Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Μάρτιο του 2022 στο Culture Book»

Συνεχίζουμε και στον μήνα Μάρτιο 2022 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Μπούλη Ανδρεάδου, Βικτωρία Ανθοπούλου, Μαρία Κύρου, Βάνια Σύρμου, Αναστασία Υφαντίδου, Δήμητρα Φούντα, Νίνα Φωτιάδου, Φανή Χούρσογλου. Καλή ανάγνωση!

Άννα Αφεντουλίδου

Μπούλη Ανδρεάδου

Ο Πήτερ

 

Φόρεσα τα άμφιά μου. Δεν είχα καμία διάθεση να λειτουργήσω. Ένοιωθα τα πόδια μου βαριά. Η εκκλησία σκοτεινή, κρύα με τα πρόσωπα των εικόνων αλλοιωμένα από το χρόνο .Μέρες τώρα στην τελευταία σειρά καθόταν ακίνητο ένα νεαρό άτομο. Ένοιωθα τα μάτια του να με παρατηρούν.
Σήμερα είναι η έκτη μέρα που συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Αποφάσισα να τον πλησιάσω.
Σας περίμενα, μου είπε, όταν έφτασα δίπλα του.
Μια σιωπή μας σκέπασε, δεν ξέρω για πόση ώρα. Άπλωσα το χέρι μου και ακούμπησα τον ώμο του. Αυτός τινάχτηκε μέχρι επάνω. Όταν ξανακάθισε στο ξύλινο σκληρό κάθισμα λύθηκε η σιωπή του.
Ξέρετε, πάτερ, είμαι ο Πήτερ. Δεν μπορεί θα με θυμάστε, είμαι ο Πήτερ του πέτρινου σπιτιού με την άγρια τριανταφυλλιά και την κόκκινη στέγη. Ο Πήτερ πού πήγαινα στο σχολείο με τα άλλα παιδιά. Έκλαιγα εύκολα και ζωγράφιζα λουλουδάκια στα τετράδιά μου.
Ο δάσκαλος του ιερατικού σχολείου με αγαπούσε πιο πολύ από όλους τους μαθητές του. Έμενα μαζί του ως αργά και αυτός με χάιδευε τρυφερά.
Κάποια μέρα ο πατέρας μου ήρθε έξαλλος στο σχολείο. Με πήρε στο σπίτι. Δεν μου είπε τίποτα. Απλώς με κλείδωσε στο δωμάτιο. Δεν ξαναπήγα στο σχολείο δεν έπαιξα ποτέ με άλλα παιδιά.
Είχα στο δωμάτιο ένα παράθυρο. Μια μέρα μπήκε κοράκι. Έτσι απέκτησα μια συντροφιά. Έκλεισα το παράθυρο για να μη φύγει.
Το κοράκι μοιραζόταν μαζί μου το ελάχιστο φαγητό που μου άφηνε που μου άφηνε αμίλητη η μάνα μου. Κανείς δεν μου μιλούσε και δεν ήξερα γιατί.
Το κοράκι άρχισε να χάνει τα φτερά του και τα δικά μου πόδια τη δύναμή τους. Δεν μπορούσα να σταθώ πολύ ώρα όρθιος. Μάζευα τα μαύρα φτερά και τα έβαζα ανάμεσα στα μαλλιά μου.
Το κοράκι το βρήκα νεκρό μια μέρα που φυσούσε πολύ. Άνοιξα το παράθυρο και το πέταξα έξω.
Ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που με σήκωσε ψηλά. Τα φτερά ανάμεσα στα μαλλιά μου άρχισαν να κουνιούνται με δύναμη. Δεν θα με πιστέψετε όμως πετούσα. Έφυγα μακριά από το πέτρινο σπίτι. Τα αδύνατα πόδια μου δεν με βοηθούν να περπατώ. Η ατελείωτη σιωπή όλων αυτών των χρόνων δε με βοηθάει στις συναναστροφές μου και η άγνοιά μου για τα γεγονότα στον κόσμο είναι τεράστια. Το μόνο μου καταφύγιο είναι η εκκλησία σας, γι αυτό έρχομαι κάθε μέρα.
Ο νεαρός θαρρείς και έλιωσε, μαλάκωσε μετά από όλα αυτά που μου είπε. Τον ένοιωσα να γένει επάνω μου. Τον πήρα αγκαλιά και άρχισα να του φιλώ το πρόσωπο.
Πήτερ πόσο σε είχα επιθυμήσει, του ψιθύρισα

Βικτωρία Ανθοπούλου

Ένας μήνας και κάτι

 

Η καύτρα του τσιγάρου κρεμόταν έτοιμη να πέσει στο πάτωμα. Ώρα καθόταν ακίνητος με τα μάτια του χαμένα στο σύννεφο του τσιγάρου. Παραδομένος σε μια ονειρική κατάσταση δεν κατάλαβε πως η ώρα πέρασε και το γραφείο άδειασε από κόσμο.

Μόνος του έμεινε, στο σκονισμένο γραφείο. Μόνος, με τα φώτα νέον σε σειρά πάνω από το κεφάλι του να παγώνουν την ατμόσφαιρα σαν να ΄ναι σε χειρουργείο. Είναι σκληρό αυτό το φως από τα νέον. Καθόλου δεν του αρέσουν αλλά να κάνει τι; Δημόσια η υπηρεσία, που λεφτά για πολυτέλειες τώρα;

Σωρό τα έγγραφα στους φωριαμούς, ξεχαρβαλωμένα και ξέχειλα τα ντοσιέ γύρω του. Πως έφαγε τη ζωή του έτσι μέσα σ΄ αυτούς του 4 τοίχους; Προϊστάμενος πια με ένα υποτυπώδες δικό του γραφείο σκονισμένο και αυτό σαν την ίδια του τη ζωή.

Νύχτωσε έξω, τα φώτα της πόλης αχνά, χαμένα στην ομίχλη που έφερε η βροχή. Γυαλίζουν οι δρόμοι από το νερό, τα ρυάκια στην άκρη του δρόμου ξεπλένουν τη σκόνη και τις αμαρτίες της πόλης. Μιας πόλης που αγαπάει αλλά ταυτόχρονα μισεί. Μιας πόλης, που έφαγε τα νιάτα, την ορμή και τα όνειρα του. Τελειώνουν οι μέρες του σε αυτό το γραφείο. Ένας μήνας και κάτι και θα πάρει την πολυπόθητη σύνταξη. Και τότε ποιος τον πιάνει! Αντέχει ακόμη …άλλωστε καλοστεκούμενος είναι.

Ένας μήνας και κάτι και θα βλέπει απ΄ έξω τα φώτα νέον στη σειρά. Θα βλέπει απ΄ έξω τον καπνό του τσιγάρου του Θανασάκη που μάλλον θα πάρει τη θέση του και θα μένει μέχρι τις οκτώ στο γραφείο.

Θα βλέπει απ΄ έξω το κτήριο που πέρασε 38 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του.

