7 + 1 διηγήματα για το Culture Book για τον μήνα Ιούλιο από επτά (7) και έναν (1) διαφορετικούς συγγραφείς. Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Ανθοπούλου Βικτωρία, Μπλιούμη Ελένη, Νάκα Ματιάννα, Νούρης Γιώργος, Παπαθανασίου Λία, Υφαντίδου Αναστασία μαζί μεδύο συμμετοχές του Αλκιβιάδη και Καλαϊτσίδη Στάνισλαβ από την παραγωγή των μαθημάτων δημιουργικής γραφής που προσφέρει το μεταπτυχιακό στο 3ο ΣΔΕ στις Φυλακές Διαβατών.
Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος
Ελευθερία Θάνογλου
Βικτωρία Ανθοπούλου
Λύκε λύκε είσαι εδώ?
Χρόνια χορεύω μαζί σου. Μπορεί και περισσότερα από 10. Τόσα τουλάχιστον είναι αυτά που σε αναγνωρίζω . Ίσως να ΄σαι παρών και σε όλη μου η ζωή.
Αλήθεια δεν ξέρω πότε χορέψαμε μαζί για πρώτη φορά .
Η Λένα ήταν αυτή που με βοήθησε πρώτη να δω την εικόνα σου . Θαμπή βέβαια αλλά με σαφές περίγραμμα
Με έκανε να αναγνωρίσω τη μουσική που συνοδεύει τον χορό μας Αυτόν που με ζαλίζει, χαλαρώνει τις αντοχές μου και με στροβιλίζει τόσο πολύ που ζαλίζομαι. Αφήνομαι στα χέρια σου και δεν ξέρω ποια είμαι.
Τα ταρα τατα τατα…. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, ρίγος στο σώμα, η μουσική χαμηλή.
Τα τατα τατα τατα… Έρχεσαι από πίσω μου στο μισοσκόταδο και αιφνίδια με σφίγγεις στην αγκαλιά σου. Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να βρω την ανάσα μου αλλά μάταια.
Η μουσική δυναμώνει και εσύ αρχίζεις να με στροβιλίζεις όλο και πιο δυνατά.
Τα ταρα τατα τατα… Κρύος ιδρώτας στο σώμα μου . Ζαλισμένο το μυαλό μου…
Τα ταρα τατα τατα …Τα μάτια πάντα κλειστά.
Αν ίσως τα ανοίξω μήπως η πραγματικότητα σταματήσει τη μουσική ;
Μπορώ να δουλεύω, να οδηγώ, να τρώω, να κοιμάμαι και η μουσική σου ύπουλα καρφωμένη στο μυαλό μου να αναπαράγεται συνεχώς
Τα ταρα τατα τατα…..
Είναι πάντα η ίδια, την αναγνωρίζω πια αλλά δεν μπορώ να την σταματήσω . Όσο και να προσπαθώ όσο και να μεγαλώνουν τα διαστήματα που δεν την ακούω αυτή ξαναρχίζει .
Τα ταρα τατα τατα….
Μια μαύρη άβυσσος και η μουσική σταθερή. Τα βήματα του χορού όλο και πιο γρήγορα.
Με κάνεις μια άλλη.
Έχεις πάντα την ίδια μορφή . Αμίλητος σιωπηλός ευκίνητος . Με μαύρα ρούχα και διεισδυτικό βλέμμα .Ποτέ δεν μιλάς. Μόνο με κοιτάς και ελέγχεις τις σκέψεις μου .
Με παραλύεις. Έρμαιο στα χέρια σου και στη μουσική σου.
Ο Νίκος μου είπε το όνομα σου, δεν ξέρω αν είναι το αληθινό.
Μου είπε αν σε φωνάξω μ’ αυτό θα φύγεις.
Αν αρνηθώ να χορέψω θα εξαφανιστείς.
Θέλω να πάψεις να χορεύεις μαζί μου. Μ ακούς ; Λύκε μ΄ ακούς;
Ελένη Μπλιούμη
Σενάριο ζωής
Κατεβαίνω το φαρδύ δρόμο με τα πλακόστρωτα πεζοδρόμια εδώ και οχτώ χρόνια τώρα και στρίβοντας για το σχολείο, ακριβώς στη γωνία τον βρίσκω εκεί.
Πόσες «καλημέρες» να λέει κάθε μέρα, και πόσες να έχουν ειπωθεί όλα αυτά τα χρόνια; «Καλημέρες» που συνοδεύονται μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο και με ευχές για «καλό μάθημα».
Παρά την ηλικία του ο μπάρμπα Μαθιός είναι ένα καλοστεκούμενο γεροντάκι πιστό και αφοσιωμένο στη δουλειά του, στα κάστανά του. Τα λιγοστά μαλλιά του που φαίνονται γύρω από το σκούρο μπερέ του, από φέτος έγιναν πιο άσπρα. Τα μελιά μάτια του ρίχνουν το βλέμμα απαλά στα παιδιά, ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη και καλοσύνη και το μουστάκι του είναι αραιό και περιποιημένο. Κι εδώ που τα λέμε καμία μέρα όλα αυτά τα χρόνια, δε ήρθε απεριποίητος ο μπάρμπα Μαθιός.
Μπορεί το μαύρο σακάκι του να είναι το φετίχ του, γιατί δεν το έχει αποχωριστεί από τότε που τον γνωρίζω, αλλά είναι πάντα καθαρό και μοσχομυρίζει άνοιξη και συνεχίζει να μοσχομυρίζει άνοιξη και μετά το χαμό της γυναίκας του.
Το μαύρο παντελόνι του με τη γκρι ρίγα, δεν έχει πια τσάκιση και οι ίνες του έγιναν λεπτές από την πολυχρησία. Στη βαρυχειμωνιά σίγουρα ο αέρας θα το διαπερνά. Παραμένει παρά ταύτα πάντα ένα ενδιαφέρον και ιδιαίτερο παντελόνι, για τον μπάρμπα Μαθιό, που όμοιό του κανένας άλλος δεν φορά. Ήταν δώρο της γυναίκας του όταν επέστρεψε από την Αμερική από την αδερφή της, που είχε πάει να τη δει…
Σπάνια βλέπει κανείς το μπάρμπα Μαθιό όρθιο, πάντα καθιστός στο καρεκλάκι του στη γωνιά του δρόμου Τσιμισκή και Αριστοτέλους, να ακουμπά στο ασβεστωμένο ντουβαράκι και να ψήνει αμέτρητα κάστανα.
Κοντά του η φουφού τον κρατά συντροφιά, τον ζεσταίνει και ενίοτε χαλαρώνει τα κουρασμένα από τη δουλειά χέρια του. Η σκληρή δουλειά τόσον χρόνων, αρχικά στα χωράφια ως αγρότης κι έπειτα ως καστανάς, είναι αποτυπωμένη στα παχουλά του χέρια. Αυτά τα χέρια τώρα είναι που βάζουν με σεβασμό στον πελάτη τα φρεσκότατα και ζεστά κάστανα. Δείχνει έτσι την ευγνωμοσύνη του στους πελάτες του…ένα «ευχαριστώ» δεν του είναι αρκετό, ακόμη κι αν συνοδεύεται από χαμόγελο.
Όταν άνοιγε ο καιρός και λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία ο μπάρμπα Μαθιός έβγαζε το σακάκι του και έμενε με την ολόμαλλη καζάκα που του είχε πλέξει η μάνα του. Ευτυχώς για κείνον ήταν ακόμη στη ζωή και τον φρόντιζε. Τα δύο αγόρια του είχαν κάνει τις οικογένειές τους και είχαν διασκορπιστεί στις δύο άκρες της Ελλάδας. Πόσες φορές δεν τον παρακάλεσαν να τους πάρουν μαζί τους και πόσες φορές δεν τον παρακάλεσαν να αφήσει τη δουλειά του … Ανένδοτος εκείνος!
«Θα μείνω με τη μάνα… και τη δουλειά μου δεν την αφήνω. Την αγαπώ», έλεγε «να έχετε την ευχή μου και να έρχεστε πού και πού να σας βλέπω».
Και σήμερα διπλή ήταν η χαρά του, διπλές και οι καλημέρες! Είχε τα εγγόνια του μαζί, μικροί βοηθοί. Δέχτηκε ξαφνική επίσκεψη από τα παιδιά του και μαζί με τα εγγόνια, δέχτηκε κι ένα δώρο. Ένα ζευγάρι μαύρα ζεστά παπούτσια με γούνα στο εσωτερικό τους. Τα άλλα παπούτσια του ήταν πάντα καθαρά και γυαλισμένα, αλλά οι σόλες είχαν τρυπήσει και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Μανόλη του τσαγκάρη να τα φτιάξει, εκείνα… τα αφιλότιμα έβαζαν νερό όταν έβρεχε.
Ευχές από τον μπάρμπα Μαθιό συνόδευαν τα παιδιά όταν έφευγαν και η γιαγιά Ευτυχία έβγαζε από το κομπόδεμα κι έδινε το κατιτίς της σε εγγόνια και δισέγγονα.
Έτσι ήταν πάντα η γιαγιά Ευτυχία, η μάνα του μπάρμπα Μαθιού. Από τα νιάτα της ακόμη δεν άφηνε αφίλευτο μουσαφίρη που θα περνούσε από το χωριό. Το θεωρούσε χρέος της. Ιερός, άγραφος νόμος η φιλοξενία για εκείνη και όλη την Ελλάδα. Ήταν γυναίκα με πυγμή, ¨νταρντανογύναικα¨ ηπειρώτισσα, μεγάλωσε τέσσερις γιους μόνη της. Όλοι συμφωνούσαν ότι ο μπάρμπα Μαθιός από εκείνη πήρε τα καστανά όλο φλόγα μάτια του και το παράστημά του.
Ο άντρας της είχε χαθεί στο μέτωπο και αργότερα έχασε και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της. Εκείνη όμως έμενε όρθια για χάρη του Μαθιού της, το στερνοπαίδι της. Ψηλή και όμορφη γυναίκα, ακόμη και τώρα παρά της ηλικία της. Τα γκρίζα μαλλιά της πλεγμένα σε πλεξούδες τα γύριζε σα στεφάνι στο κεφάλι της και επιδέξια τα τύλιγε στην χρυσοκέντητη μαντίλα της. Άφηναν καθαρό το πρόσωπό της με τις αυλακιές να μαρτυρούν σκέψεις, συναισθήματα, χαρές, λύπες και γεγονότα που πέρασε και άφησαν ανεξίτηλα σημάδια πάνω της.
