

Μέσα στο ’60 πάντρεψε πρώτα τη Γίτσα, που ‘φυγε στην Αυστραλία οχτώ χρόνια κι ευτυχώς την πρόλαβε μερικούς μήνες, μαζί με την Αθηνά και τη Δήμητρα πια, τις δυο νέες βασιλοπούλες. Λίγο αργότερα πάντρεψε και την Τζένη. Αυτή την χάρηκε περισσότερο. Λεφτά δεν έκανε όσα μπορούσε, δεν έκλεβε υλικά και υπαλλήλους, δάνειζε σε φτωχούς και σε ιδεολόγους. Λεπτά πράγματα και δυσνόητα για πολλούς, όπως το να μην μπλέκεις με την παραπαιδεία κι ας σε λένε οι άλλοι κορόιδο ή και ανίκανο. Κάτι του άφησε του μικρού του εγγονού. Ήταν τόσο πλούσιος που από κάτι σημαντικό άφησε σε όλους που τον κάνανε παρέα ή είχαν την τύχη να τρέξει δικό του αίμα στις φλέβες τους.

Έτσι και για τον Χρήστο που από παιδί ανυπομονούσε να τον γνωρίσει αυτόν τον διαφορετικό ξάδελφο. Άπλωσε τις χερούκλες του ο Τριαντάφυλλος και τον έχωσε στην αγκαλιά του από την πρώτη αρχή. Τανάλιες τα χέρια του, μπαχτσές η καρδιά του. Και τον πάντρεψε με τη Μαλαματή, δεν τον άφησε να φύγει στην Αθήνα – “ξέρεις τι θα πει ξενιτιά, άλλο εδώ, είναι γεμάτος Μακεδόνες ο τόπος” – έτσι σχεδίαζε εκείνος, κι άλλαξε τη ζωή του, όπως και τόσων άλλων. Κι όταν χάθηκε ο Τριαντάφυλλος, ήταν γι’ αυτόν σαν να χάθηκε ο κόσμος όλος.

– Το πρώτο ξημέρωμα της δικτατορίας με περίμενε Ιουλιανού και Αγίου Δημητρίου γωνία. “Όχι εδώ”, μου είπε και με τράβηξε από το μπράτσο. “Στο πατάρι, γρήγορα”. Όταν φτάσαμε, με κοίταξε στεναχωρημένος και “30 χρόνια τώρα οι κερατάδες, 30 χρόνια, σαν το Φράνκο κι αυτοί” μου είπε. Γι’ αυτό έκανε λάθος, ευτυχώς. Για την πίεσή του όμως…

– Το ήξερε;

– Ναι. Πάλι για χατίρι έτρεξε εκείνη τη μέρα κι είχε ζέστη πολλή. Περπάτησε στον γυρισμό από το Σιντριβάνι όλες τις ανηφόρες. Δεν θα το πάθαινε αλλιώς.

Είχε πίεση ο παππούς ο Τριαντάφυλλος. Το ήξερε. Δυο φορές δεκαεννιά του βρήκε ο γιατρός, ο φίλος δηλαδή που ήρθε για ούζο στην αυλή, αλλά που τον θαύμαζε και τον παρακάλεσε να παίρνει ένα χαπάκι, όπως τόσοι. Μα δεν ήταν σαν τους τόσους και πίστευε ότι κι αυτό μπορούσε να το νικήσει που δεν είχε πάρει ποτέ του ούτε ασπιρίνη. Μια φορά καθώς ψηνόταν στον πυρετό τον ξεγέλασε ο γαμπρός του με υπόδειξη της Τζένης και του ‘τριψε μια ασπιρίνη μέσα στην πορτοκαλάδα. Ποιος είδε τον Τριαντάφυλλο οργισμένο και δεν τον φοβήθηκε όταν αργά το απόγεμα του το φανέρωσαν για να πειστεί ότι δεν έριξε μόνος του το ’41. Όμως χέρι δεν άπλωσε ποτέ του. Ακόμα κι όταν έδερναν το “τζιέρι” του, τον Θεοδοσάκη κι έφευγε από την αυλή το θηρίο να μην ακούει και πληγώνεται, γιατί γρύλιζε και υπέφερε τότε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο.

