Συνεχίζουμε και στον μήνα Μάρτιο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Κασσάνδρα Αλογοσκούφη, Καλλιόπη Αναστασάκη, Κλεονίκη Δρούγκα, Αννίτα Λουδάρου, Λαμπριάνα Οικονόμου, Μένη Πουρνή, Θανάσης Σ. Σκούρας, Μαρία Στρίγκου.
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Κασσάνδρα Αλογοσκούφη
Ανοίκειες Εμφύλιες Συγκρούσεις
Δύο άνθρωποι που μετά βίας γνωρίζονται –όσο και αν προσπάθησαν να το αλλάξουν– καλούνται να ζήσουν στο ίδιο διαμέρισμα.
Στην αρχή κρατούσαν τα προσχήματα, όπως ορίζει η καλή φιλοξενία. Ύστερα, άρχισε να ισχύει η ρήση που διατύπωσε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος «ο φιλοξενούμενος, όπως το ψάρι, μετά τις τρεις μέρες αρχίζει και βρωμά», μόνο που στην περίπτωση μας και οι δύο ήταν φιλοξενούμενοι ο ένας του άλλου…
Έτσι, την ώρα του φαγητού, γιατί πάντα τρώγαν μαζί, ο άντρας άρχισε να ξεχωρίζει στο πιάτο επιδεικτικά τα λαχανικά και συγκεκριμένα τα χοντροκομμένα καρότα και τις πράσινες πιπεριές. Ήταν –βλέπετε– η σειρά της γυναίκας να μαγειρέψει. Ο άντρας όχι μόνο ξεχώριζε τα υλικά που δεν του αρέσαν, αλλά πήρε μάλιστα και το μαχαίρι και προσπαθούσε να βγάλει το καρότο που είχε κολλήσει ανάμεσα στα δόντια του, σα να χρησιμοποιούσε την τανάλια επιδεικτικά. Η γυναίκα είχε φουντώσει κατακόκκινη από τον θυμό. Περίμενε να ακούσει ένα ευχαριστώ ή κάποιο θετικό σχόλιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ανέμενε μία τέτοια προσβλητική αντίδραση.
-Δε μ’ άρεσε καθόλου, ψέλλισε ο άντρας και έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου του με κόπο.
Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε και επίσημα ο πόλεμος στο σπίτι.
Η γυναίκα πήρε μια κιμωλία και σημάδεψε διακεκομμένα νοητά σύνορα στο πάτωμα. Του απαγόρευσε να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οδοντόβουρτσα στο μπάνιο πέραν της δικής του και του ζήτησε να φροντίζει μόνος του για τη μπουγάδα των ρούχων του. Ο άντρας σίγουρος ότι δε θα τα κατάφερνε, προσπάθησε να τη μεταπείσει καλώντας την σε δείπνο με φαγητό που μαγείρεψε ο ίδιος.
Όταν έκατσε η γυναίκα να φάει της έκλεισε τα φώτα και φωταγώγησε το δωμάτιο με το ρομαντικό φως των κεριών στην αναμμένη καντηλιέρα. Είχε σκεπάσει τα πιάτα για έκπληξη. Η γυναίκα με αδημονία ξεσκέπασε το πιάτο της και πάτησε μια φωνή με τραγική έκπληξη. Τα πιάτα περιλάμβαναν αυτούσιο το περιεχόμενο από πέντε διαφορετικές κονσέρβες. Ο άντρας δε μπήκε καν στον κόπο να χαλάσει το εκμαγείο της κονσέρβας, ώστε η γυναίκα να μην το καταλάβει, ότι πρόκειται για έτοιμο φαγητό.
–Βρε, σα δε ντρέπεσαι; Τι το πέρασες εδώ κατασκήνωση; Μ’ αρέσει που με κατηγόρησες για τα καρότα τις προάλλες. Σα δε ντρεπόμαστε λέω γω;
Ο άντρας έσβησε τα κεριά. Άνοιξε το κανονικό φως του δωματίου και γευμάτισε μόνος. Είχε μια μικρή ελπίδα, ότι με το δυσδιάκριτο θάμπωμα των κεριών, η γυναίκα δε θα παρατηρούσε τη γκάφα του.
Την επόμενη μέρα ο άντρας, όταν ξύπνησε, βρήκε στο κέντρο του τραπεζιού ένα αχνιστό κέικ. Η μυρωδιά του είχε τρυπήσει τα ρουθούνια, ήδη από τη στιγμή που μύρισε το ψήσιμο από το κρεβάτι του. Βρήκε και ένα σημείωμα παραδίπλα, που έγραφε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα:
–Θα εμφανιστώ μόλις φας το πρωινό σου.
Ο άντρας με παιδιάστικη χαρά πήρε μαρμελάδα από πέντε διαφορετικά βαζάκια και άλειψε με το μαχαίρι πέντε φέτες κέικ για ποικιλία που τις είχε βάλει σε ημικυκλική διάταξη. Έβαλε καφέ φίλτρου να ψήνεται και σερβιρίστηκε στην αγαπημένη του κούπα. Άνοιξε τέλος το φύλλο της εφημερίδας στη στήλη με τα σταυρόλεξα, που τόσο αγαπούσε. Σημείωνε τις απαντήσεις με ένα μολύβι το οποίο σαν τελείωνε το στερέωνε στο πάνω μέρος του αυτιού, μέχρι την επόμενη λύση.
Σαν απόσωσε το πρωινό του και χαμηλώνοντας με έκπληξη την εφημερίδα, παρατήρησε ότι η γυναίκα βρισκόταν εξαρχής στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Όσο πείναγε σαν λύκος, αυτή ήταν σα να μην υπήρχε. Η γυναίκα είχε μαζέψει σαν ελιά. Είχε σκουρύνει –θα’ λεγες– από τη στεναχώρια πιάνοντας την ακρούλα του τραπεζιού, όπως ο πνιγμένος για μια τελευταία ανάσα. Φόραγε ροζ μπουρνούζι και το ποδαράκι σταυροπόδι ξεπρόβαλλε καλυμμένο με μια αστεία παντούφλα με γατούλες, δώρο φυσικά του άντρα στην ονομαστική της εορτή, αλλά αυτό ήταν πριν δύο χρόνια. Τον κοίταγε τώρα εξεταστικά με το πονεμένο βλέμμα της. Το πρόσωπό του, όταν την αντιλήφθηκε ήταν έτοιμο να γελάσει. Λίγο εγωιστής βλέπετε, λίγο θυμωμένος. Ποιος ξέρει;
–Ωραίο ήταν, μουρμούρισε και βυθίστηκε στην εφημερίδα του. Μετά σηκώθηκε από τη θέση του τάχατες ότι τη διπλώνει και ρίχνει την ατάκα:
–Έχω αργήσει στη δουλειά.
–Κι εγώ έχω να πάω στο κομμωτήριο.
Σαφώς, τίποτα από τα δύο δεν ήταν έγιναν στα αλήθεια.
Ο άντρας που είχε καθίσει στην πολυθρόνα του σαλονιού, υποδύθηκε με νοητές κινήσεις ότι ανοίγει την πόρτα του αμαξιού, ότι βάζει μπρος τη μηχανή και με τιμονιές δεξιά-αριστερά οδηγεί το αμάξι στη δουλειά. Μετά βγαίνει από το όχημα κλειδώνοντας με το αντικλεπτικό πάνω από τον ώμο του. Διέρχεται με προσοχή από τις διακεκομμένες γραμμές στο σαλόνι. Βγαίνει έξω από την πόρτα κλεφτά σάμπως και τον ακούσει το αφεντικό που άργησε. Ξεκλειδώνει την εξώπορτα και ξαναμπαίνει στο διαμέρισμα σα βρεγμένος γάτος. Είχε μόλις «φτάσει» στο γραφείο.
-Καλημέρα, αφεντικό…χαιρετά μετά τους συναδέλφους –ανασηκώνοντας το σαγόνι– και πάει με σπιρτάδα στο υπνοδωμάτιό του για τηλεργασία από τον υπολογιστή.
