Συνεχίζουμε και στον μήνα Μάιο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Ηρώ Τζ. Βλασερού, Κατερίνα Μάρου, Μάρθα Μελίσση, Ελένη Μπλιούμη, Σωτήρης Παλάσκας, Μάρα Σαφαρίδου, Νίνα Φωτιάδου, Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Ηρώ Τζ. Βλασερού
Tο «Στενό»
Ήταν πολλά αυτά που τη δένανε με την κόρη της. Κυρίως ότι μεγάλωσαν και οι δυο χωρίς πατέρα. Ο δικός της, ένας μέθυσος που έδερνε τη μάνα της, και της Άζη απλώς απών. Ένα ατύχημα της μιας βραδιάς, κάτι που διέλυσε το γάμο της κυρίας Μπένια. Για αυτήν ο κόσμος γύρω της έμοιαζε με σκάκι, δεν χρειαζόταν το ζάρι για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, μόνο τις σωστές κινήσεις. Δεν υπήρξαν φωνές, ούτε τσακωμοί. Ο κύριος Μπένιας, ο σύζυγός της, ένας ήσυχος άνθρωπος, έβγαλε το διαζύγιο με συνοπτικές διαδικασίες. Η «μεγάλη ζωή» μπορεί να σταμάτησε εκεί για την κυρία Μπένια, αλλά δεν της στέρησε το δικαίωμα της κηδεμονίας, ούτε το παχυλό τσεκ κάθε μήνα για τον γιό τους, τον Νίκο.
Με το διαζύγιο πήρε μία από τις επιχειρήσεις τους, ένα μικρό μπαράκι στο «Στενό», και για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή της αναγκάστηκε να δουλέψει. Ήταν μια γυναίκα που πάντα φρόντιζε πρώτα τον εαυτό της και η εμφάνιση της το αντανακλούσε. Η παρουσία της και οι προτιμήσεις της στη διασκέδαση έκαναν το μπαρ της ανάρπαστο, στέκι για τους παρακμιακούς. Μα το μηνιάτικο εξατμιζόταν, στις κύριες πλέον ανάγκες της, τα ναρκωτικά. Κάπως έπρεπε να μοιάσει του πατέρα της, άλλωστε. Αυτό όμως δεν άργησε να αποκαλυφτεί. Στα δεκάξι του, ο Νίκος την έπιασε σε μια «άβολη» κατάσταση και διαπίστωσε τον εθισμό της. Ο κύριος Μπένιας το πληροφορήθηκε και το έξτρα εισόδημα και ο γιος έκαναν φτερά.
Μετά από μήνες καταναγκαστικής στέρησης ξύπνησε στο κρεβάτι του πιο γνωστού εμπόρου ναρκωτικών και το θεώρησε ως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της. Η συνέχεια ήταν τζάμπα ναρκωτικά και δικτύωση για όσο κατείχε αυτή τη θέση. Το μπαρ έγινε μέρος για κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα. Όμως, όλα τα καλά πράγματα φτάνουν στο τέλος τους και η κύρια Μπένια έπρεπε να ανταπεξέλθει σε αυτό το μαρτύριο. Έτσι, αποφάσισε να διαμορφώσει το καλύτερό της πιόνι. Η κόρη της, ένα ακατέργαστο διαμάντι, στα χέρια ενός έμπειρου τεχνίτη έλαμψε. Το πρόσωπό της έμοιαζε με πορσελάνινης κούκλας και η φωνή της διατηρούσε μία παιδική αθωότητα. Η εμπιστοσύνη που ενέπνεε εδραίωσε την παρουσία της, πρώτα σαν ντίλερ στα μεταμεσονύκτια τραπέζια του μπαρ και μετά σαν μπουκερ στους παράνομους αγώνες μηχανών που διοργάνωνε η τοπική συμμορία.
Δεν άργησε να την σπρώξει σε πιο σκοτεινά μονοπάτια και η Άζη κατέληξε να εργάζεται ως βαποράκι, με πελάτες κυρίως συμμαθητές και κάποιους εκλεκτούς καθηγητές. Συχνά, κάποια γραμμάρια «χάνονταν» στις συναλλαγές, ή έτσι τουλάχιστον τη δασκάλευε να λέει. Τα πάντα πήγαιναν βάσει σχεδίου, αλλά η κυρία Μπένια κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν ένας νεαρός συνεργάτης της Άζη άρχισε να φέρεται περίεργα. Η Άζη, στην προσπάθειά της να αποτρέψει το κακό, άρχισε να γίνεται μυστικοπαθής, με ενοχικό βλέμμα, πράγμα που δημιούργησε υποψίες στην κυρία Μπένια. Όταν παρατήρησε ότι τα μάτια του νεαρού δεν ξεκολλούσαν από τις κινήσεις της κόρης της και προσπαθούσε συνεχώς να την ξεμοναχιάσει, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να επέμβει.
Η καμπάνα του Αγίου Νικολάου χτύπησε τέσσερις φορές, ξημερώματα Σαββάτου, η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει νωρίτερα έδιωξε την καλή διάθεση και τους συνήθεις θαμώνες, το μπαρ ήταν άδειο πέρα από έναν ξεχασμένο μέθυσο. Η κυρία Μπένια τον παρατηρούσε να παραπατάει ανάμεσα στις καρέκλες για την έξοδο, το τελευταίο του ουίσκι, σχεδόν ανέγγιχτο, θα χυνόταν πίσω στο μπουκάλι. Η πόρτα έκλεισε πίσω του με έναν γδούπο και η κυρία Μπένια θυμήθηκε τον περίεργο ήχο που την έκανε να ελέγξει τις κάμερες το προηγούμενο βράδυ. Είδε το αγόρι να σπρώχνει την Άζη πάνω στην πόρτα με μανία. Δεν συνέβη τίποτα το ερωτικό. Ο αυθόρμητος θυμός στο πρόσωπο της κόρης της θρυμματίστηκε σταδιακά σε μια μεθοδευμένη απόγνωση. Η συζήτηση που ακολούθησε επιβεβαίωσε τις χειρότερες υποψίες της.
Τέσσερις και τέταρτο, ο Ανδρέας δεν θα αργούσε να διαρρήξει την αποθήκη πίσω από το μπαρ. Είχε αρκετή ώρα για να διεκπεραιώσει το ζήτημα μαζί του, το σκουπιδιάρικο δεν περνούσε πριν τις έξι. Στο μυαλό της ήταν όλα σε τάξη. Το αγόρι είχε στοιχεία, μια απειλή στον τρόπο ζωής της. Ή θα έμπαινε στο κόλπο, λέει, ή οι φωτογραφίες θα πήγαιναν στα χέρια του αφεντικού. Δεν πέρασε τόσες κακουχίες και τόσο χρόνο προσπαθώντας, για να έρθει ένα νιάνιαρο να τα χαλάσει όλα, ούτε για να πάρει το κερδισμένο με κόπο μερίδιο της. Δεν υπήρχε λόγος για δεύτερη σκέψη. Η δουλειά είναι δουλειά.
Ο Ανδρέας τράβηξε μια τζούρα από το μισοτελειωμένο τσιγάρο, τα μάτια του έλαμψαν μωβ στο τρέμουλο της φωτιάς. Δεν ήθελε να ξεχωρίζει μες τη νύχτα, όπως σε εκείνες τις ταινίες, και έτσι είχε βάλει τη λιγότερο ξεθωριασμένη μαύρη φούτερ του και ένα σκούρο τζιν. Δεν είχε σταματήσει να ιδρώνει από την στιγμή που εκείνος ο άγριος μπράβος του είπε πως έχει μια βδομάδα να πληρώσει, γιατί αλλιώς… Δεν είχε επιλογή, είτε θα απειλούσε το ίδιο, είτε θα γίνονταν καπνός. Αν εξαφανιζόταν όμως, το αφεντικό θα μάθαινε την αλήθεια. Έτσι και γινόταν αυτό, πάει τελείωσε. Ποτέ δε θα ζούσε μια ήρεμη μέρα, χωρίς να κοιτάξει πίσω από την πλάτη του.
Η Άζη φάνηκε στην άκρη του στενού με διστακτικό βήμα, σταγόνες βροχής είχαν μουντζουρώσει το μακιγιάζ της. Το βλέμμα του Ανδρέα στάθηκε στα τρεμάμενα χέρια της. Έφταιγε και αυτή, που με τόσο θράσος έβαλε μπροστά του κάμποσα γραμμάρια στη τσέπη της. Δεν μπορεί να ήταν απλώς απρόσεχτη, ενώ δουλεύανε μαζί. Άπλωσε τον φάκελο και αυτή τον άρπαξε με φανερή αγωνία.
«Είναι όλες εδώ;» ρώτησε φοβισμένη. Έτσι συμφωνήσαμε, του είπε.
Ο Ανδρέας έγνεψε καταφατικά, της είπε να μην ανησυχεί, ότι όλα τελείωσαν. Δώσανε τα χέρια και θυμήθηκε τη χειραψία που είχε κάνει με τον τοκογλύφο, πριν πάρει τα λεφτά και την προειδοποίηση ότι δε θα έχει καλά ξεμπερδέματα, αν δεν τα επιστρέψει. Λεφτά που ξόδεψε το ίδιο βράδυ στο κοντινότερο τραπέζι πόκερ.
Η πόρτα έκλεισε τρίζοντας πίσω του, το τρομοκρατημένο ύφος της Άζη έπεσε σαν μάσκα, στη θέση του το απόλυτο κενό. Η στάση της δεν φανέρωνε πια φόβο. Δεν του είπε τίποτα. Ούτε πως η μητέρα της σίγουρα το ήξερε, ούτε πως τον περίμενε. Ένας κρότος έσπασε τη σιωπή της νύχτας.
Η κοφτή φωνή της μητέρας της, την έκανε να προχωρήσει σπασμωδικά προς την είσοδο.
«Άζη».
«Ναι, μαμά».
«Πιάσε τη σακούλα».
Κατερίνα Μάρου
Η τέλεια οικογένεια!
Η πόλη έμοιαζε πάντοτε ήσυχη. Στη σιωπή της έδειχνε να κρύβει τα περισσότερα μυστικά των κατοίκων της. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και τα περισσότερα σπίτια βυθίστηκαν στο μαύρο- εκτός από ‘κείνο‧ εκείνο της κυρίας Ζωής. Σύζυγος, μητέρα και προσεχώς γιαγιά δήλωνε με περηφάνια η κυρία Ζωή. Μεγάλη της δυστυχία ήταν που δεν μπορούσε να δηλώσει και πεθερά. Δεν ήθελαν να παντρευτούν- δεν είναι, βλέπεις, της μόδας. «Μα πώς θα μείνετε έτσι; Τι θα πει ο κόσμος; Το παιδί δεν το σκέφτεστε;», του φώναζε. «Κανείς δε μας αναγκάζει να παντρευτούμε. Αλλάξανε οι εποχές, μάνα. Το παιδί μας θα είναι ευτυχισμένο και έτσι.» Αυτά άκουγε η κυρία Ζωή και σώπαινε.
Όνειρο το είχε από μικρή να κάνει μια μεγάλη οικογένεια- την τέλεια οικογένεια- και να την καμαρώνει όλη η γειτονιά. Ανέκαθεν, ήθελε να είναι τέλεια. Μιλούσε πάντα ευπρεπώς, είχε καλούς τρόπους, άκουγε όλα τα κουτσομπολιά αλλά εκείνη δε τα σχολίαζε ποτέ! Παντρεύτηκε μικρή από προξενιό- έτσι έκαναν τότε, νοικοκυρεμένα πράγματα, όχι όπως τώρα. Τον αγάπησε πολύ τον άνδρα της κι απέκτησε μαζί του δυο γιούς. Όσο κι αν έλεγε ότι δε την ένοιαζε, κρυφά ευχόταν κάθε βράδυ να της βγουν τα μωρά αγόρια. Μαρτύριο θα ήταν η ζωή όλων αν είχαν βγει κορίτσια‧ βαρίδιο ήταν τότε τα θηλυκά για τις οικογένειες. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που έκανε αυτή την ευχή αλλά τώρα ήρθε πάλι η στιγμή της.
Τώρα, όμως, πρέπει να προσθέσει κι άλλες ευχές στις προσευχές της. Ήξερε όλα να τα κρύβει πίσω από ένα χαμόγελο μα μέσα της ήξερε ότι ήταν μικρή κοινωνία. Όσο κι αν άλλαξαν οι εποχές, ένα πράγμα έμεινε ίδιο‧ τα κακεντρεχή σχόλια του κόσμου. Πάντα θα σχολιάζουν όσα δε ταιριάζουν στα δεδομένα τους. Έτσι θα έκαναν και τώρα αλλά αυτή; Χαμογελούσε και τα κατάπινε.
Ξημέρωσε πολύ περίεργα εκείνη η Κυριακή. Ο κύριος Θάνος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ. Ήταν ήσυχος άνθρωπος, δεν ασχολούταν με πολλά παρά μόνο μ’ αυτά που τον αφορούσαν‧ τη δουλειά και την οικογένειά του. Δε συμμεριζόταν την άποψη της κυρίας Ζωής για την τελειότητα. Δε τον απασχόλησε ποτέ τι θα πει ο κόσμος, μόνο τι θα πει ο ίδιος. Επιβλητικός κι αυστηρός από τα νιάτα του. Το μόνο που ήθελε από τα παιδιά του ήταν να πετύχουν για να μη ζοριστούν στη ζωή τους, όπως ζορίστηκε εκείνος.
Η Κυριακή ήταν μέρα οικογένειας. Μαζευόντουσαν όλοι γύρω από το τραπέζι και συζητούσαν για την εβδομάδα που πέρασε. Κυρίαρχο θέμα τελευταία ήταν το μωρό που θα ερχόταν αλλά το φύλο του παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό. Η Γαλήνη- που μόνο γαλήνη δεν είχε φέρει στο σπιτικό της κυρίας Ζωής- ήθελε να τα κάνει όλα με τον τρόπο της κι ο Δανιήλ άκουγε πάντοτε τη γυναίκα της ζωής του, δε της έφερνε ποτέ αντίρρηση. Χαμός έγινε εκείνη την Κυριακή το μεσημέρι!
Αφορμή ήταν μια νύξη του Δανιήλ ότι το παιδί ίσως είναι κορίτσι και ίσως δε το βαπτίσουν. «Τα χάπια μου! Θάνο, φέρε γρήγορα τα χάπια μου! Μεγάλη συμφορά μας βρήκε.» φώναζε η κυρία Ζωή. «Σταμάτα! Μην κάνεις έτσι!» την παρότρυνε ο σύζυγός της. Η Γαλήνη καθόταν στον καναπέ και τους κοιτούσε προσεκτικά, σαν να έβλεπε ταινία. Ήξερε ότι είχε ανοίξει ο ασκός του Αιόλου αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Δεν τη λυπόταν την κυρία Ζωή, ούτε είχε στεναχωρηθεί μ’ αυτό που έγινε. Ίσως, στην αρχή, λίγο ταράχτηκε.
