Άννα Αφεντουλίδου
Κυριάκος Γιαλένιος
Χωράφια σπαρμένα
Είμαστε οι συναισθηματικές ρέπλικες των αναμνήσεων μας.
Γλιστράμε πάνω στο παγωμένα είδωλα ασπρόμαυρων φωτογραφιών,
καμπύλες προσώπων που δεν χαιδέψαμε, αρωματισμένοι αυχένες που δεν μας υπνώτισαν,
μισοτελειωμένες επιστολές μέσα σε κουτιά παπουτσιών
«Σου γράφω κολυμπώντας σε μια σκοτεινή λίμνη που αντανακλά ουρές κομητών
κάθε κομήτης μια σκέψη μου που καίγεται…».
Είμαστε χωράφια σπαρμένα με φωνές μικρών παιδιών.
Τα βότσαλα που συγκεντρώναμε να τα χαρίσουμε στις μητέρες μας,
τα βότσαλα που θα συγκεντρώσουμε για να χαρίσουμε στους γιους μας
Στο ενδιάμεσο, αναπνέουμε σύννεφα, σκόνη από ρόδες ποδηλάτου και χυμό ροδάκινο.
Κανείς δεν τρέχει πιο γρήγορα από ένα χαρούμενο αγόρι.
Είμαστε τα τραγούδια που στον ρυθμό τους ισορροπεί μια νύχτα της εφηβείας μας.
Ο φόβος μας δεν είναι το ξημέρωμα
αλλά μήπως δεν ξαναέρθει η επόμενη νύχτα,
Επιστρέφουμε ξανά και ξανά στους ίδιους μπορντό καναπέδες με τα ίδια γαλάζια βλέμματα.
Επιστρέφουμε σαν τις γάτες της Άνω Πόλης που ψάχνουνε αέναα τις γκρεμισμένες αυλές στις οποίες κούρνιασαν ως νεογέννητες.
Δεν είμαστε παρά φλεγόμενο μελισσοκέρι μέσα στον χιονιά.
Σπύρος Παπαλουκάς | Κόκκινος πύργος, 1925
Απόστολος Καλούδας
Στο μπαρ
Κάθε βράδυ στο μπαρ ανθρώπινα δράματα σε μονολόγους. Προνομιούχος ακροατής ο μπάρμαν.
«Δεν είναι μόνο μπαρ εδώ», συνήθιζε να λέει.
Ένα ζευγάρι ερχόταν τελευταία. Αυτοί δεν ήταν πολυλογάδες. Μετρημένα κουκιά τα λόγια τους.
«Τζο, βάλε μας τα συνηθισμένα», έλεγε ο άντρας με το καπέλο και τη γραβάτα.
«Μάλιστα κύριε Μπιλ και κυρία Φαίη».
Ουίσκι κανάντιαν κλαμπ γυάλιζε σε λίγο στα χαμηλά ποτήρια τους.
Είχε καταλάβει την ιστορία τους, χωρίς να χρειαστεί να ρωτά και χωρίς να λένε παρά μισόλογα.
«Τα διαζύγια έπρεπε να βγαίνουν στα μπαρ. Να τα παραγγέλνεις και να στα σερβίρουν μαζί με το ποτό», είπε μια φορά ο Μπιλ.
«Δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου παρανομία, Τζο, αλλά ο έρωτας δεν ξέρει από νόμους», είπε η πανέμορφη Φαίη μιαν άλλη φορά.
Τέτοια μισόλογα , αλλά το πιο πολύ σιωπούσαν. Έπιναν από δύο ποτά κι έφευγαν.
Έπειτα το μπαρ έκλεισε. Έμοιαζε σαν έρημο σκηνικό. Αν είχε φωνή θα μιλούσε, για την κρίση, τις απουσίες, τις χαμένες ζωές.
Μια μέρα ο Τζο είδε τυχαία τη Φαίη στο δρόμο. Τη χαιρέτησε:
«Τι κάνει ο κύριος Μπιλ;».
Κάτι σαν κόκκος γυαλί λαμπύρισε στην κόχη του ματιού της. Πήγε να πει κάτι, μα η φωνή της μόνο τρεμούλιασε.
Ο Τζο χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε.
Σπύρος Παπαλουκάς | Αυτοπροσωπογραφία, 1925
Πασχάλης Κατσίκας
Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Ούτε το όνομα της μάνας μου θυμάμαι πια. Όταν το φως της ημέρας διαλύεται στη σκιά των ξερόκλαδων, φορώ τον λευκό μανδύα και περπατώ πνιγμένη στη σκουριά της χαύνωσης. Σαν χλωμό φύλλο, σέρνω τα βήματα από το πράσινο λιβάδι με το ρυάκι πάνω στα χαμόσπιτα, μέσα στις άδειες αυλές. Πίσω από κάθε ρημαγμένο φράχτη και μουδιασμένο τοίχο, ξέρω πως υπάρχει μία γεροδεμένη γυναίκα. Το δέρμα της, μια κρούστα λάσπης που έσπασε, στα μάτια η χαλκόχρωμη ανταύγεια της φλόγας, χωνεύεται όπως το κρύο στη λιακάδα. Τα απομεσήμερα αναπολεί το ηλίθιο παιδικό της γέλιο, ενώ μουσκεύει το μπαμπάκι στου ταλαιπωρημένου στρώματος τη σιγαλιά.
Όσο δυναμώνει η βροχή πίσω από τα κλειστά παράθυρα και το τραγούδι των δέντρων παλιώνει, γίνεται μικρόσωμη για να υπηρετεί νάνους. Αυτή η σταγόνα χρυσού, κρύβεται πίσω από ένα τοίχο που υπάρχει πίσω από έναν άλλο, πιο χαμηλό, μέσα σε μια κίτρινη μέρα που αφομοιώνεται από την επόμενη, σ’ έναν πρώιμο χειμώνα σκληρότερο από τον προηγούμενο. Όσο προσεύχεται σε ξιπασμένα πανωφόρια αγίων ανδρών, θα συνεχίσει να εξατμίζεται για να ‘ρθουν τα μεγάλα κρύα.
Κάπου εκεί συνειδητοποιώ πάντα πως με ακολουθούν παιδιά. Αντιγράφουν τις κινήσεις μου, επαναλαμβάνοντας μαζί μου: «νάνοι, νάνοι, νάνι, νάνι…». Χοροπηδούν τριγύρω χαμογελαστά, ευτυχώς μου υπενθυμίζουν πως είμαι η κόρη της Μιχαλούς, η τρελή του χωριού.
