Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Οκτώβριο του 2022 στο Culture Book»

Η άλλη Πρέβεζα -Ιστορίες ενός αταξινόμητου χώρου

Η κυρίαρχη αισθητική, η καθιερωμένη -μέση- θέαση των πραγμάτων, διέπεται από τον καταναγκασμό της επανάληψης. Είναι όλα όσα μας μεταφέρουν οι θεσμοί αυτούσια και άκριτα, τα «χρηστά» ήθη, και η «επίσημη» σε μακροσκοπικό επίπεδο Ιστορία του τόπου. Γράφεται και αναπαράγεται από τους φορείς με τον ίδιο μονότονο τρόπο, σε παραλλαγές. Υπάρχει όμως και η «μικροϊστορία», σύμφωνα με τον μεταμοντερνιστή φιλόσοφο Μισέλ Φουκώ. Εκείνη όμως αναδύεται με εργώδη διεργασία που θυμίζει τοκετό ή αρχαιολογική ανασκαφή. Είναι ο οργανικός πυρήνας που κύρια συστατικά του αποτελούν οι λέξεις, οι άγνωστες ταυτότητες εννοιών και προσώπων, οι αταξινόμητες εικόνες της μνήμης, που συμπιέστηκαν προς τα μέσα και προς τα κάτω σαν σπειρώματα ελατηρίου, βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο, έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εκπυρσοκροτήσουν μέσα από την ανάδυση και την ανάφλεξή τους. Αν αφαιρέσουμε εκείνο το σκληρό κέλυφος της ταξινομημένης «Καρυωτακικής» Πρέβεζας, και διαφόρων τέτοιων ουσιο-κρατικών και «χρηστών» από τα «έξω» ταξινομήσεων, θα αποκαλυφθεί ένας ζωντανός οργανισμός, άλλοι ιστοί, νεοφερμένα αιμοφόρα αγγεία, υπόγεια, δαιδαλώδη και πραγματικά. Είναι ό,τι ακριβώς μεταφέρουν στο ειδικό φορτίο των λέξεων και των εικόνων τους οι δημιουργοί των 7+1 διηγημάτων του Οκτώβρη, που σαν ψηφιδωτό ανασυνθέτουν εκ των «έσω» τη θεματική αυτή ενότητα «Η άλλη Πρέβεζα -Ιστορίες ενός αταξινόμητου χώρου». Οι αφηγήσεις έχουν ξεκινήσει την πρώτη τους αναγνωριστική συνομιλία με εικαστικά έργα καλλιτεχνών της πόλης. Τα έργα είναι του εικαστικού-ζωγράφου Δημήτρη Μπέκα, της κεραμίστριας-εικαστικού Πέλας Καλογήρου, και του ποιητή-ζωγράφου Μάνθου Λύκαμνου.
Οι συγγραφείς με ρίζες βαθιές στον μανδύα, στο υπέδαφος του τόπου, ξεκινούν την αφήγησή του. Ας αφήσουμε τα πράγματα στο έλεος της υπόγειας αυτής δίνης. Η σειρά των κειμένων που ακολουθούν αντιστοιχεί στην ίδια τη θεματική ανάπτυξη της στήλης των διηγημάτων. Οι συγγραφείς που συμμετέχουν είναι οι εξής: Δήμητρα Λουκά, Ευάγγελος Αυδίκος, Μαριαλένα Σπυροπούλου, Λαμπριάνα Οικονόμου, Θωμάς Μανόπουλος, Σπύρος Γ. Μπρίκος, Φίλιππος Καββαδάς και Μάνθος Λύκαμνος.

Η θεματική αυτή ενότητα αφιερώνεται στη μνήμη του σπουδαίου ιατρού, ανθρώπου και αγωνιστή Παναγιώτη (Τάκη) Νικολόπουλου.

Σπύρος Γ. Μπρίκος

Οκτώβρης 2022

 

§

 

Λουκά Δήμητρα

Η κορυφαία Δήμητρα

Πάνω από τον Όρμο του Οδυσσέα, στη Βαλαδινοράχη, ζουν οι «Δήμητρες», εννιά μοιρολογίστρες άριστα εκπαιδευμένες στο θρήνο και το μοιρολόι. Η Ελένη είναι η κορυφαία μοιρολογίστρα. Πλέκει μοιρολόγια από τότε που ο Αχέροντας ξέβρασε την κόρη της, ολόγυμνη και τουμπανιασμένη στις εκβολές του, μία ξάστερη νύχτα του Απρίλη.

Σαράντα μερόνυχτα τρύπωνε ο γόος της στα σπίτια των γειτόνων, σκοτεινός και απαρηγόρητος. Μόλις μπόρεσε να πατήσει ξανά στα πόδια της, που της είχαν κοπεί σύρριζα από τη συμφορά, άρχισε να κατεβαίνει από το άγριο χάραμα στον Αχέροντα και να χάνεται μέσα στις καλαμιές. Έψαχνε να βρει την αιτία. Το απόγευμα έβγαινε μέσα από τη σαπίλα των παρόχθιων θάμνων, περπατούσε μέχρις εκεί που χύνεται το ποτάμι, καθόταν σταυροπόδι δίπλα στις βάρκες και ξεκίναγε το μοιρολόι. Οι ψαράδες την έβλεπαν αμέσως μόλις έμπαιναν στη μπούκα• ένα βουναλάκι μαύρο, παράταιρο δίπλα στους σωρούς με τα δίχτυα και τα καραβόσκοινα. Όσο ξεψάριζαν, εκείνη τους συνόδευε με το μοιρολόι της: «Τρία ποτάμια πέρασα τα τρία κατεβασμένα, το ένα χωρίζει τ’ αντρόγυνα, το άλλο χωρίζει τ΄ αδέρφια, το τρίτο το βαθύτερο παιδιά από μανάδες, σε πάει και σε ξεχείλισε μέσα στου χάρου την πόρτα.» Άντρες μαθημένοι στις τραμουντάνες και τις αναδουλειές, ανατρίχιαζαν μπροστά σε εκείνο το ανάστεμα του θρήνου και τα βράδια λίγο πριν κοιμηθούν, έπεφταν γονατιστοί κάτω από τα εικονίσματα και ψέλλιζαν προσευχές.

Σε λίγο εμφανιζόταν ο άντρας της περπατώντας με τα μάτια στυλωμένα στο χώμα σαν να έψαχνε τα χνάρια της. Τη ζύγωνε διστακτικά, τη σήκωνε από τις αμασχάλες και την έβαζε να σταθεί πάνω στα τρεμάμενα πόδια της. Εκείνη τον έκανε πέρα απλώνοντας το χέρι της πάνω στο στήθος του και έπαιρναν έπειτα μαζί τον δρόμο της επιστροφής μέσα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια του βουνού. Μπροστά αυτή, πίσω αυτός χωρίς να λένε ούτε λέξη. Το σκυλί τους μύριζε από μακριά και αλύχταγε σαν λύκος. Έγλειφε λαίμαργα το αίμα που άφηναν πάνω στις πλάκες της αυλής οι ξυπόλητες φτέρνες της, ματωμένες από τα αγκάθια και τα κλαριά. Με το πρώτο αλύχτισμα οι γειτόνισσες παρατούσαν την κατσαρόλα πάνω στη φωτιά και κολλούσαν τα πρόσωπά τους στο τζάμι του παραθύρου. Δεν έφευγαν από εκεί, αν δεν έριχναν ένα βλέμμα λύπησης στη χαροκαμένη και δεν ψιθύριζαν «την έφερε πάλι από το ποτάμι του χάρου.» Η Ελένη με τα μάτια κυριευμένα από τη θέα της τουμπανιασμένης της κόρης, με το ζόρι έβρισκε το κατώφλι. Αφού το δρασκέλιζε, καθόταν στο τραπέζι, μασούλαγε αργά ένα κομμάτι ξερό ψωμί και έπεφτε σ’ έναν ύπνο βαθύ και ακίνητο, ίδιο με θάνατο.

Μια μέρα άργησε να βγει από τα σκοτάδια του ύπνου. Ο ήλιος έκαιγε όταν άνοιξε την πόρτα. Δεν είδε τη νεκροφόρα που πέρασε μπροστά από την αυλή της και σταμάτησε στο τέρμα του δρόμου. Είχε χάσει τη συνήθεια να βλέπει, αλλά όχι να ακούει. Το αυτί της μαθημένο στους λυγμούς και τις οιμωγές του θρήνου, έπιασε τη σπαρακτική κραυγή της γειτόνισσας πριν ακόμα βγει από το λαρύγγι της. Γύρισε αμέσως πίσω. Πήγε στην κάμαρά της, άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε το ντρίλινο φόρεμα που φορούσε στην κηδεία της κόρη της. Το φόρεσε και έδεσε σε σφιχτό κόμπο στο λαιμό το μαύρο κεφαλομάντηλο.

Μπήκε στη σάλα όταν το μαυροντυμένο πλήθος είχε πάρει τη θέση του γύρω από τη νεκρή. Προχώρησε με μια ήρεμη σιγουριά προς το κέντρο όπου βρισκόταν το φέρετρο με το κεφάλι να κοιτάει στη Δύση και τα πόδια στην Ανατολή. Έβγαλε από την τσέπη του φουστανιού της λίγα νομίσματα και τα έβαλε στην παγωμένη χούφτα της πεθαμένης. Κοίταξε τη μακάβρια μάνα στην κεφαλή του τραπεζιού όπου είχαν τοποθετήσει το φέρετρο και κατάφερε μετά από καιρό να αναγνωρίσει σε ένα άλλο πρόσωπο τον δικό της πόνο. Πέρασε έπειτα μπροστά από τις μοιρολογίστρες που είχαν πάρει θέση η μια δίπλα στην άλλη και κάθισε σε μια αδειανή καρέκλα που βρήκε στην κορυφή.

