Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Culture Book»

7 + 1 διηγήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) διαφορετικούς συγγραφείς.

Ένας καταξιωμένος συγγραφέας και καθηγητής Δημιουργικής Γραφής (Παναγιωτίδης Γιώργος), μία εξόχως σημαντική συγγραφέας (Πριοβόλου Ελένη), μία ιδιαίτερα αξιόλογη ποιήτρια και κριτικός (Δημητριάδου Διώνη), μία Φιλόλογος της Γερμανικής γλώσσας (Λιάτζουρα Κατερίνα) και τέσσερις διηγηματογράφοι που θητεύουν στο μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής (Γκίζη Νίκη, Καραβασίλη Χρύσα, Λιαποπούλου Αδαμίδου Έλενα και Φουσταλιεράκη Μαρία), μάς καταθέτουν διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν. Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα.

Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.

Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

Γκίζη Νίκη

tabula rasa

 

άγραφη επιφάνεια, ένα εκτυφλωτικό λευκό αρχίζει πάλι από την αρχή σε κάποιον άλλο τόπο, ψάχνει τη μουτζούρα στο χαρτί παραμύθι ή αλήθεια να κυλίσει, ζει σε μια άλλη εποχή με νιόβγαλτη καρδιά, μικρό κορίτσι κορμί ολόρθο, έχει μια γνήσια λάμψη στην ψυχή, θέλει να βγάλει στο χαρτί τη δραματική σκηνή, το φράγμα της καρδιάς των προγόνων, το εγώ που περιμένει να αρχίσει τη διήγηση, να αφουγκραστεί ανάσες, στη σκηνή μετρά τα βήματα να αποτυπώσει τη μνήμη, να ακολουθήσει ίχνη και ήχους αυθεντικούς, ότι ναι και ότι όχι ειπώθηκε για να κυλίσει η ζωή

Το επόμενο βράδυ μπήκα στα όρια του χωριού μόνη. Σύρθηκα στο χώμα, στους τοίχους σαν σαύρα, κρύφτηκα σε ερείπια, γκρεμισμένους φράχτες, αποθήκες, τρύπιες λεκάνες και πλυσταριά για να φτάσω στο σπίτι της αδερφής της μάνας μου. Βρώμα, δυσωδία, ματωμένο χώμα, σκηνές Αποκάλυψης, σώματα κρεμασμένα σε δέντρα, ξεκοιλιασμένα χωρίς μάτια κι άντερα, άντρες που τους είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα και τους τα είχαν χώσει στο στόμα. Ποιό θαύμα με κράτησε στη ζωή; Ήλπιζα να βρω κάποιον ζωντανό, έστω τον ξάδερφό μου. Οι Ναζί Γερμανοί περιπολούσαν με βήματα στρατιωτικά στο χωριό, ώμους στητούς, έτοιμοι να πυροβολήσουν ότι απέμεινε όρθιο. Αναθάρρησα όταν είδα από μακριά τη θεία μου καμπουριασμένη με τη μακριά φούστα, το μαντήλι στο κεφάλι και μια κατσαρόλα στα χέρια να γεμίζει τις καραβάνες των Γερμανών. Αυτοί χασκογελούσαν κι έπιναν καθισμένοι πάνω σε ξύλα, καφάσια και μισοσπασμένες καρέκλες. Ένας Γερμανός χούφτωσε τη θεία όταν πλησίασε να του γεμίσει την καραβάνα κι εκείνη τον χαστούκισε στο πρόσωπο. Το φαί από την κουτάλα πετάχτηκε στα ρούχα του, εκείνος την έσπρωξε με δύναμη κάτω, στήθηκε ολόρθος πάνω της κάτι σαν βρισιά της φώναξε. Ένας δικό τους τον έπιασε από τα μπράτσα και τον τράβηξε πίσω. Δεν φαινόταν πουθενά ο ξάδερφος μου ούτε ο θείος. Περίμενα κρυμμένη μέχρι να βραδιάσει, χωρίς να παίρνω ανάσα. Όση ώρα έτρωγαν κρατούσαν τη θεία κουλουριασμένη στο χώμα, ενώ που και που τέντωναν το πόδι και της έδιναν μια κλωτσιά. Ακούστηκε μια μηχανή να ανεβαίνει το χωματόδρομο, ένας Γερμανός βιαστικός κάτι τους είπε, πετάχτηκαν όλοι πάνω, μάζεψαν τις ξεχειλισμένες κοιλιές και τα βγαλμένα σώβρακα, άρπαξαν τα όπλα κι έφυγαν εκτός από έναν που έμεινε να περιπολεί τη γειτονιά. Κάποια στιγμή η θεία σύρθηκε στο χώμα της αυλής, πλησίασε ένα παραφουσκωμένο σωρό από κάτι. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν, μόνο την είδα να τραβάει τα μαλλιά της και άκουσα το πνιχτό αναφιλητό της. Τρεις Γερμανοί φάνηκαν από τη γωνία, έσερναν δυο νέους άνδρες από τα μαλλιά, τους έστησαν στον τοίχο ενός σπιτιού κάτω από το φως της λάμπας, πήραν θέση απέναντι τους με τα όπλα προτεταμένα. Γυάλιζαν στο φως της λάμπας τα κράνη, οι καλοβερνικωμένες μπότες, οι φυσιγγιοθήκες, τα παράσημα, τα βλοσυρά πρόσωπα. Δεν άκουσα τους δυο νέους να διαμαρτύρονται, ούτε να παρακαλάνε, παρά στηρίχθηκαν στον τοίχο· τα πόδια τους δεν τους κρατούσαν όρθιους. Οι Γερμανοί τους γάζωσαν με τα αυτόματα. Αυτό ήταν, πήγαν κοντά κι έριξαν από μια χαριστική βολή στα μυαλά των σκοτωμένων, έφτυσαν, έβρισαν κι απομακρύνθηκαν. Συνέχισαν την περιπολία με βήματα αργά. Μιλούσαν σιγανά, πρέπει να έλεγαν κάτι ανθρώπινο. Όλα ησύχασαν. Ο μεθυσμένος Γερμανός που φυλούσε τη γειτονιά συνέχισε ήρεμος τη σκοπιά. Μόλις απομακρύνθηκε, σύρθηκα με την κοιλιά προς την αυλή, πέρασα την σπασμένη ξύλινη καγκελόπορτα, κρύφτηκα πίσω από τον γκρεμισμένο πέτρινο αυλόγυρο, είδα τη θεία να σφαδάζει μουλωχτά πάνω από το κορμί του γιού της. Τον χάιδευε, του ‘σιαζε τα μαλλιά, του έστρωνε τα τσαλακωμένα ρούχα. Έμεινα ώρα ακίνητη, προφυλαγμένη από τις μετέωρες σκιές που με απειλούσαν, μέχρι να τολμήσω να πλησιάσω. Κάποια στιγμή ο Γερμανός που περιπολούσε έστριψε στη γωνία, τότε σύρθηκα σαν φίδι, πλησίασα και χωρίς να ανταλλάξω κουβέντα με τη θεία άρχισα να την τραβώ από τα ρούχα, αλλά εκείνη είχε γαντζωθεί τόσο πολύ πάνω στο σώμα του γιού της που έσερνα δυο κορμιά σφιχταγκαλιασμένα. Έφτασα μέχρι τη μέση της αυλής όταν είδα ξαφνικά τον Γερμανό πάνω από το κεφάλι μου με το όπλο στο χέρι να μας κοιτάζει βλοσυρά. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έσκασαν λάμψεις στο σκοτάδι, πυροβολισμοί, βρέθηκα ανάσκελα στο χώμα κι ένιωσα το βαρύ άψυχο σώμα της θείας να με πλακώνει. Ξανά ησυχία. Μισάνοιξα φοβισμένη τα μάτια, ξεχώρισα τον Γερμανό σκυμμένο πάνω μου κι ένιωσα μια λόγχη να τρυπάει τα πλευρά μου. Δεν κουνήθηκα, μήτε βόγκηξα από τον πόνο, μόνο δάγκωσα τα χείλια μέχρι που ένιωσα το γλυφό αίμα να πλημμυρίζει το στόμα μου. Με έναν απαλό γδούπο ο Γερμανός έπεσε πάνω μας. Το κουβάρι με τα κορμιά βάρυνε, μου πλάκωσε το στήθος, μου έκοψε την ανάσα. Περίμενα. Ανασήκωσα το κεφάλι και είδα το περίγραμμα από τα βουνά που υψώνονταν ακίνητα κι αγέρωχα μπρος στο μαβί του ουρανού, το χέρι της θείας που κρατούσε σφιχτά το όπλο του Γερμανού κι εκείνον με μια λίμνη αίματος στην καρωτίδα, ασάλευτο ανάσκελα πάνω απ’ όλους μας. Η θεία μου με κοίταξε πριν σφαλίσει τα μάτια κι άφησε τις άκρες των χειλιών της να γείρουν στα μάγουλα, σαν σε χαμόγελο. Έμεινα εκεί ασάλευτη χωρίς να ανασαίνω ή αν ανάσαινα ήταν τόσο ανεπαίσθητο που νόμιζα ότι δεν ανάσαινα, και με τα χείλια σφραγισμένα σαν με κόλλα εύκολα περνιόμουν για νεκρή. Τα πουλιά κούρνιασαν φοβισμένα, μόνο οι πέτρες βογκούσαν και τα παντζούρια στέναζαν. Δεν πήρε ώρα πολύ κι έφτασαν οι μοτοσυκλέτες των Γερμανών που άκουσαν τους πυροβολισμούς. Ακολούθησαν φωνές, βρισιές, κλωτσιές έως ότου φόρτωσαν τον δικό τους σε μια μηχανή κι έφυγαν βιαστικοί. Μετά όλοι οι θόρυβοι απορροφήθηκαν. Έμεινα εκεί κρυμμένη, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι προστατευμένο από αγαπημένους νεκρούς.