Σπύρος Παπαλουκάς | Πορτρέτο παιδιού, 1925
Κάλι Κεχαγιά
Φιλόζωη
Το βρήκα μια μέρα στην πίσω αυλή, δίπλα από το πηγάδι να με περιμένει. Ποτέ δεν ήμουνα φιλόζωη, κι έτσι στην αρχή είπα να το αγνοήσω. Έφυγα ένα τριήμερο στη θάλασσα, το ξέχασα, κι όταν επέστρεψα αυτό ήταν ακόμα εκεί, μονάχα παραπάνω διψασμένο και με κοιτούσε. Ενώ δεν το ήθελα λοιπόν, φοβήθηκα μη μου ψοφήσει και το κράτησα. Το θεώρησα θεόσταλτο και γρουσουζιά να απαλλαγώ απ’ αυτό, κυρίως απ’ τον τρόπο που σήκωνε το κεφάλι του και με κοιτούσε. Μισό χελώνα μισό ψάρι. Στην αρχή δεν το ήξερα. Μέσα στα σκούρα μάτια του αντικατοπτρίζεται όλο το δωμάτιο, φοβάμαι ότι θα μου μιλήσει κι άραγε τι θα πει. Προς το παρόν όπου κι αν πάω μέσα στο σπίτι αυτό με ακολουθεί με τα αργά του βήματα. Έτσι ανακάλυψα έκπληκτη μια μέρα και το άλλο του μισό, όταν βούτηξε μαζί μου ένα βράδυ στη μπανιέρα. Τότε μόνο το καβούκι του γίνεται λείο από τα λέπια και τα πόδια του πτερύγια που σκίζουν το νερό, πραγματικά ευτυχισμένο τότε. Κι όταν εγώ σκουπίζομαι με την πετσέτα, στέκεται μπρούμητα και περιμένει να στεγνώσει. Αν ήμουνα στη θέση του θα έφευγα, να κουβαλάς το σπίτι σου στην πλάτη, είναι μια ελευθερία σκέφτομαι ή μήπως όχι. Αυτό όμως θέλει μονάχα βλακωδώς να ακολουθεί τα βήματά μου. Θα επιχειρήσω μια μέρα απ’ την ταράτσα να πετάξω. Είμαι περίεργη αν κάπου έχει και την τρίτη φύση του κρυμμένη.
§
Κωνσταντίνος Σύρρης
Μία πόλη που γεννήθηκε μέσα από τις φλόγες
Πρέπει να ήταν γύρω στις έξι το απόγευμα, όταν αισθάνθηκα έντονα τη μυρωδιά του καμένου. Με πατέρα να δουλεύει επί δύο δεκαετίες στα καρβουνάδικα, δεν μου έκανε και μεγάλη εντύπωση στην αρχή. Ποιος ξέρει τι κλωνάρια καίνε πάλι, σκέφτηκα και συνέχισα να απλώνω τον μπόγο με τα ρούχα στα σκοινιά της αυλής μας.
-«Δεσποινιώωωω», άκουσα ξάφνου την αδερφή μου να με φωνάζει. «Δεσποινιώ, τρέχα. Κάτι έγινε στην αγορά. Έχει μαυρίσει ο ουρανός, κάτι καίγεται! Τρέχα σου λέω».
Η μικρή μου αδερφή έσκουζε στην αυλόπορτα, τρομαγμένη. Έτρεξα προς το μέρος της και κοίταξα πάνω από τον ξύλινο φράχτη. Κόσμος πράγματι έτρεχε από το στενό μας προς τα κάτω, προς τη Μέση Οδό, όπως λέγανε οι περισσότεροι την Εγνατία τότε. Σφάλισα την αυλόπορτα, την πήρα από το χέρι και αρχίσαμε γρήγορα να κατεβαίνουμε την οδό Βυζαντίου, ένα από τα πολλά σοκάκια της γειτονιάς μας, του Ισλαχανέ, στην περιοχή του σημερινού τουρκικού προξενείου.
Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο δυσάρεστη όσο πηγαίναμε προς την καρδιά της πόλης. Μέχρι να φτάσουμε στον Άη Δημήτρη, συναντήσαμε πολύ κόσμο να κατηφορίζει πανικόβλητος. Λίγο πριν την πηγή του Νουμάν Πασά, είδα τον κυρ Αναστάση, τον γεράκο γείτονα μας, που μας έδινε σταφίδες και καρύδια, όταν ήμασταν μικρά. Προσπαθούσε με το μπαστούνι του να κατέβει το στενό πεζοδρόμιο, χωρίς να τον παρασύρει ο κόσμος. Πήγαμε δίπλα του και τον πιάσαμε με την αδερφή μου από το μπράτσο.
«Με προσοχή κυρ Αναστάση, εμείς είμαστε εδώ. Θα σε βοηθήσουμε», του είπα για να τον καθησυχάσω. Με κοίταξε με βλέμμα απόγνωσης. Ένιωσα ότι ήμουν η μοναδική του ελπίδα.
«Είναι άσχημα τα πράγματα παιδί μου; Έμαθα ότι καίγεται όλο το Μεβλαχανέ…Ξέρεις κάτι;»
«Δεν έχω μάθει, τίποτα κυρ Αναστάση. Όλα θα πάνε καλά, όμως. Μη σε μέλλει. Πάμε γρήγορα εμείς….»
Κατεβήκαμε προς την κατεύθυνση της προκυμαίας. Ο κόσμος ποτάμι. Βοή τρόμου και φόβου απλωνόταν παντού. Ένιωθες το αλάφιασμα από την πυρκαγιά. Κάποιοι έτρεχαν χωρίς να ξέρουν που πάνε, άλλοι είχαν στα χέρια κουβάδες με νερό και κάθονταν έξω από τα μαγαζιά τους για να μην καούν, αρκετοί φωνάζαν ονόματα, αναζητώντας τα αγαπημένα τους πρόσωπα. «Ισαααάκ», «Αχμεεέτ», «Γιωργηηή» . Άκουγες ονόματα εβραϊκά, τούρκικα και ελληνικά σε όλη την Εγνατία. Θαρρείς πως βγήκαν όλοι οι λαοί του κόσμου εκείνη την ώρα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ο καθένας φώναζε και ευχόταν στη γλώσσα του. Από το βάθος φαίνονταν φλόγες να γλείφουν τον ουρανό. Δεν είχα ιδέα τι ακριβώς καιγόταν, πάντως ό,τι και να ήταν πρέπει να είχε παραδοθεί στις φλόγες για τα καλά. Κρατούσα από το ένα μπράτσο τον κυρ Αναστάση και από το άλλο την αδερφή μου.
«Ο μπαμπάς και η μαμά; Που να βρίσκονται τώρα, Δέσποινα; Ανησυχώ γι’ αυτούς».
«Αυτοί είναι μια χαρά Μαριγώ. Πήγαν από το μεσημέρι στο θείο Μιχάλη, στην οδό Εξοχών. Αυτοί θα ανησυχούν για εμάς…» μονολόγησα, κοιτώντας αριστερά δεξιά.
Η μαυρίλα του καπνού είχε πλέον σκεπάσει όλη την πόλη. Γυναίκες ούρλιαζαν κάθε φορά που ακούγονταν μικρές εκρήξεις. Σε πολλά σημεία έβλεπες ανθρώπους να κάνουν την προσευχή τους, ανεξαρτήτως θρησκείας, ο καθένας στον δικό του θεό, παρακαλούσαν να σταματήσει το κακό. Πολλοί στρατιώτες έτρεχαν με ρυθμό προς το κέντρο της πόλης. Εκείνη τη στιγμή είδα την κόρη του κυρ Αναστάση, την Καλλιόπη και της παρέδωσα τον «παππού της γειτονιάς», όπως τον φωνάζαμε, σώο και αβλαβή. Με ευχαρίστησε και μου φιλούσε τα χέρια.
«Άστα αυτά τώρα, Καλλιόπη. Πάρτε τον δρόμο για τη θάλασσα», της είπα. «Μην καθυστερείτε, διόλου».
Εγώ με την Μαριγώ κινηθήκαμε προς το Ταχυδρομείο, για να βγούμε από το τσούρμο. Εκείνη την ώρα το πανέμορφο κτήριο καιγόταν από άκρη σε άκρη. Το θέαμα σου ράγιζε την καρδιά. Κάποιοι χωροφύλακες, μαζί με περαστικούς προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι σώζεται, αλλά η προσπάθεια τους ήταν μάλλον μάταιη. Σταματήσαμε με τη Μαριγώ και κοιτάζαμε αποσβολωμένες. Πόσο κρίμα και άδικο. Εκείνη την ώρα έπεσε κυριολεκτικά πάνω μας ο Τζάκος ο φίλος μας, που έμενε απέναντι από τη Συναγωγή, δίπλα στο δίπατο σπίτι της θείας Ερασμίας. Παίζαμε μαζί τα καλοκαίρια. Ήταν με τον φίλο του, τον Γαβρίλο, γειτονάκι και εκείνος.
«Δέσποινα! Τι στέκεστε και χαζεύετε! Πάμε προς τη θάλασσα. Η φωτιά δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη θάλασσα. Πάμε…». Με τράβηξε με δύναμη και ο Γαβρίλος πήρε από το χέρι τη Μαριγώ. Τρέχαμε μαζί με ένα τσούρμο ανθρώπους προς την παραλία. Ο λαιμός μου είχε αρχίσει να καίει και τα μάτια μου δάκρυζαν, χωρίς να το θέλω. Η Μαριγώ φαινόταν σε καλύτερη κατάσταση, ενώ τα αγόρια έδειχναν σαν να ξέρουν που πηγαίνουμε. Εμπιστεύτηκα τον Τζάκο. Ήξερε τη Θεσσαλονίκη καλύτερα από την παλάμη του, οπότε δεν ανησυχούσα μήπως χαθούμε μέσα στο πλήθος.
«Τι έγινε Τζάκο, γιατί καίγεται η πόλη;», τον ρώτησα λαχανιασμένη .
«Πήρε φωτιά ένας αχυρώνας στη συνοικία μας κοντά. Δεν ξέρω πως και γιατί, Δεσποινιώ. Όλα τα εβραϊκά καίγονται τώρα που μιλάμε και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Άστα. Πάμε προς την παραλία. Είναι το πιο ασφαλές μέρος, νομίζω…»
«Όλοι προς τα εκεί πηγαίνουν, πρέπει να κάνουμε το ίδιο», συμπλήρωσε ο Γαβρίλος.
Καθώς κατηφορίζαμε, έπεσε πάνω μου μια τουρκάλα. Έκλαιγε και μου έλεγε κάτι στα τούρκικα, σα να ζητούσε βοήθεια. Με έπιασε από τους ώμους και με ταρακουνούσε. Ο Τζάκος τής είπε κάτι ακαταλαβίστικά και με τράβηξε με δύναμη.
«Τι ήθελε;» τον ρώτησα, έντρομη.
«Έψαχνε την κόρη της. Σε ρωτούσε μήπως την είδες. Πάμε…»
Ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι μου. Καθώς κρατούσα το χέρι του Τζάκο και ακολουθούσαμε τον Γαβρίλο και τη Μαριγώ, δεν μπορούσα να ξεχάσω το πρόσωπο της τουρκάλας. Την απόγνωση και τον πόνο της για να βρει το παιδί της. Γύρισα το βλέμμα πίσω, μα είχε ήδη χαθεί μέσα στο πλήθος. Ήθελα να γυρίσω πίσω, να τη βοηθήσω να βρει το κορίτσι της. Μακάρι να το έβρισκε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Φτάσαμε στην προκυμαία. Η μισή πόλη, ίσως και παραπάνω ήταν εκεί. Πυκνοί καπνοί είχαν πνίξει τη Θεσσαλονίκη. Η φωτιά έκαιγε στο πέρασμα της τα πάντα. Κτίρια και δρόμοι είχαν παραδοθεί στις φλόγες.
«Οσμάν! Μας παίρνει;» άκουσα τον Τζάκο να φωνάζει κοιτώντας προς τη θάλασσα. Και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, βρέθηκα μέσα σε μία βάρκα με άλλα δέκα άτομα περίπου, με τον Οσμάν και τον Τζάκο να κάνουν κουπί για να απομακρυνθούμε από τη στεριά.
Μέσα από τη βάρκα το θέαμα ήταν ακόμα χειρότερο. Όπου και να γύριζα το βλέμμα μου, έβλεπα φωτιές. Είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι δεν θα βγούμε ζωντανοί από αυτή τη συμφορά, ότι δεν θα ξαναδούμε τους γονείς μου. Η Μαριγώ ξέσπασε σε λυγμούς. Η Θεσσαλονίκη παραδομένη στις φλόγες. Οι γειτονιές που παίζαμε, οι πλατείες που καθόμασταν με τις ώρες, τα σπίτια και οι αποθήκες μας. Όλα φλέγονταν…
Στάθηκα όρθια στη βάρκα και τα μάτια μου βούρκωσαν με το θέαμα. Ο Τζάκος μου έπιασε τον ώμο, όσο ο Οσμάν τραβούσε κουπί.
«Μην ανησυχείς, Δέσποινα μου. Θα τα ξαναφτιάξουμε όλα. Αν χρειαστεί, θα χτίσουμε την πόλη ολόκληρη…»
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
Σπύρος Παπαλουκάς | Θάλασσα στην Πάρο, 1948
Κώστας Τερζανίδης
Ταξίδι του μέλιτος
Η Ράνια προσποιήθηκε την κοιμισμένη, όταν άκουσε την πόρτα του δωματίου να ανοίγει. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια του ταξιδιού που ένιωσε την ανάγκη να προσποιηθεί. Ότι χάρηκε, ας πούμε, όταν ο Χρήστος τής ανακοίνωσε με υπέρμετρο ενθουσιασμό ότι έκλεισε ένα πάμφθηνο ενοικιαζόμενο δωμάτιο στην Τήλο αγνοώντας έτσι τη ρητά εκπεφρασμένη προτίμησή της στα πεντάστερα ξενοδοχεία της κοσμοπολίτικης Ρόδου. Και νά που τη δεύτερη κιόλας μέρα στο μικροσκοπικό νησί της Δωδεκανήσου νιώθει εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους του κλειστοφοβικού αυτού δωματίου. Δωμάτιο, τρόπος του λέγειν. Δωματιάκι, καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία, σωστό κλουβί! Και το ένα και μοναδικό παράθυρο −με θέα το απέραντο γαλάζιο» υποσχόταν το site, αλλά το μόνο γαλάζιο που μπορούσε να διακρίνει κανείς ήταν αυτό το ουρανού− να παραμένει ερμητικά κλειστό μην μπει κανένα κουνούπι και ενοχλήσει τον ύπνο των νεονύμφων. Του γαμπρού τουλάχιστον, γιατί η νύφη μάτι δεν έκλεισε όλη νύχτα. Για την ακρίβεια, κοιτούσε τον ανεμιστήρα που κρεμόταν απειλητικά από το ταβάνι πασχίζοντας μάταια να αποδιώξει την αποπνιχτική ζέστη. «Ούτε καν αιρ-κοντίσιον δε φρόντισε να έχουμε…».