Αμέσως στίχοι θαμμένοι στα άδυτα της ψυχής της, αναθέματα, χαιρετισμοί και ξεπροβοδίσματα άρχισαν να αναβλύζουν από το στόμα της σαν λαγαρό νερό. Πράγματα ανθρώπινα, καθημερινά έκαναν χειροπιαστό τον εφιάλτη του θανάτου: μανάδες και κορίτσια που αποχαιρετίζονται στο πατρικό κατώφλι, κόρες που διψούν αλλά δεν βρίσκουν νερό να πιούν, που πεινούν αλλά δεν βρίσκουν προσφάγι στο τραπέζι. Καμία σπατάλη στις λέξεις, τις χειρονομίες και τις θρηνητικές κραυγές. Οι άντρες που δεν ήξεραν πώς να βαδίσουν σε τούτη την έρημο του πόνου, κοίταζαν στην αρχή με σκυμμένο κεφάλι τα παπούτσια τους. Αλλά καθώς η Ελένη ανέβαινε σιγά σιγά προς το υψηλότερο σκαλοπάτι του θρήνου, η αντάρα ολοένα και πύκνωνε στα μάτια τους. Σε λίγη ώρα, αν έστηνες καλά το αυτί στις μικρές παύσεις που έκανε για να παίρνει τις ανάσες της, άκουγες το τακ τακ από τα χοντρά τους δάκρυα που έσκαγαν πάνω στο καλογυαλισμένο δέρμα των παπουτσιών τους.

Σε κάμποση ώρα βαθιά ζαλισμένη από το λιβάνι και το άρωμα των λουλουδιών, η Ελένη κατάλαβε για πρώτη ίσως φορά ότι μέσα από το τραγούδισμα του θανάτου, μπορούσε να ζει τη δοκιμασία της λύτρωσης. Και ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μην βγαίνει από τις μάχες με τον Χάρο με το κορμί σαρακιασμένο, γεμάτο πληγές. Οι υπόλοιπες μοιρολογίστρες που είχαν περιοριστεί να σκούζουν παρατεταμένα στην τελευταία συλλαβή κάθε στίχου, κατάλαβαν με τη σειρά τους ότι η Ελένη είχε μια δική της δύναμη που την κουβάλαγε μέσα της από τον άλλο κόσμο. Μια ογδοντάχρονη μάλιστα γριά, ικανή να ανακατεύει στα μοιρολόγια της και κάμποσες ασυνήθιστες μεταφορές, ακούστηκε να λέει στο αυτί του παπά ότι η Ελένη είχε γραμμένα τα μοιρολόγια στο λαρύγγι από γεννησιμιού της γι’ αυτό και μπορούσε να τα πλέκει με τέτοια ευκολία. Ο παπάς το θεώρησε αυτό βλασφημία και της είπε με αυστηρό ύφος πως ο Θεός δεν μοιράζει τέτοια χαρίσματα στη γέννα. Εκείνη δεν τον πίστεψε, ήταν σίγουρη ότι η Ελένη είχε χάρισμα θεϊκό.

Όταν επέστρεψε στο σπίτι της μετά την κηδεία, η Ελένη άνοιξε το μοναδικό παράθυρο που έβλεπε στον κήπο, αμπαρωμένο μετά τον θάνατο της κόρης της με μια ξύλινη σανίδα. Άφησε να μπει μέσα η μυρωδιά του φασκόμηλου που σάλευε απαλά στην απέναντι βουνοπλαγιά και βγήκε στην αυλή να ταΐσει το σκυλί που μόλις την είδε άρχισε να της γλείφει τα χέρια.

Στον Αχέροντα δεν ξαναπήγε. Μόνο στο βουνό ανέβαινε που και που και μάζευε τους μαύρους βώλους που έφτυναν οι κουκουβάγιες, από τα δύσπεπτα κόκαλα των τρωκτικών. Έβαζε έναν κάθε φορά κάτω από τη γλώσσα της για να ζυγιάζει καλύτερα το τραγούδισμα του θανάτου. Ήτα΄τναν ένα μικρό τέχνασμα με το οποίο τελειοποίησε την τεχνική της στο μοιρολόι, αλλά δεν το αποκάλυψε ποτέ σε κανέναν.

Πέλα Καλογήρου, «Δέντρα Ζωής», 2018, ανάγλυφο κεραμικό με υαλώματα και οξείδια

 

 

Ευάγγελος Αυδίκος

Η ζιάκα

Ο δρόμος στενός, όπως τότε. Που μάζεψαν τα συμπράγκαλά τους σε δυο βαλίτσες, η μάνα τον τραβούσε με το ζόρι από το χέρι, θα χάσουμε το λεωφορείο για την Αθήνα, έλεγε και ξανάλεγε . Αργότερα έμαθε το όνομά της, έλα, μαρή Δήμητρα, έτοιμος ο καφές. Να δούμε τι θα μ’πεις σήμερα, θα φανεί κάνα παλικάρι για την ανεπρόκοπη την κόρη μου που δεν άφησε παλούκι για παλούκι απήδηχτο.
Το παλούκι είναι η πρώτη λέξη που θυμάται από τη ζωή του σ’αυτό το στενό. Η μάνα του, σκυμμένη στον νεροχύτη, κάτω από τη χαμηλοκάβαλη σκεπή που προστέθηκε για τις ανάγκες του νοικοκυριούδούλευε κουνώντας το κεφάλι στην ακατάσχετη φλυαρία της γειτόνισσας που κάθε μέρα, τέτοια ώρα στεκόταν έξω από το παραθύρι, με τα χέρια στη μέση, σύγκορμη έτρεμε ακολουθώντας τον ρυθμό όσων έλεγε. Δεν μας φτάνει το ράδιο που τσαμπουνάει για κείνον τον Γκαγκάριν, π’ανάθεμά τον που πέταξε σια πάνω, αυτός σκέπασε τα αστέρια, λιέει η πιθιρά μου, συφορές έρχονται, λιέει η αναποδόχρουνη. Τα’μαθες μαρή βουρλισμένη, τι γένκι στα καλάμια; Έπιακαν τη Ρούλα, την προκομμένη κόρη της Βασίλως, της συνυφάδας μ’, να αγκαλιάζεται μ’έναν σερνικό, δεν είδαν ποιος είναι. Δεν είναι αυτός που ακούστκι τς προάλλες. Πόσα παλούκια θα πηδήξει; Κοίτα δω, η γειτόνισσα χαμήλωσε τη φωνή της, έβαλε τα δάχτυλα στα χείλη, δείχνοντας ότι πρέπει να μείνουν κλειστά. Εγώ, αμαρτία ξομολογημένη, δεν σου είπε τίποτε, αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια, δευτερόλεπτα πριν στρίψει το κορμί για το σπίτι.
Κάθε χρόνο, στο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, επισκέπτεται την πόλη που γεννήθηκε. Αποφεύγει τον καιρό με την πολλή κίνηση, δεν είναι η δική του αυτή η πόλη. Το τόλμησε την πρώτη φορά που αποφάσισε να επιστρέψει, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, και το σκυλομετάνιωσε. Δεν είχε άλλη επιλογή βέβαια, πέθανε ο αγαπημένος παιδικός του φίλος, ο Πάνος. Σωματώδης, τον έριχνε ένα κεφάλι στην πρώτη τάξη δημοτικού. Ο ίδιος ήταν λεπτοκόκαλος, αδύνατος, τα πόδια του λιπόσαρκα, τα μπράτσα του καλάμια χλωρά. Ο Πάνος ήταν αλλιώς. Θυμάται το κεφάλι του, ήταν το πυρηνικό του όπλο. Στρογγυλό, μεγάλο, δυνατό. Αυτό φοβούνταν οι συμμαθητές τους, ο πρώτος που τα ‘βαλε μαζί του, ένιωσε το κεφάλιτου Πάνου στο στέρνο του, κόπηκε η ανάσα. Η κεφαλιά προκλήθηκε από τα συνεχή πειράγματα των άλλων που δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Κοντοστούπης ήταν το παρατσούκλι του, έφαγε πολλές σφαλιάρες ξαφνικές, ώσπου το κεφάλι του Πάνου να θέσει τέλος στην κακοποίησή του. Θα τον θάψω, θα τον βάλω τρία μέτρα κάτω από τη γη, φώναζε ο πατέρας του. τα σάλια έσμιγαν με την έντονη μυρουδιά του ούζου. Αμέσως μετά ξάπλωνε και τον έβρισκε ο ύπνος αποκαμωμένο από τη δουλειά στο λιμάνι και την πολύωρη ουζοποσία στο Καφενείο των Μουσικών στο Σαϊτάν Παζάρ.
Ξαναβρήκε τον Πάνο, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά. Έγινα φίλοι στο φέισμπουκ. Άρχισαν να μοιράζουν φωτογραφίες, τις λίγες που είχαν. Έστυβε το κεφάλι του, για να θυμηθεί ιστορίες από την κοινή τους ζωή. Δύσκολο, το μόνο εύκολο ήταν να ανασύρει από τη μνήμη του το αίσθημα της ορφάνιας όταν η μάνα του τον τραβούσε από το χέρι, την ώρα που εγκατέλειπαν την πόλη τους. Άφηνε πίσω τον Πάνο και τη σιγουριά πως κανένας δεν μπορούσε να του προξενήσει κακό. Σκεφτόταν τον νέο τόπο, τις δυσκολίες που θα είχε.
Χάρηκε που ξαναβρήκε τον Πάνο. Η ορφάνια επανήλθε λίγα χρόνια μετά τη συνάντησή τους. Μπήκε στον τοίχο του, κάθε πρωί που ξεκινούσε η μέρα το ίδιο έκανε. Καλημέριζε τον φίλο του. Αυτή τη φορά, είδε τη μαύρη κορδέλα στη θέση της ανάρτησης Και σε δυο τρεις ώρες, αναρτήθηκε το κηδειόχαρτο, Κηδείατου… Ήταν ο δεύτερος θάνατος του Πάνου. Και η δεύτερη, δική του ορφάνια. Έχασε το κλαδί που τον κρατούσε δεμένο με την πόλη του.
Χρωστάει, μολοτούτα, στον Πάνο, που άρχισε να έρχεται κάθε καλοκαίρι. Στην κηδεία του Πάνου δεν γνώρισε κανένα. Τρόμαξε από την πόλη, ήταν ξένος στη γενέτειρα. Στο Σαϊτάν Παζάρι με δυσκολία πέρασε μέσα από όσους και όσες περιεργάζονταν τον τόπο, ρωτούσαν για το σπίτι του Καρυωτάκη, φωτογράφιζαν το περιποιημένο στενό και πόζαραν έξω από το σπίτι που έμεινε ο ποιητής εκείνον τον Ιούλιο.
Δεν ήταν η δική του πόλη πια. Α, τον παλιοπούστη μαγάρισε την πόλη, ήταν η μόνιμη επωδός στα χείλη του πατέρα, οσάκις ακουγόταν το όνομά του. Μειδιά στη σκέψη αυτή. Κάθεται στο καινούριο καφέ, στο στενό. Κάθε απόγευμα, στις 6, επιλέγειτο ίδιο τραπέζι, την ίδια καρέκλα, παραγγέλλει τον ίδιο καφέ. Ακουμπά την πλάτη στον τοίχο, να ακούσει, να ξεχωρίσει τονήχο της παιδικής του ηλικίας. Πλήρωσε πολύ ακριβά το ποδοσφαιράκι που έπαιξε με τον Πάνο. Άκουγε, στην αρχή,την εξέλιξη των αγώνων από όσα έλεγαν οι παίκτες. Αργότερα, τρύπωσε και ο ίδιος μέσα. Το πλήρωσε, πρώτη φορά που τον έδειρε ο πατέρας του, από τις λίγες φορές που ήταν ξεμέθυστος, ίσως γιατί μόλις είχε ξυπνήσει από τη μεσημεριανή σιέστα.
Στρίβει την καρέκλα με μέτωπο στην προτομή του Καρυωτάκη. Διάβασε το έργο του, τον αγάπησε και τον συγχώρησε που στην Αθήνα έπρεπε να απολογηθεί στους καθηγητές του. Φαντάζομαι τι πόλη θα είναι για να αυτοκτονήσει ο ποιητής, η φιλόλογος τον στενοχώρησε. Έκτοτε, αποσιωπούσε την καταγωγή του, Αθηναίος είμαι, Γκάγκαρος, επέμενε.
Συνεχίζει να κοιτάζει προς την προτομή. Ο τόπος γεμάτος από τραπέζια , με δυσκολία αναπνέει ο ποιητής από τις μυρουδιές των φαγητών και τις ανάσες των επισκεπτών. Όμως, δεν ακούει ούτε βλέπει. Ο τόπος αδειάζει. Ο δρόμος γίνεται ερημικός, χαλικοστρωμένος. Η μάνα του σιάζει το μαντήλι και την ποδιά της. Πάμε προστάζει. Στον δρόμο συνεχώς ψέλνει τον άντρα της που ανακατεύεται με τα πολιτικά. Θα φάει το κεφάλι του, δεν δάγκωνε τη γλώσσα του παρά να τρέχει από εδώ κι από εκεί με τους ξυπόλυτους. Θε μου, τι είπα, τι ξεστόμισα. Τι φταίει κι αυτός. Οι άλλοι δεν χορταίνουν, ακόμη εχθρός είναι ο ανεπρόκοπος. Πληρώνει παλιές αμαρτίες.
Στα καλάμια συνέχισε στα λουτρά, μη μας βγει και κάνα όνομα είπε. Στον δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο πουλί σε μεγάλο ξύλο ζωγραφισμένο , η μάνα κοίταξε δεξιά αριστερά, μάζεψε σάλιο και το έφτυσε. Πήραμε τον δρόμο προς τον Παντοκράτορα. Τη γλύτωσε με την Παργινόσκαλα, ευτυχώς που μπήκε στη μέση ο γείτονας που ήταν έξω από το Γυμνάσιο, τότε που είχαν περικυκλώσει τα παιδιά στο Γυμνάσιο. Θα ήταν κι αυτός στο χώμα στην Παργινόσκαλα. Τον φευγάτισε.Το βλέμμα του στραμμένο στην προτομή. Δίπλα του μια ζιάκα, τους συνόδευσε στην Αθήνα. Παραγγέλλει τσίπουρο. Σηκώνεται όρθιος, με το ένα χέρι κρατάει το τσουβάλι, με το άλλο το τσιγάρο. Φτάνει δίπλα από την προτομή του Καρυωτάκη. Βγάζει από τη ζιάκα μια προτομή. Μαρμάρινη. Έχει τη μορφή ενός νέου. Αριστείδης Κανέλλος το όνομα. Εκτελέστηκε στην Παργινόσκαλα, η δεύτερη γραμμή. Το χρωστούσα στους παλιούς γείτονες, μουρμουρίζει. Την απιθώνει σε ένα πρόχειρο βάθρο, δίπλα στον ποιητή, και αποχωρεί. Αύριο επιστρέφει στην Αθήνα.

Δημήτρης Μπέκας, «Τελευταίο ταξίδι», 1985-1992, λάδι σε καμβά

Μαριαλένα Σπυροπούλου

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις

 

-Δεν φταίει σε τίποτα η Πρέβεζα, εκείνος ήρθε χαλασμένος, δεν τον χάλασε ο τόπος μας.

-Έβαλε λίγο το χεράκι της και η Πρέβεζα. Μονότονη και βαρετή καθώς είναι.

-Μια χαρά είναι, δεν είναι μονότονη ούτε μουντή, είναι χαρά Θεού. Με τα γλέντια της, τις περατζάδες της, τις παρέες, τα ψάρια της, χαρά Θεού σου λέω.

-Ωχ συννέφιασε ξαφνικά, πάμε μέσα.

-Όχι, καλά είναι εδώ. Θα βρέξει λίγο, μπόρα είναι θα περάσει, συνηθισμένα τα μέρη μας σε αυτά.

-Σαν να βρήκες το χρώμα σου μόλις συννέφιασε. Αναπνέεις μέσα στη σκοτεινιά, εκεί βρίσκεις τη χαρά σου, μου φαίνεται.

-Ξέρεις πώς με έλεγε η μάνα μου; Γελάει ο Γενάρης.

-Γιατί Γενάρης;

-Έχεις ζήσει Γενάρη στην Πρέβεζα; Έχεις νιώσει να μουλιάζει μέχρι και η ψυχή σου; Να κλείνει ο ουρανός σαν πόρτα την ελπίδα απέξω. Να σφαλίζει η σκέψη από την υγρασία; Να βρέχει χωρίς να ξέρεις αν θα βρεις κιβωτό για να σωθείς. Τον Γενάρη δεν υπάρχει ορίζοντας. Να είσαι εκτεθειμένος σε ένα αβέβαιο υγρό μέλλον που δεν μπορείς ούτε να πνιγείς.

-Ούτε αυτός μπόρεσε να πνιγεί.

-Δεν μπόρεσε. Πήγε Ιούλιο ο ανόητος. Έπρεπε να βουτήξει Γενάρη. Εκεί θα τα ξαναλέγαμε. Πνιγμένος όμως ήταν ήδη και δεν το ήξερε. Απλώς ο πνιγμένος δεν ξέρει πώς να βγάλει το κεφάλι του έξω από την κατάσταση. Ζει μέσα της και νομίζει ότι την αντέχει.

-Τώρα μιλάει ο Γενάρης. Δεν γελάει μόνον. Μούσκεμα γίναμε. Πάμε μέσα. Κοίτα τι ωραίο μαγαζί έφτιαξαν στο Σαϊτάν.

-Δεν μπαίνω μέσα. Μου αρέσει εδώ. Του κάνω παρέα. Δεν βλέπεις τι ωραίο κεφάλι του στήσαμε. Ήταν και ομορφόπαιδο. Ακούς εκεί να κατηγορηθεί η Πρέβεζα για την ταραγμένη του ψυχή. Είχε παρελθόν να ξέρεις, δεν ήταν τίποτα αμούστακο.

-Ήταν όμως μεγάλος ποιητής. Σας έκανε γνωστούς κιόλας, έγραψε για την Πρέβεζα.

-Καλά θα ήταν να μην είχε γράψει. Δεν είναι και στίχοι αυτοί που μας αφιέρωσε. Θάνατος οι κάργες που χτυπιούνται, θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι, θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει, ακόμα και τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι, θάνατο τα βρήκε.

-Αφού έτσι τα ένιωθε. Ξέρεις εσύ από θάνατο.

-Και εμείς τι του φταίμε; Έχουμε που έχουμε τα δικά μας, να έχουμε και αυτόν εδώ πάνω να μας λέει τις παρόλες του;

-Ναι αλλά κάθεσαι εδώ από κάτω και τον κοιτάς πίνοντας τσίπουρα. Και δεν μπαίνεις μέσα γιατί θέλεις να βραχείς.