Θα γυρίζει στο σπίτι του βρεγμένος απ’ τη βροχή μετά τη βόλτα στην πόλη, μόνος, με την καύτρα του τσιγάρου να κρέμεται …

§

 

Μαρία Κύρου

Κρατημένα λόγια

Η αγάπη της για τον Τ. ήταν δεδομένη, δοσμένη όπως αυτό που υπάρχει για να συμβαίνει και ο χρόνος δεν θα την άλλαζε, μπορεί να μεταμορφωνόταν με τον καιρό, αλλά δεν θα έσβηνε. Αυτό που ένιωθε για εκείνον όμως ήταν σαν το φως, σαν ουράνιο τόξο που κανείς δεν του αντιστέκεται, περνά ανάμεσα κι απ’ την πιο πυκνή φυλλωσιά και λάμπει όλο το δένδρο σαν ένα αστέρι πολύχρωμο που χορεύει, ανεβαίνει ψηλά, όλο και πιο ψηλά, βιάζεται να φτάσει στον ουρανό, να αγγίξει το σύμπαν, να συναντήσει τους αγγέλους και να πορευτεί αιώνια ανάμεσά τους. Τι σημασία είχε αν βασανιζόταν; Γιατί γίνεται ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε; Αν αυτό που συμβαίνει είναι ή όχι αναγκαίο… Είχε φωλιάσει μέσα της, φτερούγιζε σαν να ‘ταν πουλί, είχε γίνει ένα μαζί της, κι αυτό την γέμιζε δύναμη και ενέργεια,
κι άλλοτε φωτιζόταν ολόκληρη σαν να έλαμπε κι άλλοτε πάλι καιγόταν κι ούτε οι νύχτες με τον νοτιά να ποτίζει το κορμί της ούτε όλες οι θάλασσες του κόσμου δεν μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά μέσα της. Παρασυρμένη από ένα χείμαρρο, σαν να πνιγόταν, ήταν φορές που της ερχόταν να φωνάξει, και η φωνή της ν’ ακουστεί στον ουρανό. Κι ήταν εκείνες οι ώρες που ψηλαφούσε το γενναίο του όνομα μέσα στην προσευχή της. Το ήξερε καλά κι ας υπήρχαν κάποιες στιγμές που φανταζόταν, ίσως και να το ευχόταν κι ας μην το ήθελε, ότι αυτός ο έρωτας θα έσβηνε σιγά-σιγά και θα ‘μεναν μέσα της μόνο θύμησες και αποκαΐδια του ανεκπλήρωτου ή μια μικρή φλόγα για να κρατάει το φως αναμμένο.
Καρδιές ραγίζουν, διαλύονται, αμέτρητοι άνθρωποι ζούνε τέτοιες ιστορίες κάθε στιγμή και κάθε μέρα. Τώρα όμως είχε έρθει η δική της ώρα, αυτή ήταν η δική της στιγμή να το υποστεί. Κι ήταν στ’ αλήθεια όλο αυτό τόσο βασανιστικά αλλιώτικο απ’ ό,τι διάβαζε στα βιβλία, όπως είναι κάθε τι όταν βρίσκει εσένα. Κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για το αναπάντεχο, αν ήταν, η λέξη θα είχε χάσει κάθε νόημα. Δεν είχε μιλήσει γι’ αυτή την ιστορία, δυσκολευόταν να διαλέξει τις κατάλληλες λέξεις. Αισθανόταν ότι αν το έκανε, όλο αυτό θα έχανε κάτι απ’ την ευλογημένη αξία του. Το φύλαγε μέσα της, κι ακόμα κι εκείνοι που φευγαλέα ίσως υπέθεταν κάτι απ’ το υγρό, αλλαγμένο βλέμμα της δεν αντιλαμβάνονταν ούτε ένα ψήγμα από την αλήθεια! Υπήρχαν φορές που νόμιζε πως θα προδοθεί. Κοιτώντας την παιδική φίλη της, ακούγοντας τον εαυτό της να μιλάει σ’ εκείνη που γνώριζε όλη της την ζωή για ανέμους και ύδατα, φοβόταν πως κάτι θα την πρόδιδε, ένα δάκρυ που ίσως αρνιόταν να κρατηθεί, έστω την τελευταία στιγμή. Αγνοώντας το σημαντικότερο, γυρνούσε πάντα γύρω απ’ αυτό που δεν τολμούσε να ομολογήσει, φλυαρούσε για διάφορα νομίζοντας πως έτσι θα ένιωθε ξαλαφρωμένη, ανακουφισμένη, ίσως και λίγο ευχαριστημένη, ακόμα και συνεπής με τον εαυτό της. Μάταια. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε. Σαν να είχε δώσει στον εαυτό της ένα δυνατό χαστούκι που θα άφηνε στο μάγουλό της ανεξίτηλο σημάδι. Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αλήθεια, ακόμα και αν έχει αρνηθεί να την ζήσει. Βαθιά μέσα της το ήξερε ότι ο χρόνος, ο αναπόφευκτος αυτός φίλος και εχθρός μαζί, δεν δείχνει έλεος ούτε χαρίζεται σε κανέναν. Θα ερχόταν η στιγμή που θα της το φώναζε, θα έφερνε μπροστά της αδυσώπητα ό,τι αρνιόταν να παραδεχθεί. Γιατί δεν χαρίζεται…
Δε θυμόταν πια πόση ώρα κοιτούσε προς την πλευρά της θάλασσας. Κόντευε σούρουπο. Ο ήλιος κρυβόταν σιγά-σιγά στα σπλάχνα μιας μουντής συννεφιάς κι όλα τα χρώματα δεμένα μαγικά μεταξύ τους αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα. Συνέχισε να βαδίζει, περνώντας θαρρείς αόρατη ανάμεσα στο πλήθος. Το κεφάλι της κόντευε να εκραγεί, το κορμί της ζεστό και υγρό παλλόταν απ’ την υπερένταση σαν να βρισκόταν στην κορύφωση μιας ίωσης που φαινόταν αδύνατο να καταλαγιάσει. Και σαν να μην ήταν σίγουρη ότι τα πόδια της πατούσαν στη γη, κοίταξε ασυναίσθητα κάτω για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε περάσει σε άλλη διάσταση. Με μια ξαφνική κίνηση τίναξε πίσω τα μαλλιά της κι όπως έστριψε το κεφάλι της στήλωσε το βλέμμα της σε μια γυναίκα που έδειχνε να περιμένει κάτι όρθια, τόσο ανυπόμονα… Έπιασε τον εαυτό της να την κοιτά επίμονα κι εκείνη αντί να προσπαθήσει να το αποφύγει, κάρφωσε τα δικά της μάτια πάνω της και σαν να υποδύονταν οι δυο τους ταυτόχρονα σκηνή μιας τραγωδίας παλιάς όσο και χιλιοπαιγμένης, έμοιαζαν να έχουν απόλυτα συντονιστεί. Κι όλα αυτά συνέβαιναν σήμερα, μ’ όλο το θάρρος και το θράσος μιας μέρας που θύμιζε ότι σε λίγο ο χειμώνας θα ήταν παρελθόν και μια ακόμα άνοιξη θα ‘σκιζε τις πέτρες για να ξεπεταχτούν από μέσα τους απτόητα τα λουλούδια. Ο φετινός Φλεβάρης, ένας άλυτος γρίφος και η ίδια σαν άλλη Κάθριν Έρνσω στο Γουάδεριν Χάιτς μέσα σε μια αλλόκοτη πλασματική ευτυχία, να πρωταγωνιστεί στην δική της πρωτόγνωρη τραγωδία. Δεν ήξερε αν το είχε προκαλέσει η ίδια ή το πεπρωμένο της. Ναι, ακόμα και το πεπρωμένο πρέπει να θέλει για να συμβεί!
Θα μπορούσε να πεθάνει για ‘κείνον. Τώρα το ήξερε. Θα μπορούσε να το επιβάλει στον εαυτό της να πεθάνει για ‘κείνον. Καθισμένη ένα απόβραδο στην αγαπημένη της κουνιστή πολυθρόνα απλά να γύρει το κεφάλι της και μες στο γαλάζιο του δωματίου της να προκαλέσει η ίδια τον τελευταίο παλμό που θα την οδηγούσε στην απόκοσμη αθανασία. Κι όμως αντί γι’ αυτό, σαν μια ανόητη, αλαζονική έφηβη εξακολουθούσε ακόμα να κοροϊδεύει τον εαυτό της, πιστεύοντας ότι η ζωή θα της συγχωρούσε αυτό το λάθος! Ασύλληπτα άδικη, αντίπαλη ενάντια στην ίδια τη φύση της, καταποντίζοντας την πιο γοητευτική πλευρά του εαυτού της, αυτή που λάτρευε την αλήθεια για το κάθε τι. Ίσως να ήταν η μόνη γυναίκα που μπορούσε να κατακτήσει κάποιος λέγοντάς της μόνο την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Και αυτό ήταν ό,τι ακριβώς η ίδια αρνιόταν τώρα να κάνει.
Ξαφνικά ένιωθε περίεργα, έρχονταν πάλι εκείνες οι στιγμές που αισθανόταν σαν να έχανε από μέσα της αυτό που δεν ήταν ποτέ δικό της. Τόσο περίεργα! Και μόνη, όλο και πιο μόνη, όλο και λιγότερο ορατή σε όλους. Οι φίλοι της την άκουγαν να μιλά ήσυχα, κι εκείνη το έκανε αυτό σαν να απήγγειλε ευχές σε κάτι θείο. Και ούτε το άρωμά της, που κι αυτό ακόμα είχε αλλάξει, δεν πρόσεξαν, ούτε τα ψέματα που αράδιαζε κάθε που την ρωτούσαν αν ήταν καλά, αν όλα ήταν καλά, τι θα φορούσε ή αν θα πήγαιναν μαζί παρέα στην αγορά. Τόσο την ήξεραν. Κι ούτε τον τρόπο που εκείνη είχε αρχίσει να τους βλέπει κατάλαβαν, ούτε αναγνώριζαν ούτε αναρωτιόντουσαν… γιατί. Ίσως καλύτερα έτσι. Ίσως έτσι ν’ αποφάσιζε επιτέλους να μιλήσει, να βγάλει από μέσα της τον ωκεανό που την έπνιγε.
Ο φετινός Φλεβάρης, ένας άλυτος γρίφος… Ξημέρωνε η μέρα που όλοι θα φορούσαν μια μάσκα, για να γίνουν κάτι που δεν είναι, νομίζοντας ότι αυτό είναι που ήθελαν. Όμως η ίδια δεν άντεχε άλλο! Έπρεπε να πετάξει την δικιά της.
Ήθελε να φωνάξει… «Δε μ’ ακούς; Σου φωνάζω, αγάπη μου, δε μ’ ακούς;»