Μετά, όμως, πέρασαν μπροστά της όλες εκείνες οι στιγμές που η κυρία Ζωή την είχε κάνει να αισθανθεί λίγη για τον Δανιήλ, όλες οι φορές που είχε προσπαθήσει να τους επιβάλει τα στερεότυπα της δικής της εποχής και τα θέλω της. Η αυτοαποκαλούμενη πεθερά της δεν ήθελε να καταλάβει ότι οι εποχές είχαν αλλάξει κι ένα ζευγάρι που αποκτά παιδί δεν είναι αναγκασμένο ούτε να παντρευτεί ούτε να βαπτίσει το μωρό του αν δε το επιθυμεί κι εννοείται δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι τα κορίτσια δεν ήταν βάρος για τους γονείς τους. Ο κύριος Θάνος πήρε τον Δανιήλ στο μπαλκόνι να μιλήσουν ως άνδρες. Ήταν της παλιάς σχολής ο κύριος Θάνος, όχι κανένας φιλελεύθερος σαν τα καμάρια του. Προσπάθησε να τον πείσει ότι το να μην βαπτίσουν το παιδί θα ήταν μεγάλο λάθος τόσο Χριστιανικό όσο και κοινωνικό. Νιώθοντας σίγουρος πως θα καταφέρει να πείσει τον γιο του, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Ήξερε ότι ο Δανιήλ ήταν πάντα λογικό παιδί, αναγνώριζε τα λάθη του κι άκουγε τη γνώμη των άλλων. Δε θα ήθελε ούτε να «μαυρίσει» το όνομά του ούτε να ντρέπεται να πάει στη δουλειά του.
Ο συνάδελφος- και καλύτερος του φίλος- Μανώλης- Εμμανουήλ για τους γονείς του- ήταν παπαδοπαίδι και έδινε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτά. Δε θα ήθελε με τίποτα να υπάρξουν τριβές ή παρεξηγήσεις μεταξύ τους αλλά πώς θα το πει στη Γαλήνη; Δεν το παραδεχόταν ποτέ αλλά τη φοβόταν λίγο στις αντιδράσεις της. Ήταν απρόβλεπτη. Μύγα δε σήκωνε στο σπαθί της. Φιλόδοξη στα πάντα της και πεισματάρα. Αλίμονο του αν της έλεγε πώς δε γίνεται να κάνουν αυτό που είχε βάλει στο μυαλό της. Να ανοίξει η γη να τον καταπιεί ήθελε ή έστω να είχε ένα μαγικό ραβδί για να φτιάξει τα πάντα.
Σ’ αυτό τον ζήλευε τον αδερφό του, ο Άκις ήταν πάντα ξέγνοιαστος και προτιμούσε τη διασκέδαση από τους τύπους. Μαύρο πρόβατο τον φώναζε η κυρία Ζωή αλλά κρυφά όλοι τον θαύμαζαν‧ κύριος του εαυτού του. Όλοι έκαναν τώρα πώς δεν συνέβη τίποτα. «Πώς τα έκανα έτσι;», ξεφύσησε ο Δανιήλ, τον κοίταξαν με απορία αλλά κανείς δεν απάντησε. Κοινό μυστικό οι φόβοι του Δανιήλ. Η Γαλήνη σηκώθηκε να ετοιμαστεί για να φύγουν και χάζευε πόσο είχε φουσκώσει η κοιλίτσα της στον καθρέπτη που είχε η κυρία Ζωή δίπλα στην πόρτα. Το κοριτσάκι της θα είχε μια ζωή όπως την επιθυμούσε. Κανείς δε θα της έλεγε τι να κάνει και πώς!
Την ίδια στιγμή, η κυρία Ζωή είχε πλησιάσει να της πει πώς να γίνει σωστή μάνα αλλά όταν την είδε να καμαρώνει την κοιλιά της, ξέχασε μονομιάς τα πάντα‧ τους καυγάδες, τις συμβουλές, τα «τι θα πει ο κόσμος;». Είχε δίκιο ο κύριος Θάνος‧ είχε καταφέρει να φτιάξει την τέλεια οικογένεια που ονειρευόταν!
§
Μάρθα Μελίσση
Μια παρτίδα μπιρίμπα
Η Ελισσάβετ ήταν κόρη επιχειρηματία. Χάρη στις γνωριμίες του με σημαίνοντα μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, έπιασε δουλειά στα δεκαοχτώ της ως ιδιαιτέρα γραμματέας στον Διευθύνοντα Σύμβουλο ενός κρατικού οργανισμού της πόλης. Η απαιτητική εργασία τη διαμόρφωσε σε έναν ατσαλένιο χαρακτήρα, που έκανε παντού κουμάντο, ακόμα και στην οικογένειά της. Παντρεύτηκε, κάπως μεγαλούτσικη, τον Στέφανο, έναν πανέξυπνο και εργατικό μηχανολόγο, υπάλληλο στον κρατικό οργανισμό τρένων. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, αλλά είχε παρασημοφορηθεί για την προσφορά του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ελισσάβετ με έπαρση θεωρούσε ότι ανήκε ακόμα στη μεσαία αστική τάξη και φερόταν αναλόγως. Μπορεί να ήταν μικροκαμωμένη, αλλά όσο μπόι της έλειπε τόσο επιβλητική ήταν. Κατοχυρώνοντας δεκαπέντε χρόνια για σύνταξη, παραιτήθηκε. Ήθελε να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα του παιδιού της, του Άγγελου, που πήγαινε στην Α΄Δημοτικού. Έγινε γρήγορα ο αποκλειστικός υπεύθυνος της ζωής του, καθώς ο Στέφανος δέχτηκε να δουλέψει για την εταιρεία του σε ένα project στη Γερμανία για μερικά χρόνια
Η ζωή της συνδέθηκε άρρηκτα με τη ζωή του Άγγελου. Έτσι έπεσε να πεθάνει, όταν διαλύθηκε ο αρραβώνας στα τριανταπέντε του. Μάνα και γιος δεν πίστευαν ότι θα κατάφερνε να παντρευτεί. Δεν ήταν άλλωστε κανένας όμορφος άντρας. Αλλά λίγο αργότερα, βρέθηκε στον δρόμο του η Μαίρη. Της στερήθηκε, όμως, η δυνατότητα τεκνοποίησης, όταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη έχασε το μωρό. Αργότερα, μέσω κάποιου γνωστού, υιοθέτησαν ένα νεογέννητο από μια Βουλγάρα, πληρώνοντας ένα υπέρογκο ποσό.
Η Ελισσάβετ τους έπεισε να αγοράσουν μια μεζονέτα στην Περαία, ένα παραθαλάσσιο προάστιο της Θεσσαλονίκης με καλή ποιότητα ζωής, καθαρό περιβάλλον και γρήγορη ανάπτυξη. Θα έμεναν όλοι μαζί, κάτι που θεωρούσε απαραίτητο, για να ελέγχει τη ζωή του γιου της και να μεγαλώνει την εγγονή της, τη Λίζα. Η Μαίρη, με πρόφαση την κούρασή της από τη βιομηχανία τροφίμων που δούλευε ως εργάτρια, ήταν στον «κόσμο» της και σχεδόν αδιαφορούσε για το παιδί.
Το ζευγάρι είχε πολύ λίγους φίλους. Η Ελισσάβετ δε σταματούσε να κακολογεί τη νύφη της παντού, ακόμα και στους επισκέπτες. Είχε το γενικό πρόσταγμα και ο γιος της έκανε πάντα αυτό που ήθελε εκείνη. O Άγγελος δε χαλούσε το χατήρι κανενός και πολύ περισσότερο της κόρης του, που ήταν πολύ κακομαθημένη. Η μόνη φίλη που την άντεχε ήταν η Ιόλη, που πήγαιναν στο ίδιο τμήμα μπαλλέτου. Η Ελένη, η μαμά της Ιόλης, και ο Άγγελος έγιναν γρήγορα καλοί φίλοι, όσο περίμεναν τις κόρες τους να τελειώσουν το μάθημα. Ήταν μια αρκετά όμορφη και με καλή μόρφωση γυναίκα. Εκείνος της περιέγραφε τη δυστυχία του. Η γυναίκα του δεν φαινόταν να έχει συναισθήματα για αυτόν πια. Οι συνεχείς καβγάδες στο σπίτι τον έπνιγαν, το περιβάλλον είχε γίνει τοξικό.
Η μόνη του παρηγοριά ήταν οι συζητήσεις με την Ελένη στο σπίτι της, που έμενε μόνη με το παιδί μετά τον αποτυχημένο γάμο της. Σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή που τον είχε αγκαλιά, παρηγορώντας τον, τη φίλησε. Από τότε, έψαχναν να βρουν στιγμές να βρεθούν μαζί. Δεν προχώρησαν περισσότερο από μερικά φιλιά. Όταν πήγαινε στο σπίτι του Άγγελου, έριχναν μεταξύ τους ματιές όλο νόημα, κάθε φορά που νόμιζαν ότι δεν τους έβλεπε κανείς. Αυτές τις ματιές εντόπισε το άγρυπνο μάτι της Ελισσάβετ. Άρχισε να τους παρακολουθεί εντατικά.
Εκείνο το Σάββατο πρωί είχε μια γλυκιά ανοιξιάτικη μέρα. Ξύπνησε πρώτη και καθόταν στο κακόγουστο και χωρίς αισθητική living room, χαζεύοντας τα ανθισμένα φυτά στον κηπάκο. Στο μυαλό της γυρνούσε συνέχεια η συνομιλία της προηγούμενης μέρας με τον Άγγελο. Της είχε πει ότι θέλει να χωρίσει και εκείνη τον απέτρεψε τρομαγμένη. Τι θα έλεγε ο κόσμος; Τι θα γινόταν με το παιδί; Έπειτα, τον ρώτησε χωρίς περιστροφές τι συνέβαινε με την Ελένη. Ξαφνιάστηκε, αλλά της απάντησε με πλήρη ειλικρίνεια ότι είχε συναισθήματα για εκείνην. Του απαγόρεψε να προχωρήσει παρακάτω, γιατί τότε τα πράγματα θα γίνονταν δυσάρεστα. Όχι, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, σκεφτόταν η Ελλισάβετ, ρουφώντας τον καφέ της. Θα πρέπει να ρυθμιστεί άμεσα.
Άνοιξε την εφημερίδα, διάλεξε μια καλή θεατρική παράσταση και έκανε κράτηση για δύο άτομα στο όνομα της νύφης της, για να πάει παρέα με τη φίλη της, την Αγγελική. Όσο έφτιαχνε μια σοκολατόπιτα, σκεφτόνταν πως έπρεπε εκείνη να γράψει τους τίτλους τέλους σε αυτήν την ιστορία. Πήρε τηλέφωνο και προσκάλεσε την Ελένη για μπιρίμπα.
Στο τηλεφώνημα κάτι στη φωνή της γριάς την τρόμαξε. Το ένστικτό της έλεγε ότι δε θα ήταν μια συνηθισμένη παρτίδα. Το βραδάκι, μετά που βγήκε για τη Σαββατιάτικη έξοδό της η Ιόλη, έκανε πρώτα μια βόλτα στην παραλία. Η Θεσσαλονίκη φαινόταν πανέμορφη με τα φωτάκια της στα βορειανατολικά. Ήταν μια ήσυχη βραδιά, με τη θάλασσα λάδι. Η θέα της πάντα την ηρεμούσε, αλλά όχι εκείνη τη φορά. Δεν της άρεσε που, σχεδόν, είχε μπει στη μέση ενός ζευγαριού. Ήταν αντίθετο με τις αρχές της. Αγαπούσε τον Άγγελο, αλλά ως τι: φίλο ή κάτι περισσότερο; Θα άντεχε έναν σύντροφο κάτω από τη σκιά της μητέρας του;
Με βαριά καρδιά προσπέρασε τον κηπάκο της μεζονέτας και οδηγήθηκε στην κύρια είσοδο, στο πίσω μέρος. Η Ελισσάβετ, με περίεργο βλέμμα, της είπε να ανέβει πρώτα στον πάνω όροφο και εκείνη κατευθύνθηκε στο κλειστό αίθριο, όπου έπαιζε ένα παιχνίδι ο Άγγελος στον υπολογιστή.
«Νομίζω πως η μαμά σου έχει καταλάβει. Τι θα κάνουμε;»
Εκείνος δεν της απάντησε. Τη χάιδεψε στο μάγουλο, αλλά τα μάτια του φαίνονταν ότι ήταν πικραμένα. Γύρισε την προσοχή του στο παιχνίδι. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τι να της πει; Ότι πονούσε η καρδιά του που θα έπρεπε να την αποχωριστεί;
Η Ελένη πήγε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του, για να χαιρετήσει τον Στέφανο και, ενώ έβλεπε ένα πολεμικό ντοκιμαντέρ μαζί του, σκεφτόταν πόσο τον ντρεπόταν. Και θα είχε να αντιμετωπίσει και την οργισμένη αντίδραση της Μαίρης, όπως και τα καυστικά σχόλια του περίγυρου. Και η Ιόλη; Της είχε πει παλιότερα, παίρνοντας αφορμή από κάτι που είχε γίνει στην οικογένεια μιας συμμαθήτριάς της, ότι, αν έμπλεκε με παντρεμένο, εκείνη θα πήγαινε να ζήσει με τον μπαμπά της.
Ο Άγγελος κάθισε στην ακμή του τραπεζιού ανάμεσά τους. Απέφευγε να την κοιτάει. Το κλίμα ήταν βαρύ. Σε κάθε γύρα, ό,τι και να έκανε η Ελένη, η Ελισσάβετ, δεινή παίκτρια, κατάφερνε να νικήσει. Στην τελευταία γύρα της παρτίδας, κέρδισε με ένα χαρτί που έριξε η Ελένη.
«Έκανες καλά που μου πέταξες, Ελένη, πίσω τον βαλέ. Μου ανήκε. Η νίκη είναι στο αίμα μου και μόνο σε αυτήν στοχεύω, είτε με «καθαρές», είτε με «βρόμικες» μπιρίμπες. Ελπίζω να καταλαβαινόμαστε».
Marie Bashkirtseff, In The Studio/1881
Ελένη Μπλιούμη
Κοιτά μπροστά
«Καφέ παρακαλώ;» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της αεροσυνοδού που παρουσιάστηκε με την κανάτα στο χέρι, ενώ την ίδια στιγμή ο κυβερνήτης αναγγέλλει ότι πετούσαν στα 36000 πόδια πάνω από τα σύννεφα, με 850 km/h. Ενημέρωνε επίσης ότι ο καιρός είναι πολύ καλός και ευχόταν σε όλους καλή συνέχεια στο ταξίδι.
Η Κλειώ μ΄ ένα νεύμα δέχτηκε την προσφορά του καφέ, ευχαρίστησε την κοπέλα και χώθηκε ξανά στις αναμνήσεις της. Επέστρεφε τελικά, ενώ είχε πει ότι θα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της!
Κάθισε αναπαυτικά στη θέση και αγκάλιασε στοργικά τη ζεστή κούπα του καφέ. Το βλέμμα της ταξίδεψε τριγύρω παρατηρώντας τους υπόλοιπους επιβάτες της πτήσης 352 από Νέα Υόρκη για Αθήνα.
Η θέση της ήταν πολύ κοντά στο φτερό και παρόλο που δεν είχε καθαρό οπτικό πεδίο, απολάμβανε το γαλάζιο του ουρανού παρέα με τις σκέψεις της.
Το ίδιο γαλάζιο του ουρανού απολάμβανε και τότε, από το τεράστιο τζάμι του γραφείου της που έβλεπε στην Ακρόπολη. Ήταν πολύ τυχερή που μετά το μεταπτυχιακό της βρήκε αμέσως δουλειά σε μια ελληνοαμερικάνικη εταιρεία.
Σαν τώρα θυμάται να απολαμβάνει το χώρο της εργασίας της, έπιανε τον εαυτό της να αγγίζει απαλά τα ακριβά έπιπλα, απολάμβανε την παρέα των υπέροχων ανθρώπων που συναντούσε καθημερινά στη δουλειά της και βούλιαζε συχνά στη δερμάτινη αναπαυτική πολυθρόνα της όταν έκανε διάλλειμα. Διπλά τυχερή ένιωθε αρκετές φορές, γιατί εκεί γνώρισε τον Τηλέμαχο, διευθυντή στο οικονομικό τμήμα όπου δούλευε.