-Δεν θέλω να βραχώ. Είμαι βρεγμένος. Ξέρεις τι πάει να πει να είσαι βρεγμένος; Να είσαι εδώ στον τόπο της ανοιχτωσιάς, να βλέπεις αχάραγα τον Αμβρακικό, να ονειρεύεσαι τη Λευκάδα, να κοιτάει το μάτι της ψυχής σου την Ιταλία, να ταξιδεύεις στα πέρατα του κόσμου, και το μόνο που κάνεις τελικά είναι ένας μεγάλος απέραντος κύκλος γύρω από τον εαυτό σου; Σαν να ρίχνεις ξανά και ξανά ένα ηχηρό βότσαλο στη λίμνη και να βυθίζεσαι μαζί με αυτό. Να βουλιάζεις. Και να θες να φύγεις αλλά να μην μπορείς γιατί της Πρέβεζας η βροχή έχει κόλλα. Έχει ρετσίνι και σου δένει τα πόδια στην άσφαλτο, σε βυθίζει στην άμμο. Δοκίμασα πολλές φορές να φύγω αλλά πάντα εδώ είμαι και ας έχω πεθάνει τόσα χρόνια. Την Πρέβεζα αναπολώ, σαν την ωραιότερη ερωμένη. Την Πρέβεζα ονειρεύτηκα, χωρίς να μπορώ να δω την αρρώστια της. Υπήρξα το ξέρω ανάξιος εραστής της. Κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει, μόνο να κολλήσει μπορεί. Να μείνει για πάντα μέσα της. Περπατώντας αργά στην προκυμαία, πόσες φορές δεν αναρωτήθηκα αν υπάρχω και ύστερα είπα, δεν υπάρχεις.

-Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς πέθαινε ένας από αηδία;

-Ξέρεις τι θα συνέβαινε και θα ήταν ένας λαμπρός Γενάρης. Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

-Πάμε μέσα τώρα; Πάμε; Σε ακούω μα δεν σε βλέπω. Ομίχλη σε σκέπασε… Μια αίσθηση απέμεινε…

-Φίλε μου από τα παλιά, είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε, στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Χάρηκα που τα είπαμε. Χαιρετισμούς στο σπίτι. Και μην πτοείσαι για όσα μας βουλιάζουν, εμείς εδώ οι παλιοί Πρεβεζάνοι ξέρουμε από μπάνιο. Πάλι στην όχθη θα βρεθούμε.

Δημήτρης Μπέκας, «Προκυμαία», 1992, λάδι σε καμβά

Κλήδονας

Λαμπριάνα Οικονόμου

Ο άνεμος φαγώθηκε στο ασημένιο υπόστεγο ─ δεν μεταλλάσσεται η φαιά αυτή κόγχη. Τον άνεμο απ’ τη θάλασσα ακολουθεί βροχή, και ύστερα ο τέτανος καθώς κοντεύει καλοκαίρι∙ μα μόλις πέφτει η νύχτα στην πορτοκαλιά φαντάζεται ολοκαίνουργιο το χάλκινο φεγγάρι.

◊ ◊ ◊

Η πόλη αυτή γραπώνεται απ’ ομπρέλες∙ και στο νοσοκομείο οι μέλλοντες πηδούν απ’ τα παράθυρα. Ύστερα διασχίζουν λογιστικά γραφεία και αυλές απ’ όπου κρέμονται πουκάμισα [μετράς τη θλίψη στη συσσώρευση του πράγματος]∙ και στο Σαϊτάν Παζάρ μαζεύουνε αργά-αργά χαλίκια να πάρουνε φως οι σκιές.
   «Τριγύρω θα ‘ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
   και θα ‘ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα»[1].
   Μα πάει αυτό, πέρασε ― μαζί με τα πλεούμενα που παίζει η θάλασσα στις φλέβες.

◊ ◊ ◊

Πρέβεζα ─ δαμάζουν καταπέλτες τα υδρόβια ερπετά∙ οι κάργιες κοντοστέκονται∙ κοιτάζουν μάτια αμίαντα∙ ύστερα χάνονται μες στους νεκρούς ευκάλυπτους που κουβαλούν τη νύχτα. Πρέβεζα ─ αίμα που περνάς από καρδιά ξενύχτη.
Σούρουπο και τρεμόφεξαν γαλαζωπές φλογίτσες, έτσι καταπώς ξάσπρισαν μέταλλα σε απόκοσμα ποτάμια. Ένα άλλο φως προσχώρησε στο πρώτο κι ο άνεμος παράσερνε τα φύλλα που χτυπούσανε στις τάβλες. Μια ανάσα δίπλα, βρύα και πόδια και αιώνια παζάρια. Πλανόδιος ─ ξηροί καρποί, πιο κάτω το μανάβικο να στραφταλίζει φλούδια ─ ούτε που γνώρισα τη φάτσα σου, κι έξω απ’ τον ναό σφάζονται οι πιστοί με τον σιτευτό στον δρόμο για την Έξοδο∙ που είναι κι αυτή ένα πέρασμα, όπως η πόλη: Νεκρή και ανέστη ― ποιος σάστισε; ποιος είπε μες στο ψιλοβρόχι;

◊ ◊ ◊

─ Περνούσα λέει τα σπίτια, και οι τοίχοι δεν ανέκραζαν φωνές αληθινές. Κανείς σε αυτήν τη γη. Και οι φωνές σαν γυάλινες∙ μ’ έκοψαν κι έσταζαν τα χέρια και πήρα όνομα βασανιστών απ’ το δικό σου σόι μια στη σιωπή και μια στο αίμα, κι εσύ κρυφάκουγες∙ τώρα, ό,τι νεκρό σε αγκαλιά έχει ταμπουρωθεί στα στρώματα. Αυτή ειν’ η μαρτυρία.
─ Τι έλεγες; Μονάχος της τρυπώνεται ο άρρωστος στην πέτρα.

◊ ◊ ◊

Και τώρα στους τροχούς∙ να σπάσουμε πεντάμετρο∙ τρεκλίζει η αυγή στην αποβάθρα ─ όμως, αρκεί που ξεσηκώνεται σε ώμους θεοκόπου. Στο σκηνικό μια νέα ισορροπία: σκυμμένο ψέμα, χθόνιος μορφασμός, με χώρες έντεκα που άχαρα ξεκλείδωναν γαλαζωπές σκιές.
─ Άσε τις διακηρύξεις περί ματαιότητας, άνθρωπος έπλασε τον άνθρωπο.
─ Αστείο πράγμα!

◊ ◊ ◊

Κι απέξω απ’ την πόρτα: μια λίρα το κουμάρι ─ Τι δουλειά έχει ο ντενεκές μέσα στ’ ασήμια; Έφτανε κάποιος να πετάξει Κουκουές, και ρίχνονταν να τον λιντσάρουν. Μα η αλήθεια χωρά πολλά τροπάρια. Ειδάλλως, δεν ξεχωρίζεις μουσούδα από ουρά.
─ Σκυλί, μαθήτευσε στην κλίμακα της πλάσης.
─ Απ’ το ’55 δεν βάζετε μυαλό.
Η Ιστορία κερδίζεται με κόλπα, η Ιστορία είναι σλαβόφωνη πεθερά.
─ Και ο κλήδονας: η μνήμη της φυλής.

[1] Κ. Γ. Καρυωτάκης, Σε παλαιό συμφοιτητή, Νηπενθή, (1921).

Πέλα Καλογήρου, «Σχεδία Διαφυγής», 2016, κεραμικό με υαλώματα

 

 

Η γειτονιά των νικημένων

Θωμάς Μανόπουλος

Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα. Ψιλόβροχο και παγωνιά πήρε στο κατόπι τη μεγάλη διαδήλωση που ξεκίνησε από την Ομόνοια με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Στην κεφαλή της πορείας οι μουσικοί με ξυλιασμένα χέρια προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τα φάλτσα που με αυθάδεια εισχωρούσαν στα εμβατήρια. Μπροστά μου πορεύονταν ένα μπλοκ που είχε σχηματίσει το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων. Στο τέλος του οι νοσοκόμες είχαν πιαστεί αλαμπρατσέτα και καθώς προχωρούσαν με συντονισμένα βήματα φώναζαν τα συνθήματά τους. Σ’ αυτή τη γραμμή ήταν μια νοσοκόμα που από την πρώτη στιγμή που με είδε, δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου το ερευνητικό της βλέμμα. Ένιωθα αμήχανα, καθώς όλο γύρναγε το κεφάλι και με κοιτούσε, αδιαφορώντας για τη συντρόφισσα που συνόδευα.
Της θυμίζω κάτι; μήπως της άναψε κάνα ερωτικό λαμπάκι;, μονολόγησα και κοίταξα κλεφτά τη συντρόφισσά μου που προχωρούσε ανυποψίαστη με βήμα σημειωτόν και πολλά συνθήματα προσχωρούσανε καθώς η σκηνή επαναλαμβάνονταν, μάλιστα κάποια στιγμή η ξανθιά νοσοκόμα σκόνταψε και γυρίζοντας νόμισα ότι μου χαμογέλασε. Το πράγμα σοβάρευε. Κοίταξα την καλοστημένη κορμοστασιά της κι έκανα μια τελευταία προσπάθεια να τη συνδέσω με το παρελθόν. Τίποτε, τίποτε εντελώς.
Ένα φλερτ δυο ηλικιωμένων σε διαδήλωση, είπα στριφνά και σχεδόν βίαια παρέσυρα τη συντρόφισσά μου σ’ ένα γρήγορο βηματισμό μέχρις ότου προσπεράσαμε το μπλοκ των νοσηλευτών. Μπλεχτήκαμε με τους λιθογράφους, τους εργάτες μετάλλου και κει που πήγαινα να ξεφύγω από το νεανικό περιστατικό που μου συνέβη πριν λίγο και φάντης μπαστούνης μπροστά μου η νοσηλεύτρια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Προχωρούσε μπροστά μου ανάποδα και με κοιτούσε χαμογελώντας. Κάποια στιγμή μου φώναξε:

-Είστε ο κύριος Τάδε;

-Είμαι, της απάντησα και από την περιπαιχτική οικειότητα που έβγαινε από τα βαθυγάλανα μάτια της, ένιωσα μέσα μου ένα απροσδιόριστο σκίρτημα.

– Γέρασα τόσο; Φώναξε με φανερή την απογοήτευση στο πρόσωπό της και συνέχισε να περπατά μπροστά μου με την όπισθεν.

-Όχι εσείς… εγώ, είπα και ένιωσα κάτι που τρεμούλιαζε στο τούνελ του χρόνου μου.

-Είμαι η Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου και συ το καθαρματάκι του Τσαβαλοχωρίου.

