Συνεχίζουμε και στον μήνα Απρίλιο 2022 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Βικτωρία Ανθοπούλου, Αριστούλα Δάλλη, Ζωή Διαμαντοπούλου, Ειρήνη Ζερμπούλη, Σοφία Ιακωβίδου, Δημήτριος Ντοκατζής, Αντρέας Τιμοθέου, Μαρία Ψωμά Πετρίδου. Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Βικτωρία Ανθοπούλου
Φόνισσα. Ένα άλλο τέλος ….
(Τα μικρά κορίτσια ήταν στόχος από παλιά).
ΙΖ!
…
Τέλος, καθὼς ἐκάθισε κάτω ἐπὶ τοῦ βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικρὰν φελούκαν, νὰ ἔρχεται, παραπλέουσα τὴν ἀκτήν. Εἶχε μικρὸν ἱστίον καὶ δύο κουπιά, τὰ ὁποῖα ἔτυπτον ραθύμως τὸ κῦμα. Ἔπλεεν ἐξ ἀνατολῶν κ᾽ ἐπλησίαζε πρὸς τὸν ἔρημον βράχον, εἰς τὸ ἄσυλόν της. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ᾐσθάνθη σκίρτημα ἐλπίδος μέσα της.
Kρύφτηκε πίσω από το βράχο και παραφύλαξε. Πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της. Το ήξερε το παιδί από τα γεννοφάσκια του. Ήταν τριτοξάδελφος εκείνου του χαμένου του Λυρίγκου που την κυνήγαγε. Θα ΄ταν, δε θα ΄ταν 16 χρονών και είχε αναλάβει να θαλασσοδέρνεται όλη τη μέρα για να μπορέσει να θρέψει την μάνα του. Βλέπεις ο πατέρας είχε χρόνια που χάθηκε. Πνίγηκε ο δόλιος στα μαύρα νερά της θάλασσας που τους έτρεφε .
– «Για καραβίδες έρχεται!» σκέφτηκε η Φραγκογιαννού και μια ιδέα φώτισε το ταραγμένο μυαλό της. Μα ναι! Ο Θεός της τον έστειλε ! Ήξερε «Εκείνος» ότι μόνο για καλό έκανε ότι έκανε η Χαδούλα.
Οι φωνές των κοριτσιών που φώναζαν στο μυαλό της σώπασαν ξαφνικά και ο άνεμος κόπασε. Η θάλασσα, σαν από θαύμα, ημέρεψε και ο νεαρός άρπαξε με το χέρι του την άκρη του βράχου. Ήταν εύκολο πια. Άνοιξε τα πόδια του για να ισορροπήσει το βάρος και η βάρκα φάνηκε ολόκληρη στην είσοδο της σπηλιάς. Πήδηξε γρήγορα μέσα, την τράβηξε και την έδεσε πρόχειρα στην άκρη του βράχου. Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Η καλοτυχία του δεν θα κράταγε για πολύ. Ανυποψίαστος έσκυψε μήπως και βρει καμιά καραβίδα να την πουλήσει, να φάνε. Είχε μέρες να πιάσει κάτι μα σήμερα ένιωθε τυχερός.
Η Χαδούλα ούτε κατάλαβε πότε κινήθηκε. Σε δευτερόλεπτα άρπαξε το μαντήλι που πριν από λίγο θαρρούσε για σάβανο, πετάχτηκε από τα μαύρα σκοτάδια και το πέρασε στο λαιμό του παιδιού. Εκείνος ξαφνιάστηκε. Προσπάθησε να αντιδράσει αλλά η γριά ασθμαίνουσα και ξεγλωσσιασμένη έσφιξε περισσότερο το μαντήλι. Η μάχη άνιση, δεν κράτησε για πολύ. Το παιδί έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε με το πρόσωπο στο νερό.
-«Χαμένος κρίμα» σκέφτηκε η Φραγκογιαννού και σαν να της φάνηκε πως μια φωνή παιδική ψιθύρισε απόκοσμα στο αυτί της τη λέξη «φόνισσα». Απόδιωξε τη σκέψη και ταραγμένη έλυσε γρήγορα το σκοινί. Έπρεπε να φύγει από κει. Η βάρκα γλίστρησε στα νερά και βγήκε στη ανοικτή θάλασσα.
Για μέρες έπλεε ακυβέρνητη με τη Χαδούλα χαμένη σε σκέψεις και οράματα ανακατεμένα. Τα κορίτσια που σκότωσε παρέα με τον τριτοξάδελφο του Λυρίγκου με μάτια γουρλωμένα την κοίταζαν από τον πάτο της θάλασσας όμως αυτή δεν σκιαζόταν. Η μεγάλη στεριά ήταν το μόνο που έβλεπε. Σίγουρη πως αυτό ήταν «έργο Θεού» περίμενε υπομονετικά την ώρα που η βάρκα θα προσέγγιζε τη στεριά.
Έφτασε μετά από μέρες εξαντλημένη από πείνα και δίψα και το μυαλό της χαμένο. Αυτοί που την βρήκαν, την φρόντισαν, μη μπορώντας να καταλάβουν πως σώθηκε η γριά μετά από τέτοια ταλαιπωρία. Πίστεψαν πως ήταν τρελή και δεν έδιναν βάση σε όσα έλεγε στο παραμιλητό της.
Η Φραγκογιαννού πάτησε στα πόδια της μήνες μετά, μα χάθηκε μέσα στη νύχτα χωρίς κουβέντα σ΄ αυτούς που την φρόντισαν. Στο σαλεμένο της μυαλό μια φωνή ούρλιαζε πώς ο Θεός θέλει να συνεχίσει το έργο της και αυτή δεν μπορούσε να παρακούσει .
Käthe Kollwitz/Woman with a dead child
Αριστούλα Δάλλη
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΑΚΟ
Είναι η πρώτη μέρα της Ασάκο, της μικρής πόρνης, που έφερε στο εργαστήριο τους η Μάμα Καζούμι. Την βρήκε λιπόθυμη, κακοποιημένη μέχρι θανάτου, σαν σκουπίδι ποτισμένη όπιο έξω από τον τεκέ. Μέρες την φρόντισε, έως ότου το ετοιμοθάνατο σώμα μεταμορφώθηκε σε όμορφο λουλούδι. Γνωστό το εργαστήριο υφαντικής της Καζούμι στην πόλη για τα σπάνια χειροποίητα υφαντά υφάσματα. Οι άλλες υφάντρες στο εργαστήρι υποδέχτηκαν την Ασάκο καχύποπτα. Μία άγνωστη πόρνη ήταν η νεοφερμένη. Δεν ήξερε την τέχνη της υφαντικής, ούτε την κρεμασμένη στα τσιγκέλια πρώτη ύλη των υφαντών στον κόκκινο σαν από αίμα τοίχο. Αδιάφορες έσκυβαν πάνω στις κλωστές τους, ρίχνοντας της σκληρές ματιές. Φοβόταν μήπως διαρρεύσει το μυστικό του εργαστηρίου και η πηγή προμήθειας της πρώτης ύλης των κλωστών τους. Κρυπτογραφημένο το μυστικό στην ταπισερί του τοίχου στο ατελιέ-σαλόνι της υποδοχής των πελατών τους. Εκεί οι υφάντρες στο διάλλειμα έπαιρναν το πατροπαράδοτο τσάι τους. Ήταν δικό τους κρυπτικό έργο και το είχαν υφάνει νύχτες, κρυφά από τα αδιάκριτα μάτια άλλων. Ο πίνακας έχει μία αναπαράσταση καταπράσινου δάσους που φόντο και καλύπτει την μεγαλύτερη επιφάνεια του. Δένδρα με πυκνό φύλλωμα και στιβαρούς κορμούς μόλις που αφήνουν τον ήλιο να περάσει ανάμεσα τους. Υπάκουα ζώα με ωραίο δέρμα κάθονται στα πόδια των γυναικών και στις ρίζες των δένδρων. Στο πρώτο επίπεδο της ταπισερί πέντε μυστηριώδεις γυναίκες. Ντυμένες με λευκά μεταξωτά κιμονό, ιέρειες του ναού αφιερωμένου στον Νιk-Lag, το θεό του έρωτα και του θανάτου. Η μία γυναίκα έχει πρόσωπο αρπακτικού πουλιού που καταβροχθίζει τους νεοσσούς των πουλιών από τις φωλιές τους. Η άλλη έχει πρόσωπο χαραγμένο απ΄τον χρόνο, με τα γαμψά της χέρια γδέρνει τον νεαρό φλοιό των δένδρων και ρουφάει τους χυμούς τους. Οι άλλες δύο δίδυμες, μία λευκή και μία μαύρη, με ένα ναργιλέ στο στόμα σε ερωτικό αγκάλιασμα. Στο κέντρο του πίνακα, η πιο όμορφη γυναίκα από όλες. Γυμνή με δέρμα γδαρμένο ξέφτια ρητίνης ρέουν και γίνονται κεχριμπάρι πάνω στα μεταξωτά σεντόνια των ανακλίντρων. Η Ασάκο πρόσεξε την εικόνα της ταπισερί καθώς γέμιζε το φλιτζάνι με τσάι. Τα χέρια της έτρεμαν στην θέα του πίνακα και ξαφνικά μία κραυγή τρόμου βγήκε χωρίς έλεγχο από το στόμα της. Ύστερα έμεινε βουβή για πάντα. Οι πέντε υφάντρες δεν κατάλαβαν τι συνέβη στην Ασάκο. Δεν μπορούσε να τους εξηγήσει ότι σε αυτές τις γυναίκες αναγνώρισε το μυστικό της οικογένεια της. Αυτούς που την πούλησαν στον αντζέντη για να πληρώσει με το σώμα της τα χρέη τους. Ήταν τόσο μικρή, ένας νεοσσός και η μητέρα την καταβρόχθισε για να χορτάσει την πείνα της. Η γριά γιαγιά ρουφούσε αργά –αργά το αίμα της. Ζήλευε την ομορφιά και την νιότη της και την εξόντωνε με την πείνα και τις οικιακές δουλειές νύχτα μέρα. Οι δύο δίδυμες αδερφές της ένα ψεύτικο ζευγάρι, σύμβολά του καλού και του κακού. Αυτές πρότειναν να δοθεί η Ασάκο, δήθεν για το καλό της οικογένειας, στο τεκέ –πορνείο που πλήρωνε καλά. Και η Ασάκο όρθια στο κέντρο του πίνακα, δένδρο γδαρμένο ανάλγητα, την ξέσκιζαν άνδρες με τα μαχαίρια τους στα βρώμικα κρεβάτια. Οι πέντε υφάντρες φοβήθηκαν ότι η Ασάκο διάβασε το μυστικό τους. Ότι η πρώτη ύλη των υφαντών που ήταν κρεμασμένη στα τσιγκέλια του τοίχου ήταν από την λεηλασία ανθρώπινων ψυχών, δένδρων και ζώων.
Käthe Kollwitz/Death, Woman and Child
Ζωή Διαμαντοπούλου
Να γίνω Σπουδαία
Από μικρή ακόμα, έλεγαν όλοι, πως μόλις μεγάλωνα θα έστρωνα. Μοναχοκόρη. Πολύ καλομαθημένη. Η μανούλα, έχτισε το μέλλον μου με τις δυνάμεις και την υπομονή της. Είχε ορκιστεί να τα καταφέρω. Να μπω στο πανεπιστήμιο. Να γίνω σπουδαία. Αν με ρωτούσαν πραγματικά τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, η απάντηση μου ήταν ορθή, κοφτή. «Δεν ξέρω». Πραγματικά δεν ήξερα. Ήξερα μόνο πως δεν ήθελα να μοιάσω ούτε στην μητέρα ούτε στον πατέρα μου. Δεν με ένοιαζε να γίνω πιστό αντίγραφο κανενός. Ήθελα απλά να ακολουθήσω τα όνειρα μου. Εκείνα τα όνειρα που εμπεριείχαν τις πιο βαθιές μου επιθυμίες. Στη δευτέρα λυκείου όταν έπρεπε να διαλέξουμε κατεύθυνση, τους ανακοίνωσα πως θα γινόμουν ηθοποιός. Η μάνα προσπάθησε να με λογικεύσει. Είχε σκαρφιστεί τα πιο περίτεχνα επιχειρήματα. Δεν θα έχω καλή ζωή και θα πεινάω. Αυτά έλεγε και ξανά έλεγε.
Ήμουν μόλις δεκαεπτά ετών, όταν ξεκίνησαν οι πιέσεις με το διάβασμα και οι υποχρεώσεις. Καθηγήτρια στα φιλολογικά, στα μαθηματικά, στις ξένες γλώσσες. Κι όλο να έρχονται κι εγώ να μην ευχαριστιέμαι. Να φύγουν μάνα, της έλεγα. Δεν ξέρουν τίποτα. Μα εκείνη δεν άκουγε. Είναι καλύτερο, της έλεγα, να κρατήσεις τα χρήματα για τον εαυτό σου. Να κάνεις ψώνια για σένα. Όλα αυτά είναι άδικη σπατάλη. Μα δεν έλεγε να καταλάβει. Μόνο όταν θα έφτανε η μέρα που θα ‘χα το δικό μου πορτοφόλι, μόνο τότε έλεγε, θα καταλάβαινα την αξία των χρημάτων. Θα μπορώ να κάνω τα κουμάντα μου και θα ξέρω τι έχει αξία και τι όχι. Κι όλο με παρακαλούσε να της κάνω τη χάρη.
Δεν της έφερνα αντίρρηση. Κι έτσι βγήκε η χρονιά. Άγνωστοι έρχονταν, άγνωστοι έφευγαν από το σπίτι. Έτσι τους έλεγα. Δεν ήμουν καν υποχρεωμένη να ήμουν ευγενική. Πνεύμα αντιλογίας. Δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Είχαμε καλή και άνετη ζωή όμως, δεν μας έλειπε ποτέ τίποτα. Ο πατέρας, ήταν άνθρωπος που ξεχνούσε πολύ εύκολα. Δεν ξεχνούσε όμως σχεδόν ποτέ να μαλώσει και να ξεκινήσει καβγά. Χωρίς κάτι συγκεκριμένο, χωρίς κάποια δικαιολογία. Ήταν μέρες που του έφταιγαν τα πάντα. Τα έβαζε με τις μέρες και τις εποχές, όταν δεν είχε κέφια. Αρκούσε όμως, μια μικρή ρουφηξιά ελληνικού καφέ από τα χέρια της μονάκριβης κόρης του για να τα ξεχάσει όλα. Έτσι κι εγώ, όταν ήθελα χάρες, είχα βρει το κόλπο. Μαλαγάνα με φώναζε στις καλές του, κακομαθημένο στις κακές του. Το περιβάλλον στο χωριό του έκανε καλό. Σε όλους δηλαδή ακόμα και στην μάνα και στον αδερφό μου, τον Σπύρο. Τα πέντε χρόνια που τον περνούσα δεν ήταν δικαιολογία για να τον κάνω ό,τι ήθελα. Είχε στο χέρι την μητέρα και της έφερνε πάντα παγωτό βανίλια με φυστίκι μόλις τελείωνε το σχολείο. Φυσικά, εκείνη χαιρόταν και τον αγκάλιαζε όταν τον έβλεπε να έρχεται με το αγαπημένο της γλυκό. Δεν είχε απαιτήσεις από τον γιό της. Γνώριζε πως δεν έπαιρνε τα γράμματα. Θα μάθαινε μια τέχνη όπως και τόσοι άλλοι. Ήθελε να του δώσει τις βάσεις πώς να είναι σωστός, ευγενικός και έντιμος άνθρωπος. «Σπυράκο η ζωή δεν είναι εύκολη. Θα βγεις όταν μεγαλώσεις εκεί έξω και θα πρέπει να είσαι ανεξάρτητος.» του ‘λεγε η μάνα. Δεν ξεχνούσε να μας κάνει κατήχηση και να μας συμβουλεύει για τυχόν κακουχίες και εμπόδια που θα συναντούσαμε.
Σήμερα όμως, άκουσα να της λέει πως δεν θα την απογοητεύσει ποτέ. Το υποσχέθηκε της μάνας μας κι ύστερα κλείδωσε το μικρό δάχτυλο της παλάμης του με το δικό της. Τι πάει να πει ποτέ δηλαδή; Πώς ξεστομίζεις μια τέτοια λέξη και μάλιστα έτσι θαρρετά; Εγώ δεν έδινα καμία υπόσχεση και πουθενά. Ούτε στην μάνα. Ο Σπύρος ήταν αλλιώς. Παιδί της μαμάς. Λιγάκι μαμούχαλος, ας πούμε. Στην τρίτη λυκείου είχα κάνει ροπή προς τα αριστερά. Δεν με ένοιαζαν τα μαθήματα, το μέλλον, οι σπουδές. Ερωτεύτηκα και πήγαν όλα στραβά. Το πυρωμένο σίδερο έκαιγε για μήνες μέσα μου. Ο Γιώργης είχε φωλιάσει κατ’ αποκλειστικότητα στην καρδιά μου. Κάποιες φορές έλειπα από το σπίτι για δυο ή τρία μερόνυχτα. Η μάνα με έψαχνε κι ο πατέρας ξεκινούσε τις απειλές. «Καμία περιουσία δεν θα αφήσω σε αυτό το κακομαθημένο. Στο βρόντο όλα δηλαδή; Μαθήματα, σπουδές και μια ζωή θυσία για εκείνη; Ποιο το αντάλλαγμα; Έτσι μας ξεπληρώνει όλα όσα απλόχερα της δώσαμε;». Η μάνα πάντα με υποστήριζε αλλά είχε φτάσει στα δικά της όρια κι εκείνη. Βράδυ Κυριακής εμφανίστηκα στο σπίτι. Μ’ ένα φλοράλ κοντό φορεματάκι. Αναμαλλιασμένη και βουτηγμένη στις λάσπες από την γερή βροχή. Μα μύριζα από πάνω ως κάτω έρωτα. Με περιμάζεψε μην ακούσει τίποτα ο πατέρας κι ο αδερφός μου.
Έπρεπε να το τελειώσω, αύριο κιόλας. Ξεκινούσαν οι εξετάσεις. Κι όλα αυτά περί έρωτος και αγάπης, η μάνα δεν τα λογάριαζε. Δεν ξεχνούσε να μου πει πως είμαι αστέρι στα γράμματα, πως είμαι ξύπνια και μελετηρή. Μα άλλο τόσο ήμουν πεισματάρα και ξεροκέφαλη. Εκείνη στα δεκαοκτώ της δεν τα βρήκε εύκολα και ό,τι απόκτησε, το έκανε με πολλή προσπάθεια και κόπους. Έπρεπε να ευχαριστούμε την μάνα και τον πατέρα για όσα έκαναν για να έχουμε εγώ κι ο αδερφός μου μια άνετη ζωή. Να συνετιστώ γρήγορα. Αυτό ήθελε. Να γίνω σπουδαία. Όσο η μάνα μιλούσε, εγώ μετρούσα με τα δάχτυλα, τα λεπτά που περνούσαν. Η σκέψη μου ταξίδευε. Σε εκείνον τον περίπατο. Στην αγκαλιά του Γιώργη, στην υπόσχεση που δώσαμε. Όταν ξαφνικά, εκείνο το πρέπει ήρθε και συνάντησε τη σκέψη μου και τη διέκοψε. «Πρέπει; Γιατί πρέπει ρε μάνα; Ε όχι. Δεν πρέπει λοιπόν. Δεν με νοιάζει αν δεν γράψω τίποτα. Δεν θέλω να πρέπει. Το καταλαβαίνεις; Θέλω να θέλω. Να επιθυμώ βαθιά κάτι. Τι να τα κάνω τα δικά σου τ’ απωθημένα, μου λες; Ας γινόσουν εσύ σπουδαία. Εγώ είμαι απλά το Κατερινιώ. Δεν θέλω να μου επιβάλλεις το καλό μου. Άσε με να το βρω μόνη μου.»
Κι έτσι μ’ ένα μεγάλο σάλτο έδωσα μια στον τοίχο και μπήκα στο δωμάτιο μου. Δεν ήθελα να στεναχωρήσω την μάνα αλλά ήξερα πως δεν ήθελα να γίνω σπουδαία, όπως έλεγε. Ήθελα απλά να είμαι η Κατερίνα. Η Κατερίνα. Σήμερα ξύπνησα νωρίς. Ντύθηκα και πλύθηκα. Αποφασισμένη τους ανακοίνωσα πως θα πήγαινα να γράψω και πήγα. Πέρασαν οι μέρες και οι εξετάσεις έλαβαν τέλος. Τα αποτελέσματα βγήκαν. Δεκαεπτά μισό.
«Κατερινιώ μου, περνάς δασκάλα γιαβρί μου, θα το βάλεις έτσι δεν είναι;» ακούστηκε η μάνα με τρεμάμενη φωνή.
«Μάνα, έχω πάρει την απόφαση μου. Θα φύγω στην Αθήνα. Θα γίνω θεατρίνα μάνα.»
«Τι λες; Ακούς τι λες;»
«Φυσικά. Θα γίνω σπουδαία, μάνα. Θα το δεις.»
Käthe Kollwitz/Family Group
Ειρήνη Ζερμπούλη
Ιστορίες του βουνού –
Η φλογέρα
Στου χωριού την άκρη ζούσε ο τρελός.
Ένας ήμερος άνθρωπος, γελαστός κι αγαπησιάρης μ’ όλα τα ζωντανά της φύσης. Και με τους ανθρώπους λόγο καλό πάντα έλεγε αλλά σαν να απέφευγε τις κουβέντες τις πολλές και τα πάρε δώσε.
Δουλειές του ποδαριού των συγχωριανών του έκανε, αυλές καθάριζε, τα ξύλα για τα τζάκια έκοβε, τα κάγκελα στους κήπους έβαφε κι ό,τι περίσσευε απ’ τις σοδειές, που βοηθούσε πάντα σιωπηλός στο μάζεμα τους, ήταν ο επιούσιος του.
Λέγανε πως η μάνα του πέθανε στη γέννα και πατέρα δεν γνώρισε κανένα. Πώς μεγάλωσε; Μόνο ο Θεός το ήξερε κι άλλος κανείς. Ούτε οι γεροντότεροι ούτε καν ο καντηλανάφτης που κρυφάκουγε τις αμαρτίες όλων.
Καμιά φορά τον βλέπανε να παίρνει τα λαγκάδια ακολουθώντας τα κοπάδια, να βοηθήσει άμα χαθεί κανένα ζώο στις ρεματιές, για λίγο γάλα μα περισσότερο γιατί τον μάγευε ο ήχος της φλογέρας του κυρ Γιώργη του γιδοβοσκού. Ήταν κι ο μόνος που δεν τον πείραζε κι ούτε μαζί του γελούσε. Ίσα ίσα που τις ώρες του μεσημεριού στ’ απόσταμα του μιλούσε για τα αερικά και τις νεράιδες των δασών. Του ‘φτιαξε και μια φλογέρα και του έμαθε να παίζει. Κι έμαθε γρήγορα, πολύ γρήγορα! Έπαιζε όμορφα και γλυκά -κάποτε χαρούμενα κι άλλοτε θλιμμένα- κι οι δυο φλογέρες μοιάζαν να συνομιλούν μυστικά. Κι ύστερα όταν τέλειωναν τα τραγούδια τους ο τρελός ευτυχισμένος, έκανε προσκέφαλο τα μπράτσα του και τα μάτια του ταξίδευαν με του ουρανού τα σύννεφα σε τόπους μακρινούς.
Τους χειμώνες στα μεγάλα κρύα ο βοσκός τον έπαιρνε τις νύχτες να κοιμάται ανάμεσα στα ζώα γιατί το σπιτάκι του τρελού για πόρτα είχε κουρελού και στα παράθυρα έχασκαν οι τρύπες απ’ τα σπασμένα τζάμια.
Την περσινή Άνοιξη τον κυρ Γιώργη τον πήραν τα παιδιά του στην πόλη να τον δει γιατρός για τον βήχα που τον τυραννούσε μήνες τώρα. Ο Σίμος που ανέλαβε το κοπάδι δεν τον ήθελε ανάμεσα στα πόδια του γιατί σκιαζόταν που μιλούσε με τα ζωντανά, τα δέντρα, τα νερά αλλά και μόνος του. Του ξέκοψε πως δεν τον χρειαζόταν γιατί είχε τα σκυλιά κι ο τρελός –αχ, κανείς δεν θυμόταν τ’ όνομα του- έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε.
Την τελευταία φορά που τον είδαν κατηφόριζε τη ρεματιά που έφτανε και περνούσε απ’ την άκρη του σπιτιού του.
Τον θυμήθηκαν για το μάζεμα των σταφυλιών μα δεν τον βρήκαν. Ξαναπήγαν στο καλυβάκι αρχές του φθινοπώρου για το κόψιμο και το στοίβαγμα των ξύλων και πάλι δεν τον βρήκαν. Ύστερα τον ξέχασαν.
Ο κυρ Γιώργης γύρισε Νοέμβρη μήνα. Το σπιτάκι στην άκρη το χωριού έστεκε άδειο. Ρώτησε μη τον είχε δει κανείς, γιατί μια ανησυχία του έτρωγε την καρδιά πως τον είχε αφήσει μονάχο του. Μέχρι και με τον Σίμο τα ‘βαλε που δεν τον είχε στο νου του, παρ’ όλο που τον είχε ορμηνέψει να τον προσέχει. Κανείς, τίποτε, πουθενά. Τον έψαξε στα μέρη που ήξερε πως αγαπούσε, στις κρυψώνες του, μέχρι και ψηλά στο βουνό στο δασάκι που μάζευε κάστανα και καρύδια έψαξε, αλλά πουθενά.
Παραμονή των Χριστουγέννων αποβραδίς έριξε το πρώτο χιόνι. Στου παγωμένου βοριά το φύσημα τα δέντρα γύμνωσαν απ’ τα λιγοστά τους φύλλα.
Απόβραδο ξαφνικά άρχισαν να αλυχτούν τα σκυλιά του βοσκού. Αλαφιασμένος ο κυρ Γιώργης τα πήρε τρεχάτος το κατόπι μεσ’ στο χιόνι που πύκνωνε και θόλωνε την ματιά του.
Κι εκεί στη ρίζα της καστανιάς εκεί πια που βαθαίνει και σκοτεινιάζει η ρεματιά τα σκυλιά κύκλωσαν το δέντρο και κούρνιασαν σιωπηλά. Ίσα που ξεχώρισε μια σκιά. Μπερδεύτηκε. Έμοιαζε με γερτό κλαδί ή μπορεί και να ‘ταν κάποιο πληγωμένο ζώο, σκέφτηκε, μα σαν πλησίασε κοντά είδε κουλουριασμένο τον τρελό με το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό.
Σκεπασμένος απαλά απ’ το χιόνι είχε αφήσει ήσυχα τον κόσμο αυτό για κάποιον καλύτερο, -ίσως γητεμένος από κάποιο αερικό- όπως είπαν μετά οι γερόντοι στο χωριό.
Πάει καιρός πολύς κι όλοι τον ξέχασαν, παρ’ εκτός απ’ τον κυρ Γιώργη, που δεν ξανάπιασε στα χέρια την φλογέρα του.
Χθες, Κυριακή, στην εκκλησιά, στο χρόνο του κυρ Γιώργη που ‘φυγε με καημό μεγάλο, βλέπεις δεν τ’ άντεξε η καρδιά του, την ώρα που τέλειωνε η λειτουργιά, με πλησίασε ο καντηλανάφτης σιγανά -μαζεύοντας δήθεν τα σβησμένα κεριά- και μου ψιθύρισε πως τις αφέγγαρες τις νύχτες όταν οι πυγολαμπίδες στήνουνε χορό στη ρεματιά κουρνιάζει μια γνώριμη σκιά στα ριζά της μεγάλης καστανιάς και πως κοινό είναι μυστικό ότι τη στοιχειώνει ο τρελός, γιατί στο πρώτο χιόνι, στο φύσημα του αγέρα, ψιθυριστά, ακούγεται μελαγχολικός ο ήχος μιας φλογέρας.
Käthe Kollwitz/Battlefield
Σοφία Ιακωβίδου
¨ντο ‘κ’ έμευα καμίαν¨
Ρώταγα τη μάνα μα απέφευγε την κουβέντα. Τι τα θέλεις και τα σκαλίζεις κόρη μου, έλεγε. Όσο τα σκαλίζεις, τόσο πιο πολύ πονάνε. Ένα βράδυ όμως ¨έρθαν όλ(ε)α ράστ(ε)α¨, και την κατάφερα. Ο πατέρας ήτανε από νωρίς στο καφενείο και οι αδερφές μου με τον Ανέστη μας, ήτανε στης Σωτήρας, στην μεγάλη κόρη της μάνας από τον πρώτο της γάμο.
Σαν τελείωνε με τα ζώα και τις οικοδομικές δουλειές ο πατέρας κατηφόριζε στην πλατεία του χωριού. Μαζεμένοι στον καφενέ, έπιναν και άκουγαν εκείνο το όργανο το ευλογημένο που μοσχοβολούσε πατρίδα, εκείνο το ίδιο το όργανο που κάποιοι το ‘λεγαν καταραμένο, όπως ο θείος Κώστης. Κάθε φορά που άκουγε λύρα ο θείος έρχονταν στο νου του τα μωρά. Μαζεμένα στην πλατεία του χωριού στοιβαγμένα σαν μια άμορφη μάζα κι η λύρα να παίζει πριν ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι, πριν ξεκινήσουν για να έρθουν στην Ελλάδα. Ο πατέρας τα πρώτα χρόνια στη νέα αφιλόξενη πατρίδα, απέφευγε τον καφενέ. Όλο τα παλιά θυμούνται, έλεγε. Κλαίνε κι ευλογούνε τον Θεό, που κατάφεραν να γλυτώσουν από τα χέρια των δημίων τους, να γλυτώσουν από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και να έρθουν στην Ελλάδα με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γονείς τους. Εκείνος όμως δεν είχε τη δική τους τύχη. Μόνος του ήρθε από την πανέμορφη Φάλτατσα, τη γενέτειρά του και μόνος του ζούσε στο «Καραγάτς» για χρόνια. Μόνο κάποιους μακρινούς συγγενείς είχε βρει όταν κατέβηκε από το πλοίο στο λιμάνι του Βόλου.
Έλα μάνα να καθίσουμε, έλα. Πες μου κι εγώ ¨κιμιάν θα ευτάγ’ ατα¨, σα φυλαχτό θα τα κρατήσω.
Βγήκε στην αυλή η κυρά Χρυσάνα. Ο χρόνος από καιρό είχε αφήσει τα σκληρά του σημάδια στο ρυτιδωμένο πρόσωπο της, που φωτίζονταν όμως, γιατί είχε χρυσή καρδιά και πάντα ένα καλό λόγο για όλους. Φορτώθηκε δυο μεγάλα κούτσουρα στην αγκαλιά της, σ’ εκείνη την αγκαλιά που ανέστησε έξι παιδιά κι έθαψε μια αγάπη, κι ήρθε στην κουζίνα για να προλάβει τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι. Καθίσαμε η μια απέναντι στην άλλη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα που δεν κυλούσαν.
Όταν γεννιόταν τα παιδιά στην πατρίδα, είπε, οι γονείς τους συνήθιζαν να τα τάζουν. ¨Τη κουνί’ το χάραγμαν¨, έτσι το λέγαμε. Χάραζαν τις κούνιες των παιδιών τους κι από εκείνη τη στιγμή τα παιδιά ήταν δεσμευμένα. Ήταν σαν ένας πρώιμος αρραβώνας. Στα πέτρινα χρόνια της Οθωμανοκρατίας υπήρχε στον Πόντο για τα κορίτσια, ο διαρκής φόβος μη τους τα ζητήσει σε γάμο κάποιος επιφανής Τούρκος εκεί στην πρώιμη εφηβεία τους. Οι μουσουλμάνοι του χωριού και των γειτονικών περιοχών, υπακούοντας στο εθιμικό μουσουλμανικό δίκαιο σέβονταν τις δεσμευμένες γυναίκες και δεν τις πείραζαν. Έτσι κι εμένα, μ’ έταξε ο πατέρας μου σα γεννήθηκα στον Γρηγόρη, στο μοναχοπαίδι του θείου Νίκου και της θεία Σωτήρας. Σε μια γειτονιά μεγαλώσαμε παίξαμε, γελάσαμε, κλάψαμε μαζί. Ο Γρηγόρης έγινε δάσκαλος στο χωριό μας, στο Μετέμ’. Ήτανε από τους λίγους μορφωμένους του χωριού. Το πρωί μάθαινε γράμματα στα παιδιά και το απόγευμα κρατούσε το τηλεφωνικό κέντρο της κοινότητας. Σαν ήρθε η ώρα μας παντρέψανε. Τα χρόνια δύσκολα μα η αγάπη μας μεγάλη. Φέραμε στον κόσμο δυο κορίτσια τη Σωτήρα και τη Σόνα. Εγώ στο σπίτι μεγάλωνα τα μωρά και φρόντιζα τους γονείς του κι εκείνος φρόντιζε να ζούμε. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για μας τους Έλληνες που είχαμε απομείνει στον Πόντο μετά τους πρώτους διωγμούς του ’16. Ζούσαμε πάντα με το φόβο των Τούρκων και υποφέραμε τα πάνδεινα. Εξορίες, πείνα, βασανισμοί, λεηλασίες, βιασμοί, δολοφονίες ήτανε καθημερινότητα για μας. Μετά το γενικό χαλασμό βγήκε η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να φύγουμε. Ο Γρηγόρης ετοίμασε τα χαρτιά μας και περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν για το καράβι που έφευγε απ’ την Τραπεζούντα. 18 Ιούνη του ’22, ήτανε η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Μετά το σχολείο, πήγε για δουλειά στην κοινότητα. Μας ειδοποίησαν αργά το απόγευμα να πάμε από κει. Όταν φτάσαμε ο Γρηγόρης ήτανε ήδη νεκρός. Μέρες αργότερα μάθαμε πως τον είχε δηλητηριάσει κάποιος Τούρκος αξιωματικός. Τα χρόνια εκείνα, κάθε πληροφορία ήτανε άκρως εμπιστευτική για τον Τούρκικο στρατό. Σαν ήρθε η ώρα να φύγουμε για την Ελλάδα η κυρά Σωτήρα, η πεθερά μου, δεν μας ακολούθησε. ¨Σο ταφίν με το παιδί μ’, αρ’εκαικά θα κείμαι¨, είπε και δεν σήκωνε κουβέντα. Έτσι βρέθηκα στην Ελλάδα με δυο μωρά στην αγκαλιά και μοναδικό στήριγμα τον πεθερό μου. Η φτώχεια, η προσφυγιά μα πάνω από όλα ο πόνος των αγαπημένων προσώπων στη χαμένη πατρίδα, λύγισαν τις σωματικές του αντοχές. Μέσα σε λίγο καιρό γέρασε απότομα. Θα φύγω κόρη μου, μου είπε ένα πρωί, θα φύγω και θα το ‘χω κρίμα να σ’ αφήσω μόνη. Ο Θόδωρος ο Λαζαρίδης είναι καλό παιδί και προκομμένος. Η μοίρα τον βασάνισε πολύ. Ούτε γονείς κι ούτε οικογένεια έχει. Τα παιδιά του, τα πήρε ο χάρος και η γυναίκα του χάθηκε στην πατρίδα. Θα σας αγαπά και θα σας φροντίζει.
Κι έτσι ήταν, όπως τα έλεγε ο πεθερός της μάνας μου.
Στην πατρίδα ο πατέρας μου, ήτανε παντρεμένος κι είχε δυο γιους. Το ’19, έφυγε για το βουνό στ’ αντάρτικο. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα πράγματα χειροτέρευαν κι έτσι αποφάσισε με την γυναίκα του να ξεκινήσουν για την Ελλάδα. Έφυγε πρώτος ο πατέρας μου. Η γυναίκα του με τα παιδιά θ’ακολουθούσαν τους υπόλοιπους συγχωριανούς και θα βρισκότανε με το καλό σαν θα έφταναν στην νέα πατρίδα. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως τα λογάριαζαν. Τα παιδιά τους αρρώστησαν από τύφο. Μπήκαν στο νοσοκομείο και μετά από λίγο καιρό πέθαναν. Για την γυναίκα του δεν μπόρεσε να μάθει κάτι. ‘Όσο κι αν έψαξε αργότερα στην Ελλάδα, μέσω γνωστών και του «Ερυθρού Σταυρού» δεν κατάφερε τίποτα. Έμεινε λοιπόν μόνος του να παλεύει με τα ζώα και την ξερή γη στο Καραγάτς, μέχρι που γνώρισε τη «Χρυσάνα».
Κοιτούσα την μάνα και φαρμάκωνε η ψή μ’.
Και μετά τη ρώτησα, τι έγινε μετά μάνα;
Στις αρχές δεν ήθελα ν’ ακούσω κουβέντα για γάμο, μου είπε, μα έβλεπα τον πεθερό μου που ¨βιαζότανε¨ να φύγει κι έτσι το πήρα απόφαση. Μόνος του σκέφτηκα ο Θόδωρος, χωρίς υποχρεώσεις, θα ναι καλός πατέρας για τα κόρες μου και καλός σύζυγος για μένα. Κι έτσι ήταν. Τον παντρεύτηκα λίγο πριν κλείσει τα μάτια του ο πεθερός μου. Και τον σεβάστηκα και τον αγάπησα και τον πόνεσα. Κοντά του το πικρό γίνονταν πάντοτε γλυκό. Προκομμένος και νοικοκύρης από τους λίγους στο χωριό. Η ζωή όμως πολλές φορές σχεδιάζει χωρίς να μας ρωτήσει και είδα ¨ντο ‘κ’ έμευα καμίαν¨. Έτσι έμαθα και για τη Μάρω, την πρώτη γυναίκα του πατέρα σου.
Καθώς μιλούσε, η φωνή της έσπασε και τα δάκρυα κύλισαν. Την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου. Αφού ηρέμησε, άρχισε και πάλι να μου μιλάει.
Εγώ παιδί μου, είπε, δεν θα έπαιρνα ποτέ τον άντρα άλλης γυναίκας. Η ζωή όμως τα έφερε έτσι. Έχω πια τέσσερα παιδιά με τον πατέρα σου.
Της ζήτησα να μου πει πως έγιναν τα πράγματα, πως βρέθηκε μετά από τόσα χρόνια μια γυναίκα που την θεωρούσαν νεκρή στον Πόντο. Από τα λίγα που μου είπε κατάλαβα πως η πεθερά της μεγάλης κόρης της ,της Σωτήρας τη συνάντησε τυχαία στο παζάρι της Κοζάνης. Η κυρά Μάρω, αφού έχασε τα παιδιά της ήρθε στην Ελλάδα και προσπάθησε να βρει τον άντρα της. Δεν τα κατάφερε όμως κι αποφάσισε ν’ αφιερωθεί στην φροντίδα ανθρώπων που είχαν μείνει μόνοι τους μετά τον ξεριζωμό, σαν ένα αιώνιο μνημόσυνο για τα παιδιά που έθαψε, σαν ένα τάμα για την μοναδική αγάπη που έχασε για πάντα.
Την οικογένεια μας δεν την ενόχλησε ποτέ.. παρά μονάχα στο γάμο του Ανέστη μας, έστειλε προικιά φερμένα απ’ την πατρίδα.
¨έρθαν όλ(ε)α ράστ(ε)α¨: ήρθαν όλα βολικά
¨κιμιάν θα ευτάγ’ ατα¨ : φυλαχτό θα τα κάνω
¨Τη κουνί’ το χάραγμαν¨ : το σημάδεμα της παιδικής κούνιας
¨Σο ταφίν με το παιδί μ’, αρ’εκαικά θα κείμαι¨ :στο τάφο με το παιδί μου, εκεί θα μείνω
¨η ψή μ’¨: η ψυχή μου
¨ντο ‘κ’ έμευα καμίαν¨ : που δεν φανταζόμουν ποτέ
Käthe Kollwitz/The parents 1921-22
Δημήτριος Ντοκατζής
Ο ΝΕΑΡΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡ
ή σημειώσεις για το νόημα ενός ταγιέρ
Έχοντας ανέκαθεν μια έμφυτη ροπή προς το θεατρικό, ο Χάρης αναζητούσε τρόπους να αυτοκτονήσει μεγαλειωδώς και ηχηρώς. Τώρα τελευταία πιο γοητευτική του φαινόταν η ιδέα να βουτήξει στο κενό από την ταράτσα της πολυκατοικίας του. Έφτιαχνε με την φαντασία του νοερά την εικόνα του σώματός του να κείται στο πλακόστρωτο, μπροστά την είσοδο, τα μέλη του αφύσικα στραβά, το κεφάλι του σχεδόν πολτοποιημένο και το αίμα να ρέει ανεμπόδιστα βάφοντας κόκκινες τις μεγάλες άσπρες πλάκες. Άκουγε στο μυαλό τους τις έντρομες φωνές των περαστικών καθώς το σώμα του θα ΄σκαγε απρόσκλητο μπροστά τους την ώρα που αυτοί αμέριμνοι θα διέσχιζαν τον δρόμο, τις σειρήνες του ασθενοφόρου, που ειδοποιημένο από κάποιον πιότερο ψύχραιμο θα έφθανε με ταχύτητα, περνώντας όλα τα φανάρια με κόκκινο και αποφεύγοντας στο διάβα του τους ανύποπτους πεζούς και οδηγούς με περισσή μαεστρία χορεύοντας πάνω στην άσφαλτο μα πιο πολύ τον γοήτευε η τυχαία θέση που θα ΄παιρναν τα μέλη του, το σώμα του, το κεφάλι του, καθώς θα έσκαγε στο έδαφος, μια τυχαιότητα ανεπανάληπτη, που δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί δεύτερη φορά, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι μετά από μια τέτοια πτώση θα κατάφερε να την σκαπουλάρει και έτσι να επιχειρήσει εκ νέου το εγχείρημα και βέβαια η κλασική φρασεολογία που θα κοσμούσε το ρεπορτάζ της είδησης της αυτοκτονίας του, διανθισμένη με εκείνες τις υπέροχες φράσεις κλισέ, όπως «απονενοημένο διάβημα», «νεαρός αυτόχειρας», που τόσο αρέσκονται να χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι, που βαριούνται να σκεφτούν και τόσο αρέσκονται να διαβάζουν οι αναγνώστες που βαριούνται να σκεφτούν.