Μαύρη μακριά φούστα, μαύρες κάλτσες και μαύρη πλεκτή από τα χεράκια της μπλούζα, ήταν η καθημερινή της ενδυμασία. Φορούσε τη μαύρη ζακέτα της –κι αυτή πλεκτή – και πήγαινε στο φούρνο ή στο μπακάλη της γειτονιάς για τα απαραίτητα. Μοσχομύριζε η γειτονιά από τις πίτες και τα καλούδια που ετοίμαζε, παλιότερα πιο συχνά βέβαια…
Αυτή ήταν η γιαγιά Ευτυχία. Αξιαγάπητη γιαγιά για όλο το χωριό και για το σπιτικό της, που δε δίστασε να αφήσει τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε όλα της τα χρόνια, για να ακολουθήσει το γιο της στη μεγαλούπολη, όταν εκείνος έχασε τη γυναίκα του σε ατύχημα. Στάθηκε βράχος για άλλη μία φορά στο παιδί της και μητέρα για τα εγγόνια της. Τα μεγάλωσε με περίσσια αγάπη αν και πολλές φορές στις ώρες της μοναξιάς της, κοιτούσε τη φωτογραφία της νύφης της και τη ¨μάλωνε¨ που άφησε την οικογένειά της και αμέσως μετά το μετάνιωνε.
«Τι έφταιγες κι εσύ; Λες και το ήθελες;» έλεγε η γιαγιά Ευτυχία. Ήταν σα να της μιλούσε η φωτογραφία της νύφης της και της έδινε κουράγιο να συνεχίσει.
Όμορφη σαν την Θεά Αφροδίτη, της χαμογελούσε, χωρίς να βγάζει κουβέντα. Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα σε γραμμή Άλφα με μια λευκή φαρδιά ζώνη που τόνιζε τη λεπτή της μέση. Τα πλούσια καστανόξανθα όλο μπούκλα μαλλιά της, ήταν πιασμένα πάνω με ένα κόκκινο φιόγκο που τα στόλιζε και τα λευκά γοβάκια της αγκάλιαζαν όμορφα τα πόδια της. Το πρόσωπό της ήταν φωτεινό και τα μάτια της ακτινοβολούσαν ανεμελιά και ευτυχία. Το χαμόγελό της μαγικό, ήταν εκείνο που έκανε το Μαθιό να την ερωτευτεί και να την κλέψει, γιατί οι γονείς της δεν ήθελαν να παντρέψουν ακόμη την κόρη τους, αλλά να τη σπουδάσουν εφόσον τα΄ παιρνε τα γράμματα… Την επιθυμία τους αυτή βέβαια εκπλήρωσαν στα επόμενα χρόνια, επάξια τα δυο τους εγγόνια.
«Ας είσαι καλά κόρη μου εκεί που είσαι» έλεγε η γιαγιά Ευτυχία κάθε φορά και άφηνε με τρόπο τη φωτογραφία της νύφης της στο κομοδίνο, δίπλα στην είσοδο του σπιτιού. Καλωσόριζε έτσι τους επισκέπτες σαν ευγενική οικοδέσποινα…
§
Ματιάννα Νάκα
Το εξώδικο
Ο Αχιλλέας Οικονόμος μεγάλωσε σε αστική, εύπορη οικογένεια της Λάρισας που έδινε μεγάλη σημασία στη μόρφωση. Κάτοχος μεταπτυχιακού στο Διεθνές Δίκαιο, δικηγορούσε στην Αθήνα και σχεδίαζε να ενταχθεί στο διπλωματικό σώμα και να φύγει στο εξωτερικό, μαζί με τον πλέον αγαπημένο του φίλο, με τον οποίο μοιραζόταν τα ίδια όνειρα για τη ζωή. Απ’ όταν γνωρίστηκαν στο δεύτερο έτος της σχολής, χωρίστηκαν μόνο όταν πήγαν στο στρατό. Η λευχαιμία δεν επέτρεψε στον Άγγελο να συμπληρώσει τα είκοσι εννιά. Στο τραπέζι μετά την κηδεία συζητήθηκε με συγκίνηση από τους παρευρισκόμενους η συντριβή του καρδιακού του φίλου.
Ο Ανδρέας Οικονόμος, που περιέβαλε την επιχείρησή του με μεγαλύτερη στοργή απ’ ό,τι το μοναχοπαίδι του, είχε υποδεχτεί ψυχρά την επαγγελματική του επιλογή. Επειδή όμως τον ένοιαζε «τι έλεγε ο κόσμος», αρεσκόταν ν’ ακούει επαίνους για τον σπουδαίο γιο του, χωρίς βέβαια να το παραδεχτεί ποτέ στον ίδιο, τον οποίο φρόντιζε επιμελώς να φορτώνει με το ότι θα πήγαινε χαμένη η εταιρία και τόσος κόπος.
Το πένθος ήταν κακός σύμβουλος για τον Αχιλλέα. Εγκατέλειψε την Αθήνα και τη δικηγορία, ούτε λόγος πια περί διπλωματίας, κι ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία δούλεψε σαν μηχανή και την ανέπτυξε περισσότερο. Δεν την αγάπησε ποτέ. Όταν πέθαναν οι γονείς του, την πούλησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η συνετή διαχείριση των οικονομικών του και τα ακίνητα που εκμίσθωνε του επέτρεπαν να ζει άνετα.
Στα εξήντα του παρέμενε ένας όμορφος άντρας. Το λευκό περιποιημένο μούσι του αναδείκνυε την αριστοκρατικότητά του. Κυκλοφορούσε μόνος ή με παρέες φίλων. Η προσωπική του ζωή ήταν απολύτως προφυλαγμένη από τους τρίτους.
Κατοικούσε στο ρετιρέ της πολυκατοικίας του στην Πλατεία Ταχυδρομείου. Νοίκιασε με χαμηλό μίσθωμα το διαμέρισμα ακριβώς από κάτω σ’ ένα ζευγάρι. Ανάγκη για περισσότερα χρήματα δεν είχε και, επειδή ήταν μεγάλο, πιθανότατα θα έμενε αδιάθετο, σε αντίθεση με τα μικρά διαμερίσματα που είχαν γίνει ανάρπαστα, λόγω ζήτησης από τους φοιτητές.
Η σχέση ανάμεσα σε ιδιοκτήτη και ενοικιαστές ξεκίνησε ομαλά, με την απαιτούμενη ευγένεια και την απαραίτητη ψιλοκουβέντα κατά τις τυχαίες συναντήσεις: «Πώς πάει η δουλειά, Κωνσταντίνε; Δίνουν τίποτα οι πελάτες ή μπα;»
«Μια χαρά! Είμαι κι ωραίο γκομενάκι, οπότε…» απάντησε, κλείνοντας το μάτι.
Ο Κωνσταντίνος είχε κλείσει τα είκοσι οκτώ και δούλευε ως σερβιτόρος σε μια καφετέρια﮲ σύνηθες επάγγελμα στη σύγχρονη Λάρισα, «την πόλη του καφέ». Ήτανε παιδί της εποχής του: καλή φυσική κατάσταση, μερικά τατουάζ, δραστήριος στα social media. Συζούσε με τη Φαίη, δυο χρόνια μικρότερή του. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά, όπως οι περισσότερες Λαρισαίες, ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος, ήταν πάντα περιποιημένη,. Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα έξυπνη, ωστόσο με όσο μυαλό διέθετε και λίγη κουτοπονηριά κατάφερνε συχνά να ξεγλιστρά από τις δυσκολίες, όχι με έντιμο ακριβώς τρόπο.
Αρχικά το ενοίκιο καταβαλλόταν κανονικά. Όταν δεν συνέβη αυτό για δύο μήνες συνεχόμενα, έγινε απλώς μια προφορική υπενθύμιση και δόθηκε η υπόσχεση καταβολής. Όταν πέρασαν κι άλλοι δύο μήνες χωρίς ενοίκιο, ο Αχιλλέας προειδοποίησε αυστηρά αλλά ευγενικά ότι εάν συνεχιζόταν το ίδιο, θα ακολουθούσε τη νομική οδό, με πρώτο βήμα την επίδοση εξωδίκου. Μέχρι τότε ανάμεσα στους δύο άντρες είχε αναπτυχθεί κάποιου είδους φιλία. Πότε-πότε έβγαιναν για καφέ ή πήγαιναν για περπάτημα κατά μήκος του Πηνειού. Η πρωτοβουλία ανήκε σχεδόν πάντα στον Αχιλλέα, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Φαίη. Είχε κάνει κάποια νύξη σαν αστείο στον Κωνσταντίνο ότι «τον καλοβλέπει ο μπάρμπας», αλλά σίγουρα δεν περίμενε την αντίδρασή του, η οποία ήταν ένα μάλλον τρυφερό σχόλιο ότι επρόκειτο για έναν γλυκό και μόνο άνθρωπο. Το βρήκε ενδιαφέρον και το καταχώρισε για μελλοντική χρήση, εφόσον παρουσιαζόταν ανάγκη. Και παρουσιάστηκε.
Ακριβώς ένα μήνα μετά και τρεις μέρες πριν τον Δεκαπενταύγουστο η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους τριάντα οκτώ βαθμούς κι ο λίβας έπνιγε την ανάσα όσων είχαν απομείνει να κυκλοφορούν στους δρόμους. Η μισή πόλη είχε ανέβει στα βλαχοχώρια[1] κι η υπόλοιπη είχε μοιραστεί στα παράλια Λάρισας και Πιερίας. Το ζευγάρι θα πήγαινε στο κάμπινγκ στη Λεπτοκαρυά μαζί με φίλους. Ο προαστιακός έφευγε σε μια ώρα. Καθισμένη στον καναπέ από το IKEA απέναντι από το κλιματιστικό, περιμένοντας τον Κωνσταντίνο να γυρίσει, ξεφύλλισε το εξώδικο. Στο κινητό της έψαξε τον αριθμό του Αχιλλέα.
