Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Νοέμβριο του 2022 στο Culture Book»

Ως θεματικός άξονας για τον μήνα Νοέμβριο επιλέχτηκε το Πανεπιστήμιο, το οποίο, στην ειδολογική κατηγορία τού campus novel, έχει αποτελέσει, κατά καιρούς, αφορμή και αντικείμενο μυθοπλασίας, όχι μόνο ως χωροχρονικό πλαίσιο ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, αλλά κυρίως ως πεδίο διαμόρφωσης ταυτοτήτων και διαπροσωπικών σχέσεων, ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων, διαπλοκής, μηχανορραφιών, συγκρούσεων, ακόμη και ανθρωποκτονιών. Αν και στην Ελλάδα δεν γνώρισε (ακόμη;) ιδιαίτερη άνθηση, σε σύγκριση με τη Βρετανία ή την Αμερική, όπου εντοπίζεται η πρώτη ανάπτυξη και καλλιέργειά του, στοιχεία του «πανεπιστημιακού μυθιστορήματος» διακρίνονται σε αρκετά και ενδιαφέροντα, κατά την άποψή μας, έργα Ελλήνων δημιουργών. Για τον σκοπό του παρόντος αφιερώματος ζητήσαμε από Πανεπιστημιακούς – συγγραφείς να συνθέσουν μια σύντομη ιστορία «από τα έδρανα», εν είδει ενός campus short-story. Παρά τον κοινό τους άξονα, τα επιμέρους θέματα των ιστοριών ποικίλλουν, όπως, επίσης, το ύφος και η τεχνική των κειμένων –πώς αλλιώς άλλωστε; Οι συγγραφείς που συμμετέχουν είναι αλφαβητικά οι: Ελισάβετ Αρσενίου, Αθηνά Βογιατζόγλου, Γιώργος Κεντρωτής, Σπύρος Κιοσσές, Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Μαίρη Μικέ, Χάρης Μιχαλόπουλος και Τασούλα Τσιλιμένη.

Καλή ανάγνωση!

Σπύρος Κιοσσές 

André Derain/1906, La jetée à L’Estaque, oil on canvas, 38 × 46 cm

Ελισάβετ Αρσενίου

Πειρατίς

Εγώ, όπως ξέρετε, δεν γράφω λογοτεχνία. Ούτε αγαπώ τις φασαρίες. Όμως σας αντιγράφω ένα ανώνυμο κείμενο που βρήκα τσαλακωμένο στις σκάλες του Νέου Κτιρίου. Είναι, νομίζω, προϊόν ψυχοπάθειας. Μπορείτε να το θεωρήσετε και καλτ:

Σήμερα θα επιχειρήσω ακόμη μία απόπειρα εισόδου. Από τις μακρινές γειτονιές της πανεπιστημιούπολης φαίνονται τα φώτα. Αλλιώς επικρατεί σκοτάδι. Μικροί φωτισμοί σε μερικά συγκροτήματα μόνον.

Αν παρεισφρήσεις ως μεταμφιεσμένο διδακτικό προσωπικό, να περιμένεις αποπομπή και ΕΔΕ. Αν παραμείνεις ινκόγκνιτο, θα αντιμετωπίσεις χειρότερα. Θυμηθείτε το Γκάτακα. Οι φύλακες κατέχουν τεχνικές εντοπισμού. Κοιτάζουν για ρυτίδες και τρίχες, μυρίζουν. Σαρώνουν τα παπούτσια τους. Οι πιο πολλοί δοκιμάζουν να περάσουν κρυφά με γυαλιά και καπέλο.

Για να αποκτήσεις πανεπιστημιακή ταυτότητα πρέπει να περάσεις τα τρία στάδια μύησης.

Στην αρχή εκκολάπτεσαι με την πρόθεση να διασχίσεις την κόλαση. Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι συναντάς τον Διοικητή και άλλους σκοτεινούς ηγεμόνες. Οι μώλωπες στα άκρα δηλώνουν πως επήλθε φθορά. Αν ξεφύγεις χωρίς να διαλυθείς, επιβίωσες γιατί ήξερες τα αληθινά τους ονόματα.

Η δεύτερη φάση περιλαμβάνει πεζοπορία στον ουρανό, μέσω της πύλης των αστέρων ανάμεσα στον κόσμο μας και τον υπερβατικό κόσμο. Αναγνωρίζεις την κορδέλα των αστέρων που ρέει μέσα και έξω από τον παράδεισο και πιστεύεις ότι το πνεύμα σου αφήνει το σώμα σου άθικτο από τα νερά του χάους που φουσκώνουν με την αχαλίνωτη δύναμη του Διοικητικού συμβουλίου. Οι πλάτες σου πονούν από σακίδια πλάτης, ανεβαίνεις κάθετα με σκοινί και καρφιά.

Η τελική ιεροτελεστία είναι μία απόδραση από το βασίλειο του χάους. Κάποτε στην απέναντι όχθη, όπου πάντα σε περιμένει ο εαυτός σου με ουρά, πρέπει να ταξιδέψεις στην έρημο. Εκεί κρύβονται πύρινοι σκύλοι που ετοιμάζουν επίθεση, όπως ακριβώς περιγράφει η Βίβλος. Για να προστατευτείς από τα δαγκώματα πρέπει να έχεις ταυτότητα.

Να περπατάς χαμηλά και να αντέχεις. Τα πλήγματα είναι αόρατα. Πατάς εκεί που βλέπεις πατήματα. Αν δοκιμάσεις δική σου διαδρομή το ρίσκο είναι μεγάλο.

Πολύ κρίσιμο είναι να ανοίξουν οι πύλες. Να βρεις τα κλειδιά ή αν χρειάζεται να κάνεις διάρρηξη. Θα είναι αδύνατο, υπάρχουν οι φύλακες. Θα σε φάει το σκοτάδι.

Αν έχεις προλάβει να εκκολαφθείς πάντα πρέπει να δείξεις ταυτότητα.

Σε προϋπαντούν οι απόγονοι των αρχόντων, μεγαλειώδεις στον Αιώνιο Φόβο τους, να σε διώξουν με περίπλοκα όπλα. Υπερφίαλα κεφάλια αλλοιωμένα με φως. Αόρατοι, χωρίς καμία αναφορά. Τρομεροί και Αθώοι. Δεν θα λάβεις ταυτότητα ποτέ όσες φορές κι αν ρωτήσουν. Θα μείνεις πάντα χωρίς. Δωρεές και υποτροφίες.

Πλησιάζοντας οι τοίχοι είναι πράσινοι chartreuse. Το θαυμάσιο σύγχρονο χρώμα που ομορφαίνει τα προκάτ και τα βαν. Το σπίτι σου με γραφείο που κλείνει και ανοίγεται. Ο τοίχος καλυμμένος με ακρίδες.

Παράταξη ιερέων στην αίθουσα τελετών. Να ευλογηθεί η επιστήμη.

Και οι άλλοι, οι σκύλοι, σε αγέλες κατεβαίνουν από το βουνό. Εκείνοι θα διώξουν τελειωτικά τα παράσιτα. Διατίθενται για αυτό. Αν συναντηθείς μαζί τους στην πορεία της μύησης προσοχή για τους πιο επικίνδυνους:

1.Το τραπουλόχαρτο: δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά ανήκει πάντα σε μία αγέλη επευφημίας ή λοιδορίας.

2.Ο/Η έξυπνος/η στρατηγός: πάντα έχει ερωτήσεις, συχνά άσχετες, όσο κι αν στην αρχή θα φανούν σχετικές. Σκοπός του/της να αναδειχθεί.

3.Ο/Η έξυπνος/η στρατηγός που γέρασε μάταια: του έμειναν αυτοπροβολή, επίκριση και πικρία.

4.Ο/Η η-επιστήμη-θα-πεθάνει-μαζί-μου: ο σχεδόν παροπλισμένος που καταδιώκει κάθε καταπάτηση του εδάφους του.

5.Ο/Η βασίλισσα-κόψτε-του-το-κεφάλι: δίνει το σύνθημα στα τραπουλόχαρτα (βλ. 1) να καρατομήσουν όποιον δεν βρίσκεται κάτω από την βικτωριανή της εξουσία, την αμφισβητεί ή αδιαφορεί για αυτή.

Αν τους συναντήσεις, ακόμα κι αν πέσεις στα χέρια τους, αγνόησέ τους. Ελίσσου χωρίς να τους πειράξεις. Δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ανησύχησε αν σε εκλάβουν ως σύμμαχο. Θεώρησε περιττό να σε αποδεχτούν ως εχθρό.

Όχι, όχι, δεν αρκεί να προσέχεις αυτούς.

Είμαι έξω και περιμένω το εξώδικο. Να φανταστείτε σας γράφω από εδώ.

Πέρασα όλα τα στάδια. Η μύηση απέτυχε. Προς το παρόν.

Το θέμα είναι τι διέρρευσε.

Πρέπει να παραδεχτώ πως αυτό το τελευταίο ισχύει. Η είδηση είναι το παν.

