Συνεχίζουμε και στον μήνα Αύγουστο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Κοσμάς Ηλιάδης, Γιάννης Καισαρίδης, Μαρία Κανδύλη, Δήμητρα Μπεχλιβάνη-Σαββοπούλου, Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος, Μαίρη Γ Πράσατζη, Θανάσης Σ. Σκούρας, Λίλια Τσούβα.
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Κοσμάς Ηλιάδης
ΒΙΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Γενέθλια μέρα αποφυλακίζεται. Κόσμος πολύς στην πύλη, κανείς γι’ αυτόν. Άγριος βαρδάρης σπρώχνει τις ψιχάλες. Πατάει τα κιτρινισμένα φύλλα, περιμένει στη στάση. Σύννεφα οι σκέψεις, σκοτεινιάζουν το μυαλό του. Ελεύθερος μετά από πέντε χρόνια, ο ισοβίτης Λέων Κατζίδης. Δευτέρα είκοσι δύο Οκτωβρίου 1973. Φτάνει στα δικαστήρια, παίρνει την Κουντουριώτου, μετά τη Νίκης κατευθυνόμενος προς την περιοχή του Λευκού Πύργου. Φτάνει στο αγαπημένο του στέκι, το Μαρακές. Το βρίσκει ισχνό, παραμελημένο, εκείνο τον καιρό σε ώρες αιχμής, περίμενες να αδειάσει κάποιο τραπέζι, για να πάρεις σειρά. Τώρα ερημιά και εγκατάλειψη, μοναξιά και πίκρα, ίδια η ζωή του. Παραγγέλνει το αγαπημένο του ούζο με χταποδάκι και άλλα θαλασσινά.
Ανάβει τσιγάρο, δώρο για την αποφυλάκισή του, από τον φίλο συγκρατούμενο Δημήτρη Αποστολίδη.
Αρχίζει να μη βλέπει καλά μπροστά του, έχει παραισθήσεις. Μια γλυκιά αύρα, μια δέσμη φωτός σαν φωτεινή αντανάκλαση από τον Όλυμπο περιέλουσε τα πάντα. Ένα σούσουρο, θρόισμα φύλλων του Οκτώβρη, λες και περπατούσαν φαντάροι το βάδισμα της γάτας. Τρυφερές φωνές και τραγούδια έρχονται κατά πάνω του και όλο δυναμώνουν.
Βλέπει τον Λευκό Πύργο μέσα στη θάλασσα, το Μαρακές γίνεται πλεούμενο, το τραπεζάκι του κύμα το παίρνει κάτω, κύμα το φέρνει επάνω. Προμηνύεται σεισμός, τα περιστέρια του πύργου φεύγουν τρομαγμένα στην αρχή, μετά κάνουν κύκλο από πάνω του να τον προστατέψουν από τη δέσμη φωτός, μια εκτυφλωτική λάμψη που δυναμώνει. Σ’ αυτό το πανηγύρι φωτός, φωνών, χρωμάτων και μουσικής γίνεται το θαύμα.
Από το διάτρητο τούνελ φωτός, πέφτουν μπροστά του Νύμφες, Νηρηίδες, Μούσες, Βάκχες κι όλα τα καλά στοιχειά του νερού και του δάσους, με αυλούς, λίρες, τύμπανα και φόρμιγγες. Γενικός χαμός. Οι βιαστικοί κορνάρουνε, αυτοκίνητα συγκρούονται. Φτάνουν επί τόπου περιπολικά και δικυκλιστές της τροχαίας. Σαν άραξε το τραπεζάκι του στα ρηχά, μια τούρτα μέσα από το φωτεινό φάσμα προσγειώθηκε πάνω του, με κεράκια να τιτιβίζουν σα σπουργιτάκια για τον επερχόμενο χειμώνα.
Είναι εκεί η Εύη, τού κλείνει το μάτι. Όλα παίρνουν να αλλάζουν, φωνές από παντού. Να ζήσεις, Λιοντάρι, και χρόνια πολλά… Είναι όλοι ή σχεδόν όλοι εκεί. Όπως εμφανίστηκαν έτσι εξαφανίστηκαν, τελευταία φεύγει η Εύη, τού στέλνει φιλιά. Άδειο το τραπέζι και πάλι μόνος. Περνάει απέναντι, περπατάει δίπλα στη θάλασσα, να χορτάσει αρμύρα. Το κύμα που πέφτει επάνω του, τον ξεπλένει από τις αμαρτίες του τσιγάρου σβήνοντάς το. Παίρνει κάτι πρόχειρο να φάει από ένα πρατήριο άρτου. Παίρνει το λεωφορείο για το Κιλκίς, από εκεί το τοπικό για το χωριό, το προλαβαίνει, φεύγει στις δυο.
Πηγαίνει στο σπίτι του Αντώνη Ραχατσούλη, τον βρίσκει σε άθλια κατάσταση.
«Καλώς τον Λιόντα, σε βλέπω μια χαρά, δεν σε άλλαξε καθόλου η φυλακή.»
«Η ψυχούλα μου το ξέρει.»
Ο οικοδεσπότης ζητάει να τους κάνουν καφέ και να τους αφήσουν ήσυχους. Σερβίρει τον καφέ η Κρυστάλλω, αδελφή του Αντώνη, συνοδευμένο με γλυκό νεράντζι.
«Από εκείνη τη μέρα, πήρα την κάτω βόλτα, κατρακυλούσα, κατρακυλούσα, όλο και πιο χαμηλά. Την αγαπούσα ξέρεις, δεν ήθελα να της κάνω κακό. Της ζήτησα να σε παρατήσει, να γίνει το κορίτσι μου. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά μου είπε πως θα με καταγγείλει στον πατέρα της. Πήρα ανάποδες και τη σκότωσα, με την ξιφολόγχη που έβγαλα από το όπλο μου, δέκα δεκαπέντε καρφώματα, μέχρι που την αποτέλειωσα. Κατηφόρισα στη βρύση τη βαριά, με το νερό της κατάλληλο μόνο για τα ζωντανά. Έπλυνα την ξιφολόγχη, καθαρίστηκα και πήγα στο σπίτι μου για ύπνο. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κατά τις έντεκα η ώρα, χτυπάει μανιασμένα η καμπάνα, φτάνω από τους πρώτους, κάνω τον ανήξερο, ρωτάω τι συμβαίνει. Παίρνουμε φανούς θυέλλης, μαζί με άλλους τρεις νέους, αναλαμβάνω τον δυτικό τομέα. Ψάχνουμε γύρω από το γήπεδο, κατεβαίνω στο ρέμα, καθυστερώ σκόπιμα, αφήνω τους άλλους να προπορεύονται. Ο νεότερος από όλους, ο Άρης ένα παλληκάρι που απολύθηκε από τον στρατό πριν έξι μήνες, φωνάζει στον δρόμο μετά τις λεύκες. Αρχηγέ εδώ είναι αυτή που γυρεύουμε. Λέει και διπλώνεται στα δυο. Αρχίζει να κάνει εμετό, αδειάζοντας τα εντόσθιά του, από το αποτρόπαιο θέαμα. Επιστρέφω ξανά στο σπίτι, πού να κοιμηθώ; Βλέπω συνέχεια εφιάλτες, τινάζομαι και χτυπιέμαι στο κρεβάτι. Το ένα φάντασμα μετά το άλλο, έρχονται όλα κατά πάνω μου. Η επόμενη, είναι μέρα αφηρημάδας, ταραχής και προσμονής, περιμένω να έρθουν να με πάρουν για το φόνο. Αντί γι αυτό, τη Δευτέρα μαθαίνω πως πιάσανε εσένα, όχι μόνο δεν ανακουφίστηκα, αλλά πικράθηκα, στεναχωρήθηκα. Την τέταρτη μέρα από τον φόνο, πίνοντας τον πρωινό καφέ μου, τα λέω όλα στη μάνα μου, τα ακούει και η αδελφή μου, που προόριζα για σένα, αν με δεχόταν η Εύη. Η μάνα μου αρχίζει να χτυπιέται, να κλαίει, να πέφτει στα γόνατά μου.
«Τι κακό που μας βρήκε, άλλη ορφάνια δεν αντέχω, θα σκοτωθώ, θα πεθάνω. Έγινε το κακό αγόρι μου, που να μην έσωνε να γίνει. Τώρα να σώσουμε τα πράγματα. Σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό. Έχασα τον πατέρα σου στην Αλβανία. Άμα χάσω κι εσένα, πάει χάθηκα. Καλά εγώ είμαι γριά, κάποια μέρα θα φύγω, την αδελφή σου δεν τη σκέφτεσαι; Ποιος θα καταδεχτεί να παντρευτεί την αδελφή του φονιά και μάλιστα δίχως προίκα;»
Δεν ξεκολλάει από τα γόνατά μου, γίνεται ένα κουβάρι αξεδιάλυτο με αυτά. Κλάματα και μοιρολόγια ατελείωτα. Μαύρα κοράκια πλακώνουν το στήθος μου.
Καλά είπα, βλέπουμε. Να παντρέψουμε την Κρυστάλλω και ύστερα βλέπουμε. Έτσι θάψαμε το πράγμα, μόνο εξωτερικά. Από τότε το βλέμμα μου κολλάει στα παπούτσια μου. Πάνε οι χαρές και τα τραπεζώματα, τα κυνήγια και οι ομαδικές οινοποσίες. Πίνω, αλλά εδώ μέσα, μόνος μου, να μη βλέπω κανένα, να μη με βλέπει κανείς. Κάποιοι υποψήφιοι γαμπροί για την αδελφή μου βρέθηκαν, τους απέρριψε. Δεν ξέρω, μπορεί να είχε τον νου της σε εσένα. Κάποιοι άλλοι μας απέρριψαν, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Σαν αγροφύλακας που ήμουν, γύριζα στα χωράφια και στα αμπέλια. Έκλεβα σταφύλια, τα δικά μου δεν φτάνανε για να βγάλω τη χρονιά σε κρασί, αλλά και για να φτιάχνω καλό κρασί, από τις προσμίξεις. Με ανακάλυψαν, απείλησαν να με καταγγείλουν, τους πρόλαβα παραιτήθηκα. Με το κρασί είμαι μισοναρκωμένος, αλλά το μέσα μου με τρώει, ακούω συνέχεια φονιά και φονιά. Πηγαίνω στο καφενείο, πριν μπω μέσα ακούω τη λέξη φονιά, γυρίζω πίσω, κανένας δεν είναι. Περιμένω τον ταχυδρόμο, ακούω τη λέξη φονιά, κοιτάζω γύρω, δεν υπάρχει άνθρωπος. Πηγαίνω στα χωράφια, ακούω τη λέξη φονιά, κοιτάζω γύρω, κανείς. Επιστρέφω στο σπίτι, πριν μπω μέσα ακούω πάλι τη λέξη φονιά, κοιτάζω πίσω, κανείς. Μέσα στο σπίτι τα ίδια, λέω τη μάνα μου, είπες κάτι; Μου λέει όχι. Ρωτάω την αδελφή μου, παίρνω την ίδια απάντηση. Κατεβάζω μπουκάλια κρασί, δεν υπάρχει θεραπεία, δεν υπάρχει απάντηση. Πήρε το συκώτι μου να πρήζεται, το κρασί κάνει καλά τη δουλειά του, το ροκανίζει. Κίρρωση του ήπατος μου είπανε, έχω και δεν έχω ένα μήνα ζωής. Μαθαίνοντας τη μικρή διάρκεια του υπολοίπου της ζωής μου, η πρώτη ενέργεια που έκανα ήταν να ανακοινώσω στον παπά το έγκλημά μου, παρακαλώντας να το προωθήσει γρήγορα, ώστε να αποφυλακιστείς πρωτού πεθάνω. Τέτοια πέτρα δεν θα μπορούσα να έχω στο στήθος μου, αφήνοντας τον κόσμο. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
Κατά τις πέντε βρίσκεται στο μνήμα της Εύης. Δυο ζωές χαμένες και πίκρα για το άδικο. Ανάβει το μισό τσιγάρο, βλέπει την αγαπημένη του ζωντανή και χαρούμενη.