Ήξερε πώς θα έκανε «τον φραγκάτο που τα βρήκε έτοιμα απ’ τον μπαμπά», όπως συχνά αναφερόταν σ’ εκείνον, να μαζευτεί. Ήταν δίκαιο αυτοί να έχουν μόνο ένα μισθό; Ήξερε βέβαια και το αντίθετο επιχείρημα, ότι η ίδια δεν προσπάθησε ποτέ να εργαστεί. Λεπτομέρειες, σκέφτηκε. Είχε βάλει στο μάτι κι ένα αυτοκινητάκι που το χρειαζόταν περισσότερο απ’ ό,τι εκείνος τα ενοίκια. Είχε μάθει ότι ήταν απόγονος του Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων[2] και παρόλο που δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο Αχιλλέας ένιωθε περήφανος για το όνομα που έφερε και ήταν σημαντικό γι’ αυτόν να μην δώσει οποιαδήποτε αφορμή για συζητήσεις και κουτσομπολιά. Λίγα λόγια και καλά θα του έλεγε η «πληγωμένη και αναστατωμένη με όσα είχε ανακαλύψει» σύντροφος του καινούριου φίλου του. Αν τους έδιωχνε, θα μάθαιναν όλοι το καλά κρυμμένο μυστικό του.
Ο Αχιλλέας Οικονόμος ένιωσε να εξαντλούνται τα ψυχικά του αποθέματα μέσα στα πέντε λεπτά της συνομιλίας. Τόσα χρόνια δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα. Τόσα χρόνια δεν ζούσε άλλωστε. Τόσα χρόνια, με κόστος τη μοναξιά, είχε φροντίσει να είναι κοινωνικά αποδεκτός, προσαρμοσμένος στα στερεότυπα της γενιάς του. Η Λάρισα ήτανε μεγάλη πόλη, αλλά όχι αρκετά, ώστε να χαθεί μια φήμη, ειδικά για ένα «γαργαλιστικό» θέμα. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να αντέξει. Πλήρωνε ακριβά το ότι είχε αισθανθεί ξανά την καρδιά να υπάρχει στο στήθος του και τις ώρες που χάθηκε να ονειροπολεί και να αναλογίζεται χαμογελώντας την γοητευτικά απλοϊκή προσέγγιση του Κωνσταντίνου στη ζωή.
Θυμήθηκε ένα βράδυ που εκείνος χτύπησε την πόρτα του, κρατώντας μια πιατέλα σιμιγδαλένιο χαλβά με πορτοκάλι και καρύδια, που είχε φτιάξει η Φαίη. Του είχε αναφέρει κάποτε ότι στη γιορτή του τότε που ήταν μικρός, του Αγίου Αχιλλείου, πολιούχου της Λάρισας, η μητέρα του έμπαινε στην κουζίνα κι έφτιαχνε το αγαπημένο του γλυκό. Ήταν η μόνη φορά μέσα στο χρόνο που η κυρία Οικονόμου, «η αρχόντισσα», λέρωνε τα χέρια της με λάδια. Ίσως δεν έπρεπε να τον προσκαλέσει να περάσει μέσα. Ίσως ήταν λάθος που του πρόσφερε εκείνο το ποτό. Σίγουρα έσφαλε με το εξώδικο. Να τους ζορίσουνε λίγο, να μην τον περνάνε για μαλάκα είχε πει ο δικηγόρος του. Μετάνιωσε, αλλά ήταν αργά.
Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στο μαγαζί, περιμένοντας μήνυμα της Φαίης. Δεν είχε κίνηση, οπότε είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Σκεφτόταν ότι τα είχε σκατώσει μάλλον. Δεν περίμενε ότι η κοπέλα του θα ενεργούσε έτσι, αλλά δεν προσπάθησε να τη σταματήσει κάπως, πέραν του να ψελλίσει ότι ήταν κρίμα. Ντρεπόταν τον Αχιλλέα, γιατί ακόμη και την προειδοποίηση φαινόταν ότι την έκανε με μισή καρδιά, τουλάχιστον προς τον ίδιο. Και σ’ εκείνες τις μεγάλες συζητήσεις τους είχε μάθει πολλά και τον είχε θαυμάσει. Ο ήχος του κινητού τον επανέφερε απότομα. Του έγραφε:
«Μωρό μου, έχω νέα».
[1] Στη Λάρισα κατοικεί μεγάλος αριθμός Βλάχων που έλκουν την καταγωγή τους κυρίως από τα εξής χωριά της Πίνδου: Σμίξη, Λιβάδι, Αβδέλα, Σαμαρίνα. Οι περισσότεροι διατηρούν σπίτια εκεί κι έτσι, παρότι δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, τα χωριά γεμίζουν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ το χειμώνα υπάρχει αυξημένη κίνηση σε γιορτές και αργίες λόγω του χιονοδρομικού κέντρου της Βασιλίτσας.
[2] Έλληνας λόγιος και εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού από την Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας, μαθητής και φίλος του Κωνσταντίνου Κούμα. Στη Λάρισα υπάρχει οδός που φέρει το όνομά του.
Νέος μπρούμυτα με κόκκινο δέρμα και τσιγάρο στο δεξί χέρι, 1936-1937. Μουσείο Μπενάκη.
Γιώργος Νούρης
ΤΣΑΡΛΥ ΚΑΜΙΚΑΖΙ
Ο ήχος στην πόρτα ήταν απειλητικός και με κάθε χτύπημα, γινόταν πιο έντονος, ικανός να γκρεμίσει τον τοίχο που συγκρατούσε τους μεντεσέδες. Στο δωμάτιο, ο ψηλόλιγνος νεαρός, αδύνατος σαν στέκα, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, μιλούσε ατάραχος προς το μικρόφωνο.
«Αγαπητοί μου ακροατές, δυστυχώς αυτή την στιγμή κάποιοι ανυπόμονοι κύριοι, υποθέτω με κρατικές στολές, βρίσκονται έξω από το στούντιο και επιθυμούν να μπουκάρουν. Αμφιβάλλω αν θέλουν αυτόγραφο. Επομένως θα τολμήσω να κλείσω την εκπομπή με ένα τραγούδι των Beatles. Ας ακούσουμε το “Come Together” ».
Από μια ξύλινη σανίδα με βινύλια τράβηξε τον δίσκο, τον τοποθέτησε προσεκτικά στο πικάπ, καθάρισε απαλά την επιφάνεια του μ’ ένα πανί και έγειρε πίσω έχοντας τα χέρια διπλωμένα. Η μουσική γέμισε αμέσως τους καλυμμένους με αφίσες τοίχους. Το παράθυρο απέναντι του ήταν μισάνοιχτο και οι αχτίδες σχημάτιζαν μέσα από το παντζούρι μια σειρά φωτεινές γραμμές στο ταβάνι όμοιες με κάγκελα ενός κλουβιού. Υπολόγισε πως ήταν ψηλά και το μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος κάπως μακριά για το ένα και μοναδικό άλμα. Αν έπεφτε κάτω δεν θα την γλύτωνε απλώς με ένα σπασμένο πόδι και μώλωπες. Ήταν ανώφελο να αντιδράσει λανθασμένα. Προτίμησε να περιμένει καθισμένος στο σκαμπό και να συνεχίσει να εκπέμπει όπως κάθε πρωί. Μετάνιωσε μόνο που δεν ήπιε καφέ.
«Άνοιξε. Ξέρουμε ότι βρίσκεσαι μέσα», είπε κάποιος από την άλλη πλευρά. «Ακούς που σου μιλάω;» Δεν αποκρίθηκε στην οργισμένη φωνή.
Για ένα δευτερόλεπτο επικράτησε σιωπή, μια ένδειξη ότι θα ακολουθούσε μια συντονισμένη κίνηση επίθεσης και τότε ο ξερός κρότος από σώματα εμβόλισε την κλειδωμένη πόρτα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή κρεμάστηκε προς τα μέσα από την βίαιη ορμή των οργισμένων ανδρών. Οι τρεις αστυνομικοί εμφανίστηκαν ενώ σταγόνες ιδρώτα πρόδιδαν την προσπάθεια τους και το σφιγμένο χαμόγελο τους έκρυβε την αγανάκτηση να βρίσκονται εδώ πέρα.
«Σε διατάζω να το αφήσεις κάτω», ξεστόμισε ο επικεφαλής που ήταν πιο μπροστά από τους άλλους δύο. Ήταν ψηλός, εντυπωσιακός όπως ένα υψηλόβαθμο στέλεχος διαφημιστικής εταιρίας και το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο του, δίχως σημάδια και τρίχες, γυάλιζε επιδεικτικά προς το μέρος του νεαρού ενώ τα μάγουλα του είχαν το ροδαλό χρώμα του μήλου. Μια προσωπική εμμονή να αποδείξει την ανωτερότητα σε όσους είναι πιο χαμηλά στην εξουσία ήταν ζωγραφισμένο στην εξωφρενική καθαρότητα του τέλειου δέρματος του.
«Άφησε το χωρίς να το επαναλάβω!» είπε.
Οι ίδιες οι απειλητικές λέξεις ακούστηκαν βαριεστημένα από τα στεγνά χείλη του. Η συνήθεια της καθημερινής επιβολής σε όσους δεν φορούσαν τη στολή είχαν χάσει την αίγλη τους στα αυτιά του νεαρού. Παρόλα αυτά το αυστηρό ύφος παρέμεινε τρομακτικό σε όποιον το συναντούσε και δεν είχε παρά να υποταχθεί από ένστικτο. Δεν του άφησε, όπως ήταν αναμενόμενο, το χρονικό περιθώριο να υπακούσει και τον έσπρωξε μακριά από την αυτοσχέδια κονσόλα. Γύρισε επιδέξια το δεξί του χέρι πίσω από την πλάτη του αφοπλίζοντας τον με αυτή την αποτελεσματική μέθοδο.
«Δεν σου έμαθε κανείς πως να είσαι ευγενικός; Όταν χτυπάνε πρέπει να ρωτάς ! Πού είναι οι τρόποι σου;» είπε με ήρεμη φωνή.
«Κύριοι, είστε στον αέρα. Μπορείτε να φερθείτε καλύτερα», είπε με κομμένη ανάσα από τον πόνο. «Η βία δεν είναι η λύση».