«Αναμνήσεις…αναμνήσεις ζωντανές που ποτέ όμως δεν ξεχάστηκαν…» σκέφτηκε.
Ασυναίσθητα η Κλειώ αφήνει τον καφέ στο ανοιχτό τραπεζάκι μπροστά της και βγάζει από την τσάντα μία ξεχασμένη και ελαφρά τσαλακωμένη φωτογραφία του. Τη χαϊδεύει με τον δεξί αντίχειρα και παρατηρεί για ακόμη μία φορά πόσο γοητευτικός ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι θα γινόταν ο σύντροφος της ζωής της. Νέος, όμορφος, πάντα περιποιημένος και με κοστούμι…τελευταία λέξη της μόδας.
«Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου και όχι με τις μετοχές της εταιρείας σου, όπως πίστευαν όλοι τους…κι εσύ…» είπε χαμηλόφωνα γεμίζοντας δάκρυα τα μάτια της.
Μία άλλη φωτογραφία που είχε πέσει στο διπλανό άδειο κάθισμα καθώς έβγαζε την πρώτη από την τσάντα της, ήταν σκισμένη στη μέση και κολλημένη με ταινία.
Έδειχνε την ίδια και τον Τηλέμαχο να κρατούν δύο χρυσά δαχτυλίδια ενωμένα με μια λευκή κορδέλα.
Έλαμπε η Κλειώ την ημέρα των αρραβώνων της λίγους μήνες μετά, στο βεραμάν φόρεμα, παρά τα επιπλέον κιλά της.
«Τα νιάτα δεν κρύβονται κόρη μου» της είχε πει τότε η μητέρα της συγκινημένη, όταν εκείνη της παραπονέθηκε για το βάρος της.
Οι κατάξανθες μπούκλες άγγιζαν τη μέση της και τα γαλαζοπράσινα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία και χαρά.
«Πόσο ευτυχισμένη δείχνω την ημέρα των αρραβώνων μου…τι ειρωνεία…» μονολόγησε! Παρατηρώντας καλύτερα τη φωτογραφία διέκρινε την Εύα, τη δίδυμη αδερφή της, να την κοιτά με ένα βλέμμα περίεργο, κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας πολύ κοντά στο πρόσωπό της, σα να εμπόδιζε έτσι τις σκέψεις της να γίνουν αντιληπτές από τους γύρω της.
«Μακάρι να βρω κι εγώ έναν άντρα με λεφτά, όπως κι εσύ» της είχε πει τότε.
Αδύνατη και καλογυμνασμένη η Εύα, πάντα περιποιημένη και ντυμένη με τα ακριβότερα, ήθελε για τον εαυτό της το καλύτερο. Δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο.
Ζητούσε επιτακτικά από την αδερφή της να δουλέψει κι εκείνη στην εταιρεία, «για να χρησιμοποιήσει επιτέλους το χαρτί δακτυλογράφου» όπως έλεγε, που είχε πάρει από μία ιδιωτική σχολή.
«Θα γίνει κι αυτό αδερφή» της υπόσχονταν η Κλειώ, «…άσε να περάσει λίγος καιρός να εδραιωθώ κι εγώ στην εταιρεία και με την πρώτη ευκαιρία θα μιλήσω στον υπεύθυνο πρόσληψης προσωπικού».
Η Κλειώ πετάει τώρα τις φωτογραφίες στην ανοιχτή τσάντα και με γρήγορες κινήσεις τραβάει το φερμουάρ, σα να έκλεινε μέσα σ΄ αυτήν και τον πόνο που της προκαλούσαν κοιτάζοντάς τες.
Κλείνει τα μάτια της απλώνεται καλά στο κάθισμα και προσπαθεί να ηρεμήσει. Όσο πλησιάζει στον προορισμό της, ανελέητες οι αναμνήσεις ζωντανεύουν μπροστά της, ενώ εκείνη πίστευε ότι είχε κλείσει τα κιτάπια του παρελθόντος της.
Να… τώρα ακούει το κουδούνι του σπιτιού της και βλέπει την αδερφή της να τρέχει προς την πόρτα και να φωνάζει «…ανοίγω εγώ». Αγωνιούσε φαίνεται να δει τον άνθρωπο που θα αρραβωνιάζονταν η αδερφή της.
Εκείνη την ημέρα η Εύα ήταν ανήσυχη από το πρωί. Είχε κατεβάσει όλη την ντουλάπα και δεν ήξερε τι να φορέσει. Ήθελε να εντυπωσιάσει, φαίνεται. Και τα κατάφερε! Τελικά βρήκε ένα λευκό φόρεμα με δαντέλα σε στενή γραμμή που αποκάλυπτε τη σιλουέτα της. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν χτενισμένα πάνω και κάποιες τούφες χάιδευαν παιχνιδιάρικα το φρέσκο πρόσωπό της. Το άρωμά της σαγηνευτικό και οι κινήσεις της αργές και όλο αυτοπεποίθηση.
«Κλειώ…» αναφώνησε ο Τηλέμαχος, μόλις είδε την κοπέλα στην είσοδο του σπιτιού «…πόσο όμορφη έγινες!».
«Δεν είμαι η Κλειώ…η Εύα είμαι, η δίδυμη αδερφή της»…
Αναταράξεις του αεροπλάνου λόγω κενού αέρος, έκαναν τις σκέψεις της Κλειώς να διακοπούν απότομα και να κοιτάξει προς το πιλοτήριο αναζητώντας την αεροσυνοδό.
«Θέλετε να σας φέρω κάτι;» παρουσιάστηκε μπροστά της η κοπέλα σαν από μηχανής Θεός.
«Ναι, παρακαλώ ένα ποτήρι νερό…σας ευχαριστώ».
«Κυρίες και κύριοι, σας μιλά ο κυβερνήτης του αεροσκάφους. Σε 30΄φτάνουμε στην Αθήνα. Ο καιρός είναι καλός και οι άνεμοι είναι μικρής έντασης. Σε λίγο είμαστε έτοιμοι για προσγείωση».
Ο καιρός πράγματι ήταν αρκετά καλός για Μάιο μήνα και η Κλειώ έβλεπε τώρα έξω από το παράθυρο ένα στρώμα από σύννεφα σαν αφρός.
«Βαμβακοσύννεφα» σκέφτηκε, «αχ, πόσο θα ήθελα να βούλιαζα μέσα τους, να γινόμουν ένα μ΄ αυτά, να καθαρίσει η ψυχή μου από τον πόνο…»
«Οι λύπες και οι στενοχώριες κόρη μου, αν δεν γιατρευτούν θα γίνουν απωθημένα» σκέφτηκε τα λόγια της μητέρα της.
Ο θάνατος του πατέρα της πριν είκοσι χρόνια της είχε στοιχίσει. Δεν άντεξε…δεν δεχόταν το γεγονός ότι έφυγε έτσι, τόσο άδικα από τη ζωή. Την ίδια εκείνη μέρα μετά την κηδεία, αποχαιρετώντας μόνο της μητέρα της, έφυγε για την Αμερική και δεν ξαναγύρισε. Επέστρεφε τώρα για να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. Ένας θάνατος την έδιωξε κι ένας άλλος θάνατος τώρα την υποχρέωνε να γυρίσει πίσω.
«Καημένη μάνα, άντεξες τον άδικο θάνατο του πατέρα, άντεξες και την προδοσία» σιγοψιθύρισε η Κλειώ.
«Παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας. Κλείστε τα τραπεζάκια μπροστά σας. Ετοιμαζόμαστε για προσγείωση…» ακούστηκε η φωνή και ταυτόχρονα ψηλά άναψε το φωτάκι της ζώνης, κάνοντας τον ανάλογο ήχο.
«Τι υπέροχο ταξίδι…θα ήταν ωραιότερο βέβαια χωρίς τις αναμνήσεις του πόνου» σκέφτηκε.
Σε λίγο η Κλειώ βρισκόταν στο πίσω δεξί κάθισμα ενός ταξί. Ο νεαρός ταξιτζής φαινόταν να μην είχε διάθεση για κουβέντα και η Κλειώ αφοσιώθηκε στις εικόνες που περνούσαν από μπροστά της κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Τη στιγμή εκείνη το ταξί περνούσε μπροστά από την εταιρεία που δούλευε. Μια τεράστια παλιά πινακίδα έγραφε τη λέξη ¨χρεοκοπία¨. Η Κλειώ πάγωσε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν μάθαινε νέα για τον Τηλέμαχο, ούτε για την εταιρεία.
Μελαγχόλησε. Όταν σήκωσε και πάλι το κεφάλι της αφέθηκε να παρασυρθεί από τις ομορφιές της Αθήνας. Η Αθήνα είχε αλλάξει. Οι γρήγοροι ρυθμοί της Νέας Υόρκης ήρθαν και στην πατρίδα της. Οι άνθρωποι, οι δρόμοι, τα κτίρια …όλα άλλαξαν μέσα σε είκοσι χρόνια.
Το ίδιο αλλαγμένη όμως είχε γυρίσει και η Κλειώ. Δεν ήταν πια η εύσωμη, συνεσταλμένη με το συντηρητικό ντύσιμο, η αδερφή της Εύας της κούκλας, άλλα ήταν μια κυρία με αυτοπεποίθηση, μία επιχειρηματίας με κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, μία ψηλή και αδύνατη κυρία με κοντά μαύρα μαλλιά που ενέπνεε σεβασμό.
Τα βλέμματα όλων γύρισαν και κοίταξαν την Κλειώ όταν εκείνη έπαιρνε τη βαλίτσα από τα χέρια του οδηγού. Ήταν σίγουρη ότι κανένας τους δεν την είχε αναγνωρίσει.
Η Κλειώ στάθηκε και κοίταξε προς το πατρικό της. Πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος στο δρόμο. Όπως τότε, στην κηδεία του πατέρα της, την τελευταία μέρα πριν φύγει για την Αμερική.
Ζωντανές εικόνες τους παρελθόντος την κύκλωσαν και την έκαναν να κόψει το βηματισμό της. Η εικόνα του πατέρα της μία μέρα πριν το θάνατό του, να βρίσκεται στο πάτωμα του σαλονιού και η Εύα με τον Τηλέμαχο αγκαλιασμένοι να τον κοιτούν, την αποδυνάμωσε. Λύγισε και ακούμπησε στο διπλανό κτίριο. Έβγαλε από την τσάντα της ένα μπουκαλάκι γυάλινο και το άνοιξε με γρήγορες κινήσεις. Το στρογγυλό λευκό χαπάκι θα την ηρεμούσε…
«Έμφραγμα» είχε πει τότε ο γιατρός για τον πατέρα της.
«Αχ, καημένε πατέρα, τι σου είχε γραμμένο η μοίρα σου να γευτείς. Πριν ένα χρόνο είχε δεχτεί την κατάσχεση της επιχείρησής του, η γυναίκα του μετά από αυτό είχε πέσει σε κατάθλιψη και τώρα ο αρραβωνιάρης της μιας σου κόρης αγκαλιά με την άλλη. Πόσα να αντέξει κι αυτή η καρδιά;».
Η Κλειώ έφτασε στην είσοδο του διαμερίσματος και χτύπησε το κουδούνι.
Μετά από είκοσι χρόνια οι δύο αδερφές συναντήθηκαν ξανά. Η Εύα έκανε ένα βήμα πίσω – από τύψεις, από τη λάμψη της Κλειώς; ποιος ξέρει- και κοιτώντας τη στα μάτια ψέλλισε μόνο ένα «Καλώς ήρθες αδερφή, πέρασε».
Η Εύα είχε παντρευτεί έναν πλούσιο άντρα πολύ μεγαλύτερό της και όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, εκείνη γύρισε στο πατρικό της, έμεινε με τη μητέρα της και στράφηκε σε αγαθοεργίες. Ίσως μ΄ αυτόν τον τρόπο ήθελε να εξιλεωθεί.
Καθώς η Κλειώ προχωρούσε στο εσωτερικό έβλεπε φωτογραφίες από το γάμο της Εύας και εντύπωση της έκανε η άλλοτε κοκέτα αδερφή της, τώρα να είναι ατημέλητη και με πολλά παραπανήσια κιλά. Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει και το πρόσωπό της ήταν μελαγχολικό και γεμάτο ρυτίδες…
Την επόμενη μέρα η Εύα ζήτησε από την αδερφή της να μιλήσουν, ενώ εκείνη έδειχνε να αποφεύγει να βρίσκονται μαζί στον ίδιο χώρο.
«Λυπάμαι που ο θάνατος της μητέρας μας σε ανάγκασε να έρθεις από τόσο μακριά. Ίσως όμως είναι ευκαιρία και για μένα να σου ζητήσω για μία ακόμη φορά “συγγνώμη”. Συγγνώμη γι΄ αυτό που έκανα σε σένα, συγγνώμη γι΄ αυτό που έκανα στον πατέρα. Η ζωή μου έδωσε πίσω τα χρωστούμενα και μάλιστα με υψηλό τόκο. Έμεινα μόνη, χωρίς οικογένεια και ο Κύριος με δεν αξίωσε να κάνω τη δική μου».
Η Κλειώ την κοίταξε ήρεμα, έκανε ένα νεύμα δείχνοντας έτσι ότι δέχτηκε τη συγγνώμη της και αποχώρησε από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη.
Μια νέα μέρα ξημέρωνε!
Η Κλειώ εγκατέλειψε την αδερφή της στα πλούτη και τις αναμνήσεις της και αφήνοντας πίσω της το παρελθόν, ξεκίνησε για την ανατολή της δικής της ζωής…
§
Σωτήρης Παλάσκας
Η κυρία Καίτη
Φέτος βγαίνει στη σύνταξη. Όχι ότι είναι καμιά γριά — μόλις πάτησε τα εξήντα. Αλλά αν δεν βγει τώρα, κλείνει το παράθυρο κι ύστερα θα πρέπει να περιμένει άλλα εφτά χρόνια για να φύγει — έτσι της τα είπε η συνάδελφος και φίλη της η Ηλέκτρα, που τα ξέρει καλύτερα. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Πότε θα πάω ταξίδια, είπε, όταν θα γίνω εβδομήντα;
Ούτε που το είχε φανταστεί τι μπελάς είναι να κάνει την αίτηση παραίτησης. Δεκαεφτά δικαιολογητικά πρέπει να υποβάλει. Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία. Δεκαεφτά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το υπουργείο άλλαξε ξαφνικά την προθεσμία υποβολής και τώρα τρέχει και δεν προλαβαίνει. Όχι πρόσφατο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, όχι εκκαθαριστικό της εφορίας, όχι δικαιολογητικά που αφορούν υπηρεσίες πριν τον διορισμό στο δημόσιο, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΤΣΜΕΔΕ κ.τ.λ., την έχει φάει το άγχος. Θα πει κανείς, αφού το ήξερε ότι θα βγει στη σύνταξη, από πέρσι το έλεγε, γιατί δεν τα μάζευε σιγά-σιγά, το υπουργείο φταίει πάλι, που άλλαξε την προθεσμία; Γιατί δεν το ‘χει και πολύ με την οργάνωση. Δέκα χρόνια τώρα διευθύντρια του σχολείου, αν έμαθε ένα πράγμα για τον εαυτό της, είναι πως δεν το ‘χει και πολύ με την οργάνωση. Πόσες φορές δεν πήγαινε ας πούμε ν’ ανοίξει το γραφείο της, έψαχνε έψαχνε μες στην τσάντα της τα κλειδιά, δεν τα έβρισκε, γύριζε πίσω στο αυτοκίνητο, μήπως έχουν πέσει πουθενά, τελικά τα έβρισκε μέσα στην τσάντα της. Ή όταν κλείδωνε το βράδυ για να φύγει και λίγο πριν φτάσει στο αυτοκίνητο θυμόταν ότι έχει αφήσει στο γραφείο το κινητό της και άντε πάλι πίσω, ξεκλείδωνε, απενεργοποίησε τον συναγερμό, ψάξε στο γραφείο, α, τελικά στην τσάντα ήταν και το κινητό.
