Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Ιούνιο του 2020 στο Culture Book»

7 + 1 διηγήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) διαφορετικούς συγγραφείς. Ένας καταξιωμένος πεζογράφος (Χαρπαντίδης Κοσμάς), ο καλύτερος, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αθλητικός δημοσιογράφος (γραφιά θα τόνιζα) που μας έχει ήδη καταθέσει ήδη τα λογοτεχνικά του διαπιστευτήρια (Παπαδογιάννης Νίκος), δύο ιδιαίτερα αξιόλογοι σύγχρονοι διηγηματογράφοι (Χριστόπουλος Δημήτρης, Σπυράκης Γιώργος), ένας πολυδιάστατος συνεργάτης (Δημογιάννης Γιάννης) και τρεις μεταπτυχιακές φοιτήτριες της Δημιουργικής Γραφής που σίγουρα θα αφήσουν το στίγμα τους (Χαλκιά Νατάσα, Δαναβασίλη Στέλλα, Κουρτούκα Βίβιαν), όλοι και όλες τους μάς καταθέτουν διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν. Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα.

Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.

Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

 

 

Ο φίκος

Δαναβασίλη Στέλλα

 

Απομεσήμερο Σαββάτου και ο κύριος Χ απολαμβάνει την καλοκαιρινή ραστώνη στο ισόγειο διαμέρισμά του στους Αμπελόκηπους, στην οδό Δασκαλάκη 28.Η φωνή της δημοσιογράφου που έρχεται από το σαλόνι ακούγεται απελπιστικά οικεία, αφού τους τελευταίους δυο μήνες η τηλεόραση δεν έχει σταματήσει να παίζει αναμεταδίδοντας ειδήσεις και ρεπορτάζ για τον φονικό ιό με εξαίρεση λίγες ώρες ηρεμίας κι αυτές λόγω διακοπής ρεύματος στην περιοχή. Ο εκνευριστικός ήχος από το μίξερ της απο πάνω που καταπατώντας νόμους και κανονισμούς έκανε την κρεβατοκάμαρά της κουζίνα βάζοντάς τα με Θεούς και δαίμονες για να το καταφέρει, του τρυπά βάναυσα τα μηλίγγια κατακρεουργώντας το νευρικό του σύστημα, μα τον κινητοποιεί συνάμα να σηκωθεί.

Πατώντας το αριστερό του πρώτα πόδι στο φθαρμένο παρκέ του δωματίου του νιώθει μια έντονη σουβλιά στον αστράγαλό του που δείχνει κόκκινος και πρησμένος, σύμπτωμα της προχωρημένης πια αρθρίτιδας που τον ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια. Σφίγγοντας τα δόντια και χρησιμοποιώντας τα χέρια του για στήριγμα, καταφέρνει και σηκώνεται. Ο ολόσωμος καθρέφτης απέναντί του μοιάζει να τον κοιτά με οίκτο, μα εκείνος τον αγνοεί επιδεικτικά. Κοιτάζει με προσοχή τα ρούχα του στη ντουλάπα και η ματιά του γρήγορα καταλήγει στο φρεσκοπλυμένο λινό μπεζ κοστούμι, προπέρσινο δώρο της συζύγου του για τα γενέθλιά του μόλις δέκα μέρες πριν φύγει από τη ζωή. Το παίρνει στα χέρια του, το βάζει πρόχειρα πάνω του και κοιτιέται πάλι στον καθρέφτη που αυτή τη φορά το βλέμμα του είναι λίγο πιο συμπονετικό. Θα αρέσει άραγε στη μονάκριβή του με αυτή την εμφάνιση;

Τριάντα χρονών γίνεται σήμερα και τα γενέθλιά της είναι για εκείνον το πιο αξιοσημείωτο γεγονός του χρόνου! Πρέπει να βάλει τα δυνατά του να τους εντυπωσιάσει, τόσο εκείνη όσο και τον τετράχρονο εγγονό του, τον Χ τζούνιορ που δεν άφησε προτέρημα, μα και ελάττωμα που να μην του πήρε. Κρεμάει πάλι με προσοχή το κοστούμι του που ακόμη διατηρεί τη χαρακτηριστική μυρωδιά του καθαριστηρίου στο χερούλι της πόρτας και βγαίνει από το δωμάτιο .Το ξύλινο, κρεμαστό ρολόι στο χωλ δείχνει έξι και τέταρτο. Μαλώνει φωναχτά τον εαυτό του, γιατί το παράκανε στη σιέστα και προχωρά προς το σαλόνι. Για χιλιοστή φορά μέσα στην ημέρα ακούει το γνωστό σποτάκι της Πολιτικής Προστασίας και αβίαστα του βγαίνει ένα μεγαλόφωνο «ήμαρτον»και την ίδια χρονική στιγμή ακούγεται πιο ανυπόμονος από ποτέ ο ήχος του κινητού του.

Η κεφάτη φωνή της μοναχοκόρης του έρχεται να επιβεβαιώσει την ώρα για τη σημερινή γιορτή. «Στις 9:ΟΟ ακριβώς πατέρα σε περιμένουμε, μην αργήσεις! Ο εγγονός σου μετράει τις ώρες και τα λεπτά», του λέει με κεφάτη διάθεση και πριν καν προλάβει να της απαντήσει, του κλείνει το τηλέφωνο! Στην καφετιά μπερζέρα του σαλονιού κάθεται ατσαλάκωτη η σακούλα με τη δερμάτινη τσάντα, δώρο για την πρόσφατη πρόσληψή της σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο της πόλης! Άλλη όμως είναι η μεγάλη της αδυναμία και δεν έχει σκοπό να την αφήσει ανικανοποίητη. Δίπλα ακριβώς στέκεται περήφανος και καμαρωτός ένας φίκος που είναι το αγαπημένο της φυτό όπως και της μακαρίτισσας της μητέρας της. Ένα φτέρνισμα τη στιγμή που τον πλησιάζει, του θυμίζει την αλλεργία- κληρονομιά από τα παιδικά του ακόμη χρόνια κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με αυτό το φυτό- κι είναι τόσο δυνατό και ασταμάτητο που κάνει το μίξερ της απο πάνω να ακούγεται σαν απαλό θρόισμα. Με ερεθισμένα ρουθούνια και τη μύτη του να τρέχει, ψάχνει στη μεγάλη ξύλινη φρουτιέρα το κουτί με τα αντισταμινικά. Του έχει μείνει ένα τελευταίο, το θυμάται καλά ,κοιτάει σε όλα τα πιθανά σημεία γύρω του μα δεν το βρίσκει πουθενά. Φυσά δυνατά τη μύτη του κόβωντας ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας κι έπειτα πάει στην καφετιέρα, που ευτυχώς έχει μείνει μπόλικος καφές, βάζει ακριβώς δέκα κόκους καστανή ζάχαρη και ρουφά αχόρταγα τρεις τέσσερις μαζεμένες γουλιές. Κοιτά ξανά το ρολόι του συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να ετοιμαστεί. Στη διαφήμιση, που προβάλλεται στην τηλεόραση, βλέπει έναν παππού φορώντας τη μάσκα του να κρατά αγκαλιά το μικρό του εγγόνι και ένα χαμόγελο ανυπομονησίας δραπετεύει από τα σφιγμένα του χείλη.

Το ασανσέρ δεν έχει σταματήσει όλη μέρα να ανεβοκατεβαίνει, κάτι που του προκαλεί μεγάλη απορία για το πού πάει όλος αυτός ο κόσμος μια τέτοια περίοδο εγκλεισμού, καθώς ο ίδιος ξεμυτίζει από το σπίτι του σε πολύ σπάνιες και έκτακτες περιπτώσεις, όπως είναι η παντελής έλλειψη τροφίμων και καφέ, η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, άντε και καμιά γιορτή των αγαπημένων του όπως σήμερα. Πλησιάζει στο μπάνιο. Ευτυχώς που έβαλε τον ηλιακό πέρσι και δεν χρειάζεται πια να ξεπαγιάζει κάθε φορά που ξεχνούσε να ανάψει τον θερμοσίφωνα! Αυτό είναι το δεύτερο αξιοσημείωτο γεγονός που συνέβη τον τελευταίο χρόνο για το οποίο πολύ καμαρώνει!

Ψηλός κι ευθυτενής παρά τα εξήντα έξι του χρόνια, μα με εμφανή τα σημάδια της ψυχικής ταλαιπωρίας στις βαθιές αυλακώσεις του προσώπου του και στις διογκωμένες αρθρώσεις, με μαλλιά λίγο μακρύτερα απ’ότι συνηθίζει να αφήνει και πιο γκρίζα από ποτέ, χτενισμένα προσεχτικά προς τα πίσω και με ένα ζευγάρι ορθοπεδικά παπούτσια, ειδική παραγγελία στα μέτρα των πρησμένων ποδιών του, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, παίρνει την τσάντα και ανοίγει την πόρτα .Κι είναι έτοιμος να την κλείσει, όταν συνειδητοποιεί ότι κάτι έχει ξεχάσει! Μπαίνει πάλι μέσα και πλησιάζει την μπερζέρα. Ο φίκος στέκει εκεί. Τον παίρνει στα χέρια προσέχοντας να τον κρατά μακριά από το πρόσωπό του μιας και δεν βρίσκει τα αντισταμινικά του και κλείνει την πόρτα. Διπλοκλειδώνει και βγαίνει στον δρόμο.

Το σπίτι της κόρης του απέχει μόλις λίγα τετράγωνα από το δικό τουκι ενώ άλλες φορές θα πήγαινε με τα πόδια, ο αφόρητος πόνος στον αριστερό του αστράγαλο δεν του αφήνει τέτοια περιθώρια. Βγαίνει στη Λεωφόρο Κηφισίας κι εκεί για καλή του τύχη βρίσκει αμέσως ταξί. «Οδός Βελεστίνου» λέει δυνατά στον οδηγό ταξί, ο οποίος αγέλαστος και κατσούφης παίρνει τον φίκο από τα χέρια του και τον τοποθετεί πίσω σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίχως να βγάλει μιλιά. «Πώς έχουν αλλάξει έτσι οι εποχές», αναρωτιέται. Μέσα από το προστατευτικό πλέξιγκλας ο οδηγός στα μάτια του κυρίου Χ δείχνει θαμπός, ημιδιαφανής σε ένα σχήμα ακανόνιστο που όλο μεταβάλλεται σαν να είναι έτοιμος να εξαϋλωθεί κι αυτή η εικόνα του δημιουργεί μια πρόσκαιρη ταραχή, δίχως να καταλαβαίνει το γιατί.Ευτυχώς που η απορία του δεν κράτησε παρά μόνο λίγα λεπτά, γιατί έφτασαν.

«Οδός Βελεστίνου» επιβεβαιώνει και η μπλε ορθογώνια πινακίδα στη γωνία του δρόμου μπροστά από την πολυκατοικία που χτίζεται και κοιτώντας την συνειδητοποιεί πόσο καιρό στ’ αλήθεια έχει να έρθει, έτσι όπως άλλαξε η γειτονιά μορφή! Ακουμπάει το πεντάευρο με απόλυτη προσοχή στην εσοχή που του υποδεικνύει ο απόκοσμος οδηγός, με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή παίρνει τα αποστειρωμένα ρέστα και αποβιβάζεται. Κρατώντας την τσάντα και το φυτό προχωρά προς την πολυκατοικία. Ένα χαρτάκι κολλημένο στην πόρτα ενημερώνει τους ενοίκους για διακοπή ρεύματος τις ώρες 21:00-23:00.Είναι όμως τόσο χαρούμενος και έχει τέτοια αγωνία ο κύριος Χ να αγκαλιάσει την κόρη του και τον εγγονό του, που ούτε καν το παρατηρεί. Η πόρτα είναι ανοιχτή. «Καλύτερα!» σκέφτεται. «Να βρεθεί ξαφνικά μπροστά τους!»

Το ηλεκτρονικό ρολόι στο χέρι του εκείνη τη στιγμή δείχνει 20:55.Πιάνει την μπάρα στην είσοδο της πολυκατοικίας και ένα βογγητό πόνου βγαίνει από τα χείλη του την ώρα που ανεβαίνει το τελευταίο σκαλί. Έξω από την πόρτα του ασανσέρ στέκονται τρία άτομα, ένας άντρας, μία γυναίκα κι ένα παιδί, που περιμένουν να ανέβουν και όλοι τους φοράνε μάσκα και γάντια.Κι ενώ άλλες φορές θα ανέβαινε με τα πόδια τους τέσσερις ορόφους βλέποντάς το σαν καλή ευκαιρία για γυμναστική, τώρα ούτε για αστείο δεν θέλει να το σκέφτεται. Το ασανσέρ έρχεται και τα τρία άτομα μπαίνουν μέσα κι ετοιμάζονται να κλείσουν την πόρτα, όταν ο κύριος Χ με σερνάμενο το πρησμένο πόδι που εμφανώς επιδεικνύει, κάνοντάς τους νόημα ταυτόχρονα να του κρατήσουν την πόρτα, καταφέρνει μετά από μερικά δευτερόλεπτα καθυστέρησης, μπαίνει και πατάει με λαχτάρα το κουμπί με τον αριθμό 4 που είναι ο όροφος του διαμερίσματος της κόρης του. Δύο κουμπιά πιο κάτω είναι πατημένος και φωτεινός ο αριθμός 2.

Εκείνη τη στιγμή το ηλεκτρονικό του ρολόι δείχνει 20:59 και 55 δευτερόλεπτα και οι μοχθηρές ματιές των συνεπιβατών του που καρφώνονται σαν μαχαίρια στο πρόσωπό του, του υπενθυμίζουν ότι έφυγε από το σπίτι ξεχνώντας κάτι πολύ σημαντικό, τη μάσκα του! Για τον κύριο Χ που σκέφτεται τα πάντα και είναι καθ’όλα ένας νομοταγής πολίτης η παράλειψη αυτή είναι μεγάλη προσβολή. Και τότε έρχονται και σφηνώνουν στο μυαλό του κι άλλες σκέψεις πολλές, που η μια έρχεται και πέφτει πάνω στην άλλη. Και τώρα; Πώς θα χαρεί τον εγγονό του που περιμένει πώς και πώς να τον αγκαλιάσει;Και η μονάκριβή του που γίνεται τριάντα; Μια φορά μονάχα συμβαίνει αυτό το μεγάλο γεγονός! Κι όλες οι ετοιμασίες που έκαναν; Κι αν τους κάνει να νιώσουν άβολα; Γιατί; Γιατί να την ξεχάσει;

Δεν έχει προλάβει να ολοκληρώσει όλες αυτές τις αγχωμένες σκέψεις του, όταν ξαφνικά το ασανσέρ τραντάζεται και σταματά απότομα με αποτέλεσμα να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον και το πρόσωπο του κυρίου Χ να βρεθεί στην κυριολεξία μέσα στον φίκο! Τα πρόσωπα όλων σκοτεινιάζουν, παγώνουν. Επικρατεί απόλυτη σιωπή και προς στιγμήν κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει για τη διακοπή, γιατί επιχειρούν πατώντας τα κουμπιά να το θέσουν πάλι σε λειτουργία! Προσπαθούν ξανά και ξανά μέχρι που μια κυρία απ’ έξω τους αντιλαμβάνεται κι αρχίζει να φωνάζει: « Πώς; Πώς κλειστήκατε; Δεν είδατε το χαρτί στην πόρτα; Θα έχει δύο ώρες διακοπή!»

«Δύο ώρες;» άρχισε να αναφωνεί η γυναίκα στο ασανσέρ μέσα σε πανικό! « Δύο ώρες;» Η γυναίκα αυτή με την οποία ο κύριος Χ μοιράζεται τα ελάχιστα τετραγωνικά του ασανσέρ, είναι γύρω στα τριάντα πέντε, μπορεί και νεαρότερη, μα είναι και αυτοί οι μαύροι κύκλοι στα μάτια της που παρά τις πολλές στρώσεις μέικαπ της προσθέτουν χρόνια. Εύσωμη με περιποιημένη εμφάνιση, ωστόσο με μια σκοτεινιά στο βλέμμα, προσπαθεί χαϊδεύοντας το μικρό της που έχει αρχίσει τα κλάματα να το παρηγορήσει. Ο άντρας δίπλα της συνομήλικός της, μπορεί και τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, μελαχρινός και γεροδεμένος με μια έμφυτη αγριάδα στη φωνή και ύφος νταή και μάτσο άντρα μαλώνει έντονα σύζυγο και παιδί. Έπειτα στρέφει την άγρια ματιά του στον κύριο Χ, ο οποίος σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση έχει κολλήσει την πλάτη του πίσω στον καθρέφτη με τον φίκο ασφυκτικά πάνω του λόγω της έλλειψης χώρου κι αυτή η κίνηση του προκαλεί έντονη επιθυμία για φτέρνισμα. Σφίγγεται για να μην προκαλέσει περισσότερο τον θυμό των υπολοίπων, που περιμένοντάς τον κλείστηκαν εκεί μέσα και αυτή η πίεση τον κάνει να κοκκινίσει τόσο πολύ, που το πρόσωπό του μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί! Δεν τα καταφέρνει να κρατηθεί άλλο και φτερνίζεται τόσο δυνατά μέσα σε αυτόν τον μικρό, αποπνικτικό χώρο και στέκεται με σκυμμένο το κεφάλι από ντροπή, όταν ο άντρας απέναντί του αποκαλώντας τον βρωμόγερο τον απειλεί να μην διανοηθεί να το ξανακάνει. Ο κύριος Χ κολλημένος πάντα στον φίκο χωρίς να πει κουβέντα και μην έχοντας χώρο να πάει δεξιά ή αριστερά φτερνίζεται ξανά και ξανά. Τότε ο άντρας τον αρπάζει βίαια από το κεφάλι πιέζοντας ασφυκτικά το πρόσωπό του μες στο φίκο.«Κάν’το ξανά παλιόγερε και την επόμενη φορά θα σε θάψω μαζί με το κωλοφυτό σου» του λέει οργισμένος. Η γυναίκα και το παιδί στέκονται παγωμένοι λες και σταμάτησαν κι εκείνοι να αναπνέουν! Ο κύριος Χ προσπαθεί κάτι να πει, ψάχνει με τα χέρια τρεμάμενα να βρει το μαντίλι του να το βάλει στο στόμα του, αλλά μάταια κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή του έρχεται ένα ακόμη πιο έντονο φτέρνισμα που κάνει τον συνεπιβάτη του να χάσει εντελώς την ψυχραιμία του και να του επιτεθεί ξανά. Απ’ έξω από το ασανσέρ ακούγονται οι φωνές των ενοίκων της πολυκατοικίας, που προσπαθούν ανυποψίαστοι να τους δώσουν κουράγιο . Μα πιο δυνατά ακούγεται η φωνή της μονάκριβής του που τον αναζητά! Εκείνος όσο την ακούει, τόσο παίρνει κουράγιο και με όση δύναμη του μένει την καθησυχάζει ότι σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει. Κι όσο οι φωνές δυναμώνουν, άλλο τόσο δυναμώνει και η οργή του συνεπιβάτη του. Η γυναίκα με το χέρι της πάνω στα μάτια του παιδιού της στέκεται σαν στήλη άλατος, αμίλητη και ανέκφραστη. Ο κύριος Χ με φωνή σπασμένη και όσο έχει ακόμη τις αισθήσεις του παρακαλεί τον άντρα να τον αφήσει, όταν ένα επόμενο φτέρνισμα που τα σκάγια του θα σκάσουν στην κυριολεξία πάνω στα πρόσωπά τους, θα τον εξωθήσει στα άκρα βγάζοντάς του τα πιο αποτρόπαια ένστικτα!

Η οργή του νταή τώρα είναι τόσο μεγάλη που μοιάζει με λυσσασμένο σκυλί. Φορώντας πάντα τα γάντια του αρπάζει την άκρη του λινού σακακιού του κ.Χ και του φράζει βίαια μύτη και στόμα κόβοντάς του και τον ελάχιστο αέρα που του έχει μείνει μέσα σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά. Δεν τον αφήνει παρά μόνο όταν το πρόσωπό του γίνει ολότελα μαβί. Έπειτα τον κολλά πίσω στον καθρέφτη δίχως να πάρει στιγμή το δολοφονικό του βλέμμα από πάνω του. Ο κ.Χ ανήμπορος να ψελλίσει την παραμικρή κουβέντα, προσπαθεί διακριτικά να βρει την κομμένη του ανάσα. Τα θλιμμένα του μάτια όσο ακούει τη φωνή της κόρης του απ’έξω, τόσο καρφώνονται με δύναμη πάνω στην πόρτα του ασανσέρ κι είναι τόση η ένταση και η απελπισία τους που κοντεύουν να την τρυπήσουν. Περνούν λίγα, απεγνωσμένα λεπτά απόλυτης σιωπής κι έπειτα ο κ.Χ με το βλέμμα του πάντα καρφωμένο στην πόρτα παίρνει μια τελευταία, αξιοπρεπή ανάσα και το κορμί του άπνοο πια προσπαθεί να βρει μια γωνιά να σωριαστεί μες στον ελάχιστο, μακάβριο χώρο. Η στριγκλιά της σοκαρισμένης γυναίκας την ώρα που το άψυχο σώμα του πέφτει πάνω στα πόδια της θα σπάσει για λίγα μόλις δευτερόλεπτα τη θλιβερή σιωπή. Οι επόμενες ώρες περνούν αθόρυβα και σκοτεινά μέχρι που έρχεται το ρεύμα και η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Στη θέα του ασάλευτου κορμιού οι ένοικοι της πολυκατοικίας αρχίζουν να ουρλιάζουν. Το αγωνιώδες βλέμμα της κόρης του αδειάζει ολόκληρο πάνω στο ασάλευτο κορμί του κ.Χ. Λίγη ώρα μετά ο άντρας και η γυναίκα δίνουν κατάθεση στην αστυνομία περιγράφοντάς τους έναν ηλικιωμένο άντρα ,με εμφανή προβλήματα υγείας, ο οποίος λόγω του φόβου του ή λόγω κάποιας σοβαρής ασθένειαςαπό την οποία έπασχε, καθώς δεν φορούσε καν μάσκα όπως προβλέπουν οι κανονισμοί δημόσιας υγείας, ζαλίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του πιθανώς από κάποιο καρδιακό επεισόδιο και κατέληξε.

Ο φίκος που στέκεται ακόμη αγέρωχος μπροστά από το άψυχο κορμί του κυρίου Χ μπροστά στον καθρέφτη του ασανσέρ περιέχει ένα σημείωμα: « Αν αυτή ήταν για μένα η ύστατη ημέρα, θα έφευγα με ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας κι ευγνωμοσύνης για τα τριάντα χρόνια που αξιώνομαι να είμαι ο Χ σου!

Μονάκριβή μου,

σε λατρεύω παντοτινά!

…έξι μήνες μετά

Η κόρη του κυρίου Χ κάθεται δίπλα στον φίκο που στολίζει την αγαπημένη γωνιά του σπιτιού της και παρατηρεί τα φύλλα του, τον βλαστό του. Πόσο μεγάλωσε στ’αλήθεια ο φίκος της μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες! Σαν ένα βρέφος κι αυτό που το μόνο που χρειάζεται για να αναπτυχθεί είναι τροφή, φροντίδα και αγάπη. Φοράει γάντια στα χέρια και έχει φέρει φρέσκο χώμα να κάνει μεταφύτευση μια και σε αυτή τη γλάστρα πια δεν χωρά! Βγάζει το φυτό με απόλυτη προσοχή από φόβο μήπως το τραυματίσει και η ματιά της πέφτει πάνω σε ένα στρογγυλό λευκό δισκίο, που είναι ανακατεμένο με το χώμα. Το κοιτά με απορία. Έπειτα χαμογελά νοσταλγικά γιατί το αναγνωρίζει. Είναι το χάπι που πρώτη και καλύτερη μες στα γέλια από παιδί ακόμη, έτρεχε να δώσει στον κύριο Χ κάθε φορά που η συγχωρεμένη η μητέρα της του κουβαλούσε έναν τέτοιο φίκο στο σπίτι κι εκείνος δεν σταματούσε να φτερνίζεται! Το παίρνει, το καθαρίζει προσεκτικά και το τοποθετεί δίπλα στην αγαπημένη της φωτογραφία με εκείνην κι εκείνον αγκαλιά!

§

 

 

Οιδίπους επί Κολωνώ

Δημογιάννης Γιάννης

Ήθελε να πιστεύει πως είχε καταφέρει να βάλει τα πράγματα σε μία σειρά. Πως κατάφερε επιτέλους μετά από πέντε μήνες να σουλουπώσει κάπως το μπάχαλο, που ταλαιπωρούσε το μυαλό του για σαρανταπέντε χρόνια. Απ’ ό,τι συνήθως έλεγε, η ψυχοθεραπεία άρχιζε να δίνει κάποια πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα. Δεν αρπαζόταν πλέον μέχρι και για το πέταγμα ενός κουνουπιού.

Σιγά, σιγά το φάντασμά της απουσίαζε έστω και κάποια αμυδρά διαστήματα από το μυαλό του. Κάποιες φορές, μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του, δίχως να χρειάζεται σε κάθε του αιρετική σκέψη να βάζει μπροστά τη φάτσα της, ακόμη και εν τη απουσία της, για να συνομιλεί με τη διαπεραστική φωνή της. Κυρίως, όποτε πίστευε πως χρειαζόταν να της δίνει λογαριασμό, προκειμένου ν’ αποφεύγει τη μόνιμη μουρμούρα της, κάθε που γύριζε στο σπίτι και περνούσε από το επίμονο σκανάρισμά της.

Θα έπρεπε, τελικά, να είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα την ψυχοθεραπεία. Ίσως να είχε καταφέρει να διαχειριστεί καλύτερα αυτό το χωρισμό. Κάλιο αργά, παρά ποτέ… μονολόγησε.

Το κινητό του – ένα Α7, Samsung, τελευταίας γενιάς, αξίας 1000 ευρώ, δώρο δικό της – το έχασε βράδυ Παρασκευής, στην περιοχή κάπου πίσω από το σταθμό Λαρίσης, στον Κολωνό, μετά την δέκατη ψυχοθεραπεία με την Ελένη. Στο γραφείο της, για την ακρίβεια – Αδριανουπόλεως 111. Στον Κολωνό, εξάλλου, ήταν και το τελευταίο στίγμα του κινητού, σύμφωνα πάντα με την ενημέρωση, που έλαβε μετά από δύο μέρες από τα ψαχτήρια της Google.

Για δύο ολόκληρες μέρες, βέβαια, και πού δεν έψαξε μέσα στο νέο του σπίτι, μπας και το βρει καταχωνιασμένο σε μία απίθανη τρύπα. Σε ποιους δε ρώτησε, πιστεύοντας πως ίσως θα γινόταν ένα θαύμα και κάποιος θα του επέστρεφε ένα τεμάχιο 1000 ευρώ, αποδεικνύοντας πως ο άνθρωπος δεν είναι μία οριστικά χαμένη υπόθεση.

Όταν όμως η Google έριξε φως στο ανεξιχνίαστο δράμα, τότε γούρλωσε μονάχα τα μάτια.

Δεν είχε καν χρειαστεί να βγει έξω από το αυτοκίνητο. Από το στίγμα της εξιχνίασης και μόνο κατάλαβε πως την τελευταία φορά, που μίλησε μέσα από τα 1000 ευρώ, ήταν στο αυτοκίνητό του. Για όση ώρα χρειάστηκε να περιμένει την Κατερίνα, μέχρι να φέρει τη λιχουδιά, που ποτέ του δεν είχε έως τώρα δοκιμάσει. Πακεταρισμένη από την ψησταριά – ειδική πρόταση της ψυχοθεραπεύτριας – «Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει». Μία σκεπαστή πίττα (άντε και μία μερίδα τηγανητές πατάτες, απαραιτήτως μαζί με μία Coca Cola, για τη χώνεψη μετά από τέτοιο ρωμαϊκό τσιμπούσι).

Ποτέ του, πάντως, δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς και κυρίως σε ποια στιγμή χάθηκε το κινητό, πριν καταγραφεί το τελευταίο στίγμα. Για όσο, δηλαδή, περίμενε να φέρει η Κατερίνα τη σκεπαστή. Πώς διάβολο γλίστρησε έξω από το αυτοκίνητο; Πώς, γαμώ την τύχη του, το κατάπιε η γειτονιά του τυφλού βασιλιά;

Αργότερα, απλά θυμήθηκε πως όλα συνέβησαν μετά το τελευταίο τηλεφώνημα που έκανε στη μάνα του.

§

 

 

αυτό το κάτι που αργεί να έρθει και πάντα το περιμένουμε – γιατί γι’ αυτό ζούμε

Κουρτούκα Βίβιαν

Έξω καταιγίδα. Μες στο μπάνιο υδρατμοί. Τα μάγουλά του κόκκινα απ’ το καυτό νερό. Είχε μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και σκούπιζε τα μαλλιά του με μια άλλη, όταν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και την είδε μπροστά του. Η ομπρέλα της διαλυμένη. Νερά έσταζαν στο πάτωμα – έσταζε ολόκληρη.

«Μη μου πεις ότι θα βγεις και σήμερα» του είπε.

«Έτσι λέω. Με τα παιδιά απ’ τη δουλειά» της απάντησε.

«Δεν σε πιστεύω! Τι κάνετε πια κάθε βράδυ μ’ αυτά τα παιδιά απ’ τη δουλειά;»

Καθώς ετοιμαζόταν στο δωμάτιο, η Ντόρα τού μιλούσε απ’ το σαλόνι. Δεν θα της έδινε σημασία.

«Έφυγα» της είπε βγαίνοντας κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.

«Θωμά!»

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει – δεν σταμάτησε. Είχε ήδη φτάσει στον δεύτερο.

Τα χειροκροτήματα σταμάτησαν, η αυλαία έκλεισε κι ο κόσμος κατευθυνόταν προς την έξοδο. Ο Θωμάς στεκόταν στην πόρτα και τους ευχόταν «Καλό βράδυ». Όταν σχόλασε, πήρε το μπουφάν του και φορώντας το κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν όμορφος. Ψηλός. Μελαχρινός – χρειαζόταν κούρεμα, αλλά κι έτσι καλός ήταν. Αξύριστος. Φορούσε μαύρα παπούτσια, τζιν παντελόνι κι ένα καφέ πουλόβερ μ’ ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Το μπουφάν μαύρο. Έβαλε το σακίδιό του στην πλάτη και βγήκε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει. Μύριζε άνοιξη. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει – ήταν ήδη Απρίλιος και μάλιστα 13 Απριλίου, ημέρα Σάββατο.

Μπήκε στο μπαρ «PARADISO», ακριβώς απέναντι απ’ το θέατρο και όχι πολύ μακριά απ’ το σπίτι του. Περίεργο. δεν είδε κανέναν. Έβγαλε το κινητό του απ’ την τσέπη. 4 ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ: ΝΤΟΡΑ. Το έβαλε πάλι μέσα. Εκείνο το βράδυ θα περνούσε καλά. Κάθισε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα ποτό. Ανάμεσα στα πόδια του, πρόσεξε ένα σκίσιμο στο καφέ δερμάτινο κάλυμμα του σκαμπό – ένα άσπρο υλικό έβγαινε από μέσα. Έπινε την τελευταία γουλιά, όταν είδε μια κοπέλα που καθόταν πιο πέρα να τον πλησιάζει. Δεν την είχε ξαναδεί. Ένιωσε κάτι: ένα έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτήν.

«Θα μου προσέχεις τα πράγματα, να βγω για ένα τσιγάρο;»

«Τι λες να τ’ αφήσουμε εδώ και να ‘ρθω κι εγώ μαζί σου;»

«Ναι, αμέ!» Είπε εκείνη και προχώρησε προς τα έξω.

Την ακολούθησε. Κάπνισαν – δεν είπαν τίποτα. Την ώρα που έσβηνε το τσιγάρο του, χτύπησε το κινητό του. Μήνυμα: ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΕΙΧΑΜΕ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΡΟΠΙΚΑΝΑ ΣΗΜΕΡΑ. Μπαίνοντας μέσα, μάζεψε τα πράγματά του και κάθισε δίπλα της.

«Λοιπόν, πώς σε λένε;»

«Θωμά.»

Δύο ώρες μετά, είχαν πιει σύνολο εφτά ποτά.

«Πάντα μου άρεσε η περιπέτεια. Να κάνω καινούργια πράγματα, να εξελίσσομαι, να αλλάζω. Έχω την ανάγκη να φύγω – να ταξιδέψω. Να κάνω αυτά που θέλω και όχι αυτά που πρέπει – γιατί αυτά που θέλω είναι αυτά που πρέπει να κάνω. Αγαπώ πολύ το θέατρο. Αλλά οι γονείς μου μ’ έκαναν να το ξεχάσω αυτό. Ή τουλάχιστον να νομίζω πως το ξέχασα. Έχω γράψει τρία θεατρικά έργα – θα μπορούσα να στα δείξω αν θέλεις. Με το που τελείωσα τη σχολή πήγα στρατό και μετά αμέσως δουλειά – ό,τι να ‘ναι προκειμένου να ‘φευγα απ’ τους γονείς μου. Ήθελα να ζήσω μόνος. Τότε ήταν που γνώρισα την Ντόρα και δεν είχα χρόνο για τίποτα μετά – την ερωτεύτηκα. Σε κάποια φάση προέκυψε και η δουλειά στο θέατρο – ήμουν πολύ χαρούμενος θυμάμαι. Πέρασαν, όμως, χρόνια από τότε και τώρα την έχω σιχαθεί. Στην αρχή μου άρεσε πολύ. είχα όνειρα ακόμα. Έβλεπα όλες τις πρόβες, μάθαινα τα λόγια απ’ έξω. Δεν είμαι σίγουρος πώς έγινε. Έχει έναν χρόνο τώρα που δεν κοιμάμαι καλά. Δηλαδή, είναι βράδια που δεν κοιμάμαι καθόλου και μέρες που κοιμάμαι συνέχεια. Πάντα εφιάλτες. Έτσι κατάλαβα πως δεν είμαι καλά, πως δεν είμαι ευτυχισμένος πια. Ίσως και να μην ήμουν ποτέ. Τώρα δεν αντέχω τη δουλειά μου, τίποτα δεν αντέχω. Και δεν έχω καμία ελπίδα. Η Ντόρα θέλει να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά –”Τριαντάρησα!” μου είπε μια μέρα. Είναι καλή, εντάξει. Αλλά φοβάται πολύ μην μείνει μόνη. Θέλει να έχει πάντα τον έλεγχο και να γίνονται όλα όπως πρέπει – όπως θέλει εκείνη, δηλαδή. Κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω.» (Παύση) «Πάμε σπίτι σου;»

Ξύπνησε και κοίταξε τριγύρω. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να θυμηθεί. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι η Ντόρα μπήκε μέσα με τέτοια φόρα – λες και παραφιλούσε απ’ έξω περιμένοντας τον παραμικρό ήχο.

«Καλημέρα, καλημέρα!» Τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα. «Να μπει λίγο φως εδώ μέσα! Σε άκουσα που ξύπνησες. Κοιμήθηκες καλά; Πώς τα πέρασες χθες βράδυ; Πού να δεις τι σου έχω ετοιμάσει!» Έφυγε κι αμέσως επέστρεψε μ’ έναν δίσκο στα χέρια. «Η καλή μέρα ξεκινά μ’ ένα καλό πρωινό!» Του χαμογέλασε κι ακούμπησε τον δίσκο με το πρωινό στο κρεβάτι: δύο αβγόφετες, τρεις φρυγανισμένες φέτες του τοστ, βούτυρο, μέλι, ένα αβγό τηγανητό, φρέσκος χυμός πορτοκάλι και γαλλικός καφές με γεύση φουντούκι – σκέτος.

Μετά το πρωινό, η Ντόρα στην κουζίνα. Έπλενε τα πιάτα και θα ετοίμαζε το μεσημεριανό. Ο Θωμάς τελείωνε τον καφέ του καπνίζοντας στον ακάλυπτο στην κουζίνα. Απέναντι στο ισόγειο μια γυναίκα άπλωνε σεντόνια. Ήταν απ’ το ξενοδοχείο «COSMOS».

Πήγε στο δωμάτιο κι επέστρεψε φορώντας φόρμες. Άφησε το φλιτζάνι του καφέ στον νεροχύτη. Ένιωθε περήφανος για τα τιρκουάζ πλακάκια της κουζίνας του. Τα είχε περάσει μόνος του και πήγαιναν πολύ με τους λευκούς πάγκους – είχε κάνει καλή επιλογή.