André Derain/Portrait of a Girl in Black, 1913

 

Αθηνά Βογιατζόγλου

c.v.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ/ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το μαρτύριο του διδακτορικού είναι παρελθόν, λέει και ξαναλέει στον εαυτό της μπας και τον πείσει για το αυτονόητο. Τέρμα η φαγούρα, τα εκζέματα στα πόδια, οι άφτρες – σαν να περνούσαν πρώτα μέσα από το στόμα της όσα έγραφε και να το πλήγωναν. Τέρμα τα ξέχειλα τασάκια, τα διπλά ουίσκυ, οι παραμελημένοι εραστές – που όμως ακόμη στα όνειρά της στήνουν τον χορό του Ζαλόγγου και πέφτουν ένας-ένας σε λάκκο βαθύ, με την προειδοποιητική ταμπέλα: «Πίνακας περιεχομένων».
Τώρα στρίβει πέντ’ έξι τσιγαράκια την ημέρα, πίνει μπύρα Sol, αφιερώνει χρόνο στο αγόρι της. Τον πυρετό του σκαλίσματος στα αρχεία, την εφιαλτική αναζήτηση μιας δομής που να βαστάει όρθιο το οικοδόμημα, την επιθετικότητα προς το σώμα της, όλα τα έχει αντικαταστήσει μια μελαγχολική, σχεδόν χαυνωτική διάθεση. Η υπερπροσπάθεια τόσων χρόνων την ξέβρασε ξέπνοη στην ακτή, Οδυσσέα ανίκανο να τεντώσει το τόξο του. Όμως πρέπει πάση θυσία να σημαδέψει και να πετύχει μια θέση στο πανεπιστήμιο. Στην αρχή με σύμβαση, αργότερα μόνιμη, μπας και δικαιώσει τη θυσία της νιότης της σ’ έναν Θεό που ελπίζει κάποτε να της αποκαλυφθεί. Υποβάλλει αιτήσεις παντού. Μηχανικά χτυπάει τα πλήκτρα του υπολογιστή, το βιογραφικό της λες και το έζησε κάποια άλλη: ομιλίες σε συνέδρια, μελετήματα σε περιοδικά με κριτές, άρθρα στον Τύπο οι τίτλοι τους συνοψίζουν μια ελάχιστα ενδιαφέρουσα πνευματική ιστορία. Ελπίζει κάποιοι, έστω, από τους απανταχού κριτές να έχουν διαφορετική άποψη.
Δυο χρόνια μετά την έξοδο από τη μήτρα ψάχνει πάλι τρόπο εισόδου. Βγήκε, γυμνή και κάθιδρη, από ένα λαγούμι που μόνη της έσκαψε και τώρα θα εισβάλει δυναμικά, με επίσημο ένδυμα, στη σάλα με τους πολυέλαιους. Έτσι το φαντάζεται. Την πληκτρολόγηση διαδέχεται η ονειροπόληση, ύστερα η χαύνωση, και πάλι από την αρχή τα φιλιά και τα χάδια του εραστή της πέφτουν στο ενδιάμεσο σαν ρεφραίν ενός μπανάλ τραγουδιού. Οι αιτήσεις της διασχίζουν τον κυβερνοχώρο και φτάνουν σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί, το ξέρει όσο καλά το ήξερε και ο Σολωμός. Κι ο χρόνος της αναμονής μακραίνει, καλύπτοντας ελεητικά τα χνάρια των βιβλιογραφικών πηγών και των παραρτημάτων, εξατμίζοντας το αίμα, το πύον. Όλα γίνονται άμμος ψιλή μιας ερήμου όπου βαδίζει προς άγνωστη κατεύθυνση.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Πόσοι φοιτητές… λαοθάλασσα. Παράξενο να κατευθύνεται τελετουργικά προς την έδρα αντί να τρέχει να πιάσει θέση στα μπροστινά θρανία. Ήταν σαν χθες που με το άδειο τετράδιο ανοιχτό μπροστά της ανυπομονούσε ν’ αρχίσει το μάθημα. Τα θυμάται όλα εξαιρετικά καθαρά. Όλα, μέχρι το ξεκίνημα της διατριβής – από κει και πέρα ένα πέπλο σκεπάζει τα πάντα. Κοιτάζει τα πρόσωπά τους, που της αντιγυρίζουν ένα έκπληκτο βλέμμα – πριν μπει στην αίθουσα τη ρωτούσαν αν ξέρει πότε θα έρθει η νέα καθηγήτρια. Κατά βάθος ανήκει στις τάξεις τους. Όμως δεν παύει να τη χωρίζει από εκείνους μια κλωστή που, αν και λεπτή, πρέπει να παραμείνει ανθεκτική – οφείλει να τους πείσει για τη σοφία της, να τους κάνει να ξεχάσουν ότι είναι ελάχιστα μεγαλύτερή τους.

Δεν μπορεί να κάνει το μάθημα χωρίς ερωτήσεις, το κατάλαβε γρήγορα. Ακόμη και στα πιο θεωρητικά σημεία της παράδοσης επινοεί τρόπους για να ενεργοποιεί το ακροατήριό της το έχει ανάγκη για να συνεχίσει. Θυμάται πόσο την ενοχλούσαν οι καθηγητές που μιλούσαν χωρίς διακοπή επί ώρες, τόσο βέβαιοι για τον εαυτό τους, τόσο ανησυχητικά αδιαπέραστοι…
– Έχετε μείνει πίσω στην ύλη,
σχολίασε δηκτικά ο Αναπληρωτής Καθηγητής που την είχε στηρίξει για να πάρει την πολυπόθητη θέση της Απόκτησης Διδακτικής Εμπειρίας.
– Μα κάνω το μάθημα διαλογικά. Έτσι αφομοιώνεται σε βάθος,
τόλμησε να αντιτείνει.
– Το βάθος – έννοια απέναντι στην οποία επιτρέψτε μου να είμαι επιφυλακτικός – δεν αναπληρώνει το πλάτος. Η ύλη πρέπει να βγει. Προσέξτε, μην τους αφήνετε να σας παρασύρουν στο παιχνίδι τους!,
της είπε με σχεδόν πατρική συγκατάβαση, πίσω από την οποία διέκρινε το σύριγμα μιας απειλής.
Δεν την παρασύρουν στο παιχνίδι τους – αυτή τους βάζει στο δικό της. Έχει ανάγκη από μια σκηνοθεσία ευρύτερη από τη σκηνοθεσία του εαυτού. Όσο παραστατικά κι αν διαβάζει τα λογοτεχνικά κείμενα, με όσο πάθος κι αν τα σχολιάζει, δεν της αρκεί. Μοιάζει να αρκεί στα παιδιά, όχι όμως σ’ αυτήν. Όταν παίρνουν εκείνα τον λόγο κάτι αλλάζει ό,τι κι αν λένε, λαμπερό ή αφελές, γίνεται σκαλωσιά για το επόμενο βήμα της, πυροδοτεί συνειρμούς που αναδιατάσσουν το πλάνο της. Συχνά η παράδοση μετατρέπεται σε παθιασμένο διάλογο, άλλοτε μιλάνε τρεις, τέσσερις μαζί. Διαφωνούν, συμφωνούν, αλληλοσυμπληρώνονται. Κάθε μάθημα είναι μια εκδρομή σε αχαρτογράφητο προορισμό. Και η ύλη μένει όλο και πιο πίσω.

ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ

Προς μεγάλη απογοήτευση των φοιτητών, δεν τα κατάφερε την επόμενη χρονιά. Προκρίθηκε κάποιος με φτωχότερο βιογραφικό αλλά πιο προβλέψιμο χαρακτήρα. Δεν στεναχωρέθηκε για τη χαμένη ευκαιρία, τον χαμένο μισθό, την ήττα. Τη σκηνοθέτησε την ήττα της πράξη προς πράξη. Αν το εκπαιδευτικό της παιχνίδι, οσοδήποτε ευφάνταστο, παρέμενε εντός των ορίων του Μεγάλου Παιχνιδιού, αργά ή γρήγορα θα μαράζωνε κάτι μέσα της θα πέθαινε οριστικά.
Έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και μπήκε με πολύ λιγότερο κόπο από εκείνον που είχε καταβάλει κάποτε στις Πανελλήνιες. Σαν περίπατος της φάνηκε ένα τσιγάρο δρόμος. Άρχισε πάλι να γράφει ποιήματα, όπως στα πρώτα χρόνια των σπουδών της. Αυτή τη φορά δεν είναι λυρικά, ούτε όμως ακριβώς δραματικά θυμίζουν χορικά που αναζητούν Κορυφαίο.
Σιγά σιγά έπαψε κι αυτά να τα έχει ανάγκη. Τίποτε σχεδόν από την περασμένη ζωή της δεν έχει πια ανάγκη – εκτός από τον έρωτα, που όμως τώρα δεν χρειάζεται να τον ψάξει, βρίσκεται σχεδόν παντού.

ΔΕΙΓΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Εγώ ως άλλη,
οι άλλοι κι εγώ.
Όλοι: Κορυφαίοι.
Όλοι: μαθητές.
Σκηνοθέτης, από μέσα ηθοποιός,
από μέσα σκηνοθέτης,
μπάμπουσκες που το ξύλο τους υγραίνεται
και ζωντανεύει.
Οι τυπωμένες λέξεις ελευθερώνονται σε κραυγή.
Τα χ, τα ψ, τα ζ σκίζουν τη σελίδα και φυτεύονται
στο σώμα.
Εδώ η σάλα με τους πολυέλαιους,
το λαγούμι
και η γέννα
το τέλος,
που επιστρέφει στην αρχή.