Δε βαριέσαι, παν όλα αυτά, λίγους μήνες ακόμα. Καλά να ‘μαστε στην υγεία μας, τα ταξίδια περιμένουν. Όχι ότι έχει κανένα απωθημένο να ταξιδέψει δηλαδή, ίσα ίσα. Και πού δεν πήγαν με τον Βασίλη. Και τη μισή Ευρώπη γύρισαν και στην Αμερική πήγαν, ως και στην Κίνα έφτασαν. Στο τραπεζάκι του σαλονιού, πλάι στη βιτρίνα με τα σβαρόφσκι, τρεις φωτογραφίες στέκονται σε ασημένιες κορνίζες. Στη μία ποζάρει μόνη της (και καμιά πεντακοσαριά άλλοι τουρίστες πίσω της δηλαδή) στο σινικό τείχος — ο Βασίλης θα την έβγαλε αυτή. Στην άλλη οι τέσσερίς τους, με τα παιδιά σε μικρή ηλικία, με σκούφους, γάντια, κασκόλ, παίζουν στα χιόνια — από ταξίδι κι αυτή δηλαδή, γιατί ως γνωστόν δεν έχει χιονίσει ποτέ στο νησί στη σύγχρονη ιστορία. Και μία από το γλέντι του γάμου τους, το βράδυ, στη Φαντασία, η Καίτη από τη μια μεριά, νέα κι όμορφη, με το μακρύ κρεμ φόρεμα που έβαλε μετά το νυφικό, ο Βασίλης από την άλλη, λιγότερο νέος αυτός, με όλα του μαλλιά ωστόσο σ’ αυτή τη φωτογραφία, και στη μέση ο Κ.Γ., ο τοπικός βουλευτής, και υπουργός του ΠΑΣΟΚ κατά διαστήματα, τότε που ο Αντρέας κάθε τρεις-τέσσερις μήνες τους αναδομούσε.
Από δεξιά οικογένεια η Καίτη. Χωράφια είχαν οι παππούδες της, και οι δύο. Πολλά χωράφια. Κάτι όμως που έκαναν ένα τσούρμο παιδιά και τα μοιράστηκαν, κάτι που έσκασε στο νησί ο τουρισμός και τα άνυδρα οικόπεδα, τα παραθαλάσσια, απέκτησαν ξαφνικά πολλαπλάσια αξία από την καλλιεργήσιμη γη —άσε που καλά-καλά δεν έβρισκες πια ανθρώπους να την καλλιεργούν, ευτυχώς που ήρθαν οι Αλβανοί, και λίγο αργότερα οι Πακιστανοί— η προίκα της δεν ήταν παρά ένα μικρό υποσύνολο της προίκας της μητέρας της, μην πούμε για τις γιαγιάδες της. Όχι ότι την ένοιαζε βέβαια, ποτέ δεν την ένοιαξαν κάτι τέτοια. Το είχε ήδη αποφασίσει από μικρή ότι θα είναι ανεξάρτητη, θα δουλεύει, πήγε και σπούδασε μαθηματικός — μαθηματικός παιδί μου; είναι σπουδές αυτές για κορίτσι; είσαι καλή μαθήτρια (ήτανε παραστάτις στο γυμνάσιο), να γίνεις γιατρός τουλάχιστον. Της Καίτης της άρεσαν τα σύνολα και τα υποσύνολα, οι μιγαδικοί αριθμοί, οι συναρτήσεις και οι αλγόριθμοι. Τα μαθηματικά είναι η γλώσσα του σύμπαντος, απαντούσε.
Ούτε που παντρεύτηκε μικρή άρεσε στους γονείς της — μόλις πήρες το πτυχίο, θα σου ανοίξουμε ένα φροντιστήριο, περίμενε λίγο να στρώσει η δουλειά, δεν σε πήραν τα χρόνια, πώς θα τα προλαβαίνεις όλα, σπίτι, οικογένεια, αχ, δεν έχει μυαλό αυτό το παιδί. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι μάλλον ο γαμπρός δεν τους άρεσε, γι’ αυτό προσπαθούσαν να το τρενάρουν. Δεν φτάνει που ήταν μεγάλος — και κάπως άσχημος, εδώ που τα λέμε. Ήταν και πασοκατζής — έτσι τους έλεγαν τότε. Όχι απλώς πασοκατζής — δεξί χέρι του Κ.Γ., που λέγαμε νωρίτερα.
Η Καίτη ωστόσο είχε πάρει τις αποφάσεις της και ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτές. Και για το γάμο της ήταν πολύ περήφανη. Το γλέντι, αυτό στη Φαντασία, χαιρετίστηκε στο νησί ούτε λίγο ούτε πολύ ως μια γενναία πράξη εθνικής συμφιλίωσης. Δεξιοί και πασοκατζήδες να χορεύουν μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι συρτό και ροδίτικο, όσο να πεις δεν ήταν μικρό πράγμα — ούτε στα πανηγύρια, ξεχωριστούς κύκλους έφτιαχναν. Για τους αριστερούς πάλι μη με ρωτάτε, δεν ξέρω να σας πω. Ξέρω μόνο να σας πω ότι το σύνολο ‘αριστεροί’ τεμνόταν σε κάποιο σημείο με το σύνολο ‘πασοκατζήδες’, οπότε σχηματιζόταν ένα υποσύνολο ‘αριστεροί πασοκατζήδες’. Όπως επίσης το σύνολο ‘πασοκατζήδες’ τεμνόταν από την άλλη μεριά με το σύνολο ‘δεξιοί’, οπότε σχηματιζόταν το υποσύνολο ‘δεξιοί πασοκατζήδες’. Με τη διαφορά ότι, ενώ οι πρώτοι καμάρωναν και το διαλαλούσαν ότι είναι αριστεροί, οι δεύτεροι προσβάλλονταν αν τους αποκαλούσε κάποιος δεξιούς, δεν ξέρω καν δηλαδή αν το ήξεραν και οι ίδιοι ότι είναι.
Πολλά είναι που δεν ξέρω, μη νομίζετε. Ό,τι σας είπα ως τώρα είναι από δεύτερο χέρι. Εγώ την κυρία Καίτη τη γνώρισα πριν από κάποια χρόνια. Όταν η ανάγκη του βιοπορισμού μ’ έφερε στο νησί της και η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τοποθέτησε στο σχολείο της. Δεν τα πήγαμε καλά στην αρχή. Μαθημένος αλλιώς εγώ, σε πρωινό σχολείο, σε μικρό νησί (ήμουν στην τυχερή τελευταία φουρνιά που διορίστηκε, προ μνημονίων, προ αμνημονεύτων δηλαδή), μόλις μάζεψα κάποια μόρια για να πάρω μια μετάθεση, είπα να έρθω σ’ ένα πιο μεγάλο μέρος, με αεροδρόμιο. Έπεσα και σε δύσκολη εποχή βέβαια, το σχολικό έτος 2012-13. Θυμάστε τι σημαίνει 2012-13 ή να σας το θυμίσω; Μειώσεις μισθών, απολύσεις, διαθεσιμότητες, αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, υποχρεωτικές μεταθέσεις, ΕΔΕ, διώξεις για «αναξιοπρεπή συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας» κ.ά.τ. στα της εκπαίδευσης. Πτωχεύσεις, πλειστηριασμοί, ανεργία, συσσίτια, ΜΑΤ, καταστολή, χρυσαυγίτες, μαύρο στην ΕΡΤ, σε άλλα νέα της επικαιρότητας. Μειώσεις, απολύσεις, διώξεις, μαύρο — αν θέλετε τη σύνοψη εκείνης της χρονιάς, όπως τουλάχιστον εγώ τη θυμάμαι.
Την άνοιξη του 2013, ενόψει του νέου νομοσχεδίου για την εκπαίδευση, γίνονται συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ. Από τα φοιτητικά μου χρόνια, εποχές Τεμπονέρα, είχα να δω τόσο κόσμο σε συνελεύσεις. Κατεβαίνει η πρόταση για απεργία στις Πανελλαδικές. Υπερψηφίζεται. Την υιοθετεί η ΟΛΜΕ. Η κυρία Καίτη στον κόσμο της. Θυμάται τη μεγάλη απεργία του ’88, που ήταν η πιο μαζική απεργία που έγινε ποτέ στην εκπαίδευση, έτσι έλεγε, όλοι απήργησαν, ακόμα κι εμείς που ήμασταν στο ΠΑΣΟΚ, κι ας ήταν το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση, και η πιο πετυχημένη, δεν έχει ξαναγίνει τόσο πετυχημένη απεργία, πετύχαμε αύξηση του εισοδήματος του εκπαιδευτικού κοντά στο 30%, επίδομα, πώς το λένε, εξωδιδακτικής απασχόλησης, γιατί είμαστε ο μόνος κλάδος υπαλλήλων που έχει δουλειά και στο σπίτι, το ξέρουμε κυρία Καίτη, κι εμείς εκπαιδευτικοί είμαστε, επίδομα βιβλιοθήκης, για την αγορά βιβλίων, που είναι απαραίτητα για τη δουλειά μας, αυτές ήταν εποχές, με το ΠΑΣΟΚ ο κόσμος ζούσε καλά, έπεσε χρήμα, και τώρα είναι στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ κυρία Καίτη, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, τώρα είναι αλλιώς, βέβαια είναι αλλιώς, τώρα δεν ζητάμε να μας δώσουν 30% αύξηση, τώρα μας έχουν ήδη κάνει 30% μείωση, δεν θα πετύχει αυτή η απεργία, θα το δείτε, κι εδώ που τα λέμε εργαζόμαστε λίγο, καλά κάνουν και μας αυξάνουν το ωράριο, και, όσο να πεις, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, έχουν δίκιο που το λένε, και να ‘μαστε ευχαριστημένοι που έχουμε δουλειά, δεν βλέπεις τι γίνεται παραέξω, δυο παιδιά έχω στην ανεργία, ξέρω τι σου λέω.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, μέσες άκρες τα ξέρετε, υποθέτω. Η κυβέρνηση διέταξε προληπτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών, η ΟΛΜΕ απέσυρε την πρόταση για απεργία, έγινε μια απεργία τον Σεπτέμβρη, η οποία είχε την τύχη όλων των άλλων απεργιών τις τελευταίες δεκαετίες. Στο μεταξύ οι σχέσεις μου με την κυρία Καίτη σιγά-σιγά εξομαλύνονταν. Κι έξω βγαίναμε, και για τσίπουρα πηγαίναμε, και μας έλεγε ιστορίες για τότε που επέστρεφαν από την Κίνα κι είχε πει στον Βασίλη να ζητήσει από τον πιλότο να τους αφήσει να μπουν για λίγο στο πιλοτήριο αλλά μετά την πήρε ο ύπνος κι όταν ξύπνησε τής είπε ο Βασίλης ότι πήγε μόνος του∙ και στο σπίτι της μας καλούσε στη γιορτή της και μας μαγείρευε και πίναμε κρασί δικής τους παραγωγής σε κρυστάλλινα ποτήρια∙ και άδειες μας έδινε όποτε χρειαζόμασταν, χωρίς να φέρει ποτέ το παραμικρό εμπόδιο σε κανένα, ειδικά σε μένα, που τελείωνα τότε το διδακτορικό κι έπρεπε να πηγαινοέρχομαι στην Πάτρα∙ μου είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια, δεν τους μπορώ τους τεμπέληδες ανθρώπους έλεγε. Είναι πολλά, άμα κάτσει και τα σκεφτεί κανείς, δεν είναι λίγα.
Είχαν αλλάξει και τα πράγματα στο μεταξύ. Δεν ξέρω ποια είναι η πολιτική σας τοποθέτηση, δεν έχει και τόση σημασία άλλωστε, στην εκπαίδευση πάντως να ξέρετε —κι όποιον εκπαιδευτικό ρωτήσετε θα σας το πει, εκτός κι αν είναι κανένας φανατικός νεοδημοκράτης— έγιναν καλύτερα. Ξέρω, τώρα κάποιος από τους τελευταίους, τους φανατικούς νεοδημοκράτες δηλαδή, αν με είχε μπροστά του θα με ρωτούσε «γιατί; για πες μας, τι ακριβώς έγινε καλύτερο;». Ένα θα σας πω, για να μη φεύγουμε από το θέμα — που, όπως σας είπα από την αρχή, είναι η κυρία Καίτη. Έφυγε ο φόβος. Ο φόβος μήπως κλείσει ή συγχωνευθεί το σχολείο σου και μετατεθείς κάπου, σε άλλο μέρος της Ελλάδας, παρά τη θέλησή σου. Ο φόβος μην σου ‘ρθει ξαφνικά καμιά ΕΔΕ μετά από ανώνυμη καταγγελία κι ώσπου να εκδικαστεί η υπόθεση και βρεις το δίκιο σου, σε βάλουν σε διαθεσιμότητα. Ο φόβος μήπως είσαι στο 20% των εκπαιδευτικών που υποχρεωτικά θα βαθμολογηθούν ως ‘ελλιπείς’ στην αξιολόγηση και οδηγηθείς στην απόλυση. Δεν τα βγάζω από το μυαλό μου, εκείνος ο νόμος τα προέβλεπε.
Ύστερα άλλαξαν πάλι τα πράγματα. Οι καινούριοι το πήγαν στην αρχή με το μαλακό, πήραν το μάθημά τους από τους προηγούμενους κι απέφυγαν τα χοντρά λάθη, σαν αυτά που σας είπα πριν για τις ΕΔΕ ας πούμε ή για την ΕΡΤ — ίσα-ίσα που την αναβάθμισαν την τελευταία, την έκαναν να υπάγεται απευθείας στο γραφείο του πρωθυπουργού. Έσκασε κι η ιστορία με τον κορονοϊό, κλειστήκαμε στα σπίτια μας, βγαίναμε στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαμε, μοιράσαμε εκατομμύρια στα φιλικά μας μέσα, εντάξει, μας ξέφυγαν κάποιες ανορθογραφίες τύπου ‘σκόιλ ελικικού’, αλλά σε γενικές γραμμές άγιο είχαμε, να ‘ναι καλά ο πολυχρονεμένος κι η υπέρκομψη, το ελληνικό καλοκαίρι έφτασε, «η Ελλάδα τα κατάφερε εντυπωσιακά να αντιμετωπίσει την πανδημία του κορονοϊού», το μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό, σαν ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο τώρα. Ένας χρόνος πανδημία. Ο μισός και βάλε σε λοκ-ντάουν. Τα σχολεία κλείνουν, ανοίγουν, ανοιγοκλείνουν. Η πιο κατάλληλη συγκυρία σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας για να επαναφέρει τον επιτυχημένο θεσμό της τράπεζας θεμάτων, να θεσπίσει βάσεις εισαγωγής για τα πανεπιστήμια, κοινές για τους μαθητές των πρωινών και των εσπερινών σχολείων, να εξισώσει τα πανεπιστημιακά πτυχία με τα πτυχία των κολεγίων, και, μέσα σ’ όλα αυτά, να και μια υπουργική απόφαση για την ‘αξιολόγηση’, η οποία εντέλλεσθε όπως ξεκινήσει άμεσα με την ‘αυτοαξιολόγηση’ της σχολικής μονάδας.