Όμως ο Χάρης έμενε σε μια θλιβερή γκρίζα, σχεδόν μαύρη –προς το μαυροκαφέ μάλλον – παλιά πολυκατοικία του ΄30, σε μια υποβαθμισμένη συνοικία. Οπότε που ήταν το glamour της όλης ιστορίας με την αυτοκτονία του; Πως θα ‘πεφτε από μια τόσο μπανάλ πολυκατοικία, από μια ταράτσα, πού ‘χε μαζεμένα όλα τα άχρηστα πράγματα, που οι ένοικοί της πίστευαν ότι κάποτε στο μέλλον, μπορεί να τα χρειαστούν κι έτσι δεν τα πετούσαν στα σκουπίδια; Κι ήταν και γεμάτη από κεραίες τηλεοπτικές με τα κορδόνια τους να κρέμονται στους πλαϊνούς τοίχους για να καταλήξουν εύκολα, αλλά ακαλαίσθητα, στο πίσω μέρος μιας παλιάς τηλεόρασης CRT – εκείνης με τις λυχνίες, που σου μαύριζε τον τοίχο μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Πως αυτός, ένα υποψήφιος αυτόχειρας θα ανέβαινε σ’ αυτήν την ταράτσα, που κανένας άλλος δεν ανέβαινε, κι ούτε ήθελε να ανέβει; Πως θα έρχονταν τα τηλεοπτικά συνεργεία, πως θα εμφανιζόταν με φόντο αυτόν τον άθλιο σωρό από σκουπίδια η νεαρή ρεπόρτερ, που θα κάλυπτε σίγουρα την αυτοκτονία του ντυμένη μ’ ένα κομψό κόκκινο ταγιέρ και nude γόβες; Διότι ο Χάρης είχε αυτή την αντιπραγματική πεποίθηση ότι ο δημοσιογράφος που θα κάλυπτε το κοσμοϊστορικό γεγονός της αυτοκτονίας του θα ήταν γένους θηλυκού, όμορφη με ξανθά μαλλιά και οπωσδήποτε ντυμένη με κόκκινο ταγιέρ και nude γόβες, ψηλοτάκουνες και μυτερές.
Κι έστω ότι, με κάποιο τρόπο, που ακόμη δεν του είχε περάσει από το μυαλό, λυνόταν το πρόβλημα της βρώμικης, άθλιας και αντιτηλεοπτικής, ως ντεκόρ, ταράτσας. Τι θα γινόταν, αν η ευειδής ρεπόρτερ, αποφάσιζε να μεταφέρει το ηδονοβλεπτικό βλέμμα των τηλεθεατών μέσα στο διαμέρισμά του, ένα μικρό δίχωρο κλουβί, κληρονομιά του πατέρα του, που στο ένα δωμάτιο είχε όλο κι όλο δυο ξεχαρβαλωμένους δερμάτινους καναπέδες κι ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι; Που οι τοίχοι του είχαν να βαφτούν μια δεκαετία σίγουρα- κάτι άκρως εμφανές παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να γεμίσει τους τοίχους με αφίσες γνωστών ζωγράφων με πιασάρικα θέματα ρεπροντουξιόν, όπως προτιμούσε να τις αποκαλεί ο Χάρης, που κάπου θα είχε ακούσει τούτη τη λέξη και για κάποιο λόγο του άρεσε και του εντυπώθηκε άπαξ δια παντός οπότε με την πρώτη ευκαιρία την χρησιμοποιούσε. Όπως και την άλλη αγαπημένη του λέξη, «ρετροσπεκτίβα», που ακουγόταν τόσο κουλτουριάρικη, αριστερή, σχεδόν σοβιετικής αίγλης και ταίριαζε ιδιαίτερα με το όλο σκηνικό των αφισών στους τοίχους, καθώς οι περισσότερες απεικόνιζαν ακατανόητα γι αυτόν, αλλά γοητευτικά, γραμμικά σχήματα κι έκαναν το υποτυπώδες «σαλόνι» – το ένα από τα δύο δωμάτια δηλαδή, που δεν χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο- να μοιάζει με μια ρετροσπεκτίβα του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Εννοείται πως δυο τρείς ή και τέσσερις αφίσες αγορασμένες κάπου από την Εγνατίας δεν συνιστούσαν επ’ ουδενί τον ορισμό της ρετροσπεκτίβας, αλλά εδώ που τα λέμε και για τον Μάλεβιτς δεν ήταν τόσο σίγουρος από πού τον ήξερε ή αν ήταν Ουκρανός ή Ρώσσος ή Γεωργιανός. Διότι η ζωγραφική δεν ήταν το φόρτε του. Μεταξύ μας, τίποτα δεν ήταν το φόρτε του και όλα έδειχναν πως ο Χάρης δεν επρόκειτο να αφήσει κανένα αποτύπωμα στον μάταιο τούτο κόσμο, αν δε του καρφωνόταν η ιδέα της αυτοκτονίας.
Τι θα σκεφτόταν, λοιπόν, η ρεπόρτερ με το κόκκινο ταγιέρ, όταν θα διέσχιζε το δωμάτιό του με την κάμερα να την ακολουθεί ερευνητικά, ξεψαχνίζοντας και ξεμπροστιάζοντας κάθε πτυχή του αδιάφορου, έως εκείνη την στιγμή, βίου του θα μπορούσε να καταστραφεί το μεγαλειώδες της θεαματικής του αυτοκτονίας από τις εικόνες αυτές, που με την βοήθεια της νεαρής ρεπόρτερ θα έμπαιναν στο σπίτι κάθε τηλεθεατή, ξανά και ξανά και καθώς θα αναμιγνύονταν, με εκείνη την περισσή ευκολία που η τηλεόραση αναμιγνύει τα σημαντικά με τα ασήμαντα, τα όμορφα με τα χυδαία, με τις εικόνες του διαμελισμένου σώματός του να είναι τόσο ωραία τοποθετημένο στο πλακόστρωτο, ως σπονδή στον κυβισμό. Τι θα σκεφτόταν ο κόσμος; Πως θα προσλαμβάνονταν το σοβαρό γεγονός της αυτοκτονίας του και το μήνυμα που θα ήθελε να περάσει στις επόμενες γενεές υποψηφίων αυτόχειρων; Αυτή η ακαταστασία της καθημερινότητάς του δεν θα ήταν ενδεικτική, δεν θα γινόταν αντιληπτή ως ακαταστασία του μυαλού του, που θα ακύρωνε την σοβαρότητα του εγχειρήματος;
Αλλά ακόμη και αν, αντιπαρερχόταν επιτυχώς όλα αυτά τα αισθητικής φύσεως προβλήματα, που δυσκόλευαν την θεαματική αυτοκτονία του, ο Χάρης έπρεπε πάνω απ’ όλα να επιλύσει το βασικότερο ζήτημα να βρει έναν σοβαρό λόγο, νομιμοποιητικό της θεατράλε αυτοκτονίας του. Διότι εάν πρόκειται να ρίξεις το κορμί σου στο κενό για να σκάσει σαν ένα σακί πατάτες μπροστά στον πρώτο ανυποψίαστο περαστικό, γεμίζοντας τον πιτσιλιές από το αίμα σου, οφείλεις να έχεις μια σοβαρή αιτία που θα πρέπει μάλιστα να την διατυπώσεις με τρόπο κομψό και γλαφυρό στο σημείωμα που θα αφήσεις πίσω σου, ως ύστατη παρακαταθήκη για τους μελετητές της αυτοκτονίας σου, ως κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές επίδοξων μιμητών, τους οποίους κάθε αυτόχειρας οφείλει να καθοδηγήσει με σαφήνεια.
Κι εδώ άρχιζαν τα δύσκολα. Διότι η εύρεση της αιτίας έπρεπε να είναι εξίσου κομψή, αληθοφανής και κατά προτίμηση πρωτότυπη. Ας πούμε ο Γιούκιο Μίσιμα αυτοκτόνησε τελετουργικώ τω τρόπω διαμαρτυρόμενος για την αποστρατικωποίηση της Ιαπωνίας αφενός, και για την υποχώρηση των παραδοσιακών αξιών στην ιαπωνική κοινωνία αφετέρου. Αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο Μίσιμα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Ιάπωνες συγγραφείς και ο Χάρης, γνωστός μόνο με το μικρό του, σκέτο «ο Χάρης», και δεν είχε τύχει να γράψει τίποτα περισσότερο από κάποια ποιηματάκια στην εφηβεία του, που το αρτιότερο από αυτά στεκόταν στο ύψος του “Roses are red and violets are blue”, το καίριο ερώτημα με το οποίο ερχόταν αντιμέτωπος ο Χάρης ήταν το εξής: Είχε αξίες για τις οποίες ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του; Διότι ο Χάρης υπήρξε ανέκαθεν σχετικιστής. Στην αρχή από πεποίθηση πηγάζουσα κυρίως από μια αδιαφορία συνδυασμένη με μια ελαφρά δόση τεμπελιάς, κάτι δηλαδή σαν «δεν βαριέσαι μεγάλε, όλα είναι σχετικά», μεταγενέστερα όμως, όταν μια γκομενίτσα, που νταλαβεριζόταν μαζί της μια διετία, του είχε δώσει να διαβάσει κάτι από Ντεριντά-που δεν το θυμόταν πιά- και του ΄χε κάνει μέγιστη εντύπωση μια φράση του: «ποτέ δεν διαθέτουμε την κατάλληλη αυθεντία για να δώσουμε προβάδισμα σε μια ερμηνεία έναντι μιας άλλης». Η φράση αυτή τον καθήλωσε και χαράχτηκε βαθιά μέσα του, μια για πάντα. Με την αξιωματική της διατύπωση, ουσιαστικά, προσέφερε το απαραίτητο φιλοσοφικό υπόβαθρο σε μια αδιαμόρφωτη θεωρία αδιαφορίας και ωχαδερφισμού που φώλιαζε μέσα του χωρίς όμως τον κατάλληλο σκελετό και τα θεμέλια που θα την κρατούσαν όρθια.