André Derain/1907, Paysage à Cassis, oil on canvas, 54 × 64 cm

 

 

Γιώργος Κεντρωτής

ΔΟΚΤΩΡ ΜΠΑΜΠΗΣ

Είχε λάβει διδακτορικό δίπλωμα τόσο στη Γλωσσολογία και στη Θεωρία της Μετάφρασης όσο και στην Ιστορία. Παρά ταύτα σύχναζε στις παραδόσεις μου στους προπτυχιακούς φοιτητές. Τον ήξερα χρόνια, και είχαμε εγκάρδια σχέση. Αλλά όσες φορές τον ρώτησα τον λόγο δεν μου τον είπε – ήτανε από τη φύση του λιγομίλητος, σχεδόν αμίλητος αυτός που ήξερε να συγκρίνει γλώσσες, να συνδυάζει την ιστορία των γλωσσών και να μεταφέρει σημεία και τέρατα από γλώσσα σε γλώσσα. Απέφευγα να τον ρωτάω από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα – ούτως ή άλλως δεν θα μου έλεγε. Και εν πάση περιπτώσει κανέναν δεν ενοχλούσε.
Εννοείται ότι ήταν «μιας κάποιας ηλικίας», τόσα διδακτορικά διπλώματα είχε άλλωστε λάβει… Τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι, αλλά στο μάθημα δεν είχε ούτε ήθελε να έχει πολλά-πολλά με κανέναν. Έμπαινε από τους πρώτους και έφευγε συνήθως τελευταίος. Καθόταν ή μπροστά-μπροστά ή πίσω-πίσω. Είχα προσπαθήσει να καταλάβω τη σχετική του προτίμηση, αλλά ματαίως. Κατάληξα να πιστεύω ότι ήταν επιλογή της στιγμής και της τύχης το πού θα καθόταν ο Δόκτωρ Μπάμπης.
Ήταν πάντα προσεχτικός στις παραδόσεις, είχε τον νου του στο μάθημα και τίποτα δεν του αποσπούσε την προσοχή απ’ αυτό. Μια φορά μού πέρασε η ιδέα ότι με ελέγχει: ήθελε, είπα μέσα μου, να διαπιστώσει ιδίοις ωσί και όμμασι πού βρίσκομαι, αν είχα αλλάξει το ρεπερτόριο των αναφορών και των παραδειγμάτων μου, αν είχα να προτείνω σύγχρονη βιβλιογραφία, αν βαριόμουν στο μάθημα… Μια φορά που ανέφερα δύο μεταφραστικά παραδείγματα από τα γκουαρανί στα ισλανδικά και στη διάλεκτο των ελληνόφωνων πληθυσμών της Κάτω Ιταλίας, στα γκρίκο, ένιωσα να τεντώνει το (όντως) σχετικά μεγάλο αφτί του για ν’ ακούσει κάτι που αγνοούσε, για να το μάθει. Κάποτε, αναφέροντας κάτι από τα πορτογαλικά της Μοζαμβίκης που το ήξερε, έδειξε συμπεριφορά σαν ανία, αλλά και σαν διαμαρτυρία: σηκώθηκε χασμώμενος επιδεικτικά από τη θέση του, έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα όρθιος και μετά ξανακάθισε. Μιαν άλλη φορά που επανέλαβα (ούτε κι εγώ ξέρω πια πόσες φορές το έχω ξανακάνει) το πώς μεταφράζεται το It’s raining cats and dogs στα ελληνικά, σηκώθηκε αργά-αργά και ήρθε από τα πίσω έδρανα κι έκατσε όρθιος δίπλα μου σαν να μου έλεγε να μη μιλάω για πράγματα πού αγνοώ, θυμίζοντάς μου, όχι και τόσο κομψά, το πασίγνωστο ακροτελεύτιο παράδειγμα του Λουδοβίκου Βιτγκενστάιν από τη Λογικοφιλοσοφική Πραγματεία του και σχεδόν κάνοντας με να νιώθω κρατύλειας τάξεως ενοχές που μετέφραζα όπως μετέφραζα την αγγλική έκφραση, χωρίς να έχω καν την παραμικρή ιδέα από γατόσκυλα. Από τις πρώτες-πρώτες μας επαφές είχα καταλάβει ότι κατά βάθος ήταν εμπειριστής, αλλά δεν το έλεγε. Εδώ δεν έλεγε άλλα και άλλα, αυτό θα έλεγε;
Είχε και άλλη μία συνήθεια. Ήταν και δεν ήταν τακτικός στις παρακολουθήσεις, υπό την έννοια ότι, αν απουσίαζε μια φορά, ήταν βέβαιο ότι θα εμφανιζόταν μετά από κάμποσο καιρό. Το πιθανότερο είναι να παρακολουθούσε σε άλλο Τμήμα παραδόσεις μαθημάτων που τον ενδιέφεραν. Άσε που μπορεί να σχεδίαζε να λάβει και τέταρτο διδακτορικό δίπλωμα. Με τον δόκτορα Μπάμπη όλα μπορούσες να τα περιμένεις. Να τον δεις ξαφνικά δόκτορα Πληροφορικής ή Μουσειολογίας!… Ή και Μουσικολογίας!
Δεν είχε εισοδήματα ο καημένος. Έτρωγε δωρεάν στο εστιατόριο του Πανεπιστημίου μας και ζούσε από την αγάπη των φοιτητών και των διδασκόντων. Τους φοιτητές τους αγαπούσε όλους ανεξαιρέτως, κορίτσια και αγόρια. Ανάμεσα στο διδακτικό προσωπικό ήταν και κάποιοι που δεν τους συμπαθούσε. Ειδικά έναν δεν τον χώνευε καθόλου – όχι αδίκως πάντως. Μια φορά, μάλιστα, του είχε κυριολεκτικώς ορμήσει να τον δαγκώσει, επειδή είχε προσβληθεί η δοκτοροσύνη του από αυτά που άκουγε να λέγονται, με αποτέλεσμα να φαρμακώνεται η σκέψη νέων παιδιών με μπούρδες. Πόσο να κρατηθεί ο κατά κανόνα μειλίχιος Δόκτωρ Μπάμπης. Από τότε που έμαθα τί έγινε, πάντα, όταν έβλεπα τον Δόκτορα Μπάμπη, έλεγα σχεδόν φωναχτά: Γιατί δεν τον δάγκωνες, ρε Μπάμπη;
Ο Δόκτωρ Μπάμπης, έτσι, άνευ επωνύμου και εγκρατέστατος υψηλής παιδείας, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο πριν από λίγο καιρό. Τελευταία φορά που τον είδα, ήταν λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Κοιταχτήκαμε και μου έκλεισε μάλιστα το μάτι λίγο περιπαιχτικά, και ήταν σαν να μου έλεγε: Μπα, ξεκουνήθηκες να ‘ρθεις; Ήταν σε μια φοιτητική διαδήλωση που γινόταν και που ο Δόκτωρ Μπάμπης ηγείτο της πορείας. Παρά τα χρόνια του ήταν κοτσονάτος-κοτσονάτος, είχε κατανοήσει τα δίκαια αιτήματα των διαδηλωτών και τα συμμεριζόταν απόλυτα. Είχε κουβαλήσει στην πορεία και μερικά άλλα αδέσποτα σκυλιά. Είμαι βέβαιος ότι τα είχε ενημερώσει και ότι τους είχε εξηγήσει ότι το δίκιο του αγώνα των φοιτητών αφορούσε τους πάντες, όχι μόνο τα δίποδα, αλλά και τα τετράποδα υποκείμενα της Ιστορίας. Τί δόκτωρ Ιστορίας ήτανε, άλλωστε;

André Derain/Portrait of a Man with a Newspaper, 1911–1914

Σπύρος Κιοσσές

Atque inter silvas Academi quaerere verum (Οράτιος, Επιστ. 2.2, 45)
                                                                                                        Στον Στρατή Κ.