«Πως είσαι, αγάπη μου; Σε περίμενα, καλά έκανες και ήρθες. Τα ξέρω όλα. Πήγαινε στο σπίτι, σε περιμένουν.»
Απλώνει το χέρι να την αγκαλιάσει, καπνός και αέρας. Ένα κενό απλωμένο στη ζωή του. Πηγαίνει με βαριά καρδιά στο σπίτι της Εύης, το βρίσκει μουντό και λυπημένο. Άλλη πίκρα εκεί, πάνω στις πολλές. Τον αγκαλιάζει κλαίγοντας η μητέρα της, ο πατέρας αφασιακός από τα φάρμακα, του δίνει το χέρι.
«Καλώς όρισες, ο γραμματέας του συμβολαιογράφου δεν είσαι; Κι αν αργήσουμε δεν πειράζει, ας περάσει η γιορτή του Αγίου Δημητρίου».
Μαθαίνοντας ο Αντώνης το προσδόκιμο ζωής που του δώσανε οι γιατροί, ζητάει από τη μάνα του να καλέσει τον παπά.
«Πάτερ, είμαι καταραμένος αμαρτωλός.»
«Όλοι είμαστε αμαρτωλοί τέκνο μου, αλλά το καταραμένος να το βγάλεις από το μυαλό σου. Είμαστε όλοι κάτω από τη σκέπη του μεγαλοδύναμου, όλα τα βλέπει, όλα τα ξέρει, όλα τα συγχωρεί».
«Δεν είναι το ίδιο με εμένα πάτερ. Εγώ σκότωσα άνθρωπο και κρύφτηκα στο λαγούμι μου. Άλλος αθώος άνθρωπος, πληρώνει για τις δικές μου αμαρτίες. Ο Θεός με τιμωρεί, είναι η φλόγα που έχω μέσα μου, που με καίει συνέχεια.
Σαν αγροφύλακας που ήμουν, γύριζα στα χωράφια και στα αμπέλια. Έκλεβα σταφύλια, τα δικά μου δεν φτάνανε για να βγάλω τη χρονιά σε κρασί, αλλά και για να φτιάχνω καλό κρασί, από τις προσμίξεις. Με ανακάλυψαν, πρόλαβα και παραιτήθηκα. Με το κρασί είμαι μισοναρκωμένος, αλλά το μέσα μου με τρώει, ακούω φονιά και φονιά. Στο καφενείο πριν μπω ακούω τη λέξη φονιά, γυρίζω και δεν είναι κανένας. Περιμένω τον ταχυδρόμο, ακούω τη λέξη φονιά, κοιτάζω γύρω, δεν υπάρχει άνθρωπος. Στα χωράφια, ακούω τη λέξη φονιά, κοιτάζω γύρω, κανείς. Επιστρέφω στο σπίτι, πριν μπω ακούω τη λέξη φονιά, κοιτάζω πίσω, κανείς. Μέσα στο σπίτι τα ίδια, λέω τη μάνα μου, είπες κάτι; Μου λέει όχι. Ρωτάω την αδελφή μου, παίρνω την ίδια απάντηση. Κατεβάζω μπουκάλια κρασί, δεν υπάρχει θεραπεία, δεν υπάρχει απάντηση. Πήρε το συκώτι μου να πρήζεται, το κρασί κάνει καλά τη δουλειά του, το ροκανίζει. Κίρρωση του ήπατος μου είπανε, έχω και δεν έχω ένα μήνα ζωή. Σε θερμοπαρακαλώ, πάτερ, κάνε κάθε τι που περνάει από τα χέρια σου, για να βγει σύντομα ο αθώος άνθρωπος από τη φυλακή. Είμαι στη διάθεση των αρχών, να καταθέσω και όλη η οικογένειά μου. Αν οι αρχές κρίνουν σκόπιμο, ας με φυλακίσουν, ας πεθάνω εκεί που χρειαζόταν να είμαι εδώ και πέντε χρόνια.»
«Γιατί άργησες τόσο πολύ τέκνο μου; Πέντε χρόνια ένας αθώος σαπίζει στη φυλακή. Θα βιαστώ, να προλάβω να κάνω αυτό που χρειάζεται.»
Πήγανε στο σπίτι του αρρώστου, δυο αστυνομικοί, ως ανακριτικοί υπάλληλοι, τον ανέκριναν, καθώς και τη μητέρα και την αδελφή του. Το χουντικό καθεστώς, με συνοπτικές διαδικασίες απελευθέρωσε τον κρατούμενο, όπως με συνοπτικές διαδικασίες τον είχε φυλακίσει πριν από πέντε χρόνια.
Δυο εβδομάδες μετά τις αποκαλύψεις του πεθαίνει η μητέρα του. Στον μήνα επάνω πεθαίνει και ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τη γνωμάτευση των γιατρών.
Ο Λέων είναι υπάλληλος στα δικαστήρια, έχει δει πολλούς διωκόμενους και κατάδικους. Έφτασε η ώρα που και ο ίδιος έγινε κατάδικος. Φίλοι και γνωστοί τον κοιτάζουν με μισό μάτι, τον περιεργάζονται, απορημένοι αν είναι πράγματι φονιάς ή θύμα πλεκτάνης. Η Εύη απόφοιτος λυκείου, εργάζεται σε μεγάλο κατάστημα τροφίμων στο Κιλκίς. Σχετιζόταν μαζί της πάνω από δυο χρόνια. Σχεδίαζαν να αρραβωνιαστούν ή να κλεφτούν αν είχαν αντίρρηση οι γονείς της.
Εκείνο το Σάββατο δεκαεννιά Οκτωβρίου 1968 συναντήθηκαν στη συνηθισμένη ερωτική τους φωλιά. Χαμηλά, κάτω από το σπίτι της, γύρω στα εφτακόσια μέτρα, στη συστάδα από λεύκες, τον φιλόξενο ζεστό κρυψώνα με στρώμα από βαμβάκι. Αγκαλιαστήκανε με πάθος, η Εύη κόλλησε επάνω του, με θέρμη και δίψα ερωτική. Το ίδιο παθιασμένος ο Λέων την φίλησε στο στόμα, στο στήθος, τις έκανε δυο ρουφήγματα στο λαιμό. Η συστάδα πήρε φωτιά, το τελετουργικό του έρωτα κράτησε πάνω από μία ώρα.
Ο Αντώνης αγροφύλακας και διμοιρίτης των Τ.Ε.Α. στο χωριό, αλωνίζει παντού, κόβει και ράβει. Παίρνει δυο νέους και περιπολούν οπλισμένοι στο χωριό. Μετά τις εφτά και μισή αποφασίζει το τέλος της περιπολίας. Αποσπάται από την ομάδα, παίρνει τον δρόμο για το σπίτι, που βρίσκεται κάτω από το γήπεδο. Απέχει διακόσια μέτρα από τις λεύκες. Αντί να πάει στο σπίτι του, κρύβεται κατασκοπεύοντας το ζευγάρι. Κατά τις οκτώ η ώρα χωρίστηκαν. Ο Λέων έβαλε μπρος τη φλορέτα του, έφυγε για την πόλη του Κιλκίς. Από εκεί θα συνέχιζε για τη μεγάλη πόλη τη Σαλονίκη. Τρέχει από πίσω της ο Αντώνης τη σταματάει, αυτή προσπαθεί να τον αποφύγει. Τη ρίχνει κάτω, αυτή συνεχίζει να αντιστέκεται, αυτός αγριεύει και τη σκοτώνει.
Οι γονείς της Εύης, καθώς περνάνε οι ώρες και δεν επιστρέφει στο σπίτι, ανησυχούν. Βγαίνει ο πατέρας της σε αναζήτησή της, δεν τη βρίσκει. Κατά τις έντεκα η ώρα, χτυπάει μανιασμένα την καμπάνα, τρέχουν οι χωριανοί, από τους πρώτους τάχα ανυποψίαστος, ο διμοιρίτης, μαθαίνουν για την απουσία της. Παίρνουν φανούς θυέλλης, φακούς, λυχνάρια, χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες, η μία βόρεια, η άλλη ανατολικά, νότια η τρίτη, δυτικά η τελευταία. Ο διμοιρίτης μαζί με άλλους τρεις νέους παίρνουν τον δυτικό τομέα. Ψάχνουν γύρω από το γήπεδο, ο Αντώνης κατεβαίνει στο ρέμα, καθυστερεί σκόπιμα, αφήνει τους άλλους να προπορεύονται. Ο νεώτερος από όλους ο Άρης, ένα παλληκάρι που απολύθηκε από το στρατό πριν έξι μήνες, φωνάζει στο δρόμο μετά τις λεύκες. Αρχηγέ εδώ είναι αυτή που γυρεύουμε. Λέει και διπλώνεται στα δυο. Αρχίζει να κάνει εμετό, αδειάζοντας τα εντόσθιά του, από το αποτρόπαιο θέαμα.
Ειδοποιούν την αστυνομία, η οποία διατάζει να μη μετακινήσουν τη νεκρή. Το πρωί της επομένης ο ιατροδικαστής μετράει δεκαπέντε χτυπήματα, τα δυο στην καρδιά, ο θάνατός της είναι ακαριαίος. Βλέπει σπέρμα μέσα της και τις μελανιές στο λαιμό και αρχίζουν να ψάχνουν τον Λέοντα, τη σχέση της κατά τις μαρτυρίες των κατοίκων. Τα αναφέρει αυτά στην έκθεσή του, ακόμη γράφει πως το θύμα δέχτηκε δεκαπέντε χτυπήματα, από μακρύ όργανο, με ευρύ πλάτος στις πλαϊνές του πλευρές. Σύμφωνα με την έκθεσή του, υπάρχουν φανερά σημεία πάλης στο σώμα του θύματος και στο έδαφος.
Το πρωί της Δευτέρας 21 Οκτωβρίου 1968, συλλαμβάνεται ως ύποπτος, με ισχυρές ενδείξεις, τον προφυλακίζουν. Με συνοπτικές διαδικασίες γίνεται η δίκη, η καταδίκη σε δις ισόβια και ο εγκλεισμός στη φυλακή. Από τη στιγμή της σύλληψής του, λέει προς κάθε κατεύθυνση πως είναι αθώος, πως ετοίμαζαν τον αρραβώνα τους, για να επισημοποιήσουν τον δεσμό τους.
«Τα χέρια μου, η ψυχή μου και τα μάτια μου που σας βλέπουν, είναι καθαρά.» Ολοκλήρωνε. Ποιος τον άκουγε; Η απριλιανή χούντα βρήκε έναν διαθέσιμο βολικό δολοφόνο, τον δίκασε, τον καταδίκασε και έκλεισε την υπόθεση, προσπαθώντας να δείξει πόσο δίκαιη και αποτελεσματική είναι.
Επαναλαμβάνει διαρκώς ο Λέων.
«Δεν το έκανα εγώ, την αγαπούσα, δεν είμαι δολοφόνος.»
«Τότε ποιος είναι ο δολοφόνος;» ρωτάνε στερεότυπα τα ανακριτικά όργανα.