Όταν έρθει η ώρα για σχόλασμα -στις 15:00- θα κάνει ακριβώς την ίδια ιεροτελεστία -με την αντίστροφη όμως σειρά- σαν τον χαιρετισμό του Ήλιου που τηρούν με ευλάβεια οι γιόγκηδες. Βγαίνοντας και μπαίνοντας στο ίδιο του το σπίτι θα χαιρετίσει τη γυναίκα:
–Γεια! Τι κάνεις; Πως πήγε το κομμωτήριο;
Το κομμωτήριο για τη γυναίκα ήταν στο μπάνιο ένα self-service περιποίησης κεφαλής και άκρων με υλικά κομμωτικής-αισθητικής που είχε ανακαλύψει στο σούπερ μάρκετ. Θα έβαζε αργά-αργά τα ρόλεϊ για την περμανάντ, θα άναβε το σεσουάρ και θα έβαζε τη σκάλα στο πολύ ζεστό. Μισή ώρα θα «τσιγάριζε» τα μαλλιά για να πετύχει τις μικρούλες μπούκλες. Θα έλεγε τα κουτσομπολιά της γειτονιάς στον καθρέπτη, θα γέλαγε και θα έκλαιγε παρέα με το είδωλό της. Φεύγοντας θα άφηνε στο τασάκι στην κομότα δύο εικοσάρικα για βαφή και χτένισμα.
–Γεια σας, κορίτσια τα λέμε σε δεκαπέντε μέρες…
Θα έβγαινε και κείνη έξω από το διαμέρισμα –αρκετή ώρα πριν επιστρέψει ο άντρας– θα κλείδωνε και θα ξεκλείδωνε για να ακούγεται πειστική στα αυτιά της και θα ξανάμπαινε με μια χαρούμενη αναστάτωση. Παρόλο που άφησε το σπίτι της μόλις πριν ένα λεπτό, θα της φαινόταν –κρυμμένη μέσα στο νέο της χτένισμα– όλα πολύ διαφορετικά.
Μετά από ένα μήνα πάνω-κάτω με παρόμοια περιστατικά, η γυναίκα πήρε βρεγμένο πανί και έσβησε τα διαχωριστικά κιμωλίας στο πάτωμα, όπως και τα βελάκια που είχε τοποθετήσει με αυτοσχέδια αυτοκόλλητα πάνω στα πλακάκια. Είχε βαρεθεί.
Από τη μεριά του ο άντρας άφηνε το υπνοδωμάτιό του αργά το βράδυ και έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας. Χωνόταν σα σκύλος κάτω από το πάπλωμα με τον πισινό του να σχηματίζει αντίσκηνο και ξάπλωνε δίπλα στη γυναίκα που κοιμόταν στη μέση του στρώματος. Την έπαιρνε αγκαλιά πλάτη-με-πλάτη και ροχαλίζανε σαν αρκούδες όλο το βράδυ.
Έτσι, βελτιώθηκε η ποιότητα του ύπνου και οι τσακωμοί γίνονταν όλο και πιο αραιοί. Στο τραπέζι έβρισκες ζεστό κέικ ή ένα ξεροψημένο τοστ γαλοπούλας με μαγιονέζα. Τώρα, έμοιαζε σαν ο εμφύλιος να είχε από καιρό παρέλθει. Το μόνο που μαρτυρούσε ότι υπήρξε στα αλήθεια ήταν τα σημάδια στον τοίχο από τα σπασμένα πιάτα. Σαν τις τρύπες που αφήσανε οι σφαίρες στα προσφυγικά καταλύματα της Αθήνας κατά τις ανοίκειες εμφύλιες συγκρούσεις στα Δεκεμβριανά του 44′.
Καλλιόπη Αναστασάκη
Τ’ αποκαΐδια
ΤΡΑΒΑΓΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ και τα χέρια της σαν κλαδιά γέρικου δέντρου χώνονταν στη σάρκα. Το πρόσωπό της έμοιαζε με μάσκα των Αποκριών˙ κάτι σαν γέλιο, κάτι σαν κραυγή. Οι συσπάσεις των νεύρων ευθύνονται, είπε ο γιατρός και της έμπηξε μια ένεση στον πισινό. Έμεινε ξαπλωμένη στο ντιβάνι της κουζίνας. Ησύχασε. Μέχρι πριν από λίγο την κράταγα να μην γείρει το ταλαίπωρο κορμί της κι ακουμπήσει στη σκληρή γη του τόπου μας. Είναι μαύρα τα χώματα στο χωριό, σαν να ‘μειναν ενθύμιο της μεγάλης φωτιάς που το αφάνισε χρόνια πριν. Κατάφερε κι αναστήθηκε. Την κράταγα τη θειά κι ένιωθα πως δεν υπάρχει πόνος πιο δυνατός απ’ αυτόν που ξεπηδούσε από τα νεκρά μάτια της. Δυο τρύπες σαν τα πηγάδια τ’ αβαθή, σκοτεινές, τρομακτικές. Έμαθε τι έγινε από το στόμα της μάνας μου. Όχι με λεπτομέρειες. Φαντάσου να ‘ξερε και τις ξεδιαντροπιές του ανθρώπου. Στ’ άκουσμα του θανατικού έμεινε καρφωμένη στη γης. Συλλάβισε μονάχα τ’ όνομα της κόρης της:
«Υ-α-κί-νθη, παιδί μου», είπε και κάθε συλλαβή ήταν σαν να της έμπηζαν μαχαίρια στο στήθος. Κι έπιανε τις σάρκες της κι έμπηγε τα νύχια της, και πόναγε λιγότερο… Μετά σώπασε κι αρχίνησε να κάνει μπρος-πίσω το ξερακιανό σώμα της˙ να τ’ αγκαλιάζει με χέρια που περίσσευαν σχεδόν, χτυπώντας το μ’ ένα μαντήλι λευκό, ολοστόλιστο, με δαντέλα νυφιάτικη που είχε πλέξει στην κοπελούδα της. Ήταν χρυσοχέρα μάνα, λέγανε οι γειτόνισσες. «Ήτανε», ξεστόμισαν άθελά τους, σαν να ‘ταν ήδη πεθαμένη. Ήταν και ξερακιανή από τη γέννα της. Έτυχε κι η αμαρτία στο σπιτικό της, λύγισε.
Είχε έλθει το περιπολικό λίγες ώρες πριν, με τέσσερις χωροφυλάκους και τ’ ασθενοφόρο με τον κόκκινο σταυρό. Είχανε βάλει μια κορδέλα ολόγυρα. Είπανε γλώσσες ότι πήραν τ’ αποκαΐδια μέσα σε σακούλες πράσινες, και εκείνοι, λέει, οι γιατροί και οι χωροφυλάκοι φορούσαν μάσκες όταν πήγαν κοντά στο καμένο δέντρο. Βρόμαγε ο τόπος από τις καβουρντισμένες σάρκες των αμαρτωλών και των αθώων ζώων. Ο παπάς τα ‘πε έτσι δα όταν σίμωσε με τον σταυρό και το πετραχήλι του γερμένο πίσω στον ώμο, μην και λερωθεί από τις διαβολεμένες στάχτες. Σκιάχτηκε, είπε, αλλά ζήτησε συγχώρεση από τον Κύριό του. Και βρήκε τη δύναμη, διάβασε ευχές συγχώρεσης κι άφεσης αμαρτιών των τέκνων της ενορίας του.
Είχε περάσει ώρα πολύ, μα κανείς δεν το κατάλαβε. Σουρούπωσε κι όλοι εκεί στις πρώτες θέσεις τους. Μόνον ο πόνος πηγαινοερχόταν κι ακούμπαγε τους ώμους μας, μην ξεχαστεί κανείς και ξεφύγει. Είχε βγάλει η μάνα κουρελούδες στις πεζούλες, να κάθεται ο κόσμος, κι ένα ποτήρι νερό για τον καθέναν. Είχαν βγάλει οι γειτόνισσες και κονιάκ και τσίπουρο και σταφίδες και παξιμάδια σταρένια. Εκεί καθήσαμε κι εμείς για τη συνέντευξη. Όλοι οι άλλοι παραδίπλα, ν’ ακούν.
