Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Οκτώβριο του 2021 στο Culture Book»

Συνεχίζουμε και στον μήνα Οκτώβριο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Lale Alatli, Γιώργος Αγγελόπουλος, Βικτωρία Ανθοπούλου, Μαρία Βέρρου, Βίκη Κοσμοπούλου, Μαρία Πανουσιάδου, Μιχάλης Σκολιανός, Αγγέλα Χατζηθωμά. 

Καλή ανάγνωση!Άννα Αφεντουλίδου

Lale Alatli

Παντού παρών

Όταν βρείτε αυτό το γράμμα, θα είμαι πολύ μακριά σας. Θέλω να ξέρετε ότι δεν φταίει κανείς. Είναι καθαρά δική μου υπόθεση και δική μου απόφαση.

Μέχρι εκείνη τη μέρα που η δασκάλα μάς τον αποκάλυψε, δεν είχα καταλάβει ότι με παρακολουθούσε. «Είναι παντού παρών και μας παρακολουθεί. Βλέπει τα πάντα,» είπε. «Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε με ό,τι κάνουμε και να του είμαστε ευγνώμονες κάθε φορά που δεν μας τιμωρεί».

Κατά την επιστροφή στο σπίτι ενώ ο ήλιος έπαιζε κρυφτό πίσω μου, μια τεράστια σκιά έπεσε ξαφνικά μπροστά μου. Ήταν εκείνος. Διέκρινα τα μακριά του γένια μέχρι την κοιλιά του. Με ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Φοβήθηκα. Δεν είπα τίποτα στους γονείς μου. Η μαμά δεν πρόσεξε ότι δεν πήγαινα στην τουαλέτα. Δεν μπορούσα μπροστά του. «Είναι παντού και μας παρακολουθεί». Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησα μέσα στα υγρά σεντόνια η μαμά ανησύχησε. «Τελευταία φορά που είχες κατουρήσει το κρεβάτι σου ήσουν δύο χρονών!» Δεν απάντησα.

Δε γινόταν όμως να συνεχίσει έτσι. Σιγά σιγά άρχισα να συνηθίζω την παρουσία του. Πηγαίναμε παντού μαζί. Στην τουαλέτα του έλεγα να κλείσει τα μάτια του. Δεν ήξερα αν το έκανε ή όχι. Αλλά ήξερα πολύ καλά ότι έλεγχε όλες μου τις κινήσεις. Κάθε βράδυ τον ευχαριστούσα με μια προσευχή στα αραβικά, που δεν με είχε κάψει στη φωτιά του.

Του άρεσε να μου κάνει δυσάρεστα αστεία, εμφανιζόμενος με διάφορες μορφές. Τη μέρα που πήγαμε με το σχολείο στο σινεμά να δούμε τον Πινόκιο, είχε διαλέξει να παίξει μαζί μου πάνω στη λευκή κουρτίνα. Τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν τεράστιος και στο ύψος και στο πλάτος. Φορούσε μαύρα ρούχα. Τα βρώμικα γένια του είχαν μεγαλώσει κι άλλο. Ήταν όπως τον φανταζόμουν και είχε το παρατσούκλι «Mangiafuooco». Ήμουν σίγουρη πως θα με έπαιρνε μαζί του αν τον μαρτυρούσα σε κάποιον. Έμεινα πιστή στο μυστικό μας.

Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα, έφυγα μακριά από την οικογένεια μου, από την χώρα όπου γεννήθηκα και από εκείνον. Πού και πού θυμόμουν εκείνες τις εφιαλτικές μέρες, που είχα περάσει μαζί του, αλλά πλέον δεν πίστευα ότι υπήρχε. Ήταν οι παιδικοί φόβοι, ίσως λόγω του χωρισμού των γονιών μου. Μετά από χρονιά ψυχοθεραπείας νόμιζα πως είχα νικήσει τους φόβους μου.

Σήμερα το πρωί ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά, στην τράπεζα. Ετοιμάστηκα δύο ώρες μπροστά στον καθρέφτη, άλλαξα επτά ρούχα και στο τέλος κατάφερα να γίνω αυτή η δυναμική γυναίκα που ήθελα, τουλάχιστον στην εμφάνιση. Κρύβοντας καλά την πολύχρονη ανεργία μου, μπήκα με μεγάλη αυτοπεποίθηση στο κατάστημα. Με έστειλαν κατευθείαν στον διευθυντή. Καθόταν εκεί, τεράστιος. Τόσα χρόνια περίμενε ύπουλα για να με ξανασυναντήσει. Πάλι μαυροντυμένος, αυτήν τη φορά με γραβάτα, με γένια κι ένα λεπτό μουστάκι. «Καλώς ήρθατε,» μου είπε. «Εδώ στο κατάστημά μας, είμαστε πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από τον πελάτη. Δάνειο, ασφάλεια, ιατρική περίθαλψη, ό,τι μπορεί να χρειαστεί το διασφαλίζει η εταιρία μας. Είμαστε παντού παρόντες και παρακολουθούμε τα πάντα!» Χαμογέλασε.

Κατάλαβα πως πάλι ήθελε να παίξει μαζί μου, κι όπως πάντα όχι έντιμα! Κρυμμένος πίσω από άλλες προσωπικότητες, σε διαφορετικές καταστάσεις, που δεν μπορούσα να αντιδράσω και τον πολεμήσω. Πίστευα ότι είχε τρελάνει όχι μόνο έμενα αλλά όλους τους ανθρώπους. Μάζεψα ό, τι θάρρος μου είχε απομείνει και πήρα την απόφαση να πάω να τον βρω, μετά τη δουλειά, πρόσωπο με πρόσωπο και να του μιλήσω από κοντά.

Μ’ αυτό το γράμμα χαιρετώ όλους σας, που με αγαπάτε, πριν ξεκινήσω το δρόμο χωρίς επιστροφή και το πιο φθηνό ταξίδι με 20 Lexotanil και λίγη βότκα, που θα με πάνε στη βασιλεία Του.

 Henri Matisse/Τhe moraccans (1916)

Γιώργος Αγγελόπουλος

Βραδιά ποίησης

Ο Κρίτων ήταν ηλίθιος. Σ’ αυτόν όμως πήγε το μυαλό τής Αμαλίας εκείνο το βράδυ, καθώς σκοτώναμε τις ώρες μας στο σπίτι της, χωρίς λεφτά. Το σπίτι της δεν ήτανε σπίτι. Ένα βρωμερό μικρό υπόγειο στην Πατησίων ήταν. Τα πιάτα βρίσκονταν άπλυτα στο νεροχύτη πάνω από δύο μήνες, τα ρούχα της ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί ανταγωνιζόμενα σε βρώμα τις επιφάνειες που ακουμπούσαν, ενώ ένας μεγάλος και πολυκαιρισμένος στο πάτωμα λεκές από καφέ είχε πλέον γίνει διακοσμητικό στοιχείο. Η Αμαλία ήταν 26 χρονών και σχεδόν αλκοολική. Όποτε αποφάσιζα να την συναντήσω, πάντα μου συνέβαιναν τα πιο παράξενα πράγματα. Καθώς σκοτώναμε τον χρόνο μας πίνοντας μπύρες, έριξε την ιδέα ξαφνικά, μόλις άκουσε στο ραδιόφωνο τη φωνή του Μόρισον. Παράξενα επιδρούσε στο μυαλό της η φωνή του. Μια φορά που την άκουσε, μου πέταξε ξαφνικά ένα γεμάτο τασάκι κι αμέσως μετά μου επιτέθηκε σεξουαλικά, ενώ μιαν άλλη, έλυσε ένα αίνιγμα που τη βασάνιζε δυο χρόνια.

Εκείνο το βράδυ πρότεινε να πάμε στην παρουσίαση της καινούριας ποιητικής συλλογής τού Κρίτωνα. Ο Κρίτων ήταν μεσήλικας, κοινωνικός τύπος, του άρεσε να μιλά μπροστά σε κόσμο, να παίρνει πόζες, να γνωρίζει συνεχώς ανθρώπους και να μιλά παθιασμένα για την ποίηση. Για μας όμως, το πάθος του δεν ήταν αληθινό. Πιστεύαμε ότι ο Κρίτων, στο βάθος, κυριευόταν απλώς από τον φόβο να μην δείχνει βαρετός και μικρός και κυρίως από τη μανία του για δόξα. Στην εκδήλωση θα πήγαιναν πολλοί άνθρωποι της τέχνης μιας κι είχε παντού ”φίλους”. Η Αμαλία είχε γνωρίσει τον Κρίτωνα πριν τέσσερα χρόνια, όταν είχε εκδώσει το μοναδικό της βιβλίο. Καμιά ώρα που είχαν τότε κουβεντιάσει, ο Κρίτων ως ” φτασμένος ποιητής ”, της πρόσφερε απλόχερα τις συμβουλές του. ”Να έχεις θράσος, να είσαι επιθετική, αυτό είναι το πιο σημαντικό! Εγώ, τι νομίζεις, μετριότητες γράφω. Απλώς είμαι επιθετικός και όλοι με φοβούνται. Γι’ αυτό με προωθούν”. Τη συμβούλεψε ακόμα να μην κάνει παρέα με ποιητές κι ένα σωρό άλλα βλακώδη πράγματα. Η Αμαλία έφυγε αηδιασμένη. Από τότε της έμεινε η εντύπωση ότι όλοι οι άνθρωποι της τέχνης ήταν σαν κι εκείνον κι έπειτα δεν θέλησε να εκδώσει τίποτα ξανά. Τις επόμενες μέρες, ο Κρίτων αισθάνθηκε ότι είχε εκτεθεί στην Αμαλία γι’ αυτό και προσπάθησε δυο τρεις φορές να την πλησιάσει και να την κάνει φίλη. Της πρότεινε μάλιστα να της πάρει και συνέντευξη για να προωθήσει το βιβλίο της. Πάντα όμως έπεφτε σε τοίχο. Έτσι ο Κρίτων, παρά το ταλέντο που είχε η Αμαλία, φρόντισε να σκάβει παντού το λάκκο της, αφού αν γινόταν ποτέ γνωστή και τον ξεμπρόστιαζε, θα κινδύνευε η φήμη του.