«Αυτό είναι δική σας δουλειά να τον βρείτε.»
«Τον βρήκαμε, τον έχουμε στα χέρια μας, κάθαρμα.» Απαντάνε θριαμβευτικά και χαιρέκακα.
Το χωριό έχει δυο βρύσες, -την πάνω την καλή, που βρίσκεται στη νότια πλευρά, και την κάτω την βαριά- με νερό κατάλληλο μόνο για τα ζωντανά. Η βαριά βρύση βρίσκεται στη δυτική πλευρά του χωριού, απέχει πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της Εύης και τριακόσια μέτρα από τις λεύκες. Το σπίτι του Λέοντα είναι διακόσια μέτρα πάνω από την καλή βρύση. Γύρω από αυτή τη βρύση, υπάρχουν διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις, ένας από αυτούς εγγίζει τον Λέοντα. Η γιαγιά του είναι η μαμή του χωριού, επίσης χειροπράκτης, χαρτομάντισσα. Κάποιες ψυχές που δεν τη χωνεύουν, αλλά τη φοβούνται, την αποκαλούν μάγισσα.
Γεννάει η γιαγιά του ένα πανέμορφο αγοράκι, τον πατέρα του. Τα στοιχειά του χωριού, οι νεράιδες, χάσανε όλους τους άνδρες τους σε κάποιο πόλεμο, επέζησαν μόνο θηλυκές νεράιδες. Στην αγωνία τους να μη χαθεί η γενιά τους, ζητάνε από τη γιαγιά να τις δώσει το νεογέννητο βρέφος της. Αντί για το αγόρι η γιαγιά βάζει στην πίσω πλευρά της βρύσης, ένα κοριτσάκι που έχει χάσει τη μάνα του επάνω στη γέννα. Προηγούμενα έχει κολλήσει ένα κερί, στο χρώμα του ανθρώπου, στη φύση του βρέφους.
Παραλαμβάνουν οι νεράιδες τη συμφωνημένη νυχτερινή ώρα το βρέφος, χαρούμενες τραγουδώντας.
«Έχουμε τέτοιο αγόρι, ομορφιά/σήμερα πρίγκιπα, αύριο βασιλιά.»
Το πηγαίνουν στη σπηλιά τους, το λούζουν με αρώματα από χίλια βότανα. Το κερί, μόλις πέφτει επάνω του ζεστό νερό, λιώνει, ξεκολλάει από το κορμί του βρέφους. Αργά το βράδυ, αφήνουν το κοριτσάκι στο ίδιο μέρος της βρύσης. Περαστικοί ακούνε ένα πονεμένο τραγούδι, δίχως να βλέπουν τις τραγουδίστριες.
«Το κερί που βάλατε έλειωσε/το φλουρί της κόρης έδειξε.»
Το πικρό τραγούδι φτάνει ως τα αυτιά της γιαγιάς. Παίρνει το μωράκι το βάζει στην κούνια, δίπλα στο δικό της βρέφος. Αναστατωμένες οι νεράιδες δεν ησυχάζουν, κατά τα μεσάνυχτα στο βαθύ ύπνο των ανθρώπων, περιτριγυρίζουν το σπίτι. Σπάζουν μπουκάλια, χτυπάνε τενεκέδες, ταψιά, βαρέλια. Τραγουδάνε με τσιριχτή φωνή.
«Γυναίκα της απάτης/να δεις πόσα θα πάθεις/αν θέλεις να γλιτώσεις/αγόρι να μας δώσεις.»
Την άλλη μέρα, βλέπει όλες τις κότες της νεκρές, τα χόρτα και τα άχυρα σκορπισμένα στα πόδια των ζωντανών.
Είδε κι απόειδε ο παππούς, πούλησε κάποια πράγματα, χάρισε κάποια άλλα, μάζεψαν την οικοσκευή, τα έπιπλα, κλινοστρώματα και κατέβηκαν στη μεγάλη πόλη, τη Σαλονίκη. Εκεί δεν υπάρχουν ρέματα, σπηλιές και κουφάλες δέντρων, όπου κρύβονται οι νεράιδες και τα φαντάσματα. Αντίθετα, υπάρχουν ηλεκτρικές λάμπες, που καίνε όλη νύχτα και διώχνουν στοιχειά, νεράιδες και φαντάσματα, μακριά.
Κάποιες φορές, πάνω στις στάχτες και στα αποκαΐδια, φυτρώνουν τα ομορφότερα λουλούδια. Τελευταία ακούστηκε στο χωριό μια φήμη που δεν μπόρεσα να τη διασταυρώσω. Σύμφωνα με την οποία, ο Λέων και η Κρυστάλλω τα βρήκανε, γίνανε ζευγάρι.
Γιάννης Καισαρίδης
Πεύκη χαλέπιος
Πριν από διακόσια χρόνια ακριβώς σε τόπο περικαλλήτων νοτίων περιοχών της χώρας ένας σπόρος χαλεπίου πεύκης κατόρθωσε, αυτός και μόνον αυτός, να σωθεί από τη φωτιά που κατάκαψε τον τόπο ένεκα ο πόλεμος και να πετάξει με τη βοήθεια του στρατηγού ανέμου ίσαμε το κέντρο μικρής νήσου που δέσποζε αγέρωχη, καταπράσινη και ελεύθερη στο μέσον μιας λίμνης. Σαν έγινε ο σπόρος δέντρο περήφανο και ελεύθερο, άρχισε να διασπείρει διά της ανεμοχωρίας τα σπέρματα των κώνων του στις καμένες εκτάσεις γύρω και πέρα από τη λίμνη. Δεν πέρασε καιρός και δενδρύλλια απόγονοί της έκαναν την εμφάνισή τους. Και όσο ο τόπος βλάσταινε όλο και πιο μακριά – όλο και πιο μακριά, τόσο ο εχθρός όλο και πιο μακριά υποχωρούσε. Ώσπου η πεύκη, που δια των σπόρων της έσπειρε τον σπόρο της ελευθερίας, ελευθέρωσε ολόκληρη τη χώρα! Άλλαξε, δηλαδή, ένας σπόρος τον ρουν της Ιστορίας! Νίκησαν τα χαλέπια δενδρύλλια κραταιό εχθρό! Αυτό δεν ήταν (μόνον) φυσική αναγέννηση και παλιγγενεσία, ήταν μοναδική στα χρονικά επανάσταση και απελευθέρωση!
Από τότε οι άνθρωποι του τόπου τάμα το είχαν να έρθουν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους στις όχθες της λίμνης για να δουν και να χαιρετήσουν το «Δέντρο της Ελευθερίας». Πολλοί μάλιστα ψιθύριζαν ευχές και επιθυμίες τους και η πεύκη τής Ελευθερίας τις πραγματοποιούσε, έλεγαν.
Τώρα που ήρθαν πάλι χρόνοι χαλεποί, διακόσια χρόνια ακριβώς μετά, και ο τόπος κάηκε ξανά ίσα με τα νερά της λίμνης, εξ ιδίων αυτή τη φορά, η πεύκη μας η ελεύθερη, η φύλακας και πρόγονος των δέντρων και του τόπου, δεν άντεξε. Απ’ τον καημό της δεκάδες εγκοπές γέμισε το κορμί της, άρχισε να δακρύζει ακατάπαυστα, χύθηκε όλο το ρετσίνι της, στράγγισε.
Στέκει τώρα Νιόβη πετρωμένη κι αινιγματική απέναντι από τα καμένα παιδιά της,
επιθανάτια προειδοποίηση,
αυτή
που τόση γέννησε ζωή
μες απ’ τις φλόγες.
Αύγουστος 2021
§
Μαρία Κανδύλη
Κουκούτσια
Αργότερα σκέφτηκε πως υπεύθυνη ήταν ή ώρα. Οποιαδήποτε άλλη πιθανά δε θα πρόσεχε την τόσο συνηθισμένη εικόνα. Η αλήθεια είναι πως ήταν τόσο συνηθισμένη που πια χαρακτηρίζονταν αόρατη.
Οι συνηθισμένες εικόνες, οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι συνηθισμένες ζωές κάποτε φορούν το πέπλο του αόρατου και είναι δύσκολο έπειτα να το αποτινάξουν από πάνω τους. Δύσκολο όσο εύκολο ήταν όταν το φόρεσαν.
Τέσσερις το απόγευμα. Άνοιξη… O ήλιος μπαίνει στη μικρή κουζίνα διακριτικά, σαν να μην είναι σίγουρος εάν επιτρέπεται και όχι σαρωτικά όπως θα έμπαινε στις δώδεκα ή στις μία.
Φρόντιζε πάντα η κουζίνα της να είναι καθαρή, ίσως ψυχαναγκαστικά επειδή αυτό είχε μάθει από το πατρικό της.
«Η κουζίνα δείχνει την καλή νοικοκυρά Ελισάβετ, είναι το πρόσωπο του σπιτιού».
Αυτά ίσως ήταν τα μόνα λόγια που θυμάται ατόφια από τη μάνα της. Ενώ θα ήθελε στη μνήμη της να κυριαρχούσαν τα : «σ’ αγαπώ», «δεν πειράζει», «όλα θα πάνε καλά».
«Καλή νοικοκυρά σε μια άσχημη ζωή μάνα;» Αυτό ήθελε να τη ρωτήσει με θυμωμένο παράπονο χιλιάδες φορές. Η πρόταση ερχόταν στα χείλη με σπασμούς αλλά την κατάπινε πάντα. Την κατάπινε όλο και πιο δύσκολα κι όσο τα χρόνια περνούσαν σκάλωνε στο λαιμό, την έπνιγε.
Σκεφτόταν ότι θα τη στεναχωρούσε. Η μάνα ήθελε να πιστεύει πως η κόρη της ζούσε τη ζωή που ονειρευόταν. Τη ζωή που άξιζε να ζήσει. Είχε εξάλλου φροντίσει να της παρέχει από νωρίς οικονομική εξασφάλιση λησμονώντας να τη ρωτήσει εάν υπήρχαν φορές που ένιωθε συναισθηματικά ανασφαλής.
Όσο λοιπόν εκείνη ζούσε έπνιγε τα παράπονά της η Ελισάβετ που με την πάροδο των χρόνων είχε γίνει Έλλη. Όταν επιτέλους βρήκε το θάρρος και αποφάσισε να μιλήσει, η κυρά –Λένη πέθανε στον ύπνο της ξαφνικά μια ηλιόλουστη Τετάρτη. Πέθανε και η Έλλη έμεινε με τις λέξεις ανείπωτες. Μετά πήγαινε στο μνήμα της και έλεγε, έλεγε για ώρες. Ήταν όμως πεπεισμένη πως η κυρά –Λένη δεν άκουγε. Ίσως γι αυτό και άφηνε ελεύθερο τον εαυτό της να δείξει τα αληθινό του πρόσωπο. Η μάνα δεν υπήρχε περίπτωση να στεναχωρηθεί.
Αναστέναξε επιστρέφοντας στο παρόν και τα μάτια ξανακοίταξαν την εικόνα που της φανέρωσε ο ήλιος, τέσσερις η ώρα το απόγευμα.
Στο μικρό γυάλινο τραπέζι των δύο, άντε τριών ατόμων, πάνω στην καθαρή επιφάνεια, ήταν ένα μεταλλικό σκεύος σαν άκαμπτο δίχτυ. Μέσα σ’ αυτό -αντί ψάρια- φυλάκιζε φρούτα. Φρούτα εποχής, ανόμοια μεταξύ τους που πολλές φορές σάπιζαν χωρίς να τα τρώει. Τα άφηνε εκεί να γερνούν σιγά-σιγά, να χάνουν τη ζωντάνια τους. Τη ζωντάνια που την έκανε να τ΄ αγοράσει εξ ‘ αρχής. Στέρευαν οι χυμοί τους, μίκραινε το σχήμα, ο χρόνος υπέγραφε κάθετες ρυτίδες πάνω τους και τελικά τα πετούσε για να βάλει άλλα στη θέση τους, διαφορετικά, που όμως θα είχαν την ίδια μοίρα.
Τώρα σκέφτηκε πως ίσως της θύμιζαν τον παλιό της εαυτό. Εσωτερικά – μέσα της-εκείνα τα χρόνια που τα φρούτα δεν ήταν τροφή αλλά παγιδευμένα αντικείμενα, γερνούσε πιο γρήγορα απ’ αυτά η Έλλη. Πιο γρήγορα και πιο άκαμπτα.
Εξωτερικά παρέμενε η ίδια προσθέτοντας εδώ κι εκεί άσπρες τρίχες στα μαλλιά που μετά φρόντιζε να βάφει επιμελώς με το Νο 6,45 κάποιας επώνυμης μάρκας. Ήταν καστανή απόχρωση σα βασικό χρώμα μα το 0,45 του πρόσθετε κόκκινες ανταύγειες. Κόκκινες σαν τη ζωή που δε ζούσε.
Μέσα στο μεταλλικό σκεύος λοιπόν είχαν απομείνει δύο φρούτα όλα κι όλα. Πραγματικοί επιζώντες αν σκεφτείς πως βρίσκονταν μια εβδομάδα εκεί. Παλαιότερα θα ήταν απλοί αιχμάλωτοι που περίμεναν στωικά τη θανατική καταδίκη αλλά τώρα απλώς τα ξέχασε.
Το μπολ αντικειμενικά μικρό, αλλά έτσι όπως ήταν ολόκληρο στη διάθεσή τους φάνταζε τεράστιο. Δεν ακουμπούσαν καν μεταξύ τους. Το ένα στη μία άκρη, το δεύτερο στην άλλη.
Ίσως αυτή η πλασματικά τεράστια απόσταση που τα χώριζε, ίσως το εντελώς αντίθετο της όψης τους την έκανε να τα προσέξει. Τελικά μπορεί να μην ήταν υπεύθυνος ο ήλιος μα η απόσταση και το διαφορετικό.
Ένα σχεδόν ζουμερό ροδάκινο ξεδιάντροπα διατηρούσε τη φρέσκια υφή και το ροδαλό χρώμα του ενάντια στο χρόνο. Έκλεισε τα μάτια και το φαντάστηκε άκοπο ακόμα πάνω στο δέντρο που το γέννησε. Χαμογέλασε η Έλλη, το χάιδεψε η ματιά. Μετακίνησε ελάχιστα το βλέμμα και εστίασε επάνω στο άλλο φρούτο. Δεν απόρησε για την καλή φυσική του κατάσταση.
Μια καρύδα φερμένη από εξωτικούς τόπους, από κάπου που ήταν συνέχεια καλοκαίρι. Εκείνη την αγόρασε από τον κύριο Σωτήρη ευυπόληπτο ιδιοκτήτη συνοικιακού μανάβικου που ο ίδιος αποκαλούσε πολυκατάστημα και στρίμωχνε ανάμεσα στα τελάρα με τις ντομάτες και τα λεμόνια χαρτικά, είδη οικιακής χρήσης και κονσέρβες, χιλιάδες ετερόκλητες κονσέρβες αμφίβολης ποιότητας και προέλευσης.
Η καρύδα τοποθετήθηκε εκεί για ντεκόρ. Ταίριαζε με το σκούρο καφέ των ντουλαπιών, είχε υπολογίσιμο μέγεθος και σίγουρα μπορούσε να διατηρήσει ισορροπία μέσα το δίχτυ παίρνοντας δίκαια την αρχηγική θέση. Θα ζούσε περισσότερο, ξεκάθαρα πράγματα. Δεν είχε χάσει τίποτα από την αίγλη της, ήταν ακριβώς όπως όταν την αγόρασε. Καφέ, σκληρή με ανάγλυφη επιφάνεια που έντονα θύμιζε πανοπλία. Ενάντια στο χρόνο, ενάντια σε κείνη.
Η Έλλη δεν είχε καμία πρόθεση να αναμετρηθεί με αυτήν την ιδέα της εναντίωσης. Καταλάβαινε πως θα ήταν μια μάταιη μάχη. Για να έχει πιθανότητες να την κερδίσει θα έπρεπε να τη σπάσει, να της δημιουργήσει έστω μια μικρή οπή, σε σημείο που δε θα φαίνεται εύκολα, αναγκάζοντάς την να χαλάσει. Όμως αυτό το θεωρούσε πισώπλατο κτύπημα, ανορθόδοξο πόλεμο και αυτή είχε μάθει να χάνει πολεμώντας δίκαια.
Πλησίασε με βήμα αργό και κάθισε στη μια από τις δύο καρέκλες. Συνέχισε για λίγο να παρατηρεί το θέαμα και ύστερα – με δάχτυλα γεμάτα περιέργεια- τράβηξε το μπολ προς το μέρος της και κείνο διέσχισε την κοντινή απόσταση χαράζοντας τη γυάλινη επιφάνεια με έναν συρριχτό ήχο.
Σαν άπιστος Θωμάς η Έλλη θέλησε να αγγίξει το ροδάκινο. Δεν εμπιστευόταν την όραση. Το πίεσε με τον δεξιό δείκτη, το ζούληξε δυνατά, σίγουρη που θα γέμιζε μπαγιάτικους χυμούς το δάκτυλο.
Έκανε λάθος.
Η απόκρουση ήταν άμεση και σκληρή. Σκληρή σα την επιφάνεια του φρούτου που από κοντά ήταν πιο ρόδινο.
Χάιδεψε καθησυχαστικά την καρύδα. Ήταν οικεία, εκτελούσε τον προβλέψιμο ρόλο της. Παρέμενε αναλλοίωτη επειδή έτσι ήταν το σωστό. Η σκέψη του σωστού δεν την ευχαρίστησε και τόσο. Κάποτε ίσως ναι θα ένιωθε εντάξει με το προφανές πόρισμα μα όχι τώρα. Όχι τώρα.
Αναλογίστηκε τι κοινό είχαν αυτοί οι δύο μαχητές. Δεν μπορεί, κάτι κοινό θα είχαν εκτός των τόσων διαφορών. Γέλασε η Έλλη μεγαλόφωνα μπροστά στο αίνιγμα των ομοιοτήτων, χωρίς να φοβάται πως ο ενθουσιασμός της κάποιον θα ενοχλούσε. Γέλασε και πήρε αγκαλιά και τα δυο φρούτα που κατά περίεργο τρόπο πίστεψε, τη στιγμή εκείνη, ότι αντιπροσώπευαν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Κουκούτσια!!
Αυτό ήταν το κοινό τους γνώρισμα. Πως δεν τo είχε σκεφτεί αμέσως;
Η καρύδα ολόκληρη ένα τεράστιο σκληρό κουκούτσι. Προστάτευε σθεναρά ένα ευάλωτο εσωτερικό, μια ψίχα που είχε ανάγκη την πανοπλία της.
Θυμήθηκε πως κατά την παιδική της ηλικία είχε την απόλυτη βεβαιότητα πώς οι καρύδες δεν είχαν τίποτα μέσα τους. Ότι ήταν συμπαγή και απλά διακοσμητικά αντικείμενα φτιαγμένα από ξύλο. Αυτό πίστευε και πέρασαν κάμποσα χρόνια μέχρι να διαπιστώσει πως δεν ήταν έτσι.
Το ροδάκινο από τη άλλη φορούσε την πανοπλία του κατάσαρκα. Σκέφτηκε πως είτε είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση είτε απλά δεν το ένοιαζε αν κατάφερνε να επιβιώσει.
Η καρδιά του, αυτή η σχεδόν πέτρινη καρδιά, θα άντεχε. Δύσκολα κάποιος θα την τσάκιζε. Με γυμνά χέρια αποκλείεται, με τα δόντια ούτε συζήτηση. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει αιχμηρό εργαλείο ή πέτρα, κάτι που φάνταζε περιττό και κουταμάρα.
Πέτρινη καρδιά, σκληρή, αδιαπέραστη όπως σε μερικούς ανθρώπους. Φαινομενικά ροδαλούς, ευαίσθητους, χειραγωγήσιμους μα μέσα τους, μέσα τους μια κρυφή δύναμη που όταν έφτανες εκεί ξαφνιαζόσουν και ζητούσες συγνώμη για τη λάθος εκτίμηση.
«Αγαπημένα μου φρούτα» ψιθύρισε η Έλλη βάζοντάς τα προσεκτικά στη θέση τους «τόσο ανθρώπινη η μορφή σας». Τα τοποθέτησε αλλά μείωσε την προηγούμενη τους απόσταση εκμηδενίζοντάς την. Τα έβαλε πολύ κοντά. Να αγγίζονται.
Η ώρα είχε πάει πέντε και αναλογίστηκε πως τώρα-εδώ στην κουζίνα της- ανακάλυψε ένα παραπάνω μυστικό για τη ζωή, για τα φρούτα, για κείνη κι ήθελε να το μοιραστεί με αυτόν που εδώ και μερικά χρόνια είχε μαλακώσει τους χτύπους της δικής της καρδιάς και την είχε κάνει να πάψει να είναι πια πέτρινη.
Έσπρωξε με μια κίνηση την καρέκλα προς τα πίσω για να σηκωθεί και πήγε σχεδόν τρέχοντας στην ανατολική πλευρά του σπιτιού, εκεί που μεγάλωνε τρυφερά το δωμάτιο του θετού της γιού του Γιώργου. Χωρίς να μπορεί να κρύψει τη γεμάτη ενθουσιασμό ανυπομονησία της χτύπησε δυνατά την πόρτα.
Kitagawa Utamaro/Lion dance
Δήμητρα Μπεχλιβάνη-Σαββοπούλου
Η ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ
Η κυρία Εσπερία ήταν η αρχόντισσα της γειτονιάς και της πολυκατοικίας της. Μεγαλοκοπέλα εύπορης οικογένειας της Ξάνθης, εξ Αδριανουπόλεως σημειωτέον, κόρη του Ιάκωβου Σεκέρογλου, μεγαλέμπορα εδώδιμων και αποικιακών, έπρεπε να παντρευτεί μεγαλέμπορα κι ας είχε ερωτευθεί στα νιάτα της έναν νεαρό αστυφύλακα που την αγαπούσε εξ αποστάσεως. Πάει αυτός, σιγά μη την έδιναν σε δημόσιο υπάλληλο με τρεις κι εξήντα. Το λαχείο το κέρδισε ο Νικολός ο Εκμεκτζής, ταλαιπωρημένο γεροντοπαλίκαρο, που στην αυγή της δεκαετίας του ΄60 τον μετρούσε τον παρά. Στα πενήντα του αποφάσισε να έρθει εις γάμου κοινωνίαν, μην αφήσει και τη χήρα τη μάνα του, την κυρα-Κατίνα, δίχως εγγόνι στην αγκαλιά της. Το ζεύγος των νεονύμφων ανέστησε την οικογενειακή εστία στη Θεσσαλονίκη και οι λίρες της προίκας της κυρίας Εσπερίας, που δεν ήταν όση της άρμοζε-με τον καημό αυτό, φαρμάκι διαχρονικό, έκλεισε τα μάτια της- στέγασαν τον ανθόσπαρτο βίο σ΄ ένα παλιό εβραίικο διώροφο στην Ξηροκρήνη.