 Robert Delaunay/La Ville de Paris, 1912

Βάνια Σύρμου

ΚΤΕΡΙΣΜΑ

 

Τα βλέφαρά της ανοίγουν με δυσκολία όταν οι ακτίνες του χειμερινού ήλιου τρυπώνουν απρόσκλητες απ’ τις γρίλιες. Το βλέμμα της ακόμα θολό και το κορμί της βαρύ σαν κούτσουρο, την πονά. Θα ‘ναι απ’ τα χάπια, σκέφτεται. Μόλις που καταφέρνει να βγάλει αργά τα χέρια της έξω απ΄ τα σκεπάσματα. Θαρρείς και το στρώμα κρατά το υπόλοιπο σώμα της ακίνητο. Γυρίζει το κεφάλι να δει την ώρα στο ρολόι του κομοδίνου. Πήγε κιόλας έντεκα. Δεν θυμάται πότε την πήρε ο ύπνος. Σαν να ‘σβησαν όλα μεμιάς το προηγούμενο βράδυ.

Δίπλα απ΄ το ρολόι, η ματιά της στέκεται στην άδεια κορνίζα. Μικρή, οβάλ, από ξύλο λευκό, με σκαλιστά ανάγλυφα ανθάκια στη βάση. Την είχαν αγοράσει σ΄ ένα παλαιοπωλείο στη Φλωρεντία, σ΄ εκείνο το φοιτητικό ταξίδι πριν πολλά χρόνια με τη σχολή. Ο παλαιοπώλης περήφανος για το σπάνιο κομμάτι από κάποιο παλάτσο της πόλης, δεν είχε παραλείψει να τη συνοδεύσει με μια συγκινητική ιστορία για τον προκάτοχό της. Ήταν ιδέα του Πέτρου να την αγοράσουν. Έλεγε πως η τέλεια φωτογραφία χρειάζεται και την ανάλογη κορνίζα. Με επιδέξιες κινήσεις είχε τοποθετήσει την αυτόματη φωτογραφία που τους είχε βγάλει ένας πλανόδιος φωτογράφος λίγες ώρες πριν, στη γέφυρα Πόντε Βέκιο, με φόντο τον ποταμό Άρνο και το ηλιοβασίλεμα. Εκείνος της κρατούσε το χέρι και την κοιτούσε χαμογελώντας, ενώ εκείνη πόζαρε φιλάρεσκα φορώντας το ολοκαίνουργιο φλωρεντιανό ψαθάκι της με την μπλε κορδέλα.
Ήταν το ξόρκι του στο χρόνο, έλεγε. Τοποθετημένη στο κομοδίνο δίπλα του, μες στην ίδια εκείνη φλωρεντιανή κορνίζα, ήθελε να είναι το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που αντίκριζε κάθε μέρα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που την έπαιρνε πάντα μαζί του σε κάθε του ταξίδι.

Γι΄ αυτό και του ΄κανε το χατίρι. Της το ΄χε ζητήσει ψιθυριστά, μια μέρα πριν φύγει, μ΄ ένα αχνό χαμόγελο, σ’ ένα από εκείνα τα ελάχιστα διαλείμματα του πόνου. Σκύβοντας χθες να τον αποχαιρετήσει, έβαλε τη φωτογραφία, όπως εκείνος συνήθιζε, στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, στο μέρος της καρδιάς, κτέρισμα.

§

 

Αναστασία Υφαντίδου

Αντανάκλαση

Κάθε πρωί κουρασμένη η Βασιλική. Τις νύχτες αντί να κοιμάται ξαγρυπνούσε κοιτάζοντας με μανία τις καινούριες δημοσιεύσεις της Στέφης. Της έγινε εμμονή πια να κοιτάζει λαθραία από το ηλεκτρονικό παράθυρο την ευτυχισμένη ζωή της πρώην φίλης της. Από το Δημοτικό σχολείο μαζί, φίλες αχώριστες. Πόσα διαλείμματα δεν πέρασαν σχεδιάζοντας τις σπουδές τους, την κοινή φοιτητική ζωή τους, τις όμορφες στιγμές που περίμεναν και τις δύο. Χρόνια αναμονής μέχρι την ενηλικίωση τους, δίνοντας υποσχέσεις η μία στην άλλη. Για την παντοτινή φιλία τους, για το ότι ποτέ δεν θα αποχωριστεί η μία την άλλη και πως τίποτα δεν θα αφήσουν να μπει ανάμεσα τους ακόμα κι αν γνωρίσουν κι άλλους φίλους , πολλούς.

