Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Ιούνιο του 2021 στο Culture Book»

Συνεχίζουμε και στον μήνα Ιούνιο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Βικτωρία Ανθοπούλου, Καίτη Βασιλάκου, Μιχάλης Κοβανίδης, Μαίρη Γ. Πράσατζη, Μαρία Στρίγκου, Βάνια Σύρμου, Ελένη Τζατζιμάκη, Χρύσα Φάντη.

Καλή ανάγνωση!

Άννα Αφεντουλίδου

 

Βικτωρία Ανθοπούλου

ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Τρείς παρά τέταρτο το μεσημέρι και η θερμοκρασία αγγίζει τους 39 βαθμούς.

Ο ανεμιστήρας δουλεύει κάνοντας θόρυβο και ανασηκώνει περιοδικά τα φύλλα χαρτιού στο επάνω μέρος της στοίβας . Το υπόκωφο βουητό που ναρκώνει το μυαλό του. Ούτε ξέρει πόση ώρα τα κοιτάζει… Υπνωτίστηκε μάλλον…..

Τα έπιπλα παλιά, ξύλινα και το πάτωμα σκονισμένο. Μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στο στενό δρομάκι στο πλάι του δημαρχείου. Μικρό επαρχιακό δρομάκι… έρημο. Μικρό επαρχιακό γραφείο…Έρημο και αυτό.

Σηκώνεται από το γραφείο του για να μην αποκοιμηθεί και κοιτάζει κάτω. Μια έρημη πόλη…. Στα σπίτια τους όλοι … στις οικογένειες στους . Να φάνε και να κοιμηθούν στα δροσερά καθαρά σεντόνια τους… Καλοκαιρινή επαρχιακή θερινή ραστώνη.

Μόνος,, πιο μόνος από ποτέ. Έχει την αίσθηση ότι είναι ο μόνος κάτοικος της πόλης. Ο μόνος κάτοικος του πλανήτη ίσως..

Κοιτάζει το ρολόι του. Κολλημένοι οι δείκτες. Τρεις παρά δέκα. Άντε να ξεκολλήσουν, να πάνε στο ακριβώς να ανοίξει την πόρτα και να φύγει . Να φύγει και αυτός…

Να πάψει να ακούει το ηλίθιο βουητό του ανεμιστήρα. Να βγει στο δρόμο και να περπατήσει στην άσφαλτο που μαλάκωσε από τη ζέστη και να πάει σπίτι του. 15 λεπτά με τα πόδια είναι μικρή η απόσταση και την έχει διανύσει τόσες φορές.

Ξέρει τι θα κάνει. Θα ψάχνει τα δεντράκια στο δρόμο να περπατήσει κάτω από τη σκιά τους να προστατευτεί.

Μα όλοι σε άδεια είναι? Κατεβασμένα ρολά, κλειστά καταστήματα μια ζεστή Παρασκευή του Αυγούστου. Τρεις παρά πέντε μεσημέρι Παρασκευής.

50 χρόνια στην πλάτη του.. Μια ζεστή Παρασκευή μεσημέρι κάποιου Αυγούστου της ζωής του.

Να βγει έξω, να φύγει … να πάει που?

Μια ζεστή Παρασκευή μεσημέρι κάποιου Αυγούστου

Ξανακοιτάζει το ρολόι του. Τρεις παρά δυο. Άντε κουράγιο δυο λεπτά έμειναν για να πατήσει το κόκκινο κουμπί του ηλίθιου ανεμιστήρα. Ολόκληρη μέρα του πήρε τα αυτιά…

Που θα πάει θα ψυχράνει ο καιρός. .. Που θα πάει θα τελειώσουν οι άδειες , ο κόσμος θα γυρίσει .. η ζωή θα ξαναποκτήσει το γνώριμο χρώμα της.. Το λίγο ξεθωριασμένο αλλά γνώριμο.

Και αυτός θα ξαναρχίσει να ζει.. Το οκτάωρο θα κυλάει πιο εύκολα, όλο και θα έχει να πει μια κουβέντα με κάποιον…

Μα πως τα κατάφερε έτσι?

50 χρόνια ζωής … Μια ζεστή Παρασκευή κάποιου Αυγούστου…. Τρεις ακριβώς

Τέρμα. Ως εδώ…

Είναι ελεύθερος.. Ελεύθερος να φύγει…

Να βγει έξω να ανακατευτεί με τον κόσμο

Να ζήσει βρε αδελφέ.. Σαββατοκύριακο έρχεται…

Ναι θα φύγει. Δεν μπορεί άλλο. Ούτε δευτερόλεπτο…

Άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε… Το δρομάκι πλησίασε επικίνδυνα.

Είναι έξω.. Είναι εκεί μόνο που το δρομάκι είναι πια κόκκινο. Σαν το κουμπί του ηλίθιου ανεμιστήρα… Μια ζεστή Παρασκευή κάποιου Αυγούστου ..απομεσήμερο….

Ernst Ludwig Kirchner – View of basel and the rhine/1928

Καίτη Βασιλάκου

Ο λειψός στρατιώτης

Ο στρατιώτης ήταν ξαπλωμένος έξω από το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων. Φορούσε μια πράσινη κουρελιασμένη στολή.

Από μακριά που τον είδα, δεν πρόσεξα τις ελλείψεις. Τις είδα, όταν τον πλησίασα. Ο άντρας δεν είχε χέρια ούτε πόδια. Στάθηκα από πάνω του γεμάτη φρίκη, δεν ήξερα τι να κάνω. Πολλοί περνούσαν από μπροστά μας, άλλοι μπαινόβγαιναν στο πολυώροφο κτήριο, άλλοι βάδιζαν βιαστικοί στη λεωφόρο. Κανείς δεν του έδινε σημασία.

Αυτός γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε απορημένος.

-Με βλέπεις; ρώτησε.

-Φυσικά και σε βλέπω.

Χαμογέλασε:

-Αυτό είναι καλό.

Άνοιξα την τσάντα μου κι έψαξα για το πορτοφόλι μου.

-Δεν είμαι ζητιάνος, είπε απότομα αυτός.

Ντράπηκα.

-Δηλαδή δεν είμαι ακόμα.

Στάθηκα δίπλα του αμήχανη, δεν ήξερα πώς να φερθώ.

-Τι κάνεις εδώ; Διαμαρτύρεσαι;

-Κατά κάποιο τρόπο.

-Και γιατί διάλεξες αυτό το μέρος;

-Γιατί πρέπει να με δουν αυτοί εκεί μέσα.

Κοίταξα το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων που υψωνόταν επίσημο μπροστά μας. Μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες έβλεπα σιλουέτες που πηγαινοέρχονταν βιαστικές.

-Νομίζω ότι δεν σ’ έχει προσέξει κανείς, είπα.

-Έτσι νομίζω κι εγώ. Πάντως εσύ με βλέπεις, έτσι δεν είναι;

-Ασφαλώς και σε βλέπω.

Κόσμος περνούσε κρατώντας χαρτοφύλακες, άλλοι έμπαιναν, άλλοι έβγαιναν από το κτήριο, όλοι βιαστικοί, μιλούσαν σε διάφορες γλώσσες, οι περισσότεροι έδειχναν σοβαροί, μερικοί αστειεύονταν μεταξύ τους. Κανείς δεν γύριζε να μας κοιτάξει.

Κάθισα δίπλα του πάνω στις μαρμάρινες πλάκες.

-Από πού είσαι; ρώτησα.

Δεν μου απάντησε. Έψαξα στην τσέπη μου και βρήκα μια σοκολάτα.

-Θέλεις;

-Στη διάσταση που βρίσκομαι δεν μπορώ να φάω.

Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά δεν είπα τίποτα. Έκοψα ένα κομμάτι σοκολάτα και το έφαγα.

-Πώς το έπαθες αυτό; ρώτησα παίρνοντας λίγο παραπάνω θάρρος.

-Δεν έχω πάθει ακόμα τίποτα. Έχω τα χέρια και τα πόδια μου, είμαι αρτιμελής.