Η ανοιχτή οθόνη προβάλλει με επιτηδευμένη αθωότητα το λευκό τής σελίδας· του ομοιώματος, εν πάση περιπτώσει, μιας σελίδας εικονικής κι απληκτρολόγητης. Δεξιά κι αριστερά τού υπολογιστή βιβλία κι άρθρα σχετικά με μια εργασία που τον απασχολεί καιρό: το «campus novel». Το «ακαδημαϊκό» ή «πανεπιστημιακό» μυθιστόρημα. Έχουν δοκιμαστεί κι άλλοι όροι για τον ειδολογικό προσδιορισμό του, college, academic, university ή varsity novel (γιατί μυθιστορήματα, κυρίως, απαρτίζουν το συγκεκριμένο λογοτεχνικό sub-genre, αν και κάποιοι κάνουν λόγο για «μυθοπλασία», ευρύτερα, ώστε να περιληφθούν και συναφείς νουβέλες ή διηγήματα).
Μπροστά του αραδιασμένα πανόδετα ή paperback βιβλία και άρθρα εκτυπωμένα. Πάντα του άρεσε να έχει τις πηγές του σε «φυσική» μορφή, να γυρνάει τις σελίδες σαλιώνοντας την άκρη τού δείκτη, να κρατά σημειώσεις στο περιθώριο με το μασημένο μολύβι, να κυκλώνει και να υπογραμμίζει. Βιβλία επιστημονικά, The American College Novel, The University in Modern Fiction, Academic Fiction Revisited, και λογοτεχνικά. Μυθιστορήματα στα οποία το Πανεπιστήμιο, τα γραφεία των καθηγητών, οι αίθουσες διαλέξεων, τα αμφιθέατρα, τα έδρανα δεν προσφέρουν απλώς το σκηνικό, αλλά πρωταγωνιστούν, καθώς οι κεντρικοί χαρακτήρες κι η βασική πλοκή περιστρέφονται γύρω από ζητήματα «ακαδημαϊκά», με την ευρεία έννοια του όρου. Η άνθηση του είδους τοποθετείται στη δεκαετία του ’50, αλλά σημαντικά έργα γράφονται κι αργότερα, μέχρι σήμερα, παρά το «αδιέξοδο» ή την παρακμή που διακρίνουν αρκετοί μελετητές. Στην Ελλάδα δεν έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές, αν και κάποια από αυτά που διάβασε του φάνηκαν πολύ ενδιαφέροντα. Άλλα με έντονο το ιστορικό ή το πολιτικό υπόβαθρο, άλλα αστυνομικής πλοκής, αρκετά με ύφος ειρωνικό ή σαρκαστικό, κάποια με εμφανή στοιχεία αυτοβιογραφίας ή αυτοαναφορικότητας.
Το μάτι του ξεχωρίζει πάνω στο γραφείο το Lucky Jim του Kingsley Amis, το Eating People is Wrong του Malcolm Bradbury και το Changing Places του David Lodge, το ένα στοιχισμένο προσεκτικά δίπλα στο άλλο. Αποκτήματα και τα τρία κατά τα χρόνια των μεταπτυχιακών του στην Αγγλία. Όχι ότι είχε μεγάλη οικονομική άνεση τότε, αλλά προτιμούσε να «επενδύει» (αυτό το ρήμα δικαιολογούσε εις εαυτόν τις μικροσπατάλες) σε βιβλία τις όποιες λίρες τού περίσσευαν στο τέλος τού μήνα –είχε εξασφαλίσει μια υποτροφία από την Ελλάδα, δούλευε part-time σε ένα κατάστημα με γραφική ύλη, έκανε και λίγα ιδιαίτερα ελληνικών, τα κουτσοβόλευε χωρίς να χρειάζεται να του στέλνουν χρήματα οι δικοί του. Τα συγκεκριμένα μυθιστορήματα τα είχε ρουφήξει σ’ ένα απόγευμα το καθένα· απόγευμα, βράδυ, το ίδιο ήταν στην Αγγλία, μια δρασκελιά η απόσταση μεταξύ τους, άσε που από μικρός δυσκολευόταν στη χρήση της σωστής λέξης, afternoon, evening, night. «Σκοτεινιάζει τόσο γρήγορα εδώ», είχε παρατηρήσει η μάνα του τη μία και μοναδική φορά που τον επισκέφτηκε. Ήταν τότε που ήθελε να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει πίσω. Το κατάλαβε αυτή από κάτι μισόλογά του, δεν χρειαζόταν και περισσότερα, πώς έκλεισε εισιτήρια, πώς ανέβηκε για πρώτη της φορά στο αεροπλάνο, πώς συνεννοήθηκε και βρέθηκε στην ξένη χώρα, αγράμματη γυναίκα, μέχρι Τετάρτη δημοτικού είχε πάει, ένας Θεός ξέρει. Τίποτα δεν του είπε. Του μαγείρεψε μόνο, καθάρισε, τον ενημέρωσε για τα νέα της οικογένειας και της γειτονιάς, και μετά έφυγε, έτσι ξαφνικά κι ήσυχα όπως ήρθε. Στο αεροδρόμιο μόνο, λίγο πριν χωριστούν, «Καθένας τον αγώνα του», είπε, «Για μας χιτς μη νοιάζεσαι, μια χαρά είμαστε, εσύ τώρα έχεις τα δικά σου».
«This too shall pass», σχολίασε, επίσης στωικά, ο επόπτης τής διατριβής του, και δεν ήξερε αν του το έλεγε με συμπάθεια ή με τη γνωστή δόση βρετανικού φλέγματος κι ειρωνείας για την ασημαντότητα των προβληματισμών που του είχε μόλις εκμυστηρευτεί ο υποψήφιος διδάκτορας από την Ελλάδα, ότι, δηλαδή, με διαφορά λίγες μόνο ημέρες είχαν φύγει από τη ζωή ο θείος κι ένας ξάδερφός του, πολυαγαπημένοι κι οι δύο. «You see, I feel as if my life is slipping through my fingers like sand», είχε καταφέρει να αρθρώσει ψελλίζοντας ο νεαρός, με τα μάτια καρφωμένα στην παχιά μοκέτα του γραφείου που ανήκε στον καταξιωμένο λόγιο. Κοντά στη σύνταξη βρισκόταν τότε, είχε φροντίσει να πληροφορηθεί γι’ αυτόν πριν ξεκινήσει η ακαδημαϊκή τους συνεργασία, απόφοιτος και νυν διδάσκων του διαπρεπούς Πανεπιστημίου, όλη η ζωή του ένα campus, δίδασκε, κατοικούσε εντός του Κολεγίου, δειπνούσε καθημερινά στο επιβλητικό Dining Hall τού κεντρικού κτηρίου, με μόνη έγνοια την επιστήμη του. Κι ήταν, βεβαίως, έξοχος μελετητής –μύρο οι σελίδες που τον τύλιξαν, τον βρήκαν λίγα χρόνια μετά νεκρό στην ίδια μοκέτα, ανάμεσα σε σκόρπια χειρόγραφα και βιβλία. Ο νεαρός, όμως, ένιωθε τότε ειλικρινά να πνίγεται από το ατέλειωτο κύμα των σελίδων που διάβαζε ή έγραφε· να εγκλωβίζεται στο δίπολο gown ή town, ή αυτό ή το άλλο, χωρίς να είναι έτοιμος να θυσιάσει το ένα στον βωμό τού άλλου. Ως συνεχές μάλλον το έβλεπε, ώστε να μπορεί, ανάλογα με την ανάγκη της στιγμής, να κινείται ισορροπώντας προς τα εδώ ή προς τα εκεί, κι εκείνη τη στιγμή τού ήταν απαραίτητο ν’ ανανεώσει τους δεσμούς με τη μικρή πόλη που είχε πρωταφήσει όταν πέρασε στο Αριστοτέλειο, και τους ανθρώπους της, γονείς, φίλους, δασκάλους, συγγενείς, ένα δίχτυ προστασίας κι ασφάλειας στο οποίο επέστρεφε συχνά –τον πρώτο καιρό σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο.
This too shall pass. Οι λέξεις, το βλέμμα, το intonation τού supervisor εντυπωμένα βαθιά μέσα του. Είχε αποσυρθεί τώρα στο μικρό φοιτητικό δωμάτιο και κρατούσε στα χέρια το τελευταίο του απόκτημα από το αγαπημένο του second-hand βιβλιοπωλείο. Mary McCarthy, The groves of academe, 1952. Το μυαλό του, ωστόσο, ταξίδευε μακριά, στα λόγια ενός άλλου καθηγητή του, στα προπτυχιακά, εκείνου που πρώτος τον ενθάρρυνε να ταξιδέψει με τον Έρασμο στο εξωτερικό για ένα εξάμηνο, αλλά και που αντιλήφθηκε τις επαρχιακές του αναστολές και φόβους. «Θυμήσου», του είχε αναφέρει σε μια κουβέντα τους, «πώς κλίνεται ‘ο δεσμός’ στον πληθυντικό· μην επιτρέψεις τους δεσμούς να γίνουν δεσμά, δεν είναι δύσκολο». Παιδί τότε, δεν είχε καταλάβει ποιο ακριβώς δεν ήταν δύσκολο: να γίνουν οι δεσμοί δεσμά ή να μην το επιτρέψει. Τώρα –είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ο βρετανικός ουρανός– λίγο πιο μεγάλο παιδί, φανταζόταν όλα αυτά να έχουν περάσει, δυσκολίες, εξετάσεις, διδακτορικό, δημοσιεύσεις. Έχει βρει, λέει, ήδη δουλειά στο Πανεπιστήμιο και μελετά στο καινούργιο γραφείο του αυτό το είδος που τον έχει συνεπάρει από καιρό. Το «campus novel».

André Derain/1905, Le séchage des voiles (The Drying Sails), oil on canvas, 82 × 101 cm

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

Το φώνημα του Νίκου

Ούτε οι γλωσσολόγοι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν το πόσο μπορεί να επηρεάσει ένα φώνημα τη διδασκαλία ενός μαθήματος. Ένα /f/ αντί για /k/ όμως βορειοδυτικά μπορεί να χαρτογραφήσει εκ νέου τα γνωστικά αντικείμενα που θεραπεύονται σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Τέλη Νοεμβρίου του 2013 στην παγωμένη Φλώρινα. Τετάρτη 18.00-21.00 το δικό μου μάθημα «Νεοελληνική Λογοτεχνία Ι» στην Α3 του πρώτου ορόφου. Την ίδια ώρα απέναντι στην Α4 ο αδελφικός μου φίλος, ο Νίκος Φωτόπουλος μυεί φοιτητές και φοιτήτριες στην «Κοινωνιολογία των Πολιτισμικών και Εκπαιδευτικών Πρακτικών». Εξάμηνο 5ο και για τους δύο.

Μετά θα πάμε όπως πάντα στους «Δερβίσηδες» για φαγητό. Μας ξέρουνε, μας περιμένουνε κάθε Τετάρτη, βάζουν μουσική που μας αρέσει μόλις φτάνουμε, βοηθάει άλλωστε που κατά τις 10.00 μ.μ. ο κόσμος αραιώνει. Μέχρι και σήμερα έχουν τις ποιητικές μας συλλογές σε ράφια περίοπτα στους τοίχους του μαγαζιού. Η αισθητική του χώρου υψηλού επιπέδου και εναρμονισμένη με τον παραπλέοντα Σακουλέβα. Οι γεύσεις φλωρινιώτικες, άξιες.

