Η θεματική των κειμένων εμπνέεται από τον Σεπτέμβρη Τρυγητή, που κόβει απ’ τον μίσχο σταφύλια αλλά και στιγμές και έρωτες του καλοκαιριού, ξεπλένει την άνυδρη σκόνη, μαλακώνει το φως, υποδέχεται σε δρύινα τοιχώματα την αλκοόλη που θα ζυμωθεί για να φέρει ανάταση ή συντριβή. Επτά συν ένα διηγήματα για τον πρώτο μήνα του φθινοπώρου.
Επιλογή: Βίκυ Κλεφτογιάννη
Νεοκλής Δημόπουλος
Η μαυρομάτα
(Μνήμη κορινθιακής σταφίδας)
Τραχιά δάχτυλα με ανάστησαν και με κανάκεψαν, λες κι ήμουν το μονάκριβο παιδί τους. Κι όταν μεγάλωσα τους τα γύρισα διπλά και τριπλά, προικιά για τις θυγατέρες, γράμματα σπουδάγματα για τα παιδιά και δίπατα σπίτια. Ακόμα και τους βουνίσιους κατέβασε η χάρη μου στους κάμπους κι έκαναν προκοπή. Και στις μεγάλες πολιτείες ένα τσούρμο παρατρεχάμενοι έπιναν νερό στ’ όνομά μου και αβγάτιζαν τα πλούτη στις κασέλες και στους σαράφηδες.
Και τώρα, λέει, πήραν την απόφαση να με κόψουν από τη ρίζα. Μικρό το διάφορο, όλο και λιγοστεύει, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι. Καινούργιες καλλιέργειες με παράξενα ονόματα θα πάρουν τη θέση μου, το γράφει και η υπηρεσιακή αλληλογραφία. Χωρίς το μεράκι και την αγωνία των ξωμάχων για τα καπρίτσια του καιρού. Ανέγγιχτα τα κλαριά και τα φύλλα, δίχως χάδια και ταχταρίσματα, μόνο με τα σκονάκια των γεωπόνων. Άργησαν κιόλας, λένε…
Και θα ξεμείνουν τα κούρβουλα για προσάναμμα, να τα καίνε φάτσες, που δεν θα ξέρουν από πού κρατάει η σκούφια τους και μια χούφτα σπυριά από τον ξεραμένο μου καρπό για τα Ψυχοσάββατα. Όταν θα μνημονεύουν δίπλα στους πεθαμένους Μπότσικες, Λυγερά, Αλογολίβαδα, Παλιάμπελα, χωρίς να κάθεται στη γλώσσα η αψιά γεύση μου, τα μεροδούλια του τρύγου, οι αυγουστιάτικοι ληνοί και τα αλώνια. Άργησαν κιόλας…
Κι απέ δεν αντέχουν τα κότσια μου. Γιατί, βλέπεις, κράτησα άμυνα για έναν αιώνα μετά το στραπάτσο στου χίλια οχτακόσια ενενήντα τις χρονιές, τότε που σάπιζε απούλητο το μαύρο χρυσάφι μου και οι εμπόροι βάραγαν κανόνια αράδα και οι τοκογλύφοι φόρτωναν τα Υποθηκοφυλακεία υποθήκες και κατασχέσεις Τότε που ανέμιζαν στα άτρυγα κλήματα, σαν σκιάζαρος για τις καρακάξες, τα ξεσκισμένα και ματωμένα σκουτιά της αδικοσκοτωμένης από τους σμπίρους των αφεντικών κι οι μανάδες φοβέριζαν με τα καθέκαστα τα βλαστάρια τους, να κοιμηθούν μια ώρα αρχύτερα.
§
Μάρτυ Λάμπρου
Το φυλλαράκι
Απόγευμα Κυριακής στην οδό Λέλας Καραγιάννη ανάμεσα Πατησίων και Δροσοπούλου. Σεπτέμβριος και σκουπίδια πεταμένα πάνω στην άσφαλτο και τα ρείθρα με τις λάσπες. Στις πλάκες του πεζοδρομίου μαύρες κηλίδες απ’ τις τσίχλες. Πλάκες που φτάνουν ασφυχτικά μέχρι τον κορμό μιας Ακακίας. Ένα φυλλαράκι της μόλις έχει αποκοπεί και στριφογυρίζει. Στο μεταξύ τα δέντρα στην Αθήνα κόβονται. Για να φτιάξουν νέους σταθμούς του μετρό. Γιατί εντάσσονται στα νέα πλαίσια ανάπλασης. Οι περαστικοί με σκυμμένα τα κεφάλια στα κινητά τους τηλέφωνα την στιγμή που η νέα γυναίκα πέφτει χάμω στο πεζοδρόμιο. Αμέσως από το κράσπεδο κυλάει κόκκινο υγρό που σ’ ένα σημείο κάνει γούρνα. Δε γλιτώνει κανείς μας, αποστρέφει το πρόσωπο ένα κορίτσι σ’ ένα άλλο. Βιάσου, την σπρώχνει. Μαζεύονται μερικοί και φωτογραφίζουν την πεσμένη. Ένας Αφρικανός με γερτό κεφάλι φωνάζει: Οουυ! Επειδή εκείνος ξέρει μέσα του ότι θα μπορούσαν να τον κλέψουν, να τον απαγάγουν και να τον σκοτώσουν μέρα μεσημέρι στην πλατεία Κλαυθμώνος. Άλλοι λένε ότι στέλνουν email σε ΜΚΟ και ομάδες. Σε λίγο θα περάσουν από εδώ οι οδοκαθαριστές του Δήμου, λέει ένας, και ότι φεύγει γιατί δε θέλει μπελάδες με την αστυνομία. Η πεσμένη ακούει συνεχώς βήματα που απομακρύνονται. Βήματα που μπερδεύονται. Έχει τις αισθήσεις της. Το φυλλαράκι στροβιλίζεται τώρα από πάνω της. Το διακρίνει με την άκρη του ματιού της και κάνει να σηκωθεί΄ αλλά παρέμενε εκεί. Αναρωτιέται αν μπορεί ένας τους να κάνει κάτι για εκείνη. Τα λεπτά περνούν. Αυτοί κάνουν τηλεφωνήματα. Ακούει και νύχια στις οθόνες. Κανένας δεν την έχει πλησιάσει ακόμη ψηλαφώντας την αν είναι τραυματισμένη. Μήπως αναδυθεί μία παρουσία ανάμεσά τους; ελπίζει. Κάνουν και άλλα τηλεφωνήματα στους φίλους και τους γνωστούς περιγράφοντας την εικόνα της. Τί φοράει, τα σκούρα μακριά μαλλιά και την τσάντα της. Μεθυσμένη, αποφαίνεται ένας. Άλλος συμπληρώνει πως μάλλον θα έχει βγει από το κτήριο μπροστά τους. Δείχνει την είσοδο του νεοκλασικού διώροφου στην οδό Λέλας Καραγιάννη αριθμός τριάντα πέντε όπου δεσπόζει η ταμπέλα: Lela’ s Massage and