Ο ΜΑΗΣ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ
Συνεχίζουμε και στον μήνα Μάιο του 2022 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων από πεζογράφους νεώτερους ή μεγαλύτερους σε ηλικία, με μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο πεζογραφίας. Στόχος μας παραμένει η αποτύπωση της ποικιλομορφίας της πεζογραφικής μας έκφρασης, έτσι που κάθε δημιουργός με το προσωπικό του ύφος να αφήνει το αποτύπωμά του στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό το μήνα τα διηγήματα αφορούν στη διαχρονική θεματική: «Ο Μάιος των λουλουδιών και των διαδηλώσεων». Παραθέτουμε τα διηγήματα με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των συγγραφέων, όπου η Ευσταθία Δήμου μέσα από το ονειρικό και τη φαντασία συνομιλεί με τον Ρενέ Μαγκρίτ ενώ ο ήρωάς της μπαινοβγαίνει σ’ έναν ολάνθιστο εικαστικό τοπίο, η ηρωίδα της Αρχοντούλας Διαβάτη, μες στο Μαγιάτικο πρωινό όπου οι παπαρούνες επαναστατούν στο κοιμητήριο, βιώνει αισθήματα πένθους και απώλειας του αγαπημένου συντρόφου εντρυφώντας στο σημαίνον και σημαινόμενο, ο Κώστας Κουτρουμπάκης σκιαγραφεί σκηνές από την διαδήλωση του ’36 στη Θεσσαλονίκη και την δολοφονία της καπνεργάτριας Αναστασίας Καρανικόλα, η Χλόη Κουτσουμπέλη μας μιλά για το ξεριζωμένο δέντρο που το έλεγαν Ναζλή, η Ζωή Σαμαρά καταθέτει στοχασμούς και ερωτήματα για το σκοτάδι και το φως, τη ζωή και το θάνατο μέσα από ευφάνταστες αλληγορίες, ενώ ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής θυμάται φοιτητικούς έρωτες και στιγμιότυπα από την προετοιμασία μιας διαδήλωσης, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ονειρεύεται τον παππού που δεν γνώρισε κι όμως τον είδε, και τον νουθέτησε να θυμηθεί τα λόγια της γιαγιάς και το μέγα αίνιγμα, και τέλος η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη αναθυμάται την Πρωτομαγιά του άλλοτε και απορεί με αυτήν του σήμερα εν μέσω πανδημίας και πολεμικών ιαχών.
§
Πρωτομαγιά Ο άνθρωπος στεκόταν στη μέση της μεγάλης αίθουσας, με τη ράχη γυρισμένη προς το μέρος μου, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του τον μεγάλο πίνακα με το ανθισμένο τοπίο. Μου έκανε εντύπωση η απόλυτη ακινησία του και, δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή κάποιες φιγούρες που συνήθιζε να ζωγραφίζει ο Βέλγος σουρεαλιστής Ρενέ Μαγκρίτ με φόντο ένα έκπαγλης ομορφιάς και διαφάνειας τοπίο. Λίγο ακόμα και θα μπορούσα να υποθέσω πως πρόκειταν (μπορούμε να πούμε έτσι;) για άνθρωπο ζωγραφισμένο, καθώς η ακινησία του παρατεινόταν ανησυχητικά θυμίζοντας πια τα ανθρωπάκια του δικού μας Γαίτη. Καταλάβαινα τη μαγική εκείνη έλξη, την είχα νιώσει κι εγώ λίγο πριν, όταν μετά από ένα σύντομο γύρο στα άλλα έργα της έκθεσης, στάθηκα να ατενίσω, ώρα αρκετή, την «Πρωτομαγιά» που γέμιζε με τα χρώματά της ολόκληρο τον χώρο, παρασύροντας τους επισκέπτες, κι εμένα μαζί, στην παράδοξη γοητεία της.
Ήταν ένα όργιο της φύσης και η ανθρώπινη απουσία επέτεινε ακόμη περισσότερο την αίσθηση αυτή. Ένα πανέμορφο λιβάδι και την ώρα εκείνη που το είχε συλλάβει ο ζωγράφος στις ωραίες στιγμές του, πραγματικά μαγικό. Οι ηλιαχτίδες λόγχιζαν με το φως τους τα πολύχρωμα πέταλα και τα φύλλα σάλευαν ανάλαφρα, σα να ριγούσαν, κάτω απ’ αυτή τη φωτοβολή που έστελνε τις παιχνιδιάρικες κηλίδες της στο καστανόχρωμο χώμα σκεπασμένο, τόπους τόπους, από παχιά χλόη που απλωνόταν, με ράθυμες πινελιές, ανάμεσα σε μικρούς φουντωτούς θάμνους. Κοίταζες και αισθανόσουν να απλώνεται ως τα κατάβαθα της ψυχής σου μια παράξενη γαλήνη. Σαν το αόρατο χέρι του ζωγράφου, με τρόπο μαγικό, να στάλαζε μέσα σου μια γλυκιά άχνη.
Οι επισκέπτες μπαινόβγαιναν συνεχώς, σε μια διαρκή ροή, σταματούσαν μπρος στα έργα – για λίγο- κι ύστερα χάνονταν στα μικρά πηγαδάκια που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί γεμίζοντας με έναν αόριστο βόμβο τον χώρο. Ο άνθρωπος συνέχιζε να στέκεται εκεί, μπροστά από τον πίνακα, ίσως ένα – δυο βήματα πιο κοντά του. Πρόσεξα, για μια ακόμη φορά, πόσο ακίνητος καθόταν, σα μαρμαρωμένος. Κοιτούσε απέναντι, σε βάθος, τη λουλουδιασμένη πλαγιά, λες και περίμενε κάποιος να κατεβεί από εκεί. Καθώς βρισκόμουν στην είσοδο του κτιρίου που φιλοξενούσε την έκθεση μπορούσα να τον παρατηρώ με άνεση, ξέροντας ότι δεν έχει πάρει τίποτα είδηση. Έμοιαζε εντελώς απορροφημένος, βουτηγμένος κυριολεκτικά στην ένταση της τέχνης, τόσο που δεν ήξερες αν επρόκειτο για άνθρωπο πραγματικό, για άγαλμα ή, ακόμα ακόμα, για ένα δημιούργημα μιας φαντασίας σαν τη δική μου, που συνήθιζε να επιδίδεται στη δημιουργία τέτοιων φαντασιώσεων. Ήμουν, πράγματι, επιρρεπής στις μεταστοιχειώσεις της πραγματικότητας και η έκθεση αυτή, χωρίς να ξέρω το γιατί, δημιουργούσε μέσα μου μια τέτοια διάθεση.