Παρεμπιπτόντως εκείνο το γκομενάκι, που είχε βεβαίως όνομα – Φιλιώ την λέγανε – εκτός από διαβασμένο, ήταν και ομορφούτσικο. Με όμορφα μακριά ξανθά μαλλιά πρασινωπά μάτια, αδύνατη κι αέρινη σαν νεράιδα, με τα κολλητά της τζίν και τα βαμβακερά t-shirts, που τόνιζαν την ελευθεριότητα του στήθους της, βοηθούσης και της ηλικίας που το κρατούσε στητό, υπήρξε ένα ευχάριστο διάλειμμα σε μια μονότονη και αδιάφορη νεανικότητα, που σπαταλιόταν σε μπύρες, πίτσες και βίντεο γκέιμς. Έτσι ακριβώς. Και γράμματα ήξερε η Φιλιώ και γαμιόταν καλά η Φιλιώ. Όχι ότι ο Χάρης ήταν και μεγάλος γνώστης του τι συνιστά «καλό γαμήσι» αλλά και μόνο το γεγονός ότι του επέτρεπε να βάζει το πουλί του σε έναν τόσο οικείο, υγρό και μυρωδάτο μέρος, αντί να σκοτώνει παιδιά στην τουαλέτα – κατά την προσφιλή ρήση του παιδικού του φίλου, του Πάνου, πού ΄χε αναγάγει την μαλακία σε φιλοσοφία-τού ήταν υπεραρκετό για να πιστεύει ότι γαμεί καλά.
Δυο χρόνια είχε κρατήσει η ιστορία με την Φιλιώ. Μετά εκείνη, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, κουρασμένη – κατά δήλωσή της- από την απροθυμία του Χάρη να εξελιχθεί, να πάει μπροστά. «Δεν έχεις ανησυχίες» του είχε πει κι η φωνή της με δυσκολία έκρυβε την ενυπάρχουσα στην χροιά της καταφρόνια, όταν ξεστόμιζε αυτήν ακριβώς την φράση, πάνω από ένα μισοάδειο ποτήρι φρέντο καπουτσίνο, δίπλα από ένα τασάκι γεμάτο μισοσβησμένες γόπες. Φυσικά και δεν είχε. Αφού πίστευε ότι γαμεί καλά. Θα ‘πρεπε να είχε υποψιαστεί όμως ότι οι γκόμενες θέλουν και άλλα πράγματα απ’ αυτόν που σκοπεύει να σταθεί δίπλα τους. ΄Η μήπως, όντως δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά στο γαμήσι, όσο πίστευε; Φτου γαμώτο. Ποιος να ξέρει. Ερμηνείες. Άντε να διαλέξεις την εγκυρότερη. Γίνεται; Δεν γίνεται.
Αν όμως ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, ήταν εκείνη η φράση της, εκείνο το «δεν έχεις ανησυχίες», εκείνη η διαπίστωση ότι δεν έχει διάθεση να πάει μπροστά, που χαλύβδωσε μέσα του την ιδέα της αυτοκτονίας, ως πράξη καταφάσκουσα και μάλιστα πανηγυρικά, με κρότο, την απόφασή του να κάνει κάτι κάτι μεγάλο, ηχηρό, ευδιάκριτο, που θα τον αποκαθιστούσε στα μάτια της Φιλιώς. Κακά τα ψέματα. Μπορεί να λέγεται ότι πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα βρίσκεται μια γυναίκα, αλλά αυτό είναι μισή αλήθεια. Ολόκληρη η αλήθεια είναι ότι πίσω από κάθε άντρα, οποιονδήποτε άντρα, βρίσκεται μια γυναίκα που συνεχώς τον «τσιγκλάει» να αφήσει κατά μέρος την νιρβάνα του, την απλότητα της σκέψης του και την ευχαρίστηση να βυθίζεται ηδονικά μέσα σε ένα καφάσι μπύρες μαζί με του όμοιους του και να κάνει κάτι με τη ζωή του, να τολμήσει. Είμαι σίγουρος πιά ότι πίσω από τον Οράτιο, την ώρα που ξεστόμιζε το περίφημο «Dimidium facti qui coepit habet: sapere aude»[1] κάποια γυναίκα κρυβόταν από πίσω του και δεν τον άφηνε ήσυχο. Βέβαια η φράση “sapere aude” κατέστη εμβληματική του διαφωτισμού από τον Κάντ, αλλά γι’ αυτόν δεν μπορούμε να πούμε ότι πίσω του κρυβόταν κάποια γυναίκα (οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα όμως).
Τέλος πάντων. Με την αυτοκτονία του ο Χάρης θα αποστόμωνε μια και καλή την Φιλιώ και ταυτόχρονα θα γλύτωνε άπαξ δια παντός και με τόσο δραστικό και τελεσίδικο τρόπο από την προτροπή του να κάνει κάτι. Οι νεκροί δεν κάνουν κάτι.
Ακόμα τον ένοιαζε λοιπόν η Φιλιώ. Ηλίου φαεινότερο. Η ανάγκη να την αποστομώσει, κάνοντας κάτι μεγαλοπρεπώς ανόητο και συνάμα θλιβερά εκκωφαντικό όπως η προσχεδιαζόμενη αυτοκτονία του, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας απελπισμένος έρωτας, που δεν θα έβρισκε άλλη διέξοδο από την αυτοχειρία παρά μόνον αν μετασχηματιζόταν σε μια ελεγεία διά βίου πίστης και αφοσίωσης. Γι αυτό και μερικές φορές η νεαρή ρεπόρτερ με το κόκκινο ταγιέρ έπαιρνε φευγαλέα την μορφή της Φιλιώς, όσο κι αν τούτη την μεταλλαγή την απωθούσε αμέσως. Κάτι τέτοιες στιγμές αδυναμίας των ωθούσαν να πιστεύει ότι την ιστορία της ζωής του θα έπρεπε να την γράψει ένας καλός ψυχαναλυτής μόνο που τότε θα ήταν γεμάτη τεχνικούς όρους – the psychoanalystjargon- που θα την καθιστούσαν δυσκολονόητη και εν πολλοίς αδιάφορη για τον μελλοντικό αναγνώστη. Εκτός κι αν διάλεγε κάποιον σαλτιμπάγκο για αφηγητή, κάποιον ακόλουθο της λακανικής σχολής π.χ. οπότε η ιστορία της ζωής του θα ήταν σύντομη, γιατί θα κόστιζε ακριβά, ακατανόητη γιατί θα επρόκειτο για μια αενάως επαναλαμβανόμενη ιστορία μέσα στην ιστορία και άκρως συμβολική, αφού το νόημα, παρότι ουδέποτε θα μπορούσε να κρυφτεί για πάντα, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί απαιτώντας συνεχείς και πολυδάπανες «συναντήσεις», άρα θα κόστιζε ακριβά, κ.ο.κ. Σε μια τέτοια περίπτωση το γράμμα της ιστορία του θα ήταν εκεί, αλλά η ουσία της, το πνεύμα της θα είχε κλαπεί από τον ψυχαναλυτή του και στην θέση της θα είχε τοποθετηθεί τεχνηέντως αλλά αφύσικα η ιστορία του, όπως την ερμήνευσε ο ψυχαναλυτής. Τελεία και παύλα. Εφ’ όσον ήταν ο Χάρης που επέλεγε, ο Χάρης θα αφηγούνταν την ιστορία του προκρίνοντας την δική του ερμηνεία.
Στο «Κλεμμένο γράμμα» του Edgar Alan Poe, το «ύποπτο», αγνώστου περιεχομένου γράμμα, τοποθετείται κάπου τόσο εμφανώς, ώστε να καθίσταται αόρατο και συνεπώς ανίκανο να αποκαλύψει τα μυστικά του σε κάποιον τρίτο, αφού αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μάτια μας, δεν μπορεί να κρύβει μυστικά, διότι εάν έκρυβε δε θα ήταν τόσο εμφανώς και απρόσεκτα τοποθετημένο, όπως ένα αθώο γράμμα. Μια επιστολή επί παραδείγματι ερωτικού περιεχομένου, που αποδεικνύει την ύπαρξη ενός παράνομου ερωτικού δεσμού, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να σκάσει στα χέρια του λάθους τρίτου, μετουσιώνεται έτσι σε μια ειδοποίηση ανανέωσης μιας συνδρομής σε μια εφημερίδα για τους φίλους του κυνηγιού, σ’ έναν δυναμίτη με βρεγμένο φυτίλι. Παρ’ όλ’ αυτά κάποιος αντιλαμβάνεται την απατηλή φύση της προφάνειας και αντικαθιστά το γράμμα με ένα πλαστό. Αυτός που θα κληθεί να το βρεί για δεύτερη φορά θα το βρει σε μια θέση εξ ίσου προφανή. Αυτή είναι μια υποσημείωση για την μακροπρόθεσμη μνήμη του Χάρη, που θα πρέπει να έρθει στην επιφάνεια όταν θα ψάχνει να βρει το κατάλληλο μέρος για να αφήσει το σημείωμα που θα εξηγεί και θα νομιμοποιεί την αυτοκτονία του. Θα θέλει να το βρει η νεαρή ρεπόρτερ με το κόκκινο ταγιέρ ή η Φιλιώ, που σίγουρα κάποιος από τους κοινούς γνωστούς του θα την ειδοποιήσει. Διότι ανάλογη με τον αποδέκτη θα είναι και η διατύπωση του περιεχομένου του και ως εκ τούτου καίριας σημασίας θα είναι η θέση του σημειώματος στον χώρο, αφού ο Χάρης δεν θα είναι πια παρών για να φροντίσει να βρεθεί το σημείωμα στα κατάλληλα χέρια. Είναι αξιοπερίεργο ότι ο άνθρωπος θέλει να διατηρήσει την εξουσία να επηρεάζει την ροή των πραγμάτων και μετά τον θάνατό του. Ακόμα πιο περίεργο είναι ότι επιζητεί την εξουσία να επηρεάζει την ροή των πραγμάτων και όσο ζει. Δυστυχώς δεν αντιλαμβάνεται, ή και αν το αντιλαμβάνεται δεν θέλει να το παραδεχτεί ότι κάθε απόπειρα να εξουσιάζει την ζωή του είναι τόσο πετυχημένη όσο και να κατουράς στην θάλασσα προσδοκώντας ότι έτσι θα αυξηθεί η υδάτινη ποσότητα και κάποια στιγμή θα πνίξει τον εχθρό του.