Relax. Μια ηλικιωμένη γυναίκα λέει ότι αυτή τα μεγάλωσε τα παιδιά της και γηροκόμησε γονείς και πεθερά. Συνεχίζοντας πόσα τέτοια δείχνει η τηλεόραση κάθε βράδυ. Οι εικόνες που εισβάλλουν στο σαλόνι της προηγούνταν από αυτό που βλέπει με τα μάτια της. Άλλη προτείνει να σηκώσουν την τσάντα της και να ψάξουν για την ταυτότητα ή κάποιο επίσημο έγγραφο. Όχι, δεν μοιάζει με Ελληνίδα, συμφωνούν και διστάζουν όλοι. Πως είναι οι ελληνίδες δηλαδή, ξανθιές και κοκκινομάλλες; κάποιος ρωτάει. Το φυλλαράκι μόλις έχει σταθεί στα μαλλιά τής πεσμένης. Τώρα δα την αγγίζει στο μάγουλο. Το πιάνει απαλά. Κιτρινισμένο αλλά στο πράσινο που έχει απομείνει λάμπουν ραβδώσεις φωτός. Είναι από Ακακία, το αναγνώρισε, που αντέχει στην σκόνη και τα καυσαέρια. Τι τρέχει, τι γίνεται; την αποσπούν φωνές και βήματα που σκοντάφτουν. Κανείς τους ακόμη δεν μπορεί να κάνει κάτι. Ούτε να κάνει αλλιώς; αναρωτιέται η πεσμένη γυναίκα. Ασάλευτοι καθυστερούν ενώ βιάζονται. Ανίκανοι να λυπηθούν. Όλοι μαζί δεν μπορούν παρά να στέκονται εκεί κοιτώντας την. Η νέα γυναίκα σκεφτόταν με φρίκη, πώς θα μπορούσε να ζήσει αν πράγματι κινδύνευε, χωρίς τη βοήθειά τους. Πεσμένη μπρούμυτα με το ένα της πόδι λυγισμένο. Η φούστα λίγο ανασηκωμένη. Βλέπει το κόκκινο υγρό που αρχίζει από κάτω της να σκουραίνει παίρνοντας το σχήμα μαύρου φτερού. Ξαφνικά, της έρχεται ζάλη. Αναστασία, ακούει να τη φωνάζουν. Το όνομά της έφερε την εικόνα και η εικόνα έφερε τη γεύση από τότε. Και η γεύση τις μυρωδιές εκείνου του Σεπτέμβριου με το πικρό και διεισδυτικό άρωμα της συκιάς και μιας μακρινής καταιγίδας. Είδε την πέτρα που είχε χτυπήσει το κεφάλι της μικρή, και πλάι στην πέτρα η αναρριχώμενη κληματαριά. Οι ταράτσες είχαν κρεβατίνες με κληματαριές πριν τις αντικαταστήσουν με τέντες. Πατούσε σκαμνάκι στα χέρια του παππού της. Με το πρόσωπο μες στα κληματόφυλλα και γύρω της μέλισσες που βούιζαν έπιανε το τσαμπί. Της είχε μάθει να το κόβει με το κλαδευτήρι ακαριαία. Τα κάτω φύλλα τα είχε βλαστολογήσει η γιαγιά της για να έχουν ήλιο και αέρα τα σταφύλια. Και ανήκαν όλα εδώ, ήταν όλα εδώ σε αυτές τις στιγμές, στην οδό Λέλας Καραγιάννη που η ίδια γνώριζε καλά ότι υπήρξε αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης και αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Στο μεταξύ οι ΜΚΟ, οι ομάδες, η αστυνομία, το ασθενοφόρο δεν έχουν έρθει. Αισθάνθηκε ένα χάδι στον κρόταφο. Έστρεψε το βλέμμα της και είδε ότι την άγγιζε ο ποδόγυρος ενός μακριού μαύρου ρούχου. Ένιωσε ζεστασιά αδελφική. Είδε τη μικρή βαλίτσα. Αμέσως σηκώθηκε. Φάνηκε το μπουκάλι. Είναι από πλαστικό και μάλλον δεν είχε κουμπώσει καλά το πώμα. Από την πτώση της χύθηκε το κόκκινο κρασί για το μεσημεριανό γεύμα που ματαιώθηκε. Ύψωσε το βλέμμα της και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μία γυναίκα. Κοιτάχτηκαν κατάματα. Καισαρία, τής συστήθηκε. Είναι Σύρια, από το Χαλέπι. Έχει κομμένα κοντά τα μαλλιά της. Και αφήνοντάς αυτούς τους στην ίδια παθητική στάση και αμηχανία οι δύο γυναίκες προχώρησαν και παραπάνω έστριψαν.
Στο μπαλκόνι τού πέμπτου ορόφου πίνουν κρασί και τρώνε έχοντας μακριά συζήτηση. Η Καισαρία στη χώρα της θεωρείται νεκρή από το δύο χιλιάδες έντεκα, λέει. Η Αναστασία κρατάει απαλά το φυλλαράκι κοιτώντας απέναντι τον ήλιο να δύει στο όρος Αιγάλεω. Η μέρα τελείωνε με μια απρόσμενη ξαφνική λάμψη να υπόσχεται ένα άλλο πρωί.
Birch Forest I, Gustav Klimt, 1902
Διονύσης Μαρίνος
Όταν ο Χούλιο μέθυσε για πρώτη φορά
Ζούσε ακόμη ο Χούλιο όταν ξεκινήσαμε, νέοι και αμούστακοι, να πίνουμε μοσχάτο. Έως εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχε βρέξει τα χείλια μας ήταν το γκρίζο νερό της βρύσης, οι ξινές λεμονάδες που έφτιαχναν οι μανάδες μας και καμιά φορά, στα πανηγύρια, μια σταγόνα γκράπα στην άκρη της γλώσσας μόνο και μόνο για να δοξάσουμε τον πολιούχο της πόλης που για χάρη του γινόταν η γιορτή.
Κανείς δεν θυμάται ποιος ήταν αυτός που έφερε πρώτος ένα μπουκάλι στη σπηλιά που μαζευόμασταν τα βράδια. Να ήταν ο Αντρέου που σαν πιο μεγάλος πάντα είχε τις άκρες του; Να ήταν ο Πέδρι που καυχιόταν πως αισθανόταν μέσα του ήδη άντρας έτοιμος για όλες τις απολαύσεις;
Το σίγουρο είναι πως δεν ήμουν εγώ αυτός. Δεν τολμούσα καν να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να κλέψω ένα μπουκάλι κρασί από το υπόγειο που το φύλαγε ο πατέρας μου. Σκεφτόμουν το ξύλο που θα μου έδινε μετά και σηκωνόταν η τρίχα μου.
Πιο σίγουρος από όλους ήταν ότι ο Χούλιο δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Κρασί ο Χούλιο; Μόνο στην ιδέα κοκκίνιζε περισσότερο κι από το νέκταρ που δοκιμάζαμε επιδεικτικά μπροστά του.
Παιδί παπά όπως ήταν, γαλουχημένο να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα πολλές φορές μέσα στην ημέρα και με μια φυσική συστολή που έφτανε στο σημείο να μοιάζει εντελώς απόκοσμη, ο Χούλιο ήταν το παράδειγμα της αγνότητας σε μια παρέα αγοριών που καίγονταν από τον πόθο της μεγάλης ζωής, των περιπετειών, των εθισμών και της γυναικείας σάρκας που έλαμπε τριγύρω μας.
Όποιος κι αν ήταν αυτός που μας μύησε στο κρασί, πρέπει να τον δοξάζουμε ακόμη και σήμερα που είμαστε μεγάλοι πια. Περάσαμε βράδια γεμάτα φεγγάρι ή άλλα με βροχή και ξεροβόρι που τίποτα δεν μας ένοιαζε πέρα από το να κυλιστούμε στο ποτάμι του κρασιού. Μπρος μας ανακαλύφθηκε ένας κόσμος άπειρων δυνατοτήτων που μπορεί να μην έπαιρνε ποτέ σάρκα και οστά, εντούτοις, εκείνες τις στιγμές που η αιθάλη πότιζε κάθε ίνα του εγκεφάλου μας και τρυπούσε γλυκά τους πόρους του δέρματός μας, όλα φάνταζαν πραγματοποιήσιμα.
Ήμασταν οι βασιλιάδες της πόλης. Κανείς δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Γελούσαμε από χαρά, κλαίγαμε από αδημονία, ταραζόμασταν από ερωτική χαύνωση, μιλούσαμε μια άλλη γλώσσα που έφτιαχνε ένα σχήμα ζωής ολότελα διαφορετικό από αυτό των γονιών μας.
Μόνο ο Χούλιο έμενε σε μια γωνιά και μας κοιτούσε με κάτι μάτια όλο πορφύρα. Δεν μας κακολόγησε ποτέ ούτε του πέρασε από το μυαλό να μας καταδώσει. Ήταν φίλος της καρδιάς και του αίματος, απλώς κάπως διαφορετικός από ΄μας.
Σύντομα έγινε δραματικά απών. Ο Χούλιο ήταν πάντα ασθενικός. Το δέρμα του παρέμενε λευκό ακόμη και το καλοκαίρι. Τα κόκαλά του ήταν τόσο ισχνά που αν τον έσπρωχνες γινόταν σαν τον σκελετό που είχαμε στο σχολείο για το μάθημα ανατομίας. Ποτέ δεν τον είδαμε να παίζει μπάλα ή κυνηγητό. Ακόμη και τότε καθόταν σε μια γωνία και μας κοιτούσε με τα κόκκινα σαν φράουλες μάτια του.
Το καλοκαίρι που τελειώσαμε το Γυμνάσιο, ο Χούλιο μπήκε στο νοσοκομείο με πνευμονία και έκτοτε δεν ξαναβγήκε. Μάλλον βγήκε, αλλά ξαπλωμένος σε νεκροκρέβατο κι όχι όρθιος. Ήταν τέτοιο το σοκ που δεχθήκαμε που το βράδυ της κηδείας ήπιαμε τρία μπουκάλια κρασί και μας είχαν μείνει άλλα δύο γι’ αργότερα.
Η ιδέα ήταν δική μου, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω. Άρεσε και στους υπόλοιπους. Μια σκανταλιά ακόμη, μια μικρή ατασθαλία. Αφού ο Χούλιο δεν έπινε όσο ζούσε, μήπως ήταν καιρός να το κάνει τώρα που είχε πεθάνει. Τουλάχιστον δεν θα ήταν σε θέση να μας αντισταθεί.
Πήραμε τα δύο μπουκάλια κόκκινα κρασί και πήγαμε στο μνήμα του. Το χώμα ήταν φρεσκοπατημένο και πλάκα ακόμη δεν είχαν προλάβει να τοποθετήσουν. Μας χώριζαν μόλις λίγες φτυαριές από τον Χούλιο.
Δεν μπορεί, θα μας άκουγε έτσι που φωνάζαμε μέσα στην άγρια νύχτα. Ο Πέδρι έστρεψε το ένα μπουκάλι προς το χώμα και εγώ το άλλο. Αρχίσαμε να το χύνουμε στον τάφο, να ραντίζουμε τον Χούλιο με αγνό κόκκινο κρασί. Η αλήθεια είναι ότι του κλέβαμε και κάποιες γουλιές (ω, ήμασταν τόσο αχόρταγοι εκείνες τις μέρες), αλλά το περισσότερο το ήπιε οι Χούλιο είτε το ήθελε είτε δεν το ήθελε. Τώρα που το σκέφτομαι, χρόνια μετά, είμαι σίγουρος πως το ήθελε. Πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο δικός του τάφος είναι πάντα ανθισμένος; Ακόμη κι όταν πέθαναν οι δικοί του κι άλλος συγγενής δεν βρέθηκε να καθαρίζει τον τάφο του Χούλιο, αυτός, κατά έναν περίεργο λόγο, ήταν μονίμως καταπράσινος.
«Βρε τον μασκαρά και μας το έκρυβε», μου είπε κάποια στιγμή στο καφενείο ο Αντρέου. Συγκατένευσα αχνά. Μνήμες γέρων, τι να πεις; Τσουγκρίσαμε τις κούπες με το τσάι μας και ευχηθήκαμε κρυφά ο ένας από τον άλλο να βρεθεί ένας χριστιανός όταν θα φύγουμε κι εμείς από ‘δω να στάξει στα μνήματά μας λίγο κρασάκι κόκκινο μπας και χορταριάσει ο θάνατός μας. Αλλιώς ρέστοι θα μείνουμε μια αιωνιότητα και βάλε.
§
Σοφία Μπραϊμάκου
Ανώνυμοι Τρυγητές
Είχε περάσει ένας χρόνος από το ατύχημα όταν έπιασα δουλειά στον Τρύγο. Τα οικονομικά μου πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, ζοριζόμουν, η μάνα μου συνέχεια να με ρίχνει, ο πατέρας με μια σύνταξη, τέλος πάντων, μην τα πολυλέω, βοήθησε ένας μπάρμπας να μου κλείσει τη δουλειά, «καλό παιδί, φιλότιμο, ξέρει και γράμματα, να τον έχεις στα υπόψη».
Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας Φούρκας στο όνομα, ελληνοαμερικανός και από όσα άκουγα τριγύρω, λαμόγιο από τα λίγα. Είχε ρίξει πολλά για να αγοράσει τον Τρύγο, πρώην ένδοξο μαγαζί του κέντρου και να το μετατρέψει σε εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας με πανάκριβες ετικέτες και εκλεκτό πελατολόγιο. Λίγους μήνες μόνο μετά την αγορά, ο παλιός Τρύγος που πλέον είχε γίνει Trygos, φαινόταν αγνώριστος. Επιχειρηματίες, πολιτικοί, εταιρικά μενού για μπίζνεσμεν, βραδιές οινογνωσίας και γευσιγνωσίας, γέροι με συνοδούς από τα διπλανά ξενοδοχεία (μόνο αυτοί άφηναν γερό μπουρμπουάρ), όλοι έρχονταν να πιούνε καλό κρασί και να φάνε κολοχτύπες και φαγκρί σε κρούστα αλατιού, τα μισά και πάνω τα πλήρωνε από την τσέπη του ο Φούρκας για διαφήμιση, γάτα ο τύπος.
Κάπου στα μέσα Σεπτέμβρη ο μετρ, καλό παιδί, είχε έρθει μαζί με τον Φούρκα από την Αστόρια αλλά μιλούσε τα ελληνικά σαν καράβλαχος, μου είπε πως ήθελε βοήθεια στο σέρβις για μια βραδιά γευσιγνωσίας με καλεσμένους γραφιάδες και κριτικούς, ο ένας πιο βαρύ πεπόνι από τον άλλο. Κρατώντας τον δίσκο με τα ακριβά ορεκτικά ακολούθησα τον μετρ και τον οινοχόο στην πριβέ σάλα που γίνονταν οι γευσιγνωσίες, γιατί «ένας Φούρκας πληρώνει το καλύτερο». Δερμάτινοι καναπέδες, μαρμάρινα τραπεζάκια με όμορφα διακοσμητικά βιβλία και υπέροχοι υγραντήρες που διατηρούσαν τα κουβανέζικα πούρα πλαισίωναν ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι στο οποίο κάθονταν οι γευσιγνώστες, καθένας με ένα κλειστό μπλοκ. Τότε τον παρατήρησα πρώτη φορά∙ Στην άλλη πλευρά του τοίχου κρεμόταν ένας μεγάλος πίνακας με υπέροχα χρυσαφί, μπορντό και λαδιά χρώματα. «Ο Τρυγητής», είχα ακούσει κάποτε να λέει περήφανος ο Φούρκας, «αυτός ο πίνακας είναι το μόνο που κράτησα από τον παλιό Τρύγο». Εγώ από τέχνη δεν ξέρω, όμως, κοίτα τι παράξενο, έχω καρφωθεί και δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από τα δροσερά κορίτσια που σηκώνουν πίσω στους ώμους τα καφάσια με τα σταφύλια, την όμορφη χωριάτισσα που ξαπλωμένη κατάχαμα θηλάζει ένα στρουμπουλό μωρό, ολόγυρα τα χρυσά τσαμπιά, ενώ ο Τρυγητής, ως άλλος Σάτυρος να στήνει έναν βακχικό χορό και να προσκαλεί τους πάντες στη μεθυστική γιορτή.
Ο οινοχόος, το θυμάμαι σα να ‘ναι τώρα, ξεκινάει τις συστάσεις για ένα βαθύ πορφυρό μπορντό από μια σπάνια ποικιλία. Εγώ το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να σερβίρω στα ποτήρια, μα όπως πάω να χύσω με προσοχή το κρασί, νιώθω το χέρι μου να μη συνεργάζεται. Ένα τρέμουλο ξεκινάει από τα δάχτυλα και σιγά σιγά επεκτείνεται στον καρπό. Με δυσκολία προσπαθώ να το κρύψω, σερβίρω και το δεύτερο ποτήρι, τώρα δα και το τρίτο. Όταν ανοίγει ο επόμενος φελλός, ένα βαρύ λουλουδάτο άρωμα κάθεται πηχτό μέσα στα λαγόνια μου. Η λαχτάρα γίνεται σιγά σιγά μαρτύριο, η χωριάτισσα στον πίνακα ιδρώνει, πάλλεται σύγκορμη, η θηλή πρήζεται και γίνεται κατακόκκινη σαν ρόγα σταφυλιού, το μωρό αντί για γάλα, θηλάζει ένα βυζί που εκκρίνει γλύκα, οξύτητα και τανίνες. Έχω ιδρώσει ολόκληρος, μπορώ να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς μου να αντηχούν μέσα στη σάλα, την ώρα που ο Τρυγητής βγαίνει από τον πίνακα και θαρρείς με παίρνει από το χέρι να σύρω τον χορό κι ύστερα, γεμάτος έκσταση να ονειρευτώ και να γευτώ τις έξαλλες χαρές του τρύγου. Το τρέμουλο έχει πια κυριεύσει ολόκληρο το σώμα μου κι εγώ το μόνο που θέλω είναι να υπακούσω στην παρόρμησή μου.
Το πόσο λαχταρώ να πιω, ένας θεός το ξέρει.
Όμως το ξέρω ήδη εγώ και μάλλον τώρα το ξέρει κι ο μετρ που μου ρίχνει σουβλερές ματιές και με διώχνει από τη σάλα και το χειρότερο απ’ όλα, το ξέρει κι η όμορφη χωριάτισσα του Τρυγητή που τώρα έχει πάρει τη μορφή της μάνας μου και μου γνέφει παρακαλετά «μη παιδί μου, μην το κάνεις, θυμήσου το ατύχημα, τα χειρουργεία, το κορίτσι που είχες μαζί, θυμήσου τι έγινε την τελευταία φορά που ήπιες».
Από το μαγαζί παραδόξως δεν με διώξανε το ίδιο βράδυ, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Έφυγα μόνος μου όμως λίγο αργότερα όταν βρήκα δουλειά ντελίβερι. Ο Trygos έκλεισε στο μεταξύ, έμαθα πως ο Φούρκας χρωστούσε παντού και την έκανε νύχτα για την Αμερική.