«Κλείσε το αναθεματισμένο μηχάνημα. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να ανοίξεις την πόρτα», απάντησε σχεδόν ψιθυριστά και κόλλησε το πρόσωπο του επιδεικτικά στη μύτη του. Φαινόταν να απεχθάνεται τη συζήτηση με κάποιον που επρόκειτο να συλληφθεί. Μα τι νομίζουν κάθε φορά και φλυαρούν; Πως όλα αυτά που ξεστομίζουν θα τους γλυτώσουν; Όλοι έχουν μια δουλειά να κάνουν στην διαδικασία της σύλληψης, σκέφτηκε.
Ο δεύτερος αστυνομικός, πιο μικρός στην ηλικία από τους τρεις, με ένα ευπαρουσίαστο μακρύ μουστάκι και την μυρωδιά βανίλιας από το κερί περιποίησης να ξεχύνεται παντού, αναζητούσε με τα δάχτυλα την άκρη του καλωδίου. Ήταν μια πλεξούδα πλαστικό από το τραπέζι ως τον ξεβαμμένο τοίχο μπλεγμένη ως γόρδιος δεσμός. Το ένα ξεκινούσε από τα ηχεία, το δεύτερο από μια κονσόλα με διακόπτες…τα τράβηξε όλα με δύναμη και ακούστηκε ένας βόμβος από παράσιτα και μετά σιωπή.
Τον κοίταξαν με αμήχανη έκπληξη οι συνάδελφοι του για τον αυτάρεσκο αυτοσχεδιασμό του.
«Είναι και αυτός ένας τρόπος», είπε και χάιδεψε ανεπαίσθητα την άκρη από το μουστάκι όπως τρίβεις ένα λαγοπόδαρο.
«Κατάσχονται όλα σύμφωνα με τον νόμο. Τον νόμο! Είναι αποδεικτικά στοιχεία και θα συγκεντρωθούν όπως απαιτείται. Απαιτείται!» είπε ο τρίτος με την τελευταία λέξη της πρότασης να επαναλαμβάνεται ως μια νευρική εκτόνωση αφήνοντας μια απορία για την διαύγεια του.
Ο νεαρός εκφωνητής με τα γυαλιά, σε κάποια διαφορετική περίσταση, ας πούμε μια Παρασκευή απόγευμα, έξω από ένα καφέ δίπλα στην θάλασσα, θα κρυφογελούσε βλέποντας αυτούς τους τρεις να περπατούν εκεί κοντά ντυμένοι για περίπατο με τα πολιτικά ρούχα, ένα ρολόι στο δεξί χέρι και ίσως ένα κασκέτο, συνδεμένοι με έναν απροσδιόριστο προσωπικό δεσμό. Ο τύπος με τα ροδαλά μάγουλα να περηφανεύεται για το καθαρό πρόσωπο του, προπορευόμενος δύο μέτρα πιο μπροστά με σταθερό βηματισμό ενός φυσικού αρχηγού και οι άλλοι δυο πιο πίσω παρατρεχάμενοι. Ο μικρότερος, με φουσκωμένο το στήθος, θέλοντας να αποδείξει ότι είναι φτιαγμένος για σκληρότερα πράγματα από την άγουρη ηλικία του, χάιδευε το καλοαναθρεμμένο μουστάκι με απαξίωση όταν συναντούσε κάποιον περαστικό να τον προσπερνάει και ο τρίτος της παρέας ίσιωνε τα λιγοστά μαλλιά του με κέφι κρατώντας το στόμα του κλειστό, αποφεύγοντας από ντροπή τα τελειώματα των προτάσεων του.
Στο διαμέρισμα η ατμόσφαιρα ήταν σαφώς πιο ήρεμη ύστερα από την εκρηκτική είσοδο. Οι αστυνόμοι τοποθέτησαν όσο πιο πολλά από τα μηχανήματα μπορούσαν σε χαρτόκουτα που υπήρχαν στο διαμέρισμα του νεαρού σε περίπτωση εκκένωσης και συμφώνησαν ότι η προνοητικότητα του κρατούμενου ήταν πολύ βολική για την χειρωνακτική εργασία τους. Η μικρή αλλά θαυμάσια συλλογή δίσκων έμεινε τελευταία και ο αστυνομικός με το μουστάκι μελετούσε τον θησαυρό.
«Πανάθεμα σε! Αυτά κοστίζουν έναν ολόκληρο μισθό, ίσως και περισσότερο. Ακριβό χόμπι», είπε.
«Η μουσική είναι σαν τον χρυσό αυτήν την εποχή. Όποιος κατέχει τέτοια κομμάτια ίσως μια μέρα αξίζουν περισσότερο. Περισσότερο!»
«Είσαι λεφτάς κύριε Τσάρλυ ή απλώς τα έκλεψες;» είπε ο αστυνομικός με το μουστάκι. «Οι θαυμάστριες πληρώνουν για τις αφιερώσεις των τραγουδιών; Μήπως προτιμάς να βγαίνεις ραντεβουδάκι ή είσαι ψωνισμένος; Κρίμα που δεν έχεις άδεια».
Ο Τσάρλυ δεν απάντησε. Παρέμεινε ακίνητος όπως τον άφησαν, με τα χέρια περασμένα σε χειροπέδες. Ο επικεφαλής τον κοίταξε και σκέφτηκε αν ήταν αρκετά τολμηρός ή υπερβολικά δειλός για να στέκεται βουβός στην επίθεση που δεχόταν. Συνήθως έκλαιγαν και ξερνούσαν στο πάτωμα από αντίδραση. Αυτός όμως τον εκνεύριζε. Πού ήταν ο φόβος του πρωτάρη;
«Χωρίς το μικρόφωνο δεν βγάζεις ούτε λέξη», είπε απογοητευμένος ο ίδιος αστυνόμος. Ήθελε μια αφορμή για να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. «Μήπως είσαι ντροπαλός όταν έχεις κάποιον καταπρόσωπο;»
«Πρέπει να γυρίσουμε επιτέλους», είπε ο αρχηγός της ομάδας και ανεπαίσθητα χάιδεψε το μάγουλο του. «Θα κελαηδήσει στο τμήμα σαν σοπράνο που περπατάει σε αναμμένα κάρβουνα», συνέχισε και περίμενε να ανταποκριθεί στα λόγια του.
«Το άκουσες αυτό; Θα τραγουδήσεις και ίσως κάποιος μεθυσμένος στο κελί του τμήματος χειροκροτήσει», είπε ο μουστακαλής.
Βγήκαν έξω από το διαμέρισμα και προτίμησαν να κατέβουν από τις σκάλες. Ο ανελκυστήρας ήταν στενός, ένα μεταλλικό κλουβί που ανεβοκατέβαινε κάθε φορά με έναν προειδοποιητικό κραδασμό. Με το ζόρι χωρούσαν δύο άτομα. Μια αναπάντεχη επιπλοκή δεν ήταν απαραίτητη. Στον κάτω όροφο, ο θόρυβος έδωσε το θάρρος σε μια ηλικιωμένη κυρία να ανοίξει την πόρτα από το σπίτι της και να κοιτάξει γεμάτη περιέργεια.
«Πού το πάτε το παλικάρι, κύριε αστυνόμε;»
«Εκεί που του αξίζει», απάντησε ο μουστακαλής.
«Ο άνδρας από εδώ παραβίασε τον νόμο. Τον Νόμο!»
«Μα γιατί; Έπαιζε τόσο όμορφη μουσική», απάντησε. «Μάλιστα αφιέρωσε και ένα τραγούδι την προηγούμενη εβδομάδα για τα γενέθλια μου. Το αγαπημένο μου».
«Την καλή μουσική την πληρώνεις και από εδώ ο μάγκας δεν έδωσε τίποτα πίσω με πίστωση», είπε ο μουστακαλής.
«Αρκετά άκουσα. Είναι προτιμότερο να μπείτε μέσα, αγαπητή κυρία μου», τον διέκοψε ο αστυνομικός με το ξυρισμένο πρόσωπο και μετά συνέχισε. «Βάλτε τον στο πίσω κάθισμα και εγώ θα φέρω τα στοιχεία».
Τα λόγια ακούστηκαν ως αυστηρή διαταγή καθώς περί αυτού επρόκειτο. Μισούσε τις πολλές κουβέντες. Προτιμούσε να τελειώνει χωρίς να δίνει λόγο πέρα από τον ανώτερο του. Έτσι ήταν το σωστό, το δίκαιο. Η ζωή ήταν μια πυραμίδα. Το δικό του βάρος σήκωναν όσοι αγκομαχούσαν από κάτω και εκείνος έκανε υπομονή να ανέχεται τους υπόλοιπους που ήταν ψηλότερα. Γνώριζε ότι πιο κοντά στην κορυφή υπήρχαν λιγότεροι και με την ιδανική συμπεριφορά θα γινόταν ένας από δαύτους. Κάποια στιγμή, ίσως πιο σύντομα αν ήταν τυχερός.
Επέστρεψε πίσω και οι υπόλοιποι συνέχισαν να κατεβαίνουν. Στην είσοδο του κτιρίου ένας καλοντυμένος κύριος με το διαπεραστικό καχύποπτο βλέμμα ενός ανακριτή έκανε στην άκρη για να τους αφήσει να περάσουν.
«Κάποιοι δεν γουστάρουν τη μουσική σου, Τσάρλυ», είπε ο μουστακαλής αστυνόμος. «Λες να είναι ο καταδότης;»
Ο Τσάρλυ πάλι δεν αποκρίθηκε. Μπήκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και δίπλα του κάθισε ο αστυνόμος με την ιδιόρρυθμη ομιλία. Χωρίς να μιλήσει έβγαλε το καπέλο του και το κούνησε μπροστά από το πρόσωπο του. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και η μυρωδιά βανίλιας γαργάλευε τη μύτη του. Το πορτμπαγκάζ άνοιξε και ο γδούπος από αντικείμενα που συσσωρεύονται απρόσεκτα ενόχλησε τον Τσάρλυ. Γύρισε το βλέμμα του έξω από το τζάμι και πρόσεξε ένα νεαρό ζευγάρι να παρατηρεί την όλη σκηνή. Του φάνηκαν γνωστοί, ίσως να έμεναν κοντά στην γειτονιά και να στάθηκαν μια στιγμή να χαζέψουν την όλη κατάσταση. Έδειχναν σφιγμένοι από την παρουσία του περιπολικού αλλά δεν έλεγαν να φύγουν.