Η Στέφη ως η καλύτερη μαθήτρια, σπούδασε Νομική και κατάφερε να αποκτήσει πολύ γρήγορα διασυνδέσεις. Άκρως επιτυχημένη στο επάγγελμά της δημιούργησε μια μικρή περιουσία, η οποία της επέτρεπε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Η Βασιλική δυστυχώς δεν κατάφερε να περάσει στο πανεπιστήμιο και δεν ήξερε αν το ήθελε τελικά πραγματικά. Γνώρισε τον Μανώλη και παντρεύτηκαν σε λιγότερο από έναν χρόνο. Σαν να’ ταν η μόνη της επιλογή ο γάμος, αφού δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Η ζωή όμως με τα πολλά της μονοπάτια χώρισε τις δύο φίλες. Απομακρύνθηκαν σιγά σιγά και τα όνειρα των μαθητικών τους διαλειμμάτων παρέμειναν απραγματοποίητα.

Είχε συλλάβει τις πιο όμορφες πόζες η Στέφη με την φωτογραφική του πανάκριβου κινητού της. Στο Παρίσι. Κρατώντας μια ομπρέλα κάτω απ’ το ψιλόβροχο, με τα διακριτικά Paris και πίσω της ο Πύργος του Άιφελ επιβλητικός και όμορφος. Στο παλάτι των Βερσαλλιών, με τους κρυμμένους θησαυρούς και τους άψογα περιποιημένους καταπράσινους κήπους του. Στο μουσείο του Λούβρου με την τεράστια γυάλινη πυραμίδα να θυμίζει πως όσο μικροί είναι οι άνθρωποι, τόσο μεγάλα είναι τα επιτεύγματά τους. Στη Ρώμη. Χαμογελαστή με ένα τεράστιο παγωτό από τις πολλές τζελατερίες της αρχαίας πόλης στο ένα χέρι και το τυχερό κέρμα στο άλλο, λίγα δευτερόλεπτα πριν το πετάξει στον βυθό της Φοντάνα Ντι Τρέβι. Τρώγοντας πίτσα με αντσούγιες στην πλατεία Ναβόνα και έπειτα έξω από τους οίκους Prada και Gucci στην Via de Contotti με δεκάδες πολυτελείς τσάντες στα χέρια που έκρυβαν μικρούς πρόσκαιρους θησαυρούς μέσα τους. Δίπλα στα τεράστια αγάλματα που κοσμούν την γέφυρα του Τίβερη και σε τρατορίες του Τραστέβερε στην παλιά πόλη όπου απαθανάτιζε τα εκλεκτά φαγητά και κρασιά λίγο πριν το γαστριμαργικό της ταξίδι. Στο Λονδίνο. Έξω από το Αββαείο του Ουένσμινστερ, στο μουσείο της μαντάμ Τισό, στον Μπεν το μεγάλο γνωστό ρολόι του Λονδίνου αλλά και στην πλατεία Πικαντίλυ πίνοντας μπύρες. Στο Βρετανικό μουσείο και στο παλάτι του Μπάκινγχαμ σαν να’ κλεβε λίγη βασιλικότητα από τους μονάρχες.

Μαζί της, μέσα από τις φωτογραφίες, τις περιγραφές και τις ατελείωτες δημοσιεύσεις ταξίδευε και η Βασιλική∙ μα όχι χαρούμενη. Όσο έβλεπε την γεμάτη ζωή της Στέφης τόσο άδεια φάνταζε η δική της. Συμβατική με τα προβλήματα που είχε ο γάμος της και τα παιδιά να ρουφούν κάθε ενέργεια από μέσα της. Σχολείο, δραστηριότητες, μαγείρεμα, καθαριότητα και κάθε μέρα αναγνώριζε τον εαυτό της όλο και λιγότερο στον καθρέφτη. Ένιωθε άσχημη, καθόλου ποθητή, με καινούριες ρυτίδες να χαράζουν την γυναικεία της φύση θυμίζοντας της πως η ομορφιά είναι τόσο πρόσκαιρη όσο και η ευτυχία. Η ίδια ούτε όμορφη θυμάται από πότε έχει να νιώσει μα ούτε κι ευτυχισμένη. Ρουφούσε λίγη ξενοιασιά κλεμμένη μέσα από την ζωή της φίλης της και ευχόταν να μπορούσε να ντυθεί όπως αυτή, να καλλωπιστεί με τα υπέροχα επώνυμα ρούχα και ενδόμυχα ευχόταν να ήταν αυτή στην θέση της Στέφης. Επιτυχημένη, ανεξάρτητη και κοσμογυρισμένη.

Άνοιξε απότομα η εξώπορτα του σπιτιού κι ο Μανώλης πέταξε νευριασμένα το μπουφάν του στην καρέκλα.

«Ελπίζω να είναι έτοιμο το φαγητό γιατί είμαι πτώμα» της είπε με τα μούτρα του να μην αφήνουν περιθώριο για κουβέντες.

Τον κοίταζε με τον καταπιεσμένο της θυμό να βγαίνει από κάθε κύτταρο του προσώπου της. Δεν είχε κουράγιο και διάθεση για διαφωνίες. Άφησε πίσω της το στρωμένο τραπέζι και χώθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Το κινητό της την έκανε να ξεχνιέται, να λησμονά όλα αυτά για τα οποία έπρεπε να παλέψει. Να αναβάλλει τις μάχες που έπρεπε να δώσει.

«Πάλι την κολλητή σου κατασκοπεύεις;» ακούστηκε ειρωνική η φωνή του.

«Δεν κατασκοπεύω» είπε πνιχτά κλείνοντας απότομα την οθόνη της.

«Τι νομίζεις ρε Βασιλική; Δεν βλέπω; Δεν καταλαβαίνω;»

«Εγώ απλά, απλά….σερφάρω»

«Εσύ απλά δεν είσαι εδώ Βασιλική. Εδώ και χρόνια.»

Τα δίδυμα επέστρεψαν από την προπόνηση και οι κουβέντες σώπασαν βίαια.

Κουρασμένη η Στέφη από τα τόσα ταξίδια αισθανόταν ότι βρίσκεται μόνιμα με μια βαλίτσα στο χέρι κι ότι περισσότερες ώρες περνάει στην αναμονή του αεροδρομίου παρά στο ίδιο της το σπίτι. Της λείπει η ηρεμία, η γαλήνη και η σταθερότητα. Σαν να κυνηγάει την ευτυχία απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη γη κι αυτή αόρατο χέλι, της ξεγλιστρά από τα χέρια. Κοιτάζει το ψιλόβροχο έξω από το γραφείο και το μόνο που θα ήθελε αυτήν την στιγμή είναι να βρίσκεται στο σπίτι της, στον καναπέ, με μια κουβέρτα να την ζεσταίνει και κάποιον να της προσφέρει μια κούπα με αχνιστό τσάι. Ο Αχιλλέας λείπει μονίμως. Ξεκινάει πολύ πρωί και επιστρέφει πολύ αργά στο σπίτι. Δύο δικηγόροι στο ίδιο σπίτι είναι πολλοί. Ο ήχος του τηλεφώνου την τρόμαξε.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άφησε το ακουστικό στην θέση του μουδιασμένη και έπεσε σαν άδειο σακί στην καρέκλα του γραφείου της. Η είδηση που έλαβε πολύ κακή και δεν ήξερε τι να κάνει. Μα τι διάολο, ήταν φίλες. Όφειλε να πάει. Ήθελε να πάει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει κάτι στην φίλη της μα σίγουρα η παρουσία αγαπημένων ανθρώπων στις δύσκολες στιγμές μας είναι απαραίτητη. Αγαπημένων. Τι ειρωνεία. Αφού είναι αγαπημένοι γιατί επιτρέπουμε από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνουν ξένοι;