Στήλες καπνού στριφογύριζαν στον αέρα μέχρι να τις καταπιεί το βαθύ σκοτάδι, σκιές ανέκφραστες σαν σμάρια υψώθηκαν αργά από τα αποκαΐδια να φύγουν μακριά κι άλλες ακίνητες ανέκφραστες πρόβαλαν στα παράθυρα με τα χέρια σταυρωμένα και τις παρατηρούσαν καθώς ανυψώνονταν. Άπλωσε ο πόνος πάνω από το χωριό, έλλειψε ο χρόνος, έρεβος κάλυψε τις ψυχές που απέμειναν μόνες σαν αδέσποτα σκυλιά να περιφέρονται άδεια κουφάρια χωρίς πνοή, να θάβουν όπως όπως τους νεκρούς τους. Έλεος, τραγουδιστά εκλιπαρούσαν τα όρθια κορμιά για τα νεκρά παιδιά που απομακρύνονταν στις αλαργινές εσχατιές κι είχαν στα μάτια δάκρυα, παιδιά που δεν πρόλαβαν να χαρούν, να ερωτευτούν, να ονειρευτούν, παιδιά που κουνούσαν χαρούμενα τα δαχτυλάκια τους. Αντίο.

Έφυγαν οι Ναζί σε φάλαγγα όπως είχαν έρθει, με τα γαλόνια τους να αστραποβολούν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο χωρίς να λυγίσουν το κεφάλι, χωρίς συγνώμη και μετάνοια, φουσκωμένοι από περηφάνια για την καταιγιστική τους δράση, γιατί έκαναν σωστά το καθήκον τους, έσπειραν πολύ θάνατο, πολύ καταστροφή, άφησαν πίσω ισοπεδωμένα σπίτια, καμένα σπαρτά, καρβουνιασμένη γη, βασιλική μοναξιά, χέρια κρεμασμένα στα πλευρά, πνιγερή μυρωδιά, μάτια γυάλινα κενά, σίδερο, στάχτες, φωτιά, νεκρούς και αίμα στο άψυχο και άδειο Δίστομο.

γελοίο που ‘ναι να ‘σαι παιχνίδι των ίσκιων, γελοίο να ‘σαι τρανός εκπληκτικά γιγάντιος κι αστείος, να ‘σαι φτύσιμο ζώου, μίμηση ανθρώπου, ιδέα στραμπουλιγμένη, να ‘σαι εξέχων δάχτυλο που βυζαίνει, λάσπη στη χολή, φως φαιδρό, κινίνο θανατικό, γελοίος Άριος, να ‘σαι σκιά θανάτου, ανάξιος να ‘σαι Άξιος, να ‘σαι πόλεμος Αχέροντας μαζί και περιπλανώμενος Ιουδαίος

 

§

 

Δημητριάδου Διώνη

Το ποδήλατό μου

 

Μια ιδιαίτερη σχέση είχα πάντοτε με τις ισορροπίες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια αυθεντική αντιπάθεια για τις ευθείες, μια συχνή παράκρουση όταν διαταρασσόταν το κέντρο βάρους μου – που σοφά με τραβούσε προς τα κάτω, όχι όμως πάντοτε σε κανονική κατακόρυφη πορεία. Λίγο πιο λοξά, πιο στραβά, ώσπου να προσγειωθώ άτσαλα (ποτέ κομψά) στο έδαφος. Μαζί με μια παιδιόθεν φοβία για τα σκαλιά –και όχι για τα ύψη– διέγραφα τη διαδρομή μου με μια διαρκώς επαπειλούμενη πτώση. Πόσο ταιριαστή η λέξη σκαλοφοβία (κι ας μην υπάρχει) στη θέση της κοινότοπης υψοφοβίας! Ακόμα θυμάμαι το σκαλάκι που δυσκολευόμουν πολύ να το κατεβώ βάζοντας πρώτα με φόβο το ένα πόδι δοκιμαστικά και αφήνοντας αργά το άλλο να έρθει να σταθεί δίπλα του, πάντοτε με την ενδόμυχη σκέψη μιας αποτυχίας συγχρονισμού. Παιδικές μνήμες διανθισμένες από τα λόγια των μεγαλυτέρων, που πολύ διασκέδαζαν με την αδυναμία μου. Μια διακριτή περίπτωση, μια απόσταση από τις φοβίες των πολλών· τώρα, είναι καλό ή κακό αυτό άραγε;

Λογικά καμία σχέση δεν θα έπρεπε να έχω με την ισορροπία σε δύο ρόδες. Με άλλα λόγια, αν μπορούσε να δω λίγο πιο διεισδυτικά αλλά και διορατικά, ασύμβατες παντελώς οι έννοιες εγώ και ποδήλατο. Πόσο, όμως, θέλουμε, οι αδαείς θνητοί, να προκαλούμε τη μοίρα μας; Έτσι ακριβώς. Θαύμαζα την άψογη ικανότητα ισορροπίας του αδελφού μου, καθώς τον έβλεπα να πολλαπλασιάζει τη δύναμή του πάνω σε δύο ρόδες ενός απαστράπτοντος ποδηλάτου. Γιατί αυτή η έξοχη ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου δεν συγκίνησε μονάχα τον Εμπειρίκο για να σκεφθεί τον εύστοχο ποιητικό του συνειρμό.Σκεφτόμουν πως, αν τολμούσα να καβαλικέψω ένα ποδήλατο, θα με βοηθούσε η προωθητική δύναμη να εκτοξευθώ κι εγώ στον δρόμο και να τρέξω. Όμως, φευ! Δεν έκανα το πρώτο βήμα. Σεβασμός στις φοβίες, θα πει κάποιος. Είναι βαθύτερες οι ρίζες τους, δύσκολα αντιμετωπίζονται, οπότε καλύτερα να συμφιλιώνεσαι μαζί τους, προκειμένου να αποφεύγονται οι…διαπροσωπικές διενέξεις: εσύ και ο εαυτός σου.

Το 1966, δέκα χρονών πια, αλλά εξακολουθητικά ανήμπορη να ισορροπήσω, δοκίμαζα το περπάτημα σε στενά πεζούλια ή σε στενές σανίδες στηριγμένες σε τούβλα, που απείχαν λίγα εκατοστά από το έδαφος, με την ελπίδα να σταθώ ευθυτενής και να μη βρεθώ ντροπιαστικά πεσμένη στο τσιμέντο. Η προσπάθεια να κρατηθώ σε μια αξιοπρεπή ευθεία γραμμή σχεδόν κάθε φορά κατέληγε σε αποτυχία. Καμένα Βούρλα των αστικών διακοπών της δεκαετίας του ’60, στον Φλοίσβο. Ένας μήνας μέσα στη θάλασσα, σε χώρο τόσο ιδανικό για ποδηλατάδα. Γύρω από τα χαμηλά οικήματα ευρύχωροι τσιμεντένιοι διάδρομοι, που φιλοξενούσαν τις ορθοπεταλιές των παιδιών· όσα παιδιά άλλα τόσα ποδήλατα. Η πρόκληση μπροστά μου. Αν όχι εδώ, τότε πού; Γιατί, αν στους δρόμους της Κυψέλης είχα το άλλοθι μιας αυτονόητης δυσκολίας, εδώ όλα τα επιχειρήματα εξανεμίζονταν. Μήπως θα μπορούσε να γίνει εφικτή η υπέρβαση;

Ο αδελφός μου νοίκιαζε ποδήλατο και έφευγε. Τότε έπεσε και η ιδέα: γιατί να μην εκμεταλλευτούμε την προσφορά του ποδηλατάδικου για ιδιαίτερο μάθημα οδήγησης ποδηλάτου; Αστείο ακούγεται αλλά πράγματι υπήρχε κάτι τέτοιο. Φυσικά για μικρότερα παιδιά, αλλά ποιος νοιάζεται; Είπαμε, λοιπόν, να δοκιμάσω. Ήρθε ο νεαρός από το ποδηλατάδικο και ανέλαβε τη… μαθήτριά του. «Σε μια ωρίτσα θα έχει γίνει ξεφτέρι» είπε. Ευσεβής πόθος μάλλον. Μετά από ένα απελπιστικά εκνευριστικό δίωρο με εναλλασσόμενες εικόνες ενθάρρυνσης για να ανεβώ, υποστήριξης για να κρατηθώ στη σέλα, ώθησης για να πάρω μπρος και, όπως ήταν αναμενόμενο, άπειρων πτώσεων, ο άνθρωπος κατάλαβε και εκστόμισε: «μα, αυτή είναι ανεπίδεκτη!», για να συμπληρώσει ο αδελφός μου, ως τότε παρατηρητής του όλου εγχειρήματος, την αλήθεια που γνώριζε όλη η οικογένεια: «δεν είναι ανεπίδεκτη, ανισόρροπη είναι».