Από τις σκέψεις μου με διέκοψε μια φωνή που έμοιαζε να με ρωτά αν μου άρεσε η «Πρωτομαγιά». «Και δεν εννοώ τη μέρα», είπε, μειδιώντας ελαφρά, «τον πίνακα εννοώ». Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας ο κύριος Ιωάννης Κατσιάνος, όπως μου συστήθηκε, δίνοντάς μου το χέρι του σε θερμή, παρατεταμένη χειραψία που συνοδευόταν από ένα ανοιχτόκαρδο χαμόγελο. Φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης, είχε έρθει στην έκθεση αποφασισμένος να πλουτίσει κι άλλο τη συλλογή του. Η «Πρωτομαγιά» μπήκε αμέσως στο μάτι του. Ξεκίνησε να μου πλέκει το εγκώμιο του ζωγράφου καταλήγοντας – «ζωγραφίζει με ύφος απαράμιλλο, είναι στυλίστας». Έμεινα κατάπληκτη με την ορολογία του. Όταν μου έδωσε το χέρι για τον αποχαιρετισμό, έμοιαζε συγκινημένος, ελαφρά ταραγμένος. «Πιστεύω σε αυτόν τον πίνακα», είπε και γλίστρησε έξω μαλακά κι αθόρυβα, αφήνοντας το βαθύ, πυκνό, σχεδόν αδιαπέραστο σκοτάδι που είχε πια απλώσει να τον καταπιεί.
Η αίθουσα, αμέσως μετά τη φυγή του Κατσιάνου, έμοιασε να βουλιάζει με μια δύσθυμη και ανησυχητική σιωπή. Αναζήτησα με τα μάτια μου τον άντρα που τόσο με είχε εντυπωσιάσει με την προσήλωσή του στον πίνακα. Η δυσθυμία μου επιτάθηκε όταν αντιλήφθηκα ότι δεν βρισκόταν εκεί. Τράβηξα προς το μέρος όπου βρισκόταν κρεμασμένη η «Πρωτομαγιά» και έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη. Ένιωθα να περνώ τα όριά μου. Ένιωθα το θύμα ενός παιχνιδιού. Ένα παράξενο, τρελό, αλλόκοτο παιχνίδι που έπαιζαν τα μάτια μου. Τα μηλίγγια μου χτυπούσαν δυνατά, ένα παράξενο ρίγος απλώθηκε στο σώμα μου. Είχα την ακλόνητη πεποίθηση ότι βυθίζομαι σε μια παραίσθηση, ωστόσο εκείνη τη στιγμή βρήκα το θάρρος να κοιτάξω ευθεία μπροστά και να αντικρίσω επάνω στον καμβά το αποτύπωμα μιας ανθρώπινης φιγούρας με τη ράχη της στραμμένη προς το μέρος μου. Απόμεινα σαν κεραυνοβολημένη. Ήταν ο ίδιος εκείνος άνθρωπος που λίγες στιγμές πριν είχε αφοσιωθεί να κοιτάζει το ολάνθιστο λιβάδι κι εγώ… εγώ ήμουν το πορτρέτο που φώναζε την έκπληξή μου.
Edvard Munch, (1863 -1944) – Livets dans (Ο Χορός της Ζωής), 1899–1900, λάδι σε καμβά, Όσλο, Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας.
Αρχοντούλα Διαβάτη
Σημαίνον και σημαινόμενο
Πρωινό του Μαίου, Σάββατο. Βγαίνεις για εφημερίδα και το διαπεραστικό άρωμα από τις νεραντζιές που στοιχειώνει την Ανταίου καθώς την ανεβοκατεβαίνεις-πάνω κάτω η οδός μία και αυτή, ένα καλωσόρισμα. Οι ακακίες ανασαίνουν δυνατά όλες μαζί. Αγγελικές και γιασεμιά – εκείνα τα γιασεμιά με το περίεργο όνομα και το ξινό φίνο άρωμα, ένα χάδι που ξαφνιάζει μετά το βαρύ χειμώνα που έφευγε και ξαναγύριζε με το ζοφερό υγειονομικό δελτίο καθημερινά, το πολεμικό ανακοινωθέν αργότερα και τη χαριστική βολή ανήμερα των Βαίων, όταν ήρθε σπίτι η είδηση από το νοσοκομείο ότι έφυγες από τη ζωή.
Σπίτι και κάνω το δύσκολο σουντόκου, χωρίς επιτυχία, με ένα σωρό μουντζούρες και διαγραφές, αγνώριστο. Εσύ αν ήσουν θα το καθαρόγραφες κάπου σιγά σιγά και τακτικά, για να το λύσεις με την ησυχία σου, μυκτηρίζοντας την τσαπατσουλιά μου . Αλλά και το σταυρόλεξο μου ήταν δύσκολο και δεν ήθελα να προστρέξω στο κομπιούτερ. Μαζί όλα τα μπορούμε, θα σου έλεγα.
ΤΏΡΑ θέλω όλο να κοιμάμαι. Πηγαίνουμε κάθε τόσο στα μνήματα σαν σε εκδρομή. Εκεί να δεις τη φύση επαναστατημένη με τις παπαρούνες της να κάνουν κατοχή ένα γύρω αγκαλιάζοντας σφιχτά το χώρο και τους κεκοιμημένους του. Δεν είσαι πουθενά όμως.
Έχω φέρει μπροστά μου μια στοίβα τους κάθε είδους φακέλους και ξεφυλλίζω για να σε βρω. Θυρεοειδής, καταρράκτης, προστάτης αλλά και συμβόλαια σπιτιών, κτηματολόγιο, δηλώσεις Ε9. Κοιτώ το γραφικό σου χαρακτήρα και κάποιες φωτογραφίες στα αρχαία κουτιά σου. Πολυκλαδικο, στρατός, Δράμα, κι ένα ραβασάκι κομμένο από μαθητικό τετράδιο σπιράλ. Στον αγαπημένο μου κύριο Ζάχο, με πολλή αγάπη, η μαθήτριά σας, Νίκη Ευαγγελίδου, κι ένα λουλούδι ζωγραφιστό. Να και μια φυσαρμόνικα, φυλαγμένη στο κομψό κουτί της. Θυμάμαι ακόμα την ώρα και τη μέρα που την πήραμε στα παιδιά, γνωρίζοντας από τότε τί ανάμνηση θα γινόταν μια μέρα.
Οι μέρες περνούν, κατρακυλώντας. Δεν είσαι πουθενά όμως.
Να, κοιτώ τώρα στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας ένα υφασμάτινο πομπώδες στεφάνι-έχουμε γάμο, διακηρύσσει προς όλες τις κατευθύνσεις, με χίλια χρώματα, αντιμιλώντας στη δική μας είσοδο, όπου με λέξεις μαυρόασπρες «κηδεύομεν σήμερον…», μένει ακόμα ακόμα κολλημένο με χάρτινη απαντοχή το κηδειόχαρτο.
15/5/2022
§
Κώστας Κουτρουμπάκης
Η αγάπη αξίζει στον ανθό
Βγήκε ο καλός με την καλή,
με χάι και χω και χάι και τριαλαρό
στην καταπράσινη εξοχή,
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
Ήταν όμορφη. Πολύ. Κίνδυνο δε λογάριαζε.
Τις προηγούμενες μέρες ήταν στις υφαντουργίνες. Την παραμονή στην Κολόμβου, έδιωχνε τους έφιππους χωροφύλακες. Το βράδυ πλάγιασε από νωρίς, να ‘χει κουράγιο για την επομένη.
Σηκώθηκε σχεδόν αχάραγα. Έβρασε χαμομήλι, που ‘χε μαζέψει με τα χέρια της. Ετοιμάστηκε. Στο πλαϊνό οικόπεδο κοκκίνιζε ο Μάης.
Λίγες ώρες μετά, κοντά στο Διοικητήριο, προχωρούσε με άλλους απεργούς, επικεφαλής, προς την κεντρική συγκέντρωση.
Πιάσαν ευθύς σκοπό γλυκύ,
με χάι και χω και χάι και τριαλαρό,
πως είν’ έν’ άνθος η ζωή
Οι πυροβολισμοί έπεσαν από το Ήλιον, το ξενοδοχείο, απανωτά. Χελιδόνιζαν οι παρακρατικοί.
Καπνεργάτης ήταν κι εκείνος, στα τριάντα δύο του. Από την Καλαμαριά.
Έτρεξε. Την αγκάλιασε. Τον αναγνώρισε.
Τη σήκωσε στα χέρια του. Προχώρησε ακολουθώντας την πορεία. Η μέρα βάδιζε με τη φωταύγεια της παπαρούνας.
Στα πέντε μέτρα ακούστηκαν οι επόμενοι πυροβολισμοί.
Ξάπλωσαν.
Μες στα γρασίδια τα πυκνά,
με χάι και χω και χάι και τριαλαρό,
ξάπλωσε ο νιος κι η κοπελιά,
τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο
που όλο το λέν’, μάνα μ’, το λέν’, το λένε τα πουλιά,
τους νιους τρελαίνει η Άνοιξη η γλυκιά.
* Η Αναστασία Καρανικόλα ήταν καπνεργάτρια απ’ τη Θεσσαλονίκη. Το πρωί της 9ης Μάη 1936 χτυπήθηκε από πυροβολισμούς, που ρίχτηκαν από το ξενοδοχείο «Ήλιον», κι έπεσε νεκρή στη μέση του δρόμου. Πήγαινε σε κεντρική απεργιακή συγκέντρωση. Η μεγάλη απεργία του 1936 στη Θεσσαλονίκη κράτησε μέχρι τις 11 Μαΐου.
Τα υπόλοιπα μπορεί και να είναι αυθαιρεσίες ενός παντογνώστη αφηγητή.
Βγήκε ο καλός με την καλή
Στίχοι: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, (Όπως αγαπάτε, πρ. Ε´, Σκ. 3, Ξένα Λυρικά, μτφ. Βασίλης Ρώτας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1955, σελ. 25)
Edvard Munch, (1863 -1944) – Arbetare på väg hem Εργάτες στο δρόμο για το σπίτι 1913 1914, 227cmx201cm Μουσείο Μούνκ, Oslo.
Χλόη Κουτσουμπέλη
Η Ναζλί είναι δέντρο
Στη Lale Alatli
Η Ναζλί είναι δέντρο. Τα δάχτυλά της, μικρές σαύρες, αναδεύονται κάτω από τη γη. Γεμίζει τις χούφτες με χώμα και το φέρνει στο στόμα. Το γεύεται, το μυρίζει, ύστερα επιδέξια ξεκινά να φυτεύει βολβούς.
Η Ναζλί είναι δέντρο. Στις φλέβες της συντελείται η φωτοσύνθεση. Είναι Μάιος και η Ναζλί φυτεύει βολβούς στο κτήμα της στην Ελλάδα.
Η Ναζλί γεννήθηκε στην Τουρκία. Η Ναζλί ένα δέντρο ξεριζωμένο. Όλοι οι παιδικοί της φίλοι βρίσκονται στη φυλακή. Ήρθε στην Ελλάδα για να ριζώσει.
-Κοίτα ένα φύλλο προβάλλει από το δεξί μου αυτί και μία μαργαρίτα φυτρώνει στον λαιμό μου.
Η Ναζλί φυτεύει βολβούς στο κτήμα της στην Ελλάδα.
Είναι Μάιος όπως Μάιος ήταν και οι διαδηλώσεις τότε στο Γκεζί Παρκ. Τότε που η αστυνομία έριξε επάνω στη Ναζλί και στους συντρόφους της χημικά και σπρέυ πιπεριού.
«Επίσημα έχουν ανακοινωθεί πέντε θάνατοι. Πάνω από 7500 άτομα έχουν τραυματιστεί, σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστία, εκ των οποίων περίπου 50 σε κρίσιμη κατάσταση και άλλοι με αναπνευστικά προβλήματα και με τον κίνδυνο να χάσουν την όραση τους. Ανάμεσα στους τραυματίες βρίσκεται επίσης μια τουρίστρια από την Αίγυπτο η οποία δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή έπειτα από ρίψη καπνογόνου που δέχτηκε στο κεφάλι. Ακόμα, έχει τραυματιστεί σοβαρά ένας βουλευτής και ένας φωτορεπόρτερ του Reuters κατά την διάρκεια των ταραχών.»
Είναι ο Μάιος των διαδηλώσεων και των λουλουδιών.
Στο κτήμα της στην Ελλάδα η Ναζλί φυτεύει ντοματιές, πιπεριές, ηλιόσπορους, μελιτζανιές, βασιλικό, πικροδάφνες, δεντρολίβανο, φασόλια.
«Ο δεκαπεντάχρονος Κούρδος Μπερκίν Ελβάν χτυπήθηκε στο κεφάλι από κάνιστρο δακρυγόνου που πυροδότησε ένας αστυνομικός στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων που ξεκίνησαν τον Μάιο του 2013 στην Τουρκία. Πέθανε αφού παρέμεινε σε κώμα 269 ημερών.»
Η Ναζλί έχει φυτέψει ελιές και ροδακινιές. Περιμένει να μεγαλώσουν. Μικρές κόκκινες λάμψεις, αλεπούδες με φουντωτές ουρές ακολουθούν τα βήματά της.
Πριν τρεις μέρες η Ναζλί έλαβε μία επιστολή από την Ελληνική Κυβέρνηση. Μία επιστολή που έλαβαν πολλοί ακόμα μετανάστες που ζουν με προσωρινή άδεια παραμονής.
Στο κτήμα της η Ναζλί κτίζει ένα σπίτι. Δεν είναι ένα σπίτι από άχυρο. Δεν είναι ένα σπίτι από ξύλα. Είναι ένα σπίτι από τούβλα, στέρεο και συμπαγές. Ακλόνητο.
ΑΠΟΦΑΣΗ: Η ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8 του κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας…
Η Ναζλί είναι ένα δέντρο ξεριζωμένο. Η Τουρκία δεν είναι πια η πατρίδα της.
-Όταν επισκέπτομαι την Τουρκία μαραίνομαι. Χάνω τα φύλλα μου. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην είναι, να μην ήταν ή να μη βρεθεί στη φυλακή.
Η Ναζλί περπατάει επί δέκα μέρες. Συμμετέχει σε ένα οδοιπορικό για την Ειρήνη στη Μεσόγειο. Σε ένα μονοπάτι με συνοδοιπόρους από Ισραήλ, Ελλάδα, Τουρκία και Ισπανία.
Η Ναζλί συμμετέχει σε Ελληνοτουρκικά Φεστιβάλ φιλίας.
Όμως πριν από τρεις μέρες η Ναζλί έλαβε μία επιστολή. Την ίδια επιστολή που έλαβαν και άλλοι μετανάστες με προσωρινή άδεια παραμονής.
…την υπ’ αριθμ. 29845/16.4.21 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών «Τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την Ελληνική ιθαγένεια…
Η Ναζλί είναι ένα δέντρο που ξεριζώθηκε από την πατρίδα του. Όταν όμως ήρθε στην Ελλάδα ανέπνευσε, φούντωσε, άνθισε. Μεταφράζει, γράφει, λουλουδιάζει.
Οι φίλοι της Ναζλί στην Ελλάδα βάζουν τα κορμιά τους το ένα δίπλα στο άλλο, είναι κορμιά συμπαγή, από πηλό, όλοι μαζί χτίζουν ένα σπίτι με βαθιά θεμέλια. Ένα σπίτι αγκαλιά. Ακλόνητο.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ: ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
Είναι Μάιος. Η Ναζλί έχει φυτέψει ροδακινιές στο κτήμα της και χτίζει ένα σπίτι με σκεπή και καμινάδα. Με ένα παράθυρο στην οροφή για να κοιτάζει τα αστέρια. Με τα κιάλια παρακολουθεί τα πουλιά, δεν κουρεύει το γρασίδι για να μην τραυματίσει τις χελώνες.
Η Ναζλί έλαβε μία επιστολή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟ 30.1.2017 ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΛΟΓΕΝΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΥΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΑΖΛΙ…
Όμως η Ναζλί δεν είναι αλλογενής αλλοδαπή. Είναι ένα δέντρο που όταν χαμογελάει, τα κλαδιά της γεμίζουν παράξενα λευκά ανθάκια.
§
Ζωή Σαμαρά
Χρυσάνθεμο ή Ίριδα;
Ένα παιδί τρέχει. Στα χέρια του κρατά το πιο λαμπερό χρυσάνθεμο, σταλμένο από τον Ήλιο. Κοντοστέκεται, τα χέρια ψηλά, ενωμένα, σαν να προσεύχεται, ενώ θωρεί, με ανείπωτο θαυμασμό, το χρυσό λουλούδι, αδέλφι της ψυχής του. Είναι αληθινό λοιπόν το όνομά του. Αναδύει από τα βάθη του πηγαίο φως. Δεν είναι ετερόφωτο, δεν είναι δώρο της Σελήνης.
Μα πώς ξαφνικά μεταμορφώθηκε ένας άλλος βλαστός τής γης σε όπλο για εξέγερση μέρα Μαγιού; Η μαγεία του χωροχρόνου, κολυμβήθρα για να βαφτίσουμε, να λυτρώσουμε και, αμέσως μετά να ονομάσουμε, όλα τα κτίσματα, όλα τα πλάσματα που δεν έδειξε με το δάχτυλό του ο Δημιουργός στον Αδάμ. Το εφήμερο φτερουγίζει σε ουρανό αέναης επανάστασης. Το αναπάντεχα βίαιο θηλυκό, με όνομα που άλλαξε νόημα μόλις η αγγελιαφόρος των θεών μεταμφιέστηκε σε λουλούδι, σαν να όφειλε να συμπληρώσει το ηλιόφωτο αρσενικό. Έκφραση βαθιάς, άδολης αγάπης το ουδέτερο όνομα, κάτι σαν υποκοριστικό, το χρυσάνθεμο προκαλεί χαρά, ξεχειλίζει συναίσθημα.
Διαδήλωση είναι, θα περάσει. Ή μήπως όχι; Μάης, ο μήνας του ήλιου και της ομορφιάς, ο μήνας του χάους. Βία, η αδυναμία του πιο αδύναμου των έμβιων όντων. Ή, μάλλον, το πεπρωμένο του. Κάπου εκεί κοντά, μια γλάστρα με την Ίριδα στο κέντρο της. Άνθη με πλήθια χρώματα, που ξεγελούν, μας απομακρύνουν από τα φύλλα που μιμούνται την κόψη του σπαθιού. Πόση πια αντιφατικότητα σε ένα σχεδόν άγνωστο χαμόκλαδο, που φιλοδοξεί να γίνει σύμβολο του ανθρώπινου γένους. Όρθιο, μπροστά στην παθητική αρχή του σύμπαντος, τον ανθό της Φύσης, διεκδικεί την Ανθρωπότητα, ίσως με στόχο να αλιεύσει πιστούς για την άνομη θρησκεία του.
Και ο Άνθρωπος βαδίζει στο Κενό. Τι κι αν ένα παιδί σφίγγει όσα χέρια παιδιών μπορεί να φτάσει, να τα παρασύρει σε χορό ψηλά πάνω από τη θάλασσα, γύρω από τη Γη. Το παιδί νιώθει πως βρίσκεται μπροστά σε μια κοσμική παρερμηνεία. Δεν καταλαβαίνουν οι μεγάλοι. Το απέραντο σύμπαν αποδεικνύεται πολύ μικρό για να χωρέσει το εγκώμιο μωρίας όλων των αφρόνων.