Εκείνο το βράδυ είχαμε πιει κάμποσες μπύρες. Δεν μου φάνηκε παράξενο που πρότεινε να πάμε στην εκδήλωση. Καταλάβαινα ότι ήθελε να βρεθεί εκεί, μόνο και μόνο για να χλευάσει τον Κρίτωνα και το σινάφι του. Καθώς πηγαίναμε, άρχισε να κυριεύεται από τη γνώριμη τρέλα της. Βάδιζε γρήγορα και νευρικά φωνάζοντας και γελώντας δυνατά. Από την Πατησίων περπατήσαμε μέχρι τη Σταδίου, όπου βρισκόταν η καφετέρια. Μόλις φτάσαμε, η παρουσίαση είχε ξεκινήσει. Το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο. Στην είσοδο βρισκόταν ένα μεγάλο τραπέζι που φορτωνόταν βιβλία προς πώληση. Εμείς κάτσαμε πίσω-πίσω, στη μπάρα, και παρατηρούσαμε τον Κρίτωνα να μιλάει στο μικρόφωνο. Βρίσκαμε πολύ ενδιαφέρον να τον κοιτάμε μιας και η κάθε αντίδρασή του, μας φαινότανε πόζα. Η Αμαλία παράγγειλε ουίσκι παρόλο που δεν είχαμε λεφτά. Μέσα σε μια ώρα είχε πιει τέσσερα. Όλη την ώρα σχολίαζε και κορόιδευε. Που και που, όταν ρουφούσε καμιά γουλιά, φώναζε δυνατά ”να μου ζήσεις ποιητάρα μου!”

σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι. Κάποιοι τότε γυρνούσαν και την κοιτούσαν αυστηρά κι απορημένα ενώ δυο-τρεις γελούσαν. Είχε μεθύσει για τα καλά, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Διαισθανόμουν ότι η βραδιά θα είχε επεισοδιακό τέλος, μα δεν επενέβαινα. Ίσα- ίσα που με κυρίευε μια κρυφή περιέργεια για το μέχρι πού θα το τραβήξει.

Σε μια στιγμή η Αμαλία έφυγε σχεδόν τρέχοντας και παραπατώντας για να βρει τουαλέτα. Γύρισε όμως αμέσως, γιατί έπεσε πάνω σε ουρά. ” Ώχου! δεν κρατιέμαι, τι να κάνω!” μου είπε. ” Μπορείς ν’ ανέβεις πάνω στο τραπέζι και να κατουρήσεις τα βιβλία ” της είπα σε σοβαρό τόνο, μα χωρίς να το εννοώ. Ξαφνικά η όψη της άλλαξε. Σαν να φωτίστηκε. Γούρλωσε τα μάτια της κι άνοιξε έκθαμβη το στόμα, σαν να της αποκαλύφτηκε μια τρομερή αλήθεια. ”Αστειεύομαι!” συνέχισα, ήταν όμως αργά. Ακούμπησε την τσάντα της στο μπαρ και άρχισε να κινείται προς το τραπέζι, μ’ έναν τρόπο λες κι ήταν η πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Εγώ παρέμενα ακίνητος περιμένοντας να δω τη συνέχεια. Η Αμαλία χωρίς να το πολυσκεφτεί, ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Σήκωσε τη φούστα της, κατέβασε το εσώρουχό της, λύγισε τα γόνατά της κι άρχισε να κατουράει. Κουνιόταν πέρα δώθε ώστε να μην αφήσει βιβλίο ακατούρητο. Ο κόσμος δεν την κατάλαβε κατευθείαν. Σιγά-σιγά όμως, έβλεπαν όλο και περισσότεροι το θέαμα, μιας και το κάτουρο δεν είχε τελειωμό. Σε μια στιγμή, καθώς ξαλάφρωνε η Αμαλία, πετάχτηκαν δυο σερβιτόροι φωνάζοντας και τραβώντας την, μα δεν κατάφερναν και πολλά πράγματα, αφού κρατούσαν κι εκείνοι αποστάσεις για να μη λερωθούν. Όταν επιτέλους τελείωσε, κατέβηκε κάτω κι άρχισε να επιτίθεται ουρλιάζοντας και σπρώχνοντας τους δυο σερβιτόρους, γιατί προσπαθούσαν να την κρατήσουν. Όλος ο κόσμος είχε γυρίσει προς το μέρος της και την κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ο Κρίτων. Μπροστά στην αποτρόπαιη θέα των κατουρημένων βιβλίων του, φώναζε στον υπεύθυνο του μαγαζιού να καλέσει αμέσως την αστυνομία. Η Αμαλία, εκτός ελέγχου όπως ήταν, άρχισε να βρίζει χυδαία τον Κρίτωνα κι έπειτα όλο τον κόσμο. ” Το κτήνος! Από προσωπική αντιπάθεια χαντακώνει ποιητές ” ούρλιαζε. Μέχρι τότε πίστευα ότι η Αμαλία απλώς απαξίωνε και χλεύαζε τον Κρίτωνα. Τώρα καταλάβαινα κι ότι τον μισούσε. Τρεις άνθρωποι του μαγαζιού ήταν γύρω της προσέχοντας να μην τους ξεφύγει, μέχρι να ερχόταν η αστυνομία. Δυο άλλοι με πλησίασαν και μου είπαν ” να την μαζέψω ”, μα τους απάντησα ότι δεν γνώριζα την κοπέλα κι ότι πρώτη φορά τη συνάντησα εκεί, πριν από λίγο. Έπειτα, ξεγλίστρησα διακριτικά από το πλήθος κι έφυγα.

Έξω επικρατούσε ησυχία. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και το φεγγάρι γεμάτο. Ανηφόριζα με ζωντανό βήμα την οδό Μ. και σκεφτόμουν όσα είχαν προηγηθεί. Ξαφνικά με σταμάτησε διακόπτοντας τις σκέψεις μου, ένας άντρας. Ήταν γύρω στα εξήντα, είχε γκρίζα μακριά μαλλιά και γκρίζα γενειάδα. Το βλέμμα του έμοιαζε χαμένο, μα μ’ έναν τρόπο εσκεμμένο, γι’ αυτό δεν καταλάβαινα αν ήταν πράγματι χαμένο ή περιπαιχτικό. Έμοιαζε να μην γνωρίζει τίποτα ή να γνωρίζει τα πάντα. ” Ε, φίλε! Πώς θα πάω από κει; ”, με ρώτησε με μια βραχνή κι αργή φωνή δείχνοντάς μου μπροστά τον ανήφορο. Αμέσως σκέφτηκα ότι έχει όρεξη για πλάκα ή ότι είναι τρελός.” Από κει ”, του είπα δείχνοντας μπροστά τον ανήφορο. ” Και γιατί να πάω από κει; ” συνέχισε, και την ώρα εκείνη ένιωσα ότι ίσως τελικά να μην ήταν τρελός, αλλά ένας γεμάτος αγωνία άνθρωπος που την περίοδο εκείνη τής ζωής του, βρισκόταν σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.” Για να μην πας από δω ”, του απάντησα δείχνοντάς του με νόημα τον κατήφορο. Φάνηκε πως αυτή η απάντησή μου τον άγγιξε, γιατί ξαφνικά μισόκλεισε τα βλέφαρά του, κούνησε ελαφρά λίγες φορές πάνω κάτω το κεφάλι του και μ’ έδειξε με το δάχτυλό του σαν να κατείχα

μια βαθύτερη γνώση. ” Κάποτε ήμουν ποιητής ” είπε μετά από λίγο, κι έφυγε επιλέγοντας τελικά τον κατήφορο.

Έπειτα συνέχισα κι εγώ τον δρόμο μου, έφτασα μέχρι τον λόφο και τον ανέβηκα μέχρι πάνω. Γύρω στα βράχια είδα μια παρέα νέων. Προχώρησα προς το μέρος τους κι έκατσα κοντά τους. Μέσα στην ησυχία τής νύχτας ακουγόταν η φωνή μιας κοπέλας που απάγγελνε ένα ποίημα. Το χρώμα τής φωνής της ήταν απροσδιόριστο. Δεν αποφάσιζε να καταλαγιάσει ούτε στο θερμό ούτε στο ψυχρό κι αυτό μου δημιουργούσε μιαν αγωνία άσχετη από το κείμενο. Μόλις έπαψε η ανάγνωση, με χαιρέτησαν και με δέχτηκαν με ζεστασιά. Ήταν καμιά δεκαριά ερασιτέχνες ποιητές, όπως μου είπαν, που συναντήθηκαν στο ειδυλλιακό εκείνο μέρος για να διαβάσουν μεταξύ τους αυτά που γράφουν. Στα πρόσωπά τους έβλεπα μια γλύκα, μια αθωότητα κι έναν μετρημένο ενθουσιασμό. Κοντά τους ένιωθα καθαρός, ελεύθερος. Μου ζήτησαν ν’ απαγγείλω κι εγώ κάτι. Τους είπα λίγους στίχους τής Αμαλίας που θυμόμουν απέξω: ” Θυμάμαι σαν παιδί τα πεφταστέρια του Αυγούστου\ με πόση έπαρση, με πόση αφέλεια κατάστρωνα στο θάνατό τους τη ζωή μου\ έπειτα είδα στον νόμο αυτόν να χτίζουνε πάνω οι άνθρωποι\ τίποτα δεν θα πω ”. Όταν σταμάτησα παρέμειναν λίγη ώρα σιωπηλοί, μα τα μάτια τους σαν να έγιναν λιγάκι πιο λαμπερά. Έπειτα κάποιος μου είπε να πάρω τηλέφωνο την Αμαλία και να της πω να έρθει. Είπα ότι αποκλείεται να ερχόταν μιας και την ώρα εκείνη σίγουρα θα δημιουργούσε το καινούριο της έπος. ” Γράφει και έπη αυτή η φίλη σου η Αμαλία;”, ρώτησε μια κοπέλα γεμάτη γλυκιά αφέλεια. ” Γράφει…”, της απάντησα χαμογελώντας κρυφά.

Οι απαγγελίες κρατήσανε μέχρι τις τέσσερις το πρωί. Όλη την ώρα η πανσέληνος φώτιζε τα πρόσωπά μας και τα ψηλά ολόγυρα δέντρα, ενώ ένα απαλό καλοκαιρινό αεράκι περνώντας μέσα από τα νυχτολούλουδα, φώλιαζε μες στα ρουθούνια μας και μας μεθούσε. Οι στίχοι έφευγαν από τα χείλη μας φτεροκοπώντας, βουτούσαν ολόκληροι στον λυρισμό τής νύχτας, μάζευαν το φεγγαρόφωτο, τα αρώματα των λουλουδιών, τους ήχους απ’ τα νυχτοπούλια και την υποβλητικότητα των κυπαρισσιών, κι επέστρεφαν στ’ αυτιά μας σαν μαγεία. Όσο οι ώρες κυλούσαν, παρατηρούσα τα πρόσωπα των παιδιών να καταλαγιάζουν σε μια τρυφερότητα και ν’ αλλάζουν, όπως συχνά συμβαίνει με την όψη των ερωτευμένων. Δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο. Ήταν στ’ αλήθεια μια όμορφη ποιητική βραδιά.

Henri Matisse/Νotre dame sunrise (1902) 

 Henri Matisse/Τhe circus (1943)

Βικτωρία Ανθοπούλου

Ελένη

Ήταν ατέλειωτες εκείνες οι ώρες της αναμονής τις τελευταίες μέρες της Ελένης στο νοσοκομείο.

Η Άρτεμις το ήξερε καλά ότι κάτι θα αλλάξει για πάντα. Το ένιωθε στον αέρα. Το μύριζε θαρρείς. Ο θάνατος την είχε πλησιάσει και πάλι.

Ήταν έξι μήνες μόνο που είχαν περάσει από τότε που είχε ξαναμυρίσει αυτή τη στυφή, λίγο ξινή μυρωδιά του. Μπορούσε να την αναγνωρίσει, μπορούσε θαρρείς να τον δει να πετά μέσα στο δωμάτιο του μεγάλου θαλάμου του νοσοκομείου με τα μαύρα φτερά του. Πετούσε μπροστά στα κρεβάτια των ασθενών, κοντοστεκόταν για λίγο σε καθένα από αυτούς, σκεφτόταν, χαμογελούσε προκλητικά και έφευγε για να γυρίσει και πάλι σε λίγο ξανά.

Εννέα άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σ΄ εκείνο το μεγάλο δωμάτιο του νοσοκομείου. Εννέα πονεμένα ανθρώπινα κορμιά, εννέα διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες που η μοίρα τις στοίβαξε για λίγο σε μερικά τετραγωνικά με μεγάλα παράθυρα.

Α όλα και όλα… ήταν ένα ωραίο δωμάτιο. Μεγάλο, ψηλοτάβανο φωτεινό.. Ο ένας τοίχος του σχεδόν από τη μέση και πάνω είχε τζαμαρία και η θεά ήταν επιβλητική. Τους πρόποδες του Λυκαβηττού έβλεπε το δωμάτιο . Κολωνάκι βλέπεις, η πιο ακριβή περιοχή της Αθήνας.

«Ωραία θέα» ψέλλισε η Άρτεμις προσπαθώντας να αποσπάσει λίγο το μυαλό της από αυτό που ερχόταν. «Δεν είναι έτσι;» ρώτησε την Ελένη που πάλευε για την κάθε ανάσα. Της χάιδεψε το χέρι της μανούλας της θέλοντας με την αφή να περάσει στο αδύναμο κορμάκι της ζωή.

Είχε βρέξει πολύ το προηγούμενο βράδυ και ο ορίζοντας ήταν καθαρός. Το πράσινο του λόφου έδειχνε φρέσκο, τρυφερό μα ένιωθες στον αέρα ότι το φθινόπωρο είχε έρθει.

«Το βράδυ θα έρθω να κάτσω μαζί σου να απολαύουμε τα φώτα της Αθήνας μαζί ναι μαμά μου;»

Η Ελένη δεν απάντησε χαμογέλασε μόνο και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της . Έξι μήνες ήταν μόνο που είχε χηρέψει το κοριτσάκι της και ήταν μόνο 40 χρονών. Και τώρα φοβόταν. Φοβόταν ότι θα έφευγε και αυτή και η ιστορία θα επαναλαμβανόταν από την αρχή.

«Να έρθεις και να έχεις την ευχή μου» της είπε και χαμογέλασε. Η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο βαριά και καταλάβαινε πια καλά ότι είχε έρθει το τέλος. Ήταν ψύχραιμη όμως η Ελένη. Για την Άρτεμη φοβόταν, για το αν θα άντεχε ξανά ένα τόσο δυνατό χτύπημα.

Οι δυο γυναίκες κάθονταν σιωπηλές και κρατούσαν η μια το χέρι της άλλης. Δεν ήθελαν να πουν τίποτε μη και ταράξουν τη σιωπή. Τη σιωπή που έλεγε πιο πολλά. Μόνο τα μαύρα φτερά αυτού του αλλόκοτου πλάσματος χτυπούσαν που και που μπροστά τους και τάραζαν τη σιωπή.

Η Άρτεμις έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήθελε να βλέπει μόνο να νιώθει. Όλες της οι αισθήσεις είχαν γίνει αφή. Χάιδευε τα χέρια που τόσες φορές την είχαν φροντίσει. Τα έφερνε στο στόμα της και τα φιλούσε . Με σεβασμό, με αγάπη.

Χωρίς να καταλάβει τι έγινε συνειδητοποίησε φωνές στο δωμάτιο. Δυο χέρια την άρπαξαν και την έβγαλαν έξω. Ήταν μια κυρία, συνοδός στο διπλανό κρεβάτι.

«Γλυκό που παιδί, κουράγιο, κάνε κουράγιο» της έλεγε.

Δεν καταλάβαινε η Άλκηστη. Τι έγινε γιατί την έβγαλαν έξω; Ποιος ήταν μέσα με την Ελένη; Δεν ήθελε να είναι μόνη της…

Φασαρία πολύ, ένα φορείο βγήκε με ορμή από το δωμάτιο.

Που πάνε αυτοί; Που πάει το ασανσέρ;

Η Άρτεμις άρχισε να κατρακυλά τις σκάλες.

Που την πάνε; Η Ελένη είναι …και είναι μόνη. Να μην φοβηθεί. Ποιος της κρατάει το χέρι;

Το ξέρει η Ελένη ότι η Άρτεμις είναι εκεί; Το νιώθει; Είναι έξω από την κλειστή πόρτα του χειρουργείου.. Δεν την αφήνουν να μπει. Κάποιος βγαίνει.. κάτι ψιθυρίζουν…

Δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται αλλά μέσα της νιώθει γαλήνη..

Γιατί;

Γιατί η αγωνία σταμάτησε;

Γιατί νιώθει πιο δυνατή;

Σαν να είναι δυο πρόσωπα πια. Δυνατά. Χωρίς αγωνία.

………………………………………………………………

Henri Matisse/White torso and blue torso (1944)

Μαρία Βέρρου

Αίμα

Ο Αργύρης είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα, εσωτερικό, στην πολυκατοικία δίπλα από αυτή που έμενε η μάνα του, η κυρία Ευτυχία. Χρόνια χήρα, αρνούμενη πεισματικά να αποδεχτεί κάτι διαφορετικό, έκανε αισθητή την παρουσία της στο σπίτι του, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο, τρις ημερησίως: το πρωί για καλημέρα, το μεσημέρι για καλή όρεξη μ’ ένα πιάτο φαγητό και το βράδυ για καληνύχτα. Κι αν της άνοιγε καλώς∙ αν όχι, τότε έβγαζε τα κλειδιά από τη τσέπη της ρόμπας της και τρύπωνε στο διαμέρισμα χωρίς να λογαριάζει πώς ή πού θα έβρισκε το γιό της. Κι αν τύχαινε – όπως πρόσφατα που τον βρήκε τσίτσιδο στην αγκαλιά μιας εκρηκτικής ξανθιάς- να τον πετύχει σε άσεμνη στάση, άφηνε έκδηλη την δυσαρέσκειά της στα συντρίμμια των πιάτων που έπεφταν τάχα από τα χέρια της, τα σκορπισμένα φαγητά και τα πνιγμένα «πω πω». Η έξοδος της όμως από τον χώρο του εγκλήματος ηρωική: στητή κορμοστασιά, κεφάλι περήφανο κι ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη που δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τι έκρυβε.

“καλά βρε Αργύρη, γιατί δεν βάζεις τα κλειδιά πίσω από την πόρτα;” ήρθε εύλογη η ερώτηση της εκρηκτικής ξανθιάς, που έμεινε με τον ανικανοποίητο οργασμό σε αναμονή.

“πολλές φορές το κάνω. Σήμερα όμως το ξέχασα”. Τι να της πει, ότι του είχε πάρει το μυαλό κι ότι το τελευταίο που σκεφτόταν ήταν οι προφυλάξεις;

“και τι θα γίνει από δω και πέρα, έτσι θα μας πηγαίνει η μάνα σου;” γκρίνιαξε,

“έλα πια κι εσύ μην κάνεις έτσι, θα το κανονίσω μην ανησυχείς. Κοιμήσου τώρα” προσπάθησε να την καθησυχάσει, χαϊδεύοντας τη γυμνή της πλάτη.

Πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτό το θέμαˑ δεν πάει άλλο, σκέφτηκε σχεδόν εξοργισμένος. Θα βγω καμιά ώρα στο δρόμο και θα την κυνηγήσω με ότι βρω μπροστά μου. Αυτές οι σκέψεις πιλάτευαν το μυαλό του δίπλα στο κορμί της ξανθιάς, παραδομένο στην ανάπαυση πριν τη νέα μάχη.

Χρόνια τώρα του έκανε την ίδια χαλάστρα. Εκεί που πήγαινε να στρώσει μια κατάσταση με κάποιο θηλυκό στα μέτρα του, επιτέλους να στεριώσει σε μια σχέση, τσουπ η μάνα του στη τσίτα, πότε για φαΐ, πότε για νερό, με χίλιες δυο δικαιολογίες έτοιμες. Είχε μία απαράμιλλη επινοητικότητα.

Στις αρχές έμεναν μαζί. Η οικονομία το κίνητρο, αφού οι δικές του δυνατότητες ήταν πενιχρές. Μια σύνταξη αυτή, έναν μέτριο μισθό αυτός, τα κουτσοβόλευαν. Όμως οι δυσκολίες ήσαν εκεί, γι’ αυτόν κυρίως, αφού η μάνα του είχε παραιτηθεί προ πολλού από απολαύσεις και απαιτήσεις γενικώς. Οι δικές του ανάγκες ήσαν η μοναδική της προτεραιότητα. Έτσι κάλυπτε το δικό της συναισθηματικό κενό. Φορτίο βαρύ και ενοχλητικό. Δεν του άρεσε. Εύρισκε όμως το αντάλλαγμα άκρως δελεαστικό: φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα, νόστιμο φαγητό, καθαρό σπίτι.

Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν τα θηλυκά που κάλυπταν τις υπόλοιπες αδιαμφισβήτητες ανάγκες της ζωής του ήθελαν τον δικό τους χώρο. Έτσι υποχρεώθηκε, με κάποια δυσαρέσκεια, να εγκαταλείψει τις μητρικές περιποιήσεις και να επωμιστεί χωρίς γκρίνια τα επιπλέον έξοδα ενός νέου διαμερίσματος. Η μάνα του όμως δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει έτσι εύκολα τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Στην αρχή επιτακτικά, ζητώντας το κλειδί του σπιτιού. Όταν όμως συνάντησε τη σθεναρή του αντίσταση, το γύρισε σε παράπονο. Δύσκολα οι άντρες ξεφεύγουν από τέτοιου είδους μέσα. Η μάνα κέρδισε. Το κλειδί βρέθηκε στα χέρια της. Αντί όμως τα πράγματα να γίνουν πιο καλά, χειροτέρεψαν, αγρίεψαν. Το τέλος δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Και πριν ν’ αποσώσει τη σκέψη του, νάσου και τον πήραν οι γαργαλιστικές μυρωδιές από το φαγητό που τρύπωσε πρώτα στα ρουθούνια του και ύστερα στο δωμάτιο του για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα, ακόμα πιο αδιάκριτα, αφού ούτε πιάτα της έπεσαν, ούτε μουρμουρητά της ξέφυγαν παρά μόνο σχόλια του τύπου “ωραίο πισινό έχει το κορίτσι σου γιέ μου”! Κόκκαλο ο Αργύρης! Τέτοιο πράγμα δεν το περίμενε: η μάνα του να σχολιάζει έτσι απροκάλυπτα τα κάλλη της ξανθιάς φίλης του που όμως δεν έδειξε να ενοχλείται, βαθειά αραγμένη στην αγκαλιά του Μορφέα.

Έγινε θηρίο. Δεν πίστευε ούτε στα μάτια ούτε στ’ αφτιά του. Μέχρι να συνέλθει από το σοκ, η μάνα του είχε περήφανα αποχωρήσει από το διαμέρισμα κλείνοντας διακριτικά την πόρτα πίσω της. Φτάνει πια, δεν πάει άλλο. Σκέφτηκε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι ουρλιάζοντας, άρπαξε το κατσαρόλι με το φαγητό και σείοντας το βγήκε στο δρόμο, έτσι με τα σώβρακα, προς τέρψιν των γειτόνων, κατευθυνόμενος σαν τρελός προς το σπίτι της. Δυο βήματα απόσταση σχεδόν τα έκανε πετώντας. Βρόντηξε κλωτσώντας με μανία τη πόρτα της, φωνάζοντας και εκσφενδονίζοντας το περιεχόμενο της κατσαρόλας, που στη συνέχεια την έφερε με δύναμη στο κεφάλι της, ξανά και ξανά και ξανά. Χίλιες φορές χωρίς να μπορεί να σταματήσει μέχρι που την είδε μέσα στα αίματα στα πλακάκια του σαλονιού. Το πρόσωπο της γαλήνιο, ήρεμο. Το κεφάλι της μολονότι αιμόφυρτο, διατηρούσε μια περηφάνια όσο να πεις, ή έτσι του είχε φανεί. Έκανε να τρέξει, αλλά τα πόδια του είχαν κολλήσει στα αίματα. Χριστέ μου τι έκανα;

Τα μάτια του ορθάνοιχτα, γυάλινα. Η φωνή της ξανθιάς φίλης του ξύπνησε τον εγκέφαλό του. Για μερικά δευτερόλεπτα άφησε το βλέμμα του, γοργό σαν βέλος, να καρφωθεί πάνω της καθώς την άκουγε να λέει: «Κάποιο κακό όνειρο έβλεπες. Έλα ξάπλωσεˑ ας εκμεταλλευτούμε το χρόνο που μας απομένει». Συνέχισε να την κοιτάζειˑ για πολύ λίγο ακόμα. Μετά υποκύπτοντας στο γυμνό της στήθος αφέθηκε.

Είχε πάρει όμως τις αποφάσεις του. Οριστικά αυτή τη φορά.

 Henri Matisse/Woman with hat (1905)

Henri Matisse/The young sailor-ii (1906)

Βίκη Κοσμοπούλου

Δεκεμβριανά

Από τη Μιχαήλ Βόδα είχαμε ξεκινήσει, από το σπίτι μου. Είχε έρθει ο Θάνος μες τη φούρια να με πάρει. Εγώ από τα ξημερώματα είχα πυρετό, αλλά δεν με κράταγε τίποτα. Η μάνα μου δεν μίλησε. Ήξερε πως ό,τι και να έλεγε, εγώ θα έκανα το δικό μου. Το ΄θελε κι εκείνη. Βγήκαμε στην Γ΄ Σεπτεμβρίου ανεβαίνοντας την Ρίζου. Ο Θάνος πήγαινε πιο γρήγορα, με περνούσε κι ένα κεφάλι. Εγώ πίσω κοίταζα τα παπούτσια του. Μια φλούδα είχε γίνει η σόλα. Τα είχε πάρει από έναν που είχε πέσει νεκρός από την πείνα γωνία Μαγνησίας και Αριστοτέλους. Τα παραγέμιζε με εφημερίδες μέχρι να του ΄ρθουνε κανονικά. Τώρα του ήτανε ίσα ίσα. Έστριψε στην Ιουλιανού και ακολούθησα. Γύρισε να με δει. Το κεφάλι μου ψηνότανε. Για πότε βγήκαμε στην Πατησίων, ούτε που το κατάλαβα. Είχα αρχίσει να κρυώνω και το σακάκι του μακαρίτη του πατέρα μου δεν κράταγε κρύο έτσι φθαρμένο που ήταν. Κατεβαίναμε την Πατησίων όταν γύρισε και μου είπε ότι είχαν αρραβωνιαστεί με την Σμαρώ το προηγούμενο βράδυ. Μόλις που κατάφερα να χαμογελάσω και να δώσω μια ευχή. Έτσι ήταν ο Θάνος, δεν έλεγε πολλά. Κράταγε τη μιλιά του για τα σοβαρά. Όσο προχωρούσαμε μαζευόταν κόσμος από τους γύρω δρόμους. Από τη Στουρνάρη βγήκε η Μεταξία, και ήρθε μαζί μας. Όταν φτάσαμε πια στη Ομόνοια γινότανε πανηγύρι. Προσπάθησα να πάω πιο γρήγορα για να μείνουμε με τον Θάνο. Πήραμε την Πανεπιστημίου και ανεβαίναμε μέσα από το πλήθος. Ήταν χιλιάδες ο κόσμος. Σαν εμάς κι αυτοί είχαν κατέβει για το συλλαλητήριο παθιασμένοι και ανήξεροι. Τα αφτιά μου βουίζανε και είχα ρίγη. Ο Θάνος γυρνούσε κάθε τόσο να δει αν ήμουν κοντά του. Τον κοιτούσα κι έβλεπα την ελιά πάνω από τα χείλια του να τρεμοπαίζει. Ένιωθα ότι θα σωριαστώ. Ήμασταν στο ύψος της Βουκουρεστίου όταν η Μεταξία με κράτησε από το μπράτσο για να με στηρίξει. Προχωρούσαμε προς το Σύνταγμα. Εκεί κι αν ήταν λαοθάλασσα. Κάτι μου έλεγε ο Θάνος, αλλά δεν κατάφερα να τον ακούσω. Προχωρώντας είδα ότι η αστυνομία είχε κάνει μια ζώνη ασφαλείας μπροστά από το υπουργείο Εξωτερικών. Η ένταση μεγάλωνε κι εγώ αισθανόμουν τα πόδια μου να βουλιάζουν. Κοίταξα τη Μεταξία που είχε αρχίσει να κουράζεται από το βάρος μου- μια σταλιά άνθρωπος ήτανε κι εκείνη. Της είπα ότι θα τα καταφέρω, αλλά δεν μ΄ άφησε. Εν τω μεταξύ είχαμε χάσει τον Θάνο που είχε προωθηθεί στις πρώτες σειρές. Ξαφνικά ακούσαμε τους πυροβολισμούς και τις κραυγές. Έτσι άρχισαν όλα. Αργότερα θα μαθαίναμε ότι μια ομάδα είχε επιχειρήσει ν’ ανοίξει δρόμο προς το υπουργείο και η αστυνομία άνοιξε πυρ. Τρεις φορές, πάλι και πάλι και πάλι. Έπεσα κάτω. Τράβηξα και τη Μεταξία. Τα μηνίγγια μου πήγαιναν να σπάσουν. Η Μεταξία δεν έβγαλε μιλιά, ή τουλάχιστον εγώ δεν την άκουσα. Είχανε σκοτωθεί δικοί μας κι άλλοι τραυματίστηκαν. Εκτός ελέγχου, εμείς μαζευτήκαμε γύρω από τη Μεγάλη Βρετάνια, το υπουργείο Εξωτερικών και την Αστυνομία. Άρχισαν οι δικοί μας την επίθεση στους άλλους, τους προδότες. Οι Άγγλοι προσπάθησαν να μας διαλύσουν με τανκς, θωρακισμένα και φορτηγά. Έτρεμα, αλλά δεν ήξερα αν έτρεμα από την αρρώστια ή από τον φόβο. Είδα έναν Αμερικάνο ρεπόρτερ να φωτογραφίζει το ματωμένο λάβαρο του ΕΑΜ. Νόμιζα ότι ήταν παραίσθηση από τον πυρετό. Έσερνα τα πόδια μου να βοηθήσω και το κορίτσι μην έχει την έννοια μου. Το μυαλό μου σβούριζε. Κάτι μου έλεγε, κάτι μου έλεγε και φώναζε, κι εγώ άκουγα τη φωνή της σαν μέσα από τούνελ. Έπεσα λιπόθυμος στη μέση του δρόμου. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν συνήλθα είδα τη Μεταξία από πάνω μου να κλαίει και ουρλιάζει το όνομά μου. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ άλλοτε τόσο δυνατά το όνομά μου. Όπως ήμουνα πεσμένος τ΄ ανάσκελα γύρισα το κεφάλι μου στ΄ αριστερά, εκεί που κοίταγε η Μεταξία. Και είδα. Είδα τον Θάνο μες τα αίματα με μάτια ορθάνοιχτα και την ελιά πάνω από τα χείλια του, που έχασκαν. Είχε μουσκέψει με αίμα η φανέλα του ψηλά στο στήθος. Και ήταν η στάμπα σαν καρδιά σχηματισμένη, ή έτσι το είδα εγώ εκείνη την ώρα. Κατάφερα να σηκωθώ βγάζοντας ό,τι φωνή μου είχε μείνει στα σωθικά μου. Πήρα την τραγιάσκα του κι έβγαλα τη βέρα από το δάχτυλό του. Εν τω μεταξύ είχε φτάσει ένα τάγμα Άγγλων αλεξιπτωτιστών και η στρατιωτική τους αστυνομία. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής με το κορίτσι. Πανεπιστημίου, Πατησίων, περάσαμε τη Στουρνάρη -καθώς είχε συνεχίσει μαζί μου έτσι ετοιμόροπος που ήμουνα-, κατεβήκαμε την Πιπίνου για να πάμε στο σπίτι του Θάνου. Όταν η Σμαρώ είδε ματωμένη την τραγιάσκα του πάνιασε. Της έβαλα τη βέρα στη χούφτα της. Γονάτισε βγάζοντας μια βουβή κραυγή ενώ χάιδευε την κοιλιά της. Έφτασα ράκος στο σπίτι μου. Αλλά έφτασα- να΄ ναι καλά η Μεταξία. Ψηνόμουνα στον πυρετό τρεις μέρες, κι έβλεπα τον Θάνο, με την ελιά να τρεμοπαίζει πάνω από τα χείλια του σε οράματα.

