Πάθη υφαίνω, χρόνο υφαίνω
Ζωή υφάντρα, χρόνο με χρόνο καρτερείς, κλωστή να κατεβάζεις στη πηγή, γεμάτη να τη βρίσκεις. Στέκεσαι κόρη γνωστική, στέκεσαι κόρη αλαφιασμένη, κι όποιος περάσει απ’ την πηγή νερό δικό σου αναζητεί, το νεύμα σου προσμένει. Ή καρτερεί ή προχωρεί για εκείνη τη γλυκιά κλωστή που εσύ στα χέρια σου κρατείς και τη γεμίζεις λέξεις. Πάθη-κλωστή, Πάθη-πηγή, Πάθη το υφαντό σου… Πάθη και τα μελλούμενα σαν ειν’ στο ριζικό σου.
Οκτώ κείμενα συνομιλούν με τα έργα της ζωγράφου Ίρμας Βούλγαρη, αλλά και μεταξύ τους, και διηγούνται πάθη και χρόνο. Οι δύο έννοιες, εξαρτήματα της ζωής μας. Δεν ξέρω αν τα πάθη κρίνονται απ’ τον χρόνο, ο χρόνος όμως κρίνεται απ’ τα πάθη μας, τα μεγάλα, τα μικρά, τα μοιραία, τα ζωτικά. Από πάθος για τις λέξεις, κρατάμε λίγο απ’ τον χρόνο μας σε δεφτέρια και υπολογιστές. Συστήνουμε τις προσευχές μας, παθήματα και πόθους, ανεκπλήρωτα και στεναγμούς.
Αντρέας Τιμοθέου
Ρωξάνη Νικολάου
Κοπέλα σε συνοικιακό φούρνο
Αυτή η κοπέλα ποτίζει τα λιγοστά παρτέρια στην είσοδο του συνοικιακού φούρνου τόσο συγκεντρωμένη θαρρείς και δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ούτε τ’ αυτοκίνητα, ούτε οι περαστικοί, ούτε η σκέψη μιας άλλης ζωής δείχνει να την απασχολούν. Λες κι οι ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου δεν θα την οδηγήσουν και πάλι πίσω από το ταμείο -τι θα πάρετε, ένα ψωμί, μια τυρόπιτα, ένα γάλα, 5,20 παρακαλώ- αλλά σε κάποιο στούντιο παραγωγής ταινιών. Είναι άλλωστε τόσο όμορφη που θα μπορούσε να ήταν ηθοποιός, η μούσα σεναριογράφων, σκηνοθετών και μόδιστρων κι οι παπαράτσι να μην την άφηναν σε ησυχία· “Ω μα αφήστε με λίγο μόνη επιτέλους” ίσως παραπονιόταν καμιά φορά. Δεν ξέρω βέβαια αν μια αδικαιολόγητη ανασφάλεια θα έκανε κάποτε το σώμα της να καμπουριάζει και μια φευγαλέα κι απροσδιόριστη σκιά θα της έφερνε κάποτε ακατανόητη θλίψη κάνοντάς τη να κρύβει το κεφάλι στον αγκώνα, καθώς θα βρισκόταν με την παρέα της σ’ ένα πριβέ κλαμπ, αναλογιζόμενη πώς άραγε θα ήταν η ζωή της, αν δεν ήταν μια διάσημη ηθοποιός, αλλά μόνο μια υπάλληλος σε κάποιο συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, επαρχιακής πόλης, που με αφοσίωση θα πότιζε τα λιγοστά παρτέρια του πεζοδρομίου, χαμογελώντας μέσα στην υγρή ζέστη του Αυγούστου, δίχως κανένας να το γνωρίζει (πως – πότιζε -με – αφοσίωση – τα – λιγοστά – παρτέρια – στην – υγρή – ζέστη – του – Αυγούστου)
εκτός από εκείνον που η σκέψη του θα την έκανε να χαμογελά καθώς θα πότιζε τα παρτέρια, καθώς θα πατούσε πάνω στις ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου
έξω από το συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, άγνωστης πόλης, που θα μάζευε τα νερά του χρόνου από πάνω της κι όπως αγίασμα θα τα κατάπινε.
Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου
Σφραγίς έρωτος
Επειδή δεν θα μπορούσα να γίνω η μητέρα των παιδιών του οδηγήθηκα σε άλλους τρόπους και έγιναν όσα έγιναν στη ζωή μου. Καθότι, πάντα, το πιστεύω όπως το έζησα. Σφραγίς γνησίου έρωτος γυναίκας η επιθυμία της να γίνει η μητέρα των παιδιών του.