Έτρεχε η Ίριδα αφήνοντας πίσω της τη γλάστρα, το πάτριο έδαφος. Φουρτουνιασμένο το πέλαγο, έφταναν ψηλά τα κύματά του. Οι γλάροι ξεστράτισαν. Τα φύλλα-σπαθιά τρυπούσαν τον αέρα, έτοιμα να ανοίξουν άγονες μαύρες τρύπες στο στερέωμα. Η Ίριδα αντικρίζει αγέρωχα τον Χρυσάνθεμο, τον ζητά σε γάμο, χωρίς να γονατίσει, βλέπει από μακριά τον πόνο στα μάτια του παιδιού, την έκκληση στο λουλούδι του Ήλιου να αρνηθεί, μα εκείνη δεν δειλιάζει.
– Γύρνα στη θεϊκή σου υπόσταση, κι εγώ θα μετουσιωθώ σε Χρυσό Ανθό για να σε κάνω ταίρι μου, ψιθύρισε παρακλητικά το Χρυσάνθεμο.
– Δεν θα ανήκεις ποτέ στο γένος των θνητών, αν πρώτα δεν κρατήσεις σπαθί στα χέρια σου, απάντησε προκλητικά η Ίριδα, επιδεικνύοντας τα φύλλα της, έτοιμα για επίθεση.
Και όταν μέσα σε μια στιγμή ξεχύθηκαν εναντίον της τα σμήνη των γλάρων, άγγελοι με λευκή ψυχή, που ενέδυσε το κορμί τους, είδε ότι χρησιμοποίησε λάθος τα όπλα που της είχε χαρίσει το Σύμπαν. Ήταν όλα μόνο αμυντικά.
Ένα παιδί φόρεσε τα φτερά του, τώρα πετά στον ουρανό. Ένα χρυσάνθεμο ανοίγει με μιας τα πέταλά του, για να πετάξει πλάι στο παιδί. Θα γίνουν και οι δύο αχτίνες του Ήλιου να επιστρέψουν στη Γη. Θα γίνουν ουράνιο τόξο να προστατέψουν τη Γη και τον Ήλιο. Χιλιάδες χρόνια τώρα τα περιμέναμε.
Γρηγόρης Τεχλεμετζής
Αναμνήσεις από την κατάληψη
(Χημικό Ιωαννίνων 1991)
The strawberry statement[1]
Έπαιζε μια κιθάρα όταν τη γνώρισα.
Καθόμασταν οκλαδόν στο πάτωμα. Μια ομάδα όλη η βραδινή περιφρούρηση.
Κάποια σήκωσε τα χέρια της και έστρωσε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Ο Γιώργος μίλαγε για την απάντηση που έδωσε ο πρύτανης για το αίτημά μας για τα εργαστήρια:
«Λεφτά δεν υπάρχουν, τάχα. Επιμένουν να κάνουμε τα εργαστήρια τμηματικά και κάποιοι θα φοιτήσουν ένα χρόνο ακόμα. Σκατά στα μούτρα τους».
»Μας απείλησε ότι αν συνεχίσουμε την κατάληψη θα χαθεί διδακτικό έτος. Άμα είναι κάποιοι να χάσουν έτος, τότε ας το χάσουμε όλοι».
Στην πόρτα είχαμε γράψει «Χυμείο».
Ήταν και αυτός ένας Μάης που σε ξεσήκωνε. Κοντομάνικα, κολλητά μπλουζάκια και λουλούδια που σου έφερναν φτέρνισμα. Δεν κρυώναμε τότε, έβραζε το αίμα μας.
Είχαμε συμπληρώσει πέντε μήνες κατάληψη και ο μπαμπάς διακριτικά μου έλεγε να κατέβω Αθήνα, για να μην πληρώνει επί πλέον έξοδα.
«Εσύ στην ηλικία μου ήσουν στη Μακρόνησο», του είπα.
Δεν ξαναμίλησε.
Ήταν ξανθιά και είχε τρία σκουλαρίκια στο ένα αυτί και δυο στο άλλο. Φορούσε ένα κολλητό τζιν και κάπνιζε συνέχεια. Καθόταν δίπλα μου και ανά στιγμές με άγγιζε, ίσως κατά λάθος.
Εγώ χασκογελούσα με το παραμικρό. Ήθελα να μυρίζω τον καπνό της και ας μην ήμουν καπνιστής.
«Θα παίξουμε χαρτιά;» ρώτησε ο Ηλίας.
Τράβηξα τα μάτια μου στον τοίχο, προσπαθώντας να μην καρφώνομαι συνέχεια πάνω της.
«Όσοι κάνουν δίαιτα μπορούν να ζυγίζονται στους αναλυτικούς ζυγούς», έγραφε μια πρόχειρη ταμπέλα με μαρκαδόρο και από κάτω είχε μια στρογγυλή φατσούλα που ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Κάποιος πέρασε χέρι με χέρι τη βότκα, για να γεμίσουμε τα μιας χρήσης πλαστικά ποτηράκια. Την πίναμε ξεροσφύρι.
«Γραμμένους μας έχουνε. Μη σου πω ότι οι καθηγητές χαίρονται που κάθονται σπίτι τους και πληρώνονται».
«Δεν το κάνουμε για αυτούς. Σάμπως τι φταίνε; Για τους κυβερνητικούς το κάνουμε. Να κλάψουν τα ψηφουλάκια τους».
«Κάτι λένε και για ιδιωτικά πανεπιστήμια. Στο τέλος θα πουλήσουν και εμάς ζωντανούς για σκλάβους για να βγάλουνε λεφτά».
Η Κική τράβηξε μια δυνατή τζούρα από το τσιγάρο της.
Είχα πιει ήδη αρκετά. Μου ερχόταν να κάνω εμετό, αλλά επέμενα να εισπνέω τον καπνό της.
Όχι ρε μαλάκα, σκεφτόμουνα. Μην κωλώσεις. Θα της δείξεις ότι είσαι αμαθής, βουτυρόμπεμπές. Αυτή είναι ξεβγαλμένη, γιατί να προτιμήσει εσένα;
«Μου αρέσει που γελάς με την καρδιά σου», μου είπε στο άσχετο και η φωνή της είχε μια ανεπαίσθητη γοητευτική βραχνάδα, ίσως από το τσιγάρο.
Εγώ φτερούγιζα ευτυχισμένος. Έκανα κάτι να πω, αλλά δεν εμπιστευόμουνα την άρθρωσή μου.
Ήρθε κάποιος από το συντονιστικό και μάζευε συμμετοχές για τα φυλλάδια που θα μοιράζαμε αύριο στην πορεία.