Τα εβραίικα ονομάτισαν την περιοχή από τη Ραμόνα και δώθε μέχρι την Αγίων Πάντων και την Λαγκαδά ψηλά, λάφυρα κυνηγημένων απόκληρων της κατοχής. Ήταν γραφτό της κυρίας Εσπερίας ν΄ αρχοντέψει και πάλι ανάμεσα στις προσφυγοπούλες γειτόνισσες, που φώλιαζαν κάτω από λαμαρινένιες στέγες. Κι ας έπρεψαν αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, που η χούντα με τις εργατικές πολυκατοικίες-εμβληματικά τα δωδεκαώροφα τέρατα ανάμεσά τους- στέγασε τη γυφτιά τους. Αυτές ήταν η κυρα-τάδε κι η κυρα-τέτοια… Αυτή ήταν η κυρία Εσπερία, η Εκμετζού, όπως την προσφωνούσαν.
Ο Νικολός προίκα είχε την κυρα- Κατίνα τη μάνα του, τη μεγάλη του αγάπη, όπως συνήθιζε να λέει, ένα αγκάθι που μαράζωσε, αλλά τσίμπαγε την Εσπερία μέχρι τα έσχατα του βίου της. Καλός ήταν ο Νικολός, μα έπρεπε στο εμπόριο να είναι και σφιχτός. Του τα έλεγε, δεν την άκουγε. Ήρθε κι η φωτιά εκείνη το ΄68 και ρούφηξε όλο το μαγαζί τους στη Μοναστηρίου. Αμάν και πώς έκανε να ορθοποδήσει ο Νικολός, μ΄ ένα μαγαζάκι ψιλικατζίδικο να τους τρέφει και να του εξασφαλίζει τα ένσημα που του κολλούσε ένας παλιός φίλος επιχειρηματίας. Κι η Εσπερία, πήρε το βελόνι και αξιοποίησε τη μοδιστρική που έμαθε στο αρχοντικό της Ξάνθης. Είχε ήδη τρία παιδιά που περίμεναν-με τρίτο το μοναχογιό, διάδοχο του θρόνου- απόγονοι της αρχοντικής καταγωγής της.
Το ξεκίνημα της τρίτης χιλιετίας την είχε βρει αρχόντισσα μαυροφορεμένη-ο Νικολός έφυγε νικημένος από το ζάχαρο που το περιφρονούσε συστηματικά, όσο κι αν τον κατσάδιαζε γι΄ αυτό. Το εβραίικο διώροφο ήταν πια πολυκατοικία, από τη δεκαετία του ΄70, όταν ο οργασμός της ανοικοδόμησης έσπειρε μπετόν και γέννησε τσιμεντένιους απογόνους. Ήταν το παλάτι της Εκμετζούς, που κανάκευε τις οικογένειες των θυγατέρων και του γιου της και της εξασφάλισε ένα μαγαζί να το καρπώνεται. Ήταν το καταφύγιο της περηφάνιας και της ιερής της αξιοπρέπειας. Ήταν Σάββατο πρωί κι αγνάντευε, καθισμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα, τον Άγιο Νικόλα απέναντι, που φύλαξε προσεκτικά, όλα αυτά τα χρόνια, τις απώλειες και τις χαρές της, τον καρκίνο που της μάρανε το στήθος, τους γάμους των παιδιών της, τα γεννητούρια των εγγονιών της, τα βαφτίσια και τις μεταλαβιές τους.
Μόλις είχε τελειώσει η σαββατιάτικη λειτουργία κι απολάμβανε τον καϊμακλίδικο καφέ της, μαζί με το πρόσφορο και τον άρτο που τιμητικά της προσφέρονταν. Στο επιτροπάτο του ναού για χρόνια, πίσω από το παγκάρι, είχε οργώσει τις εργατικές πουλώντας τα λαχεία του ναού. Και φυσικά πάντα υπερθεμάτιζε την καπατσοσύνη της να ξεπουλάει πάκα από λαχνούς. Όλοι αυτοί οι παρακατιανοί μπορεί να είχανε σπίτια τώρα, που ντρεπόταν κανείς να τα πατήσει, αλλά «εμένα με φωνάζουνε κερία Εσπερία» διατυμπάνιζε αυτάρεσκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα, το έλεγε το ρολόι ξυπνητήρι πάνω στον ξύλινο μπουφέ με τον καθρέφτη-καβουρντιστήρι το λέγαν τα παιδιά της- που δεν είχε αποχωριστεί, κειμήλιο της πεθεράς της, της Κατίνας. Της έκλεισε τα μάτια μ΄ όλα τα πρέποντα κι έδωσε αξιοπρεπώς τ΄ όνομά της στη μεγάλη της κόρη-αν μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς. Κι ας το έφερνε βαρέως μέχρι τώρα η πρωτότοκη θυγατέρα της, κατηγορώντας την για το όνομα που της κληροδότησε. Ευτυχώς το Τίνα, ήρθε σαν το κακάδι στην πληγή. Ήταν όμως το όπλο ενάντια στην ονοματοδοσία που ήθελε η μάνα της, με δόξα και τιμή, για την πρωτότοκη νεογέννητη εγγονή από το γιο της. Εσπερία θα βαφτίζαν το μωρό για να το φωνάζουν Ρία ή Πέρη, ή Σπερούλα που τους πρότεινε; Θα καταδίκαζαν ένα κοριτσάκι μ΄ ένα όνομα που μύριζε παλιομοδίλα από μακριά;
Έντεκα και τέταρτο και στο πάρκο απέναντι, που είχε αντικαταστήσει την αλάνα, καταφύγιο πάλαι ποτέ στις παιχνιδιάρικες φωνές των παιδιών, μαζεύονταν τα γεροντάκια να μαζέψουν ήλιο, όσο προλάβαιναν ακόμα. Σε λίγο θα άκουγε τα βήματα του γιου της, του Θανάση, στις σκάλες που οδηγούσαν στον τρίτο όροφο. Τον περίμενε και ήταν σίγουρη: η προγραμματισμένη εσπερινή ονοματοδοσία στην νιοφερμένη τοσοδούλα θα ήταν συνώνυμη με τ΄ όνομά της. Έτσι το είχανε αναντάν μπαμπαντάν. Το όνομα το δίνανε την όγδοη μέρα από τη γέννα με δόξα και τιμή. Και ο παπα-Ευγένιος είχε μιληθεί να τηρήσει τα εθίματα όπως αρμόζουν στην θρησκεία μας. Έτσι τζάμπα όργωνε τους δρόμους για τη λαχειοφόρο της ενορίας; Έτσι τζάμπα υπέγραφε δωρεές στη χάρη του Αϊ-Νικόλα για την αγιογράφησή του; Για την ψυχούλα του Νικολού, της Κατίνας και όλου του σογιού της, θεός σχωρέστους. Χώρια τα πρόσφορα κάθε βδομάδα και οι πίτες και τα κεράσματα κάθε τόσο στον Δεσπότη, στις γιορτές του Αγίου.
Ο Θανάσης, κοντοστάθηκε στον καθρέφτη του χολ λίγο πριν κατηφορίσει για το διαμέρισμα της μάνας του. Και Εσπερία και Εκμεκτζή, το καταδίκαζε το παιδί. «Και στο κάτω κάτω πού ζούμε;». Αλλά οι γειτόνισσες που τον συγχάρηκαν προχτές, που έφερνε τις γλάστρες από την κλινική, «να σου ζήσει η μικρή Εσπερία» του ευχήθηκαν με νόημα. Και ο παπα-Ευγένιος εχτές, που τον προσκάλεσε να τελέσει την ονοματοδοσία της μικρής, να τηρήσει την παράδοση τον συμβούλεψε και να τιμήσει την άξια μητέρα του, που περίμενε ν΄ ακούσει τ΄ όνομά της. Χώρια το καινούριο αυτοκίνητο που του ετοίμαζε η μάνα του, όπως του ξεφούρνισε η αδερφή του, αντίδωρο για την περηφάνια της που θα εκτοξευόταν. Έριξε μια κλεφτή ματιά στην κρεβατοκάμαρα, μην ξυπνήσει τη Βούλα του, που κοιμόταν αγκαλιά με το βρεφάκι τους, να χορτάσει τον ύπνο που στερήθηκε το προηγούμενο βράδυ. Είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του χτες, πριν το νυχτέρι και του πρότεινε τη λύση του διπλού ονόματος. «Εσπερία-Μαρία, ταμένο στην Παναγία να είναι» του χρύσωσε το χάπι. Δεν είχε σκοπό μια ζωή ν΄ ακούει μισόλογα της γειτονιάς, των αδελφών και του σογιού του, ακόμα και τα σχόλια κάποιων συναδέλφων τους στο σχολείο, που φυσικά θα στρέφονταν εναντίον της. Αυτή θα ήταν η κακιά η νύφη!
Η κυρία Εσπερία σηκώθηκε και έφτιαξε τον κότσο της, στερεώνοντας καλά τις φουρκέτες στα μαλλιά της. Έφτιαξε τον μαύρο φιόγκο στο φόρεμά της, μετρώντας τα βήματα του γιου της που άκουγε στις σκάλες. Ήταν σίγουρη για τα «νέα» που θα της έφερνε.
Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος
Το πέρασμα
Βορειοανατολικός Έβρος, αρχές Αυγούστου 2019.
Είχε σουρουπώσει κι εκείνοι σκυφτοί στο συρματόπλεγμα, ανάμεσα σε θημωνιές, βάτα, λάσπη για να αποφύγουν, ακολουθώντας ασυνείδητα την πορεία του ήλιου προς τη δύση. Λάθος τους σήμερα, που το φεγγάρι είναι γεμάτο. Εντούτοις, περπατούν γρήγορα και σταθερά, αφού κάθε χρονοτριβή γεμίζει τα όπλα των φρουρών, που φυλάνε εκείνες τις γραμμές, τα σύνορα, που δεν υπάρχουν στα αλήθεια αλλά σχηματίστηκαν στα χαρτιά, σε νταραβέρι με πούρα, σαμπάνια, αλισβερίσι, ύπουλα χαμόγελα, υποκρισία, χρυσά κουμπιά, ακριβά υφάσματα, δύναμη κι εξουσία κάποτε· και πάλι θα ξαναλλάξουν. Αυτά τα όρια είναι δυνατότερα από εκείνα της φύσης.
Μερικοί βαδίζουν, άλλοι σχεδόν έρπουν, βηματισμοί χαραγμένοι στην πιο βαθιά τους μνήμη ακόμα πριν αρχίσει να γράφεται η Ιστορία.
Ακούγονται μερικά νυχτοπούλια, κάποια συρσίματα στο χορτάρι, αμυδροί παφλασμοί από το ποτάμι που νανουρίζεται. Χιλιόμετρα ανθρώπινα στην τύχη, μικροί, μεγάλοι, άντρες, γυναίκες με προσανατολισμούς αρχέγονους, τα αστέρια, τις ανατολές. Κοντά υπάρχει χωρίο και μια κωμόπολη. Εκεί έχει γλέντι, ψιλοκουβέντες, φασαρία, έρωτες, γκρίνιες. Όμως Έχει εκεί, εκεί Έχει κι αυτή είναι μια σημαντική, ζωτική διαφορά.