«Θαυμαστές σου;» είπε ο αστυνόμος με το μουστάκι καθώς βολευόταν στη θέση του συνοδηγού. «Θα βρεις μπόλικους εκεί που θα πάμε.»
Ο Τσάρλυ σήκωσε τα δεμένα χέρια του και χαιρέτησε. Η κοπέλα ανταπέδωσε ανυπόμονα ως σιωπηρή απάντηση και αφού είπε κάτι στον συνοδό της έφυγαν με ταχύ βήμα, πέρα μέχρι που έστριψαν την γωνία της νεόκτιστης πολυκατοικίας και εξαφανίστηκαν.
«Άνοιξε λίγο το παράθυρο. Μαρτύρησα. Θα σκάσω από την απαράδεκτη εισαγόμενη κολόνια σου. Την κολόνια σου!», μουρμούριζε ενοχλημένος και κούνησε πιο γρήγορα το καπέλο του.
«Δεν είναι κολόνια αλλά Γαλλικό κερί περιποίησης. Πού να ξέρεις εσύ από εμφάνιση!» απάντησε και ακούμπησε το μουστάκι από την μια άκρη ως την άλλη.
«Τέτοια κρέμα βάζει και η γυναίκα μου πριν κοιμηθεί. Η γυναίκα μου!» είπε.
«Μια γυναίκα για σένα και οι υπόλοιπες δικές μου», του αντιγύρισε και γέλασε.
Τελευταίος μπήκε ο επικεφαλής της ομάδας. Το στόμα του είχε σουφρώσει ακούγοντας τους. Τον ενοχλούσε η παιδική αντιπαλότητα των συναδέλφων του μπροστά σε κάποιον που φορούσε χειροπέδες. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να αμφισβητηθεί η υποδειγματική υπεροχή της αποστολής τους.
«Οι γυναίκες μπορούν να κρίνουν πέρα από το μουστάκι και τα μεγάλα λόγια», είπε και έκλεισε την πόρτα.
Έλυσε το χειρόφρενο, κοίταξε μέσα από τον καθρέπτη τον Τσάρλυ και έβαλε μπρος. Το περιπολικό ξεκίνησε και ο αέρας από το μπροστινό παράθυρο χτυπούσε ελαφρά στο πρόσωπο του. Ήταν μια ιδανική μέρα για να διασχίσεις την πόλη με την παρέα σου και στο τέλος να βρεθείς κοντά στην παραλία, να σταθμεύσεις σε ένα σκιερό σημείο και να καθίσεις απέναντι σε κάποια από τα μικρά μαγαζάκια με τους ξεχωριστούς μεζέδες που συνοδεύουν την κρύα μπύρα, να παρατηρήσεις τα κορίτσια που διαβαίνουν μόνα τους και να τα πειράξεις με πονηριές περιμένοντας την αντίδραση τους και στο τέλος να κάνεις μια πρόποση στην φιλία απολαμβάνοντας τον αφρό.
«Ωραία μέρα για περιπολία στην πόλη. Από την μία άκρη ως την άλλη.», είπε ο οδηγός με προδιάθεση να λάβει μια αόριστη απάντηση. Να βλέπουν όλοι ποιος έχει το πάνω χέρι, σκέφτηκε.
«Θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια στάση για παγωτό καϊμάκι», είπε ο μουστακαλής και κανείς δεν απάντησε.
Ο Τσάρλυ κοιτούσε τον οδηγό. Τα μάτια του ήταν σαφώς κουρασμένα, μισόκλειστα. Έμοιαζε εξουθενωμένος αλλά και ο τύπος του ανθρώπου για τον οποίο δεν παραδεχόταν την διάθεση του. Το καθήκον ήταν ο μηχανισμός που έβαζε σε λειτουργία αυτό το μυαλό και καθοδηγούσε με αφοσίωση το σώμα στην πραγματοποίηση των εντολών. Ο συνοδηγός θα ήταν δυο με τρία χρόνια μεγαλύτερος του. Είχε μια κάποια πρόσφατη εμπειρία και το μουστάκι του. Αυτά και μόνο τον έκαναν ξιπασμένο, με μια φρόνιμη διάθεση ανίκητου. Όσο για τον διπλανό του ίσως να έκανε λάθος δουλειά. Για πωλητής ταίριαζε. Το παρουσιαστικό του ήταν φιλικό, πράο, με το βλέμμα ενός τύπου που δεν ζητάει πολλά αλλά η ομιλία του μάλλον τρόμαζε μια νοικοκυρά όταν ακούει έναν ξένο να περιγράφει την λειτουργία μιας ηλεκτρικής σκούπας δύο φορές στο κέντρο του σαλονιού της ενώ ο άνδρας της λείπει. Ένας περιπτεράς ίσως, προστατευμένος πίσω από στοίβες τσιγάρων, περιοδικών και σοκολάτες, δεν είναι υποχρεωμένος να ανταλλάξει κουβέντες. Μια καλημέρα και τα ρέστα. Και όμως οι τρεις τους ήταν μια δεμένη ομάδα που ήρθε χωρίς πρόσκληση στο διαμέρισμα του, με την δικαιοδοσία να συλλαμβάνουν όποιον μεταδίδει μουσική χωρίς τα απαιτούμενα έγραφα, γιατί είχαν βρει ρόλο στη ζωή τους.
«Λίγη μουσική;» ρώτησε ο συνοδηγός
«Σε πέντε λεπτά έχουμε φθάσει», είπε ο οδηγός.
«Είναι αρκετά για ένα τραγούδι. Εσύ τι λες; Έχεις κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;» ρώτησε τον Τσάρλυ.
Για κάποιον εξωφρενικό λόγο το “We Built This City” από το συγκρότημα Starship θεώρησε ότι έδωσε νόημα στην σκέψη του και φαίνεται ότι ο αστυνόμος ενοχλήθηκε καθώς έμοιαζε να είχε αυτοπυροβοληθεί από την επιπόλαιη κίνηση του. Παγιδευμένος από τα ίδια του τα λόγια απλώς έκλεισε τον διακόπτη και για καλή του τύχη δεν συνάντησαν κίνηση στους δρόμους. Είχαν φθάσει στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Τσάρλυ βγήκε από το αυτοκίνητο και ακολούθησε τον αστυνόμο με το μουστάκι. Ανέβηκαν με τα πόδια στον δεύτερο όροφο και μπήκε στο πρώτο δωμάτιο. Κάθισε σε μια καρέκλα, όπου του έβγαλαν τις χειροπέδες και ο συνοδός του κάθισε απέναντι στο γραφείο με άνεση. Έβγαλε μια διπλή κόλλα χαρτί με καρμπόν και την τοποθέτησε στην γραφομηχανή που ήταν μπροστά του. Πίσω στο ράφι υπήρχε ένα ραδιόφωνο. Ο αστυνόμος κίνησε την μεταλλική κεραία αριστερά και περιέστρεψε το κουμπί στον πρώτο σταθμό που έπιασε ενώ οι στίχοι του “I Can’t Stand Losing you” των The Police έφτιαξαν μονομιάς τη διάθεση του. Έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε πολύ προσεκτικά μαζί με το καπέλο του με το χαμόγελο να είναι ζωγραφισμένο γύρω από το μουστάκι του..
«Αχ! Επιτέλους μουσική για να νιώσεις σαν το σπίτι σου. Αλίμονο μου! Πρέπει να γράψω τα στοιχεία σου και το μόνο που γνωρίζω είναι ότι είσαι ο φερόμενος ραδιοπειρατής με το ψευδώνυμο Τσάρλυ Καμικάζι. Ακούγεται ιδιαίτερα προσβλητικό και πονηρό. Αν δεν θεωρούσα ότι είσαι απλώς ένας ανόητος των ερτζιανών, θα πίστευα πως είσαι μέλος κάποιας επικίνδυνης οργάνωσης».
Οι υπόλοιπο δύο εμφανίστηκαν. Ο υπεύθυνος της ομάδας κάθισε στο γραφείο, δίπλα από τον Τσάρλυ. Μια στοίβα έγγραφα περίμεναν να τακτοποιηθούν.
«Πρέπει να ενημερώσουμε τον διοικητή για την ολοκλήρωση της πρωινής αποστολής», μίλησε.
«Θα επιμεληθώ του ζητήματος. Του ζητήματος!» απάντησε ο συνάδελφος του σε στάση ετοιμότητας και βγήκε έξω.
«Τα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο. Ίσως πρέπει να δεχτείς ότι για τους επόμενους τέσσερις μήνες θα δικαστείς και προφανώς θα προφυλακιστείς», μίλησε στον Τσάρλυ και πήρε ένα τσιγάρο από το συρτάρι με μια ανακούφιση.
«Λες να έχει συνένοχους;» τον ρώτησε.
«Μπορεί. Κάποιον που τον βοήθησε να μεταφέρει τον εξοπλισμό τις πρώτες μέρες. Θα τον επισκέπτεται περιστασιακά. Ίσως και σήμερα. Άργησε λίγο και μόλις μας είδε την έκανε. Έγινε καπνός. Δεν χρειαζόμαστε τέτοιους. Ο κύριος Τσάρλυ είναι αρκετός. Το μεγάλο ψάρι της ιστορίας».
«Επίθετο Καμικάζι», απάντησε και έστριψε το μουστάκι του ικανοποιημένος για το σχόλιο του. «Μήπως έχεις και κάποιο ενδιάμεσο όνομα; Ας πούμε Στούκας;»
«Οι Καμικάζι καταλήγουν στην ανωνυμία. Αναρωτιέμαι για την επιλογή σου. Προσωπικά είναι προμήνυμα της σημερινή σου κατάληξης. Οι άνθρωποι πρέπει να υπακούουν τους νόμους. Αν ήθελες να ασχοληθείς με την μουσική χρειαζόσουν διαφορετική κατεύθυνση. Λυπάμαι που τα λόγια μου είναι περιττά. Μπορεί μετά από έναν χρόνο να θυμάσαι όλα όσα έπαθες και να έχεις συμμορφωθεί. Ειδάλλως πάλι εδώ είμαστε», είπε και τίναξε την στάχτη από το τσιγάρο σε ένα ξεχασμένο πιατάκι του καφέ.
«Τέτοιοι τύποι δεν αλλάζουν», σφύριξε ο μουστακαλής. «Το έχουν στο αίμα τους. Αντιπαθούν τον νόμο και βρίσκουν κάθε τρόπο να το δείξουν».
Ο Τσάρλυ παρέμεινε σιωπηλός. Σκέφτηκε ότι κάπως έτσι θα ξεκινούσαν με όσους κατέληγαν εδώ. Μια φιλική κουβέντα για να ρίξουν το ηθικό σου, ένα σχόλιο για να τροχίσουν τα εργαλεία εκφοβισμού.
«Κύριε Τσάρλυ Καμικάζι. Τα στοιχεία σου θα βρίσκονται στα χέρια μας σε λίγα λεπτά. Ζήτησα να λάβουμε αντίγραφο της ταυτότητας σου. Η αυλαία έχει πέσει για σένα προπολού».
«Με τους δίσκους και τα μηχανήματα τι θα γίνει;»
«Πρόκειται να καταγραφούν και ύστερα θα αποθηκευτούν όπως συνήθως στο δωμάτιο τεκμηρίων. Ίσως να δοθούν στο μέλλον σε μια δημοπρασία και τα χρήματα να καλύψουν ανάγκες της αστυνομίας για ρουχισμό ή τασάκια για τις στάχτες», απάντησε και ρούφηξε το τσιγάρο του.
«Για του λόγου σου δεν φαίνεσαι καθόλου αποθαρρυμένος, κύριε Τσάρλυ. Λες και περίμενες να συλληφθείς απόψε. Εύχομαι να μην πράξεις και ως αληθινός καμικάζι. Το παράθυρο μας είναι χαμηλά αλλά μπορεί να σε προδώσει», είπε ο μουστακαλής και πάτησε τα πλήκτρα της γραφομηχανής στο έντυπο.
Η πόρτα άνοιξε με τον τρίτο να εισέρχεται. Ήταν κάπως συγκρατημένος και στεκόταν όρθιος με τα χέρια πίσω από την πλάτη χωρίς να πει μια λέξη. Έμοιαζε να είναι σκεπτικός σε αντίθεση με πρωτύτερα.
«Ενημέρωσες τον διοικητή; Μήπως λείπει;» ρώτησε ενοχλημένος ο αρχηγός της παρέας.
«Ήταν ήδη πληροφορημένος», του απάντησε.
«Από ποιον δηλαδή;»
«Ένα συγγενικό πρόσωπο του συλληφθέντος. Την μητέρα του για να είμαι πιο συγκεκριμένος», είπε.
«Καλώς τότε», είπε και έσβησε το τσιγάρο. «Πως θέλει να συνεχίσουμε;»
«Ζήτησε να τον αφήσουμε δίχως άλλο», απάντησε χωρίς επανάληψη λέξεων.
«Τι είναι αυτά που λες;» φώναξε τότε ο επικεφαλής και αναπήδησε ξαφνιασμένος.
Ο μουστακαλής άνοιξε το στόμα σαν να ήθελε να πει κάτι αλλά το έκλεισε μετανιωμένος.
«Αυτό που μόλις είπα. Δεν πρόκειται να τα επαναλάβω. Τον αφήνουμε ελεύθερο. Τα πράγματα του παραμένουν εδώ και αύριο κατά τις εννέα το πρωί με την συνοδεία ενός εκ των τριών θα επιστραφούν. Αν θέλετε παίρνω την πρωτοβουλία να αναλάβω αυτήν την…ιδιαίτερη διαταγή».
Ο Τσάρλυ σηκώθηκε και κοίταξε τον καθένα ξεχωριστά όπως πράττει κάποιος που πρόκειται να αποχαιρετήσει αγαπημένα πρόσωπα προτού ξεκινήσει το ταξίδι του. Συλλογίστηκε ότι προλάβαινε να πιει καφέ.
«Μπορώ να αποχωρήσω με όσα άκουσα», είπε.
Ο αστυνόμος έκανε στην άκρη και άνοιξε την πόρτα. Ο Τσάρλυ απλώς έφυγε.
«Τι συνέβη μόλις τώρα;» είπε ο μουστακαλής. Το πρόσωπο του έχασε την σπιρτάδα του άνετου. Περίμενε από κάποιον, ίσως τον αρχηγό της ομάδας, ως πατρική φιγούρα, να δώσει μια απάντηση που θα απαλύνει το συναίσθημα της αβεβαιότητας.
«Από που και ως που ο κύριος διοικητής γνωρίζεται με την μάνα του Τσάρλυ Καμικάζι;» απαίτησε να μάθει και τα μάγουλα του άναψαν στην ανώφελη δοκιμασία να συγκρατήσει το θυμό του. Εκσφενδόνισε τους φακέλους και σκόρπισαν στο πάτωμα.
Ο συνάδελφος του σήκωσε απλώς τους ώμους τoυ όταν ακούστηκαν οι στίχοι “Wake Me Up Before You Go-Go” των Wham! στο ράδιο.
Λία Παπαθανασίου
Τα χρυσάνθεμα
Παραμονή πρωτοχρονιάς. Μόλις έφυγαν και περιμένω τη Μυρτώ. Της έχω πάρει κι ένα μικρό δωράκι. Σπόροι για χρυσάνθεμα. Ό,τι μπορούσα τελοσπάντων. Κι ό,τι βρήκα στο νησί. Έχω τρία χρόνια που γύρισα. Για να φροντίσω τη μάνα μου είπα, αλλά ξέρω καλά ότι άλλος ήταν ο λόγος. Είχα μετανιώσει που έφυγα. Να τη χέσω την επανάσταση, αν δεν έχει αποτέλεσμα. Όλοι οι επαναστάτες μόνο κατόπιν εορτής μιλάνε. Έχετε ακούσει κανένα αποτυχημένο επαναστάτη; Όχι. Ούτε κι εγώ. Γιατί θα έκαναν τα πάντα να γυρίσουν τον χρόνο πίσω και να παρατήσουν την επανάσταση. Έτσι κι εγώ. Έψαχνα τη ζωή. Όχι ότι τη βρήκα στο νησί βέβαια.
Γύρισα να φροντίσω την άρρωστη μάνα μου. Θα μου πεις και μετά που πέθανε η μάνα σου, γιατί δεν έφυγες; Γιατί ήθελα επιτέλους να ριζώσω κάπου. Έστω κι έτσι. Κι ας προσποιούμαι ακόμη πως τα έπιπλά της, τα ρούχα της, το σπίτι της είναι η δική μου ζωή. Κι ας με μισούν εδώ όλοι. Ξανάρθαν δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Άρχισαν να φωνάζουν απ’ την αυλή. Βρισιές, κατάρες…μου έσπασαν τα φυτά στον κήπο μέχρι κι εκείνο το χρυσάνθεμο που είχα κρύψει κάτω απ’ το τούβλο. Ύστερα μπούκαραν στο σπίτι. Εγώ δε φώναζα πια, δεν αντιδρούσα. Ανακάτευαν τα πράγματα, με φώναζαν σιχαμερή και βρωμιάρα, μου έπαιρναν όμως τα πράγματα απ’ το ψυγείο, τρώγαν, πίναν κι έφευγαν. Μαζί τους κι η Μυρτώ. Κανονική συμμορίτισσα.
Φεύγαν όλοι και μετά από καμιά ώρα εκείνη ερχόταν πάλι. Μου ‘φτιαχνε τον κήπο, συμμάζευε πρώτο πρώτο εκείνο το κακόμοιρο χρυσάνθεμο, μου τακτοποιούσε το σπίτι, μου άφηνε λεφτά. «Για τα σπασμένα», έλεγε. Κι ύστερα κάναμε καφέ και καθόμασταν για ώρα.
Αυτή δεν την ένοιαζε πια που ήμουν ένας άντρας που ντυνόταν γυναικεία, κι εμένα δε με ένοιαζε που ήταν μέλος της συμμορίας που «κυβερνούσε» το νησί. Εγώ της μάθαινα να βάφεται, κι αυτή με μάθαινε πώς είναι να ‘χεις παρέα. Της μάθαινα αγάπη και μου μάθαινε φιλία.
Την πρώτη φορά που ήρθαν, τα ‘χασα. Η μάνα μου είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν. Αφού την έθαψα, κλείστηκα στο σπίτι και δεν ξεμύτιζα ούτε στον κήπο. Είχα φορτώσει ξύλα, είχα και φαγητό.
Κάθε βράδυ ντυνόμουν, βαφόμουν, έβαζα την πιο καλή μου περούκα και το ράδιο να παίζει Βέμπο και έλεγα, τώρα για δυο ώρες, θα ζήσω μια άλλη ζωή. Και μετά, μάνα, θα ξαναγυρίσω να κλαίω και να πονάω για σένα. Έτσι με βρήκαν, όταν μπούκαραν στο σπίτι. Εγώ με τη σατέν ρόμπα της μάνας μου, την περούκα και το κραγιόν κι αυτοί με κάτι σουγιάδες. Λεφτά δεν είχα, ούτε πολύ φαγητό, αλλά τους έφτανε που με τραβήξαν φωτογραφίες και με ξεφτίλιζαν. Ένας πενηντάρης κοντά με κραγιόν και μάσκαρα. Γι’ αυτούς τραβέλι, για μένα η ζωή μου.
Λίγη ώρα μετά η Μυρτώ με βρήκε να καθαρίζω. (Ή να κλαίω πάνω απ’ την κορνίζα;) Δεν μίλησε σχεδόν καθόλου. Συμμάζεψε τα πάντα καλύτερα κι από πριν, μου άφησε ένα τάπερ με φαΐ και έφυγε.
Τις επόμενες φορές δεν ήξερα τι να κάνω. Οι συμμορίτες έρχονταν, μου ανακάτευαν το σπίτι, με βγάζαν φωτογραφίες κι έφευγαν. Η Μυρτώ μαζί τους. Δεν έκανε τίποτα στεκόταν μόνο εκεί ακίνητη. Και μετά ερχόταν μόνη.
Μια μέρα, αφού συμμάζεψε, έκανε καφέ και έκατσε. «Δε έχεις κανέναν;», με ρώτησε. Κι αυτές οι τρεις λέξεις λες και άνοιξαν ένα χείμαρρο μέσα μου και της είπα τα πάντα.
Για τη μάνα που της είπα ότι θέλω να γίνω γυναίκα στα 12, για τον πατέρα μου που μόλις το ‘μαθε με έδειρε τόσο που με έστειλε για μια βδομάδα στο νοσοκομείο, για να με διώξει μετά, για τα 20 χρόνια που ζούσα από δω κι από κει, άστεγη, άστεγος όπως θες πες το, για την Νόπη που με μάζεψε και με είχε στο μπουρδέλο της 2 χρόνια περιμένοντας να αποφασίσω να γίνω πουτάνα. «Πάρε το χρόνο σου, μου έλεγε», καρτερικά. Ήξερε αυτή ότι άμα το αποφάσιζα θα γινόμουν η καλύτερη, αλλά όλα τα ‘κανα, πουτάνα δεν έγινα ποτέ. Μέχρι που τριάντα και, χρόνια μετά, όταν πια πέθανε ο πατέρας μου και εκείνη αρρώστησε, τότε μόνο με άφησε η μάνα μου να έρθω πίσω. Κι εγώ έτρεξα γιατί να τη φροντίζω ήταν ότι πιο κοντινό είχα σε μητρική αγκαλιά.
Η Μυρτώ δεν είπε τίποτα. Από τότε ήξερα πως όποτε έρχονταν αυτοί, θα ερχόταν κι εκείνη μετά. Έτσι έφτασα να τους περιμένω σχεδόν, κάθε φορά με την ελπίδα ότι θα έρθει κι αυτή. Και κάθε φορά που με έβριζαν, με έφτυναν, με κορόιδευαν, εγώ χαιρόμουν γιατί ήξερα πως μετά η Μυρτώ θα έρθει πάλι, και θα κάτσει πιο πολύ και ίσως μου πιάσει και το χέρι να μου πει πόσο λυπάται και ότι όλα θα πήγαιναν καλά.
§
Αναστασία Υφαντίδου
Το ξομολογητό
Η Ελπίδα διέσχιζε βιαστική την λεωφόρο Κύκνων με κατεύθυνση την πλατεία Δαβάκη. Συνηθισμένη εικόνα οι πάπιες, μέσα κι έξω από το νερό να τριγυρνούν αμέριμνες, με τους περαστικούς να φροντίζουν τα περισσεύματα από το ψωμάκι του μεσημεριανού τους φαγητού να μετατρέπονται γι’ αυτές σε λουκούλλειο γεύμα. Ακόμα κι αυτές τις ζήλεψε για την αδιαφορία τους∙ ήξεραν ότι κάποιος θα τις φροντίσει. Οι κύκνοι νωχελικοί και ράθυμοι έπλεαν στο υγρό πράσινο μεταξωτό φόρεμα που τύλιγε την χερσόνησο Ορεστιάδα, σαν να μην συμμερίζονταν την αγωνία της. Στην κορυφή της μεγάλης ανηφοριάς, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του στρατηγού δέσποζε η Τράπεζα. Καθυστερούσε την ανάληψη μέρες τώρα μιας κι ήταν η τελευταία της.
Ο χειμωνιάτικος ήλιος της τύφλωνε τα μάτια και η βαριά διάθεσή της λόγω της πρόσφατης απόλυσης της, δεν έλεγε να αλλάξει τις τελευταίες εβδομάδες. Στα αυτιά της ηχούσαν ακόμα οι δημοσιογραφικές συζητήσεις περί ευημερίας και ανάπτυξης. Θυμόταν το χαμογελαστό πρόσωπό της στην φωτογραφία της ορκωμοσίας της∙ κρατούσε το πτυχίο της με καμάρι για το άριστα που με κόπο πέτυχε και ένα αθέλητο, σχεδόν ειρωνικό κούνημα του κεφαλιού της ξέφυγε. Το μέλλον της, που κάποτε φάνταζε λαμπρό ως απόφοιτη σχεδιάστρια μόδας σε μια μέρα έγινε αβέβαιο. Η Kastoria Furs έβαλε λουκέτο. Έβδομη, όγδοη Γουνοποιητική επιχείρηση που έκλεινε; Κανείς δεν μετρούσε πια, αφού η μία διαδέχονταν την άλλη στον κυκεώνα των απλήρωτων λογαριασμών, απλήρωτων υπαλλήλων, απούλητων γουναρικών, με τους Ρώσους αγοραστές να μην καταφθάνουν ποτέ στην πόλη των Γουναράδων. Η Κίνα και η Τουρκία ήταν ισχυροί αντίπαλοι για τους άριστους τεχνογνώστες της Γουνοποιητικής της μικρής, άλλοτε ισχυρής Καστοριάς. Τα όμορφα σχέδια της, κατέληξαν στο συρτάρι ως άμορφες μάζες χαρτιού και οι ατέλειωτες ώρες δημιουργίας μετατράπηκαν ξαφνικά σε τίποτα. Είχε την οικογένεια της στήριγμα μα για πόσο ακόμα; «Είμαστε εδώ» της είχε πει η μητέρα της προσφέροντας της πρόσκαιρη ανακούφιση στο άγχος του αύριο.
Κατέφθασε στην Τράπεζα και η γνωστή ουρά του κόσμου μέχρι έξω δεν της έκανε εντύπωση καμία. Ούτε το κινητό που είχε γίνει προέκταση του χεριού των ανθρώπων∙ σαν να ήθελαν να αποφύγουν κάθε ανθρώπινη επαφή∙ σαν να’ βρισκαν ευκαιρία να μην ματοκοιταχτούν μεταξύ τους. «Οθόνες όμοιες με μάγισσες που υπνώτιζαν τα θύματα τους» σκέφτηκε. Σ’ αυτήν την τεχνολογική αποχαύνωση που κατέκλυσε τον κόσμο, κανένας δεν πρόσεξε την γυναίκα που προσπαθούσε να κατέβει από το πεζοδρόμιο στον δρόμο. Γύρω στα εβδομήντα, κοντούλα, με άσπρα μαλλιά και με εμφανείς τις αυλακιές του χρόνου στο πρόσωπό της. Το πορτοκαλί κασκόλ της κρεμόταν άτσαλα γύρω απ’ τον λαιμό της και μια ασορτί πλεκτή ζακέτα χιλιοφθαρμένη και στραβοκουμπωμένη έμοιαζε ξένη πάνω της. Σήκωνε το πόδι της σαν βρέφος που κάνει το πρώτο του βήμα και το μετάνιωνε. Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια μάταιη κι αυτή. Και μετά πάλι το ίδιο και ξανά πίσω. Φοβόταν! Ο άφοβος και σε γκρεμό πέφτει δίχως σκέψη. Γι’ αυτήν, κι αυτό το μικρό βήμα ακατόρθωτο φάνταζε. Η Ελπίδα προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Πάντα την συγκινούσαν οι μεγάλοι άνθρωποι, έμοιαζαν πιο ανήμποροι κι από μικρά παιδιά. Κρατώντας η γυναίκα από το μπράτσο την Ελπίδα έκανε τα πρώτα διστακτικά βήματα, μα η νεαρή κοπέλα δεν την ένιωθε σταθερή και φοβήθηκε να την αφήσει. Ρώτησε τον προορισμό της και όταν η κυρία απάντησε «στην Μητροπόλεως κοπέλα μου» η Ελπίδα δεν ησύχασε να την αφήσει μόνη να διασχίσει όλη τούτη την διαδρομή. Προφασιζόμενη πως έχει κι αυτή μια δουλειά κοντά στην πλατεία Ομονοίας αποφάσισε να την συνοδεύσει. Η μεγάλη γυναίκα τύλιξε το χέρι της στο μπράτσο της Ελπίδας και καθώς διέσχιζαν την Μητροπόλεως με στάσεις πολλές για ανάσες, ξεκίνησε να μιλάει, σαν να μην την είχε μόλις γνωρίσει.
Όσο την παρατηρούσε η Ελπίδα τόσο η εικόνα της ανήμπορης γυναίκας απομακρυνόταν από το μυαλό της. Μια περηφάνια στο βλέμμα της∙ μια γυαλάδα στα μάτια της και έναν κρυφό δυναμισμό εξέπεμπε η γυναίκα με κάθε λέξη που ξεστόμιζε. Ζήτησε τσιγάρο και η Ελπίδα της έδωσε ένα προσπαθώντας να κρύψει το αυθόρμητο γελάκι που έκανε να σχηματιστεί στα χείλη της. Της φαινόταν παράξενο μια γυναίκα στην ηλικία της να καπνίζει. Άνοιγε τα εσώψυχα της η κυρία αυτή, σαν να’ θελε οπωσδήποτε κάπου να τ’ εξομολογηθεί. Για τις δύο συντάξεις που παίρνει από τον μακαρίτη τον άντρα της, πρώην στρατηγός παρακαλώ. «Να’ ναι καλά ο συγχωρεμένος κορίτσι μου» της είπε «Δεν μου λείπει τίποτα, όλα τα έχω και οι συντάξεις μου αγγίζουν τις δύο χιλιάδες ευρώ μηνιαίως. Βέβαια τα κρύβω όπου μπορώ. Αν στείλω τον γιό μου κάηκα.» συνέχισε η κυρία.
«Μου τα παίρνει κόρη μου» της ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά μην τυχόν και ακουστεί τo δράμα της. Μάλλον σιωπώντας το νόμιζε θα το ξορκίσει. «Μου φωνάζει, χτυπάει τα έπιπλα, μου κάνει ζημιές και αν πω πως τελείωσαν και δεν έχω, μου βάζει το κεφάλι κάτω από το δυνατό του χέρι και με πατά με δύναμη». Πίκρα κι απογοήτευση στα μάτια της με την Ελπίδα να σοκάρεται μα να μην σχολιάζει το παραμικρό. «Έμπλεξε κόρη μου, δεν είναι κακό παιδί, οι παρέες του φταίνε. Ε ίσως τον κακομάθαμε κι εμείς. Όταν μάθαμε πως κάνει από κανά τσιγαριλίκι είπαμε παιδί είναι, θα το κόψει. Αργότερα έβρισκα κάτι μικρά χαπάκια στα συρτάρια του και με φλόμωνε στο ψέμα. Ο κερατάς. Νόμιζε ότι μπορεί να με κοροϊδέψει. Τώρα το χάσαμε το παιχνίδι» συνέχισε το ξομολογητό η γυναίκα.