-Ω, Κατερίνα μου, είπα και τα μάτια θόλωσαν καθώς έπεσα πάνω της και τη φιλούσα.

Να συναντιέσαι ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια με την αγαπημένη της παιδικής ηλικίας σε μια διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων ήταν απίστευτο… Κι όμως, εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου την Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου…
Από τη Βουλή, ακούγονται εκπυρσοκροτήσεις και τα περιστέρια πετούν πάνω μας αλαφιασμένα. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι στο Ζάππειο και το μυαλό μου αράδιαζε ολοζώντανες τις μνήμες…

Πρέβεζα 1959

Έχουν ήδη περάσει δέκα χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και η βροχή συντροφεύει μέρα νύχτα τη θλίψη των ανθρώπων. Η νικημένη γειτονιά μας, το Τσαβαλοχώρι, είναι χωρίς ηλεκτρικό φως, ποτάμια λάσπης οι δρόμοι κι από τα σπίτια λείπουν οι πιο πολλοί άντρες.Τώρα τα σοκάκια, οι αλάνες και η μεγάλη ντάπια ελέγχεται από τη συμμορία των ξυπόλητων πιτσιρικάδων που έχει το αρχηγείο της σε μια εγκαταλειμμένη καρότσα φορτηγού. Από κει παίρνονται αποφάσεις για τις επιδρομές στα μποστάνια, στις πορτοκαλιές και τους κήπους που μας εξασφάλιζαν το καθημερινό συσσίτιο. Αφού γέμιζαν οι κοιλιές με μούρα, κορόμηλα, πορτοκάλια κι ό,τι άλλο φρούτο υπήρχε, άρχιζε η σκληρή καθημερινή άσκηση με τα σπαθιά, τις σαΐτες και τις σφεντόνες.
Αρχηγός του Τσαβαλοχωρίου, αρχηγός μας, είναι ο Δημητράκης, το πέμπτο παιδί ενός αντάρτη εξόριστου στη Μακρόνησο. Αυτός μας παρέσερνε με το θάρρος και τον ενθουσιασμό του και μας οδηγούσε από νίκη σε νίκη. Μάχες, μάχες και η επιστροφή με το τραγούδι και τα κεφάλια ανοιγμένα, χέρια- πόδια ματωμένα κι όλα σκεπασμένα με την κόκκινη λάσπη που έσφιγγε σα θηλιά γύρω από το λαιμό τη γειτονιά μας.
Στην τάφρο που περιβάλλει το κάστρο του Αγ’ Αντρέα, εκεί που έγιναν λυσσώδεις και φονικές μάχες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ συγκεντρωθήκαμε πάνοπλοι με λάστιχα, τόξα και σπαθιά για ν’ αντιμετωπίσουμε τη γειτονιά των Κάμελ.
Παρότι είχα υποσχεθεί στην Κατερίνα τη γειτονοπούλα, το πρώτο μεγάλο αίσθημα, πως δεν θα ξαναπολεμούσα, αυτή η μάχη με τραβούσε σα μαγνήτης. Οι Κάμελ έπρεπε να πάρουν ένα γερό μάθημα. Ένιωθα άσχημα, έβγαινα από λόγο αλλά δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Γιατί πράγματι, αυτή η μάχη ήταν η μητέρα των μαχών. Δεν έμεινε κανείς χωρίς τραύμα κι όταν η μάχη έφτανε στην κορύφωσή της ακούστηκε από το ύψωμα η φωνή:

-Ο Χαρίλαος παραδόθηκε.

Οι Κάμελ το έβαλαν στα πόδια και εμείς τους πήραμε στο κατόπι ουρλιάζοντας. Είδα τον Δημητράκη να σέρνει το νικημένο Χαρίλαο και τίποτε άλλο. Όλα έφερναν γύρω. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, όπως συνήθως, περίμενα την Κατερίνα να πάμε μαζί στο σχολείο, για να πάρουμε στο κύπελο το σκονόγαλο και το κίτρινο τυρί. Βέβαια, είχα τα χάλια μου, το πόδι μου ήταν φασκιωμένο μ’ ένα κομμάτι από παλιό σεντόνι και ένα άλλο περασμένο από τη μασέλα ως την κορυφή του κεφαλιού που πίεζε σφιχτά ένα μεταλλικό δυοδέκαρο που ήταν στην κορυφή ενός θηριώδους καρούμπαλου. Εκεί με είχε βρει η αδέσποτη πέτρα που είχε εκτοξευθεί από άγνωστο αποστολέα τη μεγάλη στιγμή του θριάμβου.

Η εικόνα μου πρέπει να ήταν πολύ αστεία, η Κατερίνα όμως δε γέλασε. Ούτε με χαιρέτησε, με προσπέρασε αφήνοντάς σε μένα κατάπληξη και πόνο. Έτρεξα ξοπίσω της κουτσαίνοντας.

– Κατερίνα, Κατερινάκι, μίλα μου, πες μου κάτι, μάλωσέ με, όχι έτσι, η μουγκαμάρα κάνει τα πόδια μου και τρέμουν- τέτοια έλεγα όταν σταμάτησε έξω από το μανάβικο του Λαμπράκη «Η ματωμένη καρδιά».

-Δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ, είπε και μπήκε τρέχοντας στο προαύλιο του σχολείου.

Από εκείνη τη μέρα έγινα η σκιά της, έκανα ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο νους μου, προκειμένου να κερδίσω ένα βλέμμα συμπάθειας, ένα νεύμα συγκατάβασης. Αποτυχία και απογοήτευση. Κάθε που με συναντούσε γινόταν πιο ψυχρή κι από την πέτρα. Κι εγώ ένιωθα πως έχασα τα πάντα, οι μέρες και οι νύχτες μου μια δυστυχία, που όλο μεγάλωνε. Μες στην απελπισία μου αναγκάστηκα να πω το πάθημά του στον Τσίλια τον Αλλήθωρο και να ζητήσω τη συμβουλή του. Τσίλιας στο Τσαβαλοχώρι εσήμαινε κύρος, μέγας καρδιοκατακτητής και ογκόλιθος περί τα συναισθηματικά.

Ο Τσίλιας στο πι και φι έκανε τη διάγνωση πως επρόκειτο περί μαγγανείας και μου πρότεινε τρόπο να σπάσω το μαγικό κλοιό της αδιαφορίας, όπου είχαν ρίξει την Κατερίνα οι άγνωστοι ανταγωνιστές μου.

-Σίγουρα Τσίλια μου;

-Σίγουρα, είπε ο Τσίλιας, κι εγώ αφού τον αποζημίωσα με μια χούφτα κορόμηλα, έφυγα να βρω τα μαγικά σύνεργα.

Πήρα μια μεγάλη πρόκα και αφού περίμενα να νυχτώσει, πλησίασα τον τοίχο του σπιτιού της. Να βρέχει κατακλυσμός, αστραπές, κεραυνοί γύρω- τριγύρω και γω με την πρόκα να χαράζω «Κ.Κ.Ε. σ’ αγαπώ». Τα κατάφερα. Έκανα πίσω, σκούπισα το πρόσωπό μου και με νέα δύναμη χάραξα μια καρδιά τρυπημένη από βέλος. Το να γράψω τα αρχικά της Κατερίνας πολύ με είχε απασχολήσει. Αν έγραφα ΚΚ, δηλαδή Κατερίνα Κιτσαντά, μπορούσε να εισπράξει το σύνθημα η Κατερίνα του Καλαθά, που έμενε πιο πάνω. Άρα, έπρεπε να προσθέσω στα αρχικά και εκείνο του πατέρα της. Αυτό ήταν και δε χωρούσε αμφισβήτηση, αποδέκτης η Κατερίνα Κιτσαντά του Ευαγγέλου.
Ξημερώνοντας η Κυριακή με βρήκε σκαρφαλωμένο κι ακίνητο σα χαμαιλέοντα πάνω στο βρωμόδεντρο που ήταν απέναντι από το σπίτι της. Πέρασαν κάνα δυο ώρες κι άκουσα φωνές από την κάτω μεριά του δρόμου. Ανεβαίνω ένα κλαρί ψηλότερα και βλέπω ένα απόσπασμα ένοπλων χωροφυλάκων με επικεφαλής τον χοντρό ανθυπασπιστή Κουτρούμπα το όνομα, να αναπτύσσεται γύρω από το σπίτι της Κατερίνας. Κοιτούσαν το σύνθημα που είχα γράψει για την Κατερίνα και έβριζαν. Ο ανθυπασπιστής κατακόκκινος έβριζε θεούς και δαίμονες κι εγώ κοιτούσα κι άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε. Όλα όσα συνέβαιναν, με αιτία τα αρχικά της αγαπημένης μου φαίνονταν μια τρέλα, ένιωθα την οργή να χτυπάει στ’ αυτιά μου σα ταμπούρλο. Τι μπορούσε να κάνει τους μπασκίνες να χτυπάνε με τους υποκόπανους των όπλων τα γράμματα που είχα χαράξει στον τοίχο;

-Α, ρε Τσίλια, τι μου έκανες, μονολογούσα καθώς έβλεπα να πέφτουν οι σοβάδες.

Σα βράδιασε, κατέβηκα από το βρωμόδεντρο και προσεκτικά μπήκα στους καλαμιώνες που ήταν το αρχηγείο μας. Το αρχηγείο της γειτονιάς του Τσαβαλοχωρίου ήταν μέσα σε μια σάπια καρότσα φορτηγού σκεπασμένη με καλάμια.
Έπρεπε κάποιος να μου εξηγήσει τι ακριβώς συνέβαινε κι αυτός που μπορούσε ήταν ο αρχηγός. Μπήκα στην καρότσα και βρήκα το Δημητράκη, τον αρχηγό μας.
Δεν ήξερα πως να το πω κι έμενα αμίλητος, ο Δημητράκης με άφηνε χωρίς να ρωτάει.

-Αρχηγέ, του λέω κομπιαστά, εγώ το γραψα.

