Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Νοέμβριο του 2020 στο Culture Book»

 7 + 1 διηγήματα για το Culture Book από επτά 7 + 1  διαφορετικούς συγγραφείς.

Αναστασοπούλου Ελένη,  Γαϊτανάρος Γρηγόρης, Λουκά Δήμητρα, Μαρίνος Διονύσης, Πρόδρομος Πολύβιος, Σκαπετούλια Λουκία, Φώτη Κατερίνα, Χρηστίδου Μαίρη. Επτά διηγηματογράφοι μάς καταθέτουν διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν. Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα.

Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.

Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

Αναστασοπούλου Ελένη 

Η Μπουμπού η βουλευτίνα

Έλα κάτσε να σου πω, γιατί είμαι όλος φούρκα. Τι; Δεν ξέρεις τι είναι η φούρκα; Τα πήρα στο κρανίο, πως το λέτε εσείς οι νέοι, έχω νεύρα τέλος πάντων. Κάτσε· Γιώργη φέρε καρέκλα στο κορίτσι, όχι αυτήν βρε, την άλλη, την καλή με το μαξιλάρι, κάτσε κι άκου. Δεν βιάζεσαι, βιάζεσαι; Α, γεια σου, κάτσε γιατί θα σκάσω αν δεν τα πω. Να κεράσω καφέ… Αντώνη, ένα καφέ στο κορίτσι… ήπιες; πιες ένα ακόμα, θα τον χρειαστείς μ’ αυτά που θ’ ακούσεις. Σ΄ εσένα που είσαι νέα, θέλω να τα πω και να μου πεις αν έχω άδικο. Σε ποιον να τα πω; στον Αντώνη; αυτός έχει τα ίδια μυαλά μ΄ εμένα. Όχι να μου πεις δηλαδή, εγώ φταίω ή αυτηνής της πήραν τα μυαλά αέρα. Το μυρμήγκι όταν θέλει να χαθεί βγάζει φτερά, καλά τα λέει η παροιμία. Το μυρμήγκι βγάζει φτερά κι αυτή έβγαλε γλώσσα και σήκωσε τη μύτη ψηλά. Άμα σηκώνεις τη μύτη δεν βλέπεις που πας, βλέπεις; άντε περπάτα με τη μύτη στον ουρανό. Όχι , κοίτα, βλέπω που πατάω; Ορίστε σκόνταψα κιόλας, ή φάω τα μούτρα μου ή θα πατήσω στα σκατά, με το συμπάθιο. Μη βιάζεσαι ντε, η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ, άσε με να ξεθυμάνω πρώτα, Αντώνη, βάλε ένα τσιπουράκι, είναι η ώρα του και που είσαι Γιώργη, δυνάμωσε λίγο το ράδιο ν’ ακούμε τον Στελλάρα.
Την ξέρω από μια σταλιά, την μεγάλωσα, ερχόταν κάθε Σάββατο με τη μάνα της να πάρουν κρέας, έβλεπε τα αρνιά κρεμασμένα με τη γλώσσα έξω κι αυτό το σκασμένο έβγαζε τη δική της, από τότε φαινόταν τι σόι ήταν. Θυμάσαι τι έκανες εσύ όταν ερχόσουν με τον πατέρα σου; Όταν είχαμε σφαχτά κρεμασμένα κι απ’ το φόβο σου, κρυβόσουν ανάμεσα στα πόδια του πατέρα σου και δεν έβγαινες από κει ούτε στο πρώτο, ούτε στο τρίτο τσίπουρο, τα τρία ήταν το ανώτερο που πίναμε, γιατί στο τέταρτο έβγαινε η μάνα σου στο μπαλκόνι και τον φώναζε. Όταν δεν είχαμε αρνιά κρεμασμένα στο τσιγκέλι, όχι μόνο δεν κρυβόσουν αλλά, μας έτρωγες κι όλους τους μεζέδες. Ε, το λοιπόν αυτή ούτε φόβο ούτε τίποτα, έβγαζε τη γλώσσα, κουνούσε τα σφαχτά πέρα δώθε και φώναζε μπου, μπου!, άτιμο πλάσμα σου λέω. Από τότε την έβγαλα Μπουμπού, ήταν και κοντή, έτσι και παράμεινε δηλαδή, δεν την άφησαν οι διαολιές να ψηλώσει. Καλά κατάλαβες, μ’ αυτήν φουρκίστηκα, από ποια ξαδέρφη πήρε μωρέ, κοιτάς να τη δικαιολογήσεις, κανένας δεν είναι τόσο κοντός στο σόι, η μάνα της μέτρια, τον Χρήστο τον πατέρα της δεν τον λες και κοντό, σε κανέναν δεν έμοιασε σου λέω, αυτή είναι ένα νταμάρι από μόνη της, δεν την άφηναν τα διαόλια σου λέω.
Χηνάρι, την είπε μια μέρα ένας πελάτης και τον μάλωσα, άκου να πει το κοριτσάκι «χηνάρι». Έμοιαζε λέει με κάτι κοκκινόχηνες, έτσι κοντούλα όπως ήταν και με τα κόκκινα μαλλιά, κι εγώ του είπα και τα ελάφια είναι κόκκινα και γιατί να μη την πούμε ελαφίνα, όπως και να το κάνουμε άλλη χάρη έχει η ελαφίνα. Από τότε ελαφίνα την ανέβαζα, ελαφίνα την κατέβαζα και δώστου καμάρια αυτή.
Δεν μ’ άκουσες ποτέ να τη λέω έτσι; που να με ακούσεις, όταν μεγάλωσε δεν ταίριαζε να τη λέω Μπουμπού-ελαφίνα!, την έλεγα όμως δικηγορίνα, γιατί πήγαινε η γλώσσα ροδάνι, αλλά και δικαστίνα γιατί μας περνούσε από δικαστήριο. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, έτσι να κάνεις εδώ, αλλιώς να κάνεις εκεί, για όλα είχε λόγο.
Α, γειά σου, δεν έγινε ούτε δικηγορίνα ούτε δικαστίνα, έγινε όμως προεδρίνα. Προεδρίνα στον ένα σύλλογο, προεδρίνα στο άλλο σωματείο και στο τέλος στρατιωτίνα. Όχι, δεν κάνεις λάθος, δεν μπήκε στο στρατό, στο κόμμα μπήκε και όταν τη ρώτησα μια φορά αν είναι στέλεχος , μου είπε πως είναι στρατιώτης στην πρώτη γραμμή της μάχης κι έτσι την είπα «στρατιωτίνα».
Τι να σου πω, εγώ δεν ξέρω από κόμματα, από στρατό ξέρω κι εκεί, όπως τα λες, δεν γίνεσαι εύκολα από στρατιώτης, στρατηγός. Αυτή όμως άλλαξε στρατό, κόμμα θέλω να πω, πήγε σ’ αυτό που είχε πέραση κι από «στρατιωτίνα» κατάφερε να γίνει υποψήφια βουλευτίνα.
Την έλεγα βουλευτίνα και ψήλωνε δέκα πόντους. Κι αφού της άρεσε, βουλευτίνα την ανέβαζα, βουλευτίνα την κατέβαζα. Όχι, βρε δεν την κορόιδευα, μακάρι να γίνει το κορίτσι γιατί να μη γίνει, να έχουμε κι έναν δικό μας άνθρωπο, θα μου πεις τι τον θέλω εγώ τον δικό μου άνθρωπο, ανάγκη τους έχω; αυτοί μ’ έχουν ανάγκη κι όχι εγώ αυτούς, κανένα κόμμα δεν μου έδωσε να φάω.
Περίμενε βρε, μπα βιασύνη, θα γεράσεις γρήγορα, θα φτάσω και στο δια ταύτα. Έρχεται που λες, πριν λίγες μέρες, βρε καλώς την βουλευτίνα, λέω δυνατά να το ακούσουν όλοι στο μαγαζί, όχι βουλευτίνα κυρ Μήτσο, μου λέει, αλλά τι; τη ρωτάω, «βουλεύτρια» μου λέει, «άκουσες; βουλεύτρια και μη ξαναπείς βουλευτίνα, είναι λάθος», δεν δίνω σημασία, φεύγει.
Ξαναήρθε μετά από λίγες μέρες να ζητήσει ενίσχυση για το κόμμα, καλώς τη βουλευτίνα, την υποδέχτηκα, «αμάν πια κυρ Μήτσο» μου λέει αυστηρά σαν δικαστίνα, «βουλεύτρια, βου-λεύ-τρι-α είπαμε, πες το επιτέλους σωστά». Ύπαγε οπίσω μου σατανά, λέω μέσα μου, της έδωσα δέκα ευρώ, λίγα της φάνηκαν, έφυγε.
Τι άλλο να με πειράζει βρε κορίτσι μου; ήρθε τώρα το χηνάρι, άντε μη πω τίποτα χειρότερο, να μου κάνει μάθημα γλώσσας τώρα στα γεράματα, όπως θέλω θα τη λέω.
Σήμερα μου ‘ρθε πρωί πρωί, με ύφος εκατό καρδιναλίων, μας είπε ότι βιάζεται πολύ, πάρα πολύ, το μαγαζί ήταν γεμάτο πελάτες, «αν είσαι και βουλεύτρια με τη σειρά σου θα πας», της λέω, πως μου ‘ρθε να την πω βουλεύτρια θα μου πεις, κι εγώ απόρησα. Μπράβο, μου λέει που έμαθα επιτέλους να το λέω σωστά, βουλεύτρια, όχι βουλευτίνα. Την κοιτάω πάνω απ’ τα γυαλιά, το πάει φιρι-φιρι, σκέφτομαι και πριν τη σιχτιρίσω «έλα τώρα, βάλε μου και δυο κιλά προβατίνα για γιουβέτσι, βιάζομαι σου λέω», λέει.
«Βρε κακό μπλέξιμο, θα σε φτιάξω εγώ», βγάζω τα γυαλιά και φωνάζω να με ακούσει όλο το μαγαζί, «άκου να σου πω κυρά βουλεύτρια, όταν θα γίνεις βουλευτίνα να έρθεις να σου δώσω προβατίνα, για τις βουλεύτριες έχω μόνο χοιρινό».
Γούρλωσε τα μάτια, φούσκωσαν οι φλέβες στο λαιμό, έτοιμη ήταν να ποδαρίσει όπως έκανε μικρή. «Άμα δεν έχεις να πάω σε άλλο κρεοπωλείο», λέει , «ώρα καλή» της είπα και την έστειλα από κει που ήρθε.
Όχι πες, φταίω; Μου ζάλισε το κεφάλι, βουλεύτρια και βουλεύτρια, που να γίνει κιόλας! θα μας βάζει να καθόμαστε στο ένα πόδι. Πε μου έχω άδικο;
«’Εξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα», ακούστηκε η φωνή του Καζαντζίδη από το ραδιόφωνο του κρεοπωλείου και μου ‘δωσε την πάσα, «καλή καρδιά, κυρ Μήτσο μου, το τσιπουράκι κερασμένο από εμένα», είπα του Αντώνη και τους χαιρέτησα.

§

 

Γαϊτανάρος Γρηγόρης

Σταρ, τρας και παντελόνι στρας

 

Κανείς δεν γνώριζε το βαφτιστικό της. Όλοι την ήξεραν με το καλλιτεχνικό, το παρατσούκλι της ή άλλως με τ’ όνομα που διάλεξε η ίδια για τον εαυτό της: Κλεοπάτρα. Είναι πολύ πιθανό να μην θυμόταν ούτ’ αυτή το πρώτο της όνομα. Εκείνο δηλαδή που της έδωσαν οι γονείς της, η εκκλησία, το κράτος, όλοι αυτοί που στα μάτια της έμοιαζαν με συρφετό. Ναι, αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει κάποτε. Συρφετός: το ασύνταχτο πλήθος, το τσούρμο από μαλάκες κομπλεξικούς. Η Κλεοπάτρα ήταν ένα αγόρι, που μεγάλωσε σαν κορίτσι κι έγινε μια σπουδαία γυναίκα. Ωστόσο, από πλευράς φυσιολογίας, εξακολουθούσε να είναι εκείνο το αγόρι, παρόλη την εμπειρία της ως γυναίκα. Ως, όχι σαν. Μισούσε το σαν. Δεν καμωνόταν τη γυναίκα. Ήταν γυναίκα, πολύ περισσότερο από άλλες. Ασχέτως αν η φύση την πρόδωσε. Στ΄ αρχίδια της όμως η φύση. Κυριολεκτικά. Στ’ αρχίδια της όλα. Η Κλεοπάτρα ήταν σταρ. Ήταν η βασίλισσα. Και το στέμμα της, το τιμούσε δεόντως. Το ‘χε κερδίσει εξάλλου ανάμεσα σε πολλές και με το σφυρί, αλλά και με το δρεπάνι της. Δεν κώλωνε επομένως πουθενά. ”Όχι σαν κάτι φλώρους που κρύβονται μέσα στο φουστάνι της μάνας τους”, έλεγε και ξαναέλεγε μετά από κάθε μικρή ή μεγάλη της επιτυχία. Έλα όμως που όλ’ αυτά δεν της έφταναν. Ήθελε περισσότερα. Ήθελε δυστυχώς το ακατόρθωτο. Ν’ αλλάξει τον κόσμο.

– Που θα μπλέξεις μωρή τρελή, το σκέφτηκες καλά; Τη ρώτησε η Νταϊάνα, που την είχε χρίσει αδερφή της, όταν πήρε τον πολυπόθητο τίτλο. Και πραγματικά, αν τις έβλεπες δίπλα δίπλα θα ‘λεγες ότι απ’ την ίδια μήτρα είχαν μάλλον βγει.
– Σιγά μαρή… Τι να μας πουν κι αυτοί; Μια μέρα να ζήσουν τη ζωή μας και θα θέλουν ψυχίατρο μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους, απάντησε η Κλεοπάτρα βάζοντας στη θέση της και τη δεύτερη βλεφαρίδα.
– Ναι, αλλά από πολιτική σκαμπάζεις τίποτα; Συνέχισε επίμονα η Νταϊάνα.
– Γιατί σκαμπάζει κανείς από τους πολιτικούς νομίζεις; Της απάντησε η Κλεοπάτρα, συνεχίζοντας με το κραγιόν.
– Το κόκκινο να βάλεις! Φώναξε η Νταϊάνα.
– Σκάσε μωρή, το μπορντό θα βάλω! Να μοιάζει και με το αίμα που χύσαμε τόσα χρόνια στο κουρμπέτι! Έλα, σήκω να με βοηθήσεις να ντυθώ, με ζάλισες, της απάντησε τρυφερά η Κλεοπάτρα.
– Ναι βρε Κλεό μου, αλλά γι’ αυτούς θα είμαστε πάντα τα σκουπίδια, η τρασίλα τους, δεν το βλέπεις; Η Κλεοπάτρα σηκώθηκε όρθια και την πλησίασε με βλέμμα αυστηρό.
– Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό! Ποτέ! Είμαστε θεές! Εγώ δηλαδή. Εσύ ημίθεα και οι υπόλοιπες θνητές. Είμαστε όλες άνθρωποι όμως, το κατάλαβες αυτό;        Έχουμε δικαιώματα, το κατάλαβες; Δεν θα σου πουν αυτοί τι είσαι και τι δεν είσαι. Κάτι τέτοια ακούω κι είμαι έτοιμη να πάρω τα βουνά, αλήθεια σου λέω! Όχι για να κρυφτώ ή γιατί τρελάθηκα, αλλά για να πολεμήσω! Για να πάρω όλα εκείνα τα κεφάλια που ‘χουν γεμίσει με σκατά κι η βρώμα τους απειλεί πλέον και τα δικά μας!
– Να τα πάρεις χρυσό μου, να τα πάρεις όλα! Αναθάρρησε η Νταϊάνα και χώθηκε στη ντουλάπα, ψάχνοντας το ρούχο που θα ταίριαζε καλύτερα στο μπορντό κραγιόν της βασίλισσας.