Από τότε ουδέποτε επιχείρησα ξανά να συμφιλιωθώ με τις δύο ρόδες. Θαυμάζω ακόμη όταν βλέπω από τη μικρή ηλικία να κατορθώνουν το αδύνατο, δηλαδή την ισορροπία σε αβέβαιο πεδίο. Ωστόσο, έχω αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το ποδήλατο. Κάθε φορά που νιώθω να πνίγομαι από καθημερινές πιέσεις ή ασήκωτα φορτία, φαντάζομαι να πατάω το πεντάλι και να δίνω την ώθηση που θα με φέρει πιο πέρα, πιο μακριά, πιο ψηλά. Φυσικά όλο αυτό δεν είναι παρά μια φαντασίωση. Κι έπειτα; Αν έτσι εξισορροπείται η φοβία, μια χαρά μου φαίνεται. Όσο για τη γνωμάτευση του… ειδικού περί ανισορροπίας, λέω πως δεν είναι και προς θάνατο. Ίσα ίσα μπορεί να θεωρηθεί πολύ ξεχωριστό εύσημο, μια που πάντοτε απεχθανόμουν τις συμβατικές ευθείες και τις κανονικότητες. Έτσι, με μια πιο εσωτερική ερμηνεία της αδυναμίας μου, απέναντι σε όλους τους ισορροπημένους δηλώνω ευθαρσώς ανισόρροπη!

§

 

Καραβασίλη Χρύσα

Ερυθρό και οξειδωμένο

 

Ανέπνεε με δυσκολία. Το απέδωσε στην αφρικανική σκόνη που είχε απλωθεί σαν κόκκινο πέπλο στην Αθήνα. Της προκαλούσε δυσφορία. Το κινητόδονούσε πάνω στο γραφείο. Έριξε το βλέμμα της στην οθόνη: εισερχόμενη κλήση «μπαμπάς». Το έκλεισε έπρεπε να ξεμπερδεύει με την κωλοαπάντηση.

«…τελειώνοντας, αναφορικά με την ένστασή σας για την διάκριση της ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ στην κατηγορία ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ στον φετινό μας διαγωνισμό, η υπεύθυνη ομάδα εργασίας, μετά από συστηματική έρευνα, επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε καταγγελία για την ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ στην ιστοσελίδα μας, η οποία είναι προσβάσιμη στο κοινό, ώστε να ληφθεί υπόψη στην διαδικασία αξιολόγησης.

Το QualityNew και η ίδια προσωπικά, παραμένουμε στην διάθεσή σας για την προώθηση προτάσεών σας, οι οποίες θα υποστηρίζουν περαιτέρω την διαφάνεια για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης στη χώρα μας.

Με εκτίμηση,

‘Αννα Πριακονά

Διευθύνουσα Σύμβουλος QualityNewFoundation»

Έστειλε το mail προς Antigold_Stratoni. Άδειασε το κρασοπότηρο για να βοηθήσει το ηρεμιστικό να γλιστρήσει στον φάρυγγα. Αποκοιμήθηκε ή έτσι νόμιζε. Όταν σηκώθηκε, το φεγγάρι ακόμα αχνοφαινόταν στην όψη του ουρανού. Δεν ήταν σίγουρη αν το μωρό που πνιγόταν στην παραλία Στρατωνίου ήταν εφιάλτης ή φάντασμα. Μήπως και πότε ήταν σίγουρη; Τα κουμάντα της έφταναν ως την εταιρεία. Τα υπόλοιπα, καλώς ή κακώς καμωμένα από τον κύριο δήμαρχο ή αλλιώς τον μπαμπά. Μέχρι και ο Νίκος δάκτυλος δικός του κι από δάκτυλος σύζυγος. Μια ζωή συνθηκολογούσε. Διάολε, ή τώρα ή ποτέ! Αν έφευγε αμέσως θα προλάβαινε τη δίκη.

Βούτηξε τη βαλίτσα, άδειαζε την ντουλάπα και γέμιζε η ψυχή της. Άφησε το μαύρο της πασπαρτού φόρεμα έξω. Γλίστρησε μέσα του και στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Αναδείκνυε τις καλογυμνασμένες καμπύλες της –κρατιόταν καλά για πενηντάρα. Aποκάλυπτε τους κοκκαλιάρικους ώμους της, όπως τους έγλειφαν τα κορακί μαλλιά της. Τα χείλη της είχαν τα ίχνη από το χθεσινό ημίγλυκο που πότισε την σάρκα τους. Τα έτριψε με τη χούφτα της. Ψαχούλεψε στην τσάντα της. Βρήκε το μαύρο μολύβι ματιών μαζί με μια χειρόγραφη απόδειξη λιανικής. Τόνισε την ελιά στο δεξί της μάγουλο και μουντζούρωσε στο χαρτί: «Φεύγω με την εταιρεία στην Θεσσαλονίκη». Έτσι κι αλλιώς δεν θα την έψαχνε. Άρπαξε την βαλίτσα κι η απόδειξη βρέθηκε στο πάτωμα. Έφυγε χωρίς να κλειδώσει.

Αθήνα- Θεσσαλονίκη ήταν για την Άννα μισό μπουκάλι κρασί δρόμος. Σαν έφτασε, σάστισε. Το πλημμελειοδικείο φρούριο. Οι συντοπίτες της μπουλούκια, έδιναν τον δικό τους αγώνα εκτός αίθουσας. Πανό κρεμασμένα «ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΣΑΣ» και μπλουζάκια φορεμένα σε πλάτες εφήβων με το σύνθημα «ΕLDORADO ΨΟΦΟΣ». Έτρεξε στην αίθουσα. Ίσως βιαζόταν να αναμετρηθεί με όλα αυτά που άφησε πίσω. Ίσως κι από φόβο, μην την αναγνωρίσουν.

Αδύνατον να δει από το πλήθος. Έστησε αυτί:

-Κύριε Πρόεδρε, τελειώνοντας, λυπάμαι διότι ο πελάτης μου ενώ είχε το προνόμιο να βρίσκεται προφυλακισμένος για τις Σκουριές στην φυλακή Διαβατών, εντούτοις περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο! Πώς μιλάμε για κατηγορίες της 12ης Ιουλίου ενώ είναι στην φυλακή από τις 10; Εδώ έχουμε και την σφραγίδα της σπιλώσεως να δικαστεί κάποιος για εγκλήματα όντας ήδη φυλακισμένος! Του επέβαλαν περιοριστικούς όρους μη προσέγγισης μεταλλωρύχων. Περιοριστικοί, ενώ ήταν στη φυλακή!

-Η έδρα διακόπτει για την απόφαση.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Πρόεδρος την φράση του και έτρεξαν όλοι προς το κυλικείο, σαν μαθητούδια που ξεχύνονται στο διάλειμμα. Όταν ξεκαθάρισε το τοπίο στην αίθουσα, έβλεπε πια μόνο έναν. Για τους άλλους ήταν ο Απόστολος Παπάζογλου, πολιτικός μηχανικός, επιχειρηματίας χρυσών δεκαετιών, δεξιός, μετά αριστερός, διαχειριστής της ιστοσελίδας Antigold, μαχητής στα δάση της Χαλκιδικής και στα μονοπάτια των μεταλλωρύχων. Ο Ρομπέν των Σκουριών κατηγορούμενος για ίδρυση εγκληματικής οργάνωσης. Για την Άννα ήταν ο Αποστόλης της. Αδυνατισμένος, ταλαιπωρημένος από το άγγιγμα του χρόνου -της έριχνε και μια δεκαετία- το κυνήγι της επιτυχίας, τους αγώνες για τον τόπο του. Αυτά τα πράσινα μάτια του όμως, ακόμα και τώρα, μαλαχίτες ακατέργαστοι, εύθραυστοι. Τα πρωτοείδε στην παραλία Στρατωνίου. Δίπλα από την καλύβα του κυρ-Γιώργη, του ψαρά, όπου ανέμιζε η γαλάζια σημαία. Την αφαίρεσαν το 2017 για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Έμαθε πρόσφατα, ότι ο δήμος Αριστοτέλη παρά την επικινδυνότητα λόγω ύπαρξης αποβλήτων, προσπαθεί να την κερδίσει για να κυματίσει πάλι λες κι είναι τρόπαιο. Γνωρίστηκαν ένα απόγευμα του Αυγούστου. Ήταν το πρώτο της ξένοιαστο καλοκαίριως απόφοιτη της Νομικής του Αριστοτελείου κι εκείνος είχε ήδη σηκώσει τις πρώτες του πολυκατοικίες στην Θεσσαλονίκη. Αυτός την ήξερε, της το είπε αργότερα. Όλοι ήξεραν την κόρη του δημάρχου, άσχετα αν οι εμφανίσεις της ήταν περιορισμένες. Φρόντιζε ο πατέρας της και γι΄αυτό από τότε ήθελε να την αποκόψει. Εκείνη πήγαινε για μπάνιο, εκείνος ξεκολλούσε προσεκτικά με τον σουγιά του από τα βράχια πεταλίδες. Τα μαλλιά του έρμαια στη διάθεση του νοτιά. Του έπεφταν τσουλούφια στα μάτια και πότε πότε τα έβρεχε, για να τα σπρώξει πίσω. Έφεγγε το πρόσωπό του. Τα μάτια του ένα με την θάλασσα. Αναμεσά τους δυο ρυτίδες βαθιές στο μεσόφρυδο, σαν ψεγάδι, θαρρείς και της οριοθετούσαν τον πράσινο βυθό τους, ώστε να μη χαθεί μέσα του.