Έρχεται στα σχολεία η διαταγή. Να συνεδριάσουν οι σύλλογοι των εκπαιδευτικών και να σχηματιστούν ομάδες που θα συντάξουν τις εκθέσεις της ‘αυτοαξιολόγησης’, με βάση δεκατέσσερις θεματικούς άξονες, που έχουν από πεντέξι δείκτες ο καθένας, όπως «ενίσχυση των ήπιων δεξιοτήτων (soft skills) των μαθητών», «πρόληψη/περιορισμός φαινομένων διακοπής φοίτησης», «αποτελεσματική αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού», «εκσυγχρονισμός και εμπλουτισμός υποδομών», «εξωστρέφεια και προβολή του έργου του σχολείου» και διάφορα άλλα τέτοια. Να βάλουμε λέει και βαθμό στους εαυτούς μας για κάθε δείκτη, από το ένα ως το τέσσερα, τι απ’ όλα αυτά κάναμε φέτος καλά, τι όχι και τόσο. Ύστερα θα παίρνει τις εκθέσεις ο Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου, που παλιά τον λέγανε Σχολικό Σύμβουλο και με τον νέο νόμο θα τον πουν Σύμβουλο Εκπαίδευσης, έτσι λεν οι διαρροές, και θα μας βαθμολογεί ανά θεματικό άξονα σε δεκάβαθμη κλίμακα — δεν έχει σχέση που είναι σε άλλο νησί και δεν έχει έρθει ποτέ στο σχολείο μας, δεν πειράζει, αυτά γίνονται κι από μακριά. Ύστερα θα παίρνουν τις εκθέσεις των ΣΕΕ τα ΠΕΚΕΣ (μην αρχίσω και σας εξηγώ τώρα όλα τα αρχικά, δεν θα τελειώσουμε ποτέ), τα οποία όμως θα καταργηθούν με τον νέο νόμο, έτσι λεν επίσης οι διαρροές, και θα συντάσσουν στην ψηφιακή εφαρμογή του ΙΕΠ έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων ευθύνης τους. Ύστερα η ΑΔΙΠΠΔΕ θα αξιοποιεί το περιεχόμενο της ψηφιακής εφαρμογής του ΙΕΠ και θα συντάσσει έκθεση που θα αναρτάται στην ιστοσελίδα της. Έτσι θα αποκτήσουμε επιτέλους ‘κουλτούρα αξιολόγησης’ και θα γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι δάσκαλοι, γιατί έχουμε μάθει τόσα χρόνια να λουφάρουμε, αυτά τα παλαιοπασοκικά να τα ξεχάσουμε, όποιος αξιολογεί αξιολογείται.
Η ΟΛΜΕ αποφασίζει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και κηρύσσει αποχή από τη διαδικασία. Σύμφωνα με τον νόμο, εάν δεν υπάρχει απαρτία στη συνεδρίαση του συλλόγου διδασκόντων σ’ ένα σχολείο, η διαδικασία δεν προχωρά. Η κυρία Καίτη καλείται σε αλλεπάλληλες τηλεδιασκέψεις, μαζί με όλους τους διευθυντές των σχολείων της επικράτειας. Έχουν όμως διαμορφώσει έτσι το Webex που δεν μπορείς να δεις ποιος άλλος είναι μέσα, μπήκα και νόμιζα ότι είμαι μόνη μου, λέει, μήπως για να μην βλέπετε ποιοι λείπουν, τη ρωτάω, πολλοί διευθυντές απέχουν ήδη από αυτή τη διαδικασία, λες, δεν το σκέφτηκα, μπα δε νομίζω, και βγήκε κάποιος, τώρα από το υπουργείο ήταν, από το ΙΕΠ, θα σε γελάσω, και μας ενημέρωσε αλλά δεν μπορούσαμε να πάρουμε τον λόγο, να κάνουμε ερωτήσεις, μόνο γραπτά είπε και θα απαντήσει σε όλα στο τέλος αλλά στο τέλος είπε ότι πέρασε η ώρα και δεν απάντησε σε τίποτα. Κατά κάποιον τρόπο μάλλον την έπεισαν πάντως. Ότι αυτό γίνεται για το καλό του σχολείου και ότι είναι όχι μόνο υπηρεσιακή της υποχρέωση, να εφαρμόζει τους νόμους του κράτους, αλλά και ηθική της υποχρέωση απέναντι στους μαθητές, οι οποίοι θα ωφεληθούν από αυτή την ιστορία.
Φτάνει η ώρα της συνεδρίασης του συλλόγου. Άντε, να χωριστούμε σε ομάδες, να τελειώνουμε, λέει η κυρία Καίτη, να μη χάνουμε χρόνο, να ξεκινήσουμε να γράφουμε τις εκθέσεις, γιατί δεν είναι λίγη η δουλειά, ας πει ο καθένας ποιοι άξονες τον ενδιαφέρουν. Μισό λεπτό, παίρνει τον λόγο ο Ανέστης, που είναι και μέλος της τοπικής ΕΛΜΕ, άρθρο 10, παράγραφος 1, «ο Διευθυντής συγκαλεί ειδική συνεδρίαση για την ενημέρωση του Συλλόγου Διδασκόντων σχετικά με το νέο σύστημα εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης», τι ενημέρωση μάς κάνατε, ότι είναι υποχρέωσή μας να εφαρμόζουμε τους νόμους; τι είναι αυτά τα soft skills και από πότε μπήκαν στο πρόγραμμα διδασκαλίας; πώς ακριβώς θα τα ενισχύσουμε, και πώς θα αξιολογηθούμε αν τα ενισχύσαμε ή όχι, τι ανοησίες είναι αυτές, θα μας κάνετε την ενημέρωση που λέει εδώ ή όχι; κοιτάξτε, προσπαθούσε να πει η κυρία Καίτη, η οποία παρά τις συνεχείς τηλεδιασκέψεις φαινόταν μάλλον απροετοίμαστη, μια τυπική διαδικασία είναι, ενδοϋπηρεσιακή, θα γράψουμε εκεί ό,τι νομίζουμε, μόνο ο σύμβουλος θα τα δει, ψέματα λέτε, πετάχτηκα εγώ, η έκθεση αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου, κι οι ΣΕΕ Παιδαγωγικής Ευθύνης αποτιμούν τη λειτουργία του σχολείου σε δεκάβαθμη κλίμακα, εδώ τα λέει, και κουνούσα στο χέρι μου το ΦΕΚ, έτσι μας τα είπαν, προσπαθούσε να απαντήσει η κυρία Καίτη, ποιοι σας τα είπαν έτσι, πήρε τον λόγο κι ο Σάκης, θα βγάζουν λίστα, δημόσια, με τον βαθμό του κάθε σχολείου, στην οποία λίστα τα σχολεία σαν το δικό μας προφανώς θα είναι στον πάτο, και θα ρίχνουν το φταίξιμο σε μας, ότι δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, φέρνουν την τράπεζα θεμάτων, οι μισοί μαθητές μας θα μένουν στην ίδια τάξη, τους βάζουν κοινή βάση εισαγωγής με τα πρωινά, δεν θα περνάει κανείς στο πανεπιστήμιο, ποιος θα έρχεται στο εσπερινό μετά, τα εσπερινά θα κλείσουν αν περάσει αυτό, δεν το καταλαβαίνετε; ας κλείσουν, λέει η κυρία Ηλέκτρα, που δεν είχε πει τίποτα τόση ώρα, το σχολείο τούς μάρανε, ας πάνε να μάθουν καμιά τέχνη καλύτερα, εκεί ξεσηκώθηκαν κι άλλοι, τ’ είν’ αυτά που λες, φώναζαν, έχασε την ψυχραιμία της κι η κυρία Καίτη, δεν πα’ να λέτε ό,τι θέλετε, λέει, μας είπαν ότι η αυτοαξιολόγηση θα γίνει με όσους θέλουν να συμμετέχουν, τι λέτε, γίναμε έξω φρενών οι υπόλοιποι, σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να υπάρχει απαρτία του συλλόγου, σας είπαν να παρανομήσετε; έτσι μας είπαν, έλεγε και ξαναέλεγε η κυρία Καίτη.
Έφτασε η ώρα να ψηφίσουμε. Δέκα είμαστε οι καθηγητές του σχολείου. Οι τέσσερις δηλώσαμε ότι απέχουμε (εγώ, ο Ανέστης, ο Σάκης κι η Ελευθερία). Είχαμε εκτυπώσει το κείμενο της ΟΛΜΕ, «Με την παρούσα δηλώνω/ουμε ότι απέχω/ουμε από οποιαδήποτε ενέργεια…» κ.λπ. — το υπογράψαμε. Τρεις δήλωσαν ότι δεν απέχουν (η κυρία Καίτη, η κυρία Ηλέκτρα κι ο κύριος Νίκος). Τρεις ότι δεν έχουν αποφασίσει και θέλουν να το σκεφτούν (η Εύη, η Άννα κι ο Γιάννης) κι αν δεν μας πειράζει, να επαναληφθεί η συνεδρίαση λίγες μέρες αργότερα. Δεν ξέρω, θα λένε πάλι ότι οι εκπαιδευτικοί είναι τεμπέληδες και δεν θέλουν να αξιολογηθούν και τέτοια, δεν μπορώ να τα ακούω, έλεγε η Εύη όταν φεύγαμε. Φοβάμαι ότι αν δηλώσω αποχή δεν θα με πάρουν του χρόνου, έλεγε η Άννα — η Εύη κι η Άννα είναι αναπληρώτριες. Ο Γιάννης έφυγε χωρίς να πει λέξη — ήταν έκπληξη που δεν πήρε θέση υπέρ της ‘αξιολόγησης’, έχω την εντύπωση ότι ντράπηκε να το κάνει μετά απ’ όλα αυτά που ακούστηκαν.
Στο μεταξύ συνεδρίαζαν οι σύλλογοι σε όλη την Ελλάδα. Άλλοι διά ζώσης, άλλοι με τηλεδιασκέψεις, γιατί είναι τα σχολεία τους κλειστά, αλλά όχι, αυτή η διαδικασία δεν μπορούσε να περιμένει. Στους περισσότερους πέρασε η πρόταση για αποχή — ποσοστό μεγαλύτερο του 85% ανακοινώθηκε όταν έληξε η προθεσμία. Έρχεται η μέρα που είχαμε ορίσει για να επαναληφθεί η συνεδρίαση. Η κυρία Καίτη φτάνει στο σχολείο αναστατωμένη. Έλα να σου πω, μου λέει και με παίρνει στην άκρη. Μας ξανακαλέσανε σε τηλεδιάσκεψη σήμερα, τους διευθυντές. Ευθέως και χωρίς περιστροφές μάς είπαν ότι ετοιμάζεται καινούριος νόμος για τις κρίσεις των στελεχών στην εκπαίδευση, διευθυντές, σχολικούς συμβούλους και τέτοια, και όπου να ‘ναι θα κατέβει στη Βουλή, να τελειώσουν πρώτα μ’ αυτόν τον νόμο για την αστυνομία στα πανεπιστήμια. Θα μπει λέει διάταξη στον καινούριο νόμο, όσοι απέχουν από την αξιολόγηση, θα αποκλείονται αυτομάτως από τις θέσεις των στελεχών, δεν θα μπορούν να γίνουν ούτε διευθυντές ούτε σχολικοί σύμβουλοι. Μην υπογράψεις την αποχή, μου λέει. Κρίμα είναι. Εγώ φεύγω, το ξέρεις, του χρόνου εσύ θα είσαι διευθυντής, δεν έχει άλλος τα προσόντα σου. Χίλιες φορές να μη γίνω, της λέω, αν είναι έτσι. Θα υπογράψουν οι δυο κοπέλες, οι αναπληρώτριες, λέει η κυρία Καίτη, με πέντε υπογραφές πάλι περνάει η αποχή, πρέπει οι παρόντες να είναι περισσότεροι από τους απόντες για να γίνει συνεδρίαση, ξέρω τι λέει ο νόμος, δεν χρειάζεται να υπογράψεις κι εσύ. Εσείς συμφωνείτε μ’ αυτές τις απειλές; τη ρωτάω. Ντροπή τους και μόνο που το σκέφτηκαν, απαντάει.
Ξεκινά η συνεδρίαση του συλλόγου. Έχει κανείς να προσθέσει τίποτα σ’ αυτά που είπαμε στην προηγούμενη συνεδρίαση; ρωτάει η κυρία Καίτη. Κανείς. Ποιος έχει το χαρτί με τις υπογραφές; Της το δίνει ο Ανέστης — αυτός το είχε κρατήσει. Το παίρνει στα χέρια της η κυρία Καίτη, βγάζει από την τσάντα της —αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να ψάξει καθόλου— το καλό στυλό, αυτό που μοιάζει με πένα, γράφει αργά και καθαρά, με τα καλά της γράμματα, το όνομά της και υπογράφει. Τέσσερις υπογραφές από την πρώτη συνεδρίαση, συν δύο οι αναπληρώτριες, που είχαν υπογράψει λίγα λεπτά νωρίτερα, συν μία η δική της, εφτά.
Πέρασαν σαράντα μέρες. Περίμενα να κατατεθεί ο καινούριος νόμος για τα στελέχη της εκπαίδευσης για να γράψω τον επίλογο — είχανε πει θα γινόταν μέσα στον Μάρτιο. Δεν έγινε τίποτα, οι καινούριες διαρροές κάνουν λόγο για μετά το Πάσχα — και αν. Ο αποκλεισμός κάποιου από θέση ευθύνης επειδή συμμετείχε σε μια νόμιμη αποχή-απεργία δεν μπορεί λέει να σταθεί νομικά και ψάχνουν να βρουν τρόπο να τον περάσουν. Από την άλλη βέβαια, δεν ξέρω αν θα υπάρξει στο μέλλον κάποια πρόβλεψη για όσους γράφουν διηγήματα, ας πούμε σαν αυτό. Μόλις μάθω, θα σας το πω.
14.04.2021
Μάρα Σαφαρίδου
Στις καλύτερες οικογένειες
Η Γιώτα ήταν πλέον μια ώριμη γυναίκα και μητέρα γύρω στα πενήντα. Ζει στα δυτικά προάστια της Θεσσαλονίκης μαζί με τον άντρα της και τον έφηβο γιο της, σε ένα διαμέρισμα που της έγραψε ο πατέρας της, όταν παντρεύτηκε. Το σπίτι δεν ήταν πολύ ωραίο, ούτε αρκετά ευρύχωρο για να έχεις προσωπικό χώρο και χρόνο, παρόλο που το ζευγάρι και το παιδί είχαν τα δικά τους δωμάτια. Δεν έφευγαν όμως, γιατί πού να μπαίνουν τώρα σε διαδικασίες με δάνεια και φυσικά με ένα μισθό δεν καλύπτονται τα έξοδα ούτε για νοίκι. Το είχε σκεφτεί να δουλέψει κάπου, αλλά όσο το ανέβαλε και όσο την απέτρεπε ο Τόλης, τόσο περνούσαν τα χρόνια. Τώρα πού να βρει δουλειά πενήντα χρονών γυναίκα, ποιος θα την προσλάβει. Άσε που, αν φύγει, θα διαλυθεί όλο το σπίτι και πώς θα πηγαίνει και ο Τόλης στην υπηρεσία νηστικός ή μήπως να αγοράζει εκείνα τα σάντουιτς και τις τυρόπιτες της συμφοράς από το κυλικείο.
Ο Τόλης είναι αστυνομικός, σε αυτήν την ηλικία και ακόμη δουλεύει στον δρόμο με το αμάξι της ασφάλειας. Μοναστηρίου, Βαρδάρη, Σφαγεία˙ έχει καθαρίσει τον τόπο. «Ευχαριστώ» πρέπει να του λέει όποιος περπατάει εκεί το βράδυ. Παντρεύτηκε την Γιώτα του, γιατί είναι το στήριγμα του, αυτή κρατάει το σπίτι και το παιδί και αυτός την κοινωνία. Όλα και όλα, του αρέσει τα πράγματα να είναι οργανωμένα και τακτοποιημένα. Μακάρι ο κόσμος να του έμοιαζε λιγάκι παραπάνω και όλα θα λειτουργούσανε ρολόι.