Κακά τα ψέματα. Η Κλεοπάτρα είχε ν’ αντιμετωπίσει κάτι πρωτόγνωρο. Να μιλήσει σοβαρά μπροστά σε κοινό. Είχε βέβαια την εμπειρία της σκηνής από τα καμπαρέ που δούλευε, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Αυτή τη φορά καλούνταν να μιλήσει στο πλαίσιο ενός προεκλογικού προγράμματος ή κάτι τέτοιου τελοσπάντων. Έπρεπε λοιπόν να συγκεντρωθεί. Δεν θα ήταν δυνατόν να τη βγάλει καθαρή με χιουμοράκι και μανιέρες, όπως συνήθιζε να κάνει στο σόου της. Το κοινό που είχε ν’ αντιμετωπίσει μπορεί να θεωρούνταν από μερικούς κάπως, αλλά κανείς με το μυαλό του στη θέση του δεν θα τολμούσε να υποθέσει, ότι ένα κοινό σαν κι αυτό θα έχαφτε ό,τι μπαρούφα του σέρβιρε ο καθένας. Ακόμα κι αν αυτός ο καθένας ήταν εκείνη. Για την ακρίβεια, το κοινό αυτό ήταν στην πραγματικότητα περισσότερο από απαιτητικό, καθώς η ανάγκη του για εκπροσώπηση στην πολιτική ήταν επείγουσα. Ίσως και παραπάνω από επείγουσα, ειδικά μετά απ’ όσα είχαν συμβεί τελευταία αλλά και παλιότερα. Παιζόταν λοιπόν η φήμη της και ακόμα χειρότερα, παιζόταν το ίδιο της το στέμμα. Κάτι που δεν θα διακινδύνευε να χάσει ποτέ από δικό της λάθος ή από αμέλεια. Όχι, έπρεπε πάση θυσία να συγκεντρωθεί. Έπρεπε να βρει το σημείο τζι, απ’ όπου θα ξεκινούσε τη δική της επανάσταση. Αν και δεν τη χώνευε αυτή τη λέξη. Την είχε ακούσει από ένα σωρό στόματα, που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για τη σημασία της. Έβγαλε λοιπόν το έψιλον και το πι, προσμένοντας το θαύμα εκείνο που θα έφερνε μαζί με τη δική της ανάσταση και την ανάσταση του συναφιού που την μεγάλωσε.

Η ώρα πλησίαζε. Η Κλεοπάτρα κοίταξε ξανά τις σημειώσεις της, για τις τελευταίες διορθώσεις. Είχε αποφασίσει να κρατήσει στο λόγο της μια λεπτή ισορροπία, που δεν ήξερε αν θα της βγει σε καλό. Πήρε το ρίσκο όμως. Ήθελε ν’ απευθυνθεί σε όλους, όχι σε μερικούς. Ακόμα και στο κοινό που δεν θα ήταν μπροστά της. Ήθελε να μπορεί να ταυτιστεί με τα λόγια της κι ένας συντηρητικός, που λέει ο λόγος. Μόνο έτσι θα γινόταν το θαύμα. Ήξερε ότι είχε βάλει τον πήχη πολύ ψηλά, αλλά μόνο για κάτι τέτοιο άξιζε να παλέψει. Οτιδήποτε άλλο, δεν θα έφερνε την αλλαγή που είχαν όλοι ανάγκη. Ναι, όλοι. Είχε την αξίωση να μπορεί ένας άνθρωπος σαν κι αυτή, να αντιπροσωπεύσει τους πάντες. Αυτός ήταν ο στόχος της κατά βάθος. Καλώς ή κακώς, αυτός ήταν. Και δεν είχε άδικο. Έβλεπε τη μεγάλη εικόνα, όχι τη μικρή. Αν τα κατάφερνε, αυτό και μόνο, θα είχε λύσει πολλά από τα προβλήματα της κοινότητάς της. Έτσι τουλάχιστον πίστευε. Μπορεί να έκανε και λάθος. Σιγά όμως. Μπροστά στα εκτρώματα που είχαν συμβεί ανά καιρούς από ψευδοσωτήρες, η απόφασή της αυτή δεν θα μπορούσε καν να λογιστεί ως λάθος, ακόμα κι αν όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Και το είχε υπόψη της αυτό. Δεν ήταν καμιά τυχαία, μην νομίζεις.

Πήρε λοιπόν μια βαθιά ανάσα και πριν καλά καλά το καταλάβει, βρέθηκε μπροστά στο μικρόφωνο. Ο κόσμος από κάτω ήταν περισσότερος, απ’ ότι περίμενε. Όρθωσε το ανάστημά της και χωρίς καμία εισαγωγή, μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
– Τι είναι τρας; Τι πραγματικά είναι τρας; Το πλαστικό στις θάλασσες ή η ψόφια κατσίκα του γείτονα; Η πουλημένη ελπίδα ή ο κάθε είδους φόβος; Ποιος βάζει τις ταμπέλες τελικά; Αυτό είναι προϊόν. Φάτο. Αυτό είναι σκουπίδι. Πέτα το. Το προϊόν σκουπίδια θα γίνει και το αντίθετο. Όπως θα συμπεριφερθείς στο ένα, έτσι θα συμπεριφερθείς και στ’ άλλο. Η νοοτροπία κάνει κουμάντο εξάλλου. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα, άσε που εμείς λογαριάζουμε πέντε. Mάλλον γι’ αυτό πετάμε το φαγητό και τρώμε το σανό. Ξέρουμε τι μας συμβαίνει, αλλά δεν μας πειράζει. Γεννηθήκαμε στις αντιφάσεις κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Ζήτω το τρας! Κάτω το τρας! Βρίζει ο σκουπιδοντενεκές τα σκουπίδια, μα το ψυγείο παραμένει άδειο. Στο μεταξύ, η βροχή έγινε σκόνη… Τουλάχιστον, υπάρχει μια τιμιότητα σ’ αυτό. Ξεκάθαρη βρωμιά, θείο δώρο. Όχι προπαγάνδα για ειδήσεις, ούτε φαστ φουντ για αστακομακαρονάδα.

Έκανε μια παύση, για να πιει λίγο νερό. Στο κοινό επικρατούσε ησυχία.

– Σταρ ή τρας; Ίδια γράμματα, άλλη σειρά. Η διατύπωση αλλάζει στην Ελλάδα. Όμως εμείς διαλέγουμε τη σειρά. Ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός, αλλά ούτε κι άνθρακας όμως. Πρέπει να βρούμε τη σωστή σειρά. Αλλιώς ν’ αλλάξουμε γράμματα, ν’ αλλάξουμε σειρά. Δεν φταίνε σε τίποτα τα στρας!

Το κοινό άρχισε να χειροκροτεί. Η Κλεοπάτρα συνέχισε παθιασμένη.

– Τα αυτονόητα χάσαμε, δυστυχώς. Μάλλον δεν τα βρήκαμε ποτέ. Γεννηθήκαμε σταρ και πεθαίνουμε τρας. Παραγωγή και κατανάλωση. Και στο τέλος χώμα. Φυσικό τρας. Βία, πίκρα και χώμα. Δεν βαριέσαι… Mισή ντροπή δική μας, ολόκληρη δική τους. Έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι;

Ένα σύσσωμο όχι ακούστηκε δυνατά.

– Δεν είμαστε ο ρόλος, παρά ο ηθοποιός. Αυτό είμαστε αδέλφια μου. Kριτική και υποκριτική. Αυτοκριτική ποτέ. Παίξαμε σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες και τώρα τρέχουμε, δίχως ανάσα, δίχως προορισμό. Σε μια κούρσα β’ διαλογής, χωρίς επιλογή. Αυτό είναι λοιπόν το μήνυμα: Η εποχή μας θέλει πραγματικότητες, όχι μύθους. Να τσακωνόμαστε και να λασπωνόμαστε μας έπεισαν. Ίσως και να μην γίνεται αλλιώς. Ίσως όμως και να γίνεται… Ελλάδα μου, ο ήλιος σου μας μέθυσε και τρελαθήκαμε. Καληνύχτα.

Το χειροκρότημα που ακολούθησε δεν έμοιαζε με κανένα απ’ αυτά που είχε πάρει μέχρι τότε. Ήταν παρατεταμένο και διαρκώς αυξανόμενο. Ένα καινούργιο σύνθημα είχε μόλις γεννηθεί. ”Σταρ, τρας και παντελόνι στρας”, φώναζε το κοινό ρυθμικά. Χαιρέτισε όπως άρμοζε στο πρωτόκολλο και αποχώρησε από το βήμα με όλη την κλάση που αρμόζει σε μια κυρία που ξέρει να τιμάει τα παντελόνια της. Τα είχε καταφέρει. Ευτυχώς, τα είχε καταφέρει. Μπορεί να έδειχνε άνετη, αλλά μόνο η ψυχούλα της ήξερε το άγχος που έφαγε και τελικά χώνεψε. Είχε γερό στομάχι εξάλλου.

Οι μέρες πέρασαν, οι εκλογές έγιναν, τα αποτελέσματα βγήκαν. Η Κλεοπάτρα όμως δεν πέτυχε το στόχο της. Μπορεί να είχε καταφέρει να συλλάβει και να μεταφέρει τη μεγάλη εικόνα στο κοινό, ωστόσο η Ελλάδα ήταν ακόμα πολύ μικρή, για τα βήματα που δρασκέλιζαν τα ψηλά της πόδια.