Αυτός άφησε από τα χέρια του το τόξο που σκάλιζε και με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Σηκώθηκε όρθιος και τα κεριά που φώτιζαν το αρχηγείο τρεμόσβησαν. Κοίταγα τον αρχηγό τρέμοντας κι εγώ κι ήθελα να του πω κι άλλα, για την Κατερίνα, για τη συμπεριφορά της, για τον καημό μου.

Ο Δημητράκης όμως με είχε αγκαλιάσει και ίσα που πρόλαβα να τον ρωτήσω:

– Έκανα καλά αρχηγέ;

Πέλα Καλογήρου, «Εκείνη και Εκείνος», 2010-2017, γλυπτά κεραμικά με υαλώματα]

Σπύρος Γ. Μπρίκος

Θάνατοι μεταμοντέρνοι

Τον Αύγουστο τα έμβρυα είχαν αποφασίσει -αφού γεννηθούν- να παραμείνουν λίγες μέρες στο πίσω μέρος των δωματίων. Που έβλεπε έξω στο βουνό. Έτσι και έγινε.
Από μία μυστική σκάλα ανεβοκατέβαιναν εργάτες. Γυρολόγοι πουλούσαν την πραμάτεια τους. Φθηνά καθίσματα για τους συνοδούς. Ένας γύφτος με σκασμένο δέρμα. Ζέστη και πανσέληνος. Λευκές πλαστικές καρέκλες με γάνες και σκόνη. Όλοι τους συνωστισμένοι σε εκείνη την προκατασκευασμένη ξύλινη γέφυρα-σκάλα που μετεωρίζονταν κάθε που τα βήματα. Δυναμώνανε. Και έλεγες στην ταλάντωση πάνω θα γκρεμιστεί. Η σκάλα κολλούσε στα παράθυρα. Γέφυρα με σκιές τη νύχτα που μεγάλωνε καθώς περαστικοί από καθαρή περιέργεια και αγρίμια που άφηναν τις σπηλιές τους και δόντια πολλά, κυνόδοντες. Προεξείχαν και με το σεληνόφως βυθίζονταν στο δέρμα των νεογέννητων χωρίς να τα πονάνε. Εκείνα ούρλιαζαν και μετά γελούσαν.
Τη νύχτα λύκαινες και τσακάλια μαζεύτηκαν στην ετοιμόρροπη γέφυρα. Εργάτες πολλοί ακροβατούσαν πάνω στις σκαλωσιές και καραγκιοζοπαίχτες επίλεκτοι από όλο τον κόσμο και πλήθος από αλλού συγκεντρώθηκε.
Στο αγκωνάρι εκείνο της ζωής που αχνόφεγγε μέσα στη διαστολή και την ταλάντωση του σκότους όλα παίζονταν. Στα μετόπισθεν, στα όρια του άγνωστου έξω χώρου.
Μέσα στην κλινική. Μπροστά από τις αριθμημένες θύρες των θαλάμων. Ένας γιατρός εφημερίας. Δύο νοσοκόμες βάρδιας. Σιωπητήριο. Στο επισκεπτήριο κανείς. Η ζωή αναπτύσσονταν όπως πάντα στη μη ορατή ζώνη ανομίας. Πολλαπλασιάζονταν άναρχα τη νύχτα προς τον αθέατο έξω χώρο.
Το νεογέννητο κρύφθηκε μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι. Έμοιαζε με κοφίνι ψαράδων. Στον δρόμο προς τη γενέθλια πόλη. Η επιστροφή θύμιζε πομπή. Το αμάξι μπροστά και ξοπίσω μία αγέλη από λύκαινες με τους μαστούς που στάζανε το πρωτόγαλα και αγρίμια που εγκατέλειπαν τα σπήλια του βουνού. Με ανοιχτή καρδιά, μέσα στο πνιχτό μαύρο αίμα, η φύση θρηνούσε τον πρόωρο θάνατό της. Την εξημέρωση. Τη νίκη του πολιτισμού.
Στη μεγάλη στροφή της Νικόπολης, πάνω στην τερματική ευθεία για την πόλη είχαν στήσει οδόφραγμα ο Ματέο με τον Ντεμπόρ. Μέσα από τους πυκνούς θάμνους πλησίαζαν ο Γιαχβέ με τον αδερφό του τον Τομάζο. Ψαράδες όλοι τους, εγκατέλειπαν ένας-ένας τα καϊκια τους στο μάζωμα του Αμβρακικού. Πήραν το νεογέννητο στα χέρια τους. Να το γλυτώσουν από τη φωτιά που είχαν ανάψει οι ίδιοι στην πόλη.

Απόψε, σύμφωνα με τις γραφές, θα αποτεφρώνονταν τα σώματα όλων των ποιητών που τόσο πρώιμα συνθηκολόγησαν. Τα πρόσωπά τους συρρικνώνονται ταχέως. Με αφρικανικές μάσκες ομοιάζουν στο τέλος. Το τριχωτό τής κεφαλής τους γεμίζει συρρέοντα συφιλιδικά έλκη. Οι πόλεις παραδόθηκαν στις δυνάμεις του χάους. Όλες οι γλώσσες πυρακτώνονται…

Δημήτρης Μπέκας, «Τσέρκι-Ο κύκλος της ζωής (2)», 2019, μικτή τεχνική

Φίλιππος Καββαδάς

Ορθοί κι ανάποδοι

Ο ήλιος σαλτάρει απ’ το παράθυρο. Ξυπνώ λουσμένος στον ιδρώτα. Χθες το βράδυ τρεμόσβηνα. Έφαγα μια σάπια κονσέρβα κι ήπια τρεις καράφες ξινό κρασί, κι είδα στον ύπνο μου ξυρισμένα καβούρια να μου τρώνε τη γλώσσα. Τώρα στην κεφαλή μου βαρούνε κύμβαλα. Τα μηλίγγια μου χορεύουν και το στόμα μου είναι στεγνό σα ξεροπήγαδο. Τρέχω στο ψυγείο για νερό. Έχει χαλάσει, και το νερό είναι καυτό, σα το κάτουρο του Βελζεβούλ. Ένας ακαθόριστος φόβος μού ζουλά τα σωθικά. Φτιάχνω στα γρήγορα έναν καφέ και στρίβω ένα τσιγάρο. Πίνω το μαυροζούμι και βγαίνω στο μπαλκόνι. Δυο ξεβράκωτοι κόρακες με καλημερίζουν κρώζοντας. Η μέρα είναι ένα αυγουστιάτικο σπέρμα, σπιθοβολά σα πυρωμένο σίδερο. Χτενίζω το ακούρευτο μαλλί, φοράω ένα τρύπιο παντελόνι, βγαίνω απ’ το γρέκι μου και παίρνω τον κατήφορο.
Συναντώ τους πρώτους διαβάτες. Περπατούν με τα χέρια και με δείχνουν με τα πόδια, φορώντας γραβάτες στα γόνατα. Σχηματίζουν ένα πηγαδάκι και κάτι ψιθυρίζουν. Με κοιτούν ανήσυχα με γουρλωμένα μάτια. Τρομάζω για λίγο, μα συνέρχομαι γρήγορα, θα ναι οι κάβουρες λέω απ’ το χτεσινό μου μεθύσι. Αδιαφορώ και συνεχίζω τον κατήφορο. Έξω από μια αυλή πέντε έξι μπόμπιρες κλωτσούν μια μπάλα με τις παλάμες τους. Με βλέπουν κι αρχίζουν να τρέχουν. «Ένας ορθός…ένας ορθός…» φωνάζουν και κρύβονται. Αρχίζω να ανησυχώ. Βλαστημώ τον ταβερνιάρη που μου πούλησε το ξινό κρασί και συνεχίζω. Έχει φτάσει μεσημέρι, η ζέστη αφόρητη, τα τρύπια μου παπούτσια κολλάνε στην άσφαλτο. Στρίβω για την κεντρική λεωφόρο. Προσπαθώ να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Του κάκου. Το μποτιλιάρισμα δε μου το επιτρέπει. Ακούω φωνές, βρισιές, και βλέπω πόδια να μουντζώνουν και να βαρούνε τις κόρνες πάνω στα τιμόνια. Γυρίζω και κοιτώ τους περαστικούς. Όλοι ανάποδοι. Σαν κάποιος διάολος να έδωσε στον κόσμο τα παπούτσια στο χέρι. Το μόνο που θυμίζει ανθρώπους είναι ο ιδρώτας κάτω στις καράφλες και το άγχος στα γουρλωμένα τους μάτια. Αρχίζω να φοβάμαι πως δε φταίει το κρασί. Βρίσκω ένα πέρασμα και γλιστρώ απέναντι.
Για την ώρα μέσα στο ανάποδο πλήθος περνώ απαρατήρητος. Ο φόβος που μου ζουλούσε τα σωθικά, τώρα, έχει ανέβει ψηλά και μου γδέρνει τον οισοφάγο. Έχω πάρει την κατηφόρα για τα καλά. Περνώ έξω από ένα καφενείο. Πέντε ρεμπεσκέδες κάβουρες παίζουνε πρέφα και πίνουνε τσίπουρα. Του ενός του πέφτει το τσιγάρο απ’ το πόδι κι αρχίζει να φωνάζει: «Ένας ορθός… ένας ορθός… πιάστε τον». Σηκώνονται δύο και με παίρνουν στο κυνηγητό. Μπροστά εγώ και ξοπίσω μου τα καβούρια.
Τα πόδια μου είναι πιο γρήγορα απ’ τις παλάμες τους και κατάφερα να ξεφύγω. Τρέχοντας έφτασα σε μια έρημη γειτονιά. Άρχισε να σουρουπώνει. Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχε ψυχή. Κάθισα να πάρω μια ανάσα σε μια γωνιά. Τα κύμβαλα βαρούν τώρα πιο δυνατά. Αρχίζω να ουρλιάζω. Να σας πάρει ο διάολος βρωμοπόδαροι. Εσάς και τον ανάποδο γαμημένο κόσμο σας. Ο ορθός δε σας φοβάται. Το παραλήρημά μου διακόπτει μια ψιθυριστή φωνή.