Αυτό όμως θα γίνει μετά. Τώρα έχουμε μάθημα. Για τα μέτρα. Ίαμβοι και ανάπαιστοι συμμαχούν κατά των τροχαίων και των δακτύλων με τους μεσοτονικούς να παρακολουθούν μάλλον αδιάφορα. Κλασικά τα παραδείγματα που δίνω. Δημοτικά τραγούδια, Σολωμός, επιγράμματα, μερικά νεότερα ποιήματα, ας μην αναφέρω και παρεξηγηθούν φίλοι και φίλες που δεν τους επέλεξα ή το έκανα για να αναδείξω παρατονισμούς και χασμωδίες, ψεγάδια και ατέλειες στα κείμενά τους.

Προσπαθώ να είμαι κατανοητός, παραστατικός και τέτοια. Το γυρνάω λίγο σε Εργαστήριο, αλλά πώς με 80 άτομα… Δείχνει να τα καταλαβαίνουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες. Έχω κουραστεί, σίγουρα και το κοινό μου, και τους αφήνω λίγο νωρίτερα. Τακτοποιώ τον φορητό σκυμμένος και αναρωτιέμαι αν ο Νίκος θα το πάει μέχρι τέλους. Με πλησιάζει με χαμόγελο και μου απευθύνεται πολύ ευγενικά ένα όμορφο κορίτσι. «κ. Φωτόπουλε, θέλω να κάνω μαζί σας πτυχιακή εργασία του χρόνου. Πείτε μου ότι θα με αναλάβετε». Λέω, ένα φώνημα θα μπέρδεψε ή θα παράκουσα. «Μα έχουμε χρόνο ακόμα για να αποφασίσεις», της απαντώ ήρεμα. «Σήμερα, τα μέτρα σε ενέπνευσαν»; Τη ρωτώ με ένα ανυπόκριτο μειδίαμα. Και σκέφτομαι, τέτοια επιτυχία, δεν το ένιωσα, αλλά μπράβο, να θυμηθώ την πορεία που κράτησα. «κ. Φωτόπουλε, σας παρακαλώ, το θέλω πολύ να συνεργαστώ μαζί σας, μου αρέσει πάρα πολύ η Κοινωνιολογία», δηλώνει και ή από την κούραση ή συνειδητοποιώντας τι έχει συμβεί νιώθω την επιθυμία να καθίσω και πάλι στην καρέκλα της έδρας. Συνεχίζει να επιχειρηματολογεί η καλοσυνάτη φοιτήτρια και φαίνεται ενθουσιασμένη. Δεν την ακούω, σκέφτομαι πώς να μην την προσβάλλω εξηγώντας της ότι η μετρική πόρρω απέχει από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, μα και πώς να διαχειριστώ την παρανόηση αξιολογώντας και τις δικές μου διδακτικές επιδόσεις. Κρυφοκοιτάζω μήπως άλλοι φοιτητές και φοιτήτριες έχουν πλησιάσει γιατί αν δεχθώ και δεύτερη πρόταση για εκπόνησης πτυχιακής διπλωματικής εργασίας στην Κοινωνιολογία θα λιγοψυχήσω. Είναι κι εμένα αγαπημένος μου ο Goldmanκαι η Κοινωνολογία της Λογοτεχνίας, αλλά και αυτός απέχει πολύ από τις προσωδίες.

Ο Νίκος εμφανίζεται στην πόρτα και όχι σαν από μηχανής Θεός. Πεινάει. Ξεκινάει από τις 5 το πρωί, πετάει στις 6.30 από Αθήνα για Θεσσαλονίκη. Τον παραλαμβάνω γύρω στις 7.30 από το αεροδρόμιο. Φτάνουμε στη Φλώρινα 3 ώρες αργότερα. Δουλεύουμε ακατάπαυστα μέχρι τις 9.30 Μαθήματα, διοικητικά, διπλωματικές, διατριβές, άρθρα, συνέδρια κ.ά. Μεσημεριανό δεν προλαβαίνουμε. Το ίδιο και την επόμενη μέρα μέχρι τα μεσάνυχτα. Ζήσαμε όμως για δέκα και χρόνια τις πιο υπέροχες Τετάρτες της ζωής μας. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έβρισκα το alter ego μου μετά τα 40 μου, ο Νίκος 4 χρόνια νεότερος, αλλά και ποτέ δεν πίστευα ότι υπάρχουν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι με τέτοια εκφορά λόγου. Τώρα πια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Οι Τετάρτες άνοστες και μονότονες. Αλλά δεν χαθήκαμε και δεν πρόκειται. Όπως καταλαβαίνετε τη συγκεκριμένη Τετάρτη τη μνημονεύουμε για χρόνια.

Την επόμενη εβδομάδα, αναμένοντας τον καλοψημένο ελληνικό μου από τη Φωτεινή στο κυλικείο άκουσα ένα τραγούδι του Κώστα Λειβαδά. «Αχ, να ‘ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου / Σαν λες όλα θα γίνουνε κι ακούω τη φωνή σου». Καθαρός ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος σκέφτηκα. Πήρα μιαν απόφαση και δικαιώθηκα στην πορεία του χρόνου να πείσω φοιτήτριες και φοιτητές να «μετρήσουν» τα τραγούδια που αγαπάνε, που θαρρείς γράφτηκαν γι’ αυτές και γι’ αυτούς, που σχεδόν μιλούν για τη δική τους ιστορία. Τα πράγματα απλοποιήθηκαν με το βιωματικό της ενασχόλησης. Η μετρική παραμένει δύσκολη αναμέτρηση, αλλά ο μηχανισμός γίνεται πιο εύκολα κατανοητός πια και το κέφι περισσεύει, ακόμα και με τα λάθη μας. Τότε ήταν που πρωτοέβαλα και μάθημα στη στιχουργική στο μεταπτυχιακό μας της δημιουργικής γραφής. Και πήραμε τους καλύτερους να το διδάξουν κι ανάμεσά τους τη Λίνα Νικολακοπούλου, τη Λίνα μας. Λίγο αργότερα η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ στον σπουδαίο τραγουδοποιό, και της γενιάς μου, Bob Dylan. Μια δικαίωση για τον στίχο, τους στιχουργούς και τους σπουδαίους τροβαδούρους ανά εποχές. Ίσως και για έναν καθηγητή στην ακριτική Φλώρινα.

André Derain/Pinède à Cassis (Landscape), 1907, oil on canvas, 54 × 65 cm

 

Μαίρη Μικέ

Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας

Η ιστορία έρχεται από παλιά, από τα βάθη του μεταπολιτευτικού χρόνου. Μαζευτήκαμε σ’ ένα πελώριο αμφιθέατρο παιδιά από επαρχίες και πρωτεύουσες, φοβισμένα και περίεργα για όσα θα ακολουθούσαν στα τέσσερα χρόνια που ανοίγονταν μπροστά μας. Ο καιρός των πρώτων εντυπώσεων δεν βοηθούσε να διακρίνεις και, πολύ περισσότερο, να αποταμιεύσεις φυσιογνωμίες και πρόσωπα. Ένα πολύβουο ομοιόμορφο πλήθος ήταν έτοιμο να ξεχυθεί για να κατακτήσει τον κόσμο.

Μετά τον πρώτο μήνα περίπου κατάφερα κάπως να ελέγχω καλύτερα τον εαυτό μου, να ξεμουδιάζω και να μην ιδρώνω τόσο πολύ όταν έμπαινα στο αμφιθέατρο. Πιο πολύ όμως θυμάμαι, τώρα που το σκέφτομαι, ότι τον ίδιο περίπου καιρό κάποια πρόσωπα συμφοιτητών και συμφοιτητριών μου άρχισαν να εντυπώνονται μέσα μου, να ανταλλάσσω μερικές κουβέντες μαζί τους στους διαδρόμους, στα κυλικεία και στα γρασίδια, στα διαλείμματα και στις συνελεύσεις˙ άλλα πάλι ήταν απόμακρα και τραβηγμένα, κλεισμένα στον κόσμο τους, δύσκολα ανοίγονταν κι έτσι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τα παρατηρώ από μακριά και να συλλέγω εντυπώσεις.

Ένα από αυτά που τράβηξε την προσοχή μου˙ ήταν ένα κορίτσι ψηλό κι αδύνατο σαν τηλεγραφόξυλο με σγουρά κοντά μαλλιά και γυαλιά. Ήταν όλα σιδερωμένα και τακτοποιημένα επάνω της και με την ίδια τάξη αγκάλιαζαν το σώμα της. Μόνο μερικά ατίθασα τσουλούφια που άτακτα και απροειδοποίητα έπεφταν στο μέτωπό της έσπαζαν την συνολική ευταξία της εμφάνισης κι έφερναν ένα αέρα ανεμελιάς, ειδικά όταν φύσαγε κι απομακρύνονταν από τα μάτια της. Καθόταν πάντα στις τελευταίες σειρές μόνη της, χωρίς παρέα, ντυμένη σχεδόν πάντα με τον ίδιο τρόπο και, κυρίως, με σκούρα κατά προτίμηση χρώματα: πουλόβερ γκρι και μαύρο με σηκωτούς γιακάδες, φούστες με πιέτες μακριές κάτω από το γόνατο, συνήθως ασπρόμαυρες, χοντρές μάλλινες κάλτσες για το υγρό βορειοελλαδίτικο κρύο και παπούτσια με κρεπ σόλες. Δεν την θυμάμαι να σηκώνει το χέρι της σε ερωτήσεις καθηγητών ούτε έπαιρνε μέρος σε συζητήσεις και, πολύ περισσότερο, δεν συμμετείχε στα παλλόμενα αμφιθέατρα των γενικών συνελεύσεων του Φοιτητικού Συλλόγου.