Θα μου πεις, δεν ήξερε τι σόι άνθρωπος είναι ο Χρήστος; Αν ήξερε, λέει; Από μικρά παιδιά γνωρίζονται. Μαζί μεγάλωσαν, στην ίδια γειτονιά έμεναν, στο ίδιο πάρκο τα ξαμολούσαν οι μανάδες τους να παίξουν. Και στο σχολείο στην ίδια τάξη πήγαιναν. Εκείνη καθόταν πάντα στο πρώτο θρανίο παρέα με την κολλητή της, την Κλαίρη, εκείνος στο δεύτερο, ακριβώς πίσω της. Ήταν ο πρώτος της φίλος, ο πρώτος της γκόμενος, ο πρώτος της εραστής, ο άντρας της ζωής της. Ο πρώτος και παντοτινός. Τον έμαθε και απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν, τα χούγια του, τις ιδιοτροπίες του, τι τον εκνεύριζε, τι τον έκανε να γελάει. Το να ζήσει μαζί του ήταν για εκείνη μονόδρομος. Δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο, δεν είχε γνωρίσει το «άλλο». Της είχε υποσχεθεί απόλυτη ευτυχία και δεν μπορούσε παρά να τον πιστέψει. Και δέχτηκε. Παρά τις αντιρρήσεις της φιλενάδας της, η οποία ουκ ολίγες φορές επιχείρησε να την προειδοποιήσει για την παρακινδυνευμένη απόφασή της να παντρευτεί τον Χρήστο. «Δεν τον βαρέθηκες ήδη; Πόσα χρόνια ακόμη θα αντέξεις δίπλα του; Δεν ονειρεύεσαι να βρεθείς πλάι σε έναν άλλον άντρα; Γιατί να χαραμίσεις τη ζωή σου, αφού δεν σου ταιριάζει;». Αυτές οι σκέψεις εισέβαλλαν στο μυαλό της όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα απειλώντας όχι μόνο την ψυχική της ισορροπία, αλλά και τις προετοιμασίες του γάμου. «Λες να έχει δίκιο η Κλαίρη; Λες να παγιδευτώ σε έναν δυστυχισμένο γάμο; Λες να έκανα λάθος επιλογή;» Γρήγορα όμως απόδιωχνε τα σύννεφα που θόλωναν την κρίση της. «Δεν ακούω κανέναν. Εγώ ξέρω. Αυτός είναι, αυτόν αγάπησα, τον συνήθισα, μπορώ και να τον αλλάξω, άμα θέλω.» Δέχτηκε. Είπε το ναι; Θα τον λουστεί τώρα…
Άκουγε το νερό που έτρεχε στο ντους. Ο Χρήστος απολάμβανε το μπάνιο του, ύστερα από το πρωινό τρέξιμο, μια συνήθεια που δεν διανοήθηκε να στερηθεί ούτε και στο «μήνα του μέλιτος», προκειμένου να ξυπνάει στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Εξαιρετικά αναζωογονημένος τραγουδούσε με υπέρμετρο ζήλο –και απύθμενο θράσος− σε άπταιστα ιταλικά το νικητήριο τραγούδι της φετινής Γιουροβίζιον, ενώ στ’ αλήθεια δε φαινόταν να συμμερίζεται στο ελάχιστο την απογοήτευση της γυναίκας του. Ο «κύριος» περνούσε μια χαρά, βλέπεις. Χτες μάλιστα γνώρισε μια παρέα Ιταλών και βάλθηκε να μάθει kite-surf. Πώς να μην εκνευριστεί η Ράνια; Τρεις ολόκληρες ώρες ξαπλωμένη –ευτυχώς κάτω από ομπρέλα– στην ομολογουμένως πανέμορφη παραλία της Ερίστου παρέα με την “Ταυτότητα” του Κούντερα να περιμένει τον «καλό» της να τελειώσει με τα… παιχνίδια του. Μα κι αυτή Κούντερα βρήκε να διαβάσει στις διακοπές της; Τον μαιτρ των προβληματικών ζευγαριών; Την είχε γοητεύσει το ερωτικό τρίγωνο των πρωταγωνιστών στην “Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”, αλλά τούτο εδώ, καθώς το διάβαζε, ήταν σαν να ερχόταν αντιμέτωπη με τη δική της σχέση. Λες και ο φημισμένος Τσέχος συγγραφέας είχε αυτούς τους δύο στο μυαλό του, όταν έγραφε το μυθιστόρημά του. Πώς να μην ταυτιστεί με την ηρωίδα, τη Σαντάλ, μια γυναίκα που νιώθει νοσταλγία για τον άντρα της. «Νοσταλγία; Πώς ήταν δυνατόν να νιώθει νοσταλγία, αφού εκείνος ήταν απέναντί της;» Είχαν καρφωθεί στο μυαλό της τα λόγια της Σαντάλ. «Πώς είναι δυνατό να υποφέρει κανείς από την απουσία κάποιου που είναι παρών;».
Εννοείται πως δεν του εξέφρασε το παράπονό της, έστω και αν έβραζε μέσα της. Τουναντίον, έδειξε και κατανόηση, όταν αργά το απόγευμα ο Χρήστος δικαιολογήθηκε ότι ήταν κουρασμένος από την υπερπροσπάθεια να μάθει να σερφάρει στα κύματα και έτσι κατέληξαν στη βεράντα πίνοντας μπύρες. Προσποιήθηκε ότι άκουγε με αμείωτο ενδιαφέρον τις εμπειρίες του άντρα της αναφορικά με την συναρπαστική πρωινή του δραστηριότητα. Προσποιήθηκε ότι δεν πρόσεξε τη δίμετρη Ιταλίδα με το λευκό μπικίνι που φλέρταρε τον σύζυγό της ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια της. Προσποιήθηκε ότι δεν την πείραξε που για δεύτερο συνεχόμενο βράδυ δεν έπινε κοκτέιλ σε ένα συμπαθητικό μπαράκι που είχε σταμπάρει, μόλις κατέβηκαν από το καταμαράν, και δεν λικνιζόταν πάνω στις εσπαντρίγιες της σε ρυθμούς λάτιν. Ζητούσε πολλά; Για τη Ράνια οι διακοπές ήταν συνώνυμο της χαλάρωσης, της ξεγνοιασιάς, της διασκέδασης. Μπάνια, ηλιοθεραπεία και άφθονο ποτό στα καλαίσθητα μπαράκια του νησιού. Αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι! Έλα όμως που ο άντρας με τον οποίο επέλεξε να περάσει το υπόλοιπο (;) της ζωής της είχε τελείως διαφορετική άποψη περί διακοπών. Για εκείνον η διασκέδαση εξαντλούνταν στο bird watching!
Άνοιξε το κινητό της και μπήκε στο Instagram. Η φωτογραφία της κολλητής της ήταν μαχαιριά στην καρδιά. Η Κλαίρη με σέξι μαγιό πάνω στο ιστιοπλοϊκό αγκαλιά με τον νέο αντιπρόεδρο του Ομίλου. «Δεν έχασε την ευκαιρία», σκέφτηκε με αρκετή δόση ζήλιας αναλογιζόμενη το έκδηλο ενδιαφέρον που έδειξε αρχικά σε αυτήν ο γοητευτικός προϊστάμενός της. Και αν είχε ενδώσει στο επίμονο φλερτ του; Και αν την έβλεπε πιο σοβαρά από ένα απλό one night stand; Και αν ήταν αυτός ο έρωτας της ζωής της; Θα ήταν ευτυχισμένη μαζί του; Θα προσποιούταν άραγε οργασμό, όπως έκανε χτες το βράδυ;
– Ξύπνησες, υπναρού; Κανόνισα να κάνουμε το γύρο του νησιού με
καραβάκι. Άντε, σήκω!
Η Ράνια παρακολούθησε με απάθεια τον Χρήστο, όση ώρα σκούπιζε με την πετσέτα τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά ολόγυμνος, ενώ τα νερά έσταζαν από το μουσκεμένο του κορμί.
– Οι άντρες δε γυρίζουν πια να με κοιτάξουν, ψέλλισε ανόρεχτα και
σηκώθηκε από το κρεβάτι με σκοπό να ανοίξει το μοναδικό παράθυρο του δωματίου.
«Οι άντρες δε γυρίζουν πια να με κοιτάξουν». Αυτή τη φράση είχε επιστρατεύσει η Σαντάλ για να αποφύγει κάθε σοβαρή συζήτηση. Προσπάθησε και η Ράνια να την πει όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρα, αλλά, προς μεγάλη της έκπληξη, η φωνή της είχε μια πίκρα και μια μελαγχολία. Αυτή τη μελαγχολία την ένιωθε κολλημένη πάνω στο πρόσωπό της και ήξερε, αμέσως, ότι θα παρερμηνευτεί.
− Τι είπες;, έκανε εκείνος την ώρα που έβαζε το μποξεράκι του.
− «Θέλω να μου λες ότι είμαι όμορφη, Ζαν-Μαρκ. Να με κοιτάζεις και να
μου λες ότι είμαι όμορφη. Να μου στέλνεις ανώνυμα γράμματα, να με κατασκοπεύεις και να μου λες ότι είμαι όμορφη, πολύ όμορφη».
− Παλάβωσες εντελώς; Τι Ζαν-Μαρκ και μαλακίες; Μου φαίνεται, σε
βάρεσε ο Κούντερα κατακούτελα. Ετοιμάσου να πάμε για πρωινό, γιατί θα χάσουμε την εκδρομή!
«Όπως τα λες, κύριε Κούντερα. Όπως τα λες…»
Σπύρος Παπαλουκάς | Καμμένο Μυτιλήνης, 1925
Σοφία Τριανταφυλλίδου
Εμμονικά Κελιά
Ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά. Γίναμε ζευγάρι πολύ γρήγορα.
Σήμερα ταξιδεύουμε μ΄ ένα κρουαζιερόπλοιο στα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης.
Έτρεξα σαν τρελός όταν άκουσα τη σύντροφό μου να ουρλιάζει τρομοκρατημένη, πίσω από την κλειδωμένη καμπίνα της που δεν άνοιγε με τίποτα. Έσπασα την πόρτα δίχως να το σκεφτώ και την πήρα γρήγορα στην αγκαλιά μου.
-Ησύχασε, Ματίνα μου, της είπα. Τώρα είμαι εδώ.
-Δεν με λένε Ματίνα, ούρλιαξε. Άλκηστη με λένε! Άλκηστη! Και άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να με χτυπά με μανία.
Αφού επιδιόρθωσαν την πόρτα της καμπίνας μας και συνήλθε, μου ζήτησε συγνώμη και μου διηγήθηκε την φρικτή ιστορία της που την άκουγα πρώτη φορά.
«Άλφρεντ, ήμουν δώδεκα χρονών όταν πέθανε η μάνα μου.
Την λέγανε Άλκηστη. Έμεινα με τον πατριό μου που ήταν συνονόματός σου. Δεν κατάφερε ποτέ να δεχτεί τον θάνατο της.
Με κλείδωσε στην κρεβατοκάμαρά τους που είχε και δική της τουαλέτα και εκείνος μετακόμισε στο παιδικό δωμάτιο. Και από τότε, δεν την ξανάνοιξε ποτέ. Έκανε μόνο μια τρύπα στην πόρτα και από εκεί μου έβαζε το φαγητό.
Έξω από την πόρτα, μου έλεγε γλυκόλογα και με φώναζε με το όνομα της μάνας μου.
Έκλαιγα, τον παρακαλούσα να με ξεκλειδώσει, του έλεγα πως δεν είμαι εκείνη μα εκείνος δεν μ’ άκουγε.
Με τον καιρό μίσησα την μάνα μου και το όνομά της.
Έγδερνα το δέρμα μου με τα νύχια μου, ήθελα να την βγάλω από πάνω μου αλλά εκείνος δεν μ΄άφηνε. Κάθε μέρα μου φόραγε ξανά και ξανά τ΄ όνομά της.
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια σ’ εκείνη την φυλακή. Πλέον απαντούσα και στο όνομά της και άκουγα με χαρά τα γλυκόλογα που ήταν για κείνη.
Ώσπου, μια μέρα, η πόρτα άνοιξε εντελώς ξαφνικά και ως δια μαγείας βρέθηκες εσύ στον δρόμο μου, Άλφρεντ.»
Της έδωσα ένα γλυκό καθησυχαστικό φιλί στο στόμα και βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο στο κατάστρωμα. Εκεί συνάντησα τον καπετάνιο του πλοίου.
-Πως είναι η κορούλα σας, με ρώτησε. Συνήλθε από την κρίση πανικού;
-Δεν είναι κόρη μου, απάντησα. Η σύντροφός μου είναι.
Ο καπετάνιος ζήτησε συγνώμη και έφυγε φανερά ντροπιασμένος.
‘Όταν απομακρύνθηκε, αναρωτήθηκα για τις τρομερές συμπτώσεις.
Στον πρώτο γάμο μου, τη γυναίκα μου την λέγανε Άλκηστη και είχε μια κόρη που τη λέγανε Ματίνα. Τώρα, τη σύντροφό μου τη λένε Ματίνα και είχε έναν πατριό που τον λέγαν Άλφρεντ.
Αποφάσισα να μην σκοτιστώ άλλο και γύρισα στην Ματίνα μου που σήμερα, στον εγκλεισμό της στην καμπίνα μας, φώναζε πως την λένε Άλκηστη.
Σπύρος Παπαλουκάς | Τοπίο
Κωνσταντῖνος Κ. Χατούπης
Tempus educare!
Σ’ ἐποχὲς ποὺ ἡ παρεχόμενη πρὸς τοὺς νέους ἀνθρώπους ἐκπαίδευση πραγματοποιεῖτο κατ’ οἶκον κι ὁ δάσκαλος ἦταν ἐ λ ε ύ θ ε ρ ο ς ἀ π ὸ δ υ ν ά μ ε ι ς ἀ λ λ ό τ ρ ι ε ς π ρ ὸ ς α ὐ τ ή ν, τὸ ἐπίπεδο τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς μάθησης ἦταν ὑψηλὸ κι ὅλοι ἀπολάμβαναν τοὺς καρποὺς μίας τέτοιας ἐκπαίδευσης. Ὅταν ὅμως ἄρχισε νὰ ὀργανώνεται ἐπίσημα ἡ ἐκπαίδευση κι ἀναπόφευκτα νὰ ἐντάσσεται σὲ διοικητικὲς κι ἄλλες ἱεραρχίες, νὰ γίνεται μὲ λίγα λόγια σύστημα καὶ νὰ χάνονται οἱ παλιὲς ἐλευθερίες κινήσεων ποὺ εἶχαν οἱ δάσκαλοι κι οἱ μαθητές, ξέπεσε κατὰ πολὺ τὸ μορφωτικὸ ἀγαθὸ στὴ συνείδηση ὅλων κι ἀπαξιώθηκε ἡ δουλειὰ τοῦ δασκάλου. Πλέον, τὸ βάρος μίας πολυδαίδαλης ἱεραρχίας πίεζε ἐκ τῶν ἄνω τοὺς ὤμους ὅλων ὅσων συμμετεῖχαν στὴν ὑπόθεση τῆς ἐκπαίδευσης κι ἀποτελοῦσαν τὴ βάση αὐτῆς τούτης τῆς ἱεραρχίας. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἐπιτρεπόταν στὸν δάσκαλο νὰ ἐνεργῇ ὅπως θέλει καὶ ταυτόχρονα δὲν θὰ ἦταν στὸ χέρι του νὰ μὴν ἐνεργῇ ὅταν πρέπῃ! Ἡ παρακάτω ἱστορία περιγράφει τὴν ὄψη ποὺ παίρνει ἡ σοβαρὴ καὶ κρίσιμη ὑπόθεση τῆς ἐκπαίδευσης τῶν νέων ἀνθρώπων ὅταν γίνεται ἕρμαιο ἀνώτερων κι ἀπρόσωπων κέντρων δύναμης κι ἐπιβολῆς. Εἶν’ ἡ ἱστορία ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἐλαφρῶς παραλλαγμένη, ἐδῶ καὶ χρόνια, σ’ ὅλους τοὺς τόπους.
⁕
Τὸ μοναδικὸ σχολεῖο τῆς Ἀλαχανίας ἦταν κτισμένο στὴ θέση Χρυσόμυγα· ἕνα πλάτωμα, περίπου δυὸ χιλιόμετρα ἔξω ἀπ’ τὸ κέντρο τοῦ ἐπινείου, μ’ ἀμπέλια, δέντρα κι ἄφθονο τρεχούμενο νερό. Ὀνομάστηκε ἔτσι γιατὶ στὴν περιοχὴ διαβιοῦσαν ἕνα σωρὸ χρυσόμυγες λόγῳ τῶν πολλῶν ζωικῶν κουφαριῶν καὶ καβαλίνων ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Ἀκριβῶς δίπλα ἀπ’ τὸ σχολεῖο ἦταν χτισμένο ἕνα ἐκτροφεῖο βοοειδῶν κι ἕνα χοιροστάσιο. Ὅταν ἀποφασίστηκε ἡ κατασκευὴ τοῦ σχολεῖο στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, οἱ γονεῖς ἀντέδρασαν ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ μισοὶ περίπου δάσκαλοι ἦσαν ταυτόχρονα καὶ κτηνοτρόφοι, κρίθηκε ὅτι τὸ μέρος ἦταν ἰδανικὸ γιὰ τὴν διεκπεραίωση τῶν κτηνοτροφικῶν τους ἐργασιῶν μετὰ τὸ σχόλασμα καὶ χωρὶς νὰ μεσολαβοῦν οἱ πάντα κουραστικὲς καὶ χρονοβόρες μετακινήσεις ἀπ’ τὴ μία δουλειὰ στὴν ἄλλη. Φυσικὰ οἱ προϊστάμενοι, ἐνδιαφερόμενοι τάχα γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τοῦ σχολείου, ἔδωσαν δίκιο στοὺς δασκάλους γιατὶ φοβόντουσαν διάφορες ἀντιδράσεις ἀπὸ μέρους τους, ὅπως εἶν’ ἡ στάση ἐργασίας καὶ κατὰ συνέπεια τὸ κλείσιμο τοῦ σχολείου.
Δὲν ἦταν ἀπορίας ἄξιον γιατὶ τὸ σχολικὸ κτήριο θύμιζε ἐν πολλοῖς κτηνοτροφικὴ μονάδα: Μεγάλοι, μακρόστενοι καὶ ψηλοτάβανοι χῶροι ὅπου στοιβάζονταν σὲ στοίχους μὲ ἀπόλυτη εὐθυγράμμιση ἐκεῖνα τ’ ἄλλα ζωντανά, ἀρκετὰ ἐκ τῶν ὁποίων βαφτίζονταν ἀπ’ τοὺς δασκάλους τους γαϊδούρια ἢ βόδια. Ἡ ὁμοιότητα ὀφειλόταν ἐπίσης καὶ στὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ σχολείου· ἦταν ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε σχεδιάσει τὸ παρακείμενο χοιροστάσιο καὶ τὸ ἐκτροφεῖο βοοειδῶν!
Ἡ σχολικὴ μέρα ξεκίναγε νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν αὐλὴ μὲ τὸ τροπάριο τοῦ καλοῦ Θεούλη ποὺ οἱ μαθητὲς τὸ ἔλεγαν πάντα ὄμορφα προκειμένου νὰ εὐχαριστήσουν τὸν καλὸ Θεούλη καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς δασκάλους τους. Ἐν συνεχείᾳ ξεκινοῦσε μέσα στὶς τάξεις τὸ τροπάριο τῶν δασκάλων ποὺ ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια ἐπαναλήψεών του τὸ ἔλεγαν πλέον μηχανικά, χωρὶς νὰ κομπιάζουν. Τὸ κόμπιασμα ξεκίναγε ὅταν κάποιος μαθητὴς ὑποχρέωνε τὸν δάσκαλο ν’ ἀπαντήσῃ σ’ ἐρωτήσεις του ποὺ τὸν ἔβγαζαν ἐκτὸς τροπαρίου. Βέβαια, οἱ φορὲς ποὺ συνέβαινε τοῦτο ἦταν τόσο σπάνιες ποὺ πιὸ εὔκολα θὰ ἔβλεπε κανεὶς ἕνα γαίδαρο νὰ πετάῃ παρὰ ἕναν μαθητὴ νὰ ξυπνᾷ ἐν ὥρᾳ μαθήματος καὶ νὰ κάνῃ δύσκολες κι ἐνοχλητικὲς ἐρωτήσεις. Τὸ σύνηθες ἦταν οἱ μαθητὲς ν’ ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅσα ἔλεγε ὁ δάσκαλος ἁπλούστατα γιατί δὲν ἐνδιαφερόντουσαν νὰ μάθουν. Ἡ ἄποψη ποὺ ἀκουγόταν συχνὰ ἀπ’ τὰ παιδιὰ ὅτι ὁ δάσκαλος δὲν κάνει ζωντανὸ μάθημα καὶ καταντάει μετὰ ἀπὸ λίγο βαρετός, ἦταν ἁπλῶς ἕνα φτηνὸ καὶ χιλιομασημένο πρόσχημα γιὰ αὐτή τους τὴν ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος.