Μπήκα στις τουαλέτες των γυναικών στο Δημοτικό Θέατρο -στη μέση μιας παράστασης- κι ενώ άνοιγα την τσάντα μου για να βγάλω το κόκκινο κραγιόν, ένα κορίτσι βρέθηκε πλάι μου και με ρώτησε ευγενικά, συγνώμη έχετε μήπως μια σερβιέτα, αδιαθέτησα ξαφνικά.
Έβγαλα από την τσάντα μου μια σερβιέτα και της την έδωσα με μια παράξενη ικανοποίηση για την εξυπηρέτηση. Ήταν η τελευταία σερβιέτα που είχα βάλει για παν ενδεχόμενο στην τσάντα μου κι ούτε χρειάστηκε πια να την αντικαταστήσω καθότι στους επόμενους μήνες έφτασε μια πρώιμη εμμηνόπαυση. Έτσι πέθανε μέσα μου οριστικά μια σχέση που ούτως ή άλλως από το ξεκίνημά της είχε μόνο προβλήματα και δυσκολίες.
Φαινομενικά τίποτε στη ζωή μου δεν άλλαξε. Μη φανταστείτε πως απελπισμένη έπεσα σε αυτοκαταστροφικά πάθη, σε αυτά που συνήθως προσφέρονται για ταινίες και βιβλία. Το πένθος μου έμενε κρυφό. Αντικατέστησα όμως από τότε όλα τα όνειρά μου. Η ανάγκη μου όμως να υφαίνω και να υφαίνομαι παλεύοντας με τον άχρονο εφιάλτη του κενού παρέμενε οδυνηρά έντονη.
Εκείνος έγραψε από τότε εκατοντάδες εξισώσεις και αρκετές μελέτες που τις πετούσε αφρόντιστα εδώ κι εκεί στο γραφείο του, όπου ακόμη τον συναντούσα επαγγελματικά, κι εγώ, αφού πρώτα τις μάζευα με τη βοήθεια ενός συνεργάτη του και τις μελετούσα, φρόντιζα κατόπιν τη δημοσίευσή τους με το όνομά του βέβαια, σε ειδικό περιοδικό που έβγαζε μια επιστημονική ομάδα, καθηγητές και μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Χημικό του Πανεπιστημίου.
Μια μέρα αποφάσισα να κάνω κάτι επιπλέον. Παίρνω μια ρήση του, μότο ζωής. Την επαναλαμβάνει συχνά και ακολουθεί πάντοτε με εμμονή το ιδεολογικό της περιεχόμενο, και εγώ τη συζητώ με τους φοιτητές μου, όταν κάποιες συναντήσεις μου μαζί τους σε μικρές ομάδες το ευνοούν.
Αλλά νομίζω ότι το πιο δραστικό και παραγωγικό που κάνω, ταυτόχρονα υπόγειο, υπερβολικό κι εμμονικό, είναι που στο εισαγωγικό μάθημα προς τους πρωτοετείς κλείνω κάθε χρονιά με ένα στοχασμό δικό του. Τον μεταφέρω αυτούσιο:
-Πότε το λένε άβυσσο και πότε ψυχή. Την κατοικούμε ή μας κατοικεί;
Άβυσσος η ψυχή ή ψυχή είναι η άβυσσος; Οι εξισώσεις σας, ευγενικοί μου μέλλοντες επιστήμονες, θα τινάζονται ως βέλη προς κάθε σημείο στη σκοτεινή απύθμενη κοιλιά της. Μα δεν θα την ορίσετε ποτέ, γιατί πάντα θα παίρνετε μια θέση: Μέσα ή έξω της. Μπορείτε, για να την υπολογίσετε, ταυτοχρόνως να βρεθείτε τοξότες από τις δύο θέσεις;
Θα μπορούσα να είχα γίνει μια ζάμπλουτη πετυχημένη επιχειρηματίας στο οικογενειακό εργοστάσιο καραμελοποιίας. Προτίμησα τη διδασκαλία στο επαρχιακό κολλέγιο που με δέχτηκε· για μια φράση και για μια ιδέα του, να τη φέρνω εις γνώση και να την αφήνω σαν σπόρο να πέφτει στο πρώτο μου μάθημα κάθε χρονιάς. Ελπίζω πως κυοφορείται μια αιωνιότητα.
Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου
East River
Η Σύρα, αφού τέλειωσε τον καφέ της στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Shangri-Lay, άνοιξε το παράθυρο, κι άφησε το σώμα της από τη μέση και πάνω να πέσει έξω από αυτό. Η ομίχλη του Δεκέμβρη έκρυβε τη θέα του Μεγάλου Πάρκου, κι εκείνη κοκάλωσε ολόκληρη από την παγωμένη ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης. Αφέθηκε στις χοντρές στάλες βροχής να την καταβρέχουν κι επέμενε να παραμένει επικίνδυνα σκυμμένη, σχεδόν να αιωρείται από το παράθυρο του τεσσαρακοστού έβδομου ορόφου.