«Η αντάρα αυτή ήρθε στην καρδιά του μεσημεριού, καλοκαίρι ακόμα. Βλέπεις και συ, με τα μάτια σου. Ακόμα να φτιάξει ο ουρανός. Είχε σκοτεινιάσει από νωρίς και η Σωσάννα η νόνα τους, ψέλλισε πως ήτανε «κακό μαντάτο», τέτοια εποχή και τέτοια μέρα να ‘χει θυμό ο ουρανός. Ήξερε εκείνη τα σημάδια των καιρών. Από μικρή είχε στα μάτια της άλλες φλέβες, θεϊκές. Σαν την αντίκριζαν σκοτεινιασμένη, να μουρμουράει τα αγιωτικά της, έκλειναν τα παντζούρια οι νοικοκυράδες. Ξημέρωνε του Σταυρού˙ αλλά ποιος της έδωσε σημασία; Το χωριό ακολουθούσε τους ρυθμούς του στα βοσκοτόπια και στα χωράφια, λίγο πριν από το απομεσήμερο, κι ας έβρεχε ο Θεός. Βλαστήμαγαν οι χωρικοί˙ μα τι να κάμουν άλλο; Ο θειός μου ο Δημητρός είχε πάρει μαζί του στο βοσκοτόπι και το θηλυκό του να τον βοηθήσει. Έτσι, φώναξε στη γυναίκα του.
«Θα την πάρω μαζί», της είπε. Δεν μίλησε η θειά μου… Τι να πει. Μόνο στην Υακίνθη είπε να πάρει κάτι μαζί της, γιατί ερχόταν μπόρα. Ήταν όμορφη η ξαδέλφη μου. Σαν αερικό. Όταν μπήκαν στο αγροτικό βγήκε, λέει, στην πόρτα η μάνα της. Της φώναξε ξανά να προσέχει και να γυρίσει γρήγορα. Είχανε κανονισμένη τη βεγγέρα για τον μεγάλο γιο της Αρχοντίας, το βράδυ εκείνο. Καλή οικογένεια κι ο νιος ήσυχο παιδί, προκομμένο.
Έγραφε σ’ ένα τετράδιο κι είχε και ένα μικρόφωνο στο χέρι του σαν εκείνο του ψάλτη στην εκκλησιά. Μου είπε πως είναι δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας. Τι δηλαδή, να μην του πούμε του ανθρώπου πώς έχουν τα πράγματα;
*
Ιωάννινα, 24 Μαΐου.
Του ανταποκριτού μας.
Οικογενειακή τραγωδία ξετυλίχθηκε χθες στο χωριό Αλαμάνο της περιοχής Υψηλών Κέδρων, κατά τη διάρκεια της ξαφνικής καλοκαιρινής καταιγίδας, η οποία ξέσπασε κατά τις 3.00 μ.μ. Ο Δημήτριος Σφυρής, πενηντάχρονος βοσκός, και η εικοσιτετράχρονη κόρη του, Υακίνθη, ενώ φύλασσαν τα πρόβατά τους και είχαν καθήσει να ξαποστάσουν κάτω από μεγάλο δένδρο, χτυπήθηκαν από κεραυνό και υπέστησαν ακαριαίο θάνατο. Οι χωρικοί που έτρεξαν άμεσα στην περιοχή της καταστροφής, τους βρήκαν απανθρακωμένους. Από τη στάση των δύο σορών καθώς και από την απουσία του κάτω εσώρουχου της κοπέλας, προκύπτει το πόρισμα της περίπτυξης πατέρα και κόρης, προφανώς σε στιγμή αιμομεικτικής σεξουαλικής πράξης. Πολλά επίσης από τα πρόβατα του κοπαδιού βρήκαν τον θάνατο από τον κεραυνό.
§
Κλεονίκη Δρούγκα
Η αλήθεια είναι πολλές
Στην ηλικία της -τη λες και μεσήλικη- θα έπρεπε να ξυπνά με χαρά και να προσπερνά με θυμοσοφία ό,τι δε της κάνει καλό ή όποιον. Να θέτει σε κίνηση μηχανισμούς αποδόμησης, motto περί σχέσεων και να σκέφτεται το ποτήρι μισογεμάτο! Αλλά τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο μυθιστορηματικά, ως είθισται στη λογοτεχνία.
Το προηγούμενο βράδυ πέρασε άλλη μια δοκιμασία ακατάσχετου μονολόγου -από τη δική του μεριά- για τα λάθη της, την έλλειψη ενδιαφέροντος, την αδυναμία της να αποδεχτεί ανθρώπους και καταστάσεις. Αυτός κουνούσε τα χέρια, ανοιγόκλεινε το στόμα με ένταση και την ακλόνητη πίστη της ορθότητας των απόψεών του και αυτή τον άκουγε ή έκανε πως τον άκουγε, μάλλον άτεχνα. Κανονικά θα έπρεπε να ορθώσει το ανάστημά της, να εκφράσει την άποψή της και να διεκδικήσει το «χώρο» της. Υπήρξε, όμως, αδιάφορη ή κουρασμένη και είχε κι έναν πονοκέφαλο που της χαλούσε τη διάθεση -τί να πει, άλλωστε, καινούριο. Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, τελειοποίησε κάποιες λεπτομέρειες στη διακόσμηση, έριξε μια ματιά στο ρολόι -περασμένες δύο- έκλεισε το φως και επέλεξε να κοιμηθεί. Η πιο ωραία γυναίκα είναι η διαφεύγουσα, διάβασε κάπου. Διαφεύγουσα κι αυτή, χωρίς την πρόθεση, όμως…
Η επόμενη μέρα -ήταν νομοτελειακό- δεν ξεκίνησε καλά. Μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο που κοιμόταν αυτός κρατώντας το φλυτζάνι, δεν άνοιξε τα παντζούρια και, ξεφυσώντας και μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο -ακόμη και στην ίδια-, διάλεξε χωρίς να βλέπει τα ρούχα από την ντουλάπα, χτύπησε τον αγκώνα στην πόρτα και έχυσε λίγο από τον καφέ στο χαλί. Η πραγματικότητα είναι αυτή που αντιλαμβάνεται καθένας σκέφτηκε και βγήκε από το δωμάτιο, ντύθηκε βιαστικά στο χωλ, τίναξε τα μαλλιά της, κοίταξε γρήγορα τον εαυτό της στον καθρέφτη, αναρωτήθηκε μήπως είναι υπερβολική, μήπως κάνει ενδυματολογικά λάθη ή άλλα λάθη και, ψιθυρίζοντας το αγαπημένο της ρηθέν «ο αναμάρτητος τον λίθο πρώτος βαλέτω», πήρε την κούπα με τον υπόλοιπο καφέ και βγήκε από το σπίτι.
Οδηγούσε και κοιτούσε τον ήλιο. Τον κοιτούσε κατάματα. Τόσο που αργοπόρησε σ΄ ένα φανάρι και της κόρναραν. Καιρός για αναχρωματισμό ημέρας, σκέφτηκε, και αυτόματα χαμογέλασε. Πάντα πίστευε ότι η χαρά βρίσκεται στο ελάχιστο, στον καφέ, στη ζεστή κούπα που πιάνει κάποιος με τα δυο του χέρια, στη θέα ενός λουλουδιού μέσα στο μπετόν, στο σαπούνι που έχει άρωμα λεμόνι κι αφήνει μυρωδιά, στον ήλιο που βγαίνει μετά από τη μπόρα, αλλά αυτά είναι θεωρία και στη θεωρία ήταν εξαιρετική. Η διάθεσή της, ωστόσο, βελτιώθηκε. Άλλωστε, σήμερα έκανε εκ νέου την επανάστασή της, όρθωσε το ανάστημά της στην χθεσινή νύχτα, πρόταξε τη ζωή, αργοπόρησε και άλλαξε τη διάθεσή της. Αυτό κι αν δεν το λες επανάσταση ή έστω στάση ή τέλος πάντων κάτι.
Έξω από το κτίριο της εταιρείας που εργάζεται ως νομικός σύμβουλος πήρε βαθιά ανάσα, το ύφος της επιτυχίας και μπήκε μέσα. Μπροστά της εμφανίστηκε μια τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερη συνάδελφος, της ψιθύρισε πόσο λαμπερή έδειχνε και τη ρώτησε με ενοχλητική οικειότητα πώς πέρασε την προηγούμενη ημέρα, ή καλύτερα, τη νύχτα.
Κοίταξε τη νεαρότερη συνάδελφο με έκπληξη, της χαμογέλασε, ανασκουμπώθηκε και αγέρωχα ξεστόμισε τη λέξη «υπέροχα». Της κατέθεσε και κάποιες λεπτομέρειες για το πρωινό ξύπνημα, το ψωμί που άχνιζε, γιατί αυτός έσπευσε στον κοντινό φούρνο να της το πάρει, το φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι, τη χειροποίητη μαρμελάδα και τόσα πολλά που η νεαρότερη συνάδελφος βιάστηκε να φύγει. Έπειτα στάθηκε μπροστά στο ασανσέρ. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, πάτησε το κουμπί για τον 7ο όροφο και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Τότε της ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε ακούσει για την ψευδή μνήμη. Αν επαναλάβει την ιστορία της δύο τρεις φορές ακόμη μπορεί και η ίδια να την πιστέψει και τότε τα πράγματα θα αναχρωματιστούν.
Αννίτα Λουδάρου
Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι
Ο άνδρας έχει ήδη μια βδομάδα που ζει στο διαμέρισμα. Μετακόμισε σ΄ αυτή την γειτονιά του κέντρου που αγαπούσε από την εφηβική του ηλικία. Από τη πρώτη μέρα, ενώ άνοιγε τις κούτες της μετακόμισης, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει την πρόσοψη του απέναντι κτιρίου. Δεν εντόπισε τίποτα το πρωτότυπο: γλάστρες με μαραμένα λουλούδια, ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, κάποια απροσδιόριστης χρήσης κιτρινισμένα σημαιάκια και που και που κάποιον που έβγαινε να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Παρ’ όλα αυτά την ώρα που έβαζε τις κουρτίνες, είδε μια γυναίκα με μάτια κλειστά να τρέμει και να κουνάει τους ώμους με τρόπο ρυθμικό και την ίδια στιγμή δραματικό. Είχε τα μαλλιά της δεμένα αλογοουρά , με μια μωβ κορδέλα. Τρελαίνεται για την μωβ κορδέλα. ΄Όταν ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα της (ο άντρας χρειάστηκε να τα φανταστεί γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη για να τα διακρίνει), η ανάσα της έγινε πιο ταραγμένη και αφού κούνησε τα χέρια της λες και λογομαχούσε με κάποιον ο οποίος βρισκόταν εκτός από του οπτικού του πεδίου, κάθισε για να συνέλθει.
Η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε μέρα γύρω στις τέσσερις και διαρκούσε γύρω στα εννιά ή δέκα λεπτά. Ο άντρας κάνει διάφορες υποθέσεις για το ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες του κλάματος. Τίποτα όμως δεν τον ικανοποιεί. Αφού κλαίει πάντα την ίδια ώρα, αποκλείεται να πάσχει από κατάθλιψη. Όπως αποκλείεται, ο άνθρωπος που είναι εκτός οπτικού του πεδίου, να είναι καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, προς τον οποίο εκείνη απευθύνεται με οργή και σφοδρότητα κάθε μέρα γύρω στις τέσσερις.
Ο άντρας που ζει εκεί ήδη μια βδομάδα αρχίζει να αμφισβητεί την εξυπνάδα του. Ο φιλειρηνικός, εσωστρεφής και κάπως γκρίζος άνθρωπος, τα βάζει με τον εαυτό του. Θυμώνει, εκνευρίζεται, έρχεται σε εσωτερική σύγκρουση, η ένταση της οποίας ανεβαίνει. Με νευρικές κινήσεις συνεχίζει τις επόμενες μέρες να βγάζει πράγματα από κούτες. Κάνει διαλόγους φωνάζοντας. Ανεβασμένος στη σκάλα για να κρεμάσει το φωτιστικό χειρονομεί μ’ ένταση έναντι του εαυτού του.
Όπως κάθε απόγευμα, η γυναίκα έχει σκοπό να αρχίσει να κλαίει στις τέσσερις. Προηγουμένως είχε ζεστάνει τη φωνή της και ετοιμαζόταν να κλείσει τα μάτια για να συγκεντρωθεί στο έργο που κάνει πρόβα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σε κάποιο από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου είδε έναν άνδρα ανεβασμένο σε μια σκάλα να προσπαθεί να κρεμάσει ένα φωτιστικό. Παρατήρησε πως έκανε νευρικές κινήσεις και φώναζε σε κάποιον που δεν ήταν στο οπτικό της πεδίο. Είδε πως κουνούσε τους ώμους του με τρόπο ρυθμικό και δραματικό. Με το που ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα του ( χρειάζεται να τα φανταστεί γιατί βρίσκεται πολύ μακριά για να τα διακρίνει) νιώθει να θέλει να ξεσπάσει σε λυγμούς. Συνεχίζει να τον κοιτά και τις επόμενες ημέρες.
Υπάρχει μεταξύ τους μια μυστική συνεννόηση. Κι ας μην χρειάστηκε να κοιταχτούν ποτέ. Τέσσερις το απόγευμα είναι η ώρα που αρχίζουν να ερωτεύονται μεταξύ τους. Εισπνέουν και εκπνέουν μαζί, αργά και κρυφά πίσω από τα παράθυρα. Σε λίγο μια μικρή , κοινή τρεμούλα. Με την άκρη του ματιού γνωρίζει όλο του το σώμα μέχρι την άκρη από το καφέ κοτλέ παντελόνι του. Τρελαίνεται για το κοτλέ του ύφασμα και χρειάζεται δύναμη για να το αποχωριστεί. Με δυσκολία προχωράει να κλείσει το βράδυ τα παντζούρια. Αποστρέφοντας το πρόσωπο της , ασφαλίζει τον μεντεσέ με δύναμη , κάνει την καθημερινή ιεροτελεστία και πέφτει για ύπνο.
Το έργο ανεβαίνει σε τρεις βδομάδες. Η γενική πρόβα γεμίζει όλους με χαρά. Γυρίζει με το λεωφορείο στο σπίτι. Από την στάση μέχρι το σπίτι περπατάει βιαστικά. Φθάνει λαχανιασμένη και περνάει πρώτα από το απέναντι κτίριο. Ρίχνει στο γραμματοκιβώτιο μια πρόσκληση. Στο φάκελο έχει γράψει ” Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι”.
§
Λαμπριάνα Οικονόμου
Λουκάς
Τρίτη 8.49 μ.μ.
Διαβάζοντας το «Περηφάνια και προκατάληψη», υποθέτω θα είχες αγανακτήσει με τη μητέρα κα Μπένετ, που στην αρχική της μορφή υπήρξε ο Κέρβερος. Ο Άδης σε συνεργασία με τον Διάβολο, και άλλα χθόνια πνεύματα, ανέβασαν τον Κέρβερο στη Γη με προσωπείο γυναίκας, προκειμένου να εξαπολύει τη μίζερη πλεκτάνη της στα πλέον ανυπεράσπιστα πλάσματα: τα παιδιά της.
Διότι η Μάνα είναι το άγρυπνο μάτι του Κακού που, κατά την απαντή, ο νεοσύστατος ψυχισμός έντυσε με αγάπη.
Έχω κι εγώ μια μάνα∙ μια κοινότοπη μητέρα γεμάτη φιλοδοξίες ― για την κόρη της, όχι για την ίδια.
Τρίτη 8.58 μ.μ.
Από νωρίς ξεκίνησε να συναναστρέφεται με το enfant gateaux της τοπικής κοινωνίας, ώστε να προεξοφλήσει το λαμπρό μέλλον της κόρης.
Στις παιδικές μαζώξεις το θολερό πλην άοκνο μητρικό βλέμμα περιφερόταν στον χώρο σε αναζήτηση παρέας που άρμοζε στο προφίλ μου ― ή μάλλον στο δικό της.
Ασφαλώς, έκανα του κεφαλιού μου∙ ασφαλώς, στην επιστροφή άκουγα αναχρονιστικό εξάψαλμο προς πλύση εγκεφάλου.
Δεν άργησε να τον εντοπίσει.
Σε συνάντηση φίλων∙ ήσυχος, καλοβαλμένος, με πλούσιους γονείς και πέντε χρόνια μεγαλύτερος.
Τον έλεγαν Λουκά.
Με πατέρα καταδεκτικό και δικηγόρο.
Στον δρόμο για το σπίτι του, «έχουν το μισό Βροντάδο» έλεγε επιτονικά, ρίχνοντας με την άκρη του ματιού φαρμακερά βέλη.
Τρίτη 9.27 μ.μ.
Τον καλούσε στα παιδικά μου πάρτυ.
Ανταλλάσσαμε επισκέψεις, «κάνε παρέα στον Λουκά», την άκουγα να ψιθυρίζει κοιτάζοντας μόνιμα λοξά και αυταρχικά, καθώς περιδιάβαινε στον στενόμακρο διάδρομο του σπιτιού.