Τρία χρόνια πριν σαν σήμερα. Η παλινδρόμηση μέσα στο πάθος, η αιώνια λαχτάρα για να σβήσω τη δίψα μου. Το αν υπέκυψα σ’ αυτήν, αν τα έσβησα όλα σε μια στιγμή, αν ξανακύλησα ή αν έδειξα έστω κι ένα ψήγμα χαρακτήρα (άραγε υπάρχει κάτι τέτοιο όταν θες να πιεις όσο εγώ εκείνη την ώρα;), αν τέλος αφέθηκα ή αν αντιστάθηκα με όλο μου το είναι, το γνωρίζετε μόνο εσείς. Εσείς, φίλοι που με πλαισιώνετε στην ομάδα αυτή, που με ξέρετε στις ίσιες και στις στραβές μου, που με ακούτε κάθε φορά που θέλω να μιλήσω. Και σήμερα το θέλω πραγματικά γιατί γιορτάζω μαζί σας. Τρία χρόνια καθαρός. Υψώνω λοιπόν το ποτήρι μου με τη σόδα και πίνω στην υγεία όλων μας, στην υγεία όλων εκείνων των ανώνυμων παιδιών που έπεσαν κάτω και στραπατσαρίστηκαν και πιο πολύ από την ίδια την πτώση, τρομάζουν στην ιδέα του τρέμουλου.
Στην υγεία αυτών που πέφτουν κι αυτών που σηκώνονται.
The Drinkers, Vincent Van Gogh, 1890
Ελένη Νανοπούλου
Τρύγος
Ο τρύγος, ένα πανηγύρι ζωής από την εποχή του Χαλκού ﮲ο Διόνυσος λατρευόταν και στην Κόρινθο και στην Σικυώνα﮲ πώς αλλιώς; Όλος ο πεδινός νομός με αμπέλια.
Τότε, στη δεκαετία του εξήντα, η παιδική ηλικία σαν παραμύθι, πλούσιο σε ονειρεμένη ζωή με την υπόσχεση ότι θα ΄ρθουν μέρες τυλιγμένες με χρυσόσκονη σε μιαν εύκολη ευτυχία, έκανε τα μάτια μας να γυαλίζουν από χαρά. Ώσπου γίναμε μεγάλα παιδιά κι έπρεπε πλέον να δουλέψουμε κι εμείς πλάι στους μεγάλους. Φεύγαμε από το σπίτι, μετακομίζαμε στ΄αλώνια έξω από το χωριό εκεί που άρχιζε η κοκκινιά. Η ζωή εκεί συσπειρωνόταν γύρω από τον ίσκιο, κατασκευασμένο για ένα καλοκαίρι μόνο. Ήταν ένα πι με καλαμένιους τοίχους και στη στέγη πάνω απ΄τα καλάμια έριχναν κομμάτια τσίγκων με μια ελαφριά κλίση για τις ξαφνικές καλοκαιριάτικες βροχούλες. Μέσα στον ίσκιο-όνομα και πράγμα- έστηναν ξύλινους πάγκους πάλι σε σχήμα πι. Εκεί κάθονταν οι γυναίκες της οικογένειας και οι εργάτριες με τις απλάδες –κάτι ελαφριά τσίγκινα ρηχά ταψιά-στα γόνατά τους. Εκεί μέσα καθάριζαν τα σταφύλια από τις σάπιες ρόγες και δοκίμαζαν και καμιά ρόγα .
Τρελαινόμουν για τη ροζακιά, μπορούσα να τρώω ολημερίς αλλά περισσότερο περίμενα τα τελευταία σταφύλια της χρονιάς, τα καμπανάρια- με τις μικρές σκληρές ρόγες, κατακίτρινες κι ολόγλυκες.
Παρατηρούσα τα ηλικιωμένα δουλεμένα χέρια και τις ζάρες των μετώπων, αδιανόητο ότι θα τα αποκτούσα κάποτε. Δίπλα στα πόδια τους που σκεπάζονταν καλά με μακριές ποδιές, άφηναν οι άντρες τα πλεχτά καλαμένια κοφίνια έτσι όπως έφταναν από το κτήμα με τα τρυγημένα κλήματα, γεμάτα ξέχειλα με τα σταφύλια. Παλιά τα μετέφεραν με τα ζώα, αργότερα τα φόρτωναν στην καρότσα της μηχανής κι έτσι γινόταν πιο γρήγορα και εύκολα η δουλειά. Την ψηλή σταχτιά γαϊδούρα μας την λυπόμουν φορτωμένη ﮲ την αγαπούσα γιατί πάνω σ΄ αυτήν πήγαμε για τα πρώτα μας μπάνια στη θάλασσα.
Από” θέρο” δεν ήξερα αλλά “τρύγο πόλεμο” έβλεπα μπρος μου. Συλλογική η δουλειά με τους δουλευτές συμμάχους ενάντια στο χρόνο και στον καιρό.
Φόρτωναν, λοιπόν, οι άντρες στο χτήμα τα κοφίνια που γέμιζαν συνεχώς οι τρυγητές και κάποιο παιδί πεζό οδηγούσε το ζώο στ’ αλώνια. Εκεί το ξεφόρτωναν αμέσως, έπινε νερό και ξανά πίσω στο χτήμα, αυτή τη φορά με αδειανά κοφίνια και τον οδηγό πάνω στο σαμάρι. Τα καθαρισμένα σταφύλια τα έριχναν οι γυναίκες σε τσίγκινα τώρα κοφίνια. Είχαν ένα παράξενο σκούρο γκρίζο χρώμα με μπλε-μολυβένια απόχρωση και δυο μαύρα γυαλιστερά χερούλια. Ολόγυρα στην περιφέρεια και στον πάτο τους είχαν τρύπες καλοφτιαγμένες. Τα σήκωναν απ’ τα χερούλια οι βουτηχτάδες, τα βουτούσαν στην ποτάσα για λίγο κι έπειτα τα ακουμπούσαν σε ένα κεκλιμένο επίπεδο για να στραγγίσουν. Μια περίεργη μυρωδιά σ΄ έπιανε στη μύτη από το ανακάτεμα του σταφυλιού με το καυστικό υγρό. Μετά αφού φόρτωναν δυο δυο μαζί τα κοφίνια στο καρότσι, τα μετέφεραν στ’ αλώνια ή στα στέγαστρα, τις σκιές, για να τ΄ απλώσουν οι γυναίκες. Τότε δεν είχα διαβάσει τον ποιητή Κ. Γ. Παπαγεωργίου που έγραφε περίπου την ίδια εποχή “Τη θλίψη μας απλώνουμε κατάντικρυ στον ήλιο/ ‘Οπως απλώναμε μέχρι τα χτες σταφίδα/ Μη να και τη γλυκάνουμε” *
Η χειρότερη δουλειά για τις γυναίκες καθώς έκαιγε το λιοπύρι, νταλαμεσήμερο, με ψάθινα καπέλα πάνω στα μαντηλοφορεμένα κεφάλια, με μια ποδιά δεμένη στη μέση, βρώμικη, μουσκεμένη πάνω απ’ την τσίτινη ρόμπα﮲ άπλωναν τακτικά και γρήγορα τα τσαμπιά στα αλώνια. Αράδιαζαν τα σταφύλια σωστά, ούτε πολύ κοντά ούτε αραιά πάνω στο χωμάτινο αλώνι που αργότερα έγινε τσιμεντένιο.