Henri Matisse/Music (1910)

Μαρία Πανουσιάδου

Αναγνώριση

Στεκόταν στην άκρη της σκάλας που κάποτε ανέβαινε με μιαν ανάσα, χωρίς να υπολογίζει σκαλοπάτια. Τώρα τα μέτραγε από μέσα του και κάθε σκαλί ήταν ένα κατόρθωμα. Πρώτα μάζευε το κουράγιο του για να σηκώσει το κασελάκι με τα εργαλεία κι έπειτα ξεκινούσε ν’ ανεβαίνει.
Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, το κασελάκι ήταν η προέκταση του χεριού του.
Στα μαστορέματα είχε βρει το νόημα της καινούριας του καθημερινότητας. Καλό μάστορα δεν τον έλεγες, αλλά το πάλευε. Τι το πάλευε δηλαδή, είχε μια εμμονική προσκόλληση στο νέο του χόμπι. Τα βράδια μελετούσε βίντεο do it yourself στο youtube, διάβαζε σχετικά άρθρα και έφτιαχνε λίστες με ψώνια για το μαγαζί με τα υλικά οικοδομών. Ξόδευε τη σύνταξή του εκεί Μέχρι τελευταίας δεκάρας. Όλα του φαινόταν εύκολα στη θεωρία. Στην πράξη τα θαλάσσωνε συχνά – πυκνά αλλά δεν τα παρατούσε. Η γυναίκα του γκρίνιαζε. Πιο πολλά έξοδα είχαν με τα μαστορέματά του παρά αν πλήρωναν έναν επαγγελματία, τι το ήθελε, γιατί να επιμένει τόσο, χώρια που τρέχανε στα επείγοντα κάθε τρεις την ώρα. Τη μια κάρφωσε ένα μπετονόκαρφο στο δάχτυλό του, την άλλη άνοιξε το κεφάλι του στη γωνία της σκάλας, για να μην μακρηγορούμε, σφίγγονταν η γυναίκα όποτε τον έβλεπε με το κασελάκι στο χέρι, είχε σε ετοιμότητα το κουτί των πρώτων βοηθειών και το αυτοκίνητο για το νοσοκομείο.
Είπαμε όμως, αυτός δεν το έβαζε κάτω. Σήμερα είχε αποφασίσει να κατεβάσει τον ολόσωμο καθρέφτη από το διάδρομο του πάνω πατώματος. Περνούσε από μπροστά κάθε πρωί πηγαίνοντας τουαλέτα και δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Όχι πως ήταν ο μόνος στην ηλικία του που δεν αναγνώριζε τον εαυτό του, αλλά πώς να το κάνουμε, αυτός δεν το άντεχε. Του πήρε δέκα λεπτά να ανέβει. Προσπαθώντας να πιάσει την ανάσα του, άφησε το κασελάκι στο διάδρομο και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο να ξεφορτωθεί την μοσχοβολιστή φόρμα που του είχε δώσει η γυναίκα του να φορέσει. Ξεβρακώθηκε και άπλωσε το χέρι του πίσω από την πόρτα. Η στολή εργασίας, ένα θεοβρώμικο παντελόνι και ένα κουρελιασμένο κοντομάνικο, δεν ήταν εκεί. Άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες, «τι φωνάζεις χριστιανέ μου, στην καρέκλα στο δωμάτιο τα παράτησες χθες!» και μέσα στη σύγχυση του πετάχτηκε έτσι, θεόγυμνος στο διάδρομο κι αντίκρισε το είδωλό του στον ολόσωμο καθρέφτη. Έμεινε εμβρόντητος να κοιτάζει το σώμα του και σε λίγο σωριάστηκε στο πάτωμα κλαίγοντας με λυγμούς. Αφού στέρεψε, σηκώθηκε ανακουφισμένος στη σκέψη πως μάλλον το χόμπι της συνταξιοδότησής του τού προσέφερε περισσότερη αναγνώριση από όση είχε λάβει ποτέ στην ζωή του.

Henri Matisse/Βlue nude (1952)

Μιχάλης Σκολιανιός

«Αλλοτρίωση»

Παρόλο που ήταν άνοιξη και βρισκόταν στο αγρόκτημά του δεν μπορούσε να ηρεμήσει ο Γιάννης. Περιφερόταν μέσα στον αγρό κοίταζε τα αγριολούλουδα, τα ανθισμένα δέντρα αλλά το μυαλό του ήταν εκεί, στο κλητήριο θέσπισμα. Πόσο περίπλοκη είχε γίνει η ζωή μας αναρωτιόταν. Πάντα ήθελε να κάνει το καλό και τώρα ξαφνικά βρέθηκε μπλεγμένος. Ο δικηγόρος του ο Σάκης του είπε να μην ανησυχεί, η κατηγορία ήταν για ένα ελαφρύ πλημμέλημα και δεδομένου του παρελθόντος του δεν θα είχε πρόβλημα. Το πιο πιθανόν ήταν να αθωωνόταν.
Όταν ο Γιάννης μπήκε στην αγροικία του, μετά τον περίπατο στον αγρό, κατάκοπος από τις σκέψεις του και τις έγνοιες του παραδόθηκε σε έναν βαθύ μα συνάμα ανήσυχο ύπνο. Στον ύπνο του ονειρεύτηκε ότι ήταν μόνος στο ιατρείο του μαζί με τη νεαρή γραμματέα του την Κατερίνα και έκαναν άγριο σεξ. Η Κατερίνα φορούσε μαύρες ζαρτιέρες και ψηλοτάκουνες γόβες και γρυλίζοντας από ηδονή, όπως είχε στηθεί μπροστά από το γραφείο του στηριζόμενη με τα χέρια της τεντωμένα πάνω σε αυτό, τον προκαλούσε να τη γαμά πιο δυνατά. Ο Γιάννης όρθιος από πίσω της μπαινόβγαινε μέσα της με δύναμη υποφέροντας από κόρο.
Ξύπνησε με μια γιγάντια στύση. Κλείστηκε στο μπάνιο και άρχισε να αυνανίζεται. Φαντασιωνόταν πάλι την Κατερίνα. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν στο ιατρείο. Ήταν οι δυο τους ολόγυμνοι κάπου στην εξοχή και κυνηγιόντουσαν χαρούμενοι και γκαυλωμένοι ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές. Κάποια στιγμή η Κατερίνα κοντοστέκεται και αφήνει λαχανιασμένη ο Γιάννης να την πιάσει. Φιλιούνται παθιασμένα και ο Γιάννης την οδηγεί κάτω από μια αμυγδαλιά. Γλιστρά μέσα στο υγρό μουνί της και αρχίζει να τη γαμά αχόρταγα.
Χύνει πάνω στα άσπρα πλακάκια του μπάνιου αφήνοντας του ξεφύγει ένα μικρό βογκητό ανακούφισης. Σκουπίζεται, βγαίνει έξω από το μπάνιο και σκέφτεται πόσο ανόητος είναι. Είναι ολομόναχος σε ένα αγρόκτημα τριάντα στρεμμάτων με το πιο κοντινό σπίτι να απέχει τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα και κλείστηκε να αυνανιστεί σε ένα μπάνιο που δεν ξεπερνούσε τα πέντε τ.μ. Αυτός ο πολιτισμός μας έχει καταστρέψει όλους μουρμούρισε. Μετά σε πείσμα για να αποδείξει πιο πολύ στον εαυτό του ότι δεν είχε αλλοτριωθεί και αυτός από τον πολιτισμό σκέφθηκε να γδυθεί και να πάει για μπάνιο γυμνός στην παραλία που βρισκόταν από την κάτω πλευρά του δρόμου που περνούσε από την είσοδο του αγροκτήματος. Γρήγορα όμως παραιτήθηκε της ιδέας. Το θεώρησε μάταιο. Τι να αποδείξει σε ποιον; Βγήκε στη βεράντα της αγροικίας και το βλέμμα του καρφώθηκε στις ανθισμένες τριανταφυλλιές στο παρτέρι. Κοιτούσε τα ολοκόκκινα άνθη τους και προσπαθούσε να βυθιστεί στον εαυτό του. Άσκοπα. Σκέφθηκε με ένα μειδίαμα ότι δεν είχε αλλοτριωθεί από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Για να αλλοτριωθείς πρέπει να έχεις υπάρξει κάτι άλλο πιο πριν. Και αυτός, όπως και όλοι μας είμαστε προϊόντα του πολιτισμού μας.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ο λογισμός του επέστρεψε πάλι σε εκείνο το χαρτί. Σε εκείνο το κομμάτι χαρτιού που βρισκόταν στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και του επαναβεβαίωνε για ακόμη μια ότι η ζωή είχε πάρει τη λάθος κατεύθυνση και απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από την ουσία της.

Μέχρι και σήμερα το πρωί δεν πίστευε ή τουλάχιστον δεν ήθελε να πιστεύει ότι θα του έκαναν μηνυτήρια αναφορά. Είχε φερθεί τόσο καλά σε αυτή την οικογένεια τόσο καιρό. Και έδειχναν να το εκτιμούν. Τελικά, όπως αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά έκανε λάθος στη ζωή του.
Πήγε στη μικρή ξύλινη κάβα με τα σκαλισμένα μοτίβα στην επιφάνειά της, πήρε ένα σκονισμένο μπουκάλι ουίσκι και έβαλε να πιει. Καθώς γέμιζε το δεύτερο ποτήρι συλλογίστηκε για αυτό τα χρειαζόμαστε όλα αυτά, ουσίες για να καλύψουμε το κενό που αφήνει η απομάκρυνση από την ουσία μας.
Ένιωθε να ζαλίζεται. Ξεδίπλωσε από την τσέπη του σακακιού του το κομμάτι χαρτιού. Άλλη μια διάψευση ή μια επιβεβαίωση ότι όλα πήγαιναν στραβά. Πώς ήταν δυνατόν οι άλλοι άνθρωποι να μην έβλεπαν τα σημάδια ότι έχουμε πάρει λάθος ρότα; Ότι η ζωή μας είναι στρεβλή; Όλες οι αποδείξεις βρίσκονταν εκεί μπροστά μας. Καθημερινές μικρές αλλά ευδιάκριτες αποδείξεις εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια μας συνεχώς. Πώς ήταν δυνατόν να τις έβλεπε μόνο αυτός.
Εδώ δεν τις έβλεπε η ίδια η γυναίκα του. Η σύντροφός του… Για αυτό έξαλλου τον χώρισε. Μπορεί η αφορμή να ήταν η απιστία που ο ίδιος της εξομολογήθηκε, αλλά όχι η αιτία δεν ήταν αυτή. Όσο και αν δεν το παραδέχεται βαθιά μέσα της γνωρίζει και η ίδια, δεν ήταν αυτή η αιτία που τον εγκατέλειψε. Αυτό απλά ήταν η αφορμή.
Ακούμπησε το χαρτί στο τραπέζι της κουζίνας και το διάβασε ακόμη μια φορά.
Κλητήριο Θέσπισμα
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων… του Κώδικά Ποινικής Δικονομίας
Καλούμε τον Ιωάννη Φυσικόπουλο του… επαγγέλματος ιατρού, κατοικίας… να προσέλθει αυτοπροσώπως στο Α΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στις 10/4/2020 για να δικαστεί για την παρακάτω πράξη
… Για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια δυνάμει του άρθρου 314 του Ποινικού Κώδικα… Αν δεν προσέλθει θα δικαστεί σαν να ήταν παρών.
Η γυναίκα του, η πρώην δηλαδή, για ακόμη μια φορά δικαιώνεται. Ήταν ένας άνθρωπος εκτός πραγματικότητας, ένας αφελής, ένα κορόιδο δηλαδή!
Κοιτούσε και ξανακοιτούσε με θολωμένα μάτια από το ποτό το χαρτί που τον παρέπεμπε σε δίκη και ένιωθε ένα βάρος στο στήθος. Αυτό το γνώριμο βάρος που είχε νιώσει τόσες φορές στη ζωή του. Αυτό όμως δεν το περίμενε. Ακόμη και μετά από τόσες απογοητεύσεις, μικρότερες και μεγαλύτερες ήττες και διαψεύσεις αυτό όχι, δεν το περίμενε.
Τους είχε δει τόσες φορές και δεν τους είχε πάρει ένα ευρώ. Γιατί ήταν μονογονεϊκή οικογένεια, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να βοηθιούνται μεταξύ τους, γιατί αυτή είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου και ας έχουμε φύγει από αυτή για χάρη -αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι -αλλά στην πραγματικότητα εξαιτίας του πολιτισμού. Ίσως ο πολιτισμός να είναι ο δούρειος ίππος της ανθρώπινης κατάστασης ίσως να είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για το προπατορικό αμάρτημα.
Και αυτοί όμως με το πρώτο λάθος σπεύδουν να τον τιμωρήσουν, αυτή δηλαδή γιατί ο γιος της ένα παιδί είναι ακόμη.

Έχει δίκαιο η πρώην γυναίκα του, ένα θύμα είναι. Όφειλε να είχε ενταχθεί σε αυτή την κοινωνία, δεν μπορεί να είχε φθάσει 45 χρονών, ολόκληρος επιστήμονας με δικό του ιατρείο και να συμπεριφερόταν έτσι. Τώρα όμως είναι αργά. Το έχει χάσει το τρένο προ πολλού. Οι ειδικοί λένε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου διαμορφώνονται στα επτά πρώτα χρόνια της ζωής του.
Κοιτάζει το μπουκάλι στο φως του ήλιου που έδυε. Είχε πιει ήδη πάνω από το μισό. Γεμίζει ξανά το ποτήρι του.
Τελικά η απιστία του αποδείχθηκε σωτήρια για τη γυναίκα του. Της δόθηκε ένας πειστικός λόγος που θα της έδινε κουράγιο να τον χωρίσει. Γιατί το ήξερε χρόνια πριν χωρίσουν ότι έψαχνε τρόπο να δώσει ένα τέλος και ας μην είχε ειπωθεί ποτέ από τα χείλη κανενός από τους δύο οι λέξεις «χωρίζουμε» ή «διαζύγιο». Το ήξερε, το βίωνε, δεν μπορούσε άλλο μαζί του. Είχαν θεμελιώδεις, αγεφύρωτες διαφορές. Δεν μπορούσε να δεχθεί τη κοσμοθεωρία του όπως αυτή εκφραζόταν και όριζε την καθημερινότητά τους. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι δεν ήθελε να βάλει σύνδεση με το διαδίκτυο σε αυτό εδώ το σπίτι, ότι ήθελε συνέχεια στον ελεύθερο χρόνο τους να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερους περιπάτους μέσα στη φύση και τις διακοπές τους να τις περνούν είτε σε αυτή την αγροικία είτε σε κάποιο απομονωμένο κατάλυμα στην κατάφυτη πλαγιά κάποιου βουνού. Ακόμη και η ενασχόλησή του με την κηπουρική μπορεί όταν τον είχε πρωτογνωρίσει να της είχε φανεί χαριτωμένη εδώ και χρόνια όμως της την έδινε στα νεύρα. Φαντάζεται θα προτιμούσε να έχει ως χόμπι τα αθλητικά και να πίνει μπύρες με τους φίλους του παρά να ασχολείται ώρες ατέλειωτες με τον κήπο του. Ακόμη και για το σπίτι αν δεν το είχε κληρονομήσει από τον συγχωρεμένο τον πατέρα του, όπως και αυτή την αγροικία, είναι σίγουρος ότι θα ήθελε να μένουν κάπου άλλου. Ενδεχομένως σε κάποιο ρετιρέ στο κέντρο της πόλης και όχι στη μονοκατοικία με την μικρή αυλή στο ήσυχο προάστιο.
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να ανεχθεί με τίποτα η πρώην γυναίκα του ήταν η τάση του να βοηθάει απλόχερα τους ανθρώπους. Όποιος του ζητούσε βοήθεια την παρέσχε δίχως δεύτερη σκέψη. Από επαίτες στο δρόμο, μέχρι ασθενείς του. Πόσους εξέτασε όλα αυτά τα χρόνια στο ιατρείο του δίχως να τους πάρει ούτε μια φορά χρήματα. Ακόμη και βαριά χειρουργεία έκανε, αν γνώριζε ότι ο άλλος αδυνατούσε να πληρώσει, χωρίς να ζητήσει καμία αμοιβή. Ακόμη θυμάται την επέμβαση επι αμφιβλιστροειδικής μεμβράνης που έκανε στην ιδιωτική κλινική με την οποία συνεργαζόταν σε ένα συνταξιούχο αγρότη που ο καημένος είχε χάσει σχεδόν τελείως την όρασή του. Και τι ικανοποίηση πήρε όταν μετά από περίπου πέντε μήνες έμαθε ότι είχε αποκατασταθεί η όρασή του ηλικιωμένου αγρότη παραπάνω από 70%. Και τώρα η Τζένη με τον μικρό της γιο τον Γιαννάκη που τους παρακολουθεί εδώ και πόσα χρόνια χωρίς να έχει ζητήσει ποτέ το παραμικρό του κάνει μήνυση γιατί θεωρεί ότι το οίδημα/η υποπλασία στην οπτική θηλή του Γιαννάκη επιδεινώθηκε τους τελευταίους μήνες εξαιτίας αγωγής που τους χορήγησε.
Ακόμη θυμάται την πρώτη φορά που είχαν έρθει στο ιατρείο του.