§

 

Λουκά Δήμητρα

Αγόρω

 

Την έβαλε να καθίσει σε μια ξύλινη καρέκλα στην αυλή, κάτω από τη συκαμιά. Έπειτα της έφερε τον καφέ της. Στην ίδια θέση εδώ και χρόνια. Απόφευγε να τη φωνάζει με το όνομά της, από φόβο να μην ξυπνήσει μέσα της τα παλιά. Μόνο της έλεγε τα απολύτως απαραίτητα, «έλα, σήκω», «πάμε έξω», «κάτσε». Και η Αγόρω ακολουθούσε τη μεγαλύτερη αδερφή της, χωρίς καμία αντίσταση.

Η Αγόρω, ήταν το τέταρτο κορίτσι στη σειρά. Στη γέννα της, ο πατέρας της περίμενε έξω από την κάμαρα να του φέρουν το μαντάτο. Περπατούσε ασταμάτητα πάνω κάτω. Δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του, ήθελε αγόρι. Μόλις ξεπρόβαλε η μαμή στην πόρτα και είπε «πάλι κορίτσι είναι Βαγγέλη», εκείνος κοκκάλωσε. «Δεν είναι αίμα δικό μου», φώναξε. Έβγαλε την αρμαθιά με τα κλειδιά από την τσέπη και την πέταξε απάνω στο τζαμένιο παραθυρόφυλλο.

Τρεις μέρες μετά τη γέννηση της Αγόρως, οι γυναίκες του σπιτιού έδιωξαν τους άντρες και κάθισαν γύρω από την κούνια της. Ήταν όλες ντυμένες στα μαύρα, αλλά στο κεφάλι φορούσαν πολύχρωμα μαντήλια. Θέλησαν να της μοιράσουν το μερίδιο στη ζωή, σαν τις αρχαίες μοίρες. Της τραγούδησαν μόνο μοιρολόγια: η βάβω της τα πάθια της τα περασμένα, η μάνα της τα τωρινά και η μεγαλύτερη αδερφή της που έμπαινε στα δεκαπέντε, τα μελλοντικά. Τα τραγούδησαν με τέτοιο σπαραγμό στη φωνή, που όποιος περνούσε έξω από την πόρτα θα πίστευε ότι το κορίτσι ήταν ήδη πεθαμένο. Την είπαν Αγόρω. Της διάλεξαν τη μοίρα της και της δώρισαν την τύχη να παίρνει εκείνη απάνω της το κακό που χρόνια τώρα βάραινε τη μάνα της. Έπειτα την έντυσαν κατάσαρκα με ένα κομμάτι από το νυχτικό που φόραγε εκείνη, όταν την έπιασε στη μήτρα της. Από όταν κατάλαβε τον εαυτό της, η Αγόρω ένιωσε ότι το ρούχο ετούτο ήταν ιερό και δεν έπρεπε να το μαγαρίσει. Το τραβούσε προσεκτικά κάθε βράδυ από τη μια του άκρη και το πιπίλιζε για να κοιμηθεί. Πριν ξημερώσει το έβαζε πάλι κάτω από τα ρούχα της.

Όταν έγινε τριών χρονών, η μάνα της έπιασε ξανά παιδί. Της ζήτησαν να χρησμοδοτήσει. Η Αγόρω ακούμπησε απαλά το αυτί στην κοιλιά της, αφουγκράστηκε αυτό που κρυβόταν στο βάθος και έγνεψε καταφατικά. Ο πατέρας της πετάχτηκε απάνω, άρχισε να φωνάζει «το σπίτι μου αντρειεύτηκε», την ανέβασε στους ώμους του και διέγραψε κάμποσους κύκλους επί τόπου. Όταν άκουσαν τις φωνές και τα πανηγύρια, οι τρεις μεγαλύτερες αδερφές κατάλαβαν πως η δική τους θέση θα ήταν για πάντα στο νεροχύτη και τα χωράφια, ενώ της Αγόρως δίπλα στο κρεβάτι της μάνας τους. Από τη μέρα εκείνη έπαψαν να της μιλούν, τη δάγκωναν στα κρυφά, της ξερίζωναν τα μαλλιά όταν τη χτένιζαν και της έριχναν καυτό νερό στο κορμί για να την πλύνουν. Η Αγόρω έβρισκε καταφύγιο στο δωμάτιο των γονιών της και με τον καιρό έβγαινε όλο και πιο σπάνια από εκεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρακολούθησε από κοντά όλες τις αγορογέννες της μάνας της. Καθόταν ανακούρκουδα κοντά στην κουρτίνα, έτσι που να μπορεί να κρύβεται πίσω από το ύφασμα, όταν το ματωμένο αιδοίο της καλόγεννης ξεπρόβαλε σε πλήρη θέα κάτω από το σεντόνι και ήταν τέτοιος ο τρόμος από τις φωνές της, που τις ένιωθε να πέφτουν στο πρόσωπο και το κορμί της σαν απανωτές βιτσιές. Ευτυχώς, η μάνα της ήταν γυναίκα με φαρδιούς γοφούς, γεννούσε χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια και το μαρτύριο δεν διαρκούσε πολύ. Μόλις τα αγόρια γλιστρούσαν ανάμεσα στα μπούτια της, τους έδενε τον ομφάλιο λώρο με μια καλτσοδέτα, τους φορούσε μαύρο σκουφί στο κεφάλι και τα σκέπαζε με ένα μαύρο σεντόνι για το μάτι. Η Αγόρω ξεπεταγόταν τότε από την κρυψώνα της και έτρεχε στον πατέρα της για τα συχαρίκια. Εκείνος μαζί με το φιλί στο μάγουλο, έβγαζε και τις έδινε τρία πεντάδραχμα.

Μέχρι που έκλεισε τα δεκατρία κοιμότανε στο δωμάτιο των γονιών της. Τα ατελείωτα βράδια του χειμώνα άκουγε τα αγκομαχητά τους και ήξερε ότι το επόμενο φθινόπωρο η μάνα της θα γεννούσε ένα ακόμα παιδί. Ως τότε την έτρωγε η έννοια, αν θα μπορέσει να ξορκίσει και πάλι το κακό. Καθόταν άυπνη μερόνυχτα. Τα πρωινά μετρούσε και ξαναμετρούσε τα πεντάδραχμα που της είχε χαρίσει ο πατέρας της και τα βράδια πάλευε με τα θηλυκά δαιμόνια γύρω από το κρεβάτι της. Πότε με απειλές πότε με παρακάλια τους ζητούσε να πάρουν πίσω το κακό που είχαν κάνει στη μάνα της και να αποκαταστήσουν τη ζημιά με ένα ακόμα αγόρι. Ζούσε περιμένοντας την καινούργια ζωή που θα της έδειχνε ότι άξιζε να ζει. Ήταν αυτή η αναμονή μια αφόρητη πληγή, σαν ένα χρόνιο έκζεμα στην πλάτη που δεν έφτανε για να το ξύσει.

Όταν η μάνα της σταμάτησε να γεννά, την έβαλε στην κάμαρα με τις αδερφές της. Εκείνες έπαψαν να τη λένε Αγόρω. Τη φώναζαν «η σερνικιά». Της έκοψαν σύριζα τα μαλλιά και της έδεσαν σφιχτά το στήθος με φαρδιά πανιά. Τα απογεύματα την έβγαζαν στον δρόμο. Η Αγόρω ήθελε πιο πολύ να παίζει με τα αγόρια, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει αυτό. Εκείνα την περιγελούσαν και αυτή κρυβόταν στις γωνιές μέχρι να σκοτεινιάσει. Όταν ένιωσε ότι είχε μέσα της ένα αγόρι, αλλά και μια κόκκινη σχισμή ανάμεσα στα πόδια ίδια με αυτή της μάνας της, την έπιασε τρόμος. Τρόμος για την παράξενη φύση της που της είχε χαρίσει χρόνια ολόκληρα πεντάδραχμα και φιλιά στο μάγουλο και που τώρα την παίδευε με αβεβαιότητες και κοροϊδίες.

Δεν τη χώραγε πια ο τόπος. Στην αρχή έφευγε τη μέρα. Μετά άρχισε να φεύγει και τη νύχτα. Την έβρισκαν οι τσοπάνηδες να σεργιανάει αδέσποτη στις πλαγιές και την έφερναν πίσω. Κακοπαθημένη. Η μάνα της φοβήθηκε. Ζήτησε από τις αδερφές της να της κλειδώνουν τα βράδια την πόρτα. Η Αγόρω έπαιρνε φόρα και έπεφτε απάνω της με μανία. Ούρλιαζε, ένα ουρλιαχτό λαβωμένο, που αγρίευε τις αδερφές της. Αποφάσισαν να τη βάλουν σε μια καμαρούλα στο πίσω μέρος του σπιτιού που έβλεπε στο βουνό. Στην αρχή κοπάναγε επίμονα την πόρτα. Μετά το πήρε απόφαση. Καθόταν απάνω στο κρεβάτι της ασάλευτη και αμίλητη. Είχε πάψει να παλεύει στα φανερά με τα περιγελάσματα και τα θηλυκά στοιχειά. Αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι πόλεμος γίνονταν μέσα της. Μόνο αν την κοίταγες καλά στα μάτια, την ώρα που καθόταν κάτω από τη συκαμιά, έβλεπες τη βουή του.