Ἐξάλλου, ἦταν γνωστὸ ὅτι ἀπ’ τὸ ἀπόγευμα τῆς κάθε προηγούμενης μέρας ἡ πλειοψηφία τῶν μαθητῶν εἶχε ἤδη παρακολουθήσει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μαθήματα κι εἶχε λύσει ὅλες τὶς ἀπορίες της στὸ ἰδιωτικὸ μάθημα ποὺ ἔκανε μ’ ἄλλους δασκάλους, συνήθως ἄνεργους καὶ μ’ ἔντονο τὸ βιοποριστικὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο ψευτοέλυναν μὲ τὰ μαθήματα αὐτά! Περιττὸ ν’ ἀναφερθῇ ὅτι τέτοια μαθήματα κάνανε κι οἱ δάσκαλοι τοῦ σχολείου ἰδίως ὅταν τὸ ἐμπόριο μὲ τὰ ζωντανὰ δὲν πήγαινε καλὰ κι ἔπρεπε νὰ συμπληρώσουν τὸ πενιχρὸ εἰσόδημά τους.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἐπλανάτο γιὰ χρόνια πάν’ ἀπ’ τὰ κεφάλια ὅλων ἦταν: Οἱ δάσκαλοι τοῦ σχολείου λόγῳ τεμπελιᾶς σπρώχνανε τὰ παιδιὰ στ’ ἀπογευματινὰ μαθήματα μ’ ἐκείνους τοὺς ἄλλους δασκάλους γιὰ νὰ μάθουν ἐκεῖ πράγματι ὅ,τι δὲν μαθαίνανε τὸ πρωὶ ἢ ἐπειδὴ ἡ δύσκολη δουλειὰ γινότανε τὸ ἀπόγευμα καὶ ἡ πραγματικὴ μάθηση πετυχαινόταν τότε, οἱ δάσκαλοι τοῦ σχολείου δὲν ἔβρισκαν κανένα σοβαρὸ λόγο νὰ πασχίζουν γιὰ νὰ πετύχουν ὅλα ὅσα εἶχαν ἤδη ἐπιτευχθῆ τὴν προηγούμενη μέρα στὸ ἰδιαίτερο μάθημα μ’ ἐκείνους τοὺς ἄνεργους καὶ δύσκολα βιοποριζόμενους δασκάλους; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν ἀπαντήθηκε ποτὲ γιατὶ δὲν συνέφερε κανέναν δάσκαλο ν’ ἀναλάβῃ τὶς εὐθύνες του γιὰ τὸ ἐπίπεδο τῆς ποιότητας τῶν ὑπηρεσιῶν ποὺ προσέφερε στὸ σχολεῖο. Ἀκόμα κι ὅσοι στρογγυλοκάθονταν ψηλὰ στὴν ἱεραρχία τῆς ἐκπαίδευσης γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν κατάσταση ἀλλὰ κάνανε τὸ κορόιδο, γιατὶ ὅταν ὁ ὑψηλὰ ἱστάμενος θῶκος σοῦ παρέχει ἀνέσεις κι ἕνα σωρὸ διευκολύνσεις στὴν καθημερινότητά σου, δύσκολα ἀφήνεις τέτοια ἐπουσιώδη(!) ζητήματα νὰ σοῦ χαλᾶνε τὸ κέφι καὶ τὴν θαλπωρὴ ποὺ σοῦ προσφέρει ἕνας τέτοιος θῶκος.
Ὅπως καὶ νάχῃ τὰ παιδιὰ ἔπλητταν ἀφόρητα στὸ σχολεῖο γιατὶ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν νὰ πασχίσουν ἐκεῖ γιὰ τίποτα. Κι ἔτσι ὅταν στὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν ἀπουσιάζει ὁ σκοπός, ἡ παρουσία τους στὸ σχολεῖο δικαιολογεῖ μόνον τὸν χαβαλὲ καὶ τὴν πλάκα. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἀναδουλειὰ γεννάει τὸ μούδιασμα καὶ τὸ μούδιασμα κάνει ἀκόμα πιὸ δύσκολη τὴν ἐπιστροφὴ στὴν δουλειά, ἔπρεπε νὰ βροῦν οἱ μαθητὲς τρόπους νὰ γεμίσουν τὸ κενό τους καὶ νὰ περάσουν οἱ πρωινὲς ὧρες ἀνώδυνα καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα ἀκούραστα.
Ἔτσι, κήρυτταν στάση μαθημάτων μὲ βασικὸ αἴτημα τὴν βελτίωση ὅλων ἐκείνων τῶν πραγμάτων γιὰ τὰ ὁποία, ὅμως, δὲν ἔδιναν δεκάρα τσακιστή, ὅπως ἡ διδασκαλία, οἱ κτηριακὲς συνθῆκες, ἢ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ σχολείου ἀπ’ τὸ χοιροστάσιο καὶ τὸ βοϊδοτροφεῖο. Ἄλλες φορὲς ἀφῆναν ἐν ὥρᾳ μαθήματος τὸν Μορφέα νὰ τοὺς βαυκαλίζῃ ἐλαφρῶς ἢ ἔφευγαν ἀπ’ τὴν τάξη προβάλλοντας κάποια δικαιολογία καὶ δὲν γύριζαν ξανά. Ἐπιπλέον, τὸ ρεπερτόριο ξεμουδιάσματος περιελάμβανε ἐμπρησμούς, πασάλειμμα τῶν τοίχων μὲ καβαλίνες ἀπ’ τὸ παρακείμενο χοιροστάσιο, θραύση τζαμιῶν εἴτε τοῦ σχολείου εἴτε τοῦ χοιροστασίου, χάζι εἰς βάρος τῶν δασκάλων, ἰδιαίτερα αὐτῶν μὲ τὶς πιὸ πολλὲς παραξενιές, κι ἄφθονες βιαιοπραγίες εἰς βάρος τῶν πιὸ ἀδύναμων συμμαθητῶν τους.
Αὐτὴ ἡ χαλαρότητα ἐπικρατοῦσε φυσικὰ καὶ στὸν τρόπο διαχείρισης τούτων τῶν συμπεριφορῶν ἐκ μέρους τῶν δασκάλων. Ἐπειδὴ τὸ ξύλο στὰ σχολεῖα εἶχε καταργηθῆ πρὸ πολλοῦ, οἱ δάσκαλοι θεωροῦσαν ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔμενε στὴ φαρέτρα τους ἦταν εἴτε καμμιὰ ἐπιπληξούλα, μέσῳ δυνατῆς φωνῆς, εἴτε ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ τὴν τάξη ἢ κι ἀπ’ τὸ σχολεῖο. Τέτοιου εἴδους ἀντιμετωπίσεις ἀποτελοῦσαν βέβαια τὴν εὔκολη λύση ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὴ χειρότερη. Ἡ μὲν δυνατὴ φωνή, ποὺ προσομοίαζε σχεδὸν σὲ οὐρλιαχτό, εἶχε μόνον προσωρινὰ ἀποτελέσματα ἐνῷ ταυτόχρονα δημιουργοῦσε ἄριστες προϋποθέσεις γιὰ μόνιμο βράχνιασμα στὴν καλύτερη περίπτωση ἢ γιὰ μόνιμη ἀπώλεια τῆς φωνῆς στὴν χειρότερη περίπτωση. Ἡ δὲ ἀπομάκρυνση ἀπ’ τὸ σχολεῖο προκαλοῦσε ἔντονη ἀντίδραση ἀπ’ τὸν μαθητὴ ποὺ ἔπαιρνε σχεδὸν πάντα τὴ μορφὴ ἐκδίκησης: Ὁ ἀποβαλλόμενος μαθητὴς εἴτε μόνος του εἴτε μὲ τὴ βοήθεια ὁμοιοπαθούντων συμμαθητῶν του προκαλοῦσε ἕνα σωρὸ δολιοφθορὲς τόσο στὸ σχολεῖο ὅσο καὶ στὴν ἴδια τὴν περιουσία τοῦ δασκάλου· ἀρκετὲς φορὲς εἶχαν βρεθῆ σκοτωμένα γουρούνια ἢ βόδια στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ δασκάλων!
Στὸ δύσκολο αὐτὸ θέμα τῆς διαχείρισης συμπεριφορῶν οἱ δάσκαλοι λειτουργοῦσαν, ὅπως καὶ σ’ ἄλλα ζητήματα, ἐρασιτεχνικά. Ὅταν συνεχίζῃς νὰ θυμᾶσαι τὶς τακτικὲς ποὺ ἀκολουθοῦσαν οἱ δικοί σου δασκάλοι καὶ τώρα τὶς ἐφαρμόζεις κατὰ γράμμα καὶ στὴ δική σου τάξη ἐνῷ ἀγνοεῖς ὅτι ἡ παιδαγωγικὴ ἐπιστήμη ἔχει κάνει προόδους κι ὅτι ὑπάρχουν ἄλλοι ἀποτελεσματικότεροι τρόποι γιὰ νὰ προλάβῃς ἕνα σωρὸ ἀνεπιθύμητες συμπεριφορὲς στὸ σχολεῖο, τότε εἶσαι ἕρμαιο τῆς προχειρότητας καὶ τῆς τσαπατσουλῖας.
Μὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ δάσκαλοι δὲν ἦταν τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ κάτι κουρασμένα καὶ μεσόκοπα ἀνθρωπάκια, βυθισμένα μέσα στὸ σκότος τῆς ἀμάθειας – ἡ τελευταία φορὰ ποὺ εἶχαν ἀνοίξει βιβλίο ἦταν στὸ τελευταῖο ἔτος τῶν σπουδῶν τους σ’ ἐκεῖνα τ’ ἄθλια διδασκαλία – μὲ μοναδική τους ἔγνοια πότε θὰ χτυπήσῃ καὶ τὸ τελευταῖο κουδούνι γιὰ νὰ πᾶνε στὶς κτηνοτροφικές τους ἀσχολίες!
Τέτοια ἦταν ἀντιμετώπιση τῆς καριέρας τους ἀπὸ μέρους τους· ἂν δηλαδὴ γίνεται νὰ ὀνομάσω καριέρα αὐτὴ τὴν ἴδια κι ἀπαράλλαχτη παράδοση μαθήματος ἐπὶ τριάντα συναπτὰ ἔτη χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἀπολύτως καμμία περαιτέρω προοπτική. Ὅσο γιὰ ἐκεῖνον τὸν παιδαγωγικὸ ἔρωτα τοῦ Πλάτωνα ποὺ εἶχαν διδαχθῆ πρὸ ἀμνημονεύτων ἐτῶν, α ὐ τ ὸ ςε ἶ χ ελ η σ μ ο ν η θ ῆ κάπου μέσα στὰ μουχλιασμένα βιβλία τους· ὁ μοναδικός τους ἔρωτας τώρα ἦταν τὰ ζωντανὰ ποὺ φρόντιζαν μετὰ τὴ δουλειὰ μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος!
Μὰ καὶ τοῦτα ἦσαν γνωστὰ στοὺς ὑψηλὰ ἱστάμενους τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἱεραρχίας· παρὰ ταῦτα, κάθε λίγο καὶ λιγάκι δικαιολογοῦσαν τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ σχολεῖο ἀναφερόμενοι στὶς «ἄοκνες» προσπάθειες τῶν δασκάλων, στὸ «φιλότιμο» καὶ τὴν «εὐσυνειδησία» τους, στὴν «ἐπιτέλεση» τοῦ καθήκοντός τους ὑπὸ συνθῆκες ἀντίξοες καὶ σὲ κάτι ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια. Ἐξυπακούεται ὅτι αὐτὴ ἡ δικαιολόγηση προέκυπτε ἀπὸ μία σταθερὴ διάθεση ποὺ ἔχουν ὅλοι ἐτοῦτοι νὰ χαϊδεύουν αὐτιὰ καὶ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ θίγουν πρόσωπα.
Τὸ σχολεῖο τῆς Ἀλαχανίας· ἕνας χῶρος ποὺ ἐκπαίδευε στὴν ἀποχαύνωση καὶ τὴν ἄνευρη ζωή, γιομάτος ἀνθρώπους ποὺ δ ὲ ν μ π ό ρ ε σ α ν π ο τ ὲ ν ὰ θ έ σ ο υ ν ε ἰ ς ἑ α υ τ ὸ ν τ ο ὺ ς δ ι κ ο ύ ς τ ο υ ς ὅ ρ ο υ ς ἀ ν ά σ α ς.
Ἕνα βράδυ λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἀκούστηκε στὴν περιοχὴ τῆς Χρυσόμυγας μία δυνατὴ ἔκρηξη ποὺ ἀναστάτωσε τοὺς κατοίκους ὁλόκληρης τῆς Ἀλαχανίας. Λίγο ἀργότερα μαθεύτηκε ὅτι τὸ σχολεῖο εἶχε καταστραφεῖ ὁλοσχερῶς κι ὅτι κάποιοι εἶδαν, ἐλάχιστα λεπτὰ πρὶν τὴν ἔκρηξη, τρεῖς μαθητὲς ν’ ἀπομακρύνονται ἀπ’ τὸ σχολεῖο τρέχοντας.
Τότε βρῆκαν τὴν ἀφορμὴ οἱ δάσκαλοι νὰ ζητήσουν ἀπ’ τοὺς ἀνωτέρους τους νὰ μὴν ξαναχτιστῇ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο σχολεῖο παρὰ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅλο τὸ οἰκόπεδο γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ χοιροστασίου καὶ τοῦ βουστασίου. Ἀφοῦ τὰ παιδιὰ κάνανε ἰδιαίτερα μαθήματα τὸ ἀπόγευμα κι ὁ σκοπὸς τῆς μάθησης πετυχαινόταν κι ἐκτὸς σχολείου, δὲν χρειαζόταν νὰ ὑπάρχῃ σχολεῖο στὸ ἐπίνειο! Ὅσο γιὰ τοὺς δασκάλους ποὺ δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ κτηνοτροφικὲς ἐργασίες, θὰ μετατίθονταν στὸ σχολεῖο τῆς γειτονικῆς πόλης.
Χρόνια μετὰ ἀποκαλύφθηκε ὅτι τοὺς τρεῖς μαθητὲς ποὺ τοποθέτησαν φουρνέλο στὸ σχολεῖο τοὺς εἶχε δασκαλέψει ὁ τότε διευθυντὴς τοῦ πάλαι ποτὲ «λαμπροῦ» σχολείου τῆς Ἀλαχανίας καὶ νῦν πρόεδρος τοῦ κτηνοτροφικοῦ σωματείου!