«Άσε, θα το πλύνω εγώ» είπε η Ντόρα χαμογελώντας. Τον κοίταξε και το χαμόγελό της εξαφανίστηκε. «Αυτήν τη φορά για πού το ‘βαλες;»

«Πάω για τρέξιμο» της απάντησε ανοίγοντας την πόρτα.

«Όλο λείπεις, Θωμά, όλο λείπεις! Μ’ ακούς;»

Την άκουγε. Μπορεί να μην το έδειχνε, αλλά την άκουγε. Ήταν εκείνη που δεν τον άκουγε ποτέ. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Και συνέχισε να τρέχει. Στην αρχή σ’ ένα πάρκο και μετά στη θάλασσα. Όλο και πιο γρήγορα. Ο ήλιος του έκαιγε το πρόσωπο. Προσπαθούσε να διώξει κάθε σκέψη απ’ το μυαλό του – την απόφασή του την είχε πάρει.

Γυρνώντας στο σπίτι, βρήκε το τραπέζι στρωμένο. Η Ντόρα δεν ήταν εκεί. Έκανε ένα ντουζ στα γρήγορα. Μόλις είχε ετοιμαστεί, όταν άκουσε το κλειδί στην πόρτα.

«Αχ, είδα κι έπαθα να βρω μαϊντανό Κυριακάτικα. Αλλά βρήκα! Σολωμός χωρίς μαϊντανό δεν γίνεται. Το είχα ξεχάσει τελείως. Δώσε μου ένα λεπτό και το φαγητό θα είναι έτοιμο. Μπορείς να καθίσεις αν θέλεις.»

Πήρε τον σολωμό μαζί της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ο Θωμάς κάθισε στην τραπεζαρία και γέμισε ένα ποτήρι με κρασί. Και μετά κι ένα δεύτερο.

«Λίγο κρασί επιβάλλεται! Ταλαιπωρήθηκα πολύ σήμερα με το φαγητό. Όλο αναποδιές. Αλλά νομίζω άξιζε τον κόπο. Για να δούμε.»

Ξεκίνησαν να τρώνε.

«Ό,τι πρέπει! Τώρα που ανοίγει ο καιρός δεν είναι για βαριά φαγητά. Δεν τα σηκώνει το στομάχι. Που λες μου τηλεφώνησε η αδερφή μου όσο έλειπες και θα έρθει για λίγες μέρες να μας δει. Ίσως το επόμενο Σαββατοκύριακο. Τα παιδιά θα τα κρατήσει ο άντρας της. Τους θαυμάζω πολύ. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν πάντα όλα – και με τρία παιδιά! Όλο με ρωτάει η αδερφή μου πότε θα κάνουμε κι εμείς τα δικά μας. Κι εγώ της λέω ”Είμαι μικρή ακόμα”, αλλά εδώ που τα λέμε δεν είμαι και τόσο μικρή πια. Δεν είναι καλό μια γυναίκα να κάνει παιδιά πολύ νέα, αλλά ούτε και πολύ μεγάλη – να την έχουν πάρει τα χρόνια. ”Να παντρευτούμε πρώτα και μετά” της είπα.»

«Ντόρα, δεν είμαι καλά.»

«Δεν ήταν καλός ο σολωμός;»

«Όχι, δεν είναι αυτό.»

«Θα σου ‘χει πέσει η πίεση απ’ το τρέξιμο. Να σου φέρω λίγο αλάτι να ρίξεις στο φαγητό και θα συνέλθεις αμέσως.»

«Περίμενε.» (Παύση) «Δεν είμαι καλά με τη σχέση μας. Δεν είμαι ευτυχισμένος.»

«Δεν είσαι ευτυχισμένος; Πώς δεν είσαι ευτυχισμένος;»

«Ε, δεν είμαι. Πάει καιρός τώρα. Αλλά εσύ δεν το βλέπεις.»

«Να δω τι; Δεν καταλαβαίνω.»

«Χρειάζομαι να μείνω λίγο μόνος.»

«Τώρα θα μαζέψω τα πιάτα και θα ‘μαι στην κουζίνα. Σίγουρα θα μου πάρει καμιά ώρα να τα φέρω βόλτα όλα αυτά. Εσύ μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Τι λες να σου φτιάξω ένα φλαμούρι; Κάνει καλό.»

«Όταν μπήκες μέσα είχα μόλις φτιάξει τη βαλίτσα.»

«Τη βαλίτσα; Ποια βαλίτσα;»

«Θα φύγω για μερικές μέρες. Το έχω αποφασίσει. Και μετά βλέπουμε.»

«Τι βλέπουμε μετά;» (Παύση) «Με παρατάς; Αυτό μου λες;»

«Σου λέω πως χρειάζομαι μια απόσταση.»

«Απόσταση από εμένα;»

«Από τα πάντα.»

«Λέω να πάω να ξαπλώσω για λίγο, αν δεν σε πειράζει. Μ’ έχει πιάσει το κεφάλι μου – ένας φρικτός πονοκέφαλος.»

Η Ντόρα με πολύ αργές κινήσεις πήγε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Ο Θωμάς μάζεψε το τραπέζι κι έπλυνε τα πιάτα. Άφησε ένα σημείωμα στο ψυγείο: ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Πήρε τη βαλίτσα του κι έφυγε. Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το μηδέν (0). Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία, ο δυνατός αέρας τον έκανε να αισθανθεί ζωντανός κι ελεύθερος. Προχώρησε προς τον κεντρικό δρόμο. Έφτασε στο περίπτερο στη γωνία. Ο αέρας είχε ξεσκίσει την πράσινη τέντα του – σαν κάποιος να είχε μπήξει ένα μαχαίρι από τη μια άκρη της ως την άλλη. Σταμάτησε κι αγόρασε δυο κουτάκια μπύρας. Έστριψε στο στενό αριστερά και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο. Του έδωσαν το δωμάτιο 404. Τακτοποιώντας τα πράγματά του, ήπιε την πρώτη μπύρα και χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, κόντευε ήδη να νυχτώσει. Κοίταξε το κινητό του. Μήνυμα: ΚΑΝΕΝΑ. Πήρε την άλλη μπύρα και βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Μέχρι να το τελειώσει, τέλειωσε κι η μπύρα. Ακούμπησε τους πήχεις του στα κάγκελα και κοίταξε κάτω. Είδε τα σεντόνια να κινούνται με τον αέρα. Κοίταξε ευθεία μπροστά του και είδε το σπίτι του, την κουζίνα του. Είδε την Ντόρα.

§

 

 

Παπαδογιάννης Νίκος

Από το υπό έκδοση βιβλίο του δημοσιογράφου Νίκου Παπαδογιάννη, με τίτλο εργασίας Τα Ματς Της Ζωής Μου, που πρόκειται να κυκλοφορήσει μέσα στον μήνα από τις εκδόσεις Key Books.

Μάταια θα ψάχνεις το στρατί…

 

Ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας ήταν να γίνει Σάββατο, αλλά ποιος περιμένει μέχρι το Σάββατο, προτεραιότητα έχει ο έρωτας. Ο συγκεκριμένος έρωτας είχε το δικό του χρονοδιάγραμμα. Και ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης. «Το ρεπορτάζ αγωνιστικού χώρου θα το αναλάβει ο μικρός», διέταξε ο Συρίγος, με εκείνο το ύφος που σε έκανε να πιστεύεις ότι λέγοντας «ο μικρός» εννοούσε «ο μαλάκας». Ο μαλάκας ο μικρός, τέλος πάντων.

Στον κώδικα αξιών του Συρίγου, αν ήσουν μαλάκας έμενες για πάντα μικρός. Μεγάλωνες, ως δημοσιογράφος, μόλις ξεπερνούσες την παιδική ασθένεια της μαλακίας. Είχα ήδη καταλάβει ότι κατά βάθος δεν με θεωρούσε ούτε μαλάκα ούτε μικρό, ειδάλλως δεν θα με στρατολογούσε για το Τρίποντο, που τότε μετρούσε μερικούς μήνες ζωής.

Ωστόσο, περνούσα ακόμη από διαρκείς εξετάσεις. Τα μαρμαρένια αλώνια ήταν γεμάτα από τα διάσπαρτα κουφάρια αυτών που ο Φίλιππος τους κόντυνε τα ποδάρια, μόλις κατάλαβε ότι ήταν περισσότερο μαλάκες από όσο αρχικά υπολόγιζε.

Οπότε, υπάκουσα αδιαμαρτύρητα στο κέλευσμα και έσπευσα στον Σταθμό Λαρίσης για τα περαιτέρω. Οι υπόλοιποι απεσταλμένοι της ΕΡΤ ήταν απαλλαγμένοι από τα δεσμά των μετεφηβικών ερώτων, συνεπώς ελεύθεροι να ταξιδέψουν για το παροιμιωδώς ομιχλώδες αεροδρόμιο «Μακεδονία» το μεσημεράκι του Σαββάτου, ανήμερα του τελικού. Με το μοναδικό πρωινό δρομολόγιο της Ολυμπιακής.

Το τζάμπολ είχε προγραμματιστεί ως συνήθως για τις 4.30, ώστε να συμπίπτει με την εβδομαδιαία εκπομπή του Συρίγου. Η τηλεοπτική μπασκετική ρουτίνα της εποχής είχε απαράβατους κανόνες. Ο σπήκερ μετέδιδε τον αγώνα από το γήπεδο, αλλά σε όλα τα τάιμ-άουτ έπαιρνε τον μικρόφωνο ο Μεγάλος από το στούντιο, για να σχολιάζει τα τεκταινόμενα μαζί με τον εκάστοτε καλεσμένο του. Το ίδιο συνέβαινε πριν και μετά το παιχνίδι. Μολονότι η περιγραφή γινόταν στο γήπεδο από τρίτο δημοσιογράφο, ο τηλεθεατής έμενε με την αίσθηση ότι είχε ακούσει μία μετάδοση του Φίλιππου Συρίγου. Και πολύ σωστά.

«Τον τελικό θα τον μεταδώσει ο Καραλής. Και το ρεπορτάζ του αγωνιστικού χώρου το αναλαμβάνει ο μικρός».

Ο μικρός είχε καταστρώσει το σχέδιό του πριν καλά καλά αναρτηθεί το πρόγραμμα εργασίας στον πίνακα ανακοινώσεων της ΕΡΤ1. Θα ξεκινούσε για τον βορρά με τον βραδυκίνητο μουτζούρη από το βράδυ της Πέμπτης, ώστε να αφιερώσει ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο στην υπηρεσία του φτερωτού θεού.

Η Παρασκευή ήταν βεβαίως εργάσιμη, για τις εφημερίδες, αλλά ο ήρωάς μας θα φρόντιζε να την αξιοποιήσει με επιτόπιο ρεπορτάζ εν όψει του τελικού Κυπέλλου Ελλάδας, για Άρης-ΠΑΟΚ μιλάμε, και να στείλει τα κείμενά του στην Απογευματινή μέσω του ευλογημένου τέλεφαξ.

Το μηχάνημα του διαβόλου το είχε πρωτοδεί δύο χρόνια νωρίτερα στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, όταν και το ερωτεύτηκε παράφορα. Να στέλνεις τα κείμενα σου εξ αποστάσεως, συχνά μεγάλης αποστάσεως, με ελάχιστη χρονοκαθυστέρηση, χωρίς να πέφτεις στην ανάγκη του ταξί, του κούριερ ή του ταχυδρομικού περιστεριού; Όνειρο.

«Θα το χρησιμοποιώ και για να εξευμενίζω τον φτερωτό», σκέφτηκε μέσα στον ενθουσιασμό του για το εύρημα. Δύσκολη υπόθεση, οι long-distance σχέσεις. Δύσκολο και κοστοβόρο. Πολύ πιο δύσκολο τότε, από ό,τι τώρα.

Η νύχτα της Πέμπτης και ολάκερη η Παρασκευή κύλησαν βάσει προγράμματος, δίχως αστερίσκους και αναποδιές. «Του απεσταλμένου μας», σημείωνε με καμάρι η εφημερίδα, πάνω από τις ανταποκρίσεις για τη ματσάρα που περίμενε όλη η χώρα. Ο απεσταλμένος είχε αποσταλεί με (κρατικά) λεφτά της ΕΡΤ και όχι της ίδιας της Απογευματινής, αλλά τέτοιες σημειολογικές λεπτομέρειες ουδέποτε πτόησαν τον ελληνικό Τύπο.

Από κάτω, με κεφαλαία γράμματα, φιγουράριζε η ονοματάρα μου. Οπλισμένη με δηλώσεις του Γκάλη, του Φασούλα και ούτε θυμάμαι ποιου άλλου. Και δεν συνηθίζονταν τότε οι συνεντεύξεις Τύπου ή οι θεσμοθετημένες διευκολύνσεις προς τους γραφιάδες. Αχνιστό ρεπορτάζ είχαν μόνο οι ικανοί. «Μικρός», εεεε;

Έπειτα, βράδιασε και έφτασε η ώρα για ντόλτσε βίτα. Και για βόλτες και για ποτάκια και για ρομάντζα και για ξενύχτι, ου μην και για ξεκούραση, εν όψει της απογευματινής δοκιμασίας που ακολουθούσε.

«Ο Καραλής και ο Κιουμουρτζόγλου πετάνε από Αθήνα στις 10 και μισή», με είχε ενημερώσει η Βάντα, η γραμματέας της ΕΡΤ, από την Αγία Παρασκευή. «Θα συναντηθείτε κατ’ ευθείαν στο γήπεδο». Προλαβαίνω ένα γρήγορο προσκύνημα στην ταβέρνα με τα σουτζουκάκια στην οδό Αγγελάκη; Προλαβαίνω.

Εκεί, άλλωστε, γινόταν το καλύτερο pre-game των ντέρμπι. Συγκεντρώνονταν για γεύμα προ Αλεξανδρείου προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφοι, παλαίμαχοι, σύσσωμη η μπασκετική κοινωνία της πόλης. Πώς χωρούσε το αφάν γκατέ στα 50 τετραγωνικά του μαγαζιού μαζί με τα «εγώ» του, δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα.

Τώρα που ήταν και Μάιος μήνας με λιακάδα, τα τραπεζάκια στήνονταν έξω. «Μπιρίτσα δεν θα πιω, με περιμένει δουλειά». Πάντως, όχι δεύτερη.

Πέρασα και για μία πρόσθετη δόση μπασκετικής καυλάντας, από τα γραφεία της Ομοσπονδίας μπάσκετ μέσα στο Αλεξάνδρειο. Εκεί μαζεύονταν όσοι είχαν αλλεργία στα σουτζουκάκια και οι έχοντες εργασίαν. Κριταί, διαιτηταί, κομισάριοι, κοιμησάριοι και λοιπαί δημοκρατικαί δυνάμεις.

Κάπου ανάμεσα στα δύο στέκια ακροβατούσε ο Στράτος «Στηβ» Κωσταλάς, ο παλιόφιλος με τη μπρούκλικη προφορά, που έπαιρνε το αεροπλάνο από το Τζέι-Εφ-Κέι, μόνο και μόνο για να ζήσει μία ή δύο ημερίδες μεγάλου μπάσκετ στην πραγματική του πατρίδα. Δεν λογάριαζε την ταλαιπωρία ή το έξοδο, ούτε τον ένοιαζε να έχει στρώμα για να κοιμηθεί, αρκεί να εξασφάλιζε την είσοδο στο Παλέ.

Λησμόνησα να σας πω, ότι ουδείς στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιεί τον βαρβαρισμό «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο» για να περιγράψει την κοινή έδρα των ομόσταυλων θηρίων της εποχής, Άρη και ΠΑΟΚ. Όλοι έλεγαν και λένε ακόμη: «το Παλέ». Ή, σε εκρήξεις μεγαλοπρεπείας: «Παλέ ντε Σπορ». Στο ταξί ξεστομίζες τη λέξη «Αλεξάνδρειο» και καταλάβαιναν αμέσως ότι είσαι χαμουτζής. Καλού κακού, εγώ πήγαινα με τα πόδια, για να γεμίζουν και τα κύτταρά μου μπασκετοσφαιρίδια.

Δυσκολεύομαι να σας περιγράψω την ηδονή που με κυρίευε, κάθε φορά που έμπαινα στο Αλεξ…, συγγνώμην, mea culpa, Παλέ. Ένιωθα σαν να γινόμουν κομμάτι ενός υπέροχου διαδραστικού παραμυθιού, με αβέβαιο τέλος, αλλά γοητευτική πλοκή, έντονα χρώματα, μεθυστικά αρώματα, λαμπερούς κομπάρσους και μεγαλύτερους από τη ζωή πρωταγωνιστές. Ακόμα και σήμερα, θυμάμαι τις βραδιές του Άρη («Άρεως» λένε οι ντόπιοι) ή του ΠΑΟΚ και χαμογελάω ασυναίσθητα, όπως χαμογελούσαν γύρω μου χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν όλοι όσοι τις ζούσαν.

Έτσι μου φαινόταν, τουλάχιστον. Ακόμα και οι τουαλέτες του Παλέ είμαι βέβαιος πως μύριζαν μπάσκετ. Ο ηττημένος των τοπικών ντέρμπι κήρυττε πολυήμερο πένθος και οι θριαμβευτής έλουζε την πόλη με πανάκριβο καμπανίτη. Αλλά όχι, δεν τα έπαιρνε όλα ο νικητής σε αυτό το παιχνίδι. Στην πραγματικότητα, κερδίζαμε όλοι όσοι το μοιραζόμασταν. Και πρώτο, το ίδιο το μπάσκετ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενθουσιασμός μου ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Ήταν, αν δεν με απατά η μνήμη, το παρθενικό Άρης-ΠΑΟΚ που θα βίωνα με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και με κάρτα διαπίστευσης στο στήθος. Να που είχαν δίκιο, βρε κουτό, εκείνοι που σου υπόσχονταν ότι δεν θα ξαναπληρώσεις για να παρακολουθήσεις μπάσκετ!

Και τι μπάσκετ, ε; Με Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα, Πολίτη, Φιλίππου. Τους ημίθεους του ’87, ντυμένους τώρα με διαφορετικές φανέλες. Και με Κόρφα, Πρέλεβιτς, Ιωαννίδη, Σούμποτιτς, Τζόουνς, Ουίλτζερ.

Επιπρόσθετα, το ρεπορτάζ των πάγκων θα μου έδινε τη δυνατότητα να ζήσω τις αντιδράσεις παικτών και προπονητών από απόσταση επαφής. Κυριολεκτικά. Να οσφραίνομαι τις κάλτσες και τις ιδρωμένες φανέλες. Να βλέπω το άσπρο του ματιού. Να ακούω τις πολεμικές κραυγές. Να ρίχνω κλεφτές ματιές στο μπλοκάκι του Ιωαννίδη και του Πολίτη.

Με πέντε χιλιάδες κόσμο πάνω από το κεφάλι μου, ένα πολύχρωμο αμφιθέατρο γεμάτο φανατισμό και μίσος. Όρθιος δίπλα στη γραμματεία, από το καλύτερο στασίδι που θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Οι μισοί Έλληνες μπασκετόκαυλοι θα πλήρωναν όσο όσο για να σταθούν στα παπούτσια μου. Οι άλλοι μισοί βρίσκονταν ήδη στις κερκίδες.

Πέρασα το μικρό πορτάκι που οδηγούσε στον αγωνιστικό χώρο περίπου δύο ώρες πριν το τζάμπολ, νωρίς νωρίς καταπώς συνήθιζα και συνηθίζω. Τα συνθήματα από τις ήδη κατάμεστες εξέδρες ακούγονταν μέχρι την ταβέρνα με τα σουτζουκάκια, αλλά αυτό που μου εκμυστηρεύτηκε με φωνή τρεμάμενη από το άγχος ο απεσταλμένος της ΕΡΑ Σπορ κουδούνισε στα αυτιά μου σαν τις καμπάνες του αη-Δημήτρη, μεγάλη η χάρη του. Χαρμόσυνες και ταυτόχρονα απειλητικές.

«Πού στο διάβολο βόσκεις και σε ψάχνω όλο το πρωινό; Ματαιώθηκε η πτήση που θα έφερνε τον Καραλή και τον Ευθύμη. Μίλησα με τον Συρίγο και μου ζήτησε να σου μεταφέρω ότι τη μετάδοση θα την κάνεις εσύ».

Ο μικρός. Ο μαλάκας. Ο ερωτύλος της Παρασκευής. «Ο προνοητικός», σπεύδω να προσθέσω. Διότι, ποιος ρισκάρει να πετάξει για τη Θεσσαλονίκη αυθημερόν; Την ομίχλη της Μίκρας, δεν την υποτιμάς, την ομίχλη. Όποτε έχει κέφια και ξεμυτίζει από το κρυσφήγετό της, δηλαδή συχνά, φτιάχνει και καταστρέφει καριέρες. Κάνει τους μικρούς, λιγότερο μικρούς.

Η θέση του σχολιαστή βρισκόταν ακριβώς δίπλα στις γραμμές του αγωνιστικού χώρου, δηλαδή δεκαπέντε βήματα από την είσοδο. Αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ σε έναν αυτοσχέδιο γύρο θριάμβου βγαλμένο από τα εφηβικά μου απωθημένα. Περπάτησα την περίμετρο του παρκέ και με κάθε βήμα αισθανόμουν δυό πόντους ψηλότερος. Μέχρι να φτάσω στο απέναντι καλάθι, ένιωθα σαν τον Φασούλα.

Περιεργάστηκα με διαπεραστικό βλέμμα τη γεμάτη μέγα πλήθος και μέγα πάθος κερκίδα, άγνωστος ακόμη μεταξύ αγνώστων και ευχήθηκα από μέσα μου να έρθει η μέρα που όλος ετούτος ο συρφετός θα με καθυβρίζει εν χορώ. Αυτό δεν είναι το σημάδι της καταξίωσης; Αν δεν ακούσεις, «χύσαμε λίγο και κάναμε τον Συρίγο», είσαι ο κύριος τίποτε. Ο κανένας με τ’ όνομα.

Η προσευχή μου εισακούστηκε μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι φανατικοί ανακάλυψαν ότι το επώνυμο του νεαρού ρούκι σπήκερ έκανε ρίμα με το «τσογλάνι». Εκείνο το ζεστό απόγευμα του Μαϊου του ’89 στο Παλέ, όμως, δεν με ήξερε ούτε η μάνα μου. Η μάνα μου, που έμελλε να ανακαλύψει το λαχείο που τράβηξε ο γιόκας της απ’ ευθείας από την τηλεόραση, τη στιγμή που ο πατέρας θρονιάστηκε στον καναπέ για να δει το ντέρμπι. Όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα.

Κάθισα στη θεσάρα μου με ύφος χιλίων καρδιναλίων, απλώθηκα στο μεγαλειώδες σταυροπόδι που ταίριαζε στην περίσταση και φόρεσα με αργές αιθησιακές κινήσεις τα ακουστικά. «Σου δίνω τον Συρίγο να μιλήσετε», μου είπε ο αγχωμένος σκηνοθέτης, χωρίς «καλησπέρες» και παρόμοιες τυπικότητες. Αλλά αυτό το περίμενα.

Ο Συρίγος ακουγόταν ακόμα πιο αγχωμένος, στα όρια του τρόμου. Δεν είχε και άδικο. Οι αγώνες Άρη-ΠΑΟΚ τω καιρώ εκείνω χτυπούσαν 70άρια στους πίνακες τηλεθέασης και κάθε λέξη του σχολιαστή περνούσε από κόσκινο. Πόσο μάλλον, όταν ο περί ου ο λόγος ήταν ένα άγραφο βυζασταρούδι που μόλις είχε ξεκολλήσει από την αγκάλη της φοιτήτριας φιλενάδας του, με τα σουτζουκάκια στον οισοφάγο.

«Άκουσέ με και μη φοβάσαι», ήταν τα πρώτα λόγια του γενειοφόρου δάσκαλου. Δεν με αποκάλεσε καν μαλάκα. «Να είσαι ήρεμος και θα πας καλά. Πήγαινε βρες τον Θόδωρο Ροδόπουλο και ζήτα του να καθίσει δίπλα σου στη μετάδοση, σίγουρα θα είναι κάπου στα επίσημα. Μη λες πολλά στο μικρόφωνο και μη ξανοίγεσαι. Άφηνε την εικόνα να μιλάει για σένα. Στα τάιμ-άουτ θα κρατάμε το μικρόφωνο εμείς με τον Μουρούζη στην Αθήνα, για να ξεκουράζεσαι. Θα σου μιλάω συνέχεια στ’ αυτιά σου, για να σε βοηθάω. Ετοιμάσου με την ησυχία σου και μη σε νοιάζει τίποτε».

Γουάου, σκέφτηκα, πρέπει να είναι κάποιου είδους ρεκόρ. Ενάμισυ λεπτό δασκάλεμα και ούτε μία χριστοπαναγία. Μάλλον τρέμει σύγκορμος, ο Φίλιππος. Πού να ξέρει, ότι αναίσθητος γεννήθηκα και αναίσθητος θα πεθάνω, όταν φτάσει η ώρα μου…

Είναι ταλέντο η αναισθησία, για τον σχολιαστή ενός φλογισμένου αγώνα μπάσκετ στην Ελλάδα. Ταλέντο και ευλογία. Ο ευγενής Ροδόπουλος προσέφερε απλόχερα τη χείρα βοηθείας, ο Συρίγος παρενέβαινε μέσα από τα ακουστικά μου για να με νουθετήσει σε πατρικό τόνο, οι τηλεθεατές βαθμιαία συνήθισαν τη σχεδόν παιδική φωνούλα που σχολίαζε από το γυαλί τα χορευτικά του Γκάλη και το όποιο τρακ εξανεμίστηκε ώσπου να πεις «Παλέ».

Οι έπαινοι που άκουσα από το αφεντικό στην ανάπαυλα του ημιχρόνου ήταν το πρώτο γαλόνι που εισέπραξα ποτέ στην τηλεοπτική καριέρα μου. «Καλά τα πας», «συνέχισε έτσι» και τα τοιαύτα. Αλλά πώς να συνεχίσει έτσι, ο αλλοπαρμένος, που σε όλη του τη ζωή περίμενε αυτή την ημέρα για να ξεφουρνίσει την αποψάρα του στο βυθισμένο σε κύματα άγνοιας και ασχετοσύνης πανελλήνιο;

«Μα, αυτό ήταν φάουλ», ξεσπάθωσα με παρρησία χιλίων Αρθούρων, όταν ο Μάικ Τζόουνς σταμάτησε κάπως άγαρμπα τον Λευτέρη Σούμποτιτς. Το ανεπαίσθητο «κλικ» που ακούστηκε στο αριστερό ακουστικό μου δεν ήταν καλό σημάδι. Η φωνή του Συρίγου έφτασε στα αυτιά μου απαλλαγμένη από τον συγκαταβατικό της τόνο. «Παλιομαλάκα, σου είπα να μη λες πολλά. Δες τώρα το ριπλέι και θα καταλάβεις ότι δεν υπήρχε κανένα φάουλ»! Κλικ. Γκλουπ.

Κοίταξα αριστερά μου και είδα τον Ροδόπουλο να γελάει. Κοίταξα στο πάτωμα και είδα τη γη έτοιμη να ανοίξει και να με καταπιεί. Κοίταξα το μόνιτορ και είδα αυτό που ήδη υποψιαζόμουν, ότι όντως δεν έγινε κανένα φάουλ στην επίμαχη φάση. Ο παρθενικός εξάψαλμος μού δίδαξε να είμαι πιο λακωνικός, στη συνέχεια της μετάδοσης και της σταδιοδρομίας μου. Ούτε φυσικά με περίμενε κανένα «μπράβο», στο φινάλε της δοκιμασίας, μετά τα κιτρινόμαυρα επινίκια για το 91-86 του τελικού.

Τον αόρατο έλεγχο προόδου τον παρέλαβα την επόμενη αγωνιστική περίοδο, λίγους μήνες αργότερα δηλαδή, όταν είδα το όνομά μου να εμφανίζεται τακτικά στον εβδομαδιαίο πίνακα των μεταδόσεων, ακόμα και σε πενθήμερα μπασκετικής ρεύσης: Τρίτη ΠΑΟΚ στο Κύπελλο Κυπελλούχων, Πέμπτη Άρης στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, Σάββατο ΠΑΟΚ-Άρης τα πάντα όλα.

Η απόλαυση των πρώτων δευτερολέπτων μετά την είσοδό μου στο γεμάτο Παλέ ντε Σπορ, δύο ή τρεις ολόκληρες ώρες πριν το τζάμπολ, δεν μετριάστηκε ποτέ, μέχρι που ξημέρωσαν τα χρόνια της παρακμής. Ο γύρος θριάμβου παρέμεινε αγαπημένη συνήθεια της προεόρτιας διαδικασίας, ακόμα και την εποχή που οι φανατικοί με καθύβριζαν για να περνάει η ώρα τους.

§

 

 

Τετ-α-τετ

Σπυράκης Γιώργος

 

Κυριακή μεσημέρι και ο αέρας είχε το χρώμα του κρόκου. Τα σύννεφα σκόρπισαν σαν και τους άλλους τριγύρω του. Σηκώθηκε απ’ το γρασίδι, τίναξε το παντελόνι και έτριψε τις παλάμες. Μύρισε η εποχή και του φάνηκε λες και κάτι ζουζούνισε πίσω του.

Έστρωσε τη τραγιάσκα –να μην τον ενοχλεί–, χαμογέλασε. Κανείς δεν ήταν κοντά, κανείς δεν τον κοιτούσε. Το ήξερε καλά αυτό, μα συνέχισε να χαμογελά λες και όλοι δεν είχαν φύγει. Έκανε να απομακρυνθεί αλλά κοντοστάθηκε. Η τσάντα μου, σκέφτηκε και γύρισε δυο βήματα. Την είδε μισάνοιχτη στη ρίζα του κορμού, πεταμένη στην τύχη, σαν φωλιά αδειανή. Έσκυψε να τη μαζέψει και μόνο τότε το παρατήρησε. Μια στρατιά από μυρμήγκια πάνω στο δερμάτινο λουρί. Το ένα πίσω απ’ το άλλο σαν αλυσίδα και με πρωτοστάτη τον πιο τρελό της παρέας.

«Θέλετε εξερεύνηση, μικρά μου;» τους μίλησε και με αργές κινήσεις άπλωσε το λουρί στο γρασίδι. Γονάτισε –να μην πονάει άλλο η μέση– και έβγαλε ένα κομμάτι κέικ κανέλας που είχε ξεμείνει. Κάποια αναστατώθηκαν και βγήκαν εκτός γραμμής. Επαναστάτες ή λιποτάκτες; αναρωτήθηκε και σκόρπισε λίγα ψίχουλα. Πλέον όλα τους είχαν συγκεκριμένο στόχο.

Έμεινε εκεί μέχρι που ξεστράτισαν και αναζήτησαν την παράξενη οσμή στο δροσερό ακόμα γρασίδι.

«Είναι όλο δικό σας», ψιθύρισε και μάζεψε την τσάντα. Ακόμα κι εκείνο το τελευταίο, το ξεγέλασε με τη ζεστασιά απ’ το δάχτυλό του και το μετέφερε κοντά στην παρέα.

Όταν σηκώθηκε, κάποιο φτερούγισμα ξύρισε τ’ αφτί του και στάθηκε στο δίπλα κλαδί. Ο κύριος Κάλμορν δεν κουνήθηκε. Δευτερόλεπτα μετά και τα τιτιβίσματα ζευγάρωσαν. Άλλαξαν πόστο πάλι και πάλι, μέχρι που ανέβηκαν ακόμα πιο ψηλά στο δέντρο εκεί που οι ακτίνες δεν άφηναν να δεις τίποτα άλλο. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρωινό αεράκι πλέον ήταν γεμάτο ανάκατα αρώματα παπαρούνας και χαμομηλιού, έτοιμο να τον παρασύρει σαν σπρωξιά στο κενό. Στο πρώτο φτέρνισμα όλα σταμάτησαν. Στο δεύτερο, και στα επόμενα που τον ζόρισαν, μέχρι και τα μικροπούλια ενοχλήθηκαν και πέταξαν. Είχε ήδη αργήσει.

«Μπα σε καλό μου, μ’ αυτήν την αλλεργία», παραμίλησε και πέρασε στον ώμο την τσάντα. Ξοπίσω του ψίχουλα έμοιαζαν να βολτάρουν στο πάρκο σαν κομμάτια από ένα σκόρπιο παζλ.

Στην έξοδο παρατήρησε μπαλόνια και φωνές. Παιδιά να τρέχουν ελεύθερα και γονείς με καφέ και παρέα. Ο κεντρικός δρόμος ήταν κλειστός για ακόμα μια φορά. Πέρασε δίπλα απ’ τον τύπο με τα παγωτά και για μια στιγμή το σκέφτηκε. Θα φωνάζει πάλι ο γιατρός. Τόσες λέξεις αρκούσαν για να βγάλει το χέρι απ’ την τσέπη. Τα κέρματα πρόδωσαν την ένταση στο βήμα του.

Μια μπάλα τον χτύπησε πίσω απ’ το πόδι και, μέχρι να καταλάβει, τα παιδικά χέρια έστεκαν αμίλητα και περίμεναν. Τους χαμογέλασε και λύγισε στα γόνατα. Τα παιδιά είναι καλό να σε έχουν στο ύψος τους, του είχε πει κάποτε ένας δάσκαλος και αυτό έκανε.

«Ορίστε η μπάλα σου, μικρέ μου».

Απ’ το ξαφνικό χαμόγελο ξεπρόβαλαν τα κενά στα δόντια. Λείπουν τρία-τέσσερα, σκέφτηκε και ο μικρός αθλητής τον ξάφνιασε με ένα χτύπημα στην μπάλα. Του γλίστρησε απ’ τα χέρια και ο πιτσιρικάς έσκασε στα γέλια. Πάτησε την μπάλα με την άκρη του ποδιού του και βρήκε έναν τρόπο για ντρίπλα. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να τον «μαρκάρει», αλλά δεν είχε χρόνο. Τον περίμεναν. Τόσο θα ήταν κι ο δικός μου τώρα. Έμεινε να τον κοιτά που απομακρυνόταν σαν αίλουρος.

Άκουσε μόνο μια ψευδή ιαχή για το γκολ, μα δεν κατάλαβε πού ήταν το τέρμα, ποιος ο αντίπαλος, πόσο είχε ακόμα για να λήξει ο αγώνας. Αρκέστηκε στη σκιά του μικρού που έστηνε φανταστικούς αντιπάλους, απέφευγε στενά μαρκαρίσματα, έκανε εικονικές πάσες και στο τέλος σκαρφιζόταν το πιο σημαντικό τετ-α-τετ με τον διάφανο τερματοφύλακα. Προσποίηση και πλασέ στην άλλη γωνία.

«Γκολ, μαμά! Γκολ!»

Κούνησε με ζήλια το κεφάλι και φτερνίστηκε. Έβγαλε το μαντίλι του απ’ την τσέπη και δεν άφησε περιθώρια να εκτεθεί, όσο κι αν κανείς δεν θα τον έβλεπε.

Το κινητό πάλι χτυπούσε.

Ένα «γαμώτο μου» ψέλλισε κι έβαλε το κεφάλι κάτω. Απείχε τουλάχιστον δέκα λεπτά περπάτημα και η ώρα ήταν περασμένη πάνω από ένα τέταρτο. Η τσάντα τού γλίστρησε απ’ τον ώμο και προσπάθησε να τη σηκώνει με μια απότομη κίνηση. Το κινητό χτύπησε και πάλι. Δεν το απαντώ τώρα, αποφάσισε και άνοιξε το βήμα. Όσο απομακρυνόταν απ’ το πάρκο, οι σκέψεις επέστρεφαν. Πέρασε ανάμεσα απ’ τα παρκαρισμένα και το ανέμελο λουρί «αρπάχτηκε» μ’ έναν καθρέφτη. Σαν κάτι να τον κράτησε πίσω. Απελευθερώθηκε με ευκολία και έφτιαξε την τραγιάσκα του. Πάλι χτυπά αυτό μέσα μου;

Δύο βήματα ακόμα στην άσφαλτο και πρώτο ήρθε το φρενάρισμα, μετά πλησίασε η σκιά και στο τέλος η κόρνα – λες και είχε χαλάσει από καιρό με τον βραχνά της. Τρόμαξε τόσο που γλίστρησε μπροστά απ’ τη μάσκα μιας Κάντιλακ. Έχει στραβώσει στην άκρη, ήταν η πρώτη του σκέψη. Είδε την τραγιάσκα στον δρόμο ανάποδα. Στηρίχθηκε και μέχρι να συνέλθει παρατηρούσε μόνο τα σημάδια στην άσφαλτο. Μικρές ρωγμές, κάτι σαν διαμάντια να γυαλίζουν στον ήλιο και μια κάμπια να κάνει αργές συσπάσεις. Πώς βρέθηκε αυτή η όμορφη καταπράσινη εδώ; Η σκιά απ’ τα αιωνόβια κλαδιά απλωνόταν σχεδόν μέχρι τη διαχωριστική. Το κινητό και πάλι. Έχω αργήσει, γαμώτο. Μέχρι να καταφέρει να σηκωθεί, η κόρνα επέμενε. Αυτός ο οξύς πνιγμός απ’ τα σωθικά τής μηχανής είχε τη μυρουδιά πλαστικού και καμένου λαδιού.

Έβηξε τόσο που παραλίγο να ξεράσει. Σηκώθηκε κι έτρεμε. Χρειάστηκε χρόνο για να καταλάβει.

Στηρίχθηκε στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου για να μη σωριαστεί. Ηρέμησε, Κάλμορν… ηρέμησε και όλα καλά, τα έβαλε με την πάρτη του.

«Μα είσαι τόσο μαλάκας, ρε φίλε;»

Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ένταση.

«Γαμώτο κέρατό μου, ρε κωλόγερε! Τι σκατά πετάγεσαι έτσι;»

Έστρεψε το βλέμμα στην άσφαλτο. Δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Μικρή είναι… νεαρά. Θυμήθηκε το βήμα του στον δρόμο, το λουρί στον καθρέφτη, το φρενάρισμα, το κινητό που χτυπούσε και–

«Μα πόσο μαλάκας, λέμε!»

Η κόρνα είχε σταματήσει. Γύρισε προς το μέρος της λες και οι λέξεις τον είχαν τραβήξει απ’ τα μαλλιά. Είχε αυτό το βαθύ πράσινο στα μάτια και ένα δυνατό τετράγωνο πρόσωπο. Τα μαλλιά της, πυκνά και ίσια μέχρι το στήθος, είχαν έναν αέρα σε κάθε της ξέσπασμα. Ο κύριος Κάλμορν δεν απάντησε. Μόνο την παρατηρούσε πίσω απ’ το τιμόνι να ουρλιάζει και ν’ ασχημαίνει.

Έσκυψε να μαζέψει τα πράγματά του. Μύρισε και πάλι λάστιχο. Το λουρί απλωνόταν σαν πατημένο φίδι. Η κάμπια ακόμα προσπαθούσε πλέον βρισκόταν στο μέσο της ρόδας. Εδώ κινδυνεύεις αν δεν βιαστείς, μικρή μου καταπράσινη. Η πόρτα τού οδηγού βρόντηξε. Ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια ξεπρόβαλλαν. Ποδαράκια, νούμερο 36 το πολύ, σκέφτηκε. Έσφιξε την τραγιάσκα, τη φόρεσε.

«Μα καλά, δεν βλέπεις ότι έρχεται αυτοκίνητο; Τι σκατά έχεις κατά νου;»

Ο κύριος Κάλμορν πλησίασε. Τα μάτια της είχαν αλλάξει σχήμα. Τον κοίταζε μέσα από δύο σχισμές. Και το στόμα τι όμορφα δόντια που έχεις. Εκείνη συνέχισε, αλλά δεν την άκουγε. Χάζευε τα σαρκώδη χείλη και τις γωνίες στα ζυγωματικά. Την είδε να στρώνει τα μαλλιά με μια απότομη κίνηση και ευχήθηκε να την είχε προλάβει ο ίδιος. Τι απαλά που φαίνονται, ρε γαμώτο σου. Σκέφτηκε κάτι να της πει, αλλά ο ήλιος έκανε ένα πέρασμα στις ανοιχτόχρωμες ανταύγειες της έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Τι θες τώρα, ρε σκατόγερε;»

  Σκατόγερε, με είπες; Πρώτη φορά πρόσεξε τα λακκάκια στα μάγουλά της. Για ξαναπές το, σε παρακαλώ, να δω πάλι τα λακκάκια σου.

Ο κύριος Κάλμορν ήταν αρκετά πιο ψηλός. Σε κάθε της φράση σηκωνόταν στις μύτες, κουνούσε σαν μάγισσα τα χέρια μπροστά του, τέντωνε τον λαιμό της και ήταν έτοιμη για καβγά. Μη ζορίζεσαι, μικρή μου, θα σκύψω, θα καμπουριάσω τόσο για να μη ζορίζεσαι. Θα σπάσω ακόμα και την πλάτη μου, αρκεί να σε φτάνω.

Το πρώτο της σπρώξιμο τον βρήκε στο στέρνο κι έκανε ένα βήμα πίσω. Τα μαλλιά της τινάχτηκαν λες κι ένα αερικό ήρθε μαζί της. Κι αυτός ο λαιμός σου… έχει κι ένα ωραίο σημάδι στο πλάι και μια ελιά που αξίζει να σε φιλήσω ακριβώς εκεί. Θα σπάσω, μη ζορίζεσαι.

«Τι με κοιτάς, ρε παλιομαλάκα; Εξαφανίσου!»

Τον χτύπησε πάλι. Η τραγιάσκα τραντάχτηκε και γλίστρησε για ακόμα μια φορά στην άσφαλτο. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και σαν ένα κοίταξαν το πεσμένο πανί. Η ραφή είχε ξεφτίσει στην άκρη και μια κλωστή ξεπετάχτηκε.

«Μάζεψέ την και πάρε τον πούλο!» είπε και την πάτησε.

Ο κύριος Κάλμορν στήριξε καλύτερα την τσάντα στον ώμο κι έσκυψε.

Είδε από κοντά τα παπούτσια της. Λευκό πανί, με σχέδια από χρωματιστά λουλούδια. Το ένα απ’ τα δύο κορδόνια ήταν έτοιμο να λυθεί. Προς στιγμή σκέφτηκε να της το πει, αλλά ήταν βέβαιος ότι δεν θα καταλάβαινε. Η δεύτερη σκέψη ήταν να της σφίξει λίγο τον κόμπο. Δεν είναι η στιγμή μας, το ξέρω, καλή μου. Δίστασε.

  Είδε τους πιο όμορφους αστράγαλους στον κόσμο. Τόσο ομοιόμορφοι μεταξύ τους και καμπυλωτοί. Τόσο αρμονικά δεμένοι με το λευκό σου δέρμα και με τις λεπτές σου φλέβες να φτιάχνουν αποχρώσεις. Θέλησε να τους αγγίξει, να τους αγκαλιάσει. Έσφιξε την τραγιάσκα.

Τα γόνατά του πονούσαν. Στηρίχθηκε με το ένα του χέρι κι έδωσε ώθηση. Μικρές, μυώδεις γάμπες. Με λείο δέρμα και–

  «Τι έπαθες, ρε κωλόγερε; Θες να σε σηκώσουμε κιόλας;»

  Με λείο δέρμα και αυτή τη μυρωδιά από γυναικεία κρέμα. Πήρε μια γερή εισπνοή με τα μάτια κλειστά –έτοιμος να τη ρουφήξει όλη σαν ανάμνηση– και στάθηκε. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. Στέριωσε τους ώμους κι έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα με τις σκιές πίσω απ’ το σκοτάδι των ματιών του.

Κάτι του φώναξε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Πρώτα της χαμογέλασε και μετά την κοίταξε. Τα κορδόνια σου–

  «Ρε, σου μιλάω! Είσαι καλά;»

Μόνο κούνησε το κεφάλι του. Τίναξε τη σκόνη απ’ τα γόνατα και για ακόμα μια φορά έφτιαξε την τσάντα στον ώμο. Τον ρώτησε αν θέλει κάπου να τον πάει, αν χρειάζεται βοήθεια, αλλά δεν της απάντησε.

Απ’ το καταπράσινο των ματιών της θυμήθηκε τη μικρή κάμπια στην άσφαλτο. Την είδε να ξεπροβάλλει απ’ την άκρη της ρόδας. Χαμογέλασε. Τα κορδόνια στο δεξί–

«Τι γελάς, ρε γαμιόλη; Με δουλεύεις κιόλας;»

Το τελευταίο πράγμα που κοίταξε πάνω της ήταν τα δάχτυλα. Μακριά και προσεγμένα. Χωρίς κοσμήματα και με νύχια στο μπλε γαλάζιο τ’ ουρανού. Σήκωσε το κεφάλι. Στα κλαδιά δυο μικροπούλια και πάλι άλλαζαν φτερουγίσματα μεταξύ τους και πιο πάνω το μπλε γαλάζιο.

Άφησε την τραγιάσκα να πέσει κάτω –δήθεν κατά λάθος– και βρήκε αφορμή να σκύψει δίπλα στους αστραγάλους. Άφησε και την τσάντα να γλιστρήσει στην άσφαλτο. Ο κόμπος σου ξέρεις, σκέφτηκε και με το πιο απαλό του άγγιγμα έπιασε να τον σφίξει.

Οι ανάσες της σταμάτησαν. Είδε τη γάμπα της να συσπάται, λες και οι λέξεις πλέον κατέβαιναν μέσα απ’ τις φλέβες να τον πλησιάσουν. Συνέχισε μόνο όσο χρειαζόταν για να σιγουρευτεί ότι είναι γερός και, λίγο πριν τον αφήσει, τον έστρωσε.

Μέχρι να σηκωθεί, ο κόμπος απομακρύνθηκε.

«Ρε είσαι τρελός. Τελείως τρελός», παραμίλησε καθώς έμπαινε στη θέση του οδηγού. Ο κύριος Κάλμορν πλησίασε κι έσκυψε στο παράθυρο.

Τον κοίταξε στα μάτια.

  Δεν είσαι μόνη σου, παραξενεύθηκε.

Στο πίσω μέρος το κοριτσάκι δεν μιλούσε. Ένωσε τα χέρια του στην πλάτη του καθίσματος κι άρχισε να τα δαγκώνει. Τον κοίταζε μες στο μυαλό του. Έχουν το ίδιο χρώμα με τη μητέρα σου, το ξέρεις; Του χαμογέλασε, λες και τον διάβαζε. Της έλλειπαν τα δύο μπροστινά. Θα μπορούσε να είναι αδερφή του δικού μου.

«Έιντζελ, αγάπη μου», φώναξε η μητέρα της, «κάνε πίσω και μην τον κοιτάς!»

«Έιντζελ», ψέλλισε εκείνος.

«Ρε, ξεκουμπίσου λέμε», ούρλιαξε και κάποια σταγονίδια έφτασαν στα μάγουλα, στη μύτη, στα χείλη του. Ήταν πλέον τόσο κοντά της που πίστεψε ότι έχει το δικαίωμα ακόμα και να τη φιλήσει. Να κολλήσει τα χείλη του και να γευτεί την ένταση, καθώς ρουφά τη γλώσσα της καθώς την αφήνει να κυνηγιέται με τη δική του, σαν χέλια που ερωτοτροπούν για ώρα στον βυθό. Θέλω.

Έκανε να σηκώσει το παράθυρο, αλλά έβαλε το χέρι.

«Έιντζελ…», είπε ο κύριος Κάλμορν. «Για πες μου, μικρή πριγκίπισσα. Τόση ομορφιά πώς μπορεί κανείς να τη σπάσει;»

Οι ρόδες σπίνιαραν, έστριψαν και η Κάντιλακ εξαφανίστηκε.

Ο κύριος Κάλμορν τραβήχτηκε και παραπάτησε. Η Έιντζελ κοιτούσε απ’ το πίσω τζάμι. Τον χαιρέτησε όπως κάνουν τα μικρά όταν αφήνουν χάρτινα καραβάκια στα ποτάμια. Της ανταπέδωσε κι έκανε να φύγει.

Λ  ίγο πιο δίπλα είδε και πάλι το καταπράσινο των ματιών της ν’ απλώνεται λιωμένο στην άσφαλτο. Άφησε το κινητό να χτυπά στην τσέπη του και συνέχισε.


§

 

 

αλέρτ όπως η τρέλα ανάποδα

Το διήγημα βασίστηκε σε ανώνυμο ιστορικό ασθενούς, που περιέγραψε και κατέθεσε ο ψυχίατρος, κ. Θεοδωρίδης Ιωάννης.

Χαλκιά Νατάσα

 

σου έχω πει να μην απομακρύνεσαι, η μοναξιά με τρομάζει, άγρια ησυχία σκίζει τον αέρα του θαλάμου, μίλα μου, βαθύ ποτάμι η φωνή σου πνίγει τον φόβο, μίλα μου, γείρε πάλι στο μαξιλάρι μου να κοιμηθούμε γυμνές αγκαλιά, τα μαλλιά σου νήματα σε κρύα σεντόνια ποτισμένα με μυρωδιά θανάτου, σου έχω πει να μην απομακρύνεσαι, μίλα μου, δεν θυμάμαι ποιος είπε πως η σιωπή φωνάζει πιο δυνατά απ’ τις λέξεις και κάποιος άλλος νομίζω ο σαρτρ πως κάθε λέξη έχει συνέπειες μα και κάθε σιωπή το ίδιο, πώς γίνεται το ανθρώπινο μυαλό να γεννά τέτοια νοήματα – δύσκολο πράγμα η γέννα – η γιαγιά μου έλεγε πως η γυναίκα σαν γεννοβολά βρίσκεται με το ένα πόδι στον τάφο, παζάρεμα με τον θάνατο κάνουμε την ώρα εκείνη όλα τα θηλυκά, έτσι κι εγώ όταν έφερα στον κόσμο την κόρη μου θαρρούσα πως θα συναντήσω τον άγιο πέτρο κι εκείνος θα ζύγιαζε τα κρίματα και τις αμαρτίες μου αν βαραίνουν πιότερο απ’ τις καλές μου πράξεις για να με στείλει στον έξω αποδώ κι ακόμα παραπέρα, σάμπως με νοιάζει τι θ’ απογίνω όταν πεθάνω, κι αυτές τις κουταμάρες για την ψυχή που συνεχίζει να υπάρχει μετά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» μού τις τάισε η μάνα μου για να μην κάνω βήμα παραπέρα από τα όρια που σαν με κιμωλία χάραξε επαναλαμβάνοντας συχνά πως τάχατε ο προορισμός του ανθρώπου είναι αυτό το αγαπάτε αλλήλους και τα τοιαύτα – γιατί το λένε αλλήλους και όχι αλλήλες δεν το κατάλαβα ποτέ, αυτός ο κόσμος φτιάχτηκε από αρσενικό για αρσενικά

***

μα τι ήθελα να πω ξέχασα, α ναι αυτός ο θεός που για όλους φροντίζει κι όλους τους αγαπά δεν έβαλε μια κάθετο δίπλα στο αλλήλους να γράψει και το αλλήλες, τι πρόβλημα έχουν όλοι αν εγώ εσύ εκείνη δεν αγαπήσαμε αλλήλους αλλά αλλήλες αλήθεια δεν κατάλαβα ποτέ

***

τώρα θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ, κάτσε να σου πω, νόμιζαν θα με ξεγελάσουν, έκφυλα όντα φίδια στον κόρφο μου, η μάνα της λεγάμενης ήτανε η γιουδήθ, καταγωγή αβέβαιη, άνοιξε ένα υπόγειο ταβερνείο, κόσμος ουρά για τα σουτζουκάκια της, πίσω από τον πάγκο του μαγειρείου την είδε πρώτη φορά και την ερωτεύτηκε ο αρτέμης ο σερραίος, μαζί γεννήσανε την περί ης ο λόγος, που στα είκοσί της έριξε έναν λεφτά έγινε μεγαλοκυρία κι όταν τον βαρέθηκε, ξημεροβραδιαζόταν στα ξενοδοχεία με το στεφάνι μου, πάλι μυρίζεις πατσουλί, μαζί της ήσουνα χθες σήμερα αύριο δεν έχετε τσίπα πάνω σας τι ψυχή θα παραδώσετε στα καζάνια της κόλασης θα πνιγείτε

***

άτιμη μήτρα καλή ήτανε κι η μάνα της, σιγά μην έτρεχε ο κόσμος στην υπόγα για τα σουτζουκάκια της, φτου κρίμα στ’ όνομα κι ήτανε κι ωραίο τραγούδι[1], να μη θυμηθώ και τ’ άλλο – θα με πάρουν πάλι τα ζουμιά – πώς περνάνε τα χρόνια κεντρικό αμφιθέατρο μούσαις χάρισι θύε σελίδα ενενήντα τρία παρακαλώ, συνάδελφοι, έχουμε την αφήγηση της ιουδήθ, διαβάστε δεσποινίς μεγαλόφωνα «Ἡ πόρτα λύγισε στὶς κοντακιές. Ἤμουν δώδεκα χρονῶν. Δὲν πρόφτασα νὰ χτενίσω τὰ μαλλιά μου τὰ κόκκινα. Ἤτανε δώδεκα, μὲ μαύρους σταυρούς στὸ μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρὸς στὴ μάνα μου, μπροστὰ στὸ Γιεχού ποὺ προσεύχονταν μὲ τὰ μάτια κλεισμένα»[2] η φαίη με την άνοιξη του μποτιτσέλι στα χείλια μού στέλνει φιλιά η γλυκιά μου αμαλία πίσω από τον κοκάλινο σκελετό μού κλείνει το μάτι προτελευταίο έδρανο χίλια εννιακόσια ενενήντα τόσο, πάει καιρός, ξέχασα

***

α σου έχω πει πως όταν σπούδαζα το σπίτι μου ήταν κοντά στου κεμάλ; μεγάλο κεφάλι ο τύπος και πόσο μου άρεσε αυτό το ατατούρκ, μάλλον έχω αδυναμία στο ρκ, γιατί αγαπώ τη λέξη όρκος κι ας νομίζουν πως πάτησα αυτόν του γάμου, κανείς δεν είχε δει τα διπλωμένα δάχτυλα πίσω απ’ την πλάτη μου την ώρα που στεφανωνόμουν, εγώ όρκους δεν παίρνω, οπότε αμαρτία δεν έκανα ποτέ που ξάπλωσα μαζί σου και ποιος θα κρίνει εμένα, εγώ έχω άλλο εσωσκελετό αξιών και ηθικής – ωραία το είχε θέσει ο πρώτος μου ψυχίατρος – μα κι ο χριστός καλά τα είπε, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, αυτόν πάντα τον συμπαθούσα, γιατί είχε ξανθά μαλλιά και μούσι κι ήταν κρυφά καψούρης με την πόρνη μάλλον

***

τι ώρα πήγε; κάνει λίγο κρύο, έτσι κατάλαβα τώρα που ήμουν έξω, τι με κοιτάς, δεν με πιστεύεις; αφού συνάντησα τον αγαπημένο σου μάιλς καθισμένο στο πεζοδρόμιο να παίζει την τρομπέτα του, να πας να τον ρωτήσεις και θα με θυμηθεί