Τα μοναδικά γλέντια στην αυλή των Σαράντα Εκκλησιών σταμάτησαν τον Μάιο του ’69. Και ποιοι δεν περνούσαν από κει. Τακτικά, όχι από μια φορά. Διάσημοι κι απλοί. Ο Παντελάκης ο μεγαλοεπιχειρηματίας κι ο Μπούρος ο εργολάβος, αλλά κι ο Σταύρος ο χτίστης, ο κυνηγημένος κομμουνιστής. Ο Σπυρόπουλος ο υψηλά ιστάμενος στην ιεραρχία δημόσιος υπάλληλος, αλλά κι ο ποιητής ο Παυλέας. Ο Φούντας ο σκληρός αστυνόμος, αλλά κι ο κυρ – Μανώλης, ο αριστερός που έδινε χρήματα στον εγγονό Τριαντάφυλλο μέχρι να πεθάνει ο ίδιος, όχι γιατί τα είχε ανάγκη ο φοιτητής πια, αλλά γιατί έτσι, στη θέση του παππού του. Ο Βάγγος ο ιδιόρρυθμος ταβερνιάρης[2] – μια βδομάδα έκλεισε για τον χαμό του φίλου του -, αλλά κι ο Γουλόπουλος ο βουλευτής. Και το σόι ολόκληρο, από τους πιο εύκολους ως τους πιο δύσκολους. Τον λάτρευαν τον Τριαντάφυλλο που δεν χόρευε, αλλά δεν άφηνε κανέναν καθιστό, τους σήκωνε όλους να χορέψουν. Με τα ανέκδοτα και τα πειράγματα από το βράδυ ως το πρωί. Φωνές, φασαρία, παλαμάκια, γέλια και χαρά με τη φωνή τη βιαστική που έπρεπε να την παρακολουθείς προσεκτικά μερικές φορές για να την προλαβαίνεις. Με ούζο, ελιές, κρεμμύδι και τυρί. Μ’ αυτά μονάχα. “Είσαι ο πιο πλούσιος απ’ όλους μας” του ‘λεγε κάθε τόσο ο Αναστάσης που ήρθε απ’ την Οδησσό με τη φαμίλια του και δυσκολεύτηκε πολύ στη Θεσσαλονίκη. Μα δεν του πήρε το οικόπεδο για πενταροδεκάρες ο γείτονας, μόνο τον βοήθησε “έχεις παιδιά Αναστάση, θα σου χρειαστεί” και του δάνεισε όσα του έλειπαν να ξεχρεώσει. Έβλεπε στην αρχή κόσμο να μπαινοβγαίνει και να γλεντάει στην αυλή ο Αναστάσης και δεν καταλάβαινε πώς τα κατάφερνε ο Τριαντάφυλλος με φασίστες και προοδευτικούς. Αυτός, αν και είχε καφενείο, δύσκολα τους μπόραγε τέτοιους συνδυασμούς. Μα αγαπούσε τον άνθρωπο ο Τριαντάφυλλος και τους έκανε όλους ανθρώπους εκείνη η μαγική αυλή με την κληματαριά και τη ροδακινιά που ψήλωνε και την καμάρωνε ο νοικοκύρης, “του χρόνου θα καρπίσει” έλεγε, μα δεν πρόλαβε να τη γευτεί. Όταν στα μέσα του ’80 την ξερίζωσαν, γιατί λέει γέρασε, έκανε μήνες να ξαναβγεί από την αυλή ο εγγονός του, όπως το συνήθιζε μόνο αυτός, γιατί στο μεταξύ έγινε τριώροφο το σπίτι κι η είσοδος η κανονική είναι πια από την Πολυγύρου.

– Στον Θεοδόση το κρύψανε την πρώτη μέρα. Την επόμενη όμως ξέχασαν να σκίσουν το χαρτί στο στύλο της ΔΕΗ. Ήταν δευτέρα δημοτικού ο αδερφός σου και το διάβασε.

“Ο παππούς μου πέθανε”, τους είπε με βουρκωμένα μάτια και ματωμένα χείλια που τα σφίγγε με τα δόντια του να μην κλάψει, “γιατί οι άντρες δεν κλαίνε”, του ‘λεγε ο παππούς του. Και τους πέτυχε όλους στην κουζίνα να συμπαραστέκονται στη γιαγιά. Και τους φαρμάκωσε κι άλλο. Μόνο αυτές τις λέξεις για τις επόμενες τρεις μέρες. Μούσκευε το μαξιλάρι από το κλάμα του κάθε βράδυ και φέρανε και γιατρό που δεν έτρωγε.

Κι έφαγε και ξαναμίλησε ο Θεοδοσάκης, ποτέ για τον παππού του όμως, που τον πρόλαβε και τον έζησε να τον ανεβοκατεβάζει σαν πούπουλο μαζί με τα καρπουζοφάναρα και τους κολοκυθοφακούς που του έφτιαχνε. Και κατάλαβε από μικρός ότι η ζωή δεν έχει λογική και σειρά, αλλά ούτε και δικαιοσύνη. Και δεν ξαναμίλησε με κέφι για τον παππού του ούτε ακόμη κι όταν πήραν ν’ ασπρίζουν τα δικά του μαλλιά. Είναι μερικά τραύματα που δεν επουλώνονται. Σε άλλους φαίνονται αστεία κάτι τέτοια.

Απ’ τον παππού αυτόν άρχισαν όλα, μα δεν τελείωσαν και δεν τελειώνουν. Ήταν μια άλλη εποχή τότε όπου οι περιπέτειες δεν λείπανε, μα δεν ξέρουμε, δεν προβλέπουμε ή και δεν φανταζόμαστε τι συνέχεια θα έχουν. Είναι μπόρες και κρίσεις κατοπινές με διαφορετικούς πρωταγωνιστές που μένει να εξιστορηθούν από έναν άλλο Τριαντάφυλλο ή έναν Ηλία, έναν Γιώργο, έναν Βασίλη…


[1] Ένας νεαρός φοιτητής έφερε μια φορά, μα μόνο μια φορά έγινε αυτό, τον παππού κατάμαυρο στο σπίτι και κοκκίνισε η Ουρανία. Τρόμαξε και να τον συνεφέρει με κρεμμύδια κι άλλα της εποχής για μέρες. «Με παρακάλεσε», ομολόγησε, «να τους αφήσω ήσυχους, γιατί λέει ήξερε μποξ. Μα το κορίτσι φώναζε βοήθεια κι αυτός έμοιαζε να το απειλεί. Λάθος έκανα, καλό παλικάρι ήτανε. Μην στραβουμουτσουνιάζεις Ουρανία…».

[2] Ταβέρνα στολίδι στις 40 Εκκλησιές «Ο Βάγγος». Ονομαστή. Την ξεπάτωσε εργολάβος. Γιος ποιητή.

 

Πίνακας: Γιώργος Ηλιάδης, Η αφοπλιστική χρησιμότητα μιας ξύλινης σβούρας, 100Χ80 λάδια σε καμβά, 2017