Ο Μίμης στα δεκαπέντε είναι ένα πανύψηλο καχεκτικό παιδί, τα μαλλιά του είναι μακριά με το γνωστό «καπελάκι», που όταν έρχεται το τέλος του μήνα ακουμπάει λίγο και τους ώμους του και κρύβει επιδέξια το τετράγωνό του πρόσωπο. Σίγουρα, αν κοιτάξεις πάνω από το κουλτουριάρικο ζιβάγκο, θα παρατηρήσεις ελάχιστα χαρακτηριστηκά που θα σου κάνουν εντύπωση, σίγουρα όμως δεν θα προσπεράσεις τα καλοσχηματισμένα του τοξωτά φρύδια. Πράγμα που πήρε από την γιαγιά του, όπως λέει και η μαμά του.
Ο Μίμης ξέρει, όμως, ότι τα φρύδια της γιαγιάς του ήταν πυκνά και ίσια. Τα τόξα που τονίζουν τα τέλεια ζυγωματικά του, του τα έδωσε το τσιμπιδάκι της Γιώτας, αυτό που έχει μπροστά στον καθρέφτη στο μπάνιο. Δεν μπορούσε να τα βλέπει έτσι ανακατεμένα που ήταν, θύμιζε στον πατέρα του και σίγουρα δεν ήθελε να μοιάζει με έναν άντρα, πόσο μάλλον με τον Τόλη. Όταν έφευγε αυτός για την υπηρεσία ή αν κοιμόταν, πριν φύγει για το σχολείο, κάλυπτε ό,τι μπορούσε να καλύψει με λίγο make-up, τόνιζε και τα χείλη με ημιδιάφανο “liposan” και έφευγε. Έξω από την πόρτα έβαζε τα ψηλά του τα μποτάκια, που είχε κρυμμένα στην τσάντα και «κλικ-κλακ» ξεκινούσε για το σχολείο.
Η Γιώτα τα ήξερε όλα αυτά, αλλά ήλπιζε ότι είναι μια φάση. Γυρίζοντας όμως την Πέμπτη από την λαϊκή με την Ρούλα από τον δεύτερο, αναφέρθηκε ότι ο άντρας της είδε μια κοπελίτσα να βγαίνει από το σπίτι τους και την ρώτησε αν ο γιος της άρχισε να ξεπορτίζει. Η Γιώτα το κατάλαβε αμέσως. Αυτά ήταν προειδοποιητικά σημάδια ότι το ξέρει όλη η οικοδομή και μάλλον και όλη η γειτονιά. Ας το ξέρουν οι άλλοι. Αν το μάθει ο Τόλης, όμως, θα το τσακίσει το παιδί.
Το μεσημέρι που γύρισε απ’ το σχολείο, του έβαλε να φάει και, εφόσον έλειπε ο άλλος, μπόρεσε να του μιλήσει. Δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω, τον προετοίμαζε. Ο Μίμης παρεξηγήθηκε στην αρχή. Αμύνθηκε με θυμό, όμως άρχισε να τον ηρεμεί η σκέψη πως μπορούσε επιτέλους να μοιραστεί το μυστικό του. Η Γιώτα όμως δεν ήταν διστακτική και τρομοκρατημένη από τις φήμες που θα ακούγονται, αλλά με την αντίδραση του Τόλη, ο οποίος πολλάκις έχει εκφράσει την γνώμη του για τα τραβέλια. Θα έπρεπε να το μάθει από αυτούς, γιατί αλλιώς κάποιος από τους δύο θα ‘χε πολύ κακά ξεμπερδέματα.
Το ίδιο βράδυ ο Μίμης μπροστά στην τηλεόραση έτρωγε τα νύχια του και κρατούσε σφιχτά το κινητό του. Είχε ενημερώσει όλους του τους φίλους και ήξερε ότι θα είχε κατάλυμα, εάν το χρειαζόταν, και μια τσάντα έτοιμη με τα πιο σημαντικά από τα πράγματα του. Δεν είχε άλλωστε και ποτέ σχέσεις με τον πατέρα του. Φοβόταν όμως, ότι φεύγοντας από την προστασία του σπιτιού επακολουθούσε η επιλογή μονόδρομος: γυναίκα στην νύχτα ή έφηβος σερβιτόρος.
Ο Τόλης άκουσε τη Γιώτα μέχρι την κύρια ανακοίνωση. Μετά, της έκανε νόημα και εκείνη βγήκε έξω. Ακούμπησε τα χέρια του στο πρόσωπο και κλείνοντας τα μάτια του, το μέλλον του παιδιού του πέρασε μπροστά του σαν ταινία σε γρήγορη κίνηση. Πόρνες με κοντά φορέματα και αξύριστα πόδια, άθλιοι βρωμιάρηδες να τις φωνάζουν στα αμάξια τους. Σιχάματα της κοινωνίας. Πού να περάσει με το περιπολικό και να τον δει κάνα βράδυ κουνιστό και λυγιστό; Δεν θα το ξαναδεί το τμήμα. Ποιο γραφείο και μαλακίες, στην Σίνδο θα τον στείλουν, στις φυλακές να κάνει τα βραδινά. Όσο το σκεφτόταν, τόσο φούντωνε˙ και τι να το κάνει, να το διώξει το ανήλικο ή να το σκοτώσει; Τα χέρια του απ’ έξω δεν έμοιαζαν γυναικεία, άρα από το δικό της το σόι θα το πήρε «αυτό» το παιδί, στις παλάμες οι γραμμές δεν ξέρει τι δείχνουν. Μια μέρα του είχε πει μια παλαβή στο τμήμα να τον διαβάσει, αλλά δεν πίστευε σε αυτά, μπορεί τώρα, να βοηθούσε στην απόφαση του αυτό.
Στην άλλη μεριά του σαλονιού ο Μίμης κοίταζε ακόμη την τηλεόραση με απάθεια. Εδώ και ώρα έπαιζε τηλεμάρκετινγ στο «Μακεδονία», αλλά δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε ότι ήταν ανοιχτή. Τώρα έβλεπε σκηνές από μπαράκια και αυτήν επάνω να την χειροκροτούν. Δεν θα ‘ναι και τόσο άσχημα, αν θα τον διώξει, θα κοιμάται στα καμαρίνια του “enola” και το πρωί θα πηγαίνει και σχολείο. Αν προφτάσει να βγει και δεν το σκοτώσει˙ θα τον σκοτώσει. Μάλλον πρέπει να φύγει όσο είναι νωρίς ακόμα.
Η πόρτα ανοίγει και η Γιώτα βρίσκεται ακριβώς από πίσω. «Είσαι καλά; Να έρθω μέσα να μου πεις πρώτα εμένα να μιλήσουμε;» τον παρακάλεσε «Ρε κάνε στην άκρη τώρα να περάσω» «Έρχεται παιδί μου ο μπαμπάς».
§
Νίνα Φωτιάδου
Το βασιλικό γατί
Το πρωί εκείνο που ξύπνησε η Ζέλντα, ξύπνησε και ήταν μόνη της στον κόσμο. Περίεργο συναίσθημα. Άνοιξε την τηλεόραση. Τίποτα. Μόνο χιόνια. Άνοιξε το tweeter, κανένα tweet εδώ και ώρες. Τα ίδια στο Facebook και το Instagram. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Μόνη; Άνοιξε το παράθυρο του σαλονιού της και βγήκε στο μικρό νεοκλασικό μπαλκονάκι της στο κέντρο της πόλης. Επικεντρώθηκε στους ήχους γύρω της. Ερημιά. Κάποια φτερουγίσματα πουλιών, νιαουρίσματα γατιών και γαβγίσματα σκύλων έσκιζαν τη σιωπή της, κατά τα άλλα, έρημης πόλης. Μόνη. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο της το κορμί. Μόνη σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι φίλοι, οι συγγενείς, όλοι εξαφανισμένοι.
Μια γελοία σκέψη ήρθε στο μυαλό της: άραγε, έτσι ένιωθε ο Αδάμ; Μα πόσο παράλογη σκέψη! Κατ’ αρχάς δεν είχε φίλους και συγγενείς ο Αδάμ, ώστε να νιώσει την απώλειά τους και δεύτερον δεν ζούσε σε πόλη. «Μα τι κάθομαι και σκέφτομαι! Εδώ εξαφανίστηκε ολόκληρη η ανθρωπότητα κι εγώ…». Κοίταξε το κινητό της τηλέφωνο, που κρατούσε τόση ώρα στο χέρι της. Ένιωσε την ανάγκη να επικοινωνήσει με κάποιον. Την αδερφή της. Όλα τα σχολίαζαν με την Μπέρτα. Όλα. Από τα πιο γελοία ως τα πιο φριχτά. «Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν, δεν μπορεί να αντέξει μόνος του», θα έλεγε η Μπέρτα. Αναρωτιέμαι αν θα αντέξω εγώ, και πόσο. Πρέπει να βγω έξω. Ίσως κάποιος σαν εμένα να… Ίσως. Φόρεσε τα αθλητικά της παπούτσια, πήρε τα γυαλιά ηλίου της, το κινητό της και τα κλειδιά του σπιτιού. Βγαίνοντας έκανε να κλειδώσει, αλλά ποιος ο λόγος, σκέφτηκε και άφησε τελικά την πόρτα της ανοιχτή. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια με τον ενθουσιασμό ενός εξερευνητή. Ποια μυστικά θα της αποκάλυπτε η πόλη της, τώρα που οι άνθρωποί της έχουν εξαφανιστεί;
Βγήκε στον δρόμο. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε και πάλι τους ήχους της άδειας πόλης. Της θύμισε τους ήχους της πόλης μεσημέρι Αυγούστου, όταν ήταν μικρή. Όταν όλα τα μαγαζιά έκλειναν για την μεσημεριανή σιέστα και τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά. Έχει ξαναζήσει αυτή την ησυχία, αλλά μετά από ένα δίωρο η ζωή επανερχόταν στους ρυθμούς της και η πόλη ζωντάνευε και πάλι. Έφτασε στο φανάρι που, όλως περιέργως, λειτουργούσε ακόμη. Έμεινε για λίγο μετέωρη και μετά πέρασε απέναντι χωρίς να κοιτάξει δεξιά και αριστερά. Περίεργο συναίσθημα. Προχώρησε ως κάτω και έφτασε στην παραλία. Όλα ήρεμα. Ένα δελφίνι έκανε την εμφάνισή του στο βάθος. Ίσως ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τη γη να επουλώσει τις πληγές που ο άνθρωπος άνοιξε πάνω της. Θα βρει η γη τους ρυθμούς της χωρίς εμάς, σκέφτηκε. Ίσως ήταν μια καλή ευκαιρία και για εκείνη να κάνει πράγματα που την ευχαριστούσαν, όχι γιατί έπρεπε να τα κάνει αλλά γιατί τα απολάμβανε. Να διαβάσει βιβλία που ήθελε, όχι για τη δουλειά αλλά επειδή θα την ταξίδευαν σε κόσμους ξένους.
Περπάτησε ως το λιμάνι. Ένας σκύλος ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου, μιας και δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο, άνοιξε τα μάτια του να δει ποιος περνούσε. Στάθηκε και τον κοίταξε για λίγο. Την κοίταξε και αυτός και αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια του, για να συνεχίσει να απολαμβάνει την ησυχία του. Άραγε θα βρει κάτι να φάει; Μήπως έπρεπε εκείνη να φροντίσει όλα αυτά τα ζώα που ξαφνικά έμειναν χωρίς φαγητό; «Η αιώνια επαγρύπνηση είναι το τίμημα της ανωτερότητας!», που έλεγε και ο Μαρκ Τουέιν στο ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας. Χαμογέλασε. Άντε πάλι οι πρωτόπλαστοι!
Έκανε στροφή και ανέβηκε τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στην παλιά πόλη, έφτασε στον πιο πολυσύχναστο δρόμο, με όλα τα εμπορικά μαγαζιά. Ψυχή! Όλα κλειστά. Όπως τότε στο πρώτο lockdown. Μόνο που τότε είχε όλους τους δικούς της. Μακριά, αλλά τους είχε. Κοντοστάθηκε σε μια βιτρίνα με είδη καπνιστού. Σαν κάτι να κινήθηκε εκεί πίσω από τα πούρα Αβάνας. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Σχεδόν την άκουγε στα αφτιά της. Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να μην ήταν μόνη της τελικά στον κόσμο της έφερε πεταλούδες στο στομάχι, όπως όταν ερωτεύεσαι. Χτύπησε το τζάμι. «Είναι κανείς εκεί;», φώναξε. Τίποτα. Κανένας. Ώσπου, μια πορτοκαλί ουρά έκανε την εμφάνισή της πίσω από τα πούρα και μετά ένα έξυπνο μουτράκι. Ένα γατί! Έκανε να ανοίξει την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη. Μα ποιος κλείδωσε ένα γατί μέσα στο μαγαζί; Αυτό ήταν κάτι που πάντα την εκνεύριζε! Να κλείνεις ένα ζωντανό μέσα στο αυτοκίνητο, το σπίτι ή, εν προκειμένω, στο μαγαζί σου, για να κάνεις τις δουλειές σου ήσυχος, και το ζωντανό να υποφέρει. Γύρισε προς το δρόμο. Έψαξε τριγύρω για μια πέτρα. Κάτι για να σπάσει τη τζαμαρία και να ελευθερώσει το γατί, που πια είχε ξεθαρρέψει και σουλάτσαρε στη βιτρίνα ανάμεσα από ταμπακέρες, κουτιά με πούρα και αναπτήρες, νιαουρίζοντας. Μα να μην υπάρχει μια πέτρα όταν τη χρειάζεσαι! Κατέβηκε στο δρόμο και βάλθηκε να ξεπατώσει ένα διαχωριστικό πασαλάκι. Όλη την ένταση που ένιωσε νωρίτερα, με την προοπτική να μην είναι μόνη της στον κόσμο, την έβγαλε στο πασαλάκι. Ε, ρε, και να την έβλεπε ο πατέρας της! Αξιωματικός του στρατού, αυστηρών αρχών και τυπικότατος μέχρι σκασμού! Πώς βγήκαν έτσι «πεταχτούλες», η Μπέρτα κι εκείνη, είναι να απορείς. «Πεταχτούλες», τις έλεγε η αδερφή του μπαμπά τους, η θεία Ντότυ, που ήταν πιο αυστηρών αρχών από τον αδερφό της. Η θεία Ντότυ ήταν… συνταγματάρχης. Έζησε μόνη της, όλη της τη ζωή, διαφεντεύοντας τις ζωές των άλλων. Επιτέλους, τα κατάφερε και ξεπάτωσε το πασαλάκι. Το γατί πια νιαούριζε έντονα μέσα από τη βιτρίνα. Πόσες μέρες να είναι μόνο του εδώ;
Με το πασαλάκι στα χέρια πήρε φόρα και έσπασε το κάτω μέρος της βιτρίνας, που είχε κάτι αργιλέδες και κάτι φιλντισένια κουτιά. Άρχισε τα ψιψιψί και τα έλα καρδιά μου. Το γατί την κοιτούσε από την επάνω βιτρίνα και της νιαούριζε σαστισμένο. Είδε ότι δεν πρόκειται να κουνηθεί το γατί και έσπασε και το υπόλοιπο της κάτω βιτρίνας, μετακίνησε τους αργιλέδες, γονάτισε και με τα πολλά μπήκε στο κατάστημα. Πλησίασε το γατί, αλλά εκείνο είχε ήδη αγριευτεί από την εγκατάλειψη και τον θόρυβο της τζαμαρίας που έσπασε, που όσο το πλησίαζε τόσο εκείνο απομακρυνόταν. Κοίταξε προς το βάθος του καταστήματος. Προχώρησε προς μια κλειστή πόρτα, πίσω από το γραφείο με την ταμειακή μηχανή. Την άνοιξε. Όπως το υποψιάστηκε. Μια αποθηκούλα με χαρτιά υγείας, καθαριστικά και γατοτροφή. Πήρε μια κονσέρβα και πριν προλάβει να την ανοίξει, άκουσε ένα νιαούρισμα ακριβώς από πίσω της. «Πονηρό γατί!», είπε με γλύκα και το γατί τρίφτηκε με χάρη στα πόδια της. Άνοιξε την κονσέρβα, την άδειασε στο μπολ και κάθισε να χαζέψει το πορτοκαλί χνουδωτό φιλαράκι που απέκτησε.
Όσο το γατί έτρωγε εκείνη περιεργάστηκε το κατάστημα. Είδη καπνιστού. Πάνε έξι χρόνια που το έκοψε, αλλά όταν βλέπει πούρα και μάλιστα Αβάνας κάτι παθαίνει. «Μην είσαι ανόητη!», θα έλεγε ο Τεό, ο γυμναστής της, «τόσο κόπο έκανες να το κόψεις και θα πετάξεις όλη αυτή την προσπάθειά σου στα σκουπίδια για λίγα ξερά φύλλα τυλιγμένα; Το κάπνισμα χαλάει το δέρμα και μειώνει τις πιθανότητες να ζήσεις περισσότερα χρόνια!». Να ζήσει περισσότερα χρόνια! Ποιος ο λόγος να ζήσει περισσότερα χρόνια τώρα; Μόνη της. Χωρίς κανέναν. Χωρίς καμιά προσδοκία.
Έψαξε με το βλέμμα της πάνω στο γραφείο και ύστερα άνοιξε ένα-ένα τα συρτάρια. Στο τελευταίο, μέσα σε ένα χρυσό κουτάκι, υπήρχε ένα κλειδί. Το πήρε και κατευθύνθηκε στη μικρή βιτρίνα με τα πούρα Αβάνας. Την ξεκλείδωσε και πήρε μια τζούρα από τη μυρωδιά του στεγνού καπνού. Πόσες γεύσεις, πόσοι ήχοι, πόσες αναμνήσεις, με μια μόνο εισπνοή! Έβγαλε ένα πούρο από τη θήκη του, το πέρασε μπροστά από τη μύτη της, έκοψε την άκρη του, με ένα ψαλίδι για πούρα, και το έβαλε στο στόμα της. Ήθελε να το γευτεί. Τι άρωμα. Φρούτα και καρποί και ταμπάκος και χορός και φεγγαρόφωτο και υγρό φιλί στο λαιμό. Πήρε έναν αναπτήρα και το άναψε. Μια ατασθαλία θα την επέτρεπε στον εαυτό της, άλλωστε τώρα πια το προσδόκιμο ζωής είναι σίγουρο ότι έχει αλλάξει. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Την έπιασε βήχας. Το γατί τρόμαξε και τινάχτηκε πάνω στο γραφείο. Εκείνη άρχισε να γελάει ανάμεσα στο βήχα της. Έσβησε το πούρο. «Για τίποτα δεν είσαι», θα της έλεγε ο Μπιλ, ο πρώην της. «Ένα σφηνάκι παραπάνω να πιεις, λιποθυμάς, σε μαζεύω με το κουτάλι και χάνω το πάρτι!». Σοβαρότατος λόγος να χωρίσεις κάποιον, αν θεωρεί τη δική του καλοπέραση σημαντικότερη από την υγεία σου! Το γατί νιαούρισε και την πλησίασε. Είχε σταματήσει ο βήχας. Έσκυψε και το πήρε αγκαλιά. Εκείνο, σαν να ήταν φίλοι από πάντα, έτριψε το κεφάλι του στο πηγούνι της και γουργούρισε. Την πήραν τα ζουμιά. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Για ένα γατογουργούρισμα! Σκούπισε τα μάτια της, πήρε το γατί και βγήκε στο δρόμο από εκεί που είχε μπει νωρίτερα.
Είχε περάσει η ώρα. Ο ήλιος έλαμπε σταθερά στον ουρανό, το αεράκι φυσούσε γλυκά και ήρεμα και αυτή η ασυνήθιστη ησυχία συνέχιζε να τρυπάει τα αυτιά και το είναι της. Με το γατί στην αγκαλιά, πέρασε απέναντι και τράβηξε για το κοντινό σούπερ μάρκετ. Είχε αποφασίσει ότι ναι, είναι δική της δουλειά να βοηθήσει τα ζωντανά να βρουν τροφή. Έφτασε στο σούπερ μάρκετ, άφησε το γατί στη σέλα ενός σκούτερ που ήταν παρκαρισμένο εκεί δίπλα, πήρε έναν κάδο σκουπιδιών και με φόρα τον έσπρωξε στην τζαμαρία του καταστήματος, που έγινε μεν θρύψαλα, αλλά δεν έπεσε. Είχε αυτή την ειδική επεξεργασία που έχουν και τα τζάμια των αυτοκινήτων. Γίνονται θρύψαλα, αλλά δεν πέφτουν. Την έσπρωξε μια-δυο φορές ακόμη και σωριάστηκε ολόκληρη κάτω. Μπήκε μέσα, βρήκε τον διάδρομο με τις τροφές για ζώα και άνοιξε όλα τα σακιά με τις κροκέτες και το κανναβούρι και τις κονσέρβες. Έβαλε μερικές σε ένα καρότσι, ένα μαξιλάρι για σκύλους και ένα τσουβαλάκι κροκέτες και βγήκε. Πλησίασε το γατί, που έγλυφε το πόδι του και το περνούσε από το κεφάλι του, και το έβαλε μέσα στο καρότσι πάνω στο μαξιλάρι. Αυτό περίμενε το γατί, μάλλον, σε όλη του τη ζωή, γιατί στρώθηκε σαν βασιλιάς στο μαξιλάρι και γουργούριζε με ευχαρίστηση. Η Ζέλντα χαμογέλασε και εκείνη ευχαριστημένη. Δεν είχε ποτέ της γατί. Πάντα σκυλιά είχε. Όχι ότι δεν της άρεσαν τα γατιά, αλλά δεν έτυχε ποτέ να έχει γατί και φοβόταν ότι δε θα τα κατάφερνε. Χάρηκε που το πρώτο της γατί ήταν, για την ώρα, τόσο καλόβολο.
Προχώρησε στους δρόμους της πόλης με το καρότσι του σούπερ μάρκετ και το βασιλικό γατί της, σαν να ήταν κλοσάρ. Η σκέψη αυτή την έκανε να χαμογελάσει και σαν να της έδωσε φτερά στα πόδια, αποφάσισε να ανέβει και πιο ψηλά. Να φτάσει ως την παλιά πόλη και να δει από ψηλά την έρημη πολιτεία
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
Χατζηάχριστος
Μία ψυχὴ κουρελιασμένη ἀπ’ τὰ συμπλέγματα κατωτερότητας καὶ τὶς στερήσεις μπορεῖ ν’ ἀποβῇ καταστροφικὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ θάχουν τὴν ἀτυχία νὰ βρεθοῦν στὸν δρόμο της. Κι ἂν μία τέτοια ψυχὴ ἔχει τὴν ἀρρωστημένη φιλοδοξία νὰ φτάσῃ τὰ ψηλότερα σκαλιὰ τοῦ θρόνου, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὴν χθαμαλότητα καὶ τὴ φτώχια της καὶ θὰ ξεπεράσῃ τὰ συμπλέγματα ποὺ τὴν κατατρύχουν, τότε εἶναι διατεθειμένη, ἐλαφρὰ τῇ καρδίᾳ, νὰ ἐξαφανίσῃ ἀπὸ μπροστά της τὸν κάθε κακορίζικο τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴν πραγμάτωση τῆς ὑπέρτατης εὐτυχίας. Ὅμως, σχεδὸν πάντα, οἱ κακομοιριές, οἱ μικρότητες κι ὅλα τ’ ἄλλα συμπλέγματα ποὺ μπορεῖ νὰ κουβαλάῃ ἡ ψυχὴ δὲν ξεπερνιοῦνται μὲ τέτοιου εἴδους ἀναρριχήσεις ἅμα αὐτὴ ἡ ψυχὴ δὲν ἔχῃ πάρει, ἐγκαίρως, τὴ βεβαίωση καὶ τὴν ἔγκριση τῆς ἀξίας της ἀπ’ τὸ μέσα της. Ὅ,τι βοῦλες καὶ νὰ ἐξασφαλίσῃ ἀπ’ τοὺς «ἀπ’ ἔξω» κατὰ τὴ διάρκεια μίας ἀναρρίχησης της πρὸς τὸ ὅποιο θρόνο, δὲν εἶν’ ἀρκετὸ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπ’ τὰ δεσμὰ τῶν συμπλεγμάτων της. Ἴσως τὸ μόνο ποὺ θὰ καταφέρῃ, κι ἀφοῦ θάχῃ ταλαιπωρήσει πολλοὺς ἁγνοὺς κι ἀνυποψίαστους, εἶναι νὰ συνεχίζῃ νὰ βασανίζεται φριχτὰ ἀπὸ ἔγνοιες, φόβους καὶ καχυποψίες ὅτι ἴσως κάποια στιγμὴ θὰ χάσῃ τ’ ἀξιώματα καὶ τὶς βοῦλες. Κι ἂν δὲν εἶναι τυχερὴ θὰ μάθῃ, μὲ τίμημα τὴν τιμωρία ἀπ’ τὴ θεία δίκη, ὅτι τὸ δηλητήριο τῆς ἀχαριστίας καὶ τῆς ὕβρεως πίνεται μέσα στὰ χρυσὰ κύπελλα τῶν καλοστρωμένων καὶ πλουσιοπάροχων τραπεζιῶν τῆς ἐξουσίας.
Μία τέτοια ψυχὴ ἦταν ὁ Χατζηάχριστος· μεγαλωμένος στὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας, μέσα σ’ ἀνέχεια ἀπερίγραπτη, ἄκουγε ἀπὸ τότε ποὺ ἄνοιξε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μάτια του τὴ μόνιμη ἐπῳδὸ τοῦ ἀγράμματου πατέρα του: «Εἶσαι βλάκας κι ἄχρηστος». Εἶναι περιττὸ ν’ ἀναφερθοῦν οἱ καρπαζιὲς καὶ τὸ ξύλο ποὺ ἔπεφταν σύννεφο μέσα στὸ σπίτι κάθε φορὰ ποὺ ὁ πατέρας νόμιζε ὅτι τὰ πράγματα δὲν γίνονταν ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Ἔτσι, ὁ Χατζηάχριστος ἔμαθε ἀπὸ μικρὸς (κι ἐμπέδωσε γιὰ τὰ καλά) δυὸ πράγματα· ὅτι ἡ βία, εἴτε σωματικὴ εἴτε ψυχολογική, εἶναι τὸ ἀποτελεσματικότερο μέσο γιὰ νὰ κάνῃς τὴ δουλειά σου καὶ νὰ πετύχῃς τοὺς σκοπούς σου κι ὅτι ἀφοῦ ὁ πατέρας τὸν ἀνέβαζε καὶ τὸν κατέβαζε βλάκα κι ἄχρηστο, ἔτσι ἦταν κιόλας! Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο λίκνο «ἀνατροφῆς» ἡ καρδιά του στέγνωνε μὲ τὸν καιρὸ καὶ τ’ ἀπωθημένα γιγαντώνονταν στὴν πληγωμένη ψυχή του. Ὡστόσο, τὸ μῖσος ποὺ ἔπρεπε νὰ τρέφῃ γιὰ τὸν πατέρα του καὶ γιὰ τὴν μοῖρα ποὺ τοῦ ‘λαχε νὰ γεννηθῇ μέσα σὲ μία «στρούγκα» τὸ κατάπινε γρήγορα γιατί ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁ φόβος πρὸς τὴν πατρικὴ φιγούρα κι ἡ ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀλάθητου τῶν γονέων δὲν ἄφηναν περιθώρια γι’ ἀντιδράσεις καὶ ξεσπάσματα τῶν παιδιῶν μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὅμως ἡ ψυχὴ ἔβραζε . . . .
Στὴν ὕστερη ἐφηβεία του ἀσπάστηκε μία δῆθεν κοινωνιοκεντρικὴ ἰδεολογία ποὺ ὁραματιζόταν ἕναν καλύτερο κόσμο χωρὶς ἀδικία καὶ καταπίεση. Στοὺς κόλπους της βρῆκε θαλπωρὴ καὶ παρηγοριὰ κι ἀποφάσισε νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ στὸ ἐφεξῆς ὄχι τόσο γιὰ ν’ «ἀλλάξῃ» τὸν κόσμο (ἤξερε πὼς αὐτὰ εἶν’ ἀνοησίες) καὶ νὰ κάνῃ καλὸ στοὺς συνανθρώπους τους ἀλλὰ γιὰ νὰ νιώσῃ ὅτι ἀπωθεῖ τὶς ἄσχημες παιδικές του μνῆμες (ἔτσι πίστευε) ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν σὰν ἐρινύες ἢ ὅτι ἀναλαμβάνει ἕναν θεάρεστο ρόλο ἱκανὸ νὰ τὸν ἀναδείξῃ στὶς συνειδήσεις τῶν ἄλλων σὲ πρόσωπο σημαῖνον καὶ ξεχωριστό. Καὶ ξεκίνησε τὸν «ἀγῶνα» ὑπὲρ ἑνὸς καλύτερου κόσμου μὲ φωνασκίες, συμμετοχὴ σ’ ἐκεῖνες τὶς πάντα ἄκαρπες συγκεντρώσεις, ποὺ εἶναι καταδικασμένες νὰ καταπνίγονται στὸ τέλος ἀπ’ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ καπέλωμα, καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα στὸν προσηλυτισμὸ τῶν συνανθρώπων του μὲ σοφιστεῖες καὶ ψευτοεπιχειρήματα ποὺ τοῦ εἶχαν διδάξει οἱ πατερούληδες του. Σιγά-σιγὰ αἰσθανόταν ὅτι ὅλα του τὰ συμπλέγματα θεραπεύονταν μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀνάδειξή του σὲ ὁδηγητὴ κι ἔτσι βάλθηκε ν’ ἀναδειχτῇ καὶ στὸν ἐπαγγελματικὸ στίβο.
Μέχρι τότε δούλευε ὡς δασκαλάκος σὲ σχολεῖα κι αὐτὸ ἦταν ταπεινωτικὸ καὶ ὑποτιμητικὸ γιαυτὸν δεδομένης τῆς ἀπαξίωσης τοῦ ἐπαγγέλματος τούτου ἀπ’ τὴν κοινωνία (πολῖτες τρίτης κατηγορίας τοὺς λέγανε τοὺς δασκάλους) καὶ τῆς ἄλλης κοινωνικῆς του δράσης ποὺ δὲν συμβάδιζε μὲ τὴ χαμηλὴ ἐκτίμηση τῆς κοινωνίας γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ διακονοῦσε. Μὲ κάτι γαλιφιὲς καὶ ρεβεράντζες κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσῃ ὑποτροφία γιὰ νὰ κάνῃ ἀνώτατες σπουδὲς στὶς χῶρες προέλευσης τῆς ἀγαπημένης του ἰδεολογίας, μὲ τίμημα τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στοὺς ἡγήτορές του καὶ τὴν ἐφ’ ὅρου ζωῆς διάδοση μ’ ὅποια μέθοδο τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεῶν τους. Γυρίζοντας στὸν τόπο του στέφθηκε μὲ μεγάλη ἄνεση καὶ χωρὶς ἐμπόδια «ἀκαδημαϊκὸς» (μὲ τὶς εὐλογίες βεβαίως τῆς ἡγεσίας) κι ἄρχισε νὰ διδάσκῃ στὸ πανεπιστήμιο – κάποιες ἀντιδράσεις τοῦ πανεπιστημιακοῦ κατεστημένου, μὲ δῆθεν ἀντίθετες ἰδεοληψίες ἀπ’ τὶς δικές του, γιὰ τὸν διορισμό του δὲν καρποφόρησαν γιατὶ ἁπλῶς ἐκδηλώθηκαν γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου προκειμένου νὰ δείξουν οἱ ἤδη κατεστημένοι ἀγωνιστικὸ πνεῦμα στοὺς δικούς τους ἡγήτορες!