Πάλι δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, αλλά ντράπηκα να του κάνω άλλη ερώτηση.

Μείναμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Ο κόσμος εξακολουθούσε να περνά βιαστικός από μπροστά μας, πήγαινε στις δουλειές του, υπήρχε γενικά μια κίνηση και μια δραστηριότητα. Κανείς πάντως δεν γύριζε προς το μέρος μας.

-Άδικα διαμαρτύρεσαι, είπα στο στρατιώτη. Κανείς δεν σε προσέχει. Λες και είσαι αόρατος.

Συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού.

-Πάντως δεν το καταλαβαίνω αυτό, συνέχισα. Γιατί προσποιούνται ότι δεν σε βλέπουν;

-Επειδή δεν με βλέπουν.

-Δεν σε βλέπουν;

-Όχι.

-Κι εγώ γιατί σε βλέπω;

-Άλλο εσύ.

Μείναμε πάλι σιωπηλοί. Δυο άντρες γύρω στα σαράντα, με κοστούμι και γραβάτα, βγήκαν από το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων και στάθηκαν μπροστά μας. Κάτι συζητούσαν σε μια άγνωστη γλώσσα. Κάποια στιγμή γύρισαν και με κοίταξαν αφηρημένοι. Μετά απομακρύνθηκαν.

-Σε είδαν άραγε αυτοί; ρώτησα.

-Όχι, δεν με είδαν. Μόνο εσένα είδαν.

-Πώς γίνεται να βλέπουν εμένα και να μη βλέπουν εσένα;

Δεν μου απάντησε. Εν τω μεταξύ άρχισε να σκοτεινιάζει κι έπιασε ψύχρα. Ο κόσμος αραίωσε σιγά-σιγά. Στο κτήριο τα φώτα έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Σε λίγο απόμεινε κατασκότεινο, ένας βουβός όγκος από μπετόν και γυαλί. Κρύωνα τώρα και είχα κουραστεί από τη μάταιη αναμονή.

-Κανείς δεν σε είδε τελικά, είπα απογοητευμένη.

-Όχι, συμφώνησε ο άντρας.

-Μα πώς γίνεται αυτό; Γιατί σε βλέπω εγώ και δεν σε βλέπει κανείς άλλος;

-Εσύ έχεις το χάρισμα. Εσύ μπορείς να ονειρεύεσαι.

-Ονειρεύομαι εφιάλτες.

-Εγώ είμαι ένας τέτοιος εφιάλτης.

Η πλατεία είχε τώρα απομείνει τελείως έρημη. Πού και πού κάποιο αυτοκίνητο διέσχιζε τη λεωφόρο. Πεζός δεν υπήρχε κανείς. Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου ανήσυχη.

-Είμαστε ολομόναχοι εδώ πέρα, μουρμούρισα.

-Παντού είμαστε ολομόναχοι.

-Τι πάει να πει αυτό;

Ο στρατιώτης χαμογέλασε μέσα στο μισοσκόταδο:

-Δες τη μοναξιά του κορμιού μου. Σε κανέναν δεν μπορώ να τη μεταδώσω.

Τον κοίταξα στενοχωρημένη, δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

-Πρέπει όμως να φύγουμε, είπα. Σε λίγο θα πέσει παγωνιά. Πώς θα φύγεις εσύ αποδώ;

-Δεν θα φύγω.

-Δεν έχει νόημα να κάθεσαι άλλο εδώ πέρα. Τη νύχτα θα παγώσεις, θα πεθάνεις από το κρύο. Πρέπει να πας στο σπίτι σου.

-Είμαι στο σπίτι μου.

-Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι σου, στρατιώτη. Πού είναι οι δικοί σου, έχεις οικογένεια;

-Έχω, είπε αυτός. Έχω ένα πατέρα, μια σύζυγο και τρία παιδιά. Αυτή τη στιγμή καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και τρώμε. Έχω βγάλει το όπλο μου, το έχω ακουμπήσει στον τοίχο. Ο γιος μου το περιεργάζεται. Τον μαλώνω, του λέω να έρθει στο τραπέζι. Η γυναίκα μου σερβίρει τη σούπα. Ο πατέρας μου αρχίζει να τη ρουφά με θόρυβο. Οι κόρες μου τον παρατηρούν και χαμογελάνε μεταξύ τους. Ο γιος μου παίζει με το όπλο μου. Του φωνάζω να έρθει αμέσως στο τραπέζι. Ο μικρός έρχεται και κάθεται δίπλα μου. «Θέλω να μάθω κι εγώ να πολεμώ», μου λέει. Νιώθω πολύ περήφανος γι αυτόν.

Σταματά να μιλά ξαφνικά, ενώ εγώ τον κοιτάζω απορημένη.

-Έχω τα χέρια και τα πόδια μου, λέει μετά από λίγο. Είμαι γερός και αποφασισμένος στρατιώτης. Αυτός που τώρα βλέπεις εδώ, δεν είμαι ακόμα εγώ.

Δεν ήξερα τι να πω, δεν καταλάβαινα. Προτίμησα να μείνω σιωπηλή.

-Προς το παρόν είμαι μια υπόθεση, συνέχισε αυτός. Μέρα νύχτα κάθομαι εδώ σαν υπόθεση και ψάχνω για ανθρώπους που μπορούν να με δουν. Εσύ πέρασες σήμερα και με είδες. Οι άλλοι όχι. Γι αυτούς είμαι ακόμα αόρατος.

-Δεν σε καταλαβαίνω, στρατιώτη.

Αυτός έδειξε με το βλέμμα του το σκοτεινό κτήριο:

-Γι αυτούς εκεί πέρα είμαι ακόμα ασχημάτιστος. Κάπου μέσα στα βιβλία τους υπάρχω με άλλη μορφή. Είμαι ένα νούμερο στις στατιστικές τους, ίσως μια περιληπτική λέξη ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες.

-Και τότε πώς εγώ…

-Εσύ έχεις το χάρισμα να ονειρεύεσαι το μέλλον.

-Ονειρεύομαι εφιάλτες.

Ο στρατιώτης κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε.

-Φύγε τώρα εσύ. Γύρνα στο σπίτι σου και περίμενέ με. Θα με ξαναδείς. Κάποια μέρα θα αναδυθώ υλοποιημένος στην πραγματικότητά σου. Θα με δεις και θα με θυμηθείς. Θα είμαι έτσι: χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Ο τόπος μου θα είναι κατεστραμμένος, η οικογένειά μου σφαγμένη. Αυτοί που δουλεύουν εδώ – κι έδειξε με το βλέμμα του το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων – θα σου πουν πόσο πολύ λυπούνται. Θα σου πουν πως θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ανακουφίσουν τη δυστυχία μου. Οι περαστικοί που πέρασαν σήμερα από μπροστά μου και δεν με είδαν, θα συγκινηθούν και την άλλη μέρα θα καταθέσουν τον οβολό τους στους διεθνείς εράνους. Αλλά η χώρα μου θα είναι κατεστραμμένη, οι δικοί μου σφαγμένοι κι εγώ χωρίς χέρια και χωρίς πόδια.

-Θεέ μου, αυτό είναι φοβερό, είπα αναστατωμένη. Πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε κάτι, να προλάβουμε το κακό!

-Πρέπει να κάνεις κάτι εσύ, γιατί εσύ με είδες.

-Τι να κάνω, στρατιώτη, πες μου!

Αυτός με κοίταξε και μέσα στα μάτια του άστραψε μια μικρή ελπίδα.

-Κάνε ό,τι περνά από το χέρι σου, ό,τι καταλαβαίνεις. Μη με ξεχάσεις μόνο. Υποσχέσου, είπε και η φωνή του ξαφνικά ράγισε, υποσχέσου πως δεν θα με ξεχάσεις.

Ένιωσα φοβερή συγκίνηση:

-Όχι, στρατιώτη, σ’το υπόσχομαι. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά κι εσύ εκεί στον τόπο σου που βρίσκεσαι, πρέπει να αντισταθείς στη μοίρα σου, τώρα που την ξέρεις.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.

-Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είπε.

Δίστασε κάπως, σαν να ντρεπόταν:

– Βλέπεις κι εγώ ακόμα εκεί που βρίσκομαι, καίω και σφάζω τους συνανθρώπους μου.

§

 

Μιχάλης Κοβανίδης

Σχεδόν αμίλητοι

Είναι φορές που ξεχνάς να αισθάνεσαι, να μιλάς, είσαι μια ανάσα μονάχα και μονότονος χτύπος, γίνεσαι κομμάτι μέταλλο που ξέρει να σκοτώνει και να σκοτώνεται. Μια παραφωνία, σχεδόν ζωντανός… Θυμάμαι, το άλογο μου πονούσε περισσότερο στη θέα του αίματος απ` ότι ο αναβάτης του.
Κάποιες φορές όταν έβρεχε, ήταν καλή η βροχή, ανάπαυλα, οι δυο μας ξεδιψούσαμε μέσα στις υγρές πλεξούδες της. Το άλογο έπινε λες και προσευχότανε στον ουρανό κι εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ πως ήταν ένα άγγιγμα…
Ένα βράδυ οι αστραπές μας οδήγησαν σε ένα ξέφωτο, λες και κυνηγούσαμε σκιές και κραυγές μέσα στη νύχτα.
«Βασιλάκη κωλόπαιδο της Φρειδερίκης! Όταν πέσεις στα χέρια μας θα φτύσεις το γάλα της μάνας σου». Συχνά φωνές, βρισιές και ουρλιαχτά γεννούσε το σκοτάδι, το είχαμε συνηθίσει. Ήρωες παραμυθιού χωρίς εξώφυλλο, χωρίς τίτλο, χωρίς απαντήσεις, δίχως τέλος, το όποιο τέλος θα ήταν λύτρωση.
Βήματα αλόγου ακούστηκαν πάνω στα ξερόχορτα, μέσα σε βροντές και λάμψεις πλησίασαν. Μείναμε ακίνητοι με τον σύντροφό μου, ήξερε το ζώο να κρατάει την ανάσα του, να γίνεται σχεδόν αόρατο, ήξερε να πολεμάει. Ενώθηκαν οι χτύποι μας, ο φόβος μας ένωσε άλλη μια φορά. Ίσως εκείνο αγαπούσε ακόμη τη ζωή, πλήρωνε τα δικά μας κι εμείς άλλων…
Μια λάμψη τρύπωσε στα μάτια μας και μόλις την κατάπιε το σκοτάδι ένιωσα ξένη ανάσα, άλλα χνώτα, μια σκιά ενός αλόγου με τον αναβάτη του λίγα μέτρα από μένα, ακίνητο φάντασμα.
Είναι στιγμές που παγώνουν σαν φωτογραφία, ο χρόνος φυλακίζεται αδύναμος να χωρέσει και φόβο και μίσος και τόσους χτύπους βιαστικούς και θάνατο και ζωή και τόσο αίμα στις φλέβες.
Ήταν εύκολο και για κείνον και για μένα, ο χρόνος θα συνέχιζε αφήνοντας λίγα ίχνη, άδειους σάκους από ζωή, κούφιες φλέβες στο χώμα. Ευκολότερο από το να σκοτώσεις μια πάπια που κοιμάται, ίσως να ήταν και μια πράξη καλοσύνης, μια χάρη.
Μετά τις λάμψεις το σκοτάδι έγινε πιο πηχτό, αλλά έβλεπα τη γυαλάδα των ματιών του, μύριζα το φόβο του, έτρεμα από τον δικό μου φόβο.
«Έχεις τσιγάρο;» Βγήκε μια φωνή από το σκοτάδι, από παγωμένα πνευμόνια, απ` τα κατάβαθα μια φωνή με προσπάθεια σαν να είχε χρόνια να μιλήσει.
«Ναι» του απάντησα και με αργές κινήσεις έβαλα το χέρι στην τσέπη. Πλησίασε πάνω στο άλογο και στάθηκε δίπλα μου για λίγο. Μύρισα αίμα στα ρούχα του και το ιδρωμένο άλογο του. Πήρε το τσιγάρο και γύρισε στη θέση του στην άλλη πλευρά, εγώ έμεινα στη δική μου. Όταν άναψε φώτισε μια στιγμή το πρόσωπο του, σαν να είδα τον καθρέφτη μου ραγισμένο, πίσω από τα ραγίσματα υπήρχε ζωντανό πρόσωπο. Αυτό ήταν μια παρηγοριά μες στο σκοτάδι, έδιωχνε τα φαντάσματα…
Άναψα κι εγώ το δικό μου, κράτησα τη φλόγα λίγο περισσότερο, σαν ξόρκι για τον φόβο, σαν να συστήθηκα. Μετά οι ανάσες μας τρεμόπαιζαν στις καύτρες των τσιγάρων. Χάθηκε κάθε ήχος, η ζωή μας αρπάχτηκε από εκείνες τις στιγμές, μόνο δυο μικρές καύτρες πάνω σε δυο αλλόκοτες σκιές, άλλοτε θέριευαν και άλλοτε θάμπωναν. Έσβησαν όταν δεν είχαν τι να κάψουν. Σαν να τέλειωσαν όλα…
«Καλή τύχη» είπε και το άλογο του σαν να ξύπνησε από λήθαργο.
«Και σε σένα» του απάντησα.
Γύρισε την πλάτη, έκανε μερικά νωχελικά βήματα το άλογο και περίμενε εντολή, πλησίαζε αργά τα πρώτα δέντρα, άφηνε πίσω του το ξέφωτο. Λίγα μέτρα πιο πέρα η σκιά του αναβάτη γλίστρησε και σωριάστηκε με θόρυβο στο έδαφος. Το άλογο έμεινε πάνω από τη σκιά να περιμένει σε βουβό μοιρολόι.      Πλησίασα και έσκυψα πάνω του, φώτισα, η κάπα του ήταν γεμάτη αίμα κι εκείνος βουτηγμένος στη σιωπή…
Άρχισε μια βροχή σαν εξομολόγηση, όρμησε πάνω μου και με χτυπούσε, τρύπωσε ως τις κρυφές στιγμές μου, εκείνες που ντρεπόμουν ν` αντικρύσω.            Έφτασε μέχρι το μαύρο αίμα που κουβαλούσα μέσα μου, δεν ήταν δικό μου, ξένο ήταν, κάποτε είχε φωνή και γέλιο, η μυρωδιά του φώλιασε στα ρουθούνια μου, στο κεφάλι, στον αέρα που ανάπνεα. Έκλαψα για μένα και γι` εκείνον, για κείνη που ακόμη δεν ήξερε τρομαγμένη μες στα όνειρα της… Βρέθηκα για λίγο στη δική του μεριά αλλά αυτός πέρασε απέναντι…
Τόσα χρόνια μετά ο άνεμος ώρες, ώρες, γυρίζει και με τυλίγει το αίμα. Τα χέρια μου δεν καθάρισαν ποτέ από εκείνο τον πόλεμο.
Ακόμη ψάχνω τη μέσα μου βροχή…

 Ernst Ludwig Kirchner – Berlin street scene/1914

Ernst Ludwig Kirchner – Archers/1937

Μαίρη Γ. Πράσατζη

Σχεδόν ξημέρωμα

Έριξε μια τελευταία ματιά από το φινιστρίνι πέρα στη θάλασσα, που μέσα στο πρώτο φως της μέρας έδειχνε γκριζοπράσινη, με χρυσούς στραφταλισμούς από τα φώτα του πλοίου, να απλώνεται μέχρι εκεί που ο ορίζοντας γινόταν γκρίζος και τα βουνά διακρίνονταν σαν σκιές μολυβένιες, καθώς έπαιρνε να χαράζει.
Μέσα στην καμπίνα, η Μαρίνα -από τότε που έχασε το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη, αφού αποκοιμήθηκε και της πήγαν όλα στραβά εκείνη τη φορά, εκτιμούσε τη συνέπεια λίγο παραπάνω-είχε κιόλας φορέσει στην πλάτη το σακίδιο με τα απαραίτητα, πάνω από το τζιν μπουφάν της, αφήνοντας τις κάρτες εισόδου στο τραπέζι.
Έριξε μια τελευταία ματιά στη θάλασσα και ακολούθησε τη Νότα, που κρατούσε αγκαλιά την αγουροξυπνημένη Μάγια, με τη ροζ πιπίλα στο στόμα και τις μικρές τούφες από τα κοτσιδάκια να γλιστράνε πάνω στο πρόσωπό της, για να φτάσουν στο αυτοκίνητο πριν ακόμα δέσει το πλοίο στο Ηράκλειο και ανοίξουν οι μπουκαπόρτες.
Όταν, μπαίνοντας στο καράβι, πάρκαρε η Νότα το αυτοκίνητο στο γκαράζ με δεξιοτεχνία, κάτω από τις οδηγίες του πληρώματος, η Μάγια έμεινε άφωνη να παρατηρεί το σκηνικό, «έλα, έλα» άρχισε να φωνάζει τότε, «πίσω, πίσω» επαναλάμβανε, σκορπίζοντας γέλια και ευθυμία στον χώρο, που τον έπνιγε το καυσαέριο, και η μυρωδιά από πετρέλαιο έμοιαζε να έχει ποτίσει μέχρι και τις λαμαρίνες.
Στοιχισμένοι φοίνικες και φανάρια στη σειρά έτρεχαν δίπλα τους, όπως διέσχιζαν τους άδειους δρόμους, αφήνοντας πίσω τους το λιμάνι. Ξημέρωνε. Η πόλη ξυπνούσε σιγά σιγά.
«Μαρίνα, θέλεις να σταματήσουμε κάπου για καμιά τυρόπιτα;» την ρώτησε η Νότα, κόβοντας ταχύτητα.
«Τόσο νωρίς; Ακόμα κοιμάμαι» της απάντησε σχεδόν ψιθυρίζοντας, ενώ προσπάθησε να καθαρίσει τη βραχνάδα από τη φωνή της ξεροκαταπίνοντας.
«Μάλλον είμαστε τύποι μπρανς εμείς, γιʼ αυτό δεν τρώμε πρωινό» της απάντησε αστειευόμενη η Νότα.
Σταμάτησαν πιο κάτω, για έναν καφέ στο χέρι. Λίγο μετά τις έξι. Μύριζε καφέ και ψημένο τοστ στο «είκοσι τέσσερις ώρες» ανοιχτό κατάστημα, που η σερβιτόρα καθάριζε τα έξω τραπέζια μʼ ένα πανί, πριν τις αντιληφθεί.
«Καλημέρα» τους είπε, με τα βλέφαρα να βαραίνουν το βλέμμα της, από τη νυχτερινή βάρδια.
«Καλημέρα!» ανταπέδωσαν και οι δύο μέσα από το αυτοκίνητο, που σταμάτησε μπροστά της, ενώ η Νότα έβγαινε να δώσει την παραγγελία τους, χαμογελώντας ακόμα. Το λευκό και ζεστό χαμόγελό της ερχόταν σε αντίθεση με τα μαύρα ρούχα της, που έμοιαζαν με κινούμενη σκιά μέσα στο σκηνικό της νέας μέρας.
Μια θαμπάδα αγκάλιαζε ακόμα την πόλη και μπερδευόταν με τα φώτα. Οι φωτεινές μαρκίζες αντιστέκονταν, καθώς γίνονταν αδύναμες στο πρωινό φως. Τα αναμμένα φώτα ξεψυχούσαν στους στύλους κι έσβηναν ένα ένα. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να πληθαίνουν στους δρόμους σιγά σιγά, τα φανάρια πράσινα, «ερχόμαστε» απαντάει στο τηλέφωνο, στην Ελένη που τους περιμένει στο σπίτι, για να τους ανοίξει.
Τρυπώνει μια δροσιά από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου, που τους ξυπνάει και φέρνει μυρωδιές από μέντα και θυμάρι, όσο προχωρούν προς το νότο. Μια χαρούμενη μουσική ξεχύνεται από το ραδιόφωνο, «Άλφα νιούουουζ» σιγοτραγουδάνε μαζί με τη Μάγια, που τους τελευταίους μήνες είχε μάθει να ακολουθεί όλες τις τονικότητες στη μουσική, και να κάνει γυρίσματα στη φωνή της. Πρώτη φορά, που ξεκίνησε σταθερά βήματα, ήταν εδώ πάλι, στην Κρήτη, τον Οκτώβριο -μόλις είχε σβήσει το πρώτο της κεράκι στην τούρτα-τότε που είχαν πρωτοέρθει για να δουλέψει η Νότα σαν εκπαιδευτικός στο γυμνάσιο και τους ακολούθησε και η Μαρίνα, για να φροντίζει τη μικρούλα Μάγια. Τώρα, μετά τις διακοπές του Πάσχα, επιστρέφουν ξανά στα ίδια μέρη, με άλλη διάθεση -εκείνη των διακοπών.
Αρχίζουν οι στροφές στο δρόμο όσο τρυπώνουν στο σώμα του Ψηλορείτη και ξεπετάγεται το πράσινο, με ανθισμένες κίτρινες και μωβ πινελιές στη ράχη του. Πίσω τους ξεπροβάλλει ο ήλιος που αντανακλάται στον καθρέφτη. Η μουσική ζωηρεύει.
«Καλώς ορίσατε, Δήμος Γόρτυνας» στα δεξιά του δρόμου οι πινακίδες τους καθοδηγούν. Ένα μαυροπούλι διασχίζει τον ουρανό διαγράφοντας σχηματισμούς ελευθερίας και διακόπτει το στατικό τοπίο.
«Ανάψτε φώτα». Περνάνε τούνελ, πάνω από καλυμμένα φρεάτια, που αφήνουν έναν γδούπο κάτω από τις ρόδες. Ένα ελαφρύ αεράκι κουνάει τα φύλλα στα κλαδιά των δέντρων. Ο ήλιος τρεμοπαίζει στην πλαγιά του Ψηλορείτη, πάνω στα λευκά σπίτια. Πιο κάτω ελιές και αγριολούλουδα, που σκαρφαλώνουν άναρχα πάνω στην πλάτη του βουνού. Ονειρεύονται τη θάλασσα, κρατάνε ακόμα την αρμύρα της πάνω στα μαλλιά, που ανακάτωσε ο άνεμος. Μια ανάσα πιο κάτω η θάλασσα του σιγοψιθυρίζει λόγια, για να σπρώχνει τα καράβια -καλοπιάνοντάς τα- στον προορισμό τους.
Μετά το τούνελ ανοίγεται μπροστά ο κάμπος. Βουνό και κάμπος, και σπίτια κι ελιές.
«Έχει ανεβάσει θερμοκρασία το αυτοκίνητο» διακόπτει τον ρεμβασμό τους, ξαφνικά, η Νότα, καθώς στρέφεται στη Μαρίνα, «πρέπει να σταματήσουμε για λίγο» της δηλώνει.
«Ευτυχώς αποκοιμήθηκε το μωρό και δεν γκρινιάζει. Ας σταματήσουμε, δεν βιαζόμαστε» συμφωνεί κι εκείνη.
Η πρωινή δροσιά τις διαπέρασε κατευθείαν, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, που σταμάτησε στην άκρη του δρόμου να πάρει μια ανάσα και να κατεβάσει θερμοκρασία.
Ο Μαγιάτικος ήλιος είχε αρχίσει να ξυπνάει τις αγριάδες και τους θάμνους στον κάμπο, που άφηναν τώρα την υγρή αναπνοή τους στον αέρα, ανοίγοντας δειλά δειλά τα φύλλα τους στο πρόσωπό του.
Πάνω στην ώρα τους προσπέρασε ένα φορτηγάκι με ανοιχτή καρότσα, ένα μπλε Ναβάρα, που σταμάτησε λίγο πιο κάτω και ύστερα ξαναγύρισε με την όπισθεν και τις πλησίασε.
«Ιντα πάθατε ωρέ κοπέλια;» φώναξε από μέσα, για να τον ακούσουν, ο σκουρόχρωμος άντρας με τη γενειάδα στο πρόσωπό του -γύρω στα εξήντα έδειχνε- που έμοιαζε να νοιάζεται για τις δύο γυναίκες, σταματημένες στη μέση του πουθενά, ξημερώματα.
«Καλά ʼστε;» τις ρώτησε ψάχνοντας τριγύρω με το βλέμμα.
«Όλα καλά, ευχαριστούμε! Ζαλιστήκαμε λίγο από το δρόμο, ευχαριστούμε, καλημέρα!» του αποκρίθηκε η Νότα, σηκώνοντας το χέρι για να τον χαιρετήσει, πριν βάλει μπροστά τη μηχανή και ξεκινήσουν.
Μπαίνουν στις Μοίρες. Κυριακή πρωί. Ανοίγουν τα περίπτερα. Κάποιοι περιμένουν το λεωφορείο στη στάση. Την ώρα που η καμπάνα του Αγίου Νεκταρίου χτύπησε επτά η Νότα έσβησε τη μηχανή και γύρισε το κλειδί, δηλώνοντας την άφιξή τους στον τελικό τους προορισμό.
Εκείνη τη στιγμή άνοιγε το μίνι μάρκετ και ο νεαρός με το νυσταγμένο πρόσωπο, που μετακινούσε το σταντ με τα κρουασάν δίπλα στο ψυγείο, χασμουριόταν ακόμα, ενώ ένα δροσερό αεράκι ξεσήκωνε τις μπουκαμβίλιες, που σκαρφάλωναν στην απέναντι βεράντα.

§

 

Μαρία Στρίγκου

Οι σταυροί

Κάθε μέρα το μελετούσε. Το σχεδίαζε έτσι. Το οργάνωνε αλλιώς. Κι ύστερα το ανέβαλλε για αύριο. Μέσα του στοιβάζονταν φύλλα κιτρινισμένα και σκουπίδια ένα σωρό. Αδειανά μπουκάλια και κουτιά από delivery. Σκισμένα χαρτιά και αποτσίγαρα. Παντού αποτσίγαρα. Τόσα, που αν αποτολμούσε να τα μετρήσει φοβόταν πως θα έπεφτε σε ύπνο αιώνιο. Και δεν ήταν καν ωραίος για να ελπίζει πως θα ‘ρθει μια πριγκίπισσα να τον ξυπνήσει μ’ ένα φιλί.

Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Μόλις νύχτωνε, έπιανε θέση μπροστά στο μεγάλο παράθυρο. Όρθιος και στητός. Ήθελε να βλέπει το δρόμο. Έλεγε πως κάτι περίμενε που δεν είχε έρθει ακόμα. Πως άμα κοιμόταν θα έχανε τη στιγμή. Αυτό το κάτι θα έφτανε κάποια στιγμή και στη συνέχεια, αν δεν έβρισκε κανέναν ξυπνητό, θα δυνάμωνε ταχύτητα και θα έφευγε ξανά. Σαν χαμένο τρένο.

Τα πρωινά, η αγρύπνια τον κατέβαλλε. Πονούσε όλο του το κορμί από την ένταση και την ορθοστασία. Τότε επέτρεπε στον εαυτό του να χαλαρώσει και να κλείσει τα μάτια αποφεύγοντας τα όνειρα.

«Τα όνειρα σε κάνουν αδύναμο» έλεγε.

Ήθελε να δείχνει δυνατός. Δούλευε περιστασιακά. Συνήθως βράδυ. Άλλωστε ήταν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για να μην κοιμάται. Δεν μιλούσε πολύ. Οι άλλοι άνθρωποι τον έπαιρναν για περίεργο ίσως και εχθρικό. Και του έκλειναν την πόρτα.

Την αγάπησε – δίχως αιτιολογία – την πρώτη βραδιά που την είδε να στέκεται στο πεζοδρόμιο. Εκείνο το βράδυ πέρασε πολύ γρήγορα χωρίς καμία υποψία νύστας. Μονάχα τις στιγμές που έμπαινε στα αυτοκίνητα των περαστικών ένιωθε κάτι σαν οργή. Αλλά στιγμιαία. Σε λιγότερο από μισάωρο – του φαινόταν τρεις νύχτες συμπυκνωμένες – εκείνη επέστρεφε και ξανάπιανε την γνωστή της θέση στο πεζοδρόμιο. Ήταν σίγουρος πως το ίδιο απροσδιόριστο κάτι περίμενε κι αυτή. Με τον δικό της τρόπο. Γι’ αυτό και φυλούσαν την ίδια σκοπιά. Κι ας μην το ήξερε.

Την πέμπτη νύχτα κατέβηκε κάτω. Κρατούσε στα χέρια του δυο εισιτήρια κι ένα ματσάκι γιασεμί. Την πλησίασε με τρεμάμενα πόδια. Οι λέξεις αχρησιμοποίητες από καιρό έτριζαν στον λαιμό του. Την κοίταξε στα μάτια. Είχε ένα λιβάδι περιφραγμένο στο βλέμμα της. Άπλωσε το χέρι και αφαίρεσε το συρματόπλεγμα σφίγγοντας τα δόντια κάθε φορά που τα αγκάθια καρφωνότανε στα δάχτυλά του. Στα χείλια της ένα καρφί αλλοίωνε την αισθητική του τοπίου. Το χάιδεψε απαλά. Της πρόσφερε το γιασεμί σαν δικαιολογία.

Τον κοίταξε κι εκείνη. Κι ύστερα άπλωσε το χέρι κι άρχισε να ξεσκονίζει τους ώμους του. Ούτε που έδωσαν σημασία στο αυτοκίνητο που πλησίασε. Συνέχισαν ανενόχλητοι να φροντίζουν ο ένας τις κακοτεχνίες του άλλου. Μετά εκείνος την έπιασε απ’ τους ώμους. Της έδειξε τα εισιτήρια και την αυγή που αχνοφαινότανε πίσω απ’ τα σύννεφα. Δεν χρειάστηκε να πούνε τίποτα παραπάνω. Σα να ήταν συνεννοημένοι από πάντα κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Τη θάλασσα.

Πίσω τους – λένε οι άλλοι που έμειναν εκεί – πως φυτρώσανε το ίδιο βράδυ δυο παράξενοι σταυροί στην άσφαλτο. Το επόμενο πρωινό φωνάξανε την υπηρεσία του δήμου να τους μεταφέρει. Εμποδίζανε την ομαλή κυκλοφορία του δρόμου. Γι’ αυτό.

Κι ίσως γιατί τούτος ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να καταλάβει τα παράξενα. Ακόμα τα φοβάται!

 Ernst Ludwig Kirchner – Βathers on the lawn

  Ernst Ludwig Kirchner – Colourful dance

Βάνια Σύρμου

Πρόσωπα και προσωπεία

Στέκεται για ώρα αποσβολωμένη να κοιτάζει την ασπρόμαυρη φωτογραφία μπροστά της. Τοποθετημένη στον αριστερό τοίχο της αίθουσας λίγο πριν την έξοδο, ανάμεσα σε γυναικεία πορτρέτα και σκηνές δρόμου, παγιδεύει το βλέμμα της και την οδηγεί αστραπιαία πίσω στο χρόνο. Νιώθει να συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας χωρίς καμιά προειδοποίηση. Η έκπληξη της σχεδόν την ακινητοποιεί. Τα βλέφαρά της μόνο ανοιγοκλείνουν με ταχύτητα, στην προσπάθειά της να δει καθαρότερα. Μήπως κάνει λάθος; Αισθάνεται την καρδιά της να αλλάζει ρυθμό. Η ταραχή δεν είναι καλός σύμβουλος, σκέφεται. Όσο όμως τα λεπτά περνούν, τόσο η απίθανη συγκυρία μετατρέπεται σε ένα απρόσμενο τετ α τετ με το παρελθόν.