Ο Χάρης δεν ήταν, φυσικά, εξαίρεση, σε τούτο τον κανόνα ακατανόητης, πλην όμως αναγκαίας για την επιβίωση του είδους, βουλησιαρχίας. Γι αυτό και σχεδίαζε λεπτομερώς την αυτοκτονία του και τον αντίκτυπό της. Ήταν ένα Σαββατιάτικο πρωινό, με τον ήλιο να προσπαθεί να χαμογελάσει πίσω από τα γκριζωπά σύννεφα, που λέρωναν δικαιωματικά το γαλάζιο χρώμα του ουρανού, διεκδικώντας ισόποσο μερίδιο στην ασχήμια της ζωής του, όταν η ιδέα ενός διηγήματος δικού του αντί για σημείωμα αυτοχειρίας θα ήταν άκρως πετυχημένη. Σε συνδυασμό με τον θάνατό του, η όποια λογοτεχνική αξία του- ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενη εάν κρίνουμε με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- θα αποκτούσε τέτοια υπεραξία, που θα τον περνούσε στο πάνθεον της ιστορίας ως τον πιο ελπιδοφόρο αφηγητή, που η μοίρα διέκοψε σκληρά και απότομα το έργο του. Ίσως μάλιστα τούτα τα λόγια να τα εκστόμιζε εκστασιασμένη η νεαρή ρεπόρτερ με το κόκκινο ταγιέρ μπροστά σε μια φορητή κάμερα που θα ζούμαρε μια στην ρεπόρτερ και μια στο κουφάρι του κι από ΄κει στο χειρόγραφό του. Οπότε θα ήταν καλύτερα να μην πέσει από την άθλια ταράτσα της πολυκατοικίας του, αλλά χρησιμοποιώντας κάποιο δηλητήριο, που ο ίδιος θα διοχέτευε στον οργανισμό του, λίγο πριν ολοκληρώσει τις τελευταίες αράδες από το διήγημά του, ώστε ο ακαριαίος και αναμενόμενος θάνατος να τον εύρει εκεί δίπλα στο πολυθρύλητο πόνημά του, κρατώντας ακόμα το μολύβι στα παραμορφωμένα από την νεκρική ακαμψία δάκτυλά του. Διότι ως παραδοσιακός τύπος ο Χάρης προτιμούσε, εάν επρόκειτο να γράψει κάτι, να το γράψει χρησιμοποιώντας μολύβι και πιέζοντας το πάνω στο άσπιλο χαρτί κατακτώντας αργά και βασανιστικά την αγνότητα της παρθενίας του. Βέβαια και ο εκτυπωτής τυπώνοντας πάνω στο λευκό χαρτί την ίδια δουλειά έκανε, τον ίδιο ερωτικό χαρακτήρα είχε, μόνο που ήταν πολύ γρήγορη η πράξη, μηχανική και αδέξια, κάτι σαν “Wham, bam, thank you ma’am”, σαν πρόωρη εκσπερμάτιση που στερούσε όλη την γλύκα από την ηδονή της προσμονής.
Μέσα στο δωμάτιο, που χρησίμευε ως καθιστικό, δίπλα στον έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ, πεταμένες στο πάτωμα, ανάμεσα σε παλιά περιοδικά και αφίσες, υπήρχαν μερικές κόλλες λευκές – καλό χαρτί ιλουστρασιόν με ικανοποιητικό πάχος. Τράβηξε κάτι μαξιλάρες κοντά στο τραπέζι, πήρε κι ένα μολύβι μυτερό, καλοξυσμένο κι έτσι, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ξεκίνησε σαν αυτόματο να γράφει, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς ρετουσάρισμα. «Πέρασε και με πήρε από το σπίτι αργά το απόγευμα, ενώ η βροχή λυσσομανούσε κι όλος ο ουρανός είχε σκεπαστεί από μαύρα βαριά σύννεφα στο χρώμα νεκρικής κορδέλας. Πήραμε τον δρόμο για το κέντρο, κάνοντας για χιλιοστή φορά το ίδιο δρομολόγιο, περνώντας για χιλιοστή φορά μπροστά από τις φορτωμένες με παντός είδους ανόητα μπιχλιμπίδια, βιτρίνες. Όσο προχωρούσαμε η βροχή λιγόστευε σιγά-σιγά και μικρά καλοκουρδισμένα ανθρωπάκια άρχιζαν να ξεμυτίζουν δειλά – δειλά στους δρόμους, σαν πουτάνες μετά από έφοδο του ηθών. Με ρώτησε πως πάει κι από απλή υποχρέωση και μια ακατανόητη διάθεση συντροφικότητας που εκείνη την στιγμή μου φάνηκε ως το πιο κατάλληλο συναίσθημα, του γρύλισα κάτι ακατάληπτο, που μπορεί να σήμαινε «καλά», μπορεί όμως και όχι. Έτσι κι αλλιώς δεν περνούσα καθόλου καλά. Στρίψαμε αμίλητοι σ΄ένα σκοτεινό δρομάκι και σταματήσαμε μπροστά σε μια γνώριμη πολυκατοικία Χτυπήσαμε το κουδούνι της Αναστασίας, κι ύστερα μπήκαμε σ’ εκείνο το μικρό κλειστοφοβικό ασανσέρ, όπου δυο άτομα χωράνε μετά βίας κι αν για κακή σου τύχη το δεύτερο άτομο είναι γυναίκα δύσκολα θα αποφεύγεις το ρεζίλεμα της όρθιας ψωλής σου, καθώς υποχρεωτικά θα τρίβεται, ελλείψει χώρου, πάνω της. Τέλος πάντων. Φτάσαμε στον όγδοο κι ο Γιάννης χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, βαμμένης με ένα εξωπραγματικό κυπαρισσί χρώμα. Μας άνοιξε μια ανάλατη ξανθιά, σαν φαγητό διαίτης με χαζή φάτσα και υπηρεσιακό χαμόγελο. Μπήκαμε γρήγορα, όχι γιατί βιαζόμασταν, αλλά ποιο το νόημα να περιμένεις σε μια κυπαρισσί εξώπορτα, που αφαιρεί όλη τη γοητεία της δραματικής παύσης;. Στο χώλ αντίκρισα καμιά δεκαριά άγνωστα πρόσωπα, που σίγουρα δεν είχα καμία διάθεση να ξαναδώ. Κι αν θέλετε σώνει και καλά, μπορώ να σας αραδιάσω και καμιά ντουζίνα λόγους συμβάλλοντες στην εδραία πεποίθησή μου ότι ούτε εκείνα θά ‘χαν ιδιαίτερη όρεξη να με ξαναδούν. Δεν χαιρέτησα. Προσπάθησα να βολευτώ σε μια ξύλινη καρέκλα με μπορντώ φθαρμένο ύφασμα και σκαλισμένο ερεισίνωτο, έβγαλα από την τσέπη μου αργά ένα τσιγάρο – ποτέ μην βγάζεις ολόκληρο πακέτο σε κοινή θέα όταν υπάρχουν πολλά άτομα- το’βαλα στο στόμα μου, αφού πλατάγιασα τα χείλη μου γλύφοντάς τα ελαφρά κι ανάβοντας το τράβηξα μια βαθιά τζούρα νιώθοντας τον γλυκό καπνό να μου γαργαλάει απαλά και ολίγον ηδονιστικά τον λαιμό. Περιέφερα αργά το βλέμμα μου κοιτώντας δήθεν αδιάφορα τα σχήματα του καπνού, ενώ στην πραγματικότητα έκοβα φάτσες και μετρούσα καταστάσεις. Κάπου εκεί η άκρη της ματιάς μου έπεσε πάνω σε μια ξανθιά κούκλα με κόκκινο ταγιέρ και nude γόβες, που μετακινούσε άσκοπα το κορμί της πάνω κάτω και καρφώθηκε πάνω της. Τα άλλα πρόσωπα στο δωμάτιο δεν μου έδινα πολλή σημασία κι έτσι ανταπέδωσα κι εγώ την αδιαφορία τους γδύνοντας με τα μάτια την ξανθιά. Φαντάστηκα τα δόντια μου να μπήγονται απαλά στα τουρλωτά κωλομέρια της κι ανατρίχιασα. “Πάω στοίχημα, πως οι μέχρι στιγμής σεξουαλικές σου εμπειρίες είναι μηδαμινές” της πέταξα κάποια στιγμή, όταν βαδίζοντας πάνω κάτω με είχε πλησιάσει παραπάνω από κάθε άλλη φορά. Φυσικά ήταν η πιο φαιδρή ατάκα που είχα πετάξει ποτέ στη ζωή μου, όμως έπιασε. Η ξανθιά με πλησίασε κουνώντας το πλούσιο στήθος της χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και μου χαμογέλασε, λίγο προκλητικά, λίγο ειρωνικά ή έτσι μου φάνηκε. Τα πρόσωπα είχαν αδειάσει ξαφνικά το δωμάτιο σαν κομπάρσοι που τους φώναξε ο σκηνοθέτης κι έτσι διατηρώντας το πιο γοητευτικό μου χαμόγελο – εκείνο που πρόβαρα επί μήνες στον καθρέφτη μου, επί της προσδοκία μιας τέτοιας στιγμής – σηκώθηκα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου με το δεξί μου χέρι να κατευθύνεται αυτόνομο στα κωλομέρια της. Με φίλησε απαλά, τραβήχτηκε για μια στιγμή για να σβήσει το φώς και να ανοίξει τις κουρτίνες κι έπειτα γύρισε κοντά μου. Την έριξα πάνω στην καφέ μοκέτα, τραβώντας την στενή κόκκινη φούστα προς τα πάνω για να αποκαλυφθούν τα χυτά γεμάτα μπούτια της και έπιασα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει καθώς έμπαινα μέσα της “Φιλιώ μου, αγάπη μου σε θέλω ακόμα”…. O Γιάννης πέρασε να με πάρει μετά από λίγο. Κανένα ίχνος της ξανθιάς και του τι είχε προηγηθεί. Κατεβήκαμε με το ίδιο κλειστοφοβικό ασανσέρ, βγήκαμε στον τσουχτερό αέρα της νύχτας κι αρχίσαμε να προχωράμε αμίλητοι με τα χέρια στις τσέπες. Σκέφτηκα πως είχα μερικές μπουκάλες κρασί στο σπίτι κι όλα έδειχναν πως και τούτη τη νύχτα θα καταφέρναμε να ξεγελάσουμε τον ύπνο…»…
–*****–
Στο διπλανό διαμέρισμα απ’ του Χάρη, η τηλεόραση έπαιζε στο διαπασών. Η νεαρή ρεπόρτερ με το κόκκινο ταγιέρ και τις nude γόβες μιλούσε γρήγορα με μεταλλική φωνή, που πρόδινε την ταραχή της κι η φωνή της γέμιζε τον διάδρομο: «… Ο νεαρός αυτόχειρας βρέθηκε νεκρός στο τραπέζι του μικρού του διαμερίσματος έχοντας κόψει τις φλέβες του με κομμάτια από μπουκάλι κρασιού, αφού είχε προηγουμένως προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να αυτοευνουχιστεί με το ίδιο κομμάτι γυαλί. Δίπλα του, τοποθετημένος προσεκτικά σε εμφανές σημείο, ένας φάκελος λερωμένος από αίμα γεμάτος χειρόγραφα γραμμένα με άστατο γραφικό χαρακτήρα. Φαίνεται πως ο νεαρός αυτόχειρας είχε προσπαθήσει να γράψει πάνω στον φάκελο με το αίμα από τις φλέβες του το όνομα Φιλιώ. Η αστυνομία διεξάγει έρευνες για να ταυτοποιήσει το όνομα και να διερευνηθεί η σχέση της με τον νεκρό. Ο φάκελος βρίσκεται ήδη στην ΓΑΔΑ και το περιεχόμενο του αναλύεται διεξοδικά…». Η κάμερα ζούμαρε μια στο σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα και μια στη θέση που είχε βρεθεί ο φάκελος. Ουσιαστικά μόνον αίμα έβλεπες. Η νεαρή ρεπόρτερ ένιωθε άσχημα, που σήμερα, απ’ όλες τις μέρες, είχε διαλέξει να φορέσει το κόκκινο ταγιέρ που της είχε χαρίσει προχθές για την γιορτή της ο πρόεδρος του καναλιού. Δεν θάγραφε καλά στο γυαλί ανάμεσα σε τόσο αίμα.