-Θες;

Γονάτισε και της έφερε την χούφτα του μπροστά της.

-Δεν έχω δοκιμάσει.

-Τι τρως εσύ; Περίμενε!

Άνοιξε στα δύο έναν αχινό.

-Ρούφα, εδώ είναι η νοστιμιά!

Από τότε ήταν ένα με τον τόπο τους και τα αγαθά του. Ήταν σίγουρος για κάθε κίνησή του. Δεν φοβόταν τίποτα. Αυτό την γοήτευε, αυτό ερωτεύτηκε και ίσως γι΄αυτό τον άφησε.

-Η έδρα επανήλθε. Αθώοι όλοι οι κατηγορούμενοι.

Κραυγές που γίναν χαμόγελα, αγκαλιές και συχαρίκια, κάλυψαν την νεροποντή που ξέσπασε την ώρα της ετυμηγορίας και ξέπλενε την κοκκινιά της ατμόσφαιρας.

Την κοίταξε. Τα πόδια της διπλασίασαν το βάρος τους και καρφώθηκαν στο πάτωμα, ανήμπορα σε βηματισμό. Πλησίασε εκείνος.

-Γιατί ήρθες Άννα; Άκου, δεν έχω πολύ χρόνο, με περιμένουν στο χωριό. Αύριο βράδυ όμως είσαι καλεσμένη στο γλέντι που στήνω στο καπηλειό του Πέτρου, για το καλό. Έξι χρόνια με την ρετσινιά του εγκληματία δεν είναι λίγα. Θα έρθεις; Μπορείς; Έχεις να μείνεις; Θυμάσαι τον δρόμο; Θυμάσαι το χωριό σου, Άννα;

-Ναι… ψέλλισε και κάλυψε τα μάτια της με τις χούφτες της.

Δεν είχε να μείνει. Ήταν σίγουρη ότι το ήξερε ο Αποστόλης. Όταν ξέσπασε η διαμάχη με την επέκταση των ορυχείων, ο πατέρας της ως δήμαρχος στάθηκε απέναντι από τους ακτιβιστές, επικαλούμενος τις θέσεις εργασίας που ανοίγονται για τους κατοίκους. Τον κατηγόρησαν για χρηματισμό, παραιτήθηκε, πούλησε όλη του την περιουσία στο χωριό και μετακόμισε με την Άννα στην Αθήνα όπου και την πάντρεψε. Ούτε πέτρα δεν είχε δική της η Άννα στο Στρατώνι. Ούτε συγγενείς πια μόνο τον Αποστόλη.

Αυτή τη φορά του το χρωστούσε. Πρώτα στον εαυτό της. Σκότωσε τον χρόνο της δυο μέρες στην Θεσσαλονίκη και το Σάββατο βράδυ, άνοιγε την ξύλινη πόρτα της παραθαλάσσιας ταβέρνας. Στο πέρασμά της κεφάλια γύρισαν, μάτια σκάναραν, ψίθυροι αιωρήθηκαν, αλλά για πρώτη φορά δεν την ένοιαξε. Κάθισε στην κενή θέση δίπλα του, σημάδι πως την περίμενε.

-Κόκκινο;

Του έγνεψε καταφατικά χαμογελώντας.

Με τον δείκτη του χάιδεψε απαλά το πηγούνι της.

-Α ρε Άννα…

-Στην υγειά του τραμπούκου! Αποστόλη, πιο τραμπούκος πεθαίνεις! Τον διέκοψε ένας φίλος, ύψωσε το κρασοπότηρο και πυροδότησε τα τσουγκρίσματα.

-Τραμπούκοι είναι αυτοί που στέλνουν τα ΜΑΤ να συλλάβουν τον κόσμο που διαδηλώνει ειρηνικά, φώναξε και πέρασε το χέρι του πίσω από την καρέκλα της. Η Άννα ρίγησε. Μέχρι τα μεσάνυχτα το κρασί είχε σημαδέψει κόκκινο στα χείλη και στην λίμπιντό της.

-Πάμε; Της έδειξε ένα γεμάτο μπουκάλι και σηκώθηκε πριν πάρει την απάντησή της. Βγήκαν από το καπηλειό και ο οδοκαθαριστής σκόνταψε μπροστά τους.

-Κάτι σαλταρισμένοι τρομοκράτες το παίζουν ήρωες!

-Ένα μεροκάματο θα το βρει κι αλλού ο γιος σου Μήτσο, όχι σκάβοντας το μέλλον του, του απάντησε ο Αποστόλης και της άνοιξε την πόρτα από το αγροτικό.

Δεν τον ρώτησε πού πήγαιναν.

-Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών με απάλλαξε, Άννα. Με απέδωσε πανηγυρικά καθαρό στο Στρατώνι. Δεν μπορούν πια να με λοιδορούν.

Πάρκαρε έξω από τον «Αστερία».

-Είναι εκτός σεζόν, είναι κλειστό.

-Δικό μου είναι, Άννα. Έχασες επαφή. Με παράτησες και δεν γύρισες να κοιτάξεις πίσω. Και καλά εμένα, αλλά τον τόπο σου; Μαύρη πέτρα έριξες σαν έφυγες. Μόνο το ξενοδοχείο μου έμεινε και ζω στο νοίκι. Είκοσι πολυκατοικίες θυσίασα στον αγώνα κατά της εξόρυξης. Τελευταίο έδωσα το ιστιοπλοϊκό, θυμάσαι;Έχασα την «Άννα» μου για πάντα. Δεν μπορούσα πια να συντηρώ μια τόσο ακριβή συνήθεια στη σκιά των αναμνήσεων.

Έφτασαν έξω από το 116.

-Αυτό είναι το ησυχαστήριό μου.

Άνοιξε και θαρρείς πως βρέθηκαν στη θάλασσα. Σταγόνες από τα αγριεμένα κύματα έγλειφαν την τζαμαρία. Ο ήχος του παφλασμού τους διαπερνούσε το γυαλί και συμπλήρωνε την αταξία της ατμόσφαιρας στο δωμάτιο. Η ίδια, φουρτούνα σκέτη, έτοιμη να χυμήξει στον βράχο της. Έσταζε η αλμύρα της και ταξίδευε, από τα βλέφαρα στις παρυφές των ρόδων της και από τον κόλπο στους μηρούςτης. Της φίλησε τα μάτια και ακολούθησε με τα χείλη του την γραμμή που διέγραφαν τα δάκρυά της. «Κι εδώ», της έλεγε τρυφερά, άφηνε το ίχνος του και κατέβαινε, ενώ χάιδευε την ρώγα της όπως διέγραφε ολοστρόγγυλη και σκληρή από το φόρεμά της το ξεκούμπωσε. Έστεκε όρθια, ακίνητη. Αυτό το «κι εδώ», όσο πιο χαμηλά το ένιωθε, τόσο πιο πολύ την πυρπολούσε. Τα γόνατά του άγγιξαν το πάτωμα σαν πιστός που προσκυνά το είδωλό του. Τα χέρια του αγκάλιασαν τους γοφούς της και αυτό το «κι εδώ» του, έφτανε πια με τη γλώσσα του μέσα της. Την πήρε αγκαλιά και την ξάπλωσε σαν μωρό στο κρεβάτι. Σαν βρέθηκε πάνω της, τύλιξε τα πόδια της γύρω του και γλίστρησε μέσα της. Μαζί χύθηκε μέσα της η θάλασσα, ο τόπος της. Έκανε έρωτα η Άννα με ό,τι απαρνήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια.

-Αγάπη μου, ψιθύρισε και έμπηξε τα νύχια της στην ωμοπλάτη του, ενώ εκείνος της έδινε την κορύφωσή του.

Μείνανε ακίνητοι για αρκετή ώρα.

-Γιατί ήρθες Άννα;

-Δεν ξαναφεύγω.

-Άλλο σε ρώτησα. Είναι μάταιο όλο αυτό. Βρήκες τώρα την ψυχή που περίμενα να έχεις είκοσι χρόνια πριν. Μόλις ξέσπασε η μπόρα μας παράτησες κι εμένα και το Στρατώνι που σε είχαμε ανάγκη κι έφυγες σαν ξένη. Γιατί; Για το βόλεμα; Πώς ξεπούλησες την ζωή σου έτσι;

-Φοβόμουν, Αποστόλη. Με πίεζε κι ο μπαμπάς. Μόνο αυτόν είχα.

-Κι εμένα είχες. Πέντε χρόνια δίπλα σου, κι όλο απέφευγες να παλέψεις. Ήταν πολλά τα μέτωπα, ο πατέρας σου, η φήμη του, η παλιοEldorado, τα δικαστήρια, εγώ…

-Σε φοβόμουν εσύ δεν κολλούσες πουθενά, ό,τι σου κατέβαινε στο κεφάλι το έκανες, μαζί μου θα έμενες;

-Κι εσύ που δεν το έκανες, τι κατάλαβες; Ξεριζώθηκες, Άννα, από τα μέσα μου, από το χωριό και πέρασες απέναντι. Όταν διάβασα την επιστολή της Νewfoundation… Έσφιξε την χούφτα του. Κοιμήσου, είναι αργά, της είπε και της φίλησε το μέτωπο.