§

 

Διονύσης Μαρίνος

Το επιπλέον δωμάτιο

 

Μια εβδομάδα αφότου είχαμε μετακομίσει στο νέο μας διαμέρισμα, ανακάλυψα πως τα έξι δωμάτια που μας είχε μοσχοπουλήσει ο πράκτορας ήταν επτά. Επιβεβαιώνοντας με το παραπάνω τη λειτουργικότητα του σπιτιού και την άνεση που θα μας πρόσφερε, το θυμάμαι πολύ καλά, είχε επιμείνει στον αριθμό των δωματίων. Ακούω σαν τώρα τη βραχνή από τα πούρα φωνή του να λέει «πουθενά αλλού δεν θα βρείτε τέτοιο διαμέρισμα με έξι άνετα δωμάτια στην τιμή που σας το δίνω».
Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να μην εκθειάσει και ένα έβδομο; Πώς γίνεται να μην γνώριζε την ύπαρξη αυτού του έξτρα χώρου από τη στιγμή που είχε νοικιάσει το σπίτι τουλάχιστον άλλες τρεις φορές τα τελευταία είκοσι χρόνια (όπως μας είχε πει ο ίδιος);
Δεν ήταν εύκολο να το βρεις αυτό το επιπλέον δωμάτιο. Κι εγώ από τύχη έπεσα πάνω του. Έτσι όπως ξενυχτάω σαν αγρίμι τις νύχτες (αυτοί οι πονοκέφαλοι δεν λένε να κοπάσουν) συχνά ανακαλύπτω πράγματα που στο φως της ημέρας, κατά περίεργο τρόπο, εξαφανίζονται. Όποιος πιστεύει πως ο ήλιος αποκαλύπτει αυτά που το σκοτάδι κρύβει στα φυλλοκάρδια του, μάλλον δεν έχει κάνει διαδρομές πάνω κάτω στο σαλόνι όπως κάνω εγώ συχνά μήπως και κατευνάσω την ημικρανία μου.
Ένα βράδυ, έχοντας γείρει στο σώμα μου στον ανατολικό τοίχο του σαλονιού, εκεί που λογικά τίποτα άλλο δεν υπήρχε από σοβάς, τούβλα και σιωπή, αισθάνθηκα το σώμα μου να βουλιάζει, να τρεμουλιάζει, να υποχωρεί. Αισθήσεις που έχω έτσι κι αλλιώς όταν ο πόνος φτάνει στο ζενίθ του, όμως, αυτή τη φορά το φαινόμενο είχε μια έντονη υλικότητα, δεν χόρευε απλώς στο κεφάλι μου.
Αίφνης, μια κρυφή πόρτα ξεμαντάλωσε, δημιουργώντας ένα χάσμα στον τοίχο, από το οποίο πέρασα μπουσουλώντας, καθώς, μη περιμένοντας αυτή την εξέλιξη, έσκασα στο έδαφος σαν άδειο σακί μόλις βρέθηκα στο κενό.
Η αρχική μου έκπληξη δεν μπορεί να συγκριθεί με την αμέσως επόμενη που ήρθε και με κεραυνοβόλησε. Το δωμάτιο όχι μόνο δεν ήταν άδειο, αλλά στο κέντρο του υπήρχε ένα τραπέζι φορτωμένο με όλα τα καλούδια που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τριγύρω υπήρχαν τέσσερις καρέκλες και μόνο μια ήταν κενή. Στις άλλες τρεις κάθονταν μια γυναίκα περίπου στην ηλικία μου (τώρα ξέρω πως είναι τέσσερα χρόνια νεότερή μου) και δύο παιδιά ηλικίας επτά και δέκα ετών. Πριν καν καταφέρω να ψελλίσω κάτι, η γυναίκα γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε με έκδηλη ανυπομονησία «Ήρθες επιτέλους; Τα παιδιά έχουν πεθάνει από την πείνα. Με το ζόρι τα κρατούσα να μην ξεκινήσουν να τρώνε χωρίς εσένα».
Κοίταξα τη γυναίκα, κοίταξα τα παιδιά, το τραπέζι, τα φαγητά, το δωμάτιο και προς στιγμήν ήμουν σίγουρος πως έβλεπα κάποιο τρελό όνειρο. Τι καλά που θα ήταν να έβλεπα, όντως, όνειρο. Όλα θα έσβηναν αμέσως μόλις θα ξυπνούσα.
Μάταιος κόπος.
Όλα ήταν πραγματικά, υπαρκτά. Έφαγα ραγού με χυλοπίτες, ήπια κόκκινο κρασί, δέχθηκα τα φιλιά της γυναίκας και των παιδιών κι ύστερα την πρότασή της να πέσουμε να ξαπλώσουμε, ενόσω τα παιδιά θα έπαιζαν λίγο κι ύστερα θα διάβαζαν τα μαθήματά τους.
Με τη μόνη γυναίκα που θυμάμαι να είμαι παντρεμένος είναι η Ένια. Αυτή τη στιγμή περιφέρεται σε κάποιο από τα έξι δωμάτια του νέου μας διαμερίσματος και μαζεύει τα ρούχα και τα παιχνίδια των δύο παιδιών μας (επτά και δέκα ετών). Την Ένια την ξέρω από παιδί. Ήταν η πρώτη γυναίκα που γνώρισα, αμέσως αγαπηθήκαμε και ποτέ δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου με άλλη.
Τότε αυτή εδώ πώς βρέθηκε;
Από πού προέκυψε;
Όταν την ρώτησα με τρόμο στα μάτια, μου απάντησε γελώντας (τέτοιο γέλιο δεν έχω ακούσει ποτέ από άνθρωπο): «Ντάνιελ, έλεος. Τι άλλο θα ακούσω πάλι από εσένα; Δεν πιστεύω να τα ήπιες πάλι με τον Κοξ; Σου έχω πει να κόψεις τα πολλά πολλά μ’ αυτόν. Μόνο τις παμπ έχει στο μυαλό του».
Δεν ξέρω κανέναν Κοξ και σίγουρα δεν τραβιέμαι σε παμπ. Στην πραγματικότητα, δεν μου αρέσει καν να πίνω αλκοόλ. Ένα ποτήρι ουίσκι μπορεί να με ρίξει αμέσως σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα πονοκέφαλου.
Όταν προσπάθησα να φύγω από το δωμάτιο και να επιστρέψω στο σπίτι μου, βρέθηκα αντιμέτωπος με τη σθεναρή αντίσταση της γυναίκας που δήλωνε γυναίκα μου. «Οχι, την Μάρτα κανένας δεν μπορεί να την κοροϊδέψει. Ούτε κι εσύ αγάπη μου», μου είπε με βροντερή φωνή και στάθηκε βράχος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Με τα πολλά, και με το φόβο να έχει ξυπνήσει η γυναίκα μου και να με ψάχνει, αναγκάστηκα να ξαπλώσω μαζί της στο κρεβάτι, να προσποιηθώ ότι μου άρεσε ο έρωτας που κάναμε και να κουρνιάσω στο μαξιλάρι μου. Όταν κατάλαβα πως είχε κοιμηθεί για τα καλά και τα παιδιά είχαν πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα και καρφί δεν τους καιγόταν για την παρουσία μου, άνοιξα όσο πιο ελαφριά μπορούσα την κρυφή πόρτα και πέρασα ξανά στο διαμέρισμά μου. Ευτυχώς, όλα τα φώτα ήταν κλειστά και η ησυχία βασίλευε παντού. Πήγα ακροπατώντας στο υπνοδωμάτιο και διαπίστωσα με αγαλλίαση πως η γυναίκα μου κοιμόταν βαριά. Έβγαλα το πάνω της πιτζάμας μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ. Το επόμενο βράδυ έγινε το ίδιο και το μεθεπόμενο επίσης.
Εδώ και ένα μήνα ζω ένα δράμα.
Κάθε βράδυ αναγκάζομαι να τρώω δύο φορές βραδινό, να κάνω έρωτα με δύο γυναίκες, να χαϊδεύω τα κεφάλια τεσσάρων παιδιών, να ξαπλώνω σε δύο διαφορετικά κρεβάτια. Την ημέρα είμαι στη δουλειά και, ευτυχώς, γλιτώνω την ταλαιπωρία. Όμως, τι βάσανο με πλακώνει όταν έρχεται το απόγευμα και ο ήλιος αρχίζει να δίνει τη θέση του στο σκοτάδι. Το στομάχι μου σφίγγεται, η καρδιά μου χτυπάει σαν σφυρί, το σώμα μου μουδιάζει. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω αυτή την κατάσταση που δεν λέει να τερματιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όσες προσπάθειες κι αν έχω κάνει να εξηγήσω στην άγνωστη γυναίκα ότι δεν είμαι ο άντρας της και στη γυναίκα μου ότι υπάρχει στη ζωή μου μια άλλη, πέφτω σε τοίχο.
Προχθές, η γυναίκα μου μού είπε πως αποφάσισε να κάνει ανακαίνιση στο σαλόνι. «Βαρέθηκα πια όλο τα ίδια και ίδια», δικαιολογήθηκε.
Μου έδειξε και τα σχέδια του αρχιτέκτονα που επισκέφθηκε να πάρει μια γνώμη. Στο σημείο που βρίσκεται ο ανατολικός τοίχος ονειρεύεται να φτιάξει μια κατασκευή με γυψοσανίδα για να βάζει τα βιβλία και τα αναμνηστικά της από τα ταξίδια μας. Της απάντησα πως αυτό δεν μπορεί να γίνει, με ρώτησε γιατί, αλλά δεν ήξερα τι να της πω. Στην άλλη είπα πως θα χρειαστεί να λείψω δεκαπέντε ημέρες. Προέκυψε ταξίδι εκτός έδρας στη δουλειά. Ελπίζω να μην χρειάζεται περισσότερο χρόνο ο αρχιτέκτονας να φτιάξει αυτό που θέλει η γυναίκα μου.
Ελπίζω να μην κλείσει την πόρτα τελείως.
Κάποιος τρόπος θα υπάρχει να μην χάσω την δεύτερη οικογένειά μου.