Δεν μου απευθύνθηκε.
Την άλλη μέρα ξύπνησα με ορούς στο κοντινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Ο Ηλίας καθόταν δίπλα μου.
«Τι την ήθελες όλη αυτή τη βότκα;» μου είπε νυσταγμένος.
«Νόμιζα ότι θα ήσουν στη διαμαρτυρία», του απάντησα.
«Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα[2]». Χαμογέλασε. «Όχι ότι φοβήθηκα τα ΜΑΤ», συμπλήρωσε με διφορούμενη ειρωνεία.
Κοίταξα την ώρα στο ρολόι του τοίχου.
«Προλαβαίνεις αν βιαστείς. Οι φοιτητές πάντα αργούν. Ο χρόνος ανήκει σε μας τους νέους».
«Νομίζω ότι αστειεύεσαι», έκοψε τη συζήτηση.
Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Κάποιος μου είπε ότι έφυγε για Αθήνα. Ήταν και μεγαλύτερο έτος, στο πτυχίο.
Σαν σπασικλάκι τελείωσα τον Σεπτέμβριο. Παρ’ όλο που είχαμε χάσει δυο εξεταστικές. Το είχα πάρει κατάκαρδα και δεν ήθελα να πληρώνει ο πατέρας.
Μα δεν το είχα κουνήσει ρούπι από την κατάληψη.
Όχι μόνο από ιδεολογία, αλλά κυρίως γιατί την περίμενα να φανεί ξανά.
Δε θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου να έλειπα μια μέρα και μετά να μάθαινα ότι πέρασε τότε, για να μαζέψει για παράδειγμα την παρατημένη ποδιά εργαστηρίου της.
Όπου και αν γυρνούσα στην πόλη ή στο πανεπιστήμιο κοιτούσα δεξιά αριστερά μήπως τη δω. Δεν ήξερα κανέναν από το έτος της και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να καρφωθώ και να γίνω περίγελος των συμφοιτητών μου. Άλλωστε την ορεγόταν το μισό Χημικό και όχι μόνο.
Με τραβάνε τα αδιέξοδα. Ίσως φταίει ότι είμαι αθεράπευτα ονειροπόλος. Γι’ αυτό έμπλεξα και με την Αναθεωρητική Αριστερά. Νόμιζα ότι όλα είναι δυνατόν να συμβούν με τελειότητα, παρ’ όλη την κατάρρευση του κακέκτυπου των Ανατολικών.
«Μπαμπά, είχατε στο Μακρονήσι γυναίκες;»
«Αστεία πράγματα», μου απάντησε και αναστέναξε.
Ξεφυλλίζοντας ένα παρατημένο άλμπουμ είδα αυτή τη φωτογραφία.
Ο Ηλίας, ο Γιώργος και εγώ φτιάχναμε ένα πανό. Η πολυκαιρισμένη εικόνα μάς έκανε να φαινόμαστε υποκίτρινοι. Ήμασταν καθισμένοι ανακούρκουδα και είχαμε σηκώσει το βλέμμα μας αυθόρμητα στον φακό.
Πού είσαι Κική, να μου φυσήξεις τον καπνό σου στα μούτρα, μήπως και συνέλθω από την οικονομική κρίση της εποχής;
Στον τοίχο ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας της κόρης μου. Αυτός με τα θραύσματα του ονειρικού της κόσμου.
[1] Τίτλος βιβλίου του Τζέιμς Κούνεν, ντοκουμέντου για την καταγραφή των γεγονότων της κατάληψης και εξέγερσης των φοιτητών τον Απρίλιο του 1968 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Σε αυτό βασίστηκε και η ομώνυμη ταινία του Στιούαρτ Χάγκμαν (1970, Ελληνικός τίτλος Φράουλες και αίμα).
[2] Τίτλος αμερικάνικης κωμωδίας (1970), που αφορά ευτράπελες παρεξηγήσεις στη Γαλλική Επανάσταση.
§
Χατζημωυσιάδαης Παναγιώτης
Μια εσαεί άνοιξη
Μία και μόνη ανάμνηση έχω απ’ τον παππού τον Πέτρο. Λιγνός, ξερακιανός, ρυτιδωμένος, στέκεται σαν άγαλμα πάνω απ’ την κούνια και με κοιτάει. Ανοίγω τα μάτια, κουνάω χαρούμενος χέρια και πόδια, περιμένω να μ’ αγκαλιάσει. Τη στιγμή που ετοιμάζεται να με πάρει, εμφανίζεται η γιαγιά Μαρία με το μαύρο τσεμπέρι και τα κάτασπρα μαλλιά. Σκύβει και μου λέει κάτι, κλείνω τα μάτια και ξανακοιμάμαι.
Κάθε φορά που ‘πιανε η μάνα μου το θέμα του Μεσόβουνου την ίδια εικόνα του παππού σχημάτιζα, συνοδευμένη με την απορία της ημιτελούς αγκαλιάς. Χρειάστηκε να μεγαλώσω αρκετά και να τακτοποιήσω τη σχέση μου με τον χρόνο, για να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Ο παππούς ο Πέτρος πέθανε το ’67 στο Μεσόβουνο Πτολεμαΐδας, εγώ γεννήθηκα το ’70 στα Γιαννιτσά Πέλλας.
Πού είναι η αλήθεια, πού είναι το ψέμα και ποιο είναι το διαχωριστικό ανάμεσά τους; Ή μήπως δεν υπάρχει κανένα διαχωριστικό παρά μόνο αφηγήσεις, όπως η δική μου για τον παππού τον Πέτρο, σαν προϊόν άλλων αφηγήσεων, όπως οι ιστορίες της μάνας μου για το ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου, που προήλθαν απ’ άλλες αφηγήσεις, όπως τα μοιρολόγια της γιαγιάς Μαρίας για τον θάνατο του παππού του Πέτρου;
Όσα κατά καιρούς έχω γράψει για το Μεσόβουνο, τις εκτελέσεις, τον φούρνο, τον παππού τον Πέτρο δεν είναι τίποτα παραπάνω από κείνη την αγκαλιά που ‘μεινε μισή στο όνειρο. Όταν αργά τη νύχτα ξεκίναγα να γράφω, σήκωνα το κεφάλι απ’ το πληκτρολόγιο και έψαχνα για να τον βρω στο ημιφωτισμένο υπόγειο-γραφείο μου. Τον φανταζόμουν να έρχεται κοντά μου, συνομήλικοι σχεδόν, καθόμασταν σαν φιλαράκια, σταύρωνε τα χέρια και ανοίγαμε κουβέντα.