Βρέθηκα περαστικός στον βραδινό περίπατο κοντά στο ποτάμι. Αφηρημένος είχα απομακρυνθεί αρκετά απ’ το χωρίο. Τους είδα ξαφνικά μπροστά μου, στα πενήντα μέτρα. Πρέπει να ήταν καμιά εικοσαριά. Κάθε ηλικίας και κάνα δυό μωρά σε αγκαλιές. Έβλεπα το περίγραμμά τους, σκιές ζωντανές κι αθόρυβες, ίσκιοι μελωδικοί σε έναν τακτικό ρυθμό εξωτικού τραγουδιού. Δε διέκρινα σ’ αυτούς τίποτα άλλο στη νύχτα. Ούτε πρόσωπα, ούτε το ντύσιμό τους, παρά μόνο κορμοστασιές από φαντάσματα και νεράιδες, φιγούρες μαύρου θεάτρου γοητευτικών βετεράνων θεατρίνων. Κοντοστάθηκα. Κάθισα ανακούρκουδα κρυμμένος πίσω από τα ρυζόκορφα, να μην τους τρομάξω, να μην ενοχλήσω το αταβιστικό πέρασμα. Έμπειροι ταξιδευτές του λόγου τους. Γνωρίζουν πλέον, ξέρουν που πατάνε, έχουν αποκτήσει αντοχές, υπομονή.
Όλο αυτό κράτησε μερικές στιγμές. Σε λίγο απομακρύνθηκαν όπως τα αγρίμια στο δάσος. Πίσω τους τα ίχνη είχαν χαθεί. Καθώς η θλιβερή κουστωδία απομακρυνόταν, ίσα – ίσα που ξεθώριαζαν κάποιες ανάσες τους, στην αχλή, που λαχανιασμένες είχαν ακουμπήσει στα φύλλα της πικροδάφνης να ξαποστάσουν.
Κατάλαβα ότι αυτοί οι καταραμένοι άνθρωποι προστατεύονται από τον θεό παρά την αδυσώπητη δοκιμασία τους. Ήμουν βέβαιος για την διαπίστωση μου για δύο καταφανείς λόγους:
Ο πρώτος ήταν πως, όσο παρατηρούσα αυτά τα αερικά, διέκρινα στα κεφάλια τους κάτι θαμπό, σαν απόφωτο καντηλιού, που ήταν το όνειρο τους και το φέρναν μαζί τους από την ανατολή, το κουράγιο και η προσδοκία τους. Παρά τις κακουχίες και τον κόπο που θα χαραζόταν για πάντα στο βαθύτερο κελάρι της θύμησης τους. Ετούτα τα καντήλια φώτιζαν, σε άλλους αμυδρά σε άλλους εντονότερα, χλωμός φώσφορος στο σκοτάδι.
Και ο δεύτερος λόγος ήταν πως, σε όλη τη διάρκεια του περάσματος τους από μπροστά μου, το φως της σελήνης στόμωσε και θόλωσε. Το φεγγάρι έσκυψε μαζί με εκείνους, μαζί με εμένα, κρατώντας την αναπνοή του φωτίζοντάς τους διακριτικά δίχως να τους μαρτυρήσει στους συνοριοφύλακες.
Ετούτοι οι άνθρωποι δεν ήταν τυχοδιώκτες.
Ήσαν μάρτυρες και ίσως το μοναδικό είδος στη γη που ανέκαθεν μπορεί και λιγοστεύει την πανσέληνο.
Kitagawa Utamaro/Two quails and a lark
Μαίρη Γ Πράσατζη
In medias res
Ο Πάνος συνάντησε στα τριάντα πέντε του την Ελένη σʼ ένα συνέδριο επιχειρηματικότητας γυναικών, που ήταν εισηγητής. Εκείνη, όμορφη και χαμογελαστή. Ερωτεύτηκαν. Δέκα χρόνια από τότε που ζούσαν μαζί.
Μια Δευτέρα, που η Ελένη περίμενε τον Πάνο έξω απʼ το φροντιστήριο που δούλευε, την κάλεσε στο τηλέφωνο.
«Δεν θα μπορέσω» της είπε «μου έτυχε κάτι» δικαιολογήθηκε. Κι εκεί ναυάγησε η προσπάθεια για μια τελευταία ευκαιρία στη σχέση τους. Στάθηκε αφελής. Ξεγελάστηκε από την Ελένη, που τον άφησε να πιστεύει πως όλα ήταν εντάξει. Δούλευε ασταμάτητα. Ένα σπίτι στην αρχή κι ύστερα ένα αμάξι. Ένα παραθαλάσσιο μετά. Μετά έγιναν ξένοι. Δύο συγκάτοικοι. Άφησε την ρουτίνα να μπει ανάμεσα τους. Επενδύσεις και δάνεια. Και ήρθαν οι λογαριασμοί στην πόρτα του και οι δόσεις από τα δάνεια, και οι τόκοι. Ήρθαν και τον έπνιξαν τα απλήρωτα γραμμάτια και οι κατασχέσεις. Η ζωή του μαζεύτηκε. Μίκρυνε. Έβαλαν μπροστά το διαζύγιο.
Η Ελένη προσπάθησε να του εξηγήσει. Τότε που έφερε το παιδί στο σπίτι. Είχε καθίσει στον καναπέ απέναντι του και τον κοίταζε.
«Σαν ψέμα όσα ζήσαμε» είπε. Οι κουρτίνες είχαν ξυλωθεί από τη μία πλευρά κι έγερναν κουρασμένες στο πάτωμα. Πάνω από το τζάκι το μεγάλο ρολόι είχε παγιδεύσει τον χρόνο σταματημένο, χωρίς μπαταρίες. Ένα μπουκέτο ξεχασμένα λουλούδια μέσα στο βάζο. Είχαν ξεραθεί από καιρό. Σκόνη πάνω σε όλα.
«Τι κρίμα» ψιθύρισε αφηρημένα.
«Καλύτερα να πηγαίνεις» της απάντησε χωρίς να την ακούει.
Όταν άνοιξε η πόρτα του σπιτιού το βράδυ εκείνο, οι δύο άντρες αντίκρισαν την παγωμένη όψη του Πάνου. Παγωμένο το δωμάτιο, χωρίς θέρμανση. Ποτισμένο με μυρωδιά τσιγάρου και στο τασάκι να ξεχειλίζουν τα αποτσίγαρα. Ξεραμένα κατακάθια από καφέ μέσα στις κούπες, αφημένες από δω κι από κει για μέρες. Το σώμα του ανήμπορο, ριγμένο σαν πεταμένο σακί πάνω στον καναπέ ανάσκελα, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, δίχως έκφραση. Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο Λάκης, ο καρδιακός του φίλος, μαζί με τον νοσηλευτή, δύο μέρες πριν το Πάσχα, τον βρήκαν αμίλητο με ένα ακαθόριστο, απλανές βλέμμα.
Εκείνο το βράδυ τον περίμενε το ασθενοφόρο στο δρόμο. Κι ένα μεγάλο βουβό φεγγάρι στον ουρανό, που έριχνε το φως του πάνω στα μπλε φώτα, κάνοντας τη νύχτα μαβιά. Ήταν μια νύχτα παγωμένη, γεμάτη σκιές, που αναρριχώνταν στους τοίχους του σπιτιού του και μεγάλωναν. Μεγάλωνε και η αγωνία του Λάκη για κείνον, που ξαφνικά παραιτήθηκε απ’ όλα.
Κόντευε τα πενήντα. Πέρασαν τρία χρόνια από τότε που έφυγε η Ελένη. Έβαλε ένα χι σε όλα και ησύχασε. Έκοψε το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο. Απλήρωτα όλα. Και ησύχασε! Έκοψε στα δύο τα δελτία ΠΡΟΠΟ που τυραννούσε για μέρες. Έκοψε ακόμα και τις πρωινές βόλτες στο πάρκο, και τη συνήθεια να τριγυρνάει στα δωμάτια.
Μια μέρα σταμάτησε να πηγαινοέρχεται στα δωμάτια και λούφαξε στον καναπέ, που τον ρούφηξε και τον έπνιξε. Δεν ξανασηκώθηκε για μέρες, μέχρι που τον αναζήτησαν και τον βρήκαν στον καναπέ του . Ξεχασμένο.
Κοιτούσε το σπίτι σα να μην το γνώριζε. Ούτε κουβέντα για τις πόρτες του που έτριζαν ή τη στέγη του που έσταζε όταν έβρεχε και μούσκευαν οι τοίχοι του απʼ τη βροχή. Μια βροχή παντού. Απέμεινε να διασχίζει τους έρημους διαδρόμους, κρατώντας σφιχτά την κρύα του ζωή.
Από τότε που υπέγραψε το διαζύγιο ζούσε μόνος στο σπίτι της μάνας του, που του παραχώρησαν τʼ αδέρφια του, για να παίρνει το επίδομα των διακοσίων ευρώ. Δεν του έμεινε τίποτα. Μόνο ο Λάκης που τον νοιαζόταν ερχόταν να τον ρωτήσει αν χρειαζόταν κάτι. Καμιά φορά, όταν τελείωνε ο καφές και η ζάχαρη, ο Λάκης πεταγόταν μέχρι το σπίτι του για να του φέρει. Έφερνε μαζί και κανένα πακέτο από τα μνημόσυνα της Κυριακής, που μάζευε για τον εαυτό του, τυρόπιτα και κουλουράκια. Άδειο το ψυγείο του.
Δεν κοίταξε ξανά προς το σπίτι ο Πάνος. Το διέσχισε υποβασταζόμενος. Από τη μια τον κρατούσε ο νοσηλευτής, ο Λάκης από την άλλη. Περπατούσε αργά. Ύστερα το ασθενοφόρο χάθηκε μέσα στη νύχτα ουρλιάζοντας.
Τώρα το σπίτι στέκεται σιωπηλό, δίχως το συρτό του περπάτημα στους διαδρόμους. Δεν ακούγεται να χτυπάει το φλιτζάνι και το μπρίκι του καφέ. Δεν τρέχουν οι βρύσες στο νιπτήρα. Δεν πατάει τους διακόπτες. Δεν ακούγονται τα κλειδιά του στην πόρτα.
Που και που ανησυχεί ο Λάκης. Έρχεται μέχρι την αυλή και μετά θυμάται ότι δεν είναι εκεί και φεύγει. Καμιά φορά ο Λάκης δεν φεύγει. Κάθεται δίπλα στην καρέκλα του και τον περιμένει. Περιμένει σιωπώντας.
Οι τοίχοι σωπαίνουν και υποφέρουν από την υγρασία. Όταν φυσάει τα βράδια τρεμοπαίζει με τον άνεμο ένα παραθυρόφυλλο, που εκείνος ξέχασε ανοιχτό. Το σπίτι στέκεται τώρα σιωπηλό, καρτερώντας τον άνεμο τα βράδια, να πιάσει την κουβέντα.
Kitagawa Utamaro/Owl and jay on tree branch
Θανάσης Σ. Σκούρας
Το παιχνίδι κάποτε τελειώνει
Όλα άρχισαν από εκείνο το Πάρτι. Σε κάποια στιγμή της βραδιάς, στεκόταν μόνος του σε μια γωνιά του απέραντου σαλονιού. Κάπνιζε και παρατηρούσε τον κόσμο. Ήταν σαν να άνοιγε ένα διάλογο μαζί του, που διεξαγόταν στη γλώσσα των βλεμμάτων. Μετά από κάθε σάρωση, επέστρεφε στο βλέμμα της Λίζας. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Ήταν το μότο τους να βιώνουν το παιχνίδι της ερωτικής ζήλειας μέσα από υποψήφιους και εικονικούς εραστές. Αυτή η αμοιβαία ζήλεια, περίπου «ισόποσα» κατανεμημένη, ανέβαζε τον έναν στα μάτια του άλλου και απογείωνε την ερωτική επιθυμία και τον αμοιβαίο πόθο τους.