Την ξύπνησαν οι πρωινές ηλιαχτίδες που τρεμόπαιζαν στο γυμνό κορμί της. Κοίταξε δίπλα της. Δεν ήταν εκεί. Τίποτα δικό του. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο πίσω μπαλκόνι. Έλειπε το αγροτικό. Γέμισε ένα νεροπότηρο που βρήκε με το ημίγλυκο. Έπινε μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε ψηλά και οι σκιές των δέντρων βάθαιναν τώρα σταθερές πάνω στην άμμο. Βούτηξε το μισοάδειο μπουκάλι και βγήκε στον δρόμο. Έφτασε στην παραλία με την καλύβα του κυρ-Γιώργη. Γονάτισε γέμισε σαν παιδί την χούφτα της με άμμο και την άφησε να ξεγλιστρήσει. Όπως την ανακάτεψε, βγήκε στην επιφάνεια πυρίτης. Πήγε παραδίπλα, το ίδιο. Κόκκινα ποτάμια αποβλήτων και σκουριάς μπερδεμένα με άμμο «φερτή», σαν χυμένο χαλασμένο κρασί σε καθαρό πάτωμα. Έβγαλε το κινητό που δονούσε από την τσέπη της. Εισερχόμενη κλήση «μπαμπάς».

§

 

 

Λιαποπούλου Αδαμίδου Έλενα

Δείπνο

«Ο πίνακας είναι εκεί, μπροστά σου, για να σε αναγκάζει να νιώθεις πολιτισμένος, όσο τρως» είπε ανάμεσα στην πάλη του να μασάει και να καταπίνει. Κι υπήρχε η πάλη του να μιλάει, να σκέφτεται, να απολαμβάνει, να ενοχλεί, να ενοχλείται, να τα προφταίνει όλα κι ήταν τότε που ήταν περισσότερο άνθρωπος για εκείνη· όταν γινόταν όλο και λιγότερος. Κι εκείνος γνώριζε πολύ καλά ποια ήταν και τι ήταν ο ίδιος για εκείνη αλλά δεν τον ένοιαζε· ήταν ο άρρωστος που του έκοβα τα μαλλιά, τα νύχια κι ενίοτε την γλώσσα με τα λόγια μου, που σκάλιζε τα αυτιά, την μύτη, την μνήμη του, που έχασκε άχρηστος και έβηχε αίμα, αίμα, αίμα και πρωί-μεσημέρι-βράδυ: «Πόσο μου έλειψε το αγνό σάλιο μου.» Όλες οι χειρονομίες του εμφανώς μοιραίες σαν των ποιητών να προβάλλουν πως τουλάχιστον εκείνος δεν είχε την ίδια κατάληξη με εμένα που ασχολιόμουν μαζί του, που τον κοιτούσα και τον πρόσεχα. «Μπορείς να τον έχεις, αν θες» μου είπε ο πατέρας της κι εγώ δεν είπα κουβέντα. Στράφηκα στην κόρη του ενώ ξεφορτωνόμουν όση αμηχανία σκόνιζε το κυρτό σβέρκο και τα αργόσχολα μάτια μου από πίσω.

Η κόρη του κοιτούσε κατάματα τον Κρόνο και το μέτωπο του πατέρα της· ήταν πλατύ με ρυτίδες και θα ορκιζόμουν ότι, για λίγο, όπως το εξέτασα από μακριά, γυάλισε από στοργή.

«Πρέπει να έρχεσαι έτοιμος» μου είπε η κόρη του.

«Έτοιμος;» ρώτησα χωρίς να την πλησιάσω.

«Για οποιονδήποτε πατέρα, οποιαδήποτε μητέρα, οποιονδήποτε άρρωστο, όπου πας» μου απάντησε.

«Ναι, ναι» της είπα και περίμενε κάτι καλύτερο από μένα κι ολόκληρο το σπίτι φάνηκε διάφανο λες και μπορούσες να δεις κάθε δωμάτιο από μία μόνο γωνιά, λες και κάθε δωμάτιο ήταν ένα δωμάτιο και δεν μπορούσαν να το κρύψουν· κανείς από τους δυο τους δεν ήταν έτοιμος κι ό,τι κατείχαν δεν ήταν παρά μόνο παράσημα μοναξιάς πεταμένα ολόγυρα στον χώρο και το σώμα τους.

Εκείνο το απόγευμα, η κόρη του ήταν που μαγείρευε και τον τάιζε κι εγώ ήμουν εκεί για την χώνεψη. Ο πατέρας έγλειψε μαζί με την σάλτσα ντομάτας και κάτι στάλες ιδρώτα τινάζοντας ταυτόχρονα μία επίμονη μύγα από την μύτη του: «Ήδη άρχισαν να με κυκλώνουν. Αυτά τα γαμίδια είναι σήμερα πιο βιαστικά από ποτέ.» Κι είχαν δίκιο τόσο τα γαμίδια όσο κι εκείνος.

Τι περισσότερο ήθελε ο Κρόνος, τι γεύση έψαχνε, γιατί πεινούσε, πάντα χάνω την όρεξη μου όταν φοβάμαι και πώς θα γίνει να μην φοβάμαι, να μην ψάχνομαι για λέξεις, να μην τις χάνω, να μην πεινάω γι’ αυτές, να μιλήσω, μίλα του, πες σ’ αυτόν τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, γιατί δεν του λες τα πάντα για το ψάξιμο, για την πείνα, τον φόβο, το χάσιμο, για όλα· έτσι άκουσα τον Γκόγια να κοκκινίζει το πρόσωπό της αλλά δεν είχε σημασία. Ο πατέρας με σφαλισμένα τα βλέφαρα είχε αποκλείσει από το βλέμμα του τις πολυθρόνες, τους καθρέφτες, τις κουρτίνες, τα πατώματα, τους ωμούς, ωχρούς τοίχους κι εκείνη κι εμένα και τον εαυτό του. Η κόρη του δεν είπε τίποτα και μιας που οι λέξεις δεν υπήρχαν, δεν υπήρχε ούτε ο θάνατος. Τίποτα δεν μπορούσε να τους πληγώσει και ποιος ήμουν εγώ για να μας βάλω όλους μας σε κίνδυνο, για να μεταφράσω τις σιωπές, για να διαταράξω την καλοσυγυρισμένη ελαφράδα που είχε φέρει το ημισκότεινο κύμα καύσωνα.

Τα πράγματα εκείνη την ώρα είχαν αλλιώς. Το προάστιο, για πρώτη φορά, εμφανιζόταν στον ορίζοντα σαν γνώριμο μυστικό που ικανοποιούσε τίποτα και συνάμα τα πάντα για την κοινή περιέργεια. Οι αισθήσεις μου ήταν άλλες. Μου έλεγαν για τους ανηφορικούς δρόμους, την άσφαλτό τους και μερικά σκόρπια λουλούδια που απέτρεπαν την θλίψη και την ευχαρίστηση από το να είναι αβάσταχτα βαρετές. Οι άνθρωποι, απότομοι λόφοι από μόνοι τους, σε πλησίαζαν και για μια στιγμή συναντούσες την αληθινή απόληξή τους, όσο βάδιζες πάνω τους λέξη-λέξη, βλέμμα με το βλέμμα. Έρχονταν κι έφευγαν, πότιζαν με ευχαρίστηση τα λουλούδια, την θλίψη, πότιζαν την άσφαλτο για να ελευθερώσουν με νερό όλη την δυναμική της σε μυρωδιές, καθώς αυτή ψηνόταν κάτω από τον ήλιο όλη μέρα. Έπειτα ένας-ένας αντάλλαζαν νεύματα με καλησπέρες και χάνονταν μέσα στο σπίτι τους και κέρδιζαν αμέσως αξία ο ένας για να τον άλλο.

Μετά από λίγο, ο πατέρας είχε χορτάσει κι εκείνη κουρασμένη πήρε την τελευταία μπουκιά από το στόμα του: «Έτσι κι αλλιώς, δεν το ήθελα» της είπε και το κουτάλι χτύπησε στα δόντια του. Θέλησα να γελάσω με τον ήχο, καθώς μου ακούστηκε σαν το κουδουνάκι που με καλούσε. Το αγνόησα. Ο Γκόγια συνέχιζε τα δικά του για να την διώξει από το δωμάτιο κι εκείνη σύρθηκε στην κουζίνα για να πάρει ένα ποτήρι νερό που δεν ήπιε. Έμεινα μαζί του.

Ο πατέρας κοιμόταν πια, τα πόδια του λεπτά να δροσίζονται έξω από τα σεντόνια. Και με τις μύγες να έχουν φύγει, να τον αφήνουν να είναι, η κόρη του επέστρεψε μέσα για να με διώξει. Στάθηκα στην πόρτα. Προσάρμοσε την δοσολογία του στον ορό και του φίλησε το μέτωπο.

Βγήκα έξω στο μπαλκόνι να καπνίσω. Βγήκε κι αυτή.

«Είναι ήσυχη γειτονιά,» μου είπε.

«Έτσι ήταν πάντα» της είπα.

«Πώς ήταν όλον αυτό τον καιρό;» με ρώτησε.

«Ήσυχος» της απάντησα.

«Ναι, γιατί πάντα σου είχε αδυναμία,» μου είπε.

«Γιατί μου είχε αδυναμία;» την ρώτησα.

«Γιατί δεν σου μιλούσε» μου απάντησε.

«Κι εγώ το ίδιο έκανα» της είπα και με ευχαρίστησε και μπήκε μέσα. Ο κόσμος έξω παλλόταν σταθερά ενώ τα φώτα στα παράθυρα άναβαν κι έσβηναν την κίνηση μέσα του.