 

§

 

Πολύβιος Πρόδρομος

ΟΡΙΓΚΑΜΙ

 

Τέλη Γενάρη. Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητο στην πόλη. Πέντε μήνες τώρα ούτε δουλειά είχε βρει ούτε σπίτι. Πέντε μήνες που έχασε τα πάντα, λόγω της κρίσης. Είχε εμπορικό στο κέντρο. Επιταγές, δάνειο για το μαγαζί, υποχρεώσεις «προς τρίτους»… Είχε κι ένα γιο- θα’ταν γύρω στα τρία. Η Πρόνοια του τον πήρε. Ήρθε η Αστυνομία με μια κοινωνική λειτουργό. «Ακατάλληλο για παιδιά το πεζοδρόμιο που μεγαλώνει». Του πήραν τον κόσμο όλο με τρόπο πρόστυχο. Μάταια παρακαλούσε, μάταια υποσχόταν πως αύριο -μεθαύριο θα έβρισκε δουλειά και σπίτι για να μην είναι στο δρόμο. «Θα μπορείτε να έρχεστε να το βλέπετε», του είπαν. Το «Αγία Όλγα» είχε μια πόρτα βαριά-από σίδερο. Κάγκελα ψηλά και στο πάνω μέρος της πόρτας ανάμεσα σε σιδερένια κεντήματα έγραφε : «Ίδρυμα απόρων παίδων “η Αγία Όλγα”». Στάθηκε έξω από την πόρτα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε: «απόρων παίδων». Το παιδί το δικό του στο… «απόρων παίδων». Έσιαξε τα μαλλιά του, σκούπισε τα μάτια του, έβαλε στη χούφτα του το οριγκάμι που του είχε φτιάξει από τα πιο όμορφα χρωματιστά χαρτόνια που έβρισκε έξω από τα καταστήματα που γυρνούσε και χτύπησε το κουδούνι. Πέντε μήνες τώρα το ίδιο σκηνικό. Ο μικρός ερχόταν κι έπεφτε στην αγκαλιά του στην αίθουσα αναμονής του Ιδρύματος. «Σε λίγες μέρες θα πάμε στο σπίτι μας», του έλεγε, σκουπίζοντας τα ματάκια του. «Μη κλαις. Θα έρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω και να παίζουμε. Να είμαστε μαζί». Έπαιζαν, γελούσε ο μικρός με το οριγκάμι και τις αστείες γκριμάτσες που του έκανε ο πατέρας του. Πόσες πληγές μπορεί να ανοίξει η αθωότητα… Κι όταν ερχόταν η ώρα να φύγει τον έπιανε σφιχτά από το χεράκι του, όπως παλιά, τον έβγαζε στον κήπο και πήγαιναν μαζί μέχρι την μεγάλη σιδερένια πόρτα. Άνοιγε η πόρτα. Εκείνος απέξω κι ο μικρός από μέσα. Περνούσαν τα χέρια τους ανάμεσα στα κάγκελα, έπιανε ο ένας του άλλου σφιχτά κι έλεγαν κουνώντας τα ρυθμικά «θα- εί-μα-στε πά-ντα μα-ζί». Αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός τους κάθε μέρα, κάθε φορά. Τις Κυριακές, είχαν επισκεπτήριο για όλα τα παιδιά και μπορούσαν να τα πάρουν οι γονείς ή οι κηδεμόνες τους για λίγες ώρες, έξω από το Ίδρυμα. Ο μικρός το ήξερε και τον περίμενε. Κάθε Κυριακή που ερχόταν ο πατέρας του τού έφερνε και μια λιχουδιά. Τον έπαιρνε και τον πήγαινε στο Ζάππειο να δούνε και να ταΐσουν με λίγο ψωμί τις πάπιες. Σήμερα όμως άργησε. Κι αυτή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. Ο μικρός ξέφυγε κάποια στιγμή και έτρεξε προς την σιδερένια εξώπορτα. Έβγαλε τα χεράκια του από τα κάγκελα, δεν τον ένοιαζε κι αν βρεχόταν, και τραγουδούσε «θα- εί-μα-στε πά-ντα μα-ζί». Έκλεινε τα ματάκια του και φανταζόταν τον πατέρα του να του κρατάει τα χέρια σφιχτά και να τον παίρνει μαζί του στο σπίτι τους. «Ακόμα ένας άστεγος βρέθηκε νεκρός, από το υπερβολικό ψύχος, σήμερα τα ξημερώματα στην οδό Αθηνάς. Μάλλον επρόκειτο για πλανόδιο μικροπωλητή οριγκάμι. Στην τσέπη του βρέθηκαν, εκτός από τα οριγκάμι, δύο καραμέλες και λίγες μπουκιές ψωμί».

 

§

 

Σκαπετούλια Λουκία

Ένα ζευγάρι σανδάλια…

 

Αν και αρχές φθινοπώρου, συνεχίζει να περπατά ξυπόλητος στο σπίτι. Του αρέσει να αφομοιώνει το ξύλινο πάτωμα στις πατούσες και να ρουφά ηδονικά τα ίχνη των υλικών στις γραμμώσεις του ποδιού· Αισθησιακά πλανεμένος από την τέλεια ενσωμάτωση των αντιφατικών στοιχείων. Ακόμη και όταν οδηγεί, βγάζει τα παπούτσια τις κάλτσες και φλερτάρει με τα πεντάλ. Το καλοκαίρι ειδικά έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων χωρίς τυπικές πιέσεις και διστακτικά πρέπει. Αν δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί εγωκεντρικός, θα ακολουθούσε τα γυμνά αγγίγματα ακόμη και στο δρόμο, όποια εποχή κι αν ήταν. Η αγορά παπουτσιών για τον ίδιο είναι μία σχοινοτενής και κοπιώδης διαδικασία γι’ αυτό και συνήθως την αποφεύγει. Τότε συνήθως, αναλαμβάνουν πρωτοβουλία οι φίλοι.

Όπως και σήμερα, στα γενέθλιά του. Το χτύπημα στην πόρτα, ο κούριερ, το δέμα. Ξετυλίγοντας λαίμαργα το πακέτο ανακαλύπτειτο πρώτο δώρο της ημέρας: ένα ζευγάρι σανδάλια. Όλα τα ενοχικά όνειρα σε μία πραγματικότητα ξεχασμένη και το ημίγυμνο περιεχόμενο, περίτεχνα στημένο απέναντί του να τον καρφώνει. Να του θυμίζει ηθικές υποχρεώσεις της περασμένης γενιάς και ανοιχτά συμβόλαια της σύγχρονης. Η διαχρονική πάλη των ιδεών και τα αδιέξοδα των μοντέρνων νοοτροπιών. Ποιος να το περίμενε… Τόσες σκέψεις τόσοι προβληματισμοί με τη θέα ενός και μόνο δώρου. Συνοφρυώνει τα φρύδια κρύβοντας την αμηχανία του, κλείνει το κουτί και το βάζει στο ντουλάπι.

Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα όμως δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Τον γαργαλάει με θύμησες. Αφού διασχίζει ξυπόλυτος αρκετές φορές το σαλόνι και την τραπεζαρία, τελικά, κοντοστέκεται στο μικρό πορτάκι του ντουλαπιού. Σκεπτόμενος, ότι αν και το δώρο είναι παράκαιρο, κάτι που του δημιουργεί ένα μειδίαμα στα χείλη. Εκείνος, σαν γνήσιος απόγονος του αρχαίου ελληνισμού, αποφασίζει να ανοίξει το κουτί και να αφήσει νωχελικά τις πατούσες να γλιστρήσουν στα σανδάλια. Με αστραπιαίες κινήσεις, αρχίζει να περπατά στα δωμάτια ρίχνοντας που και που λοξές ματιές στα αιχμάλωτα δάχτυλά του. Είναι διασκεδαστικό. Για πρώτη φορά στη ζωή του ακολουθεί τα βήματά του.

Απρόσμενα, τα σανδάλια τον οδηγούν στη γραφική γειτονιά της Πλάκας. Όλα φαντάζουν τόσο ιδιόρρυθμα. Αισθάνεται δραπέτης της ζωής του. Ακολουθεί το αρχαίο ελληνικό όραμα, που άλλοτε παραμένει αεικίνητο και άλλοτε στατικό στις μυστηριακές διακλαδώσεις. Συνομιλεί με τον Διόνυσο και τους θεούς του Ολύμπου. Μύθοι κι αλήθειες στήνουνε χορό λατρείας γύρω του. Σώμα και ψυχή αιχμάλωτα στη δίνη μιας αρχαιοελληνικής τιμημένης εποχής. Όλες οι παραστάσεις εκτίθενται ηδονικά μπρος του.

Κι ενώ μεθάει με το κρασί της λήθης κι ανακαλύπτει νέες πτυχές απελευθέρωσης – έχοντας φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο σκηνικό της δραματουργίας- όλα γκρεμίζονται όταν αντικρίζει εκείνον…. εξαθλιωμένο, αδύναμο, με το χέρι απλωμένο. Στέκεται εκεί δίχως να μιλά, με το χέρι απλωμένο. Δεν φοράει παπούτσια.

Αμέσως ακινητοποιεί τα πόδια του. Στέκεται απέναντί του και τον περιεργάζεται για λίγα δευτερόλεπτα. Μία σκονισμένη ομίχλη θολώνει το τοπίο. Τα αδιέξοδα πληθαίνουν. Παράλληλες ζωές; Άραγε, ποιες και ποιοι είναι οι πραγματικά αιχμάλωτες και αιχμάλωτοι; Η σκόνη του δρόμου εξαϋλώνει τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και προβάλλει μία μορφή σύγχρονης και όχι τόσο επιθυμητής εκδοχής.

Αποφασίζει δειλά να προχωρήσει προς το μέρος του. Έπειτα τα «σανδάλια» ψιθυρίζουν στον ξένο:

«Σας ζηλεύω»

Θυμάται ξαφνικά το θεϊκό άγγιγμα της πλήρους ταύτισης, τα ηδονικά ίχνη των υλικών στις πατούσες του. Όλα μοιάζουν τόσο απόμακρα τώρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, απελευθερώνει τα δάχτυλά του.

Πλησιάζει περισσότερο τον επαίτη και του χαρίζει τα σανδάλια:

«Συγνώμη γι’ αυτό»

Για πρώτη φορά, δεν φοβάται μήπως χαρακτηριστεί εγωκεντρικός.

§

 

Φώτη Αικατερίνη

Ζωή μεταχειρισμένη

 

Να πω μια ιστορία; Εύκολο είναι; Θα πω αλλά δεν ξέρω το πως.. Αληθινή ή ψεύτικη, καλά καλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Αν ζω με τους γονείς μου ή με έναν μαλάκα που είναι ακόμα ερωτευμένος με τη μάνα του, που πάντα ήταν και πάντα θα είναι, τι σημασία έχει; Όλη μέρα καφενείο, ζάρια και χαρτιά. Εκεί έχασε όλη τη ζωή μας και το πιο σοβαρό, δεν τον ένοιαξε. Σκιάχτρο σε μποστάνι, πιο μεγάλη αξία έχει. Δεν με δέρνει, δεν πάει με άλλες, εκτός από τη μάνα του που τη φοράει σαν σταυρουδάκι κατάσαρκα. Σοφία με λένε, όχι ορθή. Κοιμισμένη. Τρώω το φαί μου, αγαπάω το κελί μου. Καθαρίζω τις δημόσιες τουαλέτες στην πλατεία, πίσω από το Δημαρχείο. Δίπλα στα αμαξάκια, που τους βάζεις μισό ευρώ κι αυτά τραγουδάνε ¨ ήταν ένα μικρό καράβι , αταξίδευτο¨ και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι παίρνουν στα ευτυχισμένα παιδιά τους της γριάς το μαλλί. Ναι εκείνο το ροζ. Ζω μέσα σε ένα ροζ σύννεφο με σκατά που μπορεί να μυρίζουν τριαντάφυλλο από το άζαξ που ψεκάζω στις τουαλέτες, αλλά είναι σκατά. Να σου πω κάτι πιο προσωπικό; Με βάζει να βλέπω τσόντες και να τελειώνω έτσι και αυτός χύνει χωρίς να μ’ ακουμπήσει. Και αυτές οι τσόντες βρε παιδί μου, χύσιμο, πολύ χύσιμο. Όταν χύνουν μου ‘ρχεται να πάρω το πανί να καθαρίσω. Εγώ θέλω να φύγω, όπως φεύγουν αυτοί όταν τελειώνει η τσόντα αλλά μένω. Χρειάζομαι τα λεφτά γι’ αυτό ήρθα. Να σπουδάσω το μικρό, Νικόλα τον λένε. Εφταμηνίτικο τον έβγαλα από το ζόρι. Αιμορραγία να δουν τα μάτια σου. Μου τα έβγαλαν όλα και γλίτωσα. Μπα δεν γλίτωσα! Να γλιτώσει ο μικρός, να γίνει αρχιτέκτονας, απ’ αυτούς που φτιάχνουν σπίτια, όχι απ’ αυτούς που τα χαλάνε. Ντρέπεται για μένα αλλά καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Δεν μου ζητάει το καημένο αλλά το βλέπω στο βλέμμα του, όταν του δίνω ρούχα από δεύτερο χέρι. Σωματείο ¨Χιτών¨ της ενορίας μας. Γιατί σωματείο είναι και η εκκλησία, αν δεν υπογράψεις το καταστατικό της ,¨ουκ αν λάβεις¨. Κουράστηκα. Να καθίσω λίγο εδώ στο τραπέζι να ακουμπήσω; Ένα τσάι θα το έπινα, κόκκινη πλατεία, αν σου βρίσκεται. Τι έλεγα; Ναι τρέχει το μυαλό μου, τον ασυμμάζευτο έχει. Και τα χρέη τρέχουν. Με τις κάρτες ζω. Τις φορτώνω συνέχεια, τάνκερ τις έκανα. Η Ελένη, πήγαινε, μου είπε, θέλει μια γυναίκα εκείνος ο παράξενος ζωγράφος, μέσης ηλικίας, ακριβώς σαν εσένα. Μέσης ηλικίας εγώ δεν είμαι, αλλά δείχνω. Καστανή με ίσια μαλλιά σαν οργωμένο φθινοπωρινό χωράφι, αυτό το έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Με σκούρα μάτια. Τα δικά μου είναι μελιά, με πράσινα νερά για την ακρίβεια, στο φως. Όμως εδώ δεν έχει φως. Σκιάχτηκα όταν μπήκα. Τώρα συνήθισα. Πληρώνει με την ώρα μου είπε. Αντέχω, μη με βλέπετε έτσι. Τόσα ‘αντεξα όλα αυτά τα χρόνια. Όλα για τους ανθρώπους είναι. Αυτό το έλεγε η μάνα μου. Άλλος το βλέπει φορτίο, άλλος δώρο του θεού. Εμένα μου έλαχε αυτό, για να σωθεί η ψυχή μου, να αναπαυτεί στον άλλο κόσμο. Έτσι μου λέει ο παπούλης, όταν πάω για εξομολόγηση. Και αυτή η ζωή, ρωτάω εγώ αλλά ο παπούλης σιωπά. Έτσι έμαθα και εγώ να σιωπώ, όταν με βρίζει και με εξευτελίζει. Τηρώ τον κανόνα της σιωπής με τις ευλογίες του παπούλη. Και όταν μου ζητά λεφτά, του δίνω και με αφήνει ήσυχη. Και ξέρεις κάτι, αυτή η μεταχειρισμένη σιωπή με βοηθά να ζω τη μεταχειρισμένη ζωή μου. Δεν θυμάμαι, αν σου είπα για το όραμα. Μουσικές πλησιάζουν, σταματούν κάτω από το παράθυρο, οργανοπαίχτες παίζουν και ένας άνδρας τραγουδά. «Χαράματα η ώρα τρεις θα ΄ρθω να σε ξυπνήσω. Κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ να βγεις να σου μιλήσω». Ύστερα συνέρχομαι. Σκύβω τους ώμους, βάζω τις παντούφλες μου και πάω να ψήσω καφέ του άνδρα μου.