Η κηδεία σε άκρως φορτισμένο κλίμα με τραγικές φιγούρες αυτές της Βασιλικής και των δύο αγοριών της που δεν την άφηναν από την αγκαλιά τους. Βουβά όλα στο κοιμητήριο σαν να μην αντέχει ούτε η φύση τον άδικο χαμό των νέων που σαν αστραπή πέρασαν από τούτη τη ζωή κι έφυγαν λες κι ήταν αερικά. Περίμενε στωικά η Στέφη να συλλυπηθεί κι ο τελευταίος, να φύγουν τα παιδιά που ήσαν χαμένα στην αγκαλιά συγγενών και όταν έμεινε η φίλη της μόνη να κοιτά τον φρέσκο τάφο πλησίασε. Την ακούμπησε απαλά στον ώμο. Γυρνώντας η μαυροφορεμένη γυναίκα δεν περίμενε να αντικρύσει την Στέφη. Μόνο την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τότε έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης ξεσπώντας σε έναν θρήνο καταπιεσμένο. Κράταγε τα λόγια και τα ουρλιαχτά της, την εμπόδιζε η παρουσία τόσων ανθρώπων δίπλα της ώρες τώρα που μουρμούριζαν ακατάληπτες φράσεις παρηγοριάς. Όταν στέρεψαν τα δάκρυα και των δύο πήραν τον δρόμο της επιστροφής πιασμένες χέρι χέρι.

Η Βασιλική δεν άντεχε την σιωπή κι είπε πάνω στον πόνο της να ξαλαφρώσει την ψυχή της.

«Στεφανία, ξέρεις, σε ζήλεψα πολλές φορές. Κοιτούσα ώρες ατελείωτες τις νύχτες τις φωτογραφίες σου και ευχόμουν να ήμουν εγώ στη θέση σου. Πολλές φορές σε μισούσα κιόλας. Γιατί εγώ δεν θα καταφέρω ποτέ να κάνω όσα εσύ, να ταξιδέψω σε τόσα μέρη, να ζήσω την ζωή που έχεις, την χλιδή, τα ξενοδοχεία και κυρίως την ανεξαρτησία σου»

«Βασιλική;» τόλμησε με απορία η Στέφη

«Όχι. Μη με διακόπτεις. Σπούδασες, είσαι επιτυχημένη, έχεις γυρίσει όλο τον κόσμο. Κάθε φορά που έβλεπα ένα από τα καινούρια σου ταξίδια η ζήλια μου έτρωγε τα σωθικά. Ένιωθα αποτυχημένη, κενή και γυναικούλα μπροστά σου» όσο ξεστόμιζε τις πέτρες που κουβαλούσε μέσα της τόσο το πρόσωπό της ηρεμούσε. Δεχόταν ότι είναι άνθρωπος μικρός και μικρές οι σκέψεις της πολλές φορές.

«Βασιλική, τι είναι αυτά που λες; Ξέρεις πόσες φορές ζήλεψα τις εξόδους σου με τα παιδιά; Τις εκδρομές σας που χαμογελούσατε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου; Την φωτογραφία με τις πατούσες σας σε διαφορετικές χνουδωτές κάλτσες κοντά στο τζάκι; Γελούσα κι έκλαιγα μαζί. Εγώ δεν θα το νιώσω ποτέ αυτό Βασιλική. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Έκανα πολλά ταξίδια, πήγα στους καλύτερους γιατρούς του εξωτερικού. Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη και που δεν πήγα. Η απάντηση πάντα ίδια. Αν θέλουμε παιδί καλύτερα να δούμε την διαδικασία της υιοθεσίας μα ο Αχιλλέας ούτε να τ’ ακούσει. Κουράστηκε να ελπίζει και σε κάθε γιατρό να γκρεμοτσακίζεται το όνειρο.»

«Στέφη λυπάμαι τόσο πολύ, συγνώμη, ειλικρινά συγνώμη. Τα παιδιά ναι γεμίζουν την ζωή του γονιού, όχι όμως της γυναίκας. Κι εγώ είμαι και γυναίκα. Ο Μανώλης με απάτησε πριν δύο χρόνια. Προσπαθήσαμε πολύ να το αφήσουμε πίσω μας μα δυστυχώς η εμπιστοσύνη που του είχα κλονίστηκε για πάντα. Ήμουν μόνιμα καχύποπτη, ανασφαλής και θυμωμένη. Τον περίμενα στην γωνία και με το παραμικρό του το χτύπαγα. Δύσκολα κολλάνε τα κομμάτια που σπάνε και ακόμα κι αν κολλήσουν δεν θα είναι ποτέ όπως πριν. Γυρνούσε από την δουλειά του όταν έγινε το αυτοκινητιστικό και όσο έβλεπα ότι αργούσε δεν σκέφτηκα ότι κάτι κακό μπορεί να του συνέβη μα ότι μπορεί να βλέπει ακόμα αυτήν την γυναίκα.»

Αναστέναξαν βαθιά οι δύο γυναίκες ακουμπώντας η μια στη άλλη τις μύχιες σκέψεις της. Σε έναν ψεύτικο κόσμο, εικονικό αυτές επέτρεψαν στον εαυτό τους να πληγώνεται από άδειες στιγμές, μια λήψης, ενός φωτογραφικού φακού. Ο φακός όμως δείχνει μόνο μια αντανάκλαση αυτού που θέλουμε να είμαστε κι όχι της πραγματικότητας που κρύβουμε μέσα μας. Ο εικονικός κόσμος κρύβει εικονικές στιγμές και η αληθινή ζωή δεν εγκλωβίζεται σε λήψεις παρά μόνο σε στιγμές που κουβαλάει η ψυχή μας για πάντα.

Robert Delaunay/Tour Eiffel. 1926

Robert Delaunay/Woman with a Parasol, 1913

Δήμητρα Φούντα

Fondue λύτρωσης

Ήταν έξω με φίλους. Γιόρταζε τα γενέθλιά του. Κι ενώ η βραδιά κυλούσε απίθανα, με άφθονο γέλιο, συζητήσεις και φαγητό, χτύπησε το τηλέφωνό του. Γρήγορα βγήκε έξω από το εστιατόριο κάνοντας νεύμα στους- ούτως ή άλλως- απασχολημένους της παρέας και αναρωτήθηκε στιγμιαία τι ήταν τόσο επείγον και τον ξανακαλούσε ο πατέρας του. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, θαρρείς και ήθελε να προλάβει, ο πατέρας είχε τη χαρά και την πρωτιά στις ευχές. Η φωνή στην άλλη άκρη ήταν βραχνή και κουρασμένη. Κόλλησε το αυτί του στο ακουστικό και χώθηκε σε ένα στενό για να ακούσει.

-Συγγνώμη, αγόρι μου, αν σε ενοχλώ. Ξέρω ότι θα γιορτάζεις τέτοια ώρα… Πρόκειται για τη μητέρα σου. Από το απόγευμα δεν αισθανόταν καλά-είχε έναν πόνο χαμηλά- αλλά ο πόνος χειροτέρευσε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα εσένα… αν μπορούσες να έρθεις… Βλέπεις η αδερφή σου και να ήθελε, δεν θα μπορούσε.