Την είδα κάτω. Δεν έφευγε. Είχε κουβαλήσει μαζί της τον πίνακα και στα χέρια της έμοιαζε τόσο ασήκωτος σαν τα σπίτια που σου βαραίνουν την πλάτη, καθώς βγαίνεις από αυτά και κατρακυλάς στον παλιό, καλό, υγρό δρόμο σαν ξεχασμένος βόλος, έτοιμος να τρομάξεις κανένα λάστιχο ή κάποιο περαστικό παπούτσι.

*Με βάση τον πίνακα του Φρανθίσκο Γκόγια Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του.

§

 

 

Λιάτζουρα Κατερίνα

Η βοσκοπούλα

Ένιωσα στη ρίζα του σβέρκου μου το βλέμμα σου. Ζεστό. Γύρισα και οι ματιές μας διασταυρωθήκανε. Πρέπει να στεκόσουν ώρα εκεί και να μελετούσες με απορία το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Τα ακουστικά στα αυτιά μου και το κελάρυσμα του ποταμού δεν μου επιτρέψανε να αντιληφθώ νωρίτερα τον ερχομό σου. Ένιωσα μόνο την ζέστη και την απορία. Τα καστανόξανθα σου μαλλιά, σγουρά από την ρίζα ως την άκρη τους, στεφανώνανε το πρόσωπο σου αγγελικά. Η επιδερμίδα σου ολόλευκη λες και αυτήν διόλου δεν την άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Τα μάγουλα σου έπεμπαν αυτό το ροζ της υγείας του ανθρώπου εκείνου, που ζει στα ύψη. Τα σαρκώδη χείλη σου μισάνοιχτα. Εκείνο όμως που με σκλάβωσε, ήταν το χρώμα των ματιών σου. Μπλε. Ούτε σκούρο μπλε ούτε ανοιχτό μπλε. Ούτε γκρίζο μπλε ούτε πράσινο μπλε. Απλά μπλε. Απροσδιόριστο μπλε. Κοιταζόμασταν για ώρα πολύ. Μελέτησες κάθε λεπτομέρεια του προσώπου μου. Τους πόρους της δέρματος μου, την γραμμή των φρυδιών μου, το βαθύ αυλάκιστα μάγουλα μου, το παλιό απομεινάρι μιας παιδικής ανεμοβλογιάς πάνω στη μύτη μου, τα ξηραμένα χείλη μου που έγλειψα μηχανικά. Περιστροφικά. Καρφώθηκες στην κίνηση της γλώσσας μου. Παρακολουθούσα την ματιά σου που με παρατηρούσε. Σε λίγο άνοιξες το στόμα σου. Και αφού μάλλον σκέφτηκες για λίγα δευτερόλεπτα τι ήθελες να κάνεις μ’ αυτό, μου είπες πως ροβόλησες από κει και σήκωσες το χοντροδάχτυλο σου δείχνοντας προς μια κάποια κατεύθυνση. Χωρίς να αποτραβήξεις το βλέμμα σου από πάνω μου περίμενες. Διαισθάνθηκα πόσο πολύ ήθελες να κοιτάξω προς τη κατεύθυνση που μου έδειχνε το δάχτυλο σου. Διαισθάνθηκα πόσο πολύ ήθελες να στρέψω το κεφάλι μου. Έβγαλα έναν ήχο επιδοκιμασίας μα δε σου έκανα την χάρη. Συνεχίσαμε να κοιταζόμαστε για ώρα. Σε λίγο άνοιξες για δεύτερη φορά το στόμα σου και είπες πως πας στο χαγιάτι να φας γλυκιά πίτα με μαγγουτιά που έφτιαξε η μπάμπω και έδειξες με το χοντροδάχτυλο σου στην αντίθετη κατεύθυνση. Μα ούτε και τώρα γύρισα να κοιτάξω. Δεν ξέρω τι ήθελες, τι περίμενες να κάνω. Μου ζήτησες συγνώμη χαμηλώνοντας το μπλε σου βλέμμα και αμέσως έκανες στροφή να απομακρυνθείς.Καταμεσής στο γεφυράκι πάνω από το στενιώτικο ρέμα, σαν κάτι να θυμήθηκες. Γύρισες, με κοίταξες λυπημένα. Μ’ ένα νεύμα της κεφαλής σου με χαιρέτησες, χαμογέλασες και πήρες σαλαγώντας το κοπάδι σου την ανηφόρα. Και εκεί με στραμμένο το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση που απομακρυνόσουν, ένιωσα την ζεστασιά της ανάσας σου στη βάση του λαιμού μου.

§

 

 

Παναγιωτίδης Γιώργος

Τα τηλέφωνά τους

Αυτή η γυναίκα γίνεται λιώμα κάθε βράδυ, θα μπορούσε να πιει ακόμη το γάλα ή τον ζωμό μίας σούπας, αν υπήρχε εκεί καλή ποσότητα αλκοόλ. Δηλητηριάζει με σύστημα τα σωθικά της, το μυαλό της, τον γιο της και τον ομοφυλόφιλο φίλο της. Κάθε απόγευμα, μετά από τις επτά, χτυπάει το κουδούνι του. Θα προτιμήσουν τους καναπέδες του καθιστικού, σαν αίθουσα αναμονής μίας ιεροτελεστίας επίκλησης εραστών, μέχρι ν’ αρχίσει να νυχτώνει και τότε θα βγούνε να συνεχίσουν στην ακρινή γωνία του μπαλκονιού. Ανάβει μερικά κεριά, αρωματικά στικ, σβήνει τα φώτα. Το ραδιόφωνο παίζει μονότονη, μεθυστική μουσική.      Έχουν ήδη πιει κι ακόμη έχουν ήδη καπνίσει ένα πρώτο τσιγάρο μαριχουάνας, προμήθεια από την Τσέχα φίλη του.
Εκείνη ξεχνάει τον γιο της, τον αγνοεί ή πιστεύει ότι είναι αρκετά μεγάλος, στα δεκαπέντε, τον εμπιστεύεται, κάθε βράδυ μόνος του στο σπίτι, έχει μεριμνήσει για το αδιάβροχο υπόστρωμα στο κρεβάτι του, δεν ξεπέρασε ο μικρός τη νυχτερινή ακούσια ενούρηση. Κάθονται στον ίδιο καναπέ, εκείνη και ο ομοφυλόφιλος φίλος της και οι δύο έχουν περάσει τα σαράντα και το μυαλό τους επέστρεψε στα είκοσι, μιλάει για τον έρωτά της με τον αλλοδαπό ελαιοχρωματιστή, αυτόν με το ελληνικό όνομα, ότι εμφανίζεται κι εξαφανίζεται αδικαιολόγητα και την οδηγεί στην απελπισία, να κοιτάζει το τηλέφωνό της σαν να ήταν ο εραστής της, πότε θα έρθει, αν έρθει ένα μήνυμα, να του στείλει ένα δεύτερο, να τηλεφωνήσει μία φορά ακόμη, γιατί το έχει κλειστό, πίνει ακόμη πιο πολύ.
Δεν μ’ αγαπάει, σε αγαπάει μην ανησυχείς, της απαντάει ο ομοφυλόφιλος φίλος της, παίρνει τον λόγο και μιλάει για τον εραστή του, τον μουσικό, τον καθηγητή μουσικής που έρχεται σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο από την επαρχία για να βρεθούν, τέσσερις και μισή ημέρες μακριά, δύο και μισή κοντά, όσο επαναλαμβάνεται αυτό, τόσο περισσότερο τον αγαπάω, αλλά ο μουσικός όταν βρίσκεται μακριά, είναι πραγματικά μακριά, δεν θέλει να μιλάμε στο τηλέφωνο, δεν θέλει ν’ ανταλλάσσουμε μηνύματα, ο κύκλος του είναι μεγάλος στο μικρό νησί και φοβάται μήπως κάποιος καταλάβει κάτι, χτυπάει η καρδιά μου, ότι εμφανίζεται κι εξαφανίζεται αδικαιολόγητα και με οδηγεί στην απελπισία, να κοιτάζω το τηλέφωνό του σαν να ήταν ο εραστής μου, πότε θα έρθει η Παρασκευή, θα έρθει; – ανέρθει ένα μήνυμα, να του στείλει ένα δεύτερο, να τηλεφωνήσει μία φορά ακόμη, γιατί το έχει κλειστό, πίνει ακόμη πιο πολύ. Δεν μ’ αγαπάει, σε αγαπάει μην ανησυχείς, του απαντάει η φίλη του. Λιώμα.
Όταν ανακαίνισε το σπίτι του, ο αλλοδαπός εραστής της φίλης του δούλεψε μία ολόκληρη εβδομάδα εκεί, η φίλη του είχε την έκφραση «είμαι ευτυχισμένη», ήταν όλοι ευτυχισμένοι, έβαφε το σπίτι του για να ικανοποιήσει τον μουσικό εραστή του με ένα ομορφότερο σπίτι. Ήπιαν και κάπνισαν μαζί και οι τέσσερις και την επόμενη ημέρα επέστρεψαν στην ίδια απελπισία για μία φορά ακόμη. Τι να του γράψω, γιατί δεν μου απαντά, να του απαντήσω, τι κάνει τώρα; Οι ερωτήσεις όλες εξίσου μεθυσμένες, χωρίς απάντηση. Τα μηνύματα στα κινητά τους συνήθως άσχετα, από τρίτους, απόγνωση, βάλε ακόμη ένα ποτήρι να πιούμε. Δεν θ’ απαντήσει, θα είναι κουρασμένος και θα κοιμάται, δεν το ακούει, θα είναι με κάποια παρέα και δεν μπορεί να μιλήσει, μην ανησυχείς, με αγαπάει; – σε αγαπάει. Ο αλλοδαπός ελαιοχρωματιστής δώδεκα χρόνια μικρότερος από εκείνη. Ο καθηγητής μουσικής ντροπαλός, φοβισμένος, κρυφός, δεν έπρεπε να το μάθει ποτέ κανείς ότι είναι ομοφυλόφιλος. Είναι καλό παιδί, ναι, είναι, γι’ αυτό τον αγαπάω, αυτό έλεγαν και οι δύο τους σαν μία παράφωνη χορωδία αισθημάτων κι έστελναν ταυτόχρονα μηνύματα «σ’ αγαπάω». Απάντηση καμία.
Ο ζυγός της απόγνωσης γέρνει από τη μία, γέρνει από την άλλη, συχνότερα ισορροπεί. Όταν εκείνη βρίσκεται με τον αλλοδαπό φίλο της, εξαφανίζεται. Όταν ο ομοφυλόφιλος φίλος της είναι μαζί με τον εραστή του, εξαφανίζεται. Κυριακή απόγευμα, εκείνη του χτυπάει πάλι το κουδούνι που σημαίνει «είμαι μόνη, έφυγε». «Είμαι μόνος, έφυγε» δεν χρειάζεται να της το πει στο τηλέφωνο όταν την προσκαλεί, όπως κάθε Κυριακή απόγευμα. Μετά από τις επτά, του χτυπάει το κουδούνι. Θα προτιμήσουν τους καναπέδες του καθιστικού, σαν αίθουσα αναμονής μίας ιεροτελεστίας απώλειας, μέχρι ν’ αρχίσει να νυχτώνει κι έπειτα θα βγούνε να συνεχίσουν στο μπαλκόνι. Έχουν ήδη πιει κι ακόμη έχουν ήδη καπνίσει ένα πρώτο τσιγάρο μαριχουάνας, προμήθεια από την Τσέχα φίλη του.
Όταν εκείνη μιλάει, ο ομοφυλόφιλος φίλος της σκέφτεται τον μουσικό εραστή του. Όταν εκείνος μιλάει, εκείνη σκέφτεται τον αλλοδαπό εραστή της. Τα τηλέφωνά τους τα έχουν δίπλα τους, τα κοιτάνε κάθε λίγο, μουγκά, πεθαμένα οικόσιτα στην αγκαλιά τους, τα σκουπίζουν από το νερό που απλώνουν στο τραπέζι τα παγωμένα ποτήρια βότκας, κρασιού, μπύρας, δεν ξέρουν τι. Μία φορά εκείνη πέταξε το τηλέφωνό της από το μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου στον κήπο, να απαλλαγεί, να υποδηλώσει την επιθυμία της ν’ αυτοκτονήσει; Ο ομοφυλόφιλος φίλος της κατέβηκε στο ισόγειο και δικαιολογήθηκε στην κυρία του ισογείου, μου έπεσε από τα χέρια, παρακαλώ να περάσω στον κήπο να το μαζέψω;
Όχι, εγώ δεν καταστρέφω το τηλέφωνό μου για χάρη του, της είπε έξαλλος όταν επέστρεψε με τα κομμάτια του τηλεφώνου της, είχε αγοράσει και του μουσικού εραστή του, πλήρωνε δύο τηλεφωνικούς λογαριασμούς, κοινή τηλεφωνική συνδρομή, ο μουσικός μιλούσε με όλον τον κόσμο αλλά όχι μ’ εκείνον, δεν καταστρέφουμε τα τηλέφωνα, έχουν αξία, δεν είναι εύκολο να τ’ αντικαταστήσουμε, της είπε, αλλά η τηλεφωνική εταιρεία τον κατέστρεφε οικονομικά – το καταλάβαινε;Ο καιρός περνούσε όπως το κάρο μέσα στη λάσπη. Η δικιά τους λάσπη φτιαγμένη με αλκοόλ. Μετά από έναν χρόνο, εκείνη έμαθε ότι ο αλλοδαπός ελαιοχρωματιστής είχε παράλληλα δεσμό με μία αλλοδαπή κι ακόμη είχε ένα παιδί μαζί της. Γνώρισε έναν συνταξιούχο αστυνομικό και μαζεύτηκε. Ούτε αλκοόλ, ούτε μαριχουάνα, ούτε αλλοδαπός, ούτε ομοφυλόφιλος φίλος. Εκείνος; Άγνωστο.