Ὁ «ἀκαδημαϊκός», πλέον, Χατζηάχριστος ἐκπλήρωνε ἐπιτέλους τὸ ἰδανικό του. Γέμιζε μὲ νόημα καὶ σκοπὸ τὴ ζωή του καὶ τὸ κενό του ταυτόχρονα, παίρνοντας τὰ εὔσημα καὶ τὶς βοῦλες ὄχι μόνον ἀπ’ τὸν πολιτικὸ στίβο τῶν κοινωνικῶν «ἀγώνων» ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸν ἐπαγγελματικό του χῶρο καὶ τὴν κοινωνία, γενικότερα. Ὅμως, οἱ κακομοιριὲς τῆς ψυχῆς καὶ τ’ ἀπωθημένα δὲν καταπολεμοῦνται μὲ τέτοια. Ἀντίθετα, κι εἰς πεῖσμα σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς μάταιες προσπάθειες ἐξάλειψής τους, πάντα καραδοκοῦν γιὰ νὰ ἐκδηλωθοῦν μὲ τὴν ἀπαίσια μορφὴ τῆς ἐμπάθειας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς εἰρωνείας ἀπέναντι στοὺς θεωρούμενους ὡς ἀντίγνωμους, στοὺς ἐκτάκτως ἱκανοὺς κι ἔχοντες προσωπικὴ ἄποψη.
Ἡ θητεία του ξεκίνησε καὶ συνεχίστηκε μέχρι τέλους μὲ ἀνεκδιήγητη γκρίνια γιὰ ὁτιδήποτε δὲν γινόταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του (ἐδῶ θύμιζε τὸν πατέρα του) καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα μὲ τὴν ἰδεολογία του. Ἔτσι, οἱ συνεργάτες του ἔπρεπε νὰ παίρνουν ἄδεια ἀκόμα καὶ γιὰ τὶς ἀσημαντότερες πράξεις τους μέσα στὸν χῶρο τοῦ πανεπιστήμιο προκειμένου νὰ μὴν βρεθοῦν στὴ δυσάρεστη θέση ν’ ἀντιμετωπίσουν τὴν μῆνιν του, ὅπως γιὰ παράδειγμα πῶς θὰ τοποθετήσουν στὸ γραφεῖο του τὰ βιβλία ποὺ δανειζόντουσαν ἀπ’ αὐτὸν ἢ ποιοὺς συναδέλφους θὰ συναναστρέφονται (ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἀντιφρονοῦντες συνάδελφοι ἀποκλείονταν ἀπὸ κάθε ἐπαφή). Ὅσο γιὰ τὶς σοβαρὲς ὑποθέσεις, ὅπως γιὰ συνεργασίες πάνω σ’ ἐπιστημονικὰ θέματα, ἡ ἄδεια ἀπ’ αὐτὸν ἦταν ὅρος ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ.
Τὰ μεγαλύτερα θύματά του ἦταν οἱ φοιτητὲς ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα, ἐνθυμούμενοι τὴν στάση του ἀπέναντί τους, φτύνουν τὸν κόρφο τους στὴν καλύτερη περίπτωση καὶ στὴν χειρότερη τὸν στολίζουν μὲ τὶς πιὸ ἀνήκουστες ὕβρεις. Ἀκόμα μνημονεύουν τὴν ἀρρωστημένη ἐπιθυμία του νὰ στέκονται προσοχὴ μπροστά του, ἐνῷ ὅσοι δὲν τηροῦσαν τὴ στρατιωτικὴ πειθαρχία ποὺ ἀπαιτοῦσε ὅταν ἔμπαιναν στὸ γραφεῖο του, ὑποβάλλονταν στὸ καψόνι τῆς ἐπανάληψης ὅλης τῆς εἰσόδου τους στὸ γραφεῖο του μὲ τὸν προσήκοντα τρόπο! Μιλοῦσε πάντα ἀπότομα κι αὐταρχικὰ ἀσκῶντας ὅλη τήν, ἀπορρέουσα ἀπ’ τὴ θέση τοῦ καθηγητῆ, ἐξουσία πάνω στοὺς φοιτητὲς κι εἰδικὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἦταν μελετηροί. Ἔτρεμε μόνον ὅσους φοιτητὲς προέρχονταν ἀπὸ ἀντίπαλα ἰδεολογικὰ στρατόπεδα (ποὺ ἦταν κι οἱ περσότεροι) καὶ πάντα φρόντιζε νὰ τοὺς ταλαιπωρῇ λίγο ἕως καθόλου γιατί ἤξερε καλὰ ὅτι κι ἀπ’ αὐτοὺς ἐξαρτιόταν ἡ ἐπαγγελματική του ἐξέλιξη – τὰ ἰδεολογικὰ στρατόπεδα εἶχαν, βλέπετε, σκαρφιστῆ μύριες μεθόδους γιὰ νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸν χῶρο τῶν «πνευματικῶν» ἱδρυμάτων. Ὅσο γιὰ τοὺς «δικούς» του φοιτητὲς φρόντιζε πάντα γιὰ εὔκολο προβιβασμὸ κι ἀκούραστη κτήση πτυχίου προκειμένου νὰ ἱκανοποιῇ καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἰδεολογικό του στρατόπεδο.
Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν θυμοῦνταν νὰ περιφέρεται ἀπὸ γραφεῖο σὲ γραφεῖο κι ἀπὸ διάδρομο σὲ διάδρομο γιὰ νὰ διαλαλῇ τὶς ἀρχὲς τῆς ἰδεολογίας του καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ πείσῃ γιὰ τὸ πόσο πάνσοφη καὶ σωτήρια εἶναι, κάνοντας ἀκριβῶς τὴν ἴδια πλύση ἐγκεφάλου ποὺ κάνουν τὰ ἱερατεῖα στοὺς πιστούς τους. Ἑπομένως, ποῦ καιρὸς νὰ βρεθῇ γιὰ σοβαρὴ ἐργασία κι οὐσιαστικὴ ἐπιστημονικὴ δουλειά; Πράγματι, τὸ ἔργο του ἦταν τόσο μικρὸ καὶ σὲ ποιότητα καὶ σὲ ποσότητα ποὺ δὲν μνημονεύεται πλέον ἀπὸ κανέναν. Τὸ βιογραφικό του σημείωμα δὲν εἶχε δημοσιοποιηθῆ ποτὲ καὶ τότε ἔσπευδαν οἱ ὁμοφρονοῦντες συνάδελφοί του κι ὅσοι τὸν εἶχαν ἀνάγκη νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὸ ἔκανε ἀπὸ σεμνότητα καὶ μετριοφροσύνη. Ὅλοι γνώριζαν, ὅμως, ὅτι τὸ ἔκανε λόγῳ τῆς μετριότητας τῆς δουλειᾶς του ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν κοινοποιῇ στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Ὅ,τι γνώριζε προέκυπτε ἀπὸ κάποια διαβάσματα ποὺ εἶχε κάνει νέος κι ἀπ’ τὰ πασαλείμματα στὰ ὁποῖα ἐπιδόθηκε ἀργότερα ὅταν ἔνιωθε ὅτι εἶχε ξεπεραστῆ ἀπ’ τὶς ἐξελίξεις καὶ εἶχε μουδιάσει ἀπ’ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν συμμετοχὴ στοὺς κοινωνικοὺς «ἀγῶνες». Ὅπως ἔλεγε, ἦταν καιρὸς πιὰ ν’ ἀναλάβουν οἱ νέοι ἐπιστήμονες, μιᾶς κι αὐτὸς εἶχε κάνει στὸ ἔπακρον τὸ καθῆκον του!
Ὅσο ὅμως διατυμπάνιζε τὰ περὶ προώθησης τῶν νέων ἐπιστημόνων ἄλλο τόσο, ἴσως καὶ περσότερο, πίστευε ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ διοριστῇ στὴ δική του ἕδρα, τουλάχιστον γιὰ ὅσο καιρὸ θὰ ἐργαζόταν στὸ πανεπιστήμιο. Κι εἰδικὰ ἂν αὐτὸς ὁ ἄλλος δὲν ἦταν κατώτερος σ’ ἐπιστημονικὴ ἀξία κι ἐργατικότητα ἀπ’ αὐτὸν καί, πάν’ ἀπ’ ὅλα, ἂν ἀνῆκε σ’ ἀντίπαλο ἰδεολογικὸ στρατόπεδο. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ οἱ πάντα προσωρινοὶ συνεργάτες του ἔπρεπε νὰ μὴν ἔχουν λόγο γιὰ τίποτα, νὰ συμφωνοῦν πάντα μαζί του καὶ νάναι κατώτεροί του σ’ ἐπαγγελματικὰ προσόντα. Γιαυτὸ καὶ τὸ ἐργαστήριο του ἦταν ἐκ τῶν χειροτέρων ὅλου τοῦ πανεπιστημίου.
Ὅταν κάποτε ἐμφανίστηκε κάποιος μικρὸς «Θερσίτης» μὲ ὄρεξη γιὰ δουλειὰ καὶ μ’ ἀνοδικὴ πορεία στὸν χῶρο, φρόντισε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὶς ἱκανότητές του ὑποχρεώνοντάς τον νὰ κάνῃ τοῦ κόσμου τὶς ἐργασίες, τὶς ὁποῖες πρόβαλε ἀργότερα ὡς δικά του κατορθώματα. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ νέος «Θερσίτης» τὸν ἔφερνε πρὸ τῶν εὐθυνῶν του ἢ τοῦ ὑπέβαλλε ἐνοχλητικὰ ἐρωτήματα, ἐνῷ ἄλλες φορές, ἐκπαιδευμένος ὡς ἦταν στὴν ἀντιλογία, τὸν ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση μὲ τὶς καθαρὰ προσωπικές του ἀπόψεις. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ φόβος γιὰ τὴν διαδοχή του ἀπ’ αὐτὸν τὸν νέο ἐπιστήμονα κρεμόταν ἀπὸ πάνω του σὰν τὴ δαμόκλειο σπάθη καὶ τοῦ χάλαγε τὸ κέφι καὶ τὸ προαιώνιο βόλεμά του, αποφάσισε να τὸν «ἐξολοθρεύσῃ» μ’ ἐκείνη τὴν καλὰ δοκιμασμένη τακτικὴ ποὺ τοῦ εἶχαν μάθει στὸ ἰδεολογικό του στρατόπεδο: Τ ὴ ν π ε ρ ί φ η μ η σ υ ν ο μ ω σ ί α τ ῆ ς σ ι ω π ῆ ς! Ὁ Χατζηάχριστος γνώριζε καλὰ ὅτι γιὰ νὰ καταστρέψῃς ἕναν ἄνθρωπο, φτάνει νὰ τὸν πείσῃς ὅτι ἐπαγγελματικὰ δὲν ἀξίζει τίποτα· κι ἡ παραπάνω δόλια τακτικὴ ἦταν τὸ κατάλληλο μέσο πρὸς ἐπίτευξη ἑνὸς τέτοιου σκοποῦ.
Ὅση ἀγνωμοσύνη εἶχε δείξει στοὺς συνεργάτες του, ἄλλη τόση ἦταν ἡ ὑποκρισία του ποὺ χαραχτηρίζει ἔτσι κι ἀλλιῶς τὴ συμπεριφορὰ ὅλων ὅσων ἐξαρτῶνται ἀπὸ τρίτους γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὀνείρων τους. Πόσες φορὲς εἶχε διαπληκτιστῆ μὲ συναδέλφους του γιὰ ἀκαδημαϊκὰ ἢ ἰδεολογικὰ ζητήματα κι ὕστερα παρουσιαζόταν μὲ φιλικὲς διαθέσεις πρὸς αὐτοὺς κι εὐνοϊκὲς κρίσεις γιὰ τὸ πρόσωπό τους! Δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ κι ἀλλιῶς γιατί ἡ ἀναρρίχηση πρὸς τὴν τελευταία καθηγητικὴ βαθμίδα ἦταν ἐξασφαλισμένη μόνο μὲ ὀσφυοκαμψίες, δωροδοκίες, χάρες παντὸς εἴδους κι ἄλλους ἐξευτελιστικοὺς συμβιβασμοὺς ποὺ συρρικνώνουν τὴν ψυχὴ καὶ κάνουν τὴν καρδιὰ καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴ ζωὴ τὴν ἴδια ξίκικη. Ἦταν γελοῖο τὸ θέαμα νὰ τὸν βλέπῃς νὰ κλαίῃ σὰν μυξιάρικο μωρὸ, ἐν ὄψει τῆς τελικής κρίσης γιὰ τὴ βαθμίδα τοῦ τακτικοῦ καθηγητῆ, μπᾶς καὶ τὸν λυπηθοῦν οἱ ἄλλοι κι ἐπειδὴ φοβόταν μήπως καὶ δὲν τὸν ψηφίσει τὸ ὑπόλοιπο καθηγητικὸ σκυλολόι ποὺ πάντα ἐπέκρινε καὶ κατηγοροῦσε ὅταν ἀκολουθοῦσε παρόμοιες τακτικές!
Ὁ Χατζηάχριστος ψόφησε πρὶν τῆς ὥρας του λίγο μετὰ τὸ ἔμπα μίας Ἄνοιξης, ἀφοῦ πρῶτα ταλαιπωρήθηκε φρικτὰ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἀπὸ ἀρρώστια τῶν ἐντέρων. Ὅλοι εἶπαν τότε ὅτι ἔφταιγε ἡ κακή του ψυχολογία ποὺ κουβαλοῦσε μία ζωή, δηλαδὴ τὸ ἄγχος του, ἡ δυσαρέσκειά του κι ἡ στεναχώρια του. Σ’ ὅλους ὅμως διέφυγε ἡ ἁπλούστερη καὶ μοναδικὴ ἴσως ἐξήγηση γιὰ τὸν θάνατό του: Ὁ Χατζηάχριστος ἀνῆκε σ’ ἐκείνη την αγέλη τῶν δίποδων ποὺ ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ὑβριστὲς σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους, ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ μία πρόνοια, νὰ πληρώσουν γιὰ τὰ κρίματά τους καὶ τὶς ἀδικίες ποὺ διέπραξαν. Στὴν ταφὴ ἔσπευσαν ὅλοι, φίλοι κι ἐχθροί, νὰ κλάψουν καὶ νὰ ἐκφωνήσουν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λόγους ποὺ κανεὶς δὲν πιστεύει ἢ δὲν δίνει σημασία τὴν ὥρα τῆς ἐκφώνησής τους. Γιατί ἂν λίγο πρόσεχες τί ἔλεγαν, θὰ ἀηδίαζες γιὰ τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν προσποίηση ἐπικηδείων ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἀχανῆ μηδενικά, ὅπως ὁ «ἀκαδημαϊκὸς» Χατζηάχριστος.