«Φίλε… φίλε…»

«Ποιος είναι;»

«Εδώ…εδώ κάτω…ακολούθα το φως»

Ακολουθώ το φως ενός φακού που με οδηγεί σ’ ένα υπόγειο. Η πόρτα ανοίγει και κάποιος με τραβάει μέσα. Αντικρίζω έναν άντρα γύρω στα σαράντα. Είναι κι αυτός ορθός σα και μένα. «Τι συμβαίνει έξω;» του λέω. «Μη μιλάς δυνατά, θα μας ακούσουν, είσαι τυχερός που δε σε πήραν χαμπάρι οι κλότσοι». «Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησα. Δεν πήρα απάντηση. Με τράβηξε στο βάθος του υπογείου. Εκεί είδα καμιά δεκαριά ορθούς να κρύβονται σα τα ποντίκια.

«Τι κάνετε εδώ;», τους ρωτάω.

«Κρυβόμαστε απ’ τους ανάποδους. Δεν έχουν αφήσει κανένα ορθό ζωντανό, είμαστε οι τελευταίοι. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;».

«Με κυνήγησαν και τους ξέφυγα. Από τον Ελαιώνα κατέφθασα ποδαράτος. Το όνομά μου είναι Κώστας».

«Είσαι τυχερός που δε σε κυνήγησαν οι κλότσοι. Απ’ αυτούς δε ξεφεύγεις».

«Και πως ζείτε εδώ κάτω;».

«Βγαίνουμε τη νύχτα κρυφά. Βρίσκουμε τροφή και έπειτα γυρνάμε πίσω».

«Και δε ντρέπεστε να ζείτε σα τρωκτικά;».

«Τουλάχιστον είμαστε ζωντανοί. Μείνε και εσύ, αν θες να ζήσεις. Έξω έχει νυχτώσει για τα καλά. Ετοιμάσου να βγεις για τροφή, απόψε είναι η σειρά σου».

«Εγώ δεν είμαι σα και του λόγου σας ποντικομούρηδες. Εγώ δε φοβάμαι ούτε τους κλότσους ούτε τους μπάτσους. Την τρώγλη σας φοβάμαι. Θα βγω έξω στη πόλη και θα φτάσω μέχρι τη θάλασσα. Κι όποιον πάρει ο χάρος».

Γεμίζω ένα μπουκάλι με βενζίνη. Βάζω στην τσέπη ένα κουτί σπίρτα. Ανοίγω τη πόρτα απ’ το υπόγειο και βγαίνω στη νύχτα. Παίρνω τον τελευταίο κατήφορο. Φτάνω στο κέντρο της πόλης και πατάω στο πλακόστρωτο. Οι κλότσοι με πήραν είδηση κι άρχισαν να με κυνηγούν. Πίσω απ’ αυτούς ο ανάποδος αγριεμένος όχλος, τρέχει κι αυτός, κρατώντας στα πόδια του τσουγκράνες και μυτερά στειλιάρια. Φτάνω πρώτος στο ενετικό ρολόι. Ανεβαίνω τη σκάλα και μπαίνω στο καμπαναριό. Κλειδώνω τη πόρτα πίσω μου. Εγώ στη μέση, από πάνω μου τα ζορκοπούλια, κι από κάτω μου τα ξυρισμένα καβούρια. Ένας βαθμοφόρος κλότσος, κρώζει σα τους πρωινούς κόρακες.

«Υποτάξου ορθέ, αλλιώς είσαι χαμένος. Υποτάξου και θα σου μάθουμε να περπατάς με τα χέρια και να αγκαλιάζεις με τα πόδια. Υποτάξου και θα σου χαρίσουμε μια ανάποδη και καθώς πρέπει ζωή».

«Λάθος κουδούνι χτύπησες κλότσε. Μαδαροκέφαλε αναποδιάρη την πάτησες. Το δικό μου το κεφάλι στέκει ψηλά, είμαι γεγές και δεν υποτάσσομαι. Ραντεβού στον πάτο της κόλασης κουφάλες».

Χύνω τη βενζίνη όλη πάνω μου. Βγάζω τα σπίρτα απ’ την τσέπη. Και λόγο πύρινο λαλώ.

Είμαι ο νους ο απόρθητος και η πυρά που βράζει.

Είμαι το τρύπιο λάβαρο που κυματίζει και φλέγεται.

Είμαι ο αντρείος ο στερνός που μένει ορθός.

Και το σκοτάδι που πνίγεται στο φως.

Μια λάμψη τύφλωσε τους κάβουρες. Άρχισαν να βρίζονται και να κουτουλάνε μεταξύ τους. Οι τσουγκράνες και τα στειλιάρια πιάσανε δουλειά. Τους άφησα πίσω μου να σφάζονται.

H στάχτη μου είχε πάρει ήδη το δρόμο για τη θάλασσα…

Δημήτρης Μπέκας, «Ελεγεία και Σάτιρες», 2007-2008, λάδι σε πανί

Μάνθος Λύκαμνος

Η νύχτα των ποντικών

Με φωνάζουν Wolfie και είναι ένα ακόμα βραδινό σκηνικό στην πληγωμένη από τα τρύπια όνειρα τρώγλη μου. Ίδιο σαν μπαλάντα πολυφορεμένη στα μηνίγγια ξεμωραμένων losers, σαν και του λόγου μου, με το βλέμμα μου να νανουρίζεται κοιτώντας τα δυο τελευταία κοκόνια της αγέλης, γυρνώντας τα μάτια μου πέρα δώθε ανάμεσα από τα πρησμένα μου πέλματα, προσπαθώντας να παραδώσω στην αγκαλιά του Μορφέα το ταλαίπωρο κορμί μου. Ταλαίπωρο άλλοτε από τις νυχτερινές υπερβάσεις και τους αλλόφρονες χορούς, χορούς που στήνω μαζί με τ’ αδέρφια με ουρά που με συντροφεύουν.
Δυο κοκόνια, η Κλαούντια και ο Κεόμα γίνονται κοινωνοί μιας ακατανόητης πρόζας, που εγώ ως πρωταγωνιστής σε ένα ολόδικό μου θέατρο στήνω τις μεταμεσονύκτιες ώρες με κοινό φασματικό. Ένα θέατρο καταστροφής εκ των έσω. Δεν ξέρω αν τελικά μετά από τόση διάδραση μαζί τους, η Κλαούντια και ο Κεόμα, έχουν συλλάβει το παράλογο του δράματος που στήνω εμμονικά ως αποθέωση της παρακμής. Ελπίζω πως όχι, τουλάχιστον όχι στην ολότητά του. Άλλοτε μένω ξάγρυπνος από τσίτα και αδρεναλίνη εξαιτίας των νυχτόβιων εμπρησμών, τα τρεχαλητά και τα κρυφτοκυνηγητά με τα ένστολα πίτμπουλ του κράτους. Άλλοτε πάλι, το νευρικό μου κοντέρ ταλαιπωρούν εκείνα τα μικρά τριχωτά πλασματάκια, λήσταρχοι της τρώγλης μου, που ξεκινάν επιδρομές τα βράδια, τεμαχίζοντας τον ύπνο το δικό μου και της αγέλης μας. Σαν ένα που ψαρεύει τώρα το μάτι μου να περνά απ’ το διάδρομο κλεφτά και που αυτόματα η καπετάν-Κλαούντια, το πωρωμένο κοκόνι-θηρευτής που μισεί θανάσιμα τα ποντίκια, φερμάρει και τρέχει ξοπίσω του. Ο ποντικοαλητάκος στριμώχνει τον εαυτό του πίσω από ένα έπιπλο. Από τη μια πλευρά εγώ κι από την άλλη η Κλαούντια. Είναι μικρότερο από σπουργίτι, ένα μικρό έντρομο ποντικάκι που με καρφώνει κατάματα και μέσα από τα μάτια του, αυτές τις μικρές μαύρες μπιλίτσες, διοχετεύει το ρίγος του στη ραχοκοκαλιά μου. Νιώθω τον χτύπο της καρδιάς του. Δε θέλω να πεθάνει, παρόλο που με ταλαιπωρεί αυτό και τα συντρόφια του μήνες τώρα. Η Κλαούντια έρχεται προς το μέρος μου. Ευκαιρία τώρα να το διώξει από την άλλη και να διαφύγει. Δεν στενοχωριέμαι όταν η Κλαούντια κάνει τη βρώμικη δουλειά και τα σκοτώνει, χαφιές όμως εγώ δεν μπορώ να γίνω. Έτσι λοιπόν, το τρομάζω να ξεφύγει. Αυτό όμως, σαν σε απονενοημένο διάβημα, ορμάει μες στα σαγόνια της Κλαούντιας. Ακούω έναν ανεπαίσθητο ήχο που φτάνει στη σπονδυλική μου στήλη, και μετά το μικρό κορμί του άψυχο στο βρώμικο σανίδι…
Το βράδυ τα πίνω άγρια. Λιώνω. Στο πικάπ, το Cornered rat των Heresy. Μανιάζω με Conflict και Flux of Pink Indians, και τσιτωμένος βγαίνω για αγριάδες στην πόλη, να βρω τα συντρόφια του χάους, να εξιλεωθώ στις φλόγες του αλλοτριωμένου αστικού τοπίου. Αυτή η βραδιά ήταν όμως πιο άγρια από τις άλλες. Αυτή τη βραδιά, εγώ και ο Jester στριμωχτήκαμε από τους μπασκίνες σε ένα στενό αδιέξοδο που μύριζε σκουπίδια της σύγχρονης ζωής και κάτουρα. Τώρα προστίθεται και πηχτό αχνιστό αίμα που τρέχει από τις μύτες και τα στόματά μας, τα πρησμένα από τις γκλομπιές. Κατάφερα να διαφύγω τη λαβή του ενός και τρέχω να γλιτώσω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω να δω τον φίλο μου. Καρφώνει το βλέμμα του στο δικό μου κι έχει το ίδιο βλέμμα με τον ποντικό της χθεσινής νύχτας. Το ίδιο έντρομο βλέμμα του στριμωγμένου ζώου. Τρέχω λυσσασμένα κλείνοντας τ’ αυτιά να μην ακούω τους χτύπους από τις γροθιές και τις κραυγές του φίλου μου. Εκείνο το βράδυ μουδιασμένος κι έντρομος από το κυνηγητό και την αίσθηση της κρατικής τανάλιας συνέλαβα την τρελή ιδέα ενός άλλου εναλλακτικού αντάρτικου πόλης. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ένιωσα πως εμείς, οι εξεγερμένοι φτωχοδιαβόλοι και τα ποντίκια που ζουν κάτω απ’ το δάπεδό μου μοιραζόμαστε πολλά κοινά. Τα θαυμάζω για τον τρόπο που μας εξουθενώνουν, χέζοντας κάθε ίντσα των πολιτισμικών τοτέμ μας. Τα χρήζω επίτιμους αντάρτες και μονίμως διαφεύγοντες της μισητής μεγαμηχανής.
Έβαλα λοιπόν το σχέδιο σε λειτουργία, ευθύς αμέσως, αγοράζοντας άπειρες φάκες. Τις τοποθέτησα σε διάφορα σημεία του σπιτιού και περίμενα. Αργά τα ξημερώματα, οι παράδοξοι αντάρτες μου ήταν κλεισμένοι πίσω απ’ τα κάγκελα της φάκας. Καμιά εικοσαριά πελώριοι αρουραίοι σε φρενίτιδα ήταν το φορτίο μου και επίδοξο όπλο μου αυτό το βράδυ. Ξεχύθηκα στην πόλη ανιχνεύοντας σπίτια, όπου τα χαρακτηριστικά τους θα απέκλειαν άτομα της τάξης μου. Γι’ αυτό και κατευθύνθηκα με προσοχή σε προάστια όπου έβριθαν από σύμβολα μικροαστικής σαπίλας και πλούτου. Μπούκαρα στους κήπους, στις μεγαλειώδεις αυλές τους -αυτά τα μάταια βασίλεια- και στις αποθήκες τους και άνοιξα τις πόρτες από τις φάκες απελευθερώνοντας τους αρουραίους, αφήνοντας μετά την υπόθεση στα χέρια του χάους.
Καθώς περνούσε ο καιρός, αυτή η περίεργη τελετή μού είχε γίνει βραδινή συνήθεια και η ιδέα της ιδεολογικής εκδίκησης με πώρωνε να συνεχίσω, και το έκανα περίπου τρεις μήνες μέχρι σήμερα, μέχρι την ώρα που το τηλέφωνο χτύπησε αυτό το βράδυ. Ήταν ο Phil, ένας σύντροφος των εκρήξεων και των νυχτερινών εξορμήσεων. «Έι, Wolfie», μου είπε. «Φυλάξου κολλητέ! Ο Jester λύγισε στην ανάκριση και σε έδωσε για εκείνο το βράδυ που σας χτυπήσανε. Σε παρακολουθούν και υποψιάζονται ύποπτες κινήσεις σου τα βράδια, και απ’ ότι έμαθα, θα σε επισκεφτούν. Το νου σου φίλε!». Έκλεισα το τηλέφωνο αναστατωμένος κι η ραχοκοκαλιά μου τσιτώθηκε όταν μια δέσμη φωτός έπεσε στα μάτια μου και ο ήχος της μισητής σειρήνας ακούστηκε έξω απ’ την τρώγλη μου μαζί με το γαύγισμα του πραίτορα που τάραξε το χειμωνιάτικο ψύχος. «Wolfie, βγες έξω, είσαι περικυκλωμένος. Έχεις τρία λεπτά να ανοίξεις την πόρτα, πριν τη σπάσουμε. Δεν έχεις καμία ελπίδα φρικιό. Παραδώσου!». Φυσικά και δεν θα το έκανα, χαφιέδικο ανθρωπάκι. Και η έκβαση του παιχνιδιού δε θα είναι παρά το κρεσέντο ενός θεάτρου που στήνω χρόνια με γνώμονα το ηρωικό πένθος και το δυναμικό δράμα. Θα είναι η ευκαιρία να σαλτάρω στο βάραθρο που ελλοχεύει κάτω απ’ την αυλαία. Κι αυτό θα είναι το κύκνειο άσμα ενός αντάρτη Διόνυσου. Το magnum opus που ταιριάζει σε έναν αντι-ήρωα παιδί με σκεβρωμένη ψυχή απ’ τα γεννοφάσκια του. Φιλάω για στερνή φορά τα κοκόνια μου, παίρνω στα χέρια ένα τσεκούρι και αρχίζω να σπάω το δάπεδο. Και από μέσα του μυριάδες αρουραίοι ξεχύνονται προς πάσα κατεύθυνση. Ανοίγω το σεντούκι και γραπώνω το πιστόλι του πατέρα, ένα parabellum πολέμου και πάω πίσω απ’ το παράθυρο. Στοχεύω από την τρύπα κατευθείαν στον κρόταφο ενός πραίτορα. Τα μυαλά του εκτοξεύτηκαν και κόλλησαν στη μάπα του διπλανού του. Τους φωνάζω: «Κουφάλες, αυτή είναι η δικιά μου ιστορία. Σήμερα, παίζουμε το requiem μιας αυτοακύρωσης, το μάταιο έπος του χάους. Στην κορυφή του κόσμου, κουφάλες, ή στον πάτο της αβύσσου». Πλέον, τρελαμένος, με τρίχες στο σβέρκο ολόρθες και τα δόντια κλειδωμένα σαν σιδερένιο δόκανο, αδειάζω κάμποσα ακόμα υπολείμματα εγκεφάλου στις λάσπες του χειμώνα. Ήδη βέβαια κι αυτοί άνοιξαν πυρ και η τρωγλίτσα μου μετά από πέντε λεπτά μοιάζει σουρωτήρι και η ανάσα μου δονεί την καρδιά μου σα καρμπιρατέρ σακαράκα. Δίπλα μου κείτεται το κορμάκι του δεύτερου κοκονιού μου. Καημένε Κεόμα, έπεσες θύμα ενός παράλογου ντελιρίου. Του δίνω ένα φιλί στα μάτια, κρατάω σφιχτά το parabellum στα χέρια. Η καπετάν-Κλαούντια τρέμοντας γαντζώθηκε στο παντελόνι μου. Σκύβω και ρουφάμε ο ένας το βλέμμα του άλλου, μέχρι τα μάτια να γίνουν ποτάμια βουρκωμένα, ενώ τα ποντίκια χόρευαν μιλιούνια μέσα στο δωμάτιο και άλλα διέφευγαν από τις τρύπες και ξεχύνονταν στην πόλη. «Καπετάν-Κλαούντια, λατρεμένο συντροφάκι μου, θα είμαστε μαζί και σε αυτό κούκλα μου. Ορμάμε Κλαούντια». Και μ’ αυτή την κραυγή, σπάω την πόρτα κι ορμάω πυροβολώντας.
Εγώ, η Κλαούντια και οι αρουραίοι στην άγρια μαύρη νύχτα, τη φωτισμένη από το τεχνητό φως των προβολέων, τον ντελιριακό ήχο της σειρήνας, το άκαρδο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων. Πρόλαβα να πετάξω μερικά ακόμα άντερα των χαφιέδων πριν πέσω στην παγωνιά του τσιμέντου λαβωμένος. Την στιγμή εκείνη, ακούω από τα μεγάφωνα της πόλης φωνή ψυχρή να μιλάει. «Προσοχή! Η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού λόγω ασύμμετρης απειλής. Απαγορεύεται η κυκλοφορία των πολιτών, λόγω πανδημικής κρίσης, που οφείλεται σε μία μετάλλαξη της παλιάς πανούκλας με πιο πιθανή εστία ιό που προκλήθηκε από μολυσμένους αρουραίους. Η κυκλοφορία θα επιτρέπεται μόνο στους κρατικούς υπαλλήλους, που θα είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση και περισυλλογή των πτωμάτων και την καταγραφή των κρουσμάτων. Θα διακρίνονται από τις λευκές στολές και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες».   Θα χαμογελούσα, αν τα δόντια μου δεν ήταν σφιγμένα, και αν το βάρος από μέσα που σύνθλιβε το γαζωμένο κορμί μου δεν πλησίαζε το σαρκίο μου στο τέλος της ιστορίας του. Δίπλα μου, το κεφαλάκι της Κλαούντια, με μάτια σβηστά, πλησιάζω με τις τελευταίες δυνάμεις μου το κούτελό της. Το ακουμπάω. Σπαράζω, γαμώτο. Ψέλλισα στ’ αυτιά της: «Συγγνώμη, Κλαούντια. Να ξέρεις, οι εχθροί σου που σου την έσπαγαν, νίκησαν τους διώκτες μας. Οι νύχτες των ποντικών ανέτειλαν. Εμείς θα πετάξουμε τώρα». Βλέπω ψηλά τη βαριά κόκκινη αυλαία να πέφτει. Η δικιά μας αυλαία. Το δικό μας θέατρο. Η τελευταία παράσταση. Η τελευταία πρόζα. Πάνω απ’ τα τρύπια από σφαίρες σώματά μας. Τα σώματά μας στα λασπόνερα. Δυο κούτελα μονιασμένα. Εγώ και σύ Κλαούντια, σφιχταγκαλιασμένοι στο χειμερινό ψύχος. Τη μεγάλη νύχτα των ποντικών.

Μάνθος Λύκαμνος, «Rebel Ratus», 2019, μολύβι σε χαρτί