Το θέμα ήταν ότι η αδερφή του δεν ήθελε. Πάει καιρός που είχε «διαχωρίσει» τη θέση της επιμένοντας ότι, λόγω απόστασης, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να στέλνει σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποια χρήματα στους γονείς , «για να είναι αξιοπρεπείς». Το θέμα είναι ότι αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το επίδομα γονεϊκής αλληλεγγύης και είχε ξεχάσει ότι υπάρχουν.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, τον έλουσε ιδρώτας. Ασυναίσθητα και σχεδόν εγωιστικά, η πρώτη σκέψη που του πέρασε από το μυαλό ήταν ότι έκανε λάθος που σήκωσε εξαρχής το τηλέφωνο. Άλλωστε, οι γονείς του συχνά του παραπονούνταν για θέματα υγείας, ειδικά τα τελευταία χρόνια που ένιωθαν ότι γερνούν.

Μπήκε βιαστικά στο εστιατόριο, πήρε το πανωφόρι του και άφησε χρήματα πάνω στο τραπέζι για το κέρασμα. Στα πεταχτά, εξήγησε τον λόγο που έπρεπε να φύγει.

Ο δρόμος για το σπίτι των γονιών του ήταν περίπου δύο ώρες με το αυτοκίνητο. Και ευτυχώς που τέτοια ώρα ήταν σχετικά άδειος. Το μόνο που τον δυσκόλευε ήταν η βροχή που είχε ξεκινήσει δειλά νωρίς το βράδυ και δυνάμωνε. Οι υαλοκαθαριστήρες κινούνταν ρυθμικά και ακούραστα, ενώ η φωνή του ραδιοφωνικού παραγωγού ακουγόταν νωχελική. Αυτό που δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει είναι γιατί όλοι οι σταθμοί, από τα μεσάνυχτα κι έπειτα, έπαιζαν τον ρόλο του «νανουριστή». Λες και ήθελαν να τους βάλουν όλους για ύπνο. Ακόμη κι αυτούς που, εκ των συνθηκών ή λόγω επαγγέλματος, έπρεπε να είναι στο τιμόνι. Άλλαξε γρήγορα σταθμό από φόβο μήπως παρασυρθεί και νυστάξει.

Τα φώτα περισσότερο τον κούραζαν, παρά τον ξυπνούσαν. Αλλά ξαφνικά τού σφήνωσε η εικόνα με την πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο στο πατρικό του. Προσπάθησε να τη διώξει, αλλά αυτή επέμενε, αυτός επέμενε να τη σκέφτεται.

Στην πολυθρόνα κούρνιαζε τις Παρασκευές. Τώρα τελευταία έπιανε συχνά τον εαυτό του να ξεχνιέται κοιτάζοντας τη στοίβα με τους τόμους των αστυνομικών διηγημάτων που συνέλεγε επιμελώς από τότε που ήταν παιδί. Από πέμπτη Δημοτικού, κάθε δεύτερη Παρασκευή του μήνα, μετά το σχολείο, κρατούσε τον πολυπόθητο τόμο. Κάποιες φορές φλέρταρε με την ιδέα να αλλάξει προτιμήσεις, έτσι από καπρίτσιο αναγνωστικής απιστίας και να επιλέξει κάποιο κόμικ. Όμως, θαρρείς και από προληπτική δειλία, κατέληγε στην εξιχνίαση των υποθέσεων του Επιθεωρητή Μ.

Όσο ήταν στην τάξη, η καρτερικότητα να υπομείνει όλα τα στάδια του σχολικού προγράμματος, τον καθιστούσε στα μάτια του ικανό, σχεδόν περήφανο να λάβει την «ανταμοιβή». Ήδη από την τέταρτη ώρα, μετρούσε τα στάδια- εμπόδια που ο ίδιος είχε θέσει νοερά μέχρι το τέλος της σχολικής ημέρας και εβδομάδας: την τέταρτη ώρα η εξέταση των Φυσικών, την πέμπτη ώρα οι απαιτήσεις του γυμναστή και, τέλος, η Μουσική. Αλλά ειδικά η τελευταία ώρα τού φαινόταν σα να διαρκούσε πιο πολύ από τις υπόλοιπες.

Μεγαλώνοντας, είχε πλάσει ένα είδος «ιεροτελεστίας»: μόλις έφτανε σπίτι, με το βιβλίο υπό μάλης, έβαζε νερό στον βραστήρα. Ετοίμαζε μεθοδικά το τσάι, που ενίοτε συνοδεύονταν από κανένα κουλούρι, έπαιρνε βαθιά ανάσα και καθόταν στο αγαπημένο του σημείο του σπιτιού: στην πολυθρόνα. Εκείνες τις Παρασκευές δεν είχε όρεξη για φαγητό. Αφιερωνόταν αποκλειστικά στην ανάγνωση και γευόταν κάθε γουλιά που κυλούσε μέσα του. Μασούσε αργά την πνευματική του τροφή, ενώ στριφογύριζε τα μπισκότα στο φλιτζάνι, ίσα να μη βυθιστούν και απολάμβανε το λιώσιμό τους στον ουρανίσκο. Κάπως έτσι, σκεφτόταν, θα ένιωθε και ο Προυστ με τις μικρές μαντλέν… Κάθε λέξη χτυπούσε στο μυαλό του όπως πλατάγιζε νωχελικά τη γλώσσα στον ουρανίσκο. Κατάπινε την κάθε αράδα υπομονετικά, ώστε να διαρκέσει περισσότερο. Γυρνούσε τις λέξεις, τις αναμασούσε και τολμούσε να τις ψιθυρίσει, διασκεδάζοντας στο άκουσμά τους: «ακαταπόνητος», ανεξέλεγκτα», «μυστηριωδώς»…

Το δύσκολο βέβαια ήταν τις Παρασκευές που δεν προβλεπόταν η «αγορά». Ένιωθε ότι έπρεπε να υπομείνει το βάσανο της ημέρας χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς καν εκείνο το σκίρτημα με το που άκουγε το «ντριιιιν!». Το μόνο, λοιπόν, που του έμενε εκείνες τις «λευκές» Παρασκευές ήταν η προσμονή τού μεσημεριανού τραπεζιού. ΄Εστρεφε τη σκέψη του προς αυτό και αντλούσε ταπεινά σταγονίδια χαράς. Άλλωστε, πάντοτε του έλεγαν φίλοι και συγγενείς ότι διέθετε μια απίθανη, σχεδόν αλαζονική ικανότητα να μεταστρέφει άσχημες καταστάσεις σε ψήγματα θετικής σκέψης.

Γενικά, ως σήμερα, ένιωθε ότι τα είχε καταφέρει αρκετά καλά χάρη σ’ αυτή την ενστικτώδη τάση για επιβίωση. Όταν του συνέβαινε κάποια αναποδιά, καυγάς με κολλητό, κατσάδα από τη μητέρα, χωρισμός από ερωμένη (με δική της πρωτοβουλία!), ο ίδιος, πριν καλά καλά λάβει στα χέρια του τους: « τίτλους τέλους» ή την: «αλλαγή των όρων μιας σχεσιακής συμφωνίας», μηχανεύονταν, έστυβε μυαλό και -ενίοτε ψυχή- προκειμένου να περάσει στο επόμενο στάδιο. Στο: «από- εδώ- και – πέρα» στάδιο. Στο: «από- εδώ-και- στο- εξής» βήμα. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, όταν σα λαγωνικό οσμιζόταν την άσχημη έκβαση μιας κατάστασης, προετοιμαζόταν για το «μετά» σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν δεν έπαιρνε είδηση την ίδια τη στιγμή που συνέβαινε το κακό. Μόνο μια ξυραφιά τον έπαιρνε επιδερμικά, επιπόλαια τού γρατζουνούσε τα μέσα του, αλλά ως εκεί…

Με τα χρόνια γινόταν όλο και καλύτερος στον μηχανισμό «ψυχο-προστασίας». Τα τσιρότα και οι επίδεσμοι που προορίζονταν για την ψυχή του τα φύλαγε επιμελώς στη φαρέτρα τού είναι του, μαζί με τα υπόλοιπα εφόδια για ανάλογες περιστάσεις. Ορισμένες φορές, ασκούνταν και προφυλασσόταν εκ των προτέρων, ακολουθώντας ευλαβικά την παροιμία: «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πονέσουν…», αν και δεν ήταν πια σίγουρος αν έλεγε «πεινάσουν» ή «πονέσουν»… Και ας του καταλόγιζαν-ειδικά τελευταία είχε καταντήσει άνοστο αστείο! –αναισθησία. «Αυτοί» δεν είχαν εξελίξει τους κατάλληλους μηχανισμούς άμυνας και ψυχικής αδιαβροχοποίησης.