κάτι δεν μου πάει καλά, κοιμήθηκα βαριά, υπνοσεντόν, νυστάζω πάλι, μίλα μου να κρατηθώ ξύπνια, κάτσε ν’ αρχίσω να λέω αυτές τις περίεργες λέξεις που διάβαζα στα κουτιά βενζαμίδες, αριπιπραζόλη, παλιπεριδόνη, κουετιαπίνη σαν συστατικά εξωτικών κοκτέιλ – τώρα που είπα κοκτέιλ το αγαπημένο μου είναι το μπλάντι μέρι, αυτή η μαρία τυδόρ έχωσε στη φυλακή την αδελφή της και κύλησε τη χώρα της στο αίμα, τουλάχιστον έδωσε όνομα στο βασιλικό ποτό – κάτσε να σου πω τις παρενέργειες υπνηλία, ανησυχία, τρόμος, διέγερση, ξηροστομία, λήθαργος και εξωπυραμιδικά σύνδρομα, μπορείς να μου εξηγήσεις τι βρίσκουν οι άνθρωποι και τρέχουν στις πυραμίδες; θάνατος αποσύνθεση μούχλα, τώρα που είπα μούχλα ωραίο το ροκφόρ, μου έφερνε ο λεγάμενος κόσμο στο σπίτι πού να φανταστώ ότι θα καταντούσες μισότρελη χυμένη στον καναπέ, η αποφορά από την απλυσιά χτυπάει τα ρουθούνια μου, ανίκανη μάνα και σύζυγος, χώνεσαι στη βιβλιοθήκη τα δάχτυλά σου τρέχουν πάνω στα μαύρα σημάδια, σήκωσες και παντιέρα πως δήθεν δεν σε ενδιαφέρουν πια τα εγκόσμια να σώσεις την ψυχή σου μόνο θέλεις φύγε από δω πώς τα κατάφερες και μπλέχτηκες στις δικές μου λέξεις, ξεκουμπίσου

***

μα πού ήσουν πάλι, έφυγες κι ήρθε εκείνος, ξέρω πρέπει να φας, μα να σηκώνεις φράχτες πριν μ’ αφήσεις μόνη

***

ένα έντομο σέρνεται στο ταβάνι, κάνει θόρυβο, πλαγιάζει στο στήθος μου, θυμάμαι το δικό σου λευκός γρανίτης κι όμοιο με σκηνή θεάτρου κάθε που σκορπούσες τα ρούχα σου στο δωμάτιο, κατάμαυρα μαλλιά δαχτυλίδια στο στέρνο σου, το έντομο ανεβαίνει μέχρι το στόμα, εσένα το δικό σου έμοιαζε με κούπα γεμάτη από λυπημένο ρούμι και πικρή σοκολάτα, τώρα το έντομο αναπαύεται στα βλέφαρά μου, εσένα τα δικά σου λάμπανε στο σκοτάδι νοτισμένα κι αλμυρά απ’ το βουβό σου κλάμα για την αγάπη που μπορούσες να ‘χεις αγκαλιά μόνο πίσω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα, ο κόσμος τι θα πει ο κόσμος, να φύγουμε να φύγουμε η φυγή έγινε το γλειφιτζούρι μας – γλυκιά γεύση στη γλώσσα μας να την ξεπλύνει από την πίκρα – ο κόσμος τι θα πει ο κόσμος, πικρά λόγια πικρή χολή, εμείς τι θα γίνουμε εμείς, πικρές ματιές πικρή καρδιά φέρε πάλι το γλειφιτζούρι να γλυκαθούμε, μα γιατί στέκεσαι στην πόρτα και πώς φουσκώνει έτσι το φόρεμά σου, έγινες αερόστατο, σηκώνεσαι ψηλά, τι έρχεσαι πάνω απ’ το κεφάλι μου, πού είναι τα παπούτσια σου, πώς το έκανες αυτό και πετάς σαν τα πουλιά, με κοψοχόλιασες, κατέβα γρήγορα έτσι και σε δουν θα σε ταΐσουν και σένα χάπια και δεν τέλειωσα ακόμα αυτά που θέλω να σου πω

***

κάτι δεν πάει καλά με την κυρία π., η κατάθλιψη διαδέχεται τα επεισόδια υπομανίας και μανίας, 15 ιουνίου ξεκινάμε με λίθιο 300 mg ημερησίως, 7 αυγούστου δεν παρουσιάζει βελτίωση, 25 σεπτεμβρίου σταμάτησε το λίθιο, 6 οκτωβρίου επεισόδιο υπομανίας, 13 οκτωβρίου επανέναρξη λιθίου λόγω ευερεθιστότητας και αδυναμίας συγκέντρωσης, κρίσεις «μικτές» σε είδος, ενώ τα γεμάτα ευφορία διαστήματα που βιώνει, καλύπτονται πλέον όλο και περισσότερο από ταραχή, 29 νοεμβρίου διακοπή φαρμακευτικής αγωγής, εμφάνιση αυτοκτονικών τάσεων, άρνηση νοσηλείας, 15 δεκεμβρίου φόβοι και ιδεοληψίες περί εγκληματικών εις βάρος της ενεργειών, ώστε ο σύζυγός να ζήσει ελεύθερος με την υποτιθέμενη ερωμένη του, 2 ιανουαρίου αϋπνία, βαριά καταθλιπτική, ανησυχητικά σιωπηλή, 4 φεβρουαρίου ισχυρίζεται πως βλέπει στον καθρέφτη ένα πλάσμα που δεν αναγνωρίζει καν, αλλά μοιράζεται ακούσια το σώμα της με «αυτό», 5 φεβρουαρίου μεταφορά στην κλινική, ενδοφλέβια χορήγηση λοραζεπάμης για άμεση καταστολή της ψύχωσης και ακολούθως χορήγηση αμπίλιφαϊ για τον ταχύ έλεγχο διέγερσης και διαταραγμένης συμπεριφοράς, νομίζατε πως δεν θα μάθαινα ποτέ τα φαρμάκια που με ποτίζετε, τακτοποιημένα λόγια σε λευκό χαρτί απόδειξη της δικής σας λογικής κατάστασης, αφήστε με χέρια αποκομμένα από τα σώματά σας λευκά μανίκια με αγγίζουν ξερνάει το δέρμα σιχαμάρα φωνές αλλοιωμένες σαν από χαλασμένο κασετόφωνο γρυλλίζουν κάτσε καλά θ’ αναγκαστούμε να σε δέσουμε πάρε τώρα μια ενεσούλα κι άλλη φορά μην παραβιάζεις συρτάρια γιατρών βυθίζομαι πάλι ο ίδιος εφιάλτης ή πραγματικότητα δυο επιμήκη ανασπώμενα κάγκελα στο κρεβάτι μου χέρι δεξί πόδι αριστερό δεμένα με δερμάτινα λουριά

***

φσσσσσσσσς φίδι στον κόρφο μου σέρνεται ποιος μίλησε ράγισε η λευκή σιωπή του δωματίου κάτι χτυπάει το παράθυρο τακ τακ τακ η βροχή έξω πέφτει οι πόρτες των ματιών μου τρίζουν καθώς κλείνουν τα δάκρυα χαθήκαν λες και τα κατάπιαν οι χαράδρες των ρυτίδων μου σπασμένες φόρμες οι λέξεις φενάκη μιας ευτυχίας που μου ‘καιγε τον ουρανίσκο κάθε που πάσχιζα να τη συλλαβίσω η πρόστυχη απόχρωση του ερέβους βάφει τα άλλοτε ξανθά μαλλιά μου θα σπάσω πάλι τζάμια θα ονειρευτώ εφιάλτες το σώμα μου αχνίζει αποφορά από την απλυσιά ένα κρεβάτι φυτεμένο στο τσιμέντο φιλοξενεί το άνυδρο κορμί μου στις παλάμες μια παγίδα για τον ποντικό που σουλατσάρει στο μαξιλάρι μου κι ο θόρυβος με ξεκουφαίνει στοίβες σκότους απάνω μου κι ένα μαχαίρι ακονισμένο τρυπάει τα σωθικά μου σαν λίγο ένιωσα ή φαντάστηκα – δεν ξέρω – μόριο ανδρικό να με κόβει κι έπειτα με χάζευαν οι λιμασμένοι σφαχτάρι κρεμασμένο στη βιτρίνα του κρεοπωλείου με το αίμα να λούζει τα άψογα γυαλισμένα παπούτσια του χασάπη γωνία ικτίνου τσιμισκή κατάστημα πολυτελείας ένα βάζο κυκλάμινα πάνω στον πάγκο κοπής κρέατος σκεπάζει τη μυρωδιά του κόκκινου υγρού

***

εμετός

***

φοβάμαι δεν θέλω να τελειώσει έτσι, θέλω ένα «ίσως» να προλάβω να πω κι άλλα, έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτική, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι κριτές της ζωής μου οι άνθρωποί μου ραδάμανθυς σολομώντας γεδεών με στήσανε στον τοίχο της καισαριανής μια βροχερή πρωτομαγιά οι κάνες σημαδεύουν το ακόμη ζωντανό μυαλό μου η καρδιά μου πέθανε εδώ και καιρό στη θέση της σίδερο άκαμπτο που λυγάει μόνο σαν θυμηθώ τη μυρωδιά σου μα οι σφαίρες σκίζουν τον αέρα σκοτώνουν το παρελθόν κι οι υποσχέσεις μας κρύβονται σε λαγούμια λες κι ήταν κάποτε αληθινές κι αυτοί συνεχίζουν να με σφυροκοπούν με βόλια φορώντας προσωπίδες κι εγώ πριν πέσω άψυχη στο χώμα ξεχώρισα τα χέρια της αδερφής μου που έσερνε θρήνο ξεριζώνοντας τα μαλλιά της, μην κλαις, ξέρεις κι εσύ τελικά τι είναι η απώλεια;

***

είμαι άρρωστη άρρωστη είμαι

πάνω σε δίπολα τα πάντα στη ζωή μου

δυο αρρώστιες

δυο στήθη

δυο ζωές

φίλη με φύλο

έτερο

ίδιο

κι αυτό το σύνθημα στους τοίχους σε δυο στίχους

όχι στη βία

ναι στη λεσβία

***

γεια σου όμορφη πώς γίνεται να είσαι ακίνητη τόσες ώρες μέρες εβδομάδες ωχ έρχεται πάλι αυτή με τ’ άσπρα να παίξουμε εκείνο το παιχνίδι με τη φλέβα και δεν μπορώ να κρατηθώ ξύπνια, μα πώς γίνεται να είσαι ακίνητη στην ίδια θέση πάνω στην καρέκλα ίδια ρούχα και μαλλιά, πώς μίκρυνες τόσο, σαν στολίδι σε βιτρίνα παιχνιδομάγαζου, μίλα μου γιατί δεν βγάζεις ήχο;

***

τελείωσαν οι μπαταρίες φωνάζει ο παππούς απ’ το διπλανό κρεβάτι, ποιος έφερε τη ζαχαρούλα, δώρο του νονού απ’ την ελβετία, μόνο που δεν μπορεί να μου βάλει το κέρμα στο στόμα για το ταξίδι

***

σκοτάδι έξω και βροχή ξεσπά δαιμονισμένα σαν καθυστερημένη έμμηνη ρήση, ο τέλειος συνδυασμός έλεγες πάντα, γιατί σου άρεσε ο ήχος του νερού έτσι όπως έσκιζε τη σιωπή της νύχτας, το πιο αρμονικό αντάμωμα στη φύση, σκοτάδι έξω και βροχή ξεσπά δαιμονισμένα σαν καθυστερημένη έμμηνη ρήση στις πλάτες του ψυχοπομπού σπασμένο κουπί σκίζει τα νερά του αχέροντα οι πύλες του άδη ανοίγουν στη χώρα του ζόφου ο πλούτωνας κι η περσεφόνη αναπαύονται στον θρόνο τους

***

ώρα θανάτου 16:52 κάτι δεν πήγε καλά με την κυρία π. ένας τρελός λιγότερος…



[1] Αναφορά στο μελοποιημένο ποίημα «Γυναίκα», Καββαδίας, Ν. (1994). Τραβέρσο. Αθήνα: Άγρας.

«Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.

Παῖξε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.

Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.

Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα…»

[2] Καββαδίας, Ν. (1989). Βάρδια. Αθήνα: Άγρας.

§

 

 

Διασωθέντα αποσπάσματα από μια βιογραφία, που απέτυχε να ολοκληρωθεί.

(Ανέκδοτο διήγημα από τηνσυλλογή Το ταλέντο της αποτυχίας)

Χαρπαντίδης Κοσμάς

 

-Κύριε, εσύ δεν την έφαγες τη ζωή από την ανάποδη. Μόνο απ’την καλή, τυχεράκια.Τ’αφράτα, παχουλά σου δάχτυλα, παρά τα χρόνια που κουβαλάς, το δείχνουν. Δεν ζορίστηκες χοντρούλη μου, φαρμάκι δεν σούκαψε το λαρύγγι , ούτε πυρετός για τον άλλο, να μην έχεις να θρέψεις τρία στόματα, δεν κατουρήθηκες από την αγωνία για το ξεροκόμματο, δεν γαμήθηκες στο πόστο για λίγα λεφτουδάκια, δεν χέστηκες από την μια ανάγκη που κατάπινε την άλληκαι ποτέ δεν σωνόταν. Αφράτε μου, δεν πόνεσες κι είχες τον τρόπο σου εσύ. Κι ας κλαιγόσουν για το αντίθετο. Η μαμά στο στόμα σε τάιζε, μπεμπέ μου. Ούτε έμπλεξες με γυναίκες, να σε κάνουν να σιχαθείς και γάμους και παιδιά και ζωή. Μόνο με τη μαμά εσύ, τη μαμά που δεν πικραίνει, γιατί αγαπά. Κι όταν ήρθεη εποχή να κάνεις ρυτίδες δεν έκανες γιατί δεν κουράστηκες στην ζωή. Οι δικές μου πηγάδια στο πρόσωπο, σιρίτια χωρίς τέρμα, ούτε να με κοιτάξεις θες, δεν καταδέχεσαι και παρακαλάς να τελειώνει η κούρσα, να σε ξεφορτώσω να ησυχάσεις από μένανε και την γκρίνια μου, φτου σου χαμούραζωή, πόσο διαφορετικά πληρώνεις τους ανθρώπους.

****************

Εσύ πάντα ερχόσουν. Ο άλλος ποτέ.

Δεν ερχόταν κι εσύ κουραζόσουν από την αναμονή, υγραίνονταν τα μάτια, πονούσαν από την προσήλωση στο σημείο απ’ όπου θα πρόβαλε. Η απογοήτευση σε καταρράκωνε.

Δύσκολο να πολεμήσεις το να μην σε θέλουν.

Ν’ αλλάξεις εαυτόν;

Πως για;

Εδώ, σου ήταν δύσκολο, να χάσεις λίγα κιλά.

***************

Τρόμαξε από το πόσο πολύ πλούσιος ήταν. Ο ίδιος από τη Θάσο ήταν πολύ φτωχός. Τον ακολούθησε λοιπόν επειδή πίστευε ότι θα χορτάσει κοντά του και πιθανόν να φορούσε κανένα πολιτικό ρούχο, εκτός από τα στρατιωτικά του, με τα οποία κυκλοφορούσε στις εξόδους του. Να του δάνειζε για να μοστράρει στα κορίτσια σαν πολίτης. Τον έπαιρνε στο σπίτι του και τον φίλευε ό,τι γούσταρε η ψυχή του. Τους σέρβιρε μια γριά οικονόμος με κάτασπρα μαλλιά που ο Νικόλας την αποκαλούσε μπάμπουσκα. Το φαί της ήταν υπέροχο κι ο Αύγουστος ζητούσε πάντα δεύτερη μερίδα. Πριν σερβίρει η μπάμπουσκα, τον περνούσε από το μπάνιο για να χάσει τη μυρωδιά του στρατώνα. Σεμπανιέρα, με μάρμαρα στο πάτωμα, στους τοίχους κι ολόσωμο καθρέφτη, όπου είδε το σώμα του για πρώτη φορά από την κορυφή ως τα νύχια. Ντρεπόταν, κοκκίνιζε όταν του επέβαλε να βάζει κρέμες και κολόνιες, δικές του. Επίσης του έδινε το ολόσωμο μπουρνούζι του κι έβγαινε από το μπάνιο σαν σταρ σ’ αμερικάνικες ταινίες του Φρανκ Κάπρα.

Μετά το μπάνιο και το φαί τον έβγαζε βόλτες με το τζιπ του και όλοι γύριζαν να τους κοιτάξουν κι αυτός ήταν χαρούμενος, πετούσε σαν τους ιπτάμενους της μονάδας, που τους αντιμετώπιζαν αφ’ υψηλού. Και ήταν ευγνώμων σ’ αυτό το κοντόχοντρο σκαρί , τον Νικόλα, που χάρη σε αυτόν κατάλαβε τι σημαίνει ζωή.

*******

Τον πήγε στο νησί του, καλοκαίρι ήταν, για να ευχαριστηθεί φύση, εξοχή και θάλασσα.Οι γονείς τους δεν τους δέχτηκαν στο φτωχικό τους’ δεν είχε γι’ αυτούς κρεβάτι για να πέσουν, ούτε κάμαρη για να ξαποστάσουν. Τον ανέβασε στην σκεπή κι εκεί έστησαν ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, κάτω από ένα πρόχειρο σκιάδι,για να κοιμούνται. Όλη την ημέρα μάζευε ένταση από τα μπάνια, τον ήλιο, το γυμνό του σώμα, την αναμονή για να κάνουν έρωτα και μόνο όταν βράδιαζε για τα καλά ανέβαιναν στην στέγη του κόσμου όλουκαι μέσα στα σκοτάδια με δύναμη, ένταση και παραφορά για ώρες ολόκληρες, μπορεί και όλο το βράδυ εξαντλούσαν το αλφαβητάρι του έρωτα.

Ποτέ δεν του είπε πόσο τον αγαπά, μα του αρκούσε η θέρμη του.

Κι ο Νικόλας λάτρεψετο νησί, τη φτώχεια του, την θάλασσα, το άγριο πράσινο, την σκληρότητα του ουρανού με το εκτυφλωτικό γαλάζιο, την βιαιότητα με την οποία ο Αύγουστος άρπαζε από το σώμα του ό,τι ήθελε, το λιγοστό φαγητό που έβρισκαν στον καφενέ ή στο φανάρι του σπιτιού, κατσικίσιο τυρί και γάλα, το ζαρζαβάτι από τον κήπο.

*********

Η φτώχεια δεν είναι ποτέ οριστική, ακόμη κι όταν νομίζεις ότι διένυσες και το τελευταίο της σκαλοπάτι. Υπάρχουν κι άλλα να κατέβεις. Μέχρι να νιώσεις βάρος ασήκωτο τον εαυτό σου την κάθε μέρα που χαράζει.

Όταν έσυρε τα πόδια του και πήγε στα συσσίτια της ενορίας του θυμήθηκε το φαγητό στο στρατό και ξαναγύρισε η σκέψη του στον Ενδυμίωνα. Μαζί κάθονταν στο τραπέζι και ό,τι κακομαγειρεμένο τους σέρβιραν το απολάμβανε με την παρέα του. Τώρα χωρίς εκείνον δεν ήταν σίγουρος αν θα φάει . Μπορεί και να σιχαινόταν. Όμως ανάμεσα στο «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» και τις εικόνες του παρελθόντος άνοιγε το στόμα και έτρωγε.

Kαιρός για πίστη. Ίσως κι επιβίωση.

*********

Από το έχω στο δεν έχω- εύκολο.

Από το δεν έχω στο έχω- ακατόρθωτο.

**********

Όταν δούλευε προσερχόταν στην δουλειά κάθε ημέρα με την πιο αρνητική διάθεση και παρομοίαζε τον εαυτό του σαν τον Μπάρτλεμπυ,τον γραφιά.Η αθωότητά του προκαλούσε την αδυναμία του να ενταχθεί και να εργασθεί. Του έλειπε η μαχητικότητα, που θα συμμάζευε το διαλυμένο του σύμπαν. Πόσο καιρό θα ανεχόταν τα μούτρα του ο φίλος του εκδότης και δεν θα του έδινε μια ημέρα τα παπούτσια στα χέρια;

Τον απέλυσε μετά από τρία χρόνια και έξι μήνες .

Έχασε την ασφάλεια του μισθού και τώρα πια δεν θα μπορούσε να πληρώνει. Κι οι άλλοι στην χρεία απόντες. Άπαντες.

**********

Αυτό που έπαθε το παρομοίαζε σαν τύφλωση. Τυφλώθηκε το μυαλό του και δεν ήθελε πια να συνεργαστεί. Κατέβηκαν οι διακόπτες του και το πετρέλαιο που του πρόσφερε καύσιμο στέρεψε. Κατά τα άλλα οι υπόλοιπες λειτουργίες του ήταν εν κινήσει. Αρχόμενη κατάθλιψη, μάγκες μου.

******

Καλοκαίρι και σελουτροπόλειςμε τους γονείς του. Χαϊδεμένος. Η αδελφή του δεν τον έπαιζε κι η μάνα του δεν τονάφηνε να βγαίνει στις αλάνες να παίζει με τα άλλα παιδιά. Μοναχικός. Έπαιζεμε τα βιβλία του και το πικάπ του. Διάβαζε τα γαλλικά του και του άρεσε να τραγουδάγάλλους τροβαδούρους. Περπατούσε μόνος στα βουνά. Η φύση τον φόβιζε, όπως και οι άλλοι . Αλλά το ένιωθε σαν ανάγκη να χάνεται μέσα της. Το ένιωθε σα μονόδρομο να εμπιστεύεται τους άλλους.

**************

Ήρθες για να δώσεις νόημα στην απουσία.

Όλα σε άφηναν.

************

Βάραινες μέσα στους άλλους. Όμως με καθυστέρηση. Μέχρι να καταλάβουν την διαδικασία και το πόσο θα βάραινες- το κρίσιμο πόσο(;) πάντα – άλλαζαν σελίδα, προσπερνούσαν.

Δεν σε περίμεναν ποτέ. Σα να στέρευε η υπομονή τους.

*************

Δεν έχει τίποτα πια. Ούτε και όσα, παλιά, κάποτε, απέκτησε. Τότε δεν μπορούσε να σκεφτεί την καταιγίδα του μηδέν που θα ενέσκηπτε στην ωριμότητά του και τα χάριζετα δικά του, εδώ κι εκεί. Δε εκτιμήθηκε, ξεχάσθηκε και σήμερα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να του χαρίσει το παραμικρό. Δεν μπορεί να προκαλέσει κανενός είδους οίκτο, με την εικόνα ενός γέρικου παιδιού, με χοντρά, ατραγάνιστα χέρια, αθώου.

Τουλάχιστον δώστε πίσω από αυτά που πετούσε τότε.

*******

Οι μέρες της αφθονίας ήταν εξασφαλισμένες από τους άλλους, όχι από τον ίδιο. Ο ίδιος για τον εαυτό του επεφύλασσε μιζέρια και πείνα.

Επειδή δεν ενηλικιώθηκε ποτέ;

Μετανιώνει.

********

Ο έρωτας – μια παραίσθηση του βλέμματος. Τίποτα παραπάνω.

*************

Σ’ αυτό που τον αιφνιδίαζε, έπεφτε με τα μούτρα.

Κι ανέτρεπε προγράμματα, στόχους, σχέδια, μα και την ζωή του όλη για ένα βλέμμα.

Για να ξεγελασθεί σύντομα.

*********

Ο κάθε μπούλης σαν κι αυτόν, είχε το δικαίωμα να ερωτευτεί ξανά και ξανά.

-Το σέλω. Είναι δικό μου.

Κι αν δεν το πάρεις;

-Θα σας κάνω ντα.

*******

Έβαζε ορόσημα στη ζωή του. Κι όμως ήταν όλα τεχνητά. Συχνά είχε την αίσθηση ότι εφορμούσε για την κατάκτηση του ίδιου σημείου.

***************

Ο πατέρας του δεν μπορούσε να διακρίνει, να δει μέσω της διαίσθησής του ότι ήταν ανίκανος ,γιατί τον αγαπούσε υπερβολικά. Όμως ήταν τόσο λίγος, που δυσκολευόταν να αντιδικεί με τους άλλους και δεν μπόρεσε να διευθύνει την επιχείρηση.

Ανίκανος, σημαίνει παραιτούμαι στην πρώτη αναποδιά.

********

Βγαίνοντας να παίξει κρυφά από τους δικούς του, έπεφτε συνέχεια και χτυπούσε τα άκρα του . Πάντα ματωμένος γύριζε και την άκουγε να ουρλιάζει. Η γεύση του αίματος και το γκρο μπετόν κατά τις πτώσεις του. Τίποτα σταθερό επάνω του. Τίποτα δεν τον στερέωνε.

******

Μόνος. Συνομιλούσε με τον εαυτό του μόνος. Πίστευε πως η στέρηση θα του απελευθέρωνε την έμπνευση και θα έγραφε τα καλλίτερα ποιήματά του. Η μη εξασφάλιση θα λειτουργούσε ως άρση των εμποδίων για να ακουστεί η έμπνευσή του. Όμως η στέρηση του έκανε μεγαλύτερο κακό από ότι υπολόγιζε. Του στέρησε κάθε έμπνευση και η μοναδική του μέριμνα ήταν πως θα χορτάσει. Μόλις χόρταινε ήθελε να κοιμηθεί.Καμιά σχέση με τον Βιτεγκστάιν που αποποιούμενος την πατρική περιουσία έγινε φιλόσοφος.

************

Περίσσευε από παντού. Πώς να πιστέψει μετά ότι τον ήθελαν;

*************

Δεν τον ανακούφισε καθόλου για το δικό του δράμα του όταν επισκέφθηκε το σπίτι του Νίκου Καρούζου- ήταν κάτω από την στάθμη του δρόμου το παράθυρό του και το είχε πάντα ανοιχτό στην διάρκεια της ημέρας-και διαπίστωσε πως ζούσε. Είχε ζέστη και στο σπίτι ένα κρεβάτι,ένας γλόμπος, ένα τραπέζι και ένα τρανζίστορ να ακούει μουσική, γυρισμένο στο τρίτο. Μπορεί και λίγα βιβλία, τα χειρόγραφά του . Στην κουζίνα ένα μικρό ψυγείο και ένα μάτι για ζεσταίνει το φαί του.

Πως ζούσε μέσα στην στέρηση; Αυτή η λιτότητα του επέτρεπε να συνομιλεί με την ουσία των ποιημάτων του;

Μα ούτε ουρανό έβλεπε.

Πως είναι να ζει κανείς χωρίς ουρανό;

*******

Το όνειρο που εξόρκιζε κάθε ιδέα θανάτου. Πάνω σε μια φελούκα αραγμένος σε μια όαση του Νείλου γνωρίζει ένα μικρό φελάχο και του αποκαλύπτει τη γύμνια του με την μεγαλύτερη αθωότητα. Κυρίως η αθωότητα- αυτή δεν βρίσκει πλέον. Κι έτσι δεν θέλει πια να φλερτάρει .

*******

Έφυγε από την πόλη του για να μην ταπεινώνεται από αυτούς που κάποτε κοίταζε αφ’ υψηλού . Κι αυτή η ταπείνωση του κόστιζε.Έφυγε με μισή καρδιά, αλλά έπρεπε. Όσοι ζούσαν εδώ τον γνώρισαν ακμαίο και πλούσιο. Ακατάδεχτο. Τώρα πως θα τον έβλεπαν κακοραμμένο και πεινασμένο; Ιδίως κακοραμμένο, αυτός που έραβε ακόμη και πουκάμισά του. Δεν καταδεχόταν να φορέσει επάνω του ετοιματζίδικα. Και οι πρόβες στο σπίτι του, α, ναι,ποτέ στο ραφείο. Ερχόταν στην Πατριάρχου Ιωακείμ με τις μεζούρες ο ράφτης. Κοστούμια κι άλλα κουστούμια και παλτό από κασμήρια εισαγωγής, εγγλέζικα.

******

Μέχρι τα σαράντα τους θρηνούσε τους δικούς του, δεν άνοιγε σε κανέναν, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, δεν άνοιγε παντζούρια, ήθελε να μείνει μόνος και δεν τον ένοιαζε αν θα φάει και τι θα φάει. Αξύριστος κι άπλυτος. Δεν τον ένοιαζε που δεν τον αναζητούσε κανείς.Η ζωή του δεν ήταν απαραίτητη σε κανέναν.

******

H φτώχεια μείωνε την ευφυία του, την ευρηματικότητά του. Η γνώση και οι πληροφορίες δεν τον επισκέπτονταν πια. Και επειδή η φτώχεια συνέπεσε με τα γηρατειά, δεν ήξερε ποιο συνέβαλε πιο πολύ. Το γήρας ή αναποδιά της άδειας τσέπης;

***********

Με το παλτό, διπλωμένο, στο χέρι, ακόμη κι όταν είχε ζέστη. Ανασφαλής με το κρύο. Να μην κρυώσει το παιδί- άκουγε τη φωνή της μάνας του. Πόσα χρόνια έμεινε παιδί; Σχεδόν μέχρι να γεράσει. Όταν αναπολούσε τους νεκρούς γονείς του αναπολούσε το παιδί που ήταν για αυτούς. Η προφύλαξη ήταν αυτό, που τον χάλασε και τον έκανε χαλβά. Να μην εκτεθεί, να μην χτυπηθεί στη ζωή.

Παντού ένα πέπλο προστασίας.

– Δεν θέλω προφυλακτικό ρεεεεε….

**********

Μια αιτία που δεν ήθελε να κάνει έρωτα πια, ήταν επειδή χρησιμοποιούσαν προφυλακτικά κι αυτός με την έννοια προφύλαξη ήταν αλλεργικός. Το έλεγε και τον κοιτούσαν λοξά. Κι έστριβαν μετά. Προκαλούσε τον φόβο.

**********

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα- ακούγεται ακόμη η υγρή μουσική τους.

Με μια παράξενη επιμονή να καταναλωθεί, σ’ αυτές τις πόλεις.

************

Δοσμένοι σε ένα γλυκό θαλασσί, έγραψες για την στολή των άγγλων αεροπόρων στο αεροδρόμιο της Σπιτσβέργης, όπου έφτασες ένα πρωινό και τους λάτρεψες καθώς τους είδες να πίνουν τον καφέ τους μέσα σε μια αχλύ άσπρου- σχεδόν γαλακτερού φωτός που απάλειφε κάθε ατέλεια και τους μετέτρεπε σε υπερουράνιους αγγέλους.

*************

Πίσω από κάθε χοντρό ενήλικα υπάρχει ένα άφαγο παιδί.

Έτρεχαν από πίσω σου με το πιάτο για να φας, να μην αρρωστήσεις, να μην σε βρει το κακό, να μην χτικιάσεις. Η επιμονή της σε μετέτρεψε σε κήτος. Όταν ξεκίνησες να τρως δεν σταμάτησες ποτέ. Στο κρεβάτι μισούσες το σώμα σου, μούγκριζες, επειδή δεν είχες κανένα όπλο να πολεμήσεις αυτό τον όγκο. Που έμενε ανυπάκουος και στη φτώχεια. Δεν αδυνατίζει η φτώχεια. Και με τα περιττά κιλά φάνταζες ακόμη πιο ανυπεράσπιστος.

*************

Γλυκιά Θεσσαλονίκη του μεταπολέμου, με το χρώμα του άλμπινε κρεμ να μην έχει απλωθεί μόνο στα κτίρια, αλλά να έχει επηρεάσει και τις μορφές των ανθρώπων, χαρίζοντας τους όχι την χλωμάδα της στέρησης στην ουρά των συσσιτίων, αλλά ούτε και το αιματώδες του καλοζωισμένου αστού, αλλά εκείνο στο ενδιάμεσο, όπου όλα υπόσχονται να γίνουν εύκολα και όμορφα.

***********

Πεταλούδα, στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, λεγόταν το κλαμπ που σύχναζε η καλύτερη νεολαία της πόλης κι αυτός. Τους κερνούσε ένα βερμούτ κι άρπαζαν το μπουκάλι για να βιαστούν ν’ ανεβούν στο σπίτι του, να μεθύσουν και να αφεθούν στις παρορμήσεις της σάρκας χωρίς χαλινό.

*******

Έτρωγε μόνος του και πολύ. Χτυπούσε δυο προφιτερόλ στη σειρά και ποτέ δεν αναρωτήθηκε για τους άλλους, αν μπορούσαν να πάρουν, αν είχαν τα λεφτά να πληρώσουν ένα γλυκό. Τους αρκούσε που κάθονταν μαζί του κι έπιαναν το τραπέζι με μια λεμονάδα δια του τρία. Πλήρωνε για πάρτη του κι αποχωρούσε χορτάτος χωρίς να νοιαστεί για τους άλλους. Τόσο ανύποπτος όταν είχε λεφτά.

***********

Μια αριστοκρατική ερήμωση, μια μοναξιά ραφινάτη.

*************

Κόβω το τηλέφωνο. Όχι άλλες συνάφειες.

***************

Γερνώντας, ο χρόνος συντομεύεται, επειδή όλα κυλούν χωρίς εναλλαγές. Σε μια καρέκλα αντίκριζες τσιμπράγκαλα, κακοχτισμένα κτίρια, δάση κεραιών.

Πουθενά θάλασσα κι ανοιχτό ορίζοντα.

************

Ποιος νοιάζεται αν είμαι ελάσσων;

Το θέμα είναι να με διακρίνουν ως στυλίστα.

Ας με διαβάζουν έτσι.

Μου αρκεί.

*********

Επένδυσε τόση αγωνία και προσδοκία για μια σύνταξη. Όμως μια καλή ζωή προετοιμάζει την σύνταξη-επιστέγασμα για ευτυχή γηρατειά. Σ’ αυτόν περίσσεψαν τα στραβοπατήματα. Μια λάθος ζωή καταλήγει σε μια κουτσή σύνταξη, που αργεί να του χορηγηθεί.

Δεν την θέλω πια. Ούτε εσάς θέλω, ούτε τον οβολόν σας και πιο πολύ αρνούμαι την καλοσύνη σας.

Στον Αχέροντα θα περάσω με δανεικό κέρμα.

*********

Διάβαζε τα ημερολόγια του Ζιντ και τον ρώτησα να μου πει αν τον ανακούφιζαν, αν λυτρωνόταν μέσα από την ανάγνωσή τους για τα δικά του πάθη. Μου απάντησε κατηγορηματικά όχι. Καιρό μετά αναρωτιόμουν αν απέτυχε ο Ζίντ ή εγώ που τόλμησα να προκαλέσω, με πλάγιο τρόπο, συζήτηση για την ερωτική του προτίμηση. Ποτέ δεν μιλούσε για τα ερωτικά του.

*******

Πόσο δύσκολη η παραδοχή.

Ολοένα βήματα εμπρός, αλλά και βήματα πίσω.

Και τι ακριβό αντίτιμο!

*******

Ούτε τούβλο. Ακούτε; Ούτε τούβλο.

Τούβλα- κεραμίδια- στέγες δεν συμβάδιζαν με την ζωή του.

Σ’ ένα πράγμα είχε ταλέντο. Στην αποτυχία.

Α, ναι, και στη μοναξιά, που με την αποτυχία διδύμως πορεύονται.

***********

Ποιοι θα με περιέχουν, όταν λείψω;

Κανείς.

Μόνο η σιωπή και οι λιγοστές μου λέξεις.

*********

Πικρά απογεύματα. Ταξίδια το καλοκαίρι.Έρημοι σταθμοί. Καταχνιά. Συγκομιδή που δεν θα υπάρξει ξανά.

Έζησα με το θάνατο για χρόνια.

Αλλά ποτέ δεν εξοικειώθηκα μαζί του.

**************

Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια, όσο παλιώνω.

************

Μέσα στην ζέστη, τον σκασμό του Αυγούστου, σ’ ένα δώμα, ψέλλισε τις τελευταίες λέξεις και ψυχορράγησε όση ώρα μάρσαρε έξω μια μηχανή, με δέρμα κρουστό στη σέλλα και μαλλιά να κοντράρουν τον άνεμο.