Μου ‘λεγε για τα καπνά, τους Γερμανούς, τον Εμφύλιο, τις εξορίες επί Μεταξά στην Ανάφη και τις εκτελέσεις που ξεκλήρισαν το χωριό, τα αδέλφια, τους συγγενείς, τους γείτονες, τους φίλους. Του ‘λεγα για την ερημιά των δρόμων, τα άδεια βλέμματα, τις προσφορές των σούπερ μάρκετ, τις τηλεοπτικές εκπομπές, τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων, την αγωνία του υπάρχειν και την απέραντη διάρκεια του τώρα. Νωρίς τα ξημερώματα που σηκωνόμουν για να πάω στο κρεβάτι, γύριζε την πλάτη και έφευγε χωρίς να χαιρετήσει.
«Έκλεισε το θέμα, ρε παππού», του ‘πα τις προάλλες. «Το παράκανα με το Μεσόβουνο. Έχει κι η μυθοπλασία το όριο της μνήμης. Ό,τι είχα να πω το είπα. Αλλά εσύ δεν μ’ έχεις αγκαλιάσει ακόμη». Καθόμουν στο γραφείο, ήρθε και στάθηκε όρθιος δίπλα μου, όπως τον είχα στο μυαλό μου σ’ εκείνη την ανάμνηση της κούνιας. «Μην ξεχνάς τι σου ‘λεγε η γιαγιά Μαρία στο όνειρο» ψιθύρισε κι εξαφανίστηκε.
Τρεις μήνες τώρα σπάω το κεφάλι μου να ανακαλέσω τα λόγια της γιαγιάς. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μ’ έπαιρνε αμέσως ο ύπνος με τα πιο όμορφα όνειρα για παππούδες και γιαγιάδες. Δεν ξέρω αν είναι η προχωρημένη άνοιξη που τώρα με βοήθησε ή που εξ αφορμής του κειμένου αυτού έχω ξανά παρέα τον παππού μου, αλλά να, 5.17 ξημερώματα Πρωτομαγιάς, ενώ ετοιμάζομαι να πέσω για ύπνο, εμφανίζεται η γιαγιά Μαρία σκύβει και μου λέει στο αυτί:
Είναι Μάης μήνας. Ονειρεύσου τη ζωή που ονειρεύεσαι.
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Το αυγό, οι σπόροι της παπαρούνας, τα παιδιά…
Ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας[1]
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Φωνές
Έμπα του Μάη κι εγώ μαντρωμένη σε πλήρη απομόνωση. Δε με χωράει το σπίτι. Θέλω να βγω έξω, να βρεθώ με ανθρώπους. Επιβάλλεται εγκλεισμός σου λέει, όμως η πανδημία με την ατέλειωτη κλεισούρα εξουθενώνει. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Εκεί ο κόσμος ανοίγει. Με συντρέχουν οι γλάστρες. Η τριανταφυλλιά, η βιολέτα, ο νάρκισσος, η αρμπαρόριζα, όλα σε ανθοφορία. Τα αρώματα φέρνουν μνήμες. Ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας… Ένα φράγκο η βιολέτα… Η μάνα στην αυλή να βράζει ρετσέλι κυδώνι αρωματισμένο με αμπαρόριζα στης γιαγιάς το μπακιρένιο καζάνι, α σην πατρίδαν*. Το άρωμα να τρυπά τα ρουθούνια, να μας ξελιγώνει. Να περιμένουμε να μας μοιράσει φέτες ψωμί με ρετσέλι. Η μάνα… πάει, τη χάνουμε… Χαροπαλεύει στη ΜΕΘ και να μη μπορώ να τη δω, να τη σταθώ… Φοβάμαι να καλέσω μη και ακούσω τα δυσάρεστα…
Μπαίνω μέσα. Κάθομαι Μοντέλο στον καναπέ. Ανέκφραστη. Σκέτη Μελαγχολία. Σχεδόν κατατονική. Προσπαθώ ν’ αντιδράσω. Αδύνατον. Κοιτώ απ’ τη μπαλκονόπορτα τις νεκροφόρες που περνούν πρωί πρωί στον δρόμο για το κοιμητήριο. Δίχως στεφάνια. Δίχως νεκρώσιμη πομπή. Τίποτα. Τα φέρετρα επτασφράγιστα. Τα συνοδεύουν κάνα δυο αυτοκίνητα οικείων, τίποτε άλλο. Μέσα μου η παγωνιά. Ευτυχώς, έχω το βιβλιόδενδρο. Κλαδιά γεμάτα τιτιβίσματα… Μ’ αγγίζουν φωνές αγαπημένες. Αφουγκράζομαι. Μετά πέφτω πάλι σε κατατονία. Άλλες φορές φουσκώνει Η θάλασσα μέσα μου. Καταφεύγω στη γραφή: «το όνομά μου είναι Φράνκλ πρωτεξάδελφος του Μέι/απεκδύομαι τον Άρχοντα των Μυγών/γκρεμίζω δυστοπικά κιγκλιδώματα /μετεωρίζομαι σύννεφο σε γαλάζιους αιθέρες//σήμερα δεν θα δω ειδήσεις /δεν θα πανικοβληθώ από παραταγμένα φέρετρα». Προσφεύγω στην προσευχή. Για τη μάνα, για όλους όσους ψυχορραγούν μονάχοι…
Πρωτομαγιά σήμερα. Άλλοτε εκδρομές στην εξοχή… Γυναίκα με παπαρούνες… Ο κάμπος στο χωριό να κοκκινίζει σαν ποτάμι λαχτάρας και πόθου… Θεόρατα καραγάτσια. Εμείς κρεμιόμαστε στις κούνιες απ’ τα πανύψηλα κλαδιά τους πετώντας πέρα δώθε. Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια σαν την Ευδοκία. Το γέλιο αντηχεί στην πλαγιά, το παίρνουν οι φυλλωσιές. Οι μεγάλοι παρέες παρέες στα ριζά των δέντρων στρωμένοι στο φαγοπότι, στο τραγούδι, στο χορό. Οι έγνοιες γίνονται πήδοι και χοροπηδητά πατήματα. Να έτρεχα λέει παιδίσκη στον κάμπο. Να με κυλούσε η μάνα στ’ αγριόχορτα μουρμουρίζοντας ξόρκια: «έπαρ το ντέρτιμ και φέρον το τερμάνιμ»*. Να κόβαμε αγριολούλουδα να πιάσουμε το Μάη, να πλέκαμε στεφάνι. Να μου το φόραγε στο κεφάλι, μετά να το κρεμούσε στην εξώπορτα. Για το καλό. Τρέχω στο μπαλκόνι κόβω μερικά κλαδάκια απ’ την ανθισμένη αμπαρόριζα και το νάρκισσο. Τα δένω ματσάκι. Τελετουργικά ανοίγω την εξώπορτα, τα κρεμάω στο πόμολο. Μουρμουρίζω…