Ήταν σαν ο καθένας να διάλεγε τα πιόνια του σε μια σκακιέρα που άρχιζαν να μετατρέπουν το χώρο για τις ανάγκες του παιχνιδιού τους, που στο τέλος το εγκατέλειπαν στην ισοπαλία. Κατάφερναν έτσι να αποθηκεύουν την ενέργεια του χώρου, στον οποίο άπλωναν το παιχνίδι τους, και να τη μετατρέπουν σε ένα κύμα ζωώδους σεξουαλικότητας, που τους προκαλούσε ισχυρές πρωτόγονες πλημμυρίδες και εξάρσεις πάθους. Ένα πάθος, που σταδιακά εξοστράκιζε την τρυφερότητα από τη ζωή τους. Το πάθος και η βία στις ερωτικές συνευρέσεις τους, θύμιζαν στη Λίζα σκηνές που κάποιες φορές είχε δει στα ζώα που ζευγάρωναν, καθώς τις καθοδηγούσε ο ζωώδης εαυτός τους. Το μοτίβο δούλευε, και κανείς τους δεν επιχειρούσε να το νοθεύσει, κάτι σαν «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει».
Ο Γιώργος και η Λίζα ξεκίνησαν να ζουν έναν έρωτα που ήρθε αιφνίδια και ακαριαία, σχεδόν βίαια, στη ζωή τους. Είχαν περάσει μαζί δύο χρόνια, και ήταν στη φάση όπου και οι δύο πίστευαν, χωρίς να το δηλώνουν ανοιχτά, πως θα συνέχιζαν μαζί με το ίδιο πάθος, το οποίο και φρόντιζαν να συντηρήσουν με το να προκαλούν ζήλεια ο ένας στον άλλον. Την περίπτωση της απιστίας δεν την απέκλειαν. Δεν έβαζαν και το χέρι τους στη φωτιά πως κανείς τους δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά με άλλο άτομο και, σιωπηρά, είχαν συμφωνήσει, στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο στον έναν, θα ήταν καλύτερα να μην το μάθει ο άλλος. Η συγκίνηση του ανείπωτου, ίσως κάποια στιγμή, θα τάιζε, και αυτή με τη σειρά της, το μοντέλο της συνύπαρξής τους.
Στην πίστα, στρυμωγμένα κορμιά λικνίζονταν, έψαχναν να βρουν τι τους ταίριαζε καλύτερα για να ζευγαρώσουν, τουλάχιστον προσωρινά. Ένα όμορφο μελαχρινό πρόσωπο τραβάει την προσοχή του Γιώργου. Η κοπέλα νοιώθει πάνω της το επίμονο βλέμμα του, σαν να την έχει λοκάρει το ραντάρ ενός καταδιωκτικού. Αποφασίζει να τον πλησιάσει, λες και θέλει να του ζητήσει εξηγήσεις για αυτή την παρακολούθηση.
Φορά μαύρη εφαρμοστή φούστα που σταματά πάνω από το γόνατο. Τα παπούτσια της κοντές μαύρες δερμάτινες μπότες. Το λευκό βαμβακερό πουκάμισο, ανοιχτό μέχρι εκεί που άρχιζε το χώρισμα στο στήθος της. με χάρη αγκάλιαζε το κορμί της και τόνιζε τη λεπτή της μέση καθώς βυθιζόταν στη φούστα της. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της, χωρισμένα στα δύο, κατέβαιναν από τη μια μεριά του αυχένα της ως το στήθος, σαν χείμαρρος που του στένεψαν την κοίτη, αφήνοντας την άλλη παρειά της ολοκληρωτικά εκτεθειμένη στον βομβαρδισμό των φωτορυθμικών. Όμορφο μελαχρινό πρόσωπο με τα μεγάλα πράσινα μάτια του να πρωταγωνιστούν στο συντονισμό της έκφρασής του. Σαν να λέμε πρότυπο και όχι αντίγραφο ομορφιάς.
Του ζητάει, αν έχει φωτιά, να ανάψει το τσιγάρο που κρατά στο αριστερό της χέρι. Με το άλλο χέρι, κρατά ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί. Καθώς το κατεβάζει γουλιά –γουλιά, του φαίνεται ότι η συμπεριφορά της αποπνέει μια εξοικείωση με τις απολαύσεις της ζωής. Αναρωτιέται πώς αυτό θα της βγαίνει στο σεξ. Εκείνη έσυρε το βλέμμα της πάνω του και περιεργάστηκε με ένταση το πρόσωπό του. Η αύρα της τον τύλιγε, απλώνονταν στο κορμί του. Βυθίστηκε μέσα στα πράσινα μάτια της σαν αυτά να είχαν κάποιο μήνυμα για εκείνον. Άρχισε να τον διαπερνά ένα ρεύμα σεξουαλικής έλξης. Και καθώς εκείνος έχει κρεμαστεί από τα τόσο εκφραστικά χείλη της, που σχηματίζουν ένα αισθησιακό πανόραμα σχεδίων στην πύλη του σώματός της, τα βλέμματα προς τη Λίζα σταμάτησαν, σαν εκείνη να του έγινε αόρατη. Τίποτα δεν ξεφεύγει από το βαρυτικό πεδίο αυτής της «μαύρης τρύπας».
Η Λίζα περιμένει κάποιο βλέμμα του Γιώργου, και όσο αυτό δεν έρχεται, η υποψία για συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου της σπιθίζει μέσα της. Την πανικοβάλλει η ιδέα και προσπαθεί να την απωθήσει. Όμως θέλει και να μάθει τι παίζει μεταξύ τους. Κάποιο θρασύ κομμάτι του εαυτού της τη σπρώχνει να μπει ανάμεσά τους. Το τολμά. Από τη μία τρέμει για αυτό που υποπτεύεται πως εκκολάπτεται, και από την άλλη απλώνει το χέρι της για να το φέρει κοντά της.
Οι συστάσεις τσιγγούνικες και ανόρεχτες από το Γιώργο που την κάνει να νοιώθει άβολα. Στην παρέα προστίθεται απρόσκλητα ένα τέταρτο άτομο. Είναι ένας ψηλός ξανθός. Ο Γιώργος και η μελαχρινή δεν τους δίνουν καμία σημασία καθώς ο ένας είναι αφοσιωμένος στον άλλον. Ο ξανθός αρχίζει διακριτικά να φλερτάρει τη Λίζα.
Η μελαχρινή που είχε μπει για τα καλά στο ρυθμό της μουσικής, κάποια στιγμή, εκστασιασμένη, τραβάει το Γιώργο στην πίστα. Η ματιά της Λίζας δεν μπορεί να ξεγλιστρήσει από πάνω τους. Τώρα, οι σπίθες που ανταλλάσσουν τα μάτια τους στην πίστα είναι σαν τροχιοδεικτικά πυρά που προειδοποιούν. Ο ξανθός συνεχίζει το φλερτάρισμα.
«Θα σε έχω στη σκέψη μου», ήταν τα λόγια της μελαχρινής όταν αποχαιρετισθήκανε. «Κι εσύ έχεις εισβάλει στη δική μου» της απάντησε ο Γιώργος.
Στο δρόμο της επιστροφής δεν μιλάει κανείς, λες και ο ένας αφουγκράζεται τη σιωπή του άλλου. Η καμπίνα του αυτοκινήτου γεμίζει με βαριές ανάσες. Ο αέρας γίνεται πνιγηρός σαν να νοθεύτηκαν τα συστατικά του, να άλλαξε η ποσοστιαία σύστασή του που κρατά στη ζωή αυτόν που τον αναπνέει. Ως και η μουσική λυπημένη της φαίνεται. Σαν το ένα όργανο να αναρωτιέται τι φταίει, και το άλλο να απαντά πως δεν μπορεί κανείς να το ξέρει. Αυτή τη φορά η σκακιέρα τους ακολουθεί, το παιχνίδι τους δεν τέλειωσε εκεί που το άπλωσαν, λες και εξαφανίστηκαν οι λόγοι για τους οποίους οι παρτίδες τους ως τώρα τελείωναν με ισοπαλία.
Με τα βλέμματα τους διασταυρώνονται και οι σιωπές τους, που όμως είναι σαν χίλιες λέξεις: μία άγνωστη γυναίκα απειλεί το μοτίβο πάνω στο οποίο έχουν βασίσει την ερωτική συνύπαρξή τους. Αυτή τη φορά στην επιστροφή προς το σπίτι, δε μοιράζονται τα ίδια πράγματα, όπως παλιά, όταν όσα συνέβαιναν στη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού τα παρουσίαζε ο ένας στον άλλο ως απόδειξη της αμοιβαίας προσήλωσής τους σε αυτό. Είναι αλλιώτικα, πρωτόγνωρα.
Εκείνος, με το μυαλό του γεμάτο απόηχους αλλά και υποσχέσεις από την όμορφη μελαχρινή, δεν ελκύεται μόνο από την ίδια αλλά και από κάποια αίσθηση, από κάποια δυνατότητα μεταμόρφωσης που εκείνη συμβολίζει. Σαν να του θύμιζε πως ο ερωτικός πόθος είναι απλούστερος από την προετοιμασία για να τον ζήσεις. Ήταν σαν να τον προέτρεπε να μάθει τι κρύβεται πίσω από την ανάγκη του να παίζει το παιχνίδι της ερωτικής αντιζηλίας. Εκείνη, ζωντανεύει στο μυαλό της, με πιστότητα, κάθε κίνηση της μελαχρινής. Νοιώθει το απειλητικό αίσθημα της ανεπάρκειας της να εξακολουθήσει να υπηρετεί το κυρίαρχο πρότυπο της συνύπαρξής της με το Γιώργο.
Η Λίζα σπάει τη σιωπή:
«Φαίνεται να σε γουστάρει η μελαχρινή».
«Το ίδιο θα έλεγα και με σένα για τον ξανθό».
«Μπα …το πρόσεξες;».
Θέλει να συνεχίσει. Νοιώθει την ανάγκη να κάνει εκείνες τις φαρμακωμένες ερωτήσεις ζήλειας που δεν περιμένουν απαντήσεις, αλλά και όσες από αυτές απαντηθούν, ξέρει πως θα είναι σφιχταγκαλιασμένες με αλήθεια και ψέμα. Δεν θέλει όμως να ταπεινωθεί μπροστά στην ισχύ της μελαχρινής, που της προκάλεσε αυτή την πρωτόγνωρη ζήλεια. Γιατί έχει ισχύ αυτός που προκαλεί ζήλεια. Άλλωστε και η ίδια τάιζε ως τώρα, παθιασμένα, και ίσως απελπισμένα, το παιχνίδι της ερωτικής ζήλειας, το μοντέλο της ερωτικής της συνύπαρξης με το Γιώργο, που σαν τέρας ετοιμάζεται τώρα να τους καταβροχθίσει. Με τα ερωτηματικά να χοροπηδούν στο μυαλό της, περιμένει.
Φτάνουν στο σπίτι. Διστάζουν να συνεχίσουν την κουβέντα, από φόβο μην αντικρύσουν αυτό που παραμονεύει. Ολόκληρη νύχτα περνάει άκαρπη. Το ένα κορμί απωθείται από το άλλο. Κάποτε, δεν προλάβαιναν καλά-καλά να μπούνε μέσα στο σπίτι και άρχιζαν να γδύνονται. Έτρεχαν στην κρεβατοκάμαρα σκουντουφλώντας σε ό,τι βρίσκονταν μπροστά τους, και έπεφταν στο κρεβάτι. Κάνανε έρωτα ως τα χαράματα εξερευνώντας ο ένας το κορμί του άλλου σαν να ήταν η πρώτη τους φορά.