Μερικές φορές τη συναντούσα στην είσοδο της Σχολής που έβλεπε προς τη Διοίκηση να πουλά με σβησμένη φωνή και χαμηλωμένο βλέμμα ένα από τα χριστιανικά φοιτητικά περιοδικά εκείνων των χρόνων. Ο φρέσκος αέρας της εποχής την άφηνε μάλλον αδιάφορη. Επαναστάτες με μούσια και μαλλιά, αμπέχονα και ταγάρια την προσπερνούσαν γρήγορα, καθώς βιάζονταν να συντονίσουν το βήμα τους με όσα επιτακτικά γεννούσαν οι καιροί. Την πρώτη φορά κοντοστάθηκα, αγόρασα το περιοδικό για να της πιάσω πιο πολύ την κουβέντα, έμαθα το όνομά της (το «Λυδία» ακούστηκε όχι μόνο εύηχο στα αυτιά μου αλλά και ταιριαστό) και την προσκάλεσα για έναν καφέ. Με εξέπληξε ευχάριστα η αποδοχή κι έτσι, καθώς φέρνω στη μνήμη μου εκείνη την πρώτη και τελευταία συνάντηση, κράτησα την καταγωγή της από ένα μικρό χωριό της Στερεάς κοντά στη Λαμία με ασφυκτικούς κανόνες – η ίδια δεν τους χαρακτήρισε έτσι -, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας και μάλιστα το πρώτο που έφευγε από το χωριό για να σπουδάσει, με μια δραστήρια και καλοσυνάτη μάνα που δούλευε στα χωράφια κι έναν πατέρα που μετακινούνταν καθημερινά στη διπλανή κωμόπολη για να μετράει πάντα σκυφτός υφάσματα και να ράβει παντελόνια. Η ίδια, σημείωσε με έμφαση στο τέλος, ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να διαβάσει ένα βιβλίο, ασκούνταν στη θρέψη των ζωντανών του σπιτιού και πειθαρχούσε στη σταυροβελονιά.

Μεσολάβησε καιρός από εκείνη τη συνάντηση και τη Λυδία δεν έτυχε να τη δω ούτε εγώ αλλά ούτε και κανείς άλλος που ρώτησα. Η άνοιξη ήταν πιο αποφασιστική εκείνη τη χρονιά, τα παράθυρα στις αίθουσες είχαν ανοίξει και τα φοιτητικά μελίσσια βούιζαν ακατάπαυστα για τις εξετάσεις που πλησίαζαν, για τις πολιτικές εξελίξεις, για τους νέους νόμους στα ΑΕΙ.

Στο τελευταίο μάθημα ενός στιβαρού, φημισμένου καθηγητή που ενέπνεε μαζί φόβο και σεβασμό, έπιασα με την άκρη του ματιού μου τη Λυδία να μπαίνει αργοπορημένη από την πίσω πόρτα του αμφιθεάτρου μαζεμένη, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, για να εξαφανιστεί, να γίνει αόρατη, να περάσει απαρατήρητη η παρουσία της. Φευ! Το γερακίσιο μάτι του καθηγητή την εντόπισε εκεί ψηλά και την κάλεσε δίπλα στην έδρα για να εξηγήσει όρθια και με στεντόρεια φωνή για να ακούγεται παντού ορισμένες κεντρικές έννοιες της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, ένα είδος απολογισμού για τη χρονιά που βρισκόταν στο τέλος της. Στο άκουσμα της εντολής τρόμαξα, συσπειρώθηκα για να κρατήσω κοντά τον φόβο και να μην τον αφήσω να σκορπίσει και παρακαλούσα βαθιά μέσα μου, με όση δύναμη μου απέμεινε σε κείνα τα δραματικά λεπτά, τουλάχιστον να σταθεί όρθια και να μην καταρρεύσει η αγοραφοβική και συνεσταλμένη Λυδία.

Φαίνεται όμως ότι το θαύμα είχε αρχίσει να συντελείται ερήμην μας και παρουσιάστηκε ολόφωτο μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας δίνοντας τα πρώτα δείγματα από τον τρόπο με τον οποίο κατέβαινε τα σκαλιά η συμφοιτήτριά μας δίπλα στα συνθήματα των τοίχων. Το ορθωμένο κορμί, τα τραβηγμένα μαλλιά, το ολοκάθαρο βλέμμα που σαν αστραπή διέσχισε όλο τον χώρο φώτισαν όχι μόνο την ίδια αλλά και όλους εμάς. Στάθηκε ευθυτενής και με μία εκπληκτική ρητορική δεινότητα, που όμοιά της σπάνιες φορές είχα ξανακούσει στη ζωή μου, μιλούσε σταθερά επιχειρηματολογώντας για τα αρχαϊκά έπη. Στο τέλος, χωρίς να μπορούμε να αρθρώσουμε κουβέντα, σηκωθήκαμε όλοι μαζί, σ’ ένα είδος τελετουργικής κίνησης, και την χειροκροτήσαμε αυθόρμητα.

Τη Λυδία την είδα από τότε μερικές φορές περιστασιακά και φευγαλέα˙ είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας ακόμη από τότε με τις διαφορετικές ειδικεύσεις που ακολουθήσαμε και τους δρόμους που πήραμε μετά στις ζωές μας. Δεν ξέρω τι απέγινε. Καθώς όμως εκείνη η σκηνή του αμφιθεάτρου έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη χωρίς, ευτυχώς, η σκόνη του χρόνου να καταφέρει να τη σβήσει από τη μνήμη μου, προσπάθησα στη συνέχεια επίμονα κι εξακολουθητικά να βρω μια πειστική ορθολογική εξήγηση για όσα υπόγεια και δραστικά είχαν συμβεί στο κορίτσι εκείνο και κατάφεραν να την μεταμορφώσουν από την κρυμμένη κάμπια σ’ ένα κουκούλι, σε μια χρυσαλλίδα, μια πολύχρωμη πεταλούδα. Ομολογώ ότι δεν τα κατάφερα. Προτίμησα λοιπόν να εντάξω την Λυδία στο καβαφικό «Σύνταγμα της Ηδονής» και να θεωρήσω ότι δεν φάνηκε καθόλου άφρων και ασεβής αλλά, αντιθέτως, όρμησε με τρέμουσες τις αισθήσεις της «επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών» της γνώσης. Στα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν η Λυδία εκείνου του αμφιθεάτρου παραμένει για μένα ένα σύμβολο, η ενσάρκωση των ελπίδων και των οραμάτων που γέννησε στη νιότη μας εκείνη η εποχή.

André Derain/1908, Baigneuses (Esquisse), oil on canvas, 38 × 46 cm

 

Χάρης Μιχαλόπουλος

Το κεντρί

το καφέ
Τελευταία φορά που την είδε ήταν στη «Ζώγια», γωνία Αγγελάκη με Πρίγκηπος Νικολάου. Το αγαπημένο τους καφέ αλλά και όλης της παρέας. Νοέμβριος του 1991. Μετά την ορκωμοσία. Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτήριο της Φιλοσοφικής. Λουλούδια και αγκαλιές, χαμόγελα, γονείς και φίλοι. Και η καθιερωμένη φωτογραφία στα σκαλιά της εισόδου. ΜΟΥΣΕΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ. Εκείνος το βράδυ δε θα κερνούσε σε ρεμπετάδικο. Ούτε θα έβγαζε την παρέα για φαγητό το μεσημέρι. Τα λεφτά έφταναν μόνο για κέρασμα σε καφέ. Είχε βάλει στην άκρη και κάτι εξτραδάκια από τα σαββατοκύριακα που δούλευε στο τσιπουράδικο. Οι γονείς αγρότες από την Άρτα. Η δουλειά πολλή. Δεν μπόρεσαν να έρθουν στην ορκωμοσία. Ένας δεύτερος ξάδερφος του πατέρα με τη γυναίκα του (αυτήν την έβλεπε για πρώτη φορά) ήταν ό,τι είχε από οικογένεια κοντά του εκείνη τη μέρα. Γρήγορη αγκαλιά, χειραψία-ψόφιο ψάρι και ένα ασημένιο στιλό Parker για δώρο, «το μεσημέρι έχουμε μια υποχρέωση» είπαν και έφυγαν. Καλύτερα. Γλίτωσε έτσι και δυο καφέδες.