Η βρώμα είχε μια γλυκόξινη οσμή και γεύση, μια μαυρίλα γκριζωπή στα χέρια , στα ρούχα, παντού. Κόλλαγες από τη γλύκα του χρυσοκίτρινου σταφυλιού. Σφήκες, μέλισσες, σερσέγκια βούιζαν συνεχώς γύρω μας. Όμως δεν τα φοβόμασταν κι αν τσιμπιόταν κανείς, λόγος δε γινόταν, λίγο ξύδι μοναχά κι αν υπήρχε κι αυτό – που συνήθως υπήρχε για τις φακές. Η κούραση ήταν μεγάλη ιδίως για τη μέση των γυναικών, όλες υπέφεραν σιγανά και ταπεινά. Όταν όμως είσαι στα δεκαοχτώ σου και υποψήφια φοιτήτρια, σκέφτεσαι ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Στο τελείωμα του τρύγου πετάς τα γάντια και δηλώνεις αποφασιστικά στην μικρή σου ξαδέλφη εγώ ξεμπέρδεψα με αυτό, κοίτα εσύ τι θα κάνεις.
Βάσανο ο φόβος της βροχής. Έπρεπε με την παραμικρή συννεφιά να συρθούν τα πανιά πάνω στο ξύλινο καδρόνι που υπήρχε κατά μήκος κάθε αλωνιού ακριβώς στη μέση, στηριγμένο σε στύλους, ύψους ενός μέτρου περίπου, μπηγμένους στο χώμα. Μετά να δεθούν καλά τα πανιά στις τέσσερις γωνίες του αλωνιού πάνω σε χοντρά παλούκια και να μπουν οι συρμάτινες ροδέλες – χαρδαβέλες – που κρέμονταν στις μακριές πλευρές των πανιών σε άλλα μικρότερα παλούκια που ήταν στη σειρά κατά μήκος του αλωνιού. Έτσι κρατιόταν το πανί τεντωμένο για να κυλάει έξω το νερό της βροχής. Στο κάλεσμα αυτό της ανάγκης έτρεχαν όλοι μικροί μεγάλοι κι όταν το κακό το προλαβαίναμε, μεγάλη η ανακούφιση.
Θέλαμε να έχει καθαρή νυχτιά, ουρανό με αστέρια και φεγγάρι. Ξαστεριά , να μη βρέξει, προς Θεού, την ανάστερη νύχτα φοβόμασταν. Ο χρόνος αμνημόνευτος στεκόταν ψηλά, πάνω από τον ουρανό αλλά δεν το ξέραμε. Τώρα η καρδιά με τη δική της μνήμη κουβαλάει αυτόν τον τόπο σαν το σώμα μας που το κουβαλάμε μέχρι τέλους.
§
Νικόλας Περδικάρης
Σταφύλι, Netflix και καλή σοδειά
Είδα ένα όνειρο χθες βράδυ, μητέρα. Ήμουν καλεσμένος, λέει, σε μια γιορτή, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Τους οικοδεσπότες τους γνώριζα (δύο μεσήλικες καλλιτέχνες, η Μάρθα και ο Αρθούρος, που είχα συναντήσει κάποτε κατασκηνώνοντας στην παραλία του Μάναγρου). Έχουν περάσει χρόνια από εκείνο το κοινό μας καλοκαίρι, αλλά εγώ θυμάμαι ακόμα -στον ύπνο και στον ξύπνιο μου- πόσο με είχε εντυπωσιάσει εκείνο το ζευγάρι. Φορούσαν και οι δύο χρωματιστές κελεμπίες όταν τους έδωσα, για πρώτη φορά, το χέρι μου στην αμμουδιά. Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει και εκείνοι εκτελούσαν ένα αυτοσχέδιο χορευτικό από το οποίο τους διέκοψα με την αιφνίδια παρουσία μου. «Συνεχίστε, παρακαλώ, μη μου δίνετε σημασία», είπα προσποιούμενος πως θα ετοίμαζα κιόλας τη σκηνή μου λίγα μέτρα μακριά από τη δική τους. Άνοιγα και έκλεινα φερμουάρ, δίπλωνα και ξεδίπλωνα τα συμπράγκαλά μου προσπαθώντας να μην κοιτάζω τους γείτονές μου που ‘χαν αρχίσει πάλι να χορεύουν, ελπίζοντας πως έτσι θα απέφευγα την αμηχανία του εισβολέα, γιατί τέτοιος ήμουν κατά την περίσταση.
Την ίδια αμηχανία ένιωθα και τώρα, καθώς ανέβαινα τα σκαλιά της πολυκατοικίας του φιλικού μου ζευγαριού. Πίστεψέ με, μητέρα· παρότι είχα αναπτύξει μαζί τους οικειότητα δεν ήθελα επ’ ουδενί να κουβαληθώ στο σπίτι τους μέσα στο αποκαλόκαιρο, αφήνοντάς σε μόνη με τα χάπια σου και την κατάθλιψή σου. Αν εσύ πάθαινες κάτι όσο εγώ διασκέδαζα, πώς θα το συγχωρούσα αυτό στον εαυτό μου;
Ανέβηκα ως τον τρίτο, λαχανιασμένος και ιδρωμένος. Στη χαραμάδα μιας μισάνοιχτης πόρτας είδα τα θολά περιγράμματα ανθρώπων που λικνίζονταν ανέμελα συνοδεία μουσικής. Έσπρωξα απαλά το πόμολο και εισέβαλα, για άλλη μια φορά, σε έναν χώρο. Μόνο που τώρα ο χώρος αυτός ήταν ιδιωτικός και όχι δημόσιος, γεμάτος από ένα κόσμο που (φαινομενικά τουλάχιστον) δεν δενόταν με τίποτα όμοιο. Το μόνο κοινό, σε κάθε χέρι προσκεκλημένου ένα ποτήρι κρασί. Σε λίγο θα έπαιρνα και εγώ το δικό μου. Ο Αρθούρος μου το πρόσφερε με το πιο αθώο του χαμόγελο. «Χρόνια και ζαμάνια», είπε. Αντί χαιρετισμού, κατέβασα στα γρήγορα μια γουλιά από το θεϊκό νέκταρ που μου έδωσε. Δίπλα του η Μάρθα, με γεμάτο ποτήρι κι αυτή, χείλη κόκκινα και γκρίζα μαλλιά, ακουμπισμένα σε ώμους μαυριδερούς απ’ τον ήλιο. Είχαν μεγαλώσει και οι δύο τους, όμως το βλέμμα παρέμενε γλυκό και τρυφερό. Τα μάτια τους θύμιζαν φρούτα εξωτικά και ζουμερά, φρέσκα από τους χυμούς ενός έρωτα που διατηρούταν ακόμα εκτός του ψυγείου της ζωής.