§

 

Η παραστρατημένη

[12 στιγμιότυπα]

Χριστόπουλος Δημήτρης

 

1ο

Έμενα στο κέντρο της πόλης, δυο βήματα μόλις από το Πανεπιστήμιο, σ’ ένα διαμέρισμα πίσω από ένα απανθρακωμένο νεοκλασικό του μεσοπολέμου. Ξεκίνησε σαν αστείο, ταράχτηκα, δεν έδωσα σημασία, λίγο έλειψε να χωρίσω απ’ την κοπέλα μου, ρώτησα γνωστούς και φίλους, μου είπαν πως έχω άγχος, κατάθλιψη, να πάω να κοιτάξω τα αυτιά του, κάποιο παλιό τραύμα άνοιξε και πυορρογεί, τα νεύρα μου δεν είναι καλά, ίσως έχω προβλήματα με τη Μίνα και δεν το ξέρω, όλοι ειδικοί το παίζουν και δίνουν τσάμπα συμβουλές. Ένα έχω να πω: όταν την άκουγα, λύγιζαν τα σίδερα. Κάθε βράδυ η ίδια πάντα άρια, Addio del passato (‘Αντίο, όνειρα παλιά’), όπου κυριαρχεί το όμποε, ένα όργανο μελαγχολικό και εύθραυστο που τονίζει τη μοναξιά της ηρωίδας. Τα χρόνια πέρασαν. Με τη Μίνα είμαστε ακόμα μαζί και τα βράδια αποκοιμιόμαστε με Βέρντι.

2ο

Θυμάμαι όταν την φέρανε. Χειμώνας. Δεύτερο κολλητό σαββατοκύριακο βάρδια. Είχα περάσει από τους θαλάμους, έδωσα στους ασθενείς το χαπάκι του ύπνου και καθόμουν με την Λουκία στην πίσω αποθηκούλα να κάνουμε κανένα τσιγάρο. Την είδα που την κρατούσανε από τα χέρια με τον ζουρλομανδύα. Αναμαλλιασμένη, το στόμα κλειστό, τα χείλη δεν ξεχώριζαν από τα ξεραμένα σάλια. Της έκανα μια ηρεμιστική στο μπράτσο και την πήρανε οι γιατροί. Πέντε μήνες έκατσε. Ένα βράδυ μου φάνηκε πως άκουσα όπερα. Σημασία δεν έδωσα. Εμείς εδώ μόνο Καζαντζίδη ακούγαμε. Πάντως όταν έφυγε, στην πτέρυγά της δεν είχε μείνει ούτε ένας ασθενής. Πήραν όλοι τους εξιτήριο.

3ο

Μια φορά, περασμένα μεσάνυχτα θα ‘τανε, ένας γείτονας μου τηλεφώνησε αναστατωμένος. Πάνε χρόνια τώρα. Βγήκε στο μπαλκόνι του ν’ ανάψει ένα τσιγάρο ο χριστιανός – η γυναίκα του απαγόρευε αυστηρά το κάπνισμα εντός της οικίας – κι αυτός ο φουκαράς τουρτούριζε και σε μια στιγμή άκουσε – είπε – άριες να ξεχύνονται μέσα από την εκκλησία. Σταυροκοπήθηκα. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Άφησα την παπαδιά στο κρεβάτι και κατέβηκα να δω. Καμιά φορά ξεχνούσα την πίσω πόρτα του ναού ανοιχτή κι έφευγα. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να την ανοίξει. Η νύχτα σκοτεινή, ένα λευκό σεντόνι κάλυπτε τον ναό. Πλησίασα από πίσω. Γυναικεία τακούνια ακούστηκαν στο πλακόστρωτο κι έσβησαν γρήγορα. Δεν είδα τίποτα. Μπήκα μέσα. Προσκύνησα την Παναγία. Δακρυρροούσα.


4ο

Εκείνα τα καλοκαίρια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Τέλειωναν οι παραστάσεις και όλοι οι συντελεστές φεύγαμε από το Ηρώδειο και πηγαίναμε στου ‘Φώντα’. Τώρα έχει γίνει εξαώροφη πολυκατοικία πολυτελών διαμερισμάτων. Μας περιμένανε και είχαν ενώσει τα τέσσερα τραπέζια κάτω από τη μεγάλη μουριά. Όταν χάραζε πια, φεύγαμε αποκαμωμένοι, αφού πρώτα καταβροχθίζαμε το σπιτικό γαλακτομπούρεκο μαζί με τον καφέ στο μπακιρένιο μπρίκι. Ωραία χρόνια! Εγώ τότε ήμουν σφόδρα ερωτευμένος με κείνη την κοπελίτσα που αντικατέστησε προσώρας τη σοπράνο μας, αλλά δεν τολμούσα ούτε στα μάτια να την κοιτάξω. Πάταγος. Το κοινό την μπίζαρε σε κάθε παράσταση επί δέκα λεπτά. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναγίνει. Έχω κρατήσει ακόμα μια μαγνητοφωνημένη της ταινία. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο ηχητικό ντοκουμέντο. Μου την ζήτησαν πολλοί να κάνουν κόπιες. Θα την πάρω μαζί μου στον άλλο κόσμο να μου τραγουδάει άριες.

5ο

Το ψιλικατζίδικο το δουλεύω από το πενήντα. Ήταν του πατέρα μου. Από το δικό μου μαγαζί δεν αγόραζε τίποτα, ούτε μια καλημέρα δεν έλεγε. Τι περιμένεις από σαλεμένη γυναίκα! Το ‘παιζε και αριστοκράτισσα, τρομάρα της. Φορούσε κάτι μακριά φορέματα με παράξενα σχήματα και αλλόκοτα χρώματα. Η γειτονιά έλεγε διάφορα για πάρτη της· πώς ζούσε, πώς έβγαζε λεφτά, πώς δούλευε· εγώ τη δουλειά μου. Έκανε παρέα με αναρχικούς, μαλλιάδες και κάτι ζόμπι της πλατείας που ξέμειναν από παλιά και ξεμυτίζουν σαν τους βρικόλακες μονάχα τις νύχτες. Εγώ όλους αυτούς δεν τους πάω με τίποτα – αποβράσματα της κοινωνίας -, αλλά από μένα θα περάσουν για να πάρουν τσιγάρα και μπύρες. Όχι! βερεσέ ποτέ δεν μου γύρεψε. Μια φορά, χειμώνα καιρό, βόλταρε με ένα κίτρινο καπέλο στο κεφάλι. «Παπαγάλε, παπαγάλε, πες μας κανένα τραγούδι» της φώναξα από μακριά. Και κείνη γούρλωσε τα μάτια και άρχισε να τσιρίζει μες στη βροχή κάτι απόκοσμους ήχους που λες και δεν έβγαιναν από ανθρώπου στόμα. Μια αποκριά, δεν θυμάμαι πότε, η πλατεία γέμισε τσιγγάνες που λένε τη μοίρα και μασκαρεμένους ταυρομάχους. Ξάφνου πετιέται πάνω στο σιντριβάνι μια γυναικεία φιγούρα που τραγουδούσε άριες σαν να βρισκόταν στην όπερα. Ώρες πολλές κράτησε η γιορτή και αυτή σταμάτησε όταν το κοινό άρχισε σιγά σιγά να αποχωρεί χειροκροτώντας το θέαμα.

6ο

Ακατοίκητο ήταν. Βρομιά και δυσωδία. Είχα πάρει πολλές φορές τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου· σημασία δεν μου δώσανε. Δεν είμαστε υπεύθυνοι. Απευθυνθείτε αλλού. Από τον Άννα στον Καϊάφα. Μπαινόβγαιναν διάφοροι. Είπαν πως έκαναν κατάληψη. Μακρυμάλληδες νεαροί με κοτσίδια, άλλοι με ξυρισμένο κεφάλι και σχέδια στα χέρια. Παλιά ήταν όμορφη γειτονιά. Αρχοντική. Καλός και ήσυχος κόσμος. Νοικοκυραίοι με τα ούλα τους. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Εμείς, εδώ στον δρόμο, Βιολέτα την ξέραμε. Δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν. Θα έλεγα πως εδώ γεννήθηκε. Όταν το σπίτι που έμενε κρίθηκε ακατάλληλο μετά τον σεισμό του ’99, είχε για σπίτι τον δρόμο και για ταβάνι τον ουρανό. Πέρυσι με τα κρύα τρύπωσε στον ερειπιώνα. Κάποια βράδια έβγαιναν από μέσα απόκοσμοι ήχοι. Η εγγονή μου μια φορά που κοιμήθηκε σπίτι μας είπε πως ήταν άριες. Εγώ δεν ξέρω από αυτά. Από τότε η μικρή ερχόταν όλο και πιο συχνά και ξαγρυπνούσε περιμένοντας ν’ ακούσει. Τη ρώτησα αν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγε. «Το θεϊκό τιτίβισμα μιας πριμαντόνας», παππού.

7ο

Με λένε Φλώρα. Κλείνω το μαγαζί στις εννέα το βράδυ. Η δουλειά έχει κόψει για τα καλά τον τελευταίο καιρό, οι παλιές πελάτισσες έρχονται αραιά και πού για τα βασικά. Έχω ρίξει και τις τιμές στο μισό, αλλά και πάλι οι περισσότερες πληρώνουν καθυστερημένα στο τέλος του μήνα. Πριν από μέρες, η Βιολέτα επέστρεφε σπίτι της· σπίτι, δηλαδή, τρόπος του λέγειν. Θεός φυλάξοι τον άνθρωπο, μην βρεθεί σε τέτοια ανάγκη. Την κάλεσα στο μαγαζί να της φτιάξω κάπως τα μαλλιά, στάχυα που ανέμιζαν. Το τσιγάρο δεν το έβγαζε από το στόμα. Τη ρώτησα τι κάνει, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια. Δεν είπε τίποτα. Μου άφησε δέκα ευρώ στο ταμείο, επέμενε, καληνύχτισε και δεν την ξανάδα. Πρόλαβα και της έβγαλα μια φωτογραφία με το κινητό, καθώς απομακρυνόταν. Να, αυτή εδώ. Όχι, καλέ, δεν είναι η Σοφία Λόρεν. Κλασική ομορφιά, βρε παιδί μου!

8ο

Αλεξάνδρεια, 19 Απριλίου 1960

Αγαπημένε μου,

Πότε πέρασε κιόλας ένας μήνας από την ημέρα που έφτασα στην πόλη που γεννήθηκες; Μένω στο ξενοδοχείο που μου είπες. Συναντήθηκα και με τον διευθυντή του Ωδείου· δεν έδειξε να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα. Ο χρόνος εδώ κυλά βασανιστικά αργά. Τουλάχιστον μπορώ και εξασκούμαι σκληρά πάνω στον «Ελεύθερο Σκοπευτή». Είναι για μένα – όπως ξέρεις – όνειρο ζωής. Μπροστά μου ανοίγεται η θάλασσα. Κλείνω τα μάτια και ακούω τα τέσσερα κόρνα σε Ντο-μείζονα να υποβάλλουν αδρομερώς την αίσθηση του ήπιου μεγαλείου της φύσεως, εντός του οποίου θα διαδραματιστεί αργότερα η υπόθεσις. Μετά το «Φαράγγι του λύκου», έρχεται η δική μου πρώτη άρια, η άρια της Αγάθης, που εναποθέτει τις ελπίδες της στον ουρανό για την ένωσή της με τον αγαπημένο της Μαξ. Ο ουρανός εδώ στην Αλεξάνδρεια είναι κόκκινος σαν το αίμα, καλέ μου, όταν ο ήλιος βασιλεύει. Μην φοβάσαι, οι σκοτεινές δυνάμεις που φτερουγίζουν στο μυαλό σου θα πετάξουν μακριά μόλις αντικρίσεις τη Μεγάλη Πράσινη.

Σε εμπιστεύομαι, αγάπη μου, και παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί. Μην αργήσεις.

Δική σου παντοτινά

Βιολέτα

9ο

Λεπτή, χλωμή, μελαγχολική και με μεγάλα μαύρα μάτια. Έτσι τη θυμάμαι. Μεγάλη διαφορά ηλικίας δεν είχαμε. Στα είκοσι τέσσερα εγώ, στα δεκατέσσερα εκείνη. Στο Ωδείο τη γνώρισα και έκτοτε γίναμε φίλες. Μέχρι που… Φωνητική μουσική δίδασκα. Από τότε. Εξήντα χρόνια πριν. Ατίθασο πλάσμα. Έκανε τα πάντα για να αποφύγει τα θεωρητικά μαθήματα. Ο πατέρας της γιατρός, εύπορη οικογένεια κάποτε, αλλά ξεπεσμένη οικονομικά. Για τη μητέρα της δεν ξέρω, ποτέ δεν την ανέφερε. Έχουν περάσει και τόσα χρόνια. Κάτι είχε συμβεί, δεν θυμάμαι καλά. Στις εξετάσεις επέλεξε την «Άρια του Ωκεανού» από τον Oberon του Weber. Μαγεία! Οι παλαιότεροι δάκρυσαν, θυμήθηκαν – βλέπεις – το άλλο ιερό τέρας. Πήρε τελικά την υποτροφία. Είχα προβλέψει ότι θα έκανε διεθνή καριέρα, στοιχημάτιζα το δίπλωμά μου. Την ακομπανιάριζε στο πιάνο ο Γεώργιος Θεοδώρου, ερωτευμένος κι αυτός μαζί της. Έδειχνε σίγουρα πιο μεγάλη από την ηλικία της. Όποιος άντρας την πλησίαζε μαγευόταν από την ομορφιά της. Ο μαέστρος κόντευε τα πενήντα. Την πλησίασε όσο κανένας άλλος. Φοίτησε τρία χρόνια. Δίπλωμα τελικά δεν πήρε.

10ο

Ο πατέρας μου υπήρξε σπουδαίος πιανίστας. Μέναμε τότε Σόλωνος και Μπενάκη γωνία. Τον θυμάμαι να πηγαίνει κάθε πρωί στο Ωδείο με τα πόδια. Δύσκολα χρόνια. Μόλις είχαμε έρθει από την Αίγυπτο και χρειαζόταν επειγόντως δουλειά. Δεν άργησε να προσληφθεί στο Ωδείο. Ήξερε κόσμο καλό από την Αλεξάνδρεια. Ο κύριος Καβάφης ερχόταν συχνά στο σπίτι μας. Έτσι μου είχε πει ο πατέρας μου και μου έδειχνε και κάτι χειρόγραφα του ποιητή. Μίλαγε πάντα με μεγάλο θαυμασμό για εκείνον. Η μητέρα μου ήταν φιλάσθενη. Η μετακόμιση στην Αθήνα δεν της έκανε καλό και η υγεία της επιδεινώθηκε. Τις Κυριακές ανεβαίναμε στην Πεντέλη που είχε καθαρό αέρα, στο σπίτι της κυρίας Νένας, φίλης της μαμάς. Αργότερα η μητέρα μου περνούσε ολόκληρες βδομάδες στο σπίτι της φίλης της, ώσπου δεν ξανάρθε στην Αθήνα. Ύστερα από καιρό θα καταλάβαινα ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος. Ο πατέρας άρχισε να πίνει πολύ. Συμπεριφερόταν περίεργα, δεν τον είχα συνηθίσει έτσι, γινόταν απότομος, νευρικός. Θα έκανα δυο ολόκληρα χρόνια να τον ξαναδώ. Μου έστελνε τακτικά χρήματα και γράμματα από το Παρίσι. Ούτε στην κηδεία της μητέρας ήρθε. Έγραφε πως ήταν καλά, αλλά η Αθήνα τον έπνιγε. Οι φιλενάδες μου με κοίταζαν περίεργα, έλεγαν κουβέντες πίσω από την πλάτη μου, πως τάχα όλος ο κόσμος ήξερε πως ο πατέρας μου τραβολογιόταν με μια πιτσιρίκα εις Παρισίους. Το τελευταίο του γράμμα, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1960 είναι αυτό εδώ. Δυο κουβέντες όλες όλες και μετά σιωπή: «Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες». Τελικά τον ξανάδα· μέσα στο φέρετρο αυτή τη φορά. Αν πιστεύω στα μάγια; εσείς να μου πείτε!

11ο

Μόλις μας ειδοποίησαν από τα κεντρικά, σπεύσαμε στο σημείο της φωτιάς. Την περιοχή την ξέρω καλά. Μας έχουν καλέσει και άλλες φορές για παρόμοια περιστατικά σε ακατοίκητα σπίτια. Μπαίνουν διάφοροι και σε λίγο λαμπαδιάζει ο τόπος. Μόνο τα ντουβάρια καίγονται, δεν υπάρχει κάτι άλλο να καεί. Οι φλόγες έγλειφαν τα δοκάρια και σε λίγο κατέρρευσε με πάταγο και η οροφή. Πήρα στα χέρια μου τη μάνικα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα ανθρώπινη φωνή. Σταμάτησα. Έκανα νεύμα στους υπόλοιπους. Προχώρησα προσεκτικά. Ήμουν σίγουρος τώρα πως ήταν κάτι που έμοιαζε με ψαλμωδία αγγέλων. Δεν αργήσαμε να βρούμε ένα απανθρακωμένο πτώμα κάτω από ένα ξεχασμένο πιάνο.


12ο

Μου ζήτησαν να κάνω ρεπορτάζ δρόμου και να γράψω ένα κείμενο για το ηλεκτρονικό περιοδικό Culturebook. Πήγα στα μέρη που σύχναζε. Ρώτησα πολλούς, συγκεχυμένες απαντήσεις, αερικό την είπαν, μάγισσα, φάντασμα, ζητιάνα, αλλοπρόσαλλη, ξωτικό, πριμαντόνα των Εξαρχείων. Στο τέλος, κατέληξα και σ’ ένα παλιό μαγέρικο, λίγοι το επισκέπτονται πια, ένα γεροντάκι τηγάνιζε γαύρο και μπακαλιαράκια. Πεντέξι ασχημόφατσες όλες κι όλες κάθονται και μετράνε τον χρόνο που τους ξέχασε. Από ένα παλιό γραμμόφωνο ακούγονται άριες. Παράξενο πράμα, σκέφτηκα. Δεν ξεχωρίζω τη φωνή. Τους ρωτώ πού βρήκαν αυτούς τους δίσκους. Κοιτάζονται στα μάτια συνωμοτικά και δείχνουν με το δάχτυλο σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία που κρέμεται πάνω από τη σόμπα. «Αυτή που βλέπεις μάς έμαθε την όπερα». Μου είπαν πολλά για κείνη. Αποφάσισα να κλείσω το ρεπορτάζ μ’ αυτά τα λόγια: «Λίγο προτού ξεψυχήσει, αισθάνεται να ξαναζωντανεύει και φτάνει σε ένα ψιλό Σι ύφεση που παραμένει μετέωρο ενώ η ίδια καταρρέει. Η αυλαία κλείνει με τη συνοδεία fortissimo συγχορδιών που σηματοδοτούν το τραγικό τέλος».



Πίνακας: AOKI Tetsuo 2007 – Standing People