Από τότε που η μητέρα νοσηλευόταν, τα βράδια που έμενε άυπνος ολοένα και αυξάνονταν. Στην αρχή το απέδωσε σε υπερένταση(το αφεντικό στην εφημερίδα περνούσε δυσκολίες με τον γιο του και ξεσπούσε στον ίδιο). Άλλοτε, πάλι, έφταιγε ο τρίτος καφές της ημέρας. Και οι άγρυπνες νύχτες συνεχίζονταν βασανιστικά.

Και ήταν Κυριακή, ξημερώματα Δευτέρας όταν το ένιωσε για πρώτη φορά.

Ξεκίνησε ως μούδιασμα στο κεφάλι και εξαπλώθηκε σα ρεύμα σε όλο του το κορμί. Ένιωσε να είχε ξεμείνει από εφόδια. Η είδηση τον είχε συνταράξει απρόσμενα. Στην αρχή σκέφτηκε πως επρόκειτο για κάποιο λάθος. Το πρώτο που έκανε ήταν να συγκεντρώσει τα «εφόδια». Αλλά και πάλι ένιωθε ότι δεν είχε προνοήσει για την «προμήθεια» κατάλληλων- για την απώλεια του πιο αγαπημένου του προσώπου-πυρομαχικών. Όντως, πιάστηκε στον ύπνο. Αυτός, που τόσα χρόνια μάζευε υπομονετικά τα ψυχικά του αποθέματα, αποταμίευε το συναισθηματικό του υστέρημα, ενώ οι άλλοι το σκορπούσαν απερίσκεπτα. Τώρα;

Τώρα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με κουλουριασμένα τα γόνατα στο στήθος. Ο καθρέφτης απέναντι τού θύμιζε την κατάστασή του. Επίμονη υπενθύμιση ότι είναι άνθρωπος. Τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του και αντίκρισε το είδωλό του με ντροπή. Ένιωθε σα δαρμένο ζώο. Πάει καιρός που είχε να ασχοληθεί με τον ίδιο, να φροντίσει- μέσα έξω- τον εαυτό του. Τώρα, ακόμη και τα ρούχα με τα οποία έντυνε την ακαμψία του τον βάραιναν. Τα δάκρυα πότιζαν το σώμα του και έκαναν το φορτίο του αβάσταχτο. Ωστόσο, σε κάθε του λυγμό, μαλάκωνε και η γύψινη « μάσκα» με την οποία επένδυε το «είναι» του. Και στη θέση της αποκαλυπτόταν κάτι το καθαρό, το πηγαίο. Ακόμη και οι συναισθηματικές του ουλές που έμεναν εκτεθειμένες, τον ανακούφιζαν, απολαυστικά σχεδόν, καθώς του θύμιζαν ότι είναι άνθρωπος.

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι αφέθηκε στο «λιώσιμο» του «εκμαγείου» που δημιούργησε ο ίδιος για την ύπαρξή του. Λυτρωτικά, ανακουφιζόταν από τη διαδικασία με την οποία άρχισε να απομακρύνεται ο ψυχο-προστατευτικός γύψινος «πολτός». Κάθε συναίσθημα τού αποκαλυπτόταν καινούριο, θαρρείς και το ένιωθε για πρώτη φορά, έπειτα από μακροχρόνιο συναισθηματικό λήθαργο.

Αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο βρεφικό. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Το πρωί, ένιωθε ανάλαφρος, αν και θλιμμένος. Ενώ ετοιμαζόταν για την κηδεία, παρατήρησε ότι κάτω από το στρώμα του υπήρχε ένα γύψινο καλούπι που θύμιζε τη μορφή του…

Robert Delaunay/Landscape with Cows, 1906

Νίνας Φωτιάδου

«Περνάμε καλά στα παρασκήνια και αυτό βγαίνει προς τα έξω!» 

 

Είχα μόλις τελειώσει το μακιγιάζ. Τα μαλλιά μου τα είχα σηκώσει ψηλά και ήρθε η ώρα να φορέσω το κοστούμι. Λευκό! Συμβολικό. Νύφη η Αντιγόνη του Αίμωνα που τελικά παντρεύεται το Χάρο… Τι έμπνευση και αυτή της σκηνογράφου! Εννιάμιση στις δέκα «Αντιγόνες», λευκά φοράνε που συμβολίζουν το ματαιωμένο της γάμο και το θάνατό της. Το είπα -και στον σκηνοθέτη και στη σκηνογράφο- ότι είναι τετριμμένο. Όπως και το σκηνικό! Μαύροι όγκοι με κόκκινες πιτσιλιές για να συμβολίζει τον αιματοβαμμένο κύκλο των Ατρειδών. Ok, πρώτο έτος στη σχολή θεάτρου να είσαι, αυτό δεν το κάνεις γιατί είναι το ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ!!!
Έγινε χαμός. Τσίριζε η σκηνογράφα! Που θα της πω εγώ εκεινής που τελείωσε την τάδε σχολή και δούλεψε δίπλα στον τάδε και τον δείνα…
Ντριν! Πρώτο κουδούνι. Ας ντυθώ η Ατρείδαινα, να τελειώνουμε. Αμάν κι αυτή η σερβιέτα δε στέκεται στη θέση της με τίποτα! Πρεμιέρα χωρίς να έχω κάτι δε γίνεται. Πυρετός, αμυγδαλές, περίοδος. Και περίοδος πλημμύρα, όχι αστεία. Τέλος πάντων, έτοιμη. Κοιτιέμαι στον καθρέφτη, όλα καλά.
Δεύτερο κουδούνι, βγαίνω και παίρνω θέση στην κουίντα. Ακούω τον κόσμο. Ωραία, έχουμε κόσμο. Έχω μια αγωνία… Κι αυτή η σερβιέτα με ενοχλεί.
Τρίτο κουδούνι, σβήνουν τα φώτα της πλατείας. Περνάει από πίσω μου η σκηνογράφος. Με κοιτάει. Δεν της δίνω σημασία. Ξαφνικά…
«Καίτη;»
«Τι;», της απαντάω φανερά ενοχλημένη. «Έχεις περίοδο;» με ρωτάει. Μη χειρότερα. Θα μας τρελάνεις; «Κι εσύ πού το ξέρεις;» τη ρωτάω με δολοφονικό ύφος. «Το κοστούμι σου είναι κόκκινο από πίσω», μου λέει έντρομη. Τα χάνω. Τώρα; Ψυχραιμία Ατρείδαινα, δείξε ποια είσαι! «Τον αιματοβαμμένο κύκλο των Ατρειδών δεν ήθελες; Ε, τον έχεις!», της λέω και βγαίνω στη σκηνή.
«Πολυαγαπημένη μου αδερφή, Ισμήνη…»

Robert Delaunay/Hommage to Blériot, 1914 

Φανή Χούρσογλου

Η μονοκατοικία

Το σπίτι απ’ έξω έμοιαζε ενδεχομένως και ακατοίκητο. Όχι πως ήταν κανένα ερείπιο αλλά οπωσδήποτε τα είχε τα χρονάκια του. Την εποχή που είχε χτιστεί οι καθώς πρέπει οικίες στα προάστια εξασφάλιζαν κάποια ιδιωτικότητα και η συγκεκριμένη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε η Μάρθα όταν πρωτοεμφανίστηκε στην πόλη. Είχε ήδη εξασφαλίσει μια θέση τηλεφωνήτριας στη χαοτική υπηρεσία πληροφοριών του κέντρου αλλά όσον αφορούσε τον προσωπικό της χώρο δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς.