«Πέρασε» μου είπαν με καλοσύνη, δείχνοντάς μου τη βεράντα. Προχώρησα σεμνά, με πρόθεση να ανταποδώσω την αβρότητά τους. Εκείνη τη στιγμή, ενώ βάδιζα προς το μεγάλο μπαλκόνι, με κάλεσες εσύ, στο κινητό, μαμά. Για να μου πεις ότι στο σαλόνι σου είχε πέσει το ίντερνετ και δεν μπορούσες να δεις Netflix. Με ρώτησες τί έπρεπε να κάνεις, προκειμένου να συνεχίσεις την αγαπημένη σου ταινία. «Δεν ξέρω μάνα», σου απάντησα, ελαφρώς τσατισμένος για το ακατάλληλο της παρεμβολής σου. Εσύ συνέχισες με μια ακόμη ερώτηση· τώρα σε απασχολούσε γιατί ακουγόμουν μπουκωμένος. Σου απάντησα ψιθυριστά και συγχρόνως φωναχτά, καλύπτοντας το στόμα μου με το χέρι· «μασουλάω μια ρόγα σταφύλι». Το σταφύλι το είχα αρπάξει, σχεδόν μηχανικά, από το δίσκο ενός σερβιτόρου -που ήταν ντυμένος σαν πιγκουίνος- ενώ σου μιλούσα στο τηλέφωνο, αναζητώντας ταυτόχρονα μια στάλα καθαρότερου αέρα. Μπροστά μου ο Αρθούρος, γερμένος στο μπράτσο της Μάρθας, μου άνοιγε διακριτικά τον δρόμο για την έξοδο.
Το ζευγάρι των φίλων μου διέθετε εμφανώς οικονομική άνεση. Η Μάρθα πουλούσε πίνακες αφηρημένου εξπρεσιονισμού για μερικές χιλιάδες ευρώ το κομμάτι. Ο σύζυγος σχεδίαζε τα δικά του έργα. Έντονα χρώματα, μεγάλες πινελιές σε καμβάδες τεραστίων διαστάσεων. Το χρηματιστήριο της τέχνης κρατούσε καλά, τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Έτσι εξηγείται που οι καλλιτέχνες κατάφερναν κάποτε να κάνουν γνωριμίες με κροίσους, αμφίβολης μεν ποιότητας και ηθικής αλλά με διάθεση για επίδειξη γνώσεων σε ανίδεους σαν εμένα. Αυτές οι γνώσεις, τις οποίες αράδιαζαν με κάθε ευκαιρία, όχι οι ίδιοι οι γνωστοί μου που με είχαν προσκαλέσει στο πάρτι αλλά οι οικείοι τους, δεν ήταν υποχρεωτικό να σχετίζονται με την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Ο κύριος Θέμης, για παράδειγμα, τον οποίο συνάντησα τη συγκεκριμένη βραδιά, περίπου ξαπλωμένο πάνω σε ένα στρογγυλό τραπέζι, ήταν πλαστικός χειρουργός. Και όμως, όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα καθώς τον πλησίασα, ήταν και άριστος οινοπαραγωγός από χόμπι. Έτσι θαρρετά, λες και επέστρεφε ξαφνικά από μακρύ λήθαργο, χωρίς καν να με ρωτήσει αν με ενδιέφερε η συζήτηση για το κρασί, άρχισε να μου αραδιάζει ένα σωρό πληροφορίες περί του τρύγου και συναφών λεπτομερειών. Πραγματικά, τη δεδομένη στιγμή, δεν επιθυμούσα τίποτα περισσότερο παρά να ξεφύγω από το μονόλογό του που, για κακή μου τύχη, μόλις έπαιρνε μπρος.
«Αλίμονο σε όποιον δεν κατανοεί ότι ο τρύγος είναι ό,τι σημαντικότερο για την ποιότητα της παραγωγής του κρασιού» έσκουξε ο Θέμης αδιαφορώντας για τη δική μου μη διαθεσιμότητα επί της κουβέντας. «Δίχως τον τρύγο σοδειά δεν υπάρχει» συνέχισε. Έπειτα μου υπενθύμισε, για την περίπτωση που το είχα ξεχάσει, ότι ο Σεπτέμβρης, ο μήνας που διανύαμε, λέγεται και τρυγητής, αφού αυτός είναι ο ποιο κατάλληλος για τη συγκομιδή του σταφυλιού. «Το δικό μου το κρασί είναι σπουδαίο, ακριβώς επειδή γνωρίζω όλα τα μυστικά της διαδικασίας», καυχήθηκε ο συνδαιτυμόνας μου. «Και αυτό που πίνεις (έδειξε το περιεχόμενο στο ποτήρι μου) εγώ το έφτιαξα με τα χεράκια μου. Γι’ αυτό είναι τόσο νόστιμο. Η Μάρθα και ο Αρθούρος με ευγνωμονούν ετησίως για το δώρο μου».
Αφού είδε πως δεν απάντησα τίποτα, ο κυρ Θέμης προχώρησε στα λόγια: «Έχεις ακούσει -φαντάζομαι- για τις τανίνες; Ξέρεις ότι τα λευκά κρασιά διαθέτουν λιγότερες από δαύτες σε σχέση με τα ερυθρά; Έχεις διαβάσει για το κρασί στην αρχαιότητα; Ποια η γνώμη σου για τα κρασιά της Χίου;» Να τος πάλι ο Μάναγρος (σκέφτηκα εσωτερικά χωρίς να πω το παραμικρό). Και εκείνη την ώρα- ναι, εκείνη την ώρα που αναρωτιόμουν τι νόημα είχε όλη αυτή η ιστορία- άκουσα πάλι τη φωνούλα σου μανούλα. Όχι όμως από το τηλέφωνο όπως πριν, μα πάνω από το κεφάλι μου. «Ξύπνα!» φώναζες και με σκούνταγες. «Τα ήπιες πάλι τα κρασάκια σου εχθές!». «Σήκω, σου λέω! Πάλι χάθηκε το Netflix».
«Μισό λεπτό», σου αποκρίθηκα μέσα από τον ύπνο. «Δεν πρόλαβα να αποχαιρετίσω τους οικοδεσπότες της γιορτής».