[1] Το να κάνεις την αρχή είναι η μισή δουλειά τόλμησε να γνωρίσεις
Käthe Kollwitz/The mothers, 1921-22
Αντρέας Τιμοθέου
Μία αποτυχημένη προσπάθεια ζαχαροπλαστικής
Πήρα τη λευκή κατσαρόλα με τα τριαντάφυλλα. Ένα ροζ κι ένα γαλάζιο. Αλοιφτή, δική Της. Έριξα μέσα το αλεύρι, μαλακό σαν σύννεφο. Μαγιά, αλάτι, ζάχαρη, νερό, λάδι, κανέλα και γαρύφαλλο και λίγο ξύσμα πορτοκαλιού στο τέλος. Έβαλα τα χέρια μου μέσα του μέχρι που έγινε σαν κοιλιά μωρού. Βρέθηκα στην κουζίνα Της, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μύρισα μαυρόκοκο, μέχλεπι, ζυμωμένα κουλούρια, λάδι στον πάγκο. Έκατσα στην αυλή και έφαγα παγωμένους λουκουμάδες, αυτούς που μένουν στο ψυγείο για την επόμενη και τραβάνε όλο το μέλι. Εμένα αυτοί ήταν οι αγαπημένοι μου. Έκοψα κιούλι, τότε το βάζαμε στο γλυκό καρπούζι, τραγανό και δροσερό το καλοκαίρι. Έστελνε και της μάνας Της στην Αγγλία. Πέρασα απ’ το σαλόνι με το θαυμασμό που περνούσα τα πρώτα χρόνια των ταξιδιών μου στα παλάτια της Ευρώπης. Η ίδια τάξη… Μια μέρα γεμάτη ήλιο ήταν άλλωστε. Έβγαζε την πρώτη δόση και σταγόνες ιδρώτα έδιναν μια υγρασία στο άνω μέρος των φρυδιών Της. «Έλα να δεις πως γίνονται, κάποτε θα ψήνεις και θα με μακαρίζεις». Φαινόταν τόσο απομακρυσμένο το ενδεχόμενο… Οι λευκές κουρτίνες δίπλα από το εικονοστάσι είχαν ένα σχήμα σαν χαμόγελο κι εγώ τα πήγαινα πάντα καλά με τα μοτίβα. Προτίμησα να παρατηρήσω αυτές. Καθάρισα τα χέρια μου και άρχισα να πλάθω. Καλά νόμιζα πως τα πήγαινα. Μύριζαν τόσο όμορφα πριν μπουν στο λάδι. Φούσκωναν και δεν χωρούσαν στο τηγάνι. Μετά σιρόπι και πιάτο, ξανά και ξανά.
Η γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία πάλι απλώνει ρούχα. Δυο χρόνια είμαι εδώ, ποτέ δεν μου χαμογέλασε. Αν έσπαγε ο πάγος ίσως και να της έπαιρνα. Να δοκιμάσω όμως πριν τη διανομή. Και τότες περισσότερη χαρά για τη διανομή ένιωθα, παρά για το αποτέλεσμα. Έξω τραγανές, μέσα ζυμάρι. Κάτι δεν θα πήγε καλά φαίνεται. Ανοίγω δεύτερη, ανοίγω τρίτη… Το ίδιο. Η κουζίνα του νέου μου σπιτιού χάος όσο ποτέ και αποτέλεσμα κανένα. Πήρα τη μάνα μου και γελάσαμε, μετά καθάρισα. Βγήκα στην κάπως μεγαλύτερη βεράντα και κοίταξα τα σπίτια, μια σειρά σπιτιών επιβλητικών σε μέγεθος και σε σιωπή τώρα πια. Τα σπίτια… Τα σπίτια που κατοικήσαμε και μας κατοίκησαν, τα σπίτια που κι αν δεν τα κατοικάμε πια, μας κατοικούν. Τα σπίτια μας αυτές τις μέρες… Θα είναι τα ίδια μετά από όλο αυτό; Τα σπίτια μας από δω και πέρα, πώς θα τα κοιτάζουμε, πώς θα τα κατοικούμε αφού γεμίσαμε από αυτά; Άραγε να έλαχε και στους γείτονές μου, μια κουζίνα να επιστρέφουν;
* Γραμμένο στις 8 Απριλίου του 2020, σε ημέρες υποχρεωτικού εγκλεισμού
Käthe Kollwitz/The mothers, 1919
Μαρία Ψωμά Πετρίδου
Υπόχρεη
Σύμφωνα με την επικρατούσα πραγματικότητα, διάγω ζοφερή περίοδο στέρησης και αποκλεισμού. Παρ’ όλο που η τροφή και το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου δεν μου λείπουν, χάρη στην ευγενική παραχώρηση της συγκατοίκου μου, εγώ δεν διαθέτω, πλέον, απολύτως τίποτα πέρα από το κορμί και το νου μου. Το πρώτο το παραχωρώ αφειδώς στην έκσταση της ηδονής, τόσο για αυτήν με την οποία συμβιώνω όσο και για δική μου παρηγορία, ενώ με το δεύτερο μετοικώ στην αναρχία του προσωπικού μου σύμπαντος, πλέοντας χωρίς εξωγενή προσκόμματα σε ναυάγια και σε απολεσθέντες ουρανούς του βίου. Συχνά ίπταμαι του σώματος, ελεύθερη από τους περιορισμούς τού χοϊκού εγκλεισμού του, ενώ άλλοτε καταβυθίζομαι με λαγνεία στο λασπώδη σκοτεινό βυθό του.
Στην ουσία, στερούμαι πλέον όλων των υλικών που κατείχα μέχρι πρότινος, αυτών που η συνήθεια κατοχής τους με είχε αποξενώσει από την επίγνωση. Απέσυρα την ύπαρξή μου στην σκιά, εγκαταλείποντας, εν τοις πράγμασι, την έπαρση της πρότερης ζωής μου. Η λογική μου, τώρα, δοκιμάζει και δαμάζει εναλλακτικές διαδρομές.
Είμαι και δεν είμαι. Ταλαντεύομαι στο μεταίχμιο. Ψεύδομαι με πλήρη επίγνωση της απάτης μου, πείθοντας τους πάντες για την αυθεντικότητα του ψεύδους μου. Απατεώνας προσωπικότητας δίχως τύψεις.
Κατά μόνας με στήνω απέναντι στον καθρέφτη, αντικρίζω γυμνό το είδωλό μου στην έκπτωσή του, μα συνάμα θωρώ το μεγαλείο της διάρρηξης της πεπατημένης.
Ούτε αγαπάω ούτε διεκδικώ. Ανταλλάσσω το εναπομείναν διαθέσιμο, για την υλική επιβίωσή μου, απολαμβάνοντας την εκπλήρωση των βασικών αναγκών της σάρκας που κατοικώ. Εκτελώ με περισσή φροντίδα την υπηρεσία των καθημερινών τετριμμένων, καθώς αναγνωρίζω ότι τούτο είναι το μοναδικό νόμισμα που μου απομένει προς εξαργύρωση. Ανενόχλητο το αόρατο περιεχόμενό μου καλπάζει σε απάτητες διαδρομές.
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ευμάρειας, έχω μετατεθεί στην ένδεια. Οφείλω ακόμη και τον χιτώνα που με καλύπτει ευπρεπή απέναντι στους τρίτους. Η αλαζονεία μαζί με τις βεβαιότητές μου, συντρίφτηκαν. Παράπλευρη συνέπεια η απελπισία, που άνδρωσε, κάποτε, τον πόθο να ιππεύσω οικεία βουλήσει τον Μαύρο Καβαλάρη, για να παραδώσω στο χώμα το τομάρι του άγριου ζώου που τόσο με βάραινε.
Ασθμαίνουσα πορεύτηκα ως την όχθη της σκοτεινής λίμνης, όπου ο βαρκάρης όσο κι αν τον πρόσμενα, δεν με ευεργέτησε με τον ερχομό του. Περιπλανήθηκα πεζή στην κοιλάδα και επέστρεψα, διαρρηγνύοντας τον Φόβο.
Έκτοτε, οσφραίνομαι, γεύομαι, ακούω, παρατηρώ, αγγίζω, δίχως να διεκδικώ το ελάχιστο. Τα τιμαλφή μου μετατέθηκαν στο απέραντο άυλο, στην ευρυχωρία της περιπέτειας του σήμερα. Ουδέποτε πριν μετάλαβα την έκσταση της ελευθερίας.
Υπόχρεη για την ευκαιρία.