Η πρώτη κίνηση που καταφέρνει διστακτικά να κάνει, είναι να πλησιάσει το κάδρο για να δει τις λεπτομέρειες, όσο πιο διακριτικά γίνεται, ώστε να μην τραβήξει την προσοχή των επισκεπτών που περιφέρονται γύρω της. Αυτό που βλέπει αρχίζει να διαψεύδει κάθε πιθανή της αμφιβολία. Ο σκούφος και η μακριά ζακέτα με τη φαρδιά πλέξη και τα μεγάλα κοκκάλινα κουμπιά που φορά η κοπέλα της φωτογραφίας, θα ‘βαζε στοίχημα πως βρίσκονται ακόμα καλά φυλαγμένα με μπόλικη λεβάντα στο βάθος κάποιου συρταριού της ντουλάπας της. Στρέφοντας έπειτα τη ματιά της στα χέρια της εικονιζόμενης νεαρής γυναίκας, αναγνωρίζει και το βιβλίο που διαβάζει. Μπορεί να διακρίνει καθαρά το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο, δανεισμένο από πίνακα του Σαγκάλ, με το ζευγάρι που πετά αγκαλιά πάνω απ’ την πόλη. «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Μίλαν Κούντερα, ακόμα βρίσκεται στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκη της. Θυμάται καλά πως είχε αγοράσει το βιβλίο μετά το τελευταίο μάθημα της χειμερινής εξεταστικής του τέταρτου έτους, μόλις είχε πρωτοκυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση. Αγαπούσε τον Κούντερα και η περιέργειά της για το πρώτο ξεφύλλισμα του νέου του βιβλίου, την είχε οδηγήσει σ’ ένα παγκάκι του εθνικού κήπου το μεσημέρι, αμέσως μετά την εξέταση στα Λατινικά.

Κοιτάζει γύρω της να δει αν κάποιος γελά με την αντίδρασή της σε μια πιθανόν καλοστημένη φάρσα. Όλοι όμως δείχνουν προσηλωμένοι στις φωτογραφίες της έκθεσης. Προσπαθεί να συνέλθει από την έκπληξη που της προκαλεί η συνάντηση με το νεανικό της είδωλο, είκοσι χρόνια πριν. Ξανακοιτά προσεκτικά τη φωτογραφία και παρατηρεί τώρα το ζευγάρι στο διπλανό από εκείνη παγκάκι. Ο νεαρός έχει το χέρι του περασμένο στην πλάτη μιας άλλης κοπέλας που κάθεται δίπλα του σκυφτή. Ωστόσο φαίνεται να έχει το πρόσωπο και την προσοχή του στραμμένα προς εκείνη που διαβάζει.

Αναρωτιέται τι να ήταν εκείνο που τράβηξε το ενδιαφέρον του φωτογράφου πάνω τους. Η συμμετρία του κάδρου ή μήπως η αδιόρατη επικοινωνία ανάμεσα στα δυο παγκάκια και τους σιωπηλούς επισκέπτες τους; Μια πιο εξεταστική ματιά τής δίνει την αναπάντεχη απάντηση. Ο νέος της φωτογραφίας με το ξεβαμμένο τζιν και το μακρύ μπουφάν, της φέρνει στο νου εκείνο το σκούρο βλέμμα που αντίκρισε, όταν σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει, ξαφνιασμένη από την ήρεμη φωνή που διέκοψε την ανάγνωσή της: «Ωραίο βιβλίο! Το διάβασα κι εγώ. Η Σαμπίνα είναι η αγαπημένη μου ηρωίδα». Δεν είχε καταλάβει τότε τον υπαινιγμό του είχε διαβάσει μόνο τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Η κουβέντα είχε συνεχιστεί στο δικό της παγκάκι. Η κοπέλα ωστόσο που βλέπει τώρα στη φωτογραφία, είναι σίγουρη πως δεν καθόταν εκείνη τη στιγμή δίπλα του. Της είχε αρέσει ο τρόπος που κινούσε τα χέρια του καθώς μιλούσε, ο ενθουσιασμός του για τη λογοτεχνία, το χαμόγελό του. Τον προσκάλεσε αυθόρμητα το βράδυ της ίδιας μέρας στο φοιτητικό πάρτυ που έκανε ένα συγκρότημα φίλων της σε ένα μπαράκι του κέντρου. Χόρευαν όλο το βράδυ αγκαλιά ακόμη κι όταν η μουσική σταμάτησε να παίζει. «Μαζί σου μπορώ να χορεύω και χωρίς μουσική», της είχε πει, χωρίς να τον νοιάζει που όλοι τους κοιτούσαν. Έδωσαν ραντεβού στο ίδιο παγκάκι, την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Δεν αντάλλαξαν τηλέφωνα. «Ας εμπιστευτούμε την τύχη, όπως έκαναν ο Τόμας και η Τερέζα», της είχε πει χαμογελώντας, κι εκείνη είχε συμφωνήσει. Δεν είχε παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα των πρωταγωνιστών του Κούντερα, που έγιναν αφορμή για τη γνωριμία τους.

Τον περίμενε ως αργά το μεσημέρι στο σημείο συνάντησης, συντροφιά με το βιβλίο. Η σκηνή του χορού του Τόμας και της Τερέζας που διάβαζε για να περάσει η ώρα, της είχε φέρει στο νου το δικό τους χορό το προηγούμενο βράδυ. Τελικά εκείνος δεν φάνηκε. Θυμάται πως ξαναπήγε και την επόμενη μέρα στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα, με την ελπίδα τον συναντήσει. Κοιτούσε γύρω της μήπως τον δει να την αναζητά με τη δικαιολογία στο στόμα για την απουσία του στο ραντεβού. Ήταν έτοιμη να ακούσει οτιδήποτε θα της έλεγε και να το δεχτεί. Αρκεί να τον έβλεπε ξανά. Να τον γνώριζε καλύτερα. Μια αδιόρατη ζήλια είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει. Της φαινόταν παράλογο, αφού δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα, μα δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάπως έτσι θα αντιδρούσε και η Τερέζα, έλεγε μέσα της, παρόλο που δεν είχε καμιά σχέση με την ανασφαλή, υπερευαίσθητη ηρωίδα του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια της. Το μόνο τους ίσωςκοινό, η ζήλια. Εκείνος όμως, πόση σχέση είχε με τον Τόμας και τους πειρασμούς του; Μήπως η ανυπόταχτη ελευθερία της Σαμπίνας ήταν εκείνο που την έκανε αγαπημένη του ηρωίδα; Για μέρες θυμάται πως ήταν αναστατωμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Ένιωθε πως είχε αρχίσει να μπερδεύει την πραγματικότητα με τη λογοτεχνία, τα πρόσωπα με τα προσωπεία.

Η φωτογραφία που έχει τώρα μπροστά της έρχεται από το παρελθόν για να της δώσει απαντήσεις που δεν είχε πάρει τότε ή για να της δημιουργήσει νέες απορίες; Ποια ήταν η κοπέλα δίπλα του; Γιατί δεν την είχε δει όταν εκείνος της πρωτομίλησε; Η αποφασιστική στιγμή για τον φωτογράφο φαίνεται να ήταν λίγο πριν τη γνωριμία τους. Την είχε άραγε προβλέψει ή απλά κατέγραψε τον πρόλογο μιας ιστορίας χωρίς τη συγκατάθεση των πρωταγωνιστών της;

Δεν χρειάζεται πια τις απαντήσεις. Εξάλλου, το τέλος του βιβλίου είχε δικαιώσει την ηρωίδα της. Ο Τόμας είχε επιστρέψει στην Τερέζα κι αυτό της αρκούσε. Από τον δικό της Τόμας, είχε κρατήσει γλυκά στη μνήμη της μόνο την ελαφράδα του χορού του. Το είναι του δεν το έμαθε ποτέ. Στη σκέψη αυτή, ένα χαμόγελο στέκεται για λίγο στα χείλη της. Ήρεμη πια, συνειδητοποιεί πως η αιτία αυτής της παράδοξης συνάντησης με το παρελθόν είναι η ίδια η αγάπη της για τη φωτογραφία, που έχει τη δύναμη να σταματά τον χρόνο και να τον διαστέλλει ταυτόχρονα στο μέλλον. Και η απόδειξη βρισκόταν τώρα μπροστά της, σ’ εκείνη τη φωτογραφία.