Ντόμπρα, δυνατή, με χιούμορ καυστικό. Δεν δικαιολογούσε τα αδικαιολόγητα μα ούτε και μυξόκλαιγε αποφάσισε η νεαρή από τα λεγόμενα της πολύπαθης γυναίκας. Τις σκέψεις της Ελπίδας διέκοψε η φωνή της κυρίας. «Έχω και μια κόρη μα ζει στην Αθήνα. Έχει χρόνια να έρθει στην Καστοριά. ‘Τι να έρθω να κάνω στο “χωριό”; Δεν έχουμε και την άνεσή μας στο σπίτι’ μου έλεγε. Ξέρω. Δεν θυμάμαι από πότε έχω να της μιλήσω. Έχω και δύο εγγόνες. Την μικρή δεν την έχω δει ποτέ. Σου τα τρώει ο χαραμοφάης, μου είπε μια μέρα και μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Ξέρω. Μου κάκιωσε για τα κληρονομικά. Είπα θα της περάσει μα μουλάρωσε για τα καλά. Μεγάλωσα κι εγώ και βαρέθηκα να υποχωρώ.» είπε η γυναίκα με βαθιά επίγνωση και συνέχισε «Οικογενειακή μοναξιά κορίτσι μου∙ να υπάρχει χειρότερη; Μα να φτάσαμε. Δεξιά θα στρίψω απ’ την Μητρόπολη και έφτασα» αποκρίθηκε η γυναίκα. «Υπάρχουν λογιών προβλήματα, κάποια καρφιά τα κουβαλάς στην ψυχή για πάντα. Άλλα πάλι γεννιούνται ίσα για να τα λύσεις.» οι τελευταίες της κουβέντες και αφού ευχαρίστησε την νεαρή κοπέλα συνέχισε τον δρόμο της. «Το όνομα σας δεν μου είπατε!» ρώτησε από μακριά η Ελπίδα. «Σοφία» απάντησε η γυναίκα και η Ελπίδα πήρε τον δρόμο της επιστροφής πιο ανάλαφρη.
Και τα τρία είναι από το βιβλίο μας Συναισθηματικές αποχρώσεις (2019)
Αλκιβιάδης
Φυλακή
Γκριζόμαυροι διάδρομοι γεμάτοι πόρτες. Μοναξιά, ησυχία και σιωπή. Παντού θλιμμένα πρόσωπα και παραβάτες. Κελιά, κρεβάτια, στρώματα και τοίχοι που ξεθώριασαν από τα πολλά βαψίματα και πέφτουν οι σοβάδες. Σύρματα αγκαθωτά, ξυράφια κοφτερά περιτριγυρίζουν ψηλά την κορυφή τους, δίνοντας λίγο ακόμα πόνο στο θολό περιτύλιγμά τους. Σκουπίδια, βρωμιά και σάπιες τουαλέτες αφήνουν κακοσμία επάνω στην ατμόσφαιρα κι εσύ εκεί μονάχος μέσα στο βάθος να αναζητάς το οξυγόνο που σου στέρησαν. Θλίψη, στενοχώρια και ματαιοδοξία αναδύονται μες το μουδιασμένο, ιδρωμένο σου κορμί κι εσύ αναρωτιέσαι μες στη μνήμη σου να μάθεις το γιατί.
Τώρα μόνο πονοκέφαλος. Ιστοί και αράχνες ψηλά στο ταβάνι. Στη γωνία μερικές κατσαρίδες περπατάνε βιαστικά στην άκρη του τοίχου. Αυτά είναι τα μόνα θηλυκά που σου κάνουνε παρέα καθώς αναπολείς κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Αρσενικά ποντίκια παίζουν με τα σύρματα δίπλα εκεί στον κάδο και οι φύλακες ανεβοκατεβαίνουν το διάδρομο βροντοχτυπώντας τα κλειδιά τους. Τώρα μόνο Χάος. Παντού σκουριασμένα σίδερα και ματωμένα κάγκελα δίχως ημερομηνία λήξης. Πτέρυγες, κυκλίδες, κλειδαριές και πειθαρχείο.
Έφτασα στην απομόνωση ψάχνοντας να βρω ένα νόημα μέσα από τους γρίφους. Κλεισούρα. Σηκώθηκα περίεργος και κοίταξα μέσα από το μάτι της πόρτας, βλέποντας τον υπάλληλο να μου χαμογελά. Καλά Χριστούγεννα μου ευχήθηκε. Κάθισα και αναρωτήθηκα «τι λέει ο μαλάκας;».
Μαντρωμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ασφυκτιώντας από τη βαρεμάρα και τη μοναξιά. Δίπλα από το «πρόγραμμα» έρχεται φασαρία. Χειροκροτήματα, κραυγές και γνώριμες φωνές να ανταλλάσουν ευχές με υγεία και αγάπη. Θυμήθηκα αγαπημένα πρόσωπα που άφησα πίσω μου στο ξεχασμένο χθες. Η μόνη μου παρηγοριά καπνός, τσιγάρα, καφές και μερικά βιβλία σκονισμένα επάνω στο ράφι. Μια τηλεκάρτα ξεχασμένη επάνω στο καρτοτηλέφωνο και ο αρχιφύλακας με τους υπαρχιφύλακες να χαχανίζουν αδιάκριτα έξω από το κελί.
Και εγώ εκεί κλεισμένος μέσα στο σεντούκι μου, σαν ένας ημιπολύτιμος λίθος με μοναχή παρέα τις πορφυρές μου σκέψεις αναζητώντας όλα αυτά τα χαμένα και ξεχασμένα χρόνια.
*
Σιωπή
Ένας βαθύς ψίθυρος μέσα στο σώμα. Μια οργισμένη κατάρα που σου κεντάει το στόμα με σκουριασμένη καρφίτσα! Μια παραμορφωμένη γκόμενα που τρέχεις πίσω της προσπαθώντας να αγγίξεις το σάπιο της κορμί. Ένας ρυθμός δίχως αρχή και τέλος, χωρίς να υπάρχει ήχος. Σιωπή ένα διάστημα αμίλητο. Μια μορφή διάφανη, αέρινη, που σε πλησιάζει χωρίς καμία λαλιά. Ένα πρόσωπο βουβό που θέλεις να γευτείς τα ματωμένα χείλη του! Ένα μούδιασμα στεγνό που γνέφει τα σφιγμένα χείλη σου!
Σιωπή. Ένα φεγγάρι μουντό που κρύβεται πίσω από τα αναμαλλιασμένα σύννεφα. Ένας ήλιος βουβός με δόντια που παγώνει το τοπίο σου. Σιωπή η τελευταία λέξη που βγαίνει μέσα από το νεαρό κορμί σου! Σιωπή ο πρώτος κανόνας που δεν πρέπει να διαβείς! Σιωπή είναι μια τιμωρία που την εξόρισαν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και ποτέ της δεν προφταίνει να φτάσει ως τα αυτιά σου. Σιωπή συμβολίζει απομόνωση! Είναι ο πνιγμός στις όχθες μιας λίμνης. Σιωπή είναι μια βουτιά μες το βυθό μιας παγωμένης, νεαρής θάλασσας. Ή ένας βράχος εγκαταλελειμμένος στην πλαγιά ενός βουνού. Σιωπή ένα μαραμένο δέντρο που στάζουν τα ξεραμένα φύλλα του στο βάθος του δάσους. Σιωπή είναι μια αίσθηση υγρή, μια μυρωδιά βρεγμένου χώματος που χαϊδεύει το ζεστό σου δέρμα!
Σιωπή είναι ένα μυστήριο που δεν λύθηκε ποτέ! Μια λέξη μπαλωμένη στην άκρη του μυαλού που δεν ειπώθηκε ποτέ! Μάτια κλειστά, στόμα μουγκό, βουβά αυτιά… Δηλαδή σιωπή! Βολτάρει πάντα δίπλα σου της δώσεις δεν της δώσεις σημασία.
Όταν φοβάσαι βρίσκεται εκεί
Όταν πονάς είναι πάλι εκεί
Όταν τελειώνει ο έρωτας βρίσκεται κάπου εκεί.
Όταν κοιμάσαι κουρνιάζει δίπλα σου και αυτή
Όταν ονειρεύεσαι ταξιδεύει μαζί σου
Όταν σκέφτεσαι σου κάνει παρέα
Και όταν φτάσεις στο τέλος αφήνοντας την τελευταία σου πνοή, είναι η μόνη που σε συντροφεύει ως την άλλη σου ζωή!
Καλαϊτσίδης Στανισλάβ
Σχολείο
Έκλεισα το ξυπνητήρι που έχω κρεμασμένο και σηκώθηκα να πλυθώ. Βγήκα και ο φίλος μου, μου είπε: «Στάθη έχεις τον καφέ εκεί, απλά ανακάτεψέ τον».
Άναψα τσιγάρο και έβαλα τα ακουστικά για να ξεχάσω με την μουσική που βρίσκομαι και γιατί.
Ο ίδιος ήχος της κλειδαριάς, για πρωινό, πάντα την ίδια ώρα.
Εγώ όμως συνεχίζω να κυνηγάω την ελευθερία στο μυαλό μου.
Τελικά όταν άνοιξαν οι πόρτες για να βγούμε έξω στην ακτίνα, εγώ συνέχιζα να συγκεντρώνομαι στην μουσική. Τέλος πάντων όταν άνοιξε η πόρτα για να μπούμε στο σχολείο, αυτόματα τα μάτια μου άρχισαν να ψάχνουν τα πρόσωπα των καθηγητών που για το διάστημα που βρίσκομαι εδώ τους βλέπω σαν γονείς μου.
Να φτιάχνω μια εικόνα της μητέρας μου την ώρα που μιλάω ή ακούω την καθηγήτρια. Να βλέπω τον αδερφό μου την ώρα που παραδίνει μάθημα ο καθηγητής. Ένα αίσθημα ζεστασιάς μέσα στην ψυχή μου που συνέχεια αναστενάζει. Αυτό είναι το μόνο που μου αρέσει στο σχολείο, για να πω την αλήθεια.
Μια σκέψη με βασανίζει όμως. Γιατί όταν φεύγω από το σχολείο και γυρνάω στη φυλακή νιώθω ότι είμαι το κομμάτι που λείπει από το πάζλ;
Κάποια αισθήματα δεν μπορώ να τα περιγράψω.
Βάζω πάλι τα ακουστικά και τριγυρνώ μες στο λαβύρινθο ψάχνοντας την έξοδο.