Την Τζένη φοβισμένη και αγχωμένη να κρατά από το χέρι τον Γιαννάκη που ούτε δύο δεν ήταν τότε να του εξηγεί μπερδεύοντας τα λόγια της το εκ γενετής πρόβλημα του με την όρασή του. Και μετά να του περιγράφει με τον δραματικότερο τρόπο τη ζωή της, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Για τον φίλο της που την παράτησε μόλις έμαθε ότι είναι έγκυος, για τη διαλυμένη σχέση με τους γονείς της, για το πώς δεν μπορούσε να βρει δουλειά και συντηρούνταν με το επίδομα ανεργίας. Και ήταν τόσο εύθραυστη. Μια κάτωχρη νέα γυναίκα να είναι έτοιμη να καταρρεύσει μπροστά στο γραφείο του. Και θυμάται ότι είχε νιώσει αμήχανα και παρατήρησε τον μικρό Γιαννάκη να κάθεται σιωπηλός, με σφιγμένα χείλη στη μία άκρη του καναπέ. Και μετά φυσικά, δίχως ενδοιασμό να δέχεται δωρεάν να αναλάβει τη θεραπεία του Γιαννάκη.
Και από τότε. Πόσα χρόνια; Σχεδόν πέντε να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την υποπλασία στο οπτικό νεύρο στο αριστερό του μάτι και να τα έχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό. Η όραση του είχε βελτιωθεί σημαντικά. Και όλα αυτά εντελώς δωρεάν.
Και τώρα; Επειδή άλλαξε την αγωγή, το παραδέχεται λάθος του, και παρουσιάστηκε μια επιδείνωση στην όρασή του η Τζένη χωρίς καν να τον προειδοποιεί, να τον μηνύει.
Είχε δίκιο η γυναίκα του. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε ενταχθεί στην κοινωνία, στην οργανωμένη κοινωνία των ανθρώπων και έτσι δεν μπορούσε να καταλάβει και επομένως να προβλέψει τις αντιδράσεις τους. Καλά έκαναν και χώρισαν. Δεν ταίριαζαν καθόλου. Η ασυμφωνία χαρακτήρων στην περίπτωσή τους ίσχυε πραγματικά.
Τι ήταν όμως εξαρχής αυτό που βρήκε ο ένας στον άλλον; Σε αυτόν του ήταν ξεκάθαρο τι ήταν αυτό που βρήκε σε αυτή. Ο πόθος που του γεννούσε. Όταν τη γνώρισε ήταν τόσο όμορφη. Την ποθούσε συνέχεια. Από τη πρώτη στιγμή που την είδε, σε εκείνο το πάρτι δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Εκείνος ήταν ειδικευόμενος γιατρός στο τρίτο έτος και αυτή πρωτοετής στη σχολή νοσηλευτικής. Τους σύστησε ο φίλος του με τον οποίο είχε πάει στο πάρτι ο οποίος τύχαινε να τη γνωρίζει. Θυμάται ότι εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, δεν είπαν και πολλά αλλά μόλις επέστρεψε κλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να αυνανίζεται μαζί της. Από τότε και σχεδόν κάθε βράδυ μέχρι να την συναντήσει ξανά, αυνανιζόταν μαζί της. Τελικά συναντήθηκαν ξανά μερικές εβδομάδες μετά στην κεντρική βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και η γκάβλα που του προκαλούσε υπερνίκησε την έμφυτη συστολή του. Της ζήτησε να βγουν και σύντομα έγιναν ζευγάρι.
Αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ ήταν αυτή του βρήκε. Γιατί δέχθηκε να βγει μαζί του όταν της το ζήτησε εκείνη την ημέρα στη βιβλιοθήκη; Γιατί τα έφτιαξε μαζί του; Γιατί τον παντρεύτηκε; Ποτέ δεν μπόρεσε να δώσει με σιγουριά μια απάντηση. Η μόνη απάντηση που του φάνταζε αρκετά πειστική ήταν ότι αρχικά τα έφτιαξε μαζί του επειδή ήταν γιατρός ενώ αυτή μια πρωτοετής φοιτήτρια από την επαρχία και στην πορεία έμεινε μαζί του γιατί ανακάλυψε ότι είχε και μια ικανοποιητική περιουσία σε σχέση με αυτή.
Ο Γιάννης βάζει ακόμη ένα ποτό και πλέκει τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Σκέφτεται ότι η αιτία που τελικά χώρισαν ήταν αυτός. Ότι αυτός προκάλεσε τον χωρισμό, ότι αυτός ήθελε τελικά κατά βάθος να χωρίσουν, όχι αυτή. Αυτή ήταν διατεθειμένη παρά την προφανή ασυμφωνία χαρακτήρων και παρά το γεγονός ότι δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά να παραμείνει στο πλευρό του, όπως έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Αυτός τα διέλυσε όλα με την απιστία του και με την ομολογία της. Ομολογία λες και έκανε κάποιο έγκλημα… Ανέκαθεν πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι πολυγαμικό ον και μία από τις πηγές δυστυχίας του ήταν η πολιτιστική καταπίεση της έμφυτης πολυγαμικής του ροπής.
Για αυτήν πάντως, αν κρίνει από την αντίδρασή της, ήταν έγκλημα. Αρχικά μόλις της το είπε αιφνιδιάστηκε μετά άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται. Κυριολεκτικά την είχε πιάσει υστερία.
Τη δεύτερη αντίδρασή της, την υστερική, δεν την περίμενε ακριβώς αλλά ήταν προετοιμασμένος× τον αιφνιδιασμό της όμως δεν τον περίμενε με τίποτα. Τότε κατάλαβε πόσο λίγο τον ήξερε και ότι ίσως καλύτερα που εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Δεν περίμενε να την κερατώσει; Από που και έως που; Δεν είχε καταλάβει τόσο χρόνια που ήταν μαζί του ότι ήταν λάγνος; Ότι όταν έβλεπε μια όμορφη γυναίκα θα ήθελε να μπορούσε να της χιμήξει και να αρχίσουν να πηδιούνται σαν να μην υπάρχει αύριο; Ότι για αυτόν η ιδεατή κατάσταση θα ήταν μια φυσική κατάσταση που όλοι θα πηδιόντουσαν με όλους δίχως φραγμούς και αναστολές; Ότι ο λόγος, ο μοναδικός λόγος που τα έφτιαξε με αυτή την ίδια και μετά την παντρεύτηκε ήταν επειδή απλά τον γκάβλωνε;
Είναι δυνατόν να μην είχε καταλάβει ότι ο μόνος λόγος που προσέλαβε την Κατερίνα ως γραμματέα πριν από δύο χρόνια είναι ότι ήταν πιστό αντίγραφο αυτής όταν ήταν νέα;
Τώρα του είναι ξεκάθαρο. Ναι αυτός τη χώρισε, όχι αυτή. Αυτός επεδίωξε τον χωρισμό τους, για αυτό της είπε και για το κέρατο. Θα μπορούσε να μην της πει τίποτα, δεν θα καταλάβαινε το παραμικρό. Της το είπε όμως γιατί ασυνείδητα ήθελε να χωρίσουν. Εδώ και καιρό ήθελε να χωρίσουν και ας μην το συνειδητοποιούσε γιατί το μοναδικό πράγμα που την ένωνε με αυτή είχε χαθεί εδώ και χρόνια, ο πόθος.