Όχι, δεν κόβω τριαντάφυλλα. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς ματώνουν. Τ’ αγκάθια της απώλειες αγαπημένων μπήγονται στ’ ακροδάχτυλα. Αρμενίζουν βαρκούλες οδύνης στις φλέβες μου. Η μάνα έφυγε μέσα στην ανοιξιάτικη ανθοφορία… Σύγχρονη μούμια φασκιωμένη με σελοφάν. Δίχως να προλάβουμε ν’ αντιληφθούμε τί συμβαίνει. Δίχως να τη δούμε. Δίχως να της νίψουμε το παγωμένο πρόσωπο. Δίχως να της πλένουμε το κουρασμένο σώμα. Να την κλάψουμε, να τη μοιρολογήσουμε. Δίχως να προσκυνήσουμε πάνω από το ακίνητο κεφαλάκι της, ν’ αγγίξουμε με τα χείλη το κρύο της μέτωπο, να το ζεστάνουμε με τα καυτά μας δάκρυα στο «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν». Πώς γίνεται… πώς γίνονται όλα αυτά… πως θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το ακατανόητο έτσι κι αλλιώς του χαμού αγαπημένων, πως θα μπορέσουμε τάχα να συμφιλιωθούμε με το ασυμφιλίωτο του θανάτου μέσα σε μια τόσο εξωπραγματική πραγματικότητα… πώς να χωνέψουμε την περατότητα της ανθρώπινης μοίρας μας… Περιφέρομαι μουδιασμένη… φοβάμαι… φοβισμένη περισσότερο απ’ τη ζωή παρά απ’ το θάνατο…
Πάλι ο φόβος. Κάτι χειρότερο. Ο φόβος του φόβου. Γίνομαι προσωποποίηση φοβικής νεύρωσης. Πανδημική περίπτωση προς μελέτη. Το βράδυ κοιμάμαι πάλι ανήσυχα. Με κατακλύζουν εικόνες τρόμου. Μαύρες νυχτερίδες. Πιο μαύρες κι απ’ το θάνατο. Άπειρες. Ξεκληρισμένες από το Χουμπέι της Κίνας. Στριφογυρίζουν αλλοπρόσαλλα. Χτυπούν τα φτερά απεγνωσμένα. Κρώζουν κρεμάμενες στο κενό, σαν τσαμπιά, βαμπίρ διψασμένα για αίμα. Μεταμορφώνονται πανδημικές κορώνες. Στεγνά φλέματα που φράζουν τους βρόγχους. Κομμένοι κορμοί δέντρων που πλέουν αργά στο ποτάμι σαν βάρκες του Αχέροντα. Το ξέπνοο θρόισμα των φύλλων απόκοσμο μοιρολόι. Απ’ τα έγκατα της γης εκβάλουν οιμωγές. Ένας μακρόσυρτος επιθανάτιος ρόγχος. Εγώ, μια Περουβιανή μούμια. Μια Κραυγή. Η Κραυγή της Φύσης, η δική μου, του κόσμου όλου. Μας τυλίγουν απέραντα πέπλα απωλειών. Δικών μας, συνανθρώπων μας. Του κόσμου όλου… ξυπνώ κάθιδρη… όνειρο ήταν ευτυχώς… μιας εφιαλτικής πραγματικότητας ωστόσο.
Πρωτομαγιά πάλι σήμερα, η τρίτη μετά την πανδημία. Στο τηλέφωνο η κόρη μου για τις ευχές με την οκτάχρονη εγγονούλα μου. Θα πάνε να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά στο πάρκο «Νιάρχος», μου λέει μες στην τρελή χαρά. Δε θα μείνουν μέσα όπως την προηγούμενη χρονιά. Την έγραψε η μαμά της σε μια ομάδα με άλλα παιδιά. Θα βάψουν και θα κατασκευάσουν χάρτινα στεφάνια. Το στόμα μου το μπουκώνει το ερώτημα: «Κοριτσάκι μου, πώς να πιάσετε το Μάη χάρτινο;». Κρατιέμαι να μη το ξεστομίσω. «Υπέροχα!» της απαντώ με προσποιητό ενθουσιασμό.
Ανοίγω το ραδιόφωνο, ακούω εργατικά συνθήματα. Θυμάμαι τα κόκκινα πανό στις πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις στην Ουψάλα. Η Drottninggatan*, κοκκίνιζε από λάβαρα. Έμοιαζε κάμπο με παπαρούνες. Ένα κόκκινο ποτάμι παπαρούνες σε διαδήλωση. Τα συνθήματα με τα αιτήματα των εργαζομένων αντηχούσαν. Όπως το 1974 για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Τα μαύρα γράμματα στα κόκκινα πανό σαν σπόροι παπαρούνας διέχεαν τα μηνύματα των συνθημάτων. Τα αιώνια άλυτα αιτήματα για δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και ειρήνη στον κόσμο. Πού να πάνε άραγε; Γιατί δεν καρπίζουν τόσο όσο χρειάζεται στις διψασμένες ψυχές μας; Γιατί ασχημίζουμε τον όμορφο κόσμο μας; Τώρα πάλι ο πόλεμος. Μας απειλεί παγκόσμια σύρραξη… Απειλεί να μας καταπιεί το μαύρο σκοτάδι των βουλημικών και των πολεμόχαρων. Βγαίνω πάλι στο μπαλκόνι. Φουρτουνιασμένη.
Μετεωρίζομαι στα κάγκελα. Στη ζαρντινιέρα ανάμεσα στα φυτά η πρόχειρη φωλιά από ξερά κλαράκια. Στη μέση δυο αυγά. Λάμπουν ολόλευκα. Το αγριοπερίστερο κάθεται πάνω τους. Κλωσά. Με κοιτά με τα πούπουλα φουντωμένα, έτοιμο να επιτεθεί αν πλησιάσω περισσότερο. Το ταίρι του γυροφέρνει ανήσυχο στην ταράτσα της απέναντι οικοδομής.
Το αυγό, οι σπόροι της παπαρούνας, τα παιδιά…
Δεν μπορεί… δεν μπορεί… κάτι θα μπορούσαμε να…
* α σην πατρίδαν: απ’ την πατρίδα
*«έπαρ το ντέρτιμ και φέρομε το τερμάνιμ»: πάρε τον καημό μου και φέρε μου κουράγιο
[1]Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Φωνές, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984.