§

 

 

Πριοβόλου Ελένη

Το φιλί.

Ναι τη γνώριζα.

Εμπορευόταν ενθύμια φαντασμάτων για να τα βγάλει πέρα. Η πενιχρή της σύνταξη ίσα που έφτανε να περάσει μέχρι τα μέσα του μηνός. Δεν ήθελε να πέσει στην ανάγκη κανενός. Κυρίως της Πολιτείας. Τη σύνταξη που έπαιρνε δεν της τη χάρισε το κράτος. Δική της ήταν. Την πλήρωνε επί σαράντα χρόνια για να έχει μια αξιοπρεπή ζωή στα υστερνά της. Της την πετσόκοψαν. Όπως όλες τις συντάξεις. Βρέθηκε να πουλάει τις μνήμες της για να μην την πουν επαίτη. Και είχε πολλά ενθυμήματα. Κάποτε ανήκε στις εύπορες οικογένειες των Αθηνών, που τσακίστηκαν μέσα στην Κατοχή. Έχασαν έπαυλη στο Μαρούσι για ένα σακί αλεύρι και λίγες ουγκιές κρέας.

Αγόρασα και εγώ μερικά από τους θησαυρούς της για να τη συνδράμω. Μια φρουτιέρα, έναν δίσκο και μια ξηροκαρπιέρα. Όλα από κασσίτερο.

Ναι ήμουν από αυτούς που καθόταν μαζί της, δίπλα της, για να ακούσω τις ιστορίες της. Ακόμα και όταν βαριόμουνα τις επαναλήψεις της περνούσα την αυλόπορτά της γιατί ήξερα πως ήμουν η μόνη που το έκανε και πως αυτή είχε ανάγκη να ακούσει τους σκουριασμένους μεντεσέδες της. Ζούσε με την προσμονή.

Και ήταν μια αυλή σκέτο παλαιοπωλείο. Μπορούσες να βρεις εκεί από περίτεχνες φουρκέτες μέχρι κάτι παράξενα έργα τέχνης. Με έπιασε μια σιχασιά όταν έμαθα πως ήταν καμωμένα από χρωματισμένες τριχόμπαλες. Οι τρίχες μιας ζωής, έγιναν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Έγιναν δέντρα και λουλούδια.

Η κυρία Ξένη.

Μεγαλωμένη στην Κατοχή ήξερε να εκτιμάει την τροφή. Μάζευε τα νεράντζια από τα δέντρα του πεζοδρομίου και τα έκανε γλυκό του κουταλιού. Μοίραζε σε όλη τη γειτονιά. Τα δέχονταν τυπικά για να μην την προσβάλουν αλλά όταν εκείνη γύριζε την πλάτη πετούσαν το βάζο στα σκουπίδια. Σιχαίνονταν.Κι εγώ την ένιωθα μια αναγούλα, αλλά προσπαθούσα να μην το δείχνω. Έπαιρνα το γλυκό και το άφηνα στο ψυγείο μέχρι τον επόμενο χρόνο που πλέον μούχλιαζε. Τότε το έβγαζα από το βάζο, το πολτοποιούσα και το έπαιρνε ο νεροχύτης. Αποστείρωνα το βαζάκι και το κρατούσα για τα φυλάω τα καρυκεύματα. Ήταν πολύ ιδιαίτερα τα βαζάκια της. Διαθέτω μια μεγάλη συλλογή.

Κάθε φθινόπωρο συνέλλεγε τους καρπούς από την ελιά του δρόμου της και τις έφτιαχνε βρώσιμες. Κανένας δεν τις καταδεχόταν. Προτιμούσαν της λαϊκής ή του σούπερ μάρκετ. Και εκείνη τις προσέφερε στον οίκο ευγηρίας.

Η Ξένη γεννούσε ερωτηματικά. Αυτή την αυτονόητη για την ίδια κίνηση οι περισσότεροι την θεωρούσαν ιδιορρυθμία αν όχι τρέλα.Δεν της το έλεγαν κατάμουτρα αλλά ένιωθε. Το διάβαζε στα μάτια, στις αντιδράσεις ακόμα και στον τρόπο που τη χαιρετούσαν. Άλλοι το έφερναν πλαγίως. «Τι κάνεις εκεί κυρία Ξένη; Αυτές οι ελιές, αυτά τα νεράντζια, αυτά τα χαρούπια είναι τίγκα στο καυσαέριο.» Την απάντηση την είχε έτοιμη. «Τι καυσαέριο τι δηλητήρια στα τρόφιμα, από κάτι θα πάμε. Πιο αθώα πάντως είναι τούτα από αυτά που αγοράζετε. Ναι γεια σας».