Ο Γιώργος είναι μια εβδομάδα άφαντος. Δεν μπορεί να τον βρει πουθενά. Δεν απαντά στο κινητό. Τον σκέφτεται συνεχώς. Μάλλον θα συχνάζει στα στέκια εκείνης, υποθέτει. Τους εντοπίζει. Μεταμφιεσμένη τους παρακολουθεί.
Στο Μπαρ εκείνος κάθεται με τη μελαχρινή στη γωνία. Ένα βαθύ μπλουζ τους σηκώνει να χορέψουν. Την κρατά σφιχτά, φιλιούνται. Ένα αίσθημα ταπείνωσης την πλημμυρίζει. Στη θέα αυτής της εικόνας, η ζωή της χωρίζεται σε πριν και μετά. Το σοκ είναι ισχυρό. Αλήθεια και ψέμα διαχωρίζονται βίαια, τόσο βίαια όσο το ένα κορμί χυμούσε να αρπάξει , μέχρι χθες, το άλλο. Το όμορφο πρόσωπό της πετρώνει από την οργή και το βαθύ πόνο. Αυτή τη φορά δεν θα τους πλησιάσει, θα τους αφήσει να συνεχίσουν μόνοι τους.
Σκέφτεται το ταξίδι με το Γιώργο. Τις διευθετήσεις της συνύπαρξής τους που χαράχτηκαν στην άμμο μιας παραλίας, και μέσα σε μια βραδιά η παλίρροια τα άλλαξε όλα, τα ίχνη τους που είχαν χαθεί το πρωί. Σκέφτεται το πρότυπο, που τόσο εντυπωσιακά φάνταζε στην αρχή, χωρίς όμως να ήταν πραγματικά οπλισμένο για να αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής. Ανήμπορη μπροστά στο μυστήριο της σαρκικής έλξης που με βία αποσάρθρωσε το μοντέλο της συνύπαρξής της με το Γιώργο, αποφαίνεται: «το παιχνίδι κάποτε τελειώνει».
Ποιος ξέρει, ίσως με τον καιρό η Λίζα ανακαλύψει και κάτι θετικό σε αυτή την απώλεια. Ίσως αγκαλιάσει την ήττα της, και τη μεταλλάξει σε προσωπικό μάθημα ζωής. Και τότε, ίσως με άλλο τρόπο, μπορέσει να χτίσει ξανά.
Λίλια Τσούβα
Ο παπαγάλος
Την ημέρα εκείνη, η Μαρία Φέλιξ είχε κλειδωθεί στην τουαλέτα. Όταν ο Λεόν Φελίππε ο σύζυγός της την αναζήτησε, είπε πως είχε χάσει τη βέρα της και δεν θα έβγαινε από εκεί μέσα, εάν δεν την εύρισκε.
Ο Λεόν Φελίππε άραξε στον κήπο. Η ευωδιαστή μυρωδιά της γκουάβας δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί άλλο με το θέμα. Ο μεσημεριανός ήλιος τον κοίμισε στην αιώρα, συντροφιά με τη νέα βιογραφία του Μπέρρυμαν.
«Έχασα τη βέρα μου, έχασα τη βέρα μου» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.
Ο Λεόν Φελίππε άνοιξε τα μάτια του. Ο κόκκινος παπαγάλος σκαρφαλωμένος στο καταπράσινο δέντρο αβοκάντο έπαιζε με το δαχτυλίδι της γυναίκας του.
Όρεξη για αστεία δεν είχε εκείνη τη στιγμή. Άσε που τού είχε χαλάσει την ησυχία. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να τού πετάξει το πήλινο αγαλματάκι που η γυναίκα του είχε στο τραπέζι για διακόσμηση. Όμως, καθώς θα άνοιγε τα φτερά του από ένστικτο το πουλί, η βέρα θα χανόταν. Μπορούσε φυσικά να αρκεστεί σε ένα «είναι ηλίθιο να φοράνε τα ζευγάρια βέρα» ή να κάνει πως κοιμάται. Όμως το δαχτυλίδι πηγαινοερχόταν στα πόδια του παπαγάλου σαν να τον κορόιδευε.
Είχε βαλθεί να τον εκνευρίσει αυτό το πουλί. Το είχαν αγοράσει από το Μεξικό στο ταξίδι του μέλιτος. Η Μαρία Φέλιξ είχε ενθουσιαστεί με τα κόκκινα, μπλε και πράσινα χρώματά του.
«Παπαγάλος Μακάο λίγων μηνών» είχε πει ο πωλητής του, ένας κοντός Μεξικάνος με βαριά προφορά.
«Έξυπνος και ομιλητικός, κοινωνικός, του αρέσουν τα παιχνίδια. Φωνακλάς, αν δεν έχει άμεση επαφή με τον ιδιοκτήτη του, θέλει στοργή και τρυφερότητα».
Του έφτιαξαν ένα μεγάλο κλουβί και το κρέμασαν στον τοίχο της βεράντας. Έκλειναν την πόρτα του κλουβιού μόνον το βράδυ, για να μπορεί ο παπαγάλος όλη την ημέρα να πηγαινοέρχεται στον κήπο, να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να γυμνάζει τα φτερά του. Εκείνος περνούσε την ώρα του μασουλώντας κομματάκια φυσικού ξύλου ιτιάς και επαναλαμβάνοντας τις λέξεις που τού μάθαινε η Μαρία Φέλιξ, κάνοντάς την να σκάει στα γέλια.
Ήταν το καθημερινό της παιχνίδι. Τον ψέκαζε με το ψεκαστήρι, γιατί ήξερε πως του άρεσε το νερό, κι αυτός χάλαγε τον κόσμο εάν δεν την αισθανόταν στο πεδίο εμβέλειάς του. Ακόμη και υβριστικός γινόταν.
Τελευταία είχε κάνει φιλίες με τον Πωλ, τον νέο τους γείτονα, έναν άνδρα γύρω στα σαράντα που είχε μετακομίσει πριν λίγους μήνες δίπλα τους. Όλη μέρα ήταν ανεβασμένος στην ιτιά του Πωλ.
«Έχασα τη βέρα μου, έχασα τη βέρα μου» ακούστηκε πάλι το πουλί.
Ο Λεόν Φελίππε εκστόμισε άθελά του μια βρισιά.
Πρώτος αυτός είχε σκεφτεί να προτείνει στη Μαρία Φέλιξ να πετάξουν από το δάχτυλο τον χαλκά που θύμιζε βόδια σε ζυγό. Όμως δεν το είχε τολμήσει.
«Ανεμοστρόβιλος είναι τα γεγονότα» έλεγε. «Το ένα φέρνει το άλλο».
Εδώ και καιρό είναι αλήθεια πως ταλαιπωρούνταν από μια ακόρεστη δίψα. Αφυδάτωση, είχε πει ο γιατρός, που του προκαλούσε μείωση μυϊκής δύναμης και αντοχής, κακή διάθεση και αδυναμία συγκέντρωσης. Χρειαζόταν διαρκή πρόσληψη υγρών, την οποία κάλυπτε με επιδρομές στο ψυγείο, κρύα ροφήματα και γεύματα φρούτων και λαχανικών. Παράλληλα προσπαθούσε να αλλάξει τη διάθεσή του με ανάγνωση βιβλίων που στη σκέψη του λειτουργούσαν σαν μικρές κρήνες. Με το που έπαιρνε κάποιο στα χέρια του, έφτιαχνε αμέσως η διάθεσή του.
Άλλοτε στο γραφείο και άλλοτε στον κήπο, ο Λεόν Φελίππε ήταν πάντα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.
Μάταια η Μαρία Φέλιξ προσπαθούσε να τού αποσπάσει την προσοχή. Εκείνος εκδήλωνε μεγάλη αδιαφορία στο να του διηγείται τα όνειρά της το πρωί, και το βράδυ, έκανε πως κοιμάται, για να αποφύγει στις μαλάξεις αγιουρβέδα που του πρότεινε για θεραπεία στο κρεβάτι.
Ο Λεόν Φελίππε έμοιαζε σαν να ταξίδευε πάνω σε μια ιριδίζουσα σφαίρα, τυφλωμένος από κάποια απροσδιόριστη ακτινοβολία.
Τους τελευταίους μήνες έβρισκε τη Μαρία Φέλιξ στον κήπο να περιποιείται με το μικρό σκαλιστήρι τις αζαλέες και τα χρυσάνθεμα. Φορούσε τα φλοράλ φορέματά της με τους ανοιχτούς ώμους και το βαθύ μπούστο. Η χαμηλή μεσοτοιχία που τους χώριζε από τον κήπο του Πωλ, άφηνε να διαχέονται οι μυρωδιές από τον ανθοστόλιστο κήπο του, με τα κόκκινα και τα ροζ τριαντάφυλλα. Εκείνος, με μπλε χειροποίητο καπέλο από φυσική ψαθόχαρτα, το γείσο του διακοσμημένο με κορδέλα γκρο σε μπορντό χρώμα, στεκόταν χαμογελαστός. Η ηδονή των οσμών ήταν αποτυπωμένη ολοκάθαρα στο πρόσωπό του. Μιλούσε διαρκώς με τον παπαγάλο. Όμως ο θόρυβος των τζιτζικιών και των πουλιών δεν επέτρεπε στον Λεόν Φελίππε να ακούσει τι έλεγαν.
Ο αφόρητος ήλιος του μεσημεριού είχε γίνει πια ροδοκίτρινος του απογεύματος. Αλλά η Μαρία Φέλιξ δεν φαινόταν πουθενά. Ο Λεόν Φελίππε την αναζήτησε επανειλημμένα. Από τη σκέψη του πέρασαν πολλές πιθανές εκδοχές: κακοποίηση, απαγωγή, τροχαίο, βασανιστήρια. Το σώμα του πονούσε, ενώ η απουσία της τόσες ώρες επιδείνωσε δραματικά τη δίψα του.
Τού φάνηκε καλό να ειδοποιήσει την αστυνομία.
Το πουλί στο μεταξύ είχε αποθρασυνθεί. Πετούσε διαρκώς λέξεις της μεξικάνικης αργκό που έκαναν τα νεύρα του κομματάκια σαν να τον είχαν πυροβολήσει με περίστροφο.
«Έχασα τη βέρα μου, έχασα τη βέρα μου» ακούστηκε πάλι το πουλί.
Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, να επιχειρήσει επιτέλους ν’ αρπάξει το δαχτυλίδι από τον παπαγάλο που το είχε μετατρέψει σε μπαλάκι στα πόδια του. Όμως τα άκρα του είχαν πρηστεί.
Είχε πια νυχτώσει και ο δυνατός ήχος του τηλεφώνου έκανε τον Λεόν Φελίππε να πεταχτεί όρθιος.
«Ποιος είναι» ρώτησε με αγωνία.
Ήταν από την αστυνομία. Τον ειδοποιούσαν πως η Μαρία Φέλιξ είχε βρεθεί υγιής στην πισίνα του γείτονα.
Όταν ο Λεόν Φελίππε πήγε για αναγνώριση, είδε μια γυναίκα με φόρεμα κόκκινο σαν τη φωτιά και χαμόγελο φωτεινό σαν τον ήλιο. Στα μαλλιά της είχε ένα στεφάνι από ροζ τριαντάφυλλα. Ο ανεμοστρόβιλος που ξέσπασε, δεν του επέτρεψε να την αναγνωρίσει.