Στη δουλειά φρόντιζε να είναι απόλυτα συνεπής και τυπική. Η εμφάνισή της ήταν πάντα περιποιημένη αλλά χωρίς καμία αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα. Στην αρχή την πλησίασαν αρκετοί συνάδελφοι με μια διερευνητική διάθεση κοινωνικής επαφής, όμως εκείνη απέρριπτε ευγενικά οποιαδήποτε πρόταση. Όπως απέφευγε και τα διάφορα πηγαδάκια στα διαλείμματα, με λογική συνέπεια σύντομα να συμπεριληφθεί σε αυτά ως αντικείμενο χλευασμού και απαξίας. Δεν την πείραζε.

Περπατούσε μόνη μετά το σχόλασμα και φθάνοντας σπίτι τελούσε με περισπούδαστη προσήλωση τον προγραμματισμό της. Αφαιρούσε την πλακέτα και τη μπαταρία, την οποία φόρτιζε με δυο μισοφαγωμένα ηλεκτρόδια και ρύθμιζε το εμφυτευμένο ρολόι της για την ερχόμενη μέρα στις εφτάμιση ακριβώς. Στην συνέχεια καθόταν αναπαυτικά στο σαλόνι κοιτάζοντας προς την πλευρά του κήπου, χωρίς όμως να εστιάζει πουθενά, με κάτι σα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Έμενε στην ίδια θέση, με την ίδια ακριβώς έκφραση μέχρι το ξημέρωμα οπότε και ξεκινούσε η διαδικασία απ΄την αρχή.

Για τη σπιτονοικυρά της ήταν η ιδανική ένοικος. Η κυρία Ρόουζι κάπου πρέπει να είχε χαθεί και ξεχάστηκε. Παιδιά σκυλιά δεν είχε κι ούτε ήθελε τριγύρω. Ήταν σχεδόν διάφανη και μερικές φορές πραγματικά εξαϋλωνόταν σαν έπεφτε το σούρουπο. Οι όποιες δραστηριότητές της – κυρίως σχετικά με την τακτοποίηση των μαονένιων επίπλων του επάνω ορόφου – ολοκληρώνονταν εξ’ απαντος μέχρι το μεσημέρι. Στη συνέχεια κούρνιαζε στην τραπεζαρία όπου μπάλωνε τ’ ανέγγιχτα σκοροφαγωμένα της προικιά.

Ξένες οι δυο γυναίκες γέμιζαν τα ντουβάρια λες κι είχαν υπογράψει κάποιο μυστικό συμβόλαιο που επικύρωνε ο χρόνος μόνο μέσα απ’ τη βουβαμάρα τους. Μόνες πάντως δεν ήταν.

Ο Τζόναθαν ο κηπουρός, γνήσιο στοιχειό της φύσης, τρελό τυπάκι βγήκε τελικά. Μικροσκοπικός, κοκκινοτρίχης, με διάσπαρτες φακίδες και βλέμμα πονηρό. Χειμώνα και φθινόπωρο κοιμόταν στην καλύβα του αποφεύγοντας να μπλέκει με επίπονες εργασίες. Τα καλοκαίρια πάλι – ιδίως τα πρωινά που έσκαγε κι ο τζίτζικας – άραζε με τις ώρες κάτω από τις νερατζιές ή ανάμεσα στις φτέρες σκαρώνοντας διάφορες γκροτέσκες σκανδαλιές.

Όταν λοιπόν κουραζόταν πια απ’ την πολλή την τεμπελιά το οικόσιτο μειράκιον τρύπωνε και ξετρύπωνε εκεί που δεν το σπέρναν. Διασκέδαζε πολύ με το να διασαλεύει στιγμιαία την απόλυτη ησυχία. Μετακινούσε τα κειμήλια, έσερνε τις καρέκλες ή έσπαγε κανένα κρυστάλλινο ποτήρι και μετά τα έριχνε στα πνεύματα. Η δύστυχη κυρία Ρόουζι στο άκουσμα και μόνο των απόκοσμων ήχων ξόρκιζε μία μία τις οικογενειακές φωτογραφίες.

Ο αθεόφοβος είχε μια απίστευτη ικανότητα να ενσωματώνεται εντελώς στο περιβάλλον, με έμφυτη κομψότητα σαν έφηβος γατούλης αλλά και μια ιδιοπαθή περιέργεια που μόλις ανακάλυψε την άφιξη της Μάρθας βρήκε απροσδόκητα άφθονη λαχταριστή τροφή…

Ένα ζεστό απόγευμα γλίστρησε απαλά απ΄την αραχνοΰφαντη μεταξωτή κουρτίνα και άγγιξε το πολυμερές άσπρο σαν του νεκρού χέρι της Μάρθας που έχασκε πάνω στον καναπέ. Τότε ένιωσε μια δόνηση πρωτόγνωρη γι’ αυτόν ν’ άγεται και να φέρεται διαπερνώντας τους ιστούς των δύο ετερόκλιτων σωμάτων. Ο Τζόναθαν ήταν γενικώς λίγο πολύ αλλού αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί τη δύναμη που θα μπορούσε να έχει το ηλεκτροστατικό φορτίο μεταξύ τους. Κύματα άγριας διέγερσης και φαντασίες τρελές κατέκλισαν το παιχνιδιάρικο μυαλό του στην πρώτη κιόλας επαφή. Θα έπαιρνε όρκο πως οι δυο τους συντονίστηκαν καρμικά σε μια αλλόκοτη παράλληλη διάσταση.

Έκτοτε έκοβε καθημερινά τα πιο φρέσκα μπουμπούκια και τα απογεύματα που η Μάρθα αποσυμπιεζόταν στο βικτωριανό καναπέ εκείνος στόλιζε με φρέσκα άνθη τα μαλλιά της κούκλας, όσο ο διακόπτης της βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής. Ο Τζόναθαν δεν έμοιαζε να χολοσκάει αν το κεφάλι της καλής του ήταν ολότελα κενό και ούτως ή άλλως δεν ήταν ο τύπος που εκτιμούσε τις πολλές κουβέντες. Αντίθετα, καμάρωνε που πέτυχε τόσο ζεν γκομενάκι. Καθόταν δίπλα της για ώρες σιωπηλός και όταν έβγαινε από τις ονειροπολήσεις του χάιδευε τα ασάλευτα μέλη της, ψηλαφώντας με εξαιρετική ζέση τα σημεία που πίστευε πως μπορεί να βρισκόταν το καταραμένο ρολόι, με σαφέστατη πρόθεση να το εξουδετερώσει μια για πάντα.