Ήταν όλοι εκεί. Ο Αντώνης, ο Μιχάλης, η Μαρία, η Χριστίνα, η Εύα, ο Γιάννης, η Αλεξάνδρα. Η Ελένη με την Έφη ήρθαν λίγο αργότερα, κλασικά. Και εκείνη. Κάθισε κάτω από τον πίνακα του Μοντιλιάνι, την κυρία με το μαύρο καπέλο σε κόκκινο φόντο. Όπως πάντα. Στην αγαπημένη της θέση, πλάι στο παράθυρο που κοιτούσε στον δρόμο. Όπως πάντα. Παρήγγειλε γλυκιά σοκολάτα. Όπως πάντα. Πανέμορφη, γλυκιά και αδιόρατα θλιμμένη. Όπως πάντα. Το πρωινό φως έπεφτε γλυκά πάνω στα σγουρά μαλλιά της, φωτίζοντας αχνά τις αραιές φακίδες που είχε στη μύτη. «Το πιο όμορφο σύμπλεγμα νησιών στον χάρτη του προσώπου σου», τόλμησε να της πει μια φορά και εκείνη του χάιδεψε ελαφρά τον σβέρκο χωρίς να πει λέξη. Ούτε εκείνη τη μέρα τόλμησε να κάτσει δίπλα της. Απέναντι. Όπως πάντα. Να την χαζεύει, όταν εκείνη δε θα προσέχει. Όπως πάντα. Εκείνος παρήγγειλε νες μέτριο με γάλα. Όπως πάντα.

Όταν τέλειωσε ο καφές, πήγε μαζί της μέχρι τη στάση του 10 στην Εγνατία, Εθνική Τράπεζα απέναντι από την Καμάρα. Περίμενε μαζί της. Οι υπόλοιποι συνέχισαν για φαγητό στον «Οινοχόο».

– Απόψε, μην κανονίσεις. Έχω ετοιμάσει κάτι για σένα. Θα σου τηλεφωνήσω, της είπε καθώς ανέβαινε στο λεωφορείο.
– Θα περιμένω, του είπε.
Δεν του φάνηκε να ξαφνιάστηκε.

η λίστα
Το 14 περιέργως δεν άργησε. Έφτασε σπίτι, έλυσε τη γραβάτα, έβγαλε το σακάκι, έκανε στα γρήγορα ένα μπάνιο, έβαλε το τζιν του, το αγαπημένο πράσινο πουλόβερ, τα σταράκια του και πετάχτηκε στο σουπερμάρκετ απέναντι να πάρει τα υλικά.

Το τσαλακωμένο χαρτάκι στην τσέπη του έγραφε:
μακαρόνια
μανιτάρια
κρέμα γάλακτος
παρμεζάνα
μπέικον
κρασί (αν φτάσουν τα λεφτά)

το τηλεφώνημα
– Μαργαρίτα, μην ξεχάσεις να της πεις, σε παρακαλώ.
– Εντάξει, το είπαμε. Απόψε, γύρω στις 8.30, σπίτι σου. Με το 14, στάση «Ορφανοτροφείο».
– Μαργαρίτα… μην ξεχάσεις.
– Είπαμε. Θα της το πω. Κάτι άλλο θες, γιατί πρέπει να φύγω.

το σημείωμα
Ποτέ της δεν τον πήγε. Από την πρώτη στιγμή που τον κουβάλησε σπίτι. Της είχε πει πως θα περάσει να την πάρει να πάνε οι δυο τους στον «Παπαγάλο» στη Ναβαρίνου. «Να προσέχεις», είπε εκείνη στη συγκάτοικό της και κλείστηκε στο δωμάτιο. Έδινε μάθημα την επομένη. Γύρισαν και οι δυο τους κατά τις τέσσερις το πρωί, κομμάτια. Εκείνη είχε ξεχάσει τα κλειδιά της και την ξύπνησαν να τους ανοίξει. «Μαργαριτούλα μουουουουου, συγγνώμη…». Εκείνος με ένα κουτάκι μπίρας στο χέρι, τρεκλίζοντας στο χολ, κάτι μεθυσμένα της είπε, κάτι πως χαίρεται πολύ που γνωρίζει μια τόσο αφοσιωμένη ιστορικό της τέχνης, κάτι πως η επανάσταση έχει ήδη ξεκινήσει και πως ο Αγγελόπουλος σκίζει με το Μετέωρο βήμα που είναι ταινιάρα και να πάει να την δει στον Φαργκάνη όπως-και-δήποτε. Τέσσερα χρόνια τώρα ανεχόταν αγόγγυστα τις παλαβομάρες και τα μεθύσια του, τις ξαφνικές εμφανίσεις του σπίτι τους, τις κασέτες με τα κουλτουροτράγουδα που έγραφε και χάριζε στην αγαπημένη της φίλη και συγκάτοικο, τις καταθλιπτικές ταινίες που της πρότεινε και τα βαρετά βιβλία που της αφιέρωνε. Τέσσερα χρόνια και τώρα ήρθε επιτέλους η ώρα να απαλλαγεί από την παρουσία του. Αυτός θα γύριζε πίσω στην Άρτα, η ίδια στη Βέροια και η κοινή τους φίλη στη Φλώρινα.

«Άντε μωρέ τον γελοίο, που θέλει να την καλέσει και στο σπίτι του», σκέφτηκε. Έσκισε το χαρτάκι, το πέταξε στη λεκάνη και τράβηξε το καζανάκι.

το βιβλίο
Όταν έφυγε για το εξωτερικό, δεν πήρε πολλά πράγματα μαζί της. Μια μικρή βαλίτσα. Όλοι απόρησαν. Δεν ήθελε να θυμάται. Αρχή από το μηδέν. Λίγα ρούχα, μερικές φωτογραφίες, ένα μπρίκι, τέσσερα βιβλία. Ανάμεσά τους το Ρόδινο και το Γαλάζιο του Μπόρχες, με αφιέρωση από εκείνον: «Για όσα δεν τολμήσαμε να πούμε, ξημερώματα Τετάρτης 9 Νοεμβρίου». Το έπαιρνε συχνά μαζί της και το διάβαζε τα απογεύματα της Κυριακής στο παράθυρο του αγαπημένου της καφέ. Στην τελευταία μετακόμιση στο Όντρειμπορν μια κούτα με βιβλία και παλιές κασέτες δεν έφτασε ποτέ στο νέο σπίτι.

η βιβλιοκρισία
Δεν πάνε πολλοί μήνες τώρα που ο Αντώνης, καλός του φίλος και συνάδελφος, μα και κοινός τους φίλος, ανέφερε, πάνω σε άσχετη κουβέντα, πως εκείνη έγινε Καθηγήτρια Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όντρειμπορν. Προσποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία τον ξαφνιασμένο. Όμως το γνώριζε, αφού παρακολουθούσε συχνά το προφίλ της στο academia.

Μεταφυσική αγωνία και βουδιστικές διαθλάσεις στο έργο των Tζακ Kέρουακ και Xόρχε Λ. Μπόρχες: μια συγκριτική προσέγγιση είναι ο τίτλος της πιο πρόσφατης μονογραφίας του που πηγαίνει εξαιρετικά καλά. Οι βιβλιοκρισίες μέχρι στιγμής εξαιρετικές, ενώ οι προσκλήσεις για διαλέξεις σε colloquia και συνέδρια έχουν αρχίσει να πυκνώνουν. Μάλιστα, το βιβλίο έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα και στα ευπώλητα κεντρικών βιβλιοπωλείων της χώρας. Όμως εκείνος περιμένει τη βιβλιοκρισία στη Syn-κριτική, το σπουδαιότερο επιστημονικό περιοδικό συγκριτολογίας της χώρας. Τεύχος 57 (2017), σελίδες 35-36. Την κριτική υπογράφει εκείνη. Επαινετική, δίχως εξάρσεις, ισορροπημένη. Η ματιά της διεισδυτική, ο λόγος της στέρεος. Έχει τις επιφυλάξεις της. Κάτι μοιάζει να μην την έχει πείσει, κάτι την ενοχλεί. Διαβάζει και ξαναδιαβάζει το κείμενο. Το μάτι του κάθε φορά σκαλώνει στην τελευταία φράση: «Συνοψίζοντας θα έλεγα πως η μελέτη συνολικά παρά τις πολλές και αδιαμφισβήτητες αρετές της δίνει τελικά την εντύπωση μιας υπόσχεσης ενός ραντεβού που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ».

 André Derain/Landscape in Provence (Paysage de Provence), c. 1908, oil on canvas, 32.2 × 40.6 cm

 