Η εικόνα που έχω στο μυαλό μου από τη μάνα μου δεν είναι το πρόσωπό της, αλλά ένα σομόν φόρεμα με περίτεχνα βολάν, λευκές γόβες να κινούνται σβέλτα στο μαύρο μωσαϊκό και σκόρπιες λέξεις να στροβιλίζονται συριστικά στο πέρασμά της και να επικαθίζουν στην παιδική καρδιά μου όπως τα σάπια φύλλα το φθινόπωρο.
Τρίτη 9.55 μ.μ.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Λουκάς ξεχάστηκε και, φοιτήτρια πλέον, συνέπεσα με τη μάνα μου στη Χίο.
«Θα πάω επίσκεψη στους Μαμάδες. Είναι και ο Λουκάς εδώ. Θα έρθεις μαζί μου».
Την κοίταξα με την ξινίλα του βαριεστημένου μετεφήβου και ούτε που κουνήθηκα.
Δεν πήγα, όμως εκείνη κατάφερε να τον σύρει έως στην πόρτα μας για να με δει.
Τη συνόδευσε ως άλλος ιππότης με το μπορντώ του αμάξι, του ζήτησε ευγενικά συγγνώμη που «ζούμε σε φολκλόρ γειτονιά».
Ένευσα βιαστικά και αδιάφορα για αντίο, ανταπέδωσε έναν διαδικαστικό χαιρετισμό και χάθηκε από τον συνοικισμό μας.
Δεν τον έχω δει από τότε.
Τρίτη 10.35 μ.μ.
Μιλώντας με τη μάνα μου προχθές, αναρωτήθηκα περιπαιχτικά τι να απέγινε ο Λουκάς.
«Αα… Ο Λουκάς είναι παντρεμένος εδώ και χρόνια. Το καλό πράμα φεύγει γρήγορα», απόσωσε με πικρία, σημάδι πως δεν τον έχει ξεπεράσει.
Μένη Πουρνή
Σικελικοί Μεσημβρινοί
Ιταλία
Αγαπημένε Ίων,
Ο Τσέζαρε ντι Αμπελίνι στεκόταν ανήσυχος και αγέρωχος μπροστά στην είσοδο του Πανεπιστημίου, όπως ακριβώς μου είπες. Δεν φαίνεται είκοσι εννιά όπως μου έγραψες αλλά γύρω στην ηλικία μας, δηλαδή δεκαεννιά. Με προσφώνησε από μακριά με το εθνωνύμιο μου αιφνιδιάζοντάς με και εντυπωσιάζοντάς με ταυτόχρονα. Έπειτα βάλθηκε να κουνάει ρυθμικά τα χέρια του και να φωνάζει εξίσου ρυθμικά: «Καλάμπρια, Καλάμπρια!». Η ώρα που είχες ορίσει το ραντεβού μας συνέπιπτε με την ώρα αιχμής των πανεπιστημιακών μαθημάτων ώστε ο χώρος κατακλυζόταν από στίφη φοιτητών αλλά και καθηγητών σε κάποιους από τους οποίους θα παρουσίαζα στο εγγύς μέλλον την εργασία μου για τα αρχαία ελληνικά θέατρα στα γκραικάνικα! Μέχρι να πλησιάσω ο Τσέζαρελικνιζόταν ήδη σ’ ένα χορό που εξωτερικά έμοιαζε με βαλς όμως στα δικά μου μάτια θύμιζε ξεκάθαρα στο βάθος του αρχαίο χορό μυστών στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αργότερα θα μου εξομολογούνταν το ίδιο βράδυ με σένα με μικρή χρονική διαφορά πως θέλοντας να τιμήσει την αρχή της συνεργασίας μας μελέτησε για πολλές ώρες όσα στοιχεία μπόρεσε να βρει για τον χορό στην αρχαία Ελλάδα, αν και το αποτέλεσμα εκ των υστέρων εκτιμούσε πως ήταν κάτι ανάμεσα σε οργιαστικό χορό Μαινάδων, χορογραφία αφής ολυμπιακής φλόγας και ταραντέλλατης Κάτω Ιταλίας-σύμφωνα πάντα με τη γνώμη του. Εννοείται πως προηγήθηκε εσού!
Εκείνη την εποχή ήμουν ήδη ενταγμένη στην Quark αλλά κανείς εάν ο διπλανός του ανήκει ή δεν ανήκει ήδη εκεί παρά μόνο εάν ενταχθεί κάποτε και ο ίδιος και περάσει αρκετός καιρός. Ο Τσέζαρε βρισκόταν στα τελευταία στάδια του κατηχούμενου, αν και αυτό δεν μας απασχόλησε καθόλου εξαρχής. Ήταν μέσα Μαΐου και η ζέστη είχε αρχίσει να κάνει από τόσο νωρίς την παρουσία της στο Παλέρμο. Με το πέρας των εργασιών μου στο Μεταπόντιο και ενώ ο ντόπιος βοηθός μου ήταν εκείνος που επέμενε να συνταξιδέψουμε με το αυτοκίνητό του για να μου υποδείξει κάποια σημεία ιδιαίτερης ομορφιάς στον ισθμό της Μεσσίνα με παράτησε σύξυλη. Έτσι καθώς οι κοινές ρίζες Κατωιταλιωτών και Ελλήνων πάντα κάνουν το θαύμα τους, βρέθηκα να ταξιδεύω οργισμένη στα όρια της ευπρέπειας με το λεωφορείο της γραμμής. Ο κλιματισμός ήταν μισοχαλασμένος αλλά αυτό δεν φαινόταν να απασχολεί ούτε τους Βορειοευρωπαίους τουρίστες πόσω μάλλον τους ντόπιους που γνώριζαν από πρώτο χέρι την κατάσταση. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, δεν διέθετα την απαραίτητη ψυχική ηρεμία για να ανακαλύψω μόνη μου τα κρυμμένα γοητευτικά μυστικά της πύλης της Σικελίας. Έτσι έμεινα με την εντύπωση πως πήγε ολότελα χαμένη η ευκαιρία να δω ένα μέρος του κόσμου που, όντας κι εγώ ένας απλός άνθρωπος που έκανε χρήση πρσφερθέντων προνομίων επειδή είχα την τύχη να συμπεριληφθώ στις εξαιρέσεις της ζωής και να εκμεταλλευτώ την επιχορήγηση για την εκπόνηση μελέτης για την ηχητική και την ακουστική των αρχαίων θεάτρων της Μεγάλης Ελλάδας από την Quark καθώς θεώρησαν πως θα μπορούσαν να προκύψουν κάποιες απειροελάχιστες μικροδιαφορές ικανές να αποδείξουν την επίδραση της γεωγραφίας του τόπου και των αντιλήψεων της περιοχής σχετικά με την αρχιτεκτονική , την αισθητική, την επιλογή της τοποθεσίας, ακόμη και το πώς επέλεγαν να διαχέεται ο ήχος κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων, δεν θα είχα εύκολα την ευκαιρία να δω ξανά.
Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα πως είχα κλειστά τα μάτια σε ό,τι υπήρχε γύρω μου εκτός της εργασίας ή ό,τι θα άφηνα στην άκρη τα της εργασίας για να ξεφαντώσω πριν με καταλάβουν και αρχίσουν τα ζόρια στη χρηματοδότηση. Όμως αργότερα, όταν ο Τσέζαρε θα μου απαριθμούσε τις ομορφιές και τη γραφικότητα της Μεσσίνα, θα περνούσαν όλα μπροστά από τα μάτια μου σαν να τον είχα πραγματικά δίπλα μου και να με ξεναγούσε όταν, ενόσω σκούπιζα διακριτικά τον ιδρώτα μου έπρεπε ωσάν άλλος μέγας Ναπολέοντας κρατούσα τα χρονοδιαγράμματα της αποστολής μου, η αφήγησή του με ηρεμούσε αφού δεν θα είχα γνωρίσει ακόμη τον βεζουβιακό χαρακτήρα του. Αν και στο άγραφο προφορικό συμβόλαιο της Quarkαναφερόταν πως παράλληλα με την άρτια τεχνική υποστύλωση της χρηματοδοτούμενης αποστολής έπρεπε να παρουσιάσω και την ηθική, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να αποδείξω πειστικά ότι υπήρξε άμεση διάδραση και με το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον. Οι περισσότεροι συνήθως επικαλούνταν αυτόπτη μάρτυρα εγώ μάλλον θα έκανα επίκληση στο Άγιο Πνεύμα. Ωστόσο, εφόσον είχα δεθεί με λόγο συμβόλαιο, που αποτελούσε την πιο άμεση και φυσικά εκπορευόμενη από το ανθρώπινο θυμικό δέσμευση και φανερώνει απροκάλυπτα πλέον την πιο ειλικρινή και πηγαία πρόθεση, την έκανε ως εκ τούτου λιγότερο πιθανό να αθετηθεί μιας και αποτελεί συγχρόνως την πιο ανεξήγητα μεταφυσικής δύναμης διάδραση, που δύσκολα δεν θα συνέδεα τα γεγονότα αυτά με μια τύπου θεϊκή αποκάλυψη στην Φατίμα της Πορτογαλίας και ακόμη πιο δύσκολα θα γίνονταν πιστευτά όταν θα τα ανέφερα στην αρμόδια Quark επιτροπή.
O Τσέζαρε δεν ήταν ακόμη φορτωμένος με καμιά παρόμοια έννοια το επίμαχο εκείνο χρονικό διάστημα, όπως κι εγώ. Όμως για να μας έχουν θέσει οι κουαρκικοί ιθύνοντες σε υπό ένταξη καθεστώς σήμαινε πως πιθανότατα από την πρώτη στιγμή είχαν διακρίνει μέσα μας τα ζητούμενα χαρακτηριστικά σε λανθάνουσα μορφή. Δηλαδή όταν δουν πως κάποιος τους κάνει ορμούν, όπως τα γεράκια του Πενταγώνου που δεν χάνουν καμιά ευκαιρία να διεξάγουν κερδοφόρους πολέμους στο όνομα των από αυτών αποκαλούμενων ηθικών αξιών (μόνο που στην Quark όσο κι αν φαίνεται στους μέσα και στους έξω ηθικά διάτρητη, οι πολύ μέσα ξέρουμε πως κάθε φορά έχει προηγηθεί το πιο σπιθαμή προς σπιθαμή λεπτομερές ηθικό ψιλοκοσκίνισμα-τι να γίνει που οι αποφασιστικοί επικεφαλής μας θέλουν να φέρουν σε πέρας ό,τι αναλαμβάνουν αλλά και να είναι όσο το δυνατόν πιο σίγουροι τι ακριβώς δεσμεύονται να αναλάβουν).
Όταν μου τον πρότειναν οι γνωστοί μου στην Ιταλία, οι Quark σύνδεσμοι που γνώρισα όσο καιρό έκανα τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για να προχωρήσω στην εκτέλεση της εργασίας μου, η οποία, όπως έδειχναν τα πράγματα θα αποτελούσε το πρόπλασμα της μελλοντικής μου διατριβής μου, μού είχαν δώσει την εντύπωση πως εκτός από καλός γνώστης της περιοχής, σπούδασε φυσική ή κάτι παρόμοιο καθώς όταν μίλησα με τους υπεύθυνους προκουαρκικούς συνδέσμους (έτσι ονομάζονται όσοι επιθυμούν να βοηθήσουν την κυρίως Quark αλλά δεν θεωρούν εαυτόν ικανό να αναλάβουν εσωθεσμικά καθήκοντα) που είχαν αναλάβει να με φέρουν σε επαφή μαζί του άρα θα υπήρχαν αρκετά περιθώρια συνεννόησης. Προϋπόθεση; Να μην γινόταν καμιά αναφορά στο όνομα «Quark».
Νομίζω εξυπακούονταν από την αρχή πως δεν υπήρχε αντίρρηση επί τούτου.
Πλησιάζοντας ολοένα και πιο κοντά στον καινούργιο μου περιηγητή και ξεναγό, είχα την δυνατότητα με κάθε βήμα που μίκραινε κατά τι την απόσταση ανάμεσά μας να παρατηρώ με μεγαλύτερη διαύγεια παπούτσια περασμένο στον ώμο του, το ένα εμπρός και το άλλο στην πίσω πλευρά με τα δεμένα τους κορδόνια να παίζουν το ρόλο της φάλαγγας. Σε δεύτερη ματιά και στην ουσία, σε τρίτη διαπίστωσα πως επρόκειτο για ένα ζευγάρι μποτίνια! Εντάξει κλειστά παπούτσια μα μποτίνια στα μέσα Μαΐου! Μιλάμε για εντελώς άλλη διάσταση! Ήλπιζα μονάχα να μην μύριζαν αναλογιζόμενη τη φλογερή ιδιοσυγκρασία των Κατωιταλιωτών και Σισιλιάνων που ακόμη και μετά τις πρώτες συστάσεις συνηθίζουν να σε ασπάζονται ένθερμα. Όταν τελικά έφτασα σε απόσταση ικανή να ανταλλάξουμε χειραψία εξακρίβωσα πως ήταν απλά ένα ζευγάρι παγοπέδιλα… Παγοπέδιλα στον ώμο ενός αγνώστου εν μέσω θέρους στη Σικελία!
Υπήρχε, ωστόσο, και η θετική διάσταση: ο Τσέζαρε απορροφήθηκε τόσο από το έκπληκτο ύφος μου που άφησε κατά μέρος την σισιλιάνικη εκρηκτικότητά του και περιορίστηκε-προς τεράστια ανακούφισή εναπομείναν σημάδι που μαρτυρούσε κάπως εκείνη τη στιγμή τις λατινικές ρίζες του.
Αργότερα σε κάποια συζήτηση που θα κάναμε για τις ομοιότητες και τις διαφορές Ελλήνων και Λατίνων θα καταλογίζαμε αλλήλους υπερβολικό μέτρο στους Έλληνες με αποτέλεσμα να συμβάλλει στο μετρημένο χαρακτήρα των λαών της δυτικής Ευρώπης και υπέρμετρο πάθος στους Λατίνους που εκτροχίασε τους Ανατολικούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων.
-Καλώς σας ευρήκα! Απάντησα και ο ενθουσιασμός ξύπνησε πάλι μέσα του τον προσωπικό του Βεζούβιο ώστε να μην αποφύγω εν τέλει τους ασπασμούς και τα φιλιά.
– Πώς και ήρθατε από τα μέρη μας; με ρώτησε αμέσως μετά στα αγγλικά με την τραγουδιστή προφορά της Νάπολι ή κάποιας άλλης νότιας επαρχίας καθώς το αυτί μου δεν είχε εξασκηθεί ακόμη αρκετά για να μπορώ να ξεχωρίζω τις ντοπιολαλιές ανά περιοχή.
-Λοιπόν, για μην πολυλογώ ήρθα να ρίξω μια ματιά για να δω τι τράβηξε προς τα εδώ τους πολύαινους αρχαίους προγόνους μας, είπα κι έβαλα το χέρι μου αντήλιο ρίχνοντας επιδεικτικά μια ματιά γύρω.
Ο Τσέζαρε φάνηκε πως δοκίμασε ένα μικρό κύμα φρίκης.
-Τι λέτε; Δεν είναι, πραγματικά, ένας από τους σπάνιους και τελευταίους ευρωπαϊκούς παραδείσους; η φωνή του λύγισε φουσκωμένη από υπερηφάνεια ενώ ακούμπησε παράλληλα το χέρι του στον ώμο μου.
-Θα έλεγα πως πρόκειται για μια από τα ίδια! Γι’ αυτό άλλωστε…
-Μα τι ακριβώς εννοείτε; μπορούσα στα λόγια του να αισθανθώ ξεκάθαρα πως είχε πειραχτεί όσο κι αν πάσχιζε να το κρύψει.
-Ω, μην είστε προπέτης! Πάντα να αφήνετε τον άλλο να εκθέσει και να αιτιολογήσει την άποψή του! Λοιπόν, ήθελα να πω πως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εάν επρόκειτο να εκπατριστούν θα έπρεπε να διαλέξουν και νέο τόπο εγκατάστασης. Τι πιο φυσικό να διαλέξουν κάποιον τόπο που τους θυμίζει την πατρίδα που άφησαν πίσω και , όπως προείπατε, ισοδυναμεί για τον καθένα με τον επίγειο παράδεισό του, τώρα είχε θιγεί ο δικός μου φυσικός εγωισμός.
-Δεν παρεξηγούμαι με τα λόγια σας. Απλά πιστεύω πως αφήνετε να εννοηθεί ότι είμαστε μια γεωγραφική ρεπλίκα και τίποτ’ άλλο των ελληνικών μητροπόλεων! συνέχισε στον ίδιο έντονο τόνο. Παρακαλώ, αν κάνω λάθος, έχετε το ελεύθερο να με διορθώσετε!
-Αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια΄ οι Ευρωπαίοι νεοάποικοι που εγκαταστάθηκαν τόσο στην Αμερική όσο και στην Αυστραλία μήπως δεν μετέφεραν αυτούσια ονομασίες, θεσμούς, ακόμη και αρχιτεκτονικά στυλ στη νεήλυδα γη; δυνάμωσα έτι περισσότερο την αψιμαχία.
-Εάν εξαιρέσεις την απογοητευτική εξέλιξη, παραδίνομαι! έδωσε εκείνος με τη σειρά του απρόσμενο τέλος.
Ο Τσέζαρε σήκωσε ψηλά τα χέρια και τα παγοπέδιλα κύλησαν απ΄ τον ώμο του και ενώ έσπευσα αμέσως να τον βοηθήσω, εκείνος προπορεύτηκε κατά πολύ εμού και τα έπιασε σχεδόν στον αέρα. Θα ορκιζόμουν πως τα έπιασε σχεδόν διαισθητικά χωρίς καν να στρέψει το βλέμμα του προς τα κει. Ωστόσο η κάψα του μεσημεριού και το άδειο στομάχι ήταν μάλλον κακοί σύμβουλοι για να είμαι απόλυτα βέβαιη.
-Ασυναγώνιστος συνδυασμός δράσης-αντίδρασης! βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη μου.
-Ευχαριστώ! Το εκτιμώ από έναν σπεσιαλίστα του είδους! ανταπέδωσε.
Τελικά και η παγκοσμίως διασπαρμένη Quarkκοινότητα δεν ήταν παρά ένα μικρό κεφαλοχώρι της Σικελίας όπου τα νέα ανακυκλώνονται σε λίγες ώρες και όταν αρχίζει ο νέος κύκλος ζήτημα είναι αν έχει μείνει κάποιο δομικό στοιχείο περίπου ίδιο με το προηγούμενο.
-Και η δική σας δουλειά είναι…
-…Ερασιτέχνης παγοδρόμος στην ψυχή και στην καρδιά, απόφοιτος του τμήματος Πληροφορικής του πανεπιστημίου Ρώμης στο νου. Όπως βλέπεις, η ζωή στο απολίτιστο Λάτιο συνεχίζεται και μετά την απομάκρυνση των ενδόξων προγόνων σας! δεν άντεξε να μην πετάξει κι αυτός το καρφί του.
-Τα συγχαρητήρια μου για τα προσόντα σας αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εννοούσα πως κρέμεστε από τα δέντρα, για όνομα του Θεού! Είπε θιγμένη για ακόμη μια φορά.
Ο Τσέζαρε εξακολουθούσε να με κοιτάζει καχύποπτα.
-Για να τελειώνουμε με την ευθιξία περί εθνικής υπερηφάνειας, απλά πιστεύω πως εφόσον οι αρχαίοι ημών ως σώφρονες άνθρωποι, ακόμη κι όταν έφευγαν με την ευλογία του μαντείου, δεν έπαυαν να κατευθύνονται στο άγνωστο σε μια εποχή που τα θαλάσσια ταξίδια ήταν πολύ επικίνδυνα, να ψάχνουν κάποιου είδους ασφάλεια που εάν την πρόσφεραν τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της νέας πατρίδας που θύμιζαν την μητρόπολη, ακόμη καλύτερα, είπα κι έψαξα την τσέπη μου μήπως βρισκόταν κανένα τελευταίο τσιγάρο. Εάν εξακολουθείς να εμμένεις στην πληγωμένη σου εθνική αξιοπρέπεια, ας τελειώσει φιλικά εδώ η συνεργασία μας στην αρχή της. Αλλιώς ακολούθησέ με προς την πόλη.
Για να ολοκληρώσω τη συνέπεια που ήμουν αποφασισμένη να επιδείξω στην ήδη λεκτικά διατυπωμένη αδιαλλαξία μου, άρχισα να περπατάω προς την πόλη με ένα σύννεφο καπνού να έρχεται στο κατόπι μου. Κόβοντας δρόμο από το διπλανό παρτέρι ήρθε και στάθηκε απέναντί μου σε απόλυτο κοντράστ με τον ήλιο, έτσι που εάν δεν είχα από φυσικού μου την έμφυτη περιέργεια να παρατηρώ προσεκτικά ανθρώπους και αντικείμενα είτε αυτά θεωρούνταν σημαντικά από τους περισσότερους ανθρώπους, ίσως και να πίστευα ότι μου έκαναν επίθεση. Ωστόσο δεν μου άφησαν περιθώρια τόσο η εκρηκτική ιταλιάνικη ιδιοσυγκρασία του Τσέζαρε όσο και το ζευγάρι με τα παγοπέδιλα που κράδαινε-τώρα-στα χέρια του (εδώ που τα λέμε, τα έχει τα λεφτά του ένα καινούργιο ζευγάρι-χώρια που, όπως θα μου έλεγε αργότερα, είναι ολόκληρη διαδικασία το να στρώσει στα πόδια σου ένα νέο ζευγάρι).
Θανάσης Σ. Σκούρας
Το αγκομαχητό του γαϊδάρου
Μπροστά πήγαινε ο σκύλος, ακολουθούσε ο παππούς καβάλα στο γαϊδούρι, και παραπίσω η γιαγιά φορτωμένη με ό,τι περίσσευε και δε χώραγε στο σαμάρι. Ο σκύλος, ένα μαύρο κυνηγόσκυλο για πουλιά, πουλόσκυλο ή της φέρμας η ράτσα του, έριχνε κλεφτές ματιές πίσω του για να βλέπει που βρίσκεται η παρέα του. Όταν ξεμάκραινε, κοντοστέκονταν με χάρη ανεβάζοντας το ρύγχος του ψηλά για να ανιχνεύσει τον αέρα και να εντοπίσει θηράματα. Απορροφημένος στις μυρουδιές, ένοιωθε πότε πότε τη μουσούδα του γαϊδάρου να τον σπρώχνει να ξανανοίξει τον βηματισμό του. Ο γάιδαρος ποτέ δεν τον προσπερνούσε. Ήταν αυτός που κανόνιζε το ρυθμό με τον οποίο βάδιζε το καραβάνι σε μια διαδρομή που την ήξερε πέτρα-πέτρα.
Με την ίδια σειρά έμπαινε η παρέα και στην αυλή του σπιτιού, και με το ενθουσιώδες γαύγισμα του σκύλου να αναγγέλλει την άφιξή της . Η γιαγιά στη συνέχεια, κατέβαζε ό,τι φορτίο υπήρχε στο σαμάρι, και έφερνε μια καρέκλα για να ξεπεζέψει με ασφάλεια ο παππούς από το γάιδαρο, προς μεγάλη ανακούφιση του ζωντανού, γιατί ο παππούς ήταν βαρύς ενώ η γιαγιά ήταν αδύνατη και αλαφροκόκκαλη. Τη σκηνή εκφόρτωσης παρακολουθούσε και ο σκύλος
Αυτή την εικόνα αντίκριζε η μικρή Φαίδρα τα καλοκαιριάτικα σούρουπα όταν παππούς και γιαγιά επέστρεφαν σπίτι από τον μικρό τους κτήμα έξω από το χωριό. Εκεί, στον μικρό τους ελαιώνα, είχαν τον κήπο τους και τα ζωντανά τους, κότες, πάπιες, κατσίκες. Έφευγαν πρωί πρωί και έπαιρναν μαζί τους τροφή για όλη τη μέρα. Σε ένα μικρό καλυβόσπιτο, που είχαν όλα τα χρειαζούμενα για τις δουλειές στο κτήμα, ξεκουράζονταν τα μεσημέρια. Ξάπλωναν στο μοναδικό κρεβάτι, ούτε νιόπαντροι να ήταν.
Το εννιάχρονο κορίτσι είχε έλθει με τη μαμά του στο χωριό για τις διακοπές του δεκαπενταύγουστου. Ο μπαμπάς έλειπε, γιατί εδώ και ένα εξάμηνο ήταν σε διάσταση με τη μαμά .
«Παππού δεν το αγαπάς το γαϊδουράκι;» του είπε ένα βράδυ, καθώς χάιδευε τη μουσούδα του ζώου, τη στιγμή που εκείνος περίμενε τη γιαγιά να φέρει την καρέκλα και να ξεκαβαλικέψει.