Κοιτώντας ξανά και ξανά το εξώφυλλο του βιβλίου, φέρνει στη μνήμη της την πρώτη της μηχανή. Συνεπαρμένη από την ηρωίδα του, την Τερέζα, που φωτογράφιζε τις ιστορικές στιγμές που ζούσε τότε η Πράγα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ το προσωπικό της παρελθόν, είχε αγοράσει τη δική της μηχανή και είχε αρχίσει κι εκείνη να τριγυρνά στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας μέσα από το παρόν της πόλης, και το δικό της παρόν. Από τότε, η μηχανή της τη συνόδευε παντού, βοηθώντας την να συλλέγει τόπους, πρόσωπα, στιγμές, μνήμες. Φαίνεται πως τελικά η Τερέζα είχε μπει ασυναίσθητα στη ζωή της και την είχε οδηγήσει πιο κοντά στον εαυτό της.

Γυρίζει και αναζητά με το βλέμμα της τον φωτογράφο στην αίθουσα. Παρακολουθεί χρόνια τη δουλειά του και ήρθε με ενθουσιασμό για την αναδρομική του έκθεση. Θέλει να τον συγχαρεί. Αποφασίζει όμως να μην τον ρωτήσει τίποτε. Όσα ήθελε να μάθει, της τα έχει πει με τη φωτογραφία του, λίγο πριν.

§

 

Ελένη Τζατζιμάκη

Το μπιλιέτο ή για την αποκατάσταση του έρωτα

(αυτοτελές απόσπασμα από το ομότιτλο υπό έκδοση βιβλίο)

(1)

Για να μη μακρηγορούμε: σε είχα ερωτευτεί. Δεν έχω καταλάβει πώς ερωτεύονται οι άνθρωποι και δεν ξέρω αν υπάρχει ένας και μόνο τρόπος. Μου είσαι ένας άνθρωπος άγνωστος . Δεν ξέρω λοιπόν για τι σε ερωτεύτηκα αλλά στον έρωτα δεν έχει σημασία το γιατί αλλά το πώς: κι εγώ σε ερωτεύτηκα σαν παιδί που παίζει απρόσεχτα και το ξέρει.

Ο έρωτας δεν είναι εύκολο πράγμα και θέλει πάντα έναν για να γεννηθεί αλλά δύο για να επιβιώσει. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στον έρωτα. Κάτι αισθανόμαστε, κάτι διαλέγουμε στον άλλον και έπειτα το πλάθουμε έτσι ώστε να ταιριάζει στο σχήμα της καρδιάς μας. Τίποτα να μην περισσεύει, τίποτα να μην υπολείπεται. Κι ο άλλος; Ο άλλος μπορεί να μην ξέρει τίποτα και στην πραγματικότητα να μη μοιάζει και καθόλου με το είδωλο που φτιάξαμε. Παρόλα αυτά, ο έρωτας συνεχίζει να περπατάει μες στο σκοτάδι, ολομόναχος, περήφανος και ανεκπλήρωτος. Και πανέμορφος.

Μεγαλώνοντας, πιστεύω πια, ότι όσα νιώσαμε και δεν τα είπαμε, είναι σκόρπιες τελείες στη μνήμη, άχρηστες πινελιές. Γιατί δεν άφησαν τίποτα πίσω τους, καμία ένδοξη πορεία προς την αγάπη ή προς τη ματαίωση. Και ξέρω πλέον πως και οι δυο αυτές , μάς είναι πολύ χρήσιμα υλικά.

Ο έρωτας μου για σένα, είναι από εδώ και πέρα δικός σου. Και είναι δώρο και τα δώρα δεν επιστρέφονται. Και λέγοντάς σου όλα αυτά, είμαι κι εγώ πια ελεύθερη. Δεν ξέρω αν θα στα έλεγα ωστόσο, αν πίστευα ότι μπορεί κάπου να σε ξανασυναντήσω-ναι εκεί, θα δυσκολευόμουν πολύ. Και όσα γράφω απόψε εδώ, ακόμη κι αν μετανιώσω αύριο, θέλω να τα θυμάμαι σαν μπαλόνια χρωματιστά που τα φύσηξα και πέταξαν στον αέρα . Και έφτασαν στη χώρα σου.

Δε χρειάζεται να απαντήσεις-είπαμε: ο έρωτας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Ας πούμε λοιπόν, ότι σήμερα σου επιστρέφω κάτι που ανήκει και σε σένα. Δεν οφείλεις καμία απολύτως απάντηση.

Σ’ ευχαριστώ για το χρόνο σου. Να προσέχεις και ελπίζω να μη με κάνεις κάποτε ταινία γιατί θα ντραπώ πολύ  

  Ernst Ludwig Kirchner – Cake walk

  Ernst Ludwig Kirchner – Douple self portrait

Χρύσα Φάντη

Στιγμιότυπα

Το φεγγάρι σκάει μύτη πάνω από το βουνό και ο άνεμος, που μέχρι τώρα έμοιαζε να τον έχει πιάσει αμόκ, επιτέλους κοπάζει. Χτες, σε όλη τη διαδρομή έβλεπες κάτι μικρά κίτρινα ανθάκια, εικόνα σαν από καρτ ποστάλ. Αναρωτιέσαι γιατί δεν είδες πουθενά παπαρούνες (εκτός αν βγουν αργότερα).

Παγωτά, βάλφες και σαντιγί σε όλα τα χρώματα, νέοι κάτω από τα τριάντα, γεροδεμένοι και κοντοκουρεμένοι, γυαλιά καθρέφτες και τατουάζ στα μπράτσα και στον λαιμό, πιθανόν και κάτω από τα ρούχα τους. Όταν δεν παίζουν κάποιο παιχνίδι στο κινητό τους, περιεργάζονται τους πλαστικοποιημένους καταλόγους.

Τεχνητό ή φυσικό, το φως σε κουράζει με τις διαφορετικές εντάσεις του. Ένα σκυλί σε ακολουθεί κατά πόδας, σε κοιτάζει κατευθείαν στο πρόσωπο με βουβή παράκληση. Μεγαλόσωμο, με κανελί τρίχωμα, από αυτά τα ποιμενικά. Δεν ξέρεις αν είναι από την πείνα που σε ακολουθεί. Ούτως ή άλλως, δεν κρατάς πάνω σου τίποτα φαγώσιμο. Τίποτα που να μπορεί να το κοροϊδέψει. Ίσως αυτό που ζητάει να είναι μόνο ένα χάδι.

Τα μπαρ κάτω στην παραλία είναι ακόμη άδεια, μα αίφνης, ως εκ του πουθενά, εμφανίζονται διάφοροι, δείχνουν πολλοί, και όλοι μαζί ζωντανοί και χαρούμενοι. Οι γυναίκες πολύ νέες και γοητευτικές, αρωματισμένες και με τα μαλλιά τους φρεσκολουσμένα και καλοχτενισμένα.

Πολλή ζέστη για Μάης. Μπορεί αυτό περισσότερο να σε εξουθενώνει. Είναι όμως και το άλλο. Ταξιδεύοντας, είσαι υποχρεωμένος να συναναστρέφεσαι τον οποιονδήποτε. Απαραίτητο να μη χολοσκάς ή να σκέφτεσαι μόνο την καλή πλευρά των πραγμάτων (το ίδιο, βέβαια, κι αν αναγκαζόσουν να συνυπάρχεις βράδυ-πρωί στον ίδιο χώρο και με τον ίδιο άνθρωπο). Επιπρόσθετα, αν τύχει να λιποθυμήσεις −από την κούραση ή από τη ζέστη, ή από κάποια άλλη αιτία, αιτία που δεν αφορά παρά μόνο εσένα, αιτία που αποτελεί δικό σου λογαριασμό−, αν λοιπόν σου συμβεί κάτι τέτοιο και αίφνης βρεθείς οριζοντιωμένος, κάποιοι από τους προαναφερθέντες θα τρέξουν προς το μέρος σου και, στη συνέχεια, ένας από αυτούς θα προθυμοποιηθεί να σου φέρει ένα ποτήρι νερό ή θα σκύψει από πάνω σου με μια βρεγμένη πετσέτα. Οι άλλοι, τότε, θα παραμερίσουν με τα κεφάλια κάτω και αμήχανα, κατόπιν όμως, και σχεδόν μαγικά, θα θελήσουν κι αυτοί να αποδειχτούν το ίδιο εξυπηρετικοί κι ευγενείς.

Ελάχιστα πεπεισμένος για τη μεταστροφή τους, θα νιώσεις μόνος και πιο μόνος από κάθε άλλη φορά, τόσο μόνος όσο και ο τύπος στο διπλανό τραπέζι. Αυτός που εδώ και περισσότερο από μία ώρα κοιτά το κενό, με τα χείλη του να σαλεύουν ελαφριά, πολύ ελαφριά είναι η αλήθεια, για την ακρίβεια ελάχιστα. Αρκετά όμως, για να σε κάνουν να φανταστείς τον διάλογο:

«Τι θα έκανες αυτή τη στιγμή αν ήσουν κάπου αλλού;»

«Αυτή τη στιγμή;»

«Ναι, αν δεν ήσουν εδώ».

«Περίπου τα ίδια».

«Τα ίδια;»

«Δεν ξέρω, μπορεί να μην έκανα απολύτως τίποτα ή να σκεφτόμουν κάτι διαφορετικό».

«Όταν λες διαφορετικό;…»

Πέτρινοι φράχτες, σκοτεινή, άγρια ομορφιά. Ο διάδρομος που οδηγεί στα δωμάτια σχεδόν δαιδαλώδης. Υποθέτω ότι θα μπορούσες να συνεχίσεις επ’ αόριστον εκείνον τον διάλογο. Αν όμως θελήσεις να τον επιχειρήσεις απευθυνόμενος σε κάποιον άλλον, το πιθανότερο αυτός ο άλλος να σε κοιτάξει φανερά μπερδεμένος και όπως θα κοιτούσε κάποιον τρελό.

Ξημερώματα της επομένης, το μόνο που ελπίζεις είναι να βρέξει. Στο προαύλιο του ξενοδοχείου δύο μικρά βαν έχουν τις μηχανές τους στο ρελαντί, βουητό που σε σμπαραλιάζει. Ξανά έξω στον δρόμο, σκόνη και μεταλλικά κουτάκια μπίρας πεταμένα δεξιά και αριστερά στα χαντάκια, πλαστικές σακούλες σκόρπιες πάνω στη χλόη.

Καιρός όμως να συστηθείς. Είσαι ένας συνηθισμένος μεσήλικας μετρίου αναστήματος και, εδώ και είκοσι χρόνια, διευθύνεις ένα γραφείο εσωτερικού τουρισμού. Ο λαμπρός ήλιος του νότου λούζει τα αυτοκίνητα στα πάρκινγκ του αυτοκινητόδρομου. Τουαλέτες για το κοινό. Υπολογίζεις πως για κάθε ημέρα πορείας χρειάζεσαι περισσότερες από τρεις φορές το πρωί κι άλλες τόσες το απόγευμα, πραγματικά εξοντωτικό, υπερβολικά θα έλεγες εξοντωτικό.

Ανεβαίνεις σκαλιά και στρίβεις κατευθείαν προς κάποιον διάδρομο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι διάδρομοι είναι σκοτεινοί, αυτός όμως είναι ολόφωτος. Ο ήλιος μπαίνει κατευθείαν από το παράθυρο και, διασχίζοντας τον χώρο, πέφτει πάνω σου με έναν άλλον τρόπο, πίστεψέ με, εντελώς άλλον απ’ ό,τι στο σπίτι σου. Σηκώνεις το καπάκι της λεκάνης, το χέρι σου κατευθύνεται προς το καζανάκι. Το γνωστό κοίταγμα στον καθρέφτη, καθώς πλένεις τα χέρια σου ή ψάχνεις μανιωδώς για σαπούνι.

Πράγματι. Το πρόσωπό σου κάπως αλλιώς κάτω από αυτό το φως. Από το παράθυρο βλέπεις εκτάσεις χέρσες και χόρτα ξερά που καίγονται. Πολύς ο καπνός, αλλά δεν σε παίρνει να διαμαρτυρηθείς, πόσο μάλλον να τους καταγγείλεις, η εποχή θεωρείται κατάλληλη για την καύση τους. Κι άλλα σκυλιά τώρα, αγέλη ολόκληρη. Μερικά τρέχουν εδώ κι εκεί, με τις ουρές χωμένες στα σκέλια τους. Άλλα τρίβουν τις μουσούδες στις γάμπες και στα μπατζάκια των περαστικών και, με ένα χαριτωμένο άλμα, αγκιστρώνονται πάνω τους, πιάνονται από τις παρδαλές βερμούδες των τουριστών και τα μακό μπλουζάκια, κι ύστερα, με το κεφάλι κάτω, γλείφουν τις φτέρνες από τα σανδάλια τους, σαν να γυρεύουν καινούργια αφεντικά.

Ευκαιρία τώρα και για τις άλλες συστάσεις. Σήμερα είσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσο ήταν ο πατέρας σου όταν έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό και στην ίδια ηλικία με τον θείο σου όταν έμαθε ότι είχε καρκίνο στον πνεύμονα. Κάτι άλλο; Βεβαίως. Παίρνεις χάπια για τις ημικρανίες και τη σπονδυλαρθρίτιδα, βλέπεις πολλές ταινίες στην τηλεόραση και έχεις ύπνο με εφιάλτες. Απ’ αυτούς ο πιο χαρακτηριστικός: ξέφτια από σχισμένα άσπρα σεντόνια που πέφτουν στο πάτωμα, ξέφτια που είναι οι τούφες από τα μαλλιά σου.

Άλλο; Συχνά θυμάσαι τη μητέρα σου εγκεφαλικά νεκρή, καμιά επαφή με το περιβάλλον, μερικές φορές όμως κουνάει τα χείλη και στη συνέχεια τρεμοπαίζει τα μάτια, αντανακλαστικές κινήσεις χωρίς σημασία. Άλλο; Χάπια για τη χοληστερίνη και τον θυρεοειδή. Άλλο; Κάποια παλιά γνωστή που διαρκώς τη σκέφτεσαι. Άλλο; Κάποια άλλη, που ένα βράδυ αποφάσισε τελείως αδικαιολόγητα να έρθει στο σπίτι σου και να σου ζητήσει να τη φιλοξενήσεις. Τη βλέπεις ξανά γυμνή, έτσι όπως την είδες μες στην μπανιέρα σου. Δεν ξέρεις τον λόγο. Δεν νομίζεις ότι αυτή είναι μια εικόνα που μπορεί να σε ερεθίσει.

Άλλο; Μια άλλη γυναίκα, ακόμη πιο πίσω στον χρόνο σου. Ένα πλαστικό καραβάκι πλέει πάνω από το κεφάλι της, τα μαλλιά της βρεγμένα, με τις ουρές τους όμοιες με νεκρά ερπετά. Πού τη γνώρισες; Πριν πόσο καιρό; Σου είναι παντελώς άγνωστη. Αναρωτιέσαι αν όλο αυτό σου συμβαίνει πράγματι ή πρόκειται για σκηνή από ταινία.

Η άγνωστη γυρνάει στους εφιάλτες σου με τα άκρα μελανιασμένα. Κόκκινα ρυάκια κυλάνε στο σώμα της. Στέκεσαι εκεί, εμβρόντητος μες στον ύπνο σου. Τι γυρεύει στο σπίτι σου, στην μπανιέρα σου; Οι καρποί της κομμένοι και ο σφυγμός της από ώρα σταματημένος. Σε κάθε περίπτωση, το ασθενοφόρο δεν θα χρειαστεί ν’ ανάψει τα περιστρεφόμενα φώτα του.