Τασούλα Τσιλιμένη

Τα καραβάκια της ποίησης

Μπήκε ιδρωμένος σχεδόν στη θόλο. Ο Μάρτης στα μέσα του και ο Βόλος σε κατοστάρι προς την άνοιξη. Σκάναρε με το βλέμμα του τον χώρο. Άφησε τα πανό δεξιά, πίσω από την είσοδο του κεντρικού κτηρίου του πανεπιστημίου, προς την Ιάσονος. Εκεί που υπήρχε ένα τραπέζι και μια μισοσπασμένη καρέκλα. Οι άλλοι θα έφερναν τις αφίσες. Τους πήρε αργά χτες να τα ετοιμάσουν. «Ο αγώνας είναι ο μόνος δρόμος», ήταν τα λόγια που κάθε τόσο ακούγονταν από τον Σταύρο στο μικρό διαμέρισμά του, επί της Γαλλίας. Κατέληξαν στα συνθήματα μετά από 4 πίτσες και πολλές μπύρες. Κοφτά, σύντομα, εύληπτα, τους συμβούλευε ο Σταύρος, που ήταν παλιός σε αυτά. Κάθισε στην άκρη στο τραπέζι και έβγαλε το κινητό. «Γαμώτο! 45 λεπτά ακόμη» μουρμούρισε και έριξε το βλέμμα του προς το σημείο που ήταν το κυλικείο. Ήταν ανοιχτό. Με το πλαστικό που του ζέσταινε τις παλάμες, τον καφέ να μοσχομυρίζει, γύρισε και κάθισε πάλι στο τραπεζάκι. Ο νους του στα πανό. Έφερε το ποτήρι στα χείλη και «shits!» τράβηξε την γλώσσα του προς τα πάνω δόντια. Ένιωσε κιόλας τον ερεθισμό στην άκρη της. Ξανακοίταξε το κινητό. Κανένα μήνυμα. Είχε έρθει νωρίς, το ήξερε, αλλά και το σπίτι δεν τον χωρούσε. Θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τις 9 να τελειώσει μια “χαζοεκδήλωση, είπε ο Σταύρος, να φύγει ο κόσμος και μετά θα τοποθετούσαν τα πανό, θα έβαζαν τις αφίσες. Παντού. Στις κολόνες, στις δυο εισόδους, παραλιακή και Ιάσονος, στα ασανσέρ. Παντού. Είχε μια αδημονία. Πρώτη φορά που έπαιρνε μέρος σε τέτοια δράση. Πρωτοετής και γνώριζε σιγά σιγά τα του φοιτητικού συλλόγου, των παρατάξεων και όλα τα άλλα. Τα παιδιά τον είχαν εξυπηρετήσει με το που μπήκε μουδιασμένος στο χώρο την πρώτη μέρα. Του εξήγησαν τι, πότε, πώς…ποιοι είναι οι καλοί καθηγητές, ποιοι οι ξινοί. Μάλιστα ανέλαβαν να τον βοηθήσουν και με τα απαραίτητα για την εγγραφή του στο τμήμα. «Τίμια παιδιά», είπε στο τηλέφωνο το βράδυ που μίλησε με την μάνα του. «Να προσέχεις», του απάντησε αυτή. «Σιγά ρε μάνα!» είπε αυτός. Παντού κινδύνους έβλεπε εκείνη.
Επιφυλακτικά, αυτή τη φορά, ρούφηξε μια γουλιά καφέ. Τα πόδια του κουνιόταν μπρος πίσω, όπως μικρός στις κούνιες της γειτονιάς του. Άνοιξε το κινητό. Με το δάχτυλο να ρολάρει στην οθόνη, έριχνε ματιές σε κάποιους αργοπορημένους που έμπαιναν στο χώρο και κοιτούσαν τριγύρω μέχρι να δουν την αφίσα για την εκδήλωση έξω από το ασανσέρ του αμφιθεάτρου, να κατηφορίσουν τα τέσσερα σκαλιά και να τους καταπιεί το «Κορδάτος». «Τι εκδήλωση να είναι αυτή;» αναρωτήθηκε και με έναν πήδο βρέθηκε στο έδαφος.
«Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης», έγραφε η αφίσα έξω από το ασανσέρ. Διάβασε τα ονόματα των ομιλητών, των καλεσμένων ποιητών και των φοιτητών που θα απήγγειλαν στίχους. Κάπως σκάλωσε η σκέψη του. «Ποιητές» σκέφτηκε. Δεν είχε δει εκ του σύνεγγυς ποτέ κανέναν. Κάτι ονόματα θυμάται μόνο από το σχολείο, με ημερομηνία γέννησης και θανάτου. Κι οι φοιτητές; «Τι ξενέρα» σκέφτηκε. Ποιος ασχολείται σήμερα με την ποίηση; Τι έχει να μας πει;». Θυμήθηκε τη γιαγιά του τα καλοκαίρια που περνούσε χρόνο μαζί της, κάθε πρωί να ξεκολλά με ιεροτελεστία, θα έλεγε, από το ημερολόγιο τοίχου ένα μικρό χαρτάκι να το γυρίζει από την ανάποδη και να του διαβάζει:
«Μαύρα είναι τα μάτια που αγαπώ, μαύρη και η καρδιά μου». Κι ύστερα το έσπρωχνε κάτω από ένα άσπρο σεμεδάκι. Χαμογέλασε.
«Ποίηση και αηδίες», είπε και ετοιμάστηκε να γυρίσει στη θέση του. Το χειροκρότημα που έφτασε από το αμφιθέατρο τον έκανε να κοντοσταθεί. Κατέβηκε τα σκαλιά και τράβηξε την πόρτα του αμφιθεάτρου. Γεμάτο. Στο πάνελ τρεις άντρες και δυο γυναίκες. Στο έδρανο αριστερά οι φοιτήτριες εναλλάσσονταν στο μικρόφωνο.

«Βόλι που φεύγει

Απ΄το όπλο δίχως στόχο

Τη βολή του χάνει

 

αστόχαστο τελειώνει

Στην καρδιά του μηδενός»[1]

Κάθε απαγγελία και χειροκρότημα. Μια καθηγήτρια-μάλλον- ευχαρίστησε και ανακοίνωσε την λήξη της εκδήλωσης. Ο χώρος άρχισε να αδειάζει. Έμεινε να κοιτάζει τους ποιητές που συνομιλούσαν με κάποιους από το κοινό. Βγήκε με τους τελευταίους στη θόλο. Μια πλημμύρα σωστή. Ο κόσμος σε πηγαδάκια συζητούσε ενθουσιασμένος. «Γαμώτο! Τι περιμένουν εδώ! Θα καθυστερήσουμε!» μουρμούρισε. Μια μουσική ακούστηκε που δυνάμωσε σιγά σιγά. Ξαφνικά άρχισε να …βρέχει χάρτινα καραβάκια. Σήκωσε το βλέμμα του στη όλο που ένωνε τα τρία κτήρια. Το παλιό της καπνοβιομηχανίας «Παπαστράτος» και τα άλλα δύο που προστέθηκαν για τις ανάγκες της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Τριγύρω από το αίθριο φοιτητές και φοιτήτριες έριχναν χάρτινα καραβάκια- σαν αυτά που δίπλωνε παιδί- στο κοινό που ξαφνιασμένο σήκωνε τα χέρια να τα πιάσει. Κάποιοι έσκυβαν στο πάτωμα να σηκώσουν όσα είχαν χάσει την πορεία τους. Ξαφνιάστηκε με τον εαυτό του που σήκωσε τις παλάμες του. Μια βαρκούλα βρέθηκε στα χέρια του. Το χαρτίτης είχε φωτοτυπημένο κείμενο. Έκανε ότι και οι άλλοι. Άρχισε να διαβάζει κομμένες φράσεις/στίχους που χάνονταν στα διπλώματα.

«στα χιονισμένα

……..των πάρκων

στις υπόγειες στοές

…. ανοιξιάτικα με …»

Για να ολοκληρώσει το ποίημα αναγκάστηκε να ξεδιπλώσει το χαρτί/βάρκα.

«Πολεμήσαμε- στα χιονισμένα

θρανία των πάρκων

στις υπόγειες στοές των εργοστασίων

σε δάση ανοιξιάτικα με

παπαρούνες

στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.

Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό

-με βλέφαρα

καμέν’ απ΄της αγρύπνιας το μπαρούτι

αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια

και τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.

Ταμπουρωθήκαμε- στα κράσπεδα των λεωφόρων

στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια

…»[2]

«Τι έγινε μεγάλε»; Άκουσε τη φωνή του Σταύρου πίσω του και ήταν σα να ξύπνησε από όνειρο. Ο χώρος τώρα άδειος. Ο θυρωρός ανέβαινε τις σκάλες για τον έλεγχο των αιθουσών πριν κλειδώσει κάθε πόρτα. Η Κατερίνα, ο Πέτρος, η Μαρία και η Μυρτώ ξεδίπλωναν τα πανό.
«Εμείς Κυριάκο τις αφίσες», του είπε η Μαρία και του έδωσε ένα πακέτο. Το έπιασε και με το άλλο ξαναδίπλωσε το καραβάκι.
Η Μαρία προχώρησε μπροστά του. Έφτασε στη μεγάλη κεντρική κολόνα της Θόλου. Πώς δεν την είχε προσέξει όσο περίμενε; Ήταν ντυμένη με μπεζ χαρτί του μέτρου και πάνω της δεκάδες χαρτάκια με στίχους και άλλοι στίχοι γραμμένοι στο χέρι.
Έκανε δυο βήματα πίσω και την κοίταξε. «Η κολόνα της ποίησης» διάβασε πάνω πάνω. «Έλα, βόηθα!», του είπε η Μαρία και ετοιμάστηκε να κατεβάσει το χαρτί.
«Μη! Ας την αφήσουμε!» είπε αυτός. «Ρε συ Σταύρο…» φώναξε η Μαρία. Ήρθαν κοντά και οι άλλοι. «Σοβαρά τώρα;» ρώτησε ο Σταύρος. Οι άλλοι αμίλητοι. «Ναι σοβαρά. Και η ποίηση αγώνας είναι» είπε αυτός, έσπρωξε στο στήθος του Σταύρου το καραβάκι και γύρισε την πλάτη.
Ήταν η πρώτη φορά που είπε όχι στον Σταύρο. Κι ο Σταύρος πρώτη φορά που δέχτηκε ένα όχι.
Οι άλλες τέσσερις κολόνες στη θόλο ντύθηκαν στο άψε σβήσε τις αφίσες. Και εκεί όπου πριν λίγο έβρεχε καραβάκια τώρα λικνίζονταν πολύχρωμες αφίσες για το «Δίκιο του αγώνα».

[1] Αργύρης Χιόνης, Ιδεογράμματα, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997
[2] Τέος Σαλαπασίδης, Οδομαχίες, στο Τέος Σαλαπασίδης, Μια παρουσίαση από τον Κώστα Βούλγαρη, Γαβριηλίδης 1999, Αθήνα

André Derain/1906, Charing Cross Bridge, London