«Πολύ το αγαπώ, γιατί το ρωτάς;» απάντησε στην εγγονή του.
Καθώς η μικρή Φαίδρα συνέχιζε να χαϊδεύει τη μουσούδα του ζωντανού, αισθάνθηκε κάποια στιγμή το έντονο φύσημα από τα ρουθούνια του, και σαν να ένοιωσε το λαχάνιασμά του και το αγκομαχητό του στην διαδρομή, επανήλθε.
«Γιατί τότε θα έμπαινε και η γιαγιά καβάλα για να το ξεκουράσει».
Κόκαλο ο παππούς. Έψαχνε να βρει τι θα πει στην εγγονή του για να δικαιολογήσει τόσο την κούραση του γαϊδάρου από το βάρος του, αλλά κυρίως την μόνιμη πεζοπορία της γιαγιάς. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η γυναίκα του, που καθώς στερέωνε την καρέκλα για να πατήσει και να κατέβει, είπε στη Φαίδρα.
« Ο παππούς δουλεύει πολύ στο κτήμα και κουράζεται. Έτσι στην επιστροφή είναι πολύ κουρασμένος και γι’ αυτό μπαίνει αυτός καβάλα. Ύστερα ο γάιδαρος είναι και γέρος ».
« Να του δώσετε σύνταξη αφού είναι γέρος» πρότεινε το εννιάχρονο κορίτσι.
Παππούς και γιαγιά ζούσαν ευτυχισμένοι μέσα στις ισορροπίες της πορείας της ζωής τους που κυλούσε ήρεμη κι ευτυχισμένη, χωρίς μεγάλες στενοχώριες και αγωνίες. Ο καθένας τους μπορούσε εύκολα να νοιώθει την επιθυμία και την πρόθεση του άλλου. Μόνο ο πρόσφατος χωρισμός της μοναχοκόρης τους Ελένης, της μάνας της Φαίδρας, τους είχε στενοχωρήσει πολύ. Της γιαγιάς δεν της βάσταγε η καρδιά να είναι καβάλα αυτή και ο άνδρας της πεζός. Και οι δυο τους είχαν εσωτερικεύσει τους κανόνες της μικρής κοινωνίας που δε γνώριζε τι θα πει ανωνυμία, κάτι που απλώνεται στις μεγάλες πόλεις, και πειθαρχούσαν. Όμως τα ερωτήματα της εγγονής της, της δημιούργησαν ένα αίσθημα από μελαγχολική διάθεση και από χαρά για κάτι που υπήρχε στη γενιά της και που φτάνει στο τέλος της στις νέες γενιές..
Με την παρέμβαση της γιαγιάς ο παππούς κέρδισε χρόνο για να σκεφτεί μια κάποια «αξιοπρεπή» απάντηση στην ερώτηση της εγγονής της.
«Καμιά φορά αλαφιάζει το γαϊδούρι και μπορεί να τη ρίξει τη γιαγιά», πρόσθεσε φανερά ικανοποιημένος.
« Τι πάει να πει αλαφιάζει το γαϊδούρι , γιατί να τη ρίξει τη γιαγιά;», επανήλθε η μικρή.
«Πάει να πει ξαφνιάζεται, αγριεύει » παρενέβη η Ελένη, για να εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη και όχι γιατί ο παχουλός παππούς μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τον αλαφιασμένο γάιδαρο.
Το ‘φερνε από δω το πήγαινε από εκεί , ο παππούς δυσκολεύονταν να τεκμηριώσει κάτι που ήταν αυτονόητο για τη μικρή κοινωνία του χωριού. Ότι δηλαδή οι άνδρες μπαίνουν καβάλα στα άλογα ή στα γαϊδούρια και οι γυναίκες ακολουθούν πεζές.
Η μικρή όμως συνέχισε να ζητάει εξηγήσεις για όλα όσα έβλεπε και την «αλάφιαζαν».
«Εδώ στο χωριό μόνο οι άνδρες κουράζονται;»
« Πώς το κατάλαβες Φαίδρα;» ρώτησε ο παππούς.
« Γιατί όλο αυτοί μπαίνουν καβάλα στα γαϊδουράκια».
Πάλι ξανά κόκαλο ο παππούς. Το εθιμικό δίκαιο της μικρής κοινωνίας εικονογραφούνταν στο μυαλό του μικρού παιδιού και οι εικόνες ζητούσαν εξηγήσεις. Την άλλη μέρα ο παππούς ετοίμασε μια έκπληξη στην εγγονή του. Κατέβηκε από το γάιδαρο πριν φτάσουν στο σπίτι και έκατσε για λίγο στην αυλή του φίλου του Μηνά.
« Αν θες, μπες εσύ καβάλα» είπε στη γυναίκα του, «να κάνουμε την έκπληξη στη Φαίδρα». Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε, η πράξη αυτή δεν αντέστρεφε τις ιεραρχίες τους.
Μετά από λίγο, στην αυλή του σπιτιού το σκύλο ακολουθούσε ο γάιδαρος με τη γιαγιά καβάλα. Μπροστά σε αυτή την εικόνα η Φαίδρα, σαν να ένοιωσε πως συμμετείχε σε αυτή την αλλαγή σκηνικού, ρώτησε με αγωνία τι έπαθε ο παππούς.
Την ημέρα που ξεπροβοδούσε την κόρη του και την εγγονή του για το ταξίδι της επιστροφής τους στην πόλη, ο παππούς έφερνε στο μυαλό του εικόνες από την επόμενη επίσκεψη της Φαίδρας. Την επόμενη φορά που η μικρή θα έχει μεγαλώσει όχι μόνο σε μπόι αλλά και σε βάθος , θα θέλει να με δει να πλένω και τα πιάτα. Έτσι τη μαθαίνει η μάνα της, Γι’ αυτό χώρισε και με τον άνδρα της, σκεφτόταν ο παππούς. .
Μαρία Στρίγκου
της Δώρας
Όποτε δεν ξέρω τι να κάνω, συχνά δεν κάνω, αφήνω να ‘μαι, στήνω αυτί ν’ ακούσω τη φωνή σου. Άλλοτε την ακούω απ’ το φωταγωγό. Άλλοτε πάλι απ’ την απότιστη γλάστρα. Φέρνει τα τραίνα της Κωνσταντινουπόλεως καταπάνω μου η χροιά της. Σφυρίζουν θυμωμένα αυτά και ξερνάνε καπνούς στα καθαρά μου ρούχα περιγελώντας με.
«Δεν θυμάσαι; – μου λες – Ταξιδεύω μέσα σ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο για τη Βουλγαρία. Ο ουρανός δεν είναι γαλανός πια. Μη με ξυπνάς για ψύλλου πήδημα. Κοιμάμαι βαθιά. Κι αισθάνομαι τόσο κουρασμένη!»
Μετά βρίσκομαι με το κεφάλι βυθισμένο κάτω απ’ τα νερά. Βλέπω μικρούς αχινούς και ψαράκια πολύχρωμα. Απλώνω τα παπαριασμένα μου δάχτυλα να μαζέψω κοχύλια. Οι πνεύμονές μου με τσούζουν απ’ την πίεση του νερού, τ’ αυτιά μου βουίζουν.
Στην παραλία με τη μοναχική ομπρέλα οι πρασινάδες καήκανε απ’ το λιοπύρι. Οι βράχοι ξεθύμαναν. Το παρελθόν έγινε παραίσθηση. Το ξεθωριασμένο πράσινο των ματιών σου τότε γίνεται περικοκλάδα που σκαλώνει στους ώμους μου. Τυλίγεται γύρω απ’ τα μπράτσα μου. Εισχωρεί στους βλεννογόνους μου.
«Παραπονιέσαι που ζεις; – με ρωτάς, πάντα ρωτούσες, δε μάλωνες ποτέ – άμα σε κουράζει η θάλασσα βγες στη στεριά και γέρασε ήσυχα. Δε βλέπεις εμένα; Δε γέρασα. Δεν θα γεράσω ποτέ. Έγινα θάλασσα και ταξιδεύω όπου θέλω. Αιώνια.»
Κάπου στο Αιγαίο υπάρχει ένας ψαράς που στάζει τσίπουρο στα κύματα εις μνήμην, σε κάθε μπάρκο. Κοιτά τον ήλιο κι ύστερα κάνει το σταυρό του.
«Θεέ μου κάνε με να πάψω να ‘μαι αχάριστος – ψιθυρίζει με δέος – ζω!»