Πως τη γνώρισα; Δηλαδή την ήξερα από πάντα. Μένω στην πολυκατοικία που σκιάζει το σπιτάκι της. Το μόνο μονόσπιτο του δρόμου μας, χαμένο στις απεριποίητες πέργκολες από αναρριχητικά φυτά και τη σκόνη. Όταν ήμουν μικρή απέφευγα ακόμα και να κοιτάζω προς το σπίτι επειδή έμαθα πως εκεί κατοικούσε η τρελό Ξένη, η παλαβιάρα, η ιδιόρρυθμη, η βρωμιάρα, που μαζεύει αδέσποτα σκυλιά και γατιά επειδή δεν έχει οικογένεια. Έτσι μεγάλωσα, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, σπούδασα, έπιασα δουλειά. Μια δουλειά που έπρεπε να ξεκινώ από το σπίτι στις πέντε το πρωί. Την ώρα δηλαδή που άλλοτε επέστρεφα από τη διασκέδαση.

Ένα τέτοιο πρωί έπεσα πάνω στην Ξένη. Τρόμαξα έτσι όπως την είδα αναμαλλιάρα κάτω από τη δημοτική λάμπα.Με καλημέρισε με ηδύτητα. «Αξημέρωτα πας στη δουλειά κοριτσάκι μου. Την ίδια ώρα κινούσα και εγώ. Έλα να σε πάω μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Κάτι δε μου αρέσει στη γειτονιά σήμερα».

Τρόμαξα. Έκανα να βγάλω το κινητό να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου, αλλά μετάνιωσα. Δεν ήθελα να την προσβάλω. Στο κάτω κάτω τι θα μου έκανε μια μεγάλη γυναίκα. Την άφησα να με συνοδέψει. Τάχυνα το βήμα και αυτή με ακολουθούσε διακριτικά. Με συνόδεψε ως τη στάση του λεωφορείου και επέστρεψε. Το ίδιο βράδυ έμαθα πως σε αυτή την ίδια διαδρομή, λίγη ώρα μετά- αφού πέρασα εγώ συνοδευομένη από την Ξένη- έγινε απόπειρα βιασμού μιας κοπέλας.

Της χρωστούσα ευγνωμοσύνη. Πως μπορούσα να την αγνοήσω; Το μόνο που μου έμεινε ήταν να της κρατώ λίγη συντροφιά. Σιγά σιγά την πλησίασα με τη δειλία και τον φόβο του στερεότυπου που με κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας. Ένα βήμα την κάθε φορά. Ένα βήμα και μια πολύτιμη λέξη. Ένα βήμα και μια άγνωστη ιστορία από ένα παρελθόν αφώτιστο στην εκπαίδευσή μου ως βίδα της παραγωγικής μηχανής. Και έπειτα τα τιμαλφή. Όμορφα αντικείμενα, έργα τέχνης.Οι παλαιοπώλες πέρα δώθε. Και η Ξένη ήξερε να παζαρεύει. Όταν αγόρασα το κασσιτέρινο σετ μου χάρισε δυο καρφίτσες. Η μια ρόδακας και η άλλη ερωδιός. Από ευτελές μέταλλο αλλά πανέμορφες. Της καρφίτσωνε στο πέτο του πανωφοριού η γιαγιά της. Έτσι γίναμε φίλες. Παρότι δεν εξανεμίστηκαν όλα τα κατάλοιπα του φόβου προς το διαφορετικό, την ένιωθα πια δικό μου άνθρωπο. Είχε μπει στη σκέψη μου και καθημερινά τη σκεπτόμουν μαζί με τους οικείους μου. Ακόμα και αν ήξερα ότι υπονομεύω την αυτάρκειά της, πάντα τη ρωτούσα αν χρειάζεται κάτι. Βαθειά μέσα μου με ικανοποιούσε που δεν ζητούσε ποτέ τίποτα.

Τον Φεβρουάριο πήγα ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στο Μιλάνο. Ίσα που πρόλαβα να επιστρέψω πριν ο φονικός ιός με θέσει σε περιορισμό. Οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό. Μένουν για μήνες εκεί αφού είναι και οι δυο συνταξιούχοι. Έτσι τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησα ήταν η Ξένη.Όταν την είδα μια ανερμήνευτη συγκίνηση με κυρίευε.Έσπευσα να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω ρουφηχτά.Μου είχε λείψει πολύ. Δεν με ενόχλησε καν η γατομυρουδιά που έσερνε αενάως πάνω της. Τη φίλησα με αγάπη. Ένα συναίσθημα που με ανύψωσε επειδή διέρρηξε όλα τα στερεότυπα.

Λίγες μέρες μετά, εγώ, εγώ η ίδια κάλεσα το ασθενοφόρο. Η Ξένη ανέβασε πυρετό και παρουσίασε δύσπνοια. Ευτυχώς εφημέρευε το νοσοκομείο θώρακος. Την ανέλαβαν. Μια εβδομάδα. Μια εβδομάδα προσπαθούσε. Δεν τα κατάφερε. Πέθανε από τον ιό που της μετέδωσε το ένα και μοναδικό φιλί μου. Στις ειδήσεις ανακοινώθηκε ως γυναίκα άνω των ογδόντα με υποκείμενα νοσήματα, θύμα του ιού. Εγώ ανιχνεύτηκα στις επαφές της. Τέθηκα σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ήμουν ασυμπτωματική.

Θρηνώ. Για το κράτος ήταν στατιστική. Αριθμός. Για μένα όμως ήταν η Ξένη μου.

§

 

 

Φουσταλιεράκη Μαρία

Θα περάσει κι αυτό που μας βρήκε

Πώς να κλείσει μάτι απόψε; Αδύνατον. Άσε που δε βολευόταν κι όλας. Μια το μαξιλάρι την ενοχλούσε που βούλιαζε, μια το σεντόνι την ενοχλούσε που τυλιγόταν στις γάμπες και την έπνιγε, μια ζεσταινόταν, μια κρύωνε, όλα της φταίγανε απόψε. Ακόμα κι ο μακρινός θόρυβος από τα αμάξια που περνούσαν κάτω στη λεωφόρο την εκνεύριζε, που άλλα βράδια ούτε τους έδινε σημασία.
Απόψε όλα την εκνεύριζαν. Κάθε λίγο και λιγάκι στριφογύριζε στο μονό κρεβάτι και κάθε πέντε λεπτά άλλαζε πλευρό. Πουθενά δε βολευόταν απόψε η ψυχή της.
Κι αν ζει; αναρωτιόταν φωναχτά. Μπορεί όμως και να μη ζει, απαντούσε σιγανά.
Δεν ήξερε τι θα προτιμούσε: να είναι πεθαμένη και αναγκαστικά να τη συγχωρέσει ή να ζει και να της ζητήσει εξηγήσεις που την έδωσε;
Αυτό το δίλημμα την κρατούσε ξάγρυπνη και αναστατωμένη τις τελευταίες μέρες.
Ευτυχώς που το ραντεβού με την κοινωνική λειτουργό κλείστηκε για τις 12 αύριο το μεσημέρι. Ίσως προλάβαινε να κοιμηθεί μερικές ώρες, είχε αρχίσει κι όλας να χαράζει.
Η μάνα την άκουγε από το διπλανό δωμάτιο και σπάραζε η καρδιά της. Αν ήξερε πως το κοριτσάκι της θα έψαχνε σ’ αυτή την ηλικία για τους βιολογικούς της γονείς, δεν θα της εξομολογούνταν ποτέ το μεγάλο μυστικό. Θα το έπαιρνε στον τάφο της, η κακούργα.
Πού να φανταστεί πως σαράντα χρόνων γυναίκα θα σκάλιζε με τόση επιμονή το φάκελο της υιοθεσίας της;
Στη μικρή, την εγγονή, συμφώνησαν να μην πουν τίποτα. Αγαπούσε παθολογικά τους παππούδες της, στα χέρια τους μεγάλωσε από όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της. Αλλά και για τον παππού και για τη γιαγιά, η εγγονή και η κόρη τους ήταν όλος τους ο κόσμος.
Ήταν δεν ήταν 15 ημερών όταν πρωτοαντίκρισαν το λεχούδι που θα γινόταν δικό τους και το αγάπησαν και οι δύο με την πρώτη ματιά.
Η καημένη η μάνα της ίσα που πρόλαβε να την αγκαλιάσει, πέθανε από επιπλοκές λίγες ώρες μετά τη γέννα. Άλλα χρόνια τότε, πέθαιναν πολλές λεχώνες μετά τον τοκετό.
Αυτό δεν είχε το κουράγιο να της το εκμυστηρευτεί. Θα το μάθαινε όμως αύριο και δεν μπορούσε να κάτι τίποτα για να το εμποδίσει. Ο νόμος είχε αλλάξει και έδινε πλέον πρόσβαση σε όλα τα αρχεία των υιοθεσιών. Η τεχνολογία θα έκανε κομμάτια τις ελπίδες της μονάκριβης θυγατέρας της.
Ας είναι, θα περάσει κι αυτό που μας βρήκε, σκέφτηκε, αρκεί να βγάλω και την αποψινή νύχτα και μ’ ένα μορφασμό πόνου κατάπιε το χάπι για την καρδιά της. Είχε αρχίσει να χτυπάει πάλι σαν ταμπούρλο, αλλά δεν ήθελε να προσθέσει και άλλες σκοτούρες στο κεφάλι της κόρης της.


 

Πίνακας: Γιώργος Ηλιάδης, Προσδοκίες, 50Χ40, έξεργο, μεικτή τεχνική, ακρυλικά, 2014