Για αυτό προσέλαβε την Κατερίνα ως ένα υποκατάστατο του χάμενου πόθου για τη γυναίκα του. Ίσως τελικά η πρόσληψη της Κατερίνας ήταν μια προσπάθεια να διασώσει τον γάμο του, μια κολλητική ουσία μεταξύ του κενού που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτού και της γυναίκας του όταν χάθηκε ο πόθος για αυτήν.
Τελικά όμως έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Κατερίνα φούντωσε περισσότερο τον πόθο για το νέο και την άρνηση για τη γυναίκα του. Γυρνούσε σπίτι του κλεινόταν στο μπάνιο και αυνανιζόταν σκεπτόμενος την Κατερίνα ή κάποια άλλη νέα νόστιμη κοπελίτσα που είχε δει στον δρόμο ή ήταν ασθενής του.
Στο ιατρείο παρακαλούσε να έχει πολλά ραντεβού γιατί όταν δεν είχε οι ώρες με την Κατερίνα ήταν πραγματικά βασανιστικές. Πολλές φορές δεν σηκωνόταν όρθιος από το γραφείο του γιατί είχε στύση. Μια φορά, καλοκαίρι ήταν, που είχε κορώσει από τη ζέστη και τον πόθο, κλείδωσε την πόρτα που χώριζε το γραφείο του από τον προθάλαμο όπου βρισκόταν το γραφείο της Κατερίνας και άρχισε να αυνανίζεται. Έχυσε γρήγορα και πολύ. Λεκιάστηκε λίγο, πάνω από τον μηρό στο το λινό παντελόνι που φορούσε, αλλά ευτυχώς ήταν σκούρο και δεν φαινόταν έντονα.
Η Κατερίνα πρέπει να είχε καταλάβει ότι ο Γιάννης έλιωνε από πόθο για αυτήν γιατί ο Γιάννης πυκνά, συχνά είχε την εντύπωση ότι τον προκαλούσε είτε με ένα βλέμμα της είτε με μια κίνηση του σώματός της. Ο Γιάννης όμως ποτέ δεν τόλμησε να κάνει το παραμικρό. Τηρούσε όλους τους τύπους και τις απαραίτητες αποστάσεις ίσως μάλιστα και περισσότερο από το συνηθισμένο εκτονώνοντας την καταπιεσμένη σεξουαλική του επιθυμία σε καθημερινές μαλακίες.
Ο Γιάννης γέμισε ξανά το ποτήρι του και ένιωθε ότι τώρα είχε μεθύσει για τα καλά. Περιεργάστηκε γύρω του τον χώρο. Εδώ σκόπευε να φέρει την Ελένη, αλλά δεν πρόλαβε. Μόνο μια φορά έγινε ό,τι έγινε με την Ελένη.
Η Ελένη είχε έρθει στο ιατρείο λίγους μήνες αφού είχε προσλάβει την Κατερίνα για μια τυπική εξέταση στα μάτια της. Ήταν η πρώτη φορά με εξαίρεση τη γυναίκα του που τόλμησε να μιλήσει και δεν περιορίστηκε σε μια ακόμη μαλακία κλεισμένος στο μπάνιο του, όπως έκανε όλη του τη ζωή. Η Ελένη ήταν 22 χρονών στο τελευταίο έτος της Νομικής. Δέχθηκε αμέσως να βγουν όταν της το πρότεινε και στο πρώτο ραντεβού κατέληξαν να πηδιούνται στο πίσω κάθισμα του υβριδικού του SUV σε μια απόμερη παραλία με θέα τον Θερμαϊκό κόλπο.

Ο Γιάννης ήθελε διακαώς να την ξαναδεί, κοινώς να πηδηχτούν ξανά αλλά αυτή τον απέφευγε. Στο τέλος αυτή του έστειλε ένα ψυχρό μήνυμα ότι δεν θέλει να έχει σχέση με παντρεμένο. Ο Γιάννης στην αρχή δεν μπορούσε να το δεχθεί. Της το είχε πει εξαρχής ότι ήταν παντρεμένος. Δεν είχε κρύψει κάτι. Συνέχισε για ένα διάστημα να την καλεί και να της στέλνει μηνύματα δίχως αποτέλεσμα. Τελικά το πήρε απόφαση. Μετά από μερικές ημέρες το είπε στη γυναίκα του.
Δονείται το κινητό του. Είναι ο δικηγόρος του. Τον ενημερώνει ότι μόλις έμαθε ότι ο μικρός Γιαννάκης έχασε τελείως την όρασή του και ότι η κατηγορία μεταβλήθηκε από πρόκληση απλής σωματικής βλάβης σε βαριά δυνάμει των άρθρων τάδε και τάδε και η δικάσιμος δυνάμει των τάδε και τάδε και τάδε άρθρων και διατάξεων και παραγράφων και υπο παραγράφων και εδαφίων επανορίστηκε για της τάδε του μηνός στο τάδε δικαστήριο.
Ο Γιάννης τον ακούει χωρίς να πει τίποτα. Μόλις τελειώνει την ενημέρωσή του απλά τον ευχαριστεί και το κλείνει.
Παίρνει το μπουκάλι και βγαίνει έξω στον αγρό. Ο ουρανός έχει πάρει ένα απαλό, μελί χρώμα. Ο ήλιος νωχελικά βυθίζεται σιγά σιγά στο βάθος του ορίζοντα πίσω από τους γαλαζωπούς ορεινούς όγκους. Ο Γιάννης κάθεται κάτω από μια φουντωμένη αμυγδαλιά. Ακούει τα ζωύφια να βουίζουν πάνω από το κεφάλι του πάνω στα πυκνά άνθη της. Αφήνει το μπουκάλι χάμω δίπλα του να αδειάσει ό,τι απέμεινε στο έδαφος, κλείνει τα μάτια του και αφήνει να τον πάρει μαζί της μια απέραντη, γλυκιά κούραση ακούγοντας μόνο το μουρμουρητό των ζωυφίων και νιώθοντας το εξασθενημένο φως που χανόταν.

Τι ήταν αυτό που βρήκε ο ένας στον άλλον; Αυτός σε αυτή ήταν ο πόθος. Σε αυτή φαντάζεται η περιουσία του. Η Κατερίνα ως υποκατάστατο της γυναίκας του.
Για αυτό όταν της είπα ότι την κεράτωσε κατάλαβε πόσο λίγο τον ξέρει.

Henri Matisse/Τhe blue nude souvenir of biskra (1907)

Αγγέλα Χατζηθωμά

Χωρίς αυτοκίνητο στην πανδημία

Πρέπει να κάνω ένα ταξίδι πριν από τις 13-9-2021 που θα αυστηροποιηθούν τα μέτρα. Η ελευθερία μας τελειώνει μαζί με την τουριστική σεζόν.

Το αποφασίζω, λοιπόν, να ταξιδέψω με μέσο μεταφοράς αφού δεν έχω δικό μου αυτοκίνητο. Μπαίνω στο λεωφορείο των ΚΤΕΛ και βλέπω να κάθεται ένα άτομο σχεδόν, σε κάθε δύο θέσεις. Ωραία, σκέφτομαι, δεν υπάρχει συνωστισμός. Πλησιάζω προς το κέντρο του λεωφορείου και κάθομαι στη μία από τις δύο θέσεις ακριβώς μπροστά από έναν ηλικιωμένο. Στη μεσαία πόρτα κοντά. «Μάλλον, θα μπαίνει περισσότερος αέρας…»

Σε λίγο ακούω βήχα σχεδόν δίπλα μου. Τρομάζω αρχικά, γιατί θυμάμαι την είδηση εκείνη που άκουσα και είδα στην τηλεόραση σύμφωνα με την οποία οι επιστήμονες υποστήριζαν πως σ’ ένα λεωφορείο αν φτερνιστεί κάποιος, μπορεί να κολλήσει κορονοϊό όλους τους επιβάτες. Και είναι τόσο κοντά μου… «Ναι, μάλλον, θα είναι ο ηλικιωμένος πίσω μου».

«Όχι, όχι δεν πρέπει να σκέφτομαι αρνητικά». Ανοίγω το βιβλίο του Παπαδιαμάντη που έχω μαζί μου και αναφέρεται στη χολέρα του1865 στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνεται. Είναι λάθος ο στιγματισμός και η προσβολή στον ασθενή. Σίγουρα, δεν είναι σωστό ν’ αλλάξω θέση. Συνεχίζω το διάβασμά μου δείχνοντας ατάραχη. «Αλίμονο!»

Ξανά ο βήχας του ανθρώπου μού αποσπά την προσοχή. Δε σταματά. Δεν τολμώ να τον κοιτάξω. Αν φοράει μάσκα, πώς είναι. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι ν’ αλλάξω και θέση. Εν τω μεταξύ ο βήχας του δυναμώνει. Ανησυχώ αληθινά. Ρίχνω μια ματιά με τρόπο προς τα πίσω. Με την ευκαιρία τον παρατηρώ. Έχει άδειες θέσεις…

«Ωωω, Θεέ μου, πώς καταντήσαμε!» Θα τον προσβάλω τον άνθρωπο και φαίνεται «φυσιολογικός». Μπορεί να κρύωσε απ’ το κλιματιστικό. Μπορεί να έχει τσιγαρόβηχα. «Ας κάνω υπομονή. Σε μισή ώρα θα αλλάξω λεωφορείο.»

«Εγώ όμως πάω στους γονείς μου που είναι ηλικιωμένοι. Κι αν κολλήσω και μεταφέρω τον ιό στους δικούς μου ανθρώπους; Ούτε να το σκέφτομαι!» Μόλις ακούω το επόμενο βήξιμο, αρπάζω τα πράγματά μου και πάω στις πίσω θέσεις. «Ουφ! Επιτέλους! Νιώθω καλύτερα».

Γενικά, δε θέλω να ζω με τον φόβο. Συμμετείχα σε δράσεις- όταν δεν είχε lockdown- και πρόσεχα. Τα μαντιλάκια μου, πλύσιμο καλό των χεριών, καθαριότητα ρούχων. Όλα τακτικά. «Αα και πολύ περπάτημα!» Στην προσπάθειά μου να αποφύγω τα αστικά λεωφορεία ανακάλυψα τις δυνάμεις που έκρυβα. Δεν ήταν λίγες οι φορές, βέβαια, που δεν είχα υπολογίσει σωστά το «πήγαινε έλα» και δεν μπορούσα να επιστρέψω στο σπίτι μου.

Ο βήχας του κυρίου συνεχίζεται. Καλά που άλλαξα θέση. «Τόσο απλό ήταν; Όχι.» Γιατί ο κύριος δεν αντέδρασε. Αν ήταν άλλος θα μπορούσε να είχε θυμώσει. Να με κοιτάξει άγρια. Να με βρίσει. Να μη με αφήσει στην «ησυχία» μου.

Στην επόμενη στάση ανεβαίνει μια κυρία. Την παρακολουθώ… Άραγε πού θα καθίσει; Τελικά, κάθεται στη θέση που άφησα πριν από λίγο εγώ. Αρχίζω να το διασκεδάζω. Για να δούμε τι θα κάνει η κυρία μόλις αρχίσει να βήχει ο γνωστός συνεπιβάτης… Η κυρία παραμένει ατάραχη σε δύο τρία βηξίματα. Έμεινα με την όρεξη. Τη θαυμάζω.

Μήπως ο κύριος δεν βήχει με την ίδια συχνότητα; Αυτό θα ήταν κάποια παρηγοριά. Μήπως κρατιέται για να μην ενοχλεί; Νιώθει ενοχές;

Φτάσαμε στον πρώτο σταθμό αλλαγής λεωφορείου. Όλα ήσυχα, όλα καλά.

(3-9-2021)