The Red Vineyards near Arles, Vincent van Gogh, 1888
Βασίλης Χουλιαράς
Ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι
Ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι. Καλοκαίρι και ζέστη. Ολόγυρα τόσος κόσμος, πίνοντας τον καφέ ή την μπύρα του, να μιλά, ποιος ξέρει για πόσα διαφορετικά θέματα. Και εσύ, ανάμεσά τους, να έχεις αφήσει στην άκρη όλα τα άλλα και να έχεις βυθιστεί πέρα στο βάθος: στις ατέλειωτες αποχρώσεις του κίτρινου, του πορτοκαλί και του μπλε. Ώσπου τα μάτια σου απρόσμενα κλείνουν, για να βρεθείς —Σάββατο βράδυ, σε κάποιο ξενοδοχείο διακοπών, μέσα Σεπτέμβρη, του Τρυγητή— ξάφνου πάλι μαζί της.
Κοιμάται δίπλα σου κι εσύ στο πλάι της ξαγρυπνάς. Έχεις περάσει, με πολύ προσοχή μην τυχόν την ξυπνήσεις, τις τούφες από τα μακριά της μαλλιά, που σου κρύβουν το πρόσωπό, πίσω από το αυτί της και έχεις απομείνει να την κοιτάς.
Προσπαθείς απεγνωσμένα, μες στο ημίφως, από όσα τουλάχιστον αυτή τη στιγμή μπορείς να διακρίνεις, να συγκρατήσεις τη δική της παλλόμενη, από την ήρεμη αναπνοή της, εικόνα. Κάθε μικρή πτυχή, κάθε κηλίδα ή γουβίτσα στο δέρμα της, κάθε ελάχιστη κίνηση· οποιαδήποτε λεπτομέρεια που την κάνει να είναι εκείνη και μόνο. Γιατί το ξέρεις ήδη. Όλα βαδίζουν βιαστικά προς το τέλος. Όπου να ‘ναι τη χάνεις.
Ωστόσο όλος εκείνος ο κόπος —τώρα καλά το γνωρίζεις— έχει πάει χαμένος. Μπορεί να κλείνεις τα μάτια, να τη θυμάσαι, αλλά όλα όσα είχες προσπαθήσει να κρατήσεις έχουν για πάντα σβηστεί· και μόνο λεπτομέρειες ξεκομμένες να μένουν. Απομεινάρια ενός γενικού περιγράμματος που τα περισσότερα πια είναι που λείπουν.
Με προσπάθεια ανοίγεις τα κουρασμένα σου μάτια, μα την επόμενη στιγμή εκείνα και πάλι σφαλίζουν. Στον έξω κόσμο ο ήλιος έχει δύσει· το ίδιο συμβαίνει και στον κόσμο τον μέσα. Και όμως δεν είναι το σκοτάδι που απομένει. Μια άλλη λάμψη σε συντροφεύει. Ακόμα και μέσα στον χαμό και την απώλεια, εκείνη είναι που πλάι σου κοιμάται και εσύ που στο πλάι της, τόσο καιρό ξαγρυπνάς.
§
Βίκυ Κλεφτογιάννη
Προσμονή
Την περιμένουν από τις αρχές του Αυγούστου. Η απουσία της έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και, αν δεν φτάσει έγκαιρα, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Κάθε πρωί αναρωτιούνται πότε θα έρθει, αναζητώντας κάποιο σημάδι που μπορεί να φανερώσει την άφιξή της, όπως το σινιάλο του μηχανοδηγού όταν κάποιος φτάνει με τρένο, ή το μακρόσυρτο σφύριγμα του πλοίου όταν ο επισκέπτης έρχεται από τη θάλασσα. Και ενώ σε αυτές τις περιπτώσεις η μέρα και η ώρα άφιξης είναι συνήθως προκαθορισμένες, όλοι γνωρίζουν ότι εκείνη δεν φημίζεται για τη συνέπειά της – στην πραγματικότητα δεν έχει σταθερό πρόγραμμα, ούτε ενημερώνει για τις επισκέψεις της. Τα δε σημάδια κάποιες φορές μπορεί να είναι και παραπλανητικά, ενώ κάθε μέρα φήμες και προβλέψεις που δεν εξακριβώνονται θολώνουν κι άλλο το τοπίο, εντείνοντας την αγωνία όλων.
Καθένας την περιμένει για διαφορετικό λόγο – της τηλεφωνούν κάθε μέρα από την τράπεζα για εκείνο το δάνειο, το παιδί τους πέτυχε στις εξετάσεις και ετοιμάζεται να φύγει για την πόλη, οι γονείς του τού υποσχέθηκαν ότι θα του πάρουν εκείνο το ποδήλατο που τους ζητάει από την άνοιξη, ο γιατρός του επιμένει για χειρουργική επέμβαση. Κι ένα κοριτσάκι την περιμένει χωρίς λόγο.
Εκείνη, όμως, παραμένει άφαντη. Κυλούν οι μέρες αργά, ζεστές και ηλιόλουστες, η προσμονή της μονοπωλεί τις συζητήσεις, τα περιθώρια στενεύουν, τα τηλεφωνήματα της τράπεζας πληθαίνουν, η φοιτητική ζωή δεν φαντάζει πια τόσο ξέγνοιαστη, οι ορθοπεταλιές θα μείνουν στη φαντασία, ο πόνος χειροτερεύει. Και είναι κι εκείνο το κοριτσάκι που την περιμένει χωρίς λόγο. Ο μήνας φτάνει στο τέλος του, ορόσημο για τον ερχομό της, η απογοήτευση τους κυριεύει. Ένας ηλικιωμένος συμβουλεύει υπομονή, επικαλούμενος την προηγούμενη χρονιά, που άργησε μεν, αλλά ήρθε.
Το πρώτο πρωινό του Σεπτεμβρίου, μια γυναίκα ανοίγει τα παντζούρια του σπιτιού της και αναγνωρίζει τα σημάδια. Ξυπνούν ένας – ένας, κοιτάζουν προσεκτικά, δεν μπορεί να κάνουν λάθος, δεν μπορεί να τους γελάει η σφοδρή επιθυμία, τα σημάδια είναι στον ουρανό. Τα σύννεφα βαραίνουν, χαμηλώνουν, το φως αρχίζει να χάνεται, μια βροντή ακούγεται από μακριά -ακριβώς όπως το σινιάλο του μηχανοδηγού. Εκείνη έχει φτάσει. Χοντρές σταγόνες εξοστρακίζονται στην ξερή γη, επιμένουν με ορμή, με τρυφερότητα, το χώμα μαλακώνει, το νερό διεισδύει, χαράζει υπόγειους δρόμους, συναντά τις ρίζες, μπαίνει μέσα τους, ανεβαίνει στο σώμα, διακλαδίζεται, τρέφει τους διψασμένους ιστούς, φουσκώνει τις ισχνές ρόγες – μέχρι τον τρύγο τα σάκχαρα θα έχουν πυκνώσει.
Η σοδειά φέτος θα είναι πλούσια. Και το κοριτσάκι χαρούμενο.
The Rain (La pluie), Claude Monet, 1886-1887