§

 

Χρηστίδου Μαίρη

Η μπαλαρίνα

 

Μια διαφορετική μέρα, αναπάντεχα, με περίμενε εκείνη την Τετάρτη του Αυγούστου. Μελαγχολική, εδώ και μήνες, καθόμουν ξεχασμένη σε μια ξύλινη ραφιέρα ενός από τα παλιά παλαιοπωλεία της πόλης, στο Πιτ Μπαζάρ.
Η όμορφη οπαλίνα μου λες και είχε αλλάξει χρώμα, έτσι όπως ένα λεπτό στρώμα σκόνης με είχε σκεπάσει. Δεν παραπονιόμουν, όμως, γιατί δεν ήμουν μόνη· στο μαγαζί –παλαιοπωλείο– που βρέθηκα, συνάντησα εκεί πολλούς φίλους. Πήλινες κανάτες και ποτήρια, πορσελάνινα πιάτα, κούκλες παλιάς εποχής, μπρούτζινα βάζα, μικροί και μεγάλοι πίνακες σπουδαίων –και μη– ζωγράφων βρίσκονταν πιστοί σύντροφοι γύρω μου. Όχι, όχι, δεν είχα παράπονο.
Πριν καταλήξω έτσι, είχα ζήσει και εγώ όμορφες μέρες «δόξας», θα έλεγα. Για πολλά χρόνια ως στολίδι θαυμασμού βρισκόμουν στο κέντρο της πλάτης ενός όμορφου παλιού πιάνου, ακουμπισμένου στον ένα από τους τοίχους μιας πανέμορφης τραπεζαρίας. Οι αστή κυρία –ιδιοκτήτρια της αρχοντικής κατοικίας επί της Βασιλίσσης Όλγας– θυμάμαι πως με δέχτηκε ως δώρο κάποια Χριστούγεννα. Εντυπωσιασμένη και φύση καλλιτεχνική, όταν με έβγαλε χαρούμενη από το καλοτυλιγμένο κουτί, όπου βρισκόμουν αμέσως, χωρίς να το πολυσκεφθεί, με τοποθέτησε στο αγαπημένο της πιάνο.
Πολλές φορές από εκείνα τα Χριστούγεννα με συντρόφεψε για ώρες, καθώς έπαιζε σχεδόν καθημερινά διάφορα κλασικά κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα μου έριχνε πάντα ματιές θαυμασμού. Φαίνεται πως έτσι που έγερνα την πλάτη προς τα πίσω πατώντας στέρεα στα ντελικάτα πόδια, ο ψηλός λαιμός μου με την κλήση που έπαιρνε προς τα πίσω πρόδιδε το καλογυμνασμένο σώμα μου, και ένα χαμόγελο περηφάνιας διακρινόταν στο βλέμμα μου. Φοράω και τώρα το καλσόν στο χρώμα του δέρματος, και από πάνω ένα σφιχτό ωραίο κορμάκι μαζί με μια φουσκωτή φουστίτσα, όπως είθισται για κάθε μπαλαρίνα. Πάντα η στολή αυτή θα με συνοδεύει, όπου κι αν βρεθώ.
Εκείνη, λοιπόν, τη μέρα μπήκαν στο μαγαζί δύο περιποιημένες κυρίες. Η νεότερη με βλέμμα έξυπνο, άρχισε, αμέσως, να περιεργάζεται τους φίλους μου. Κάποια στιγμή πλησίασε κοντά μου. Προσεκτικά, αφού πρώτα πήρε την άδεια, με πήρε στα χέρια της κι άρχισε να με ψάχνει από κάθε πλευρά μου. Όταν βεβαιώθηκε ότι ήμουν ακέραιη, με μεγάλη προσοχή με πήγε στον παλαιοπώλη ακουμπώντας με σαν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο μπροστά από την ταμειακή του μηχανή.
Σε λίγο βρέθηκα καλοτυλιγμένη σε ειδικό πλαστικό με φολίδες, και τέλος σε μια χοντρή μεγάλη σακκούλα, για να χωρέσει το ψηλόλιγνο κορμί μου. Αφού η νεαρότερη κυρία πλήρωσε όσα ζήτησε το δεύτερο «αφεντικό» μου, με προσοχή με κράτησε στο ένα της χέρι. Χωρίς να προλάβω να αποχαιρετίσω τους φίλους μου, το παλαιοπωλείο ήταν πια παρελθόν για μένα.
– Πού θα με πήγαιναν, άραγε; διερωτήθηκα.
Οι δύο κύριες σε λίγο επιβιβάστηκαν σε ένα περαστικό ταξί και μετά από μία μικρή διαδρομή έφτασαν στον προορισμό τους. Καθώς βρισκόμουν προσεκτικά τυλιγμένη, σκεπτόμουν πως μια καλύτερη σελίδα θα άρχιζε σε λίγο για μένα.
Μετά από την άνοδό μας μέσω ενός ανελκυστήρα φθάσαμε, επιτέλους, στο καινούργιο μου σπίτι. Η κυρία που με κρατούσε εδώ και λίγα λεπτά, αφού αφαίρεσε όλο το περιτύλιγμά μου, άρχισε και πάλι να με θαυμάζει.
– Επιτέλους, μπορώ να δω! Στον χώρο γύρω μου όμορφα έπιπλα ενός σαλονιού, πολύ φωτεινού, είναι στολισμένα με πολύχρωμα κεντήματα και ακριβά μπιμπελό. Στον ένα μακρόστενο τοίχο κυριαρχεί μια βιβλιοθήκη, γεμάτη φωτογραφικά άλμπουμ, βιβλία και παλιές φωτογραφίες. Οι άλλοι τρεις έχουν πίνακες –οι περισσότεροι με ελληνικά τοπία– αλλά και χειροποίητα πήλινα πιάτα παραδοσιακής τέχνης. Εκείνο, όμως, που με εντυπωσίασε πολύ, ήταν το όμορφο πιάνο που βρισκόταν απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Θυμήθηκα το πρώτο μου σπίτι με συγκίνηση, τότε που η ιδιοκτήτριά του με δέχθηκε ως δώρο και με τοποθέτησε στο δικό της πιάνο
– Άραγε, πού θα με βάλει η κυρία που γοητεύτηκε σήμερα, καθώς με πρωταντίκρυσε; απόρησα.
Στην αρχή δοκίμασε, εάν ταίριαζα στο ψηλότερο ράφι της μεγάλης βιβλιοθήκης. Ευτυχώς, δεν ενθουσιάστηκε. Ξαφνικά η ματιά της άστραψε. Αφού με κράτησε ξανά, προχώρησε ακριβώς απέναντι, και στάθηκε μπροστά στο πιάνο. Με το άλλο της χέρι πήρε το παλιό κινέζικο βάζο που έως τότε κοσμούσε το όμορφο μουσικό όργανο, και έβαλε στη θέση του εμένα.
– Ναι, ναι, αυτή είναι η σωστή θέση!, είπε ενθουσιασμένη.
Η μεγαλύτερη σε ηλικία κυρία συμφώνησε και αυτή. Αμέσως μετά, αφού με ένα καθαρό πανί, βρεγμένο με αντισηπτικό, με απάλλαξε από την σκόνη που με κάλυπτε για καιρό, η νεαρότερη κυρία με τοποθέτησε επάνω στο πιάνο του σαλονιού.
– Πόσο ευτυχισμένη νιώθω και πάλι!
Ήμουν πια βέβαιη ότι μια νέα εποχή «δόξας» με περίμενε από εκείνη τη μέρα.

 

 

Πίνακας: Lola de Valence, Amedeo Modigliani (1884-1920)