«Εδώ Ντέιβιντ, εδώ…», φώναξε ενώ εκείνο το όνειρο, να αιωρείται στο κενό κι ύστερα να πέφτει, την παίδευε συνεχώς. Μαζεύτηκε αργά προς τα πίσω και σωριάστηκε στο πάτωμα του δωματίου. Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, συνειδητοποιώντας πως το όνειρό της, ήταν η πραγματικότητα που μόλις έζησε. Να αιωρείται δηλαδή πάνω από τις αναμνήσεις και τη θύμηση του Ντέιβιντ.
Ήταν το μοναδικό παράθυρο του ξενοδοχείου που άνοιγε από τόσο ύψος, το ανακάλυψαν κι οι δυο μαζί έτσι ώστε να βλέπουν το κυπαρισσί παγκάκι που καθόταν ο Ντέιβιντ και ζωγράφιζε την μέρα που τον γνώρισε.
Κτύπησε η πόρτα, μα δεν την άνοιξε. Είδε ένα φάκελο να γλιστρά στο πάτωμα, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον σηκώσει. «Ντέιβιντ, Ντέιβιντ», επανέλαβε πολλές φορές τ’ όνομά του σαν δροσιά στην άκρη των χειλιών της και ταξίδεψε τη δροσιά τούτη ως την άλλη άκρη του πάρκου μέσα στη βροχή και τη βιασύνη της μεγαλούπολης που έπαιρνε μπρος.
Παραμονή Χριστουγέννων ήταν και τον είδε να διασχίζει τον East River, ερχόμενος από το Long Island. Τον ακολούθησε περπατώντας στη γέφυρα του Queensbοro παράλληλα με το ferry καθώς εκείνος στεκόταν άκρη άκρη και διάβαζε την πρωινή New York Times.
«Ντέιβιντ, εδώ, εδώ», του φώναξε.
Η κυκλοφορία στη Νέα Υόρκη είναι εκνευριστική, ιδιαίτερα τις γιορτινές μέρες, ο θόρυβος της γέφυρας του Queensboro με τις σκουριασμένες σιδεριές και τα σαρακοφαγωμένα ξύλινα πατώματα έτριξε τόσο, που έριξε το όραμα καταγής δίπλα στο φάκελο. Τον σήκωσε, σχεδόν σαν να υποκλινόταν και χαμογέλασε. Υποψιαζόταν το περιεχόμενό του.
«Ανησυχούμε για σένα, Σύρα. Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη να το εκμεταλλευτείς για απόλυτη ξεκούραση, μην τρέχεις στα καταστήματα, αν και είναι πρόκληση οι βιτρίνες της Πέμπτης Λεωφόρου. Δες κανένα έργο στο Broadway, το Miserable ή αν θέλεις κάτι πιο ελαφρύ το Βίκτωρ Βικτώρια παρ’ όλο που οι κριτικές…»
Η Σύρα σταμάτησε να διαβάζει τις ατέλειωτες υποδείξεις της Ντάνιελ και της Πέρτα. Ώρα μετά διέσχισε πολλές φορές το δωμάτιο να μαζέψει τα μικρά χαρτάκια από το σχισμένο γράμμα.
Ο Ντέιβιντ τώρα αποβιβαζόταν από το Ferry οδηγώντας ακόμα εκείνο το καναρινί walks wagen. Κατηφόρισε προς το Village, στη διασταύρωση της Fifth Avenue και Eighth Street κόρναρε, «Σύρααα, Σύρααα», φώναξε δυνατά, περιμένοντας την Βραζιλιάνα καλλονή να φανεί από τη γωνιά.
Η Σύρα άνοιξε ξανά το παράθυρο κι άφησε τ’ αποκόμματα από το σχισμένο γράμμα, να πετάξουν.
«Πότε θα επιστρέψεις;».
«Ποτέ».
Η Ντάνιελ και η Πέρτα ήταν πια ώριμες να ζήσουν μόνες τη ζωή τους. Ήταν όμορφα τα κορίτσια του άντρα της. Τα μάτια της Ντάνιελ είχαν το χρώμα της θάλασσας και το βλέμμα της Πέρτα τη γοητεία μιας σιωπηλής πολιτείας. Οι συζητήσεις με τα κορίτσια δεν τελείωναν ποτέ, σαν περίμεναν την πανσέληνο να βγει μεσ’ από το ποτάμι που το διέσχιζαν και φύτευαν κάκτους στις όχθες του, σαν λύτρωση τις νύχτες του καλοκαιριού στο
Dar es-Salaam. Μα η Σύρα πάντα επέστρεφε σε κείνη την οδυνηρή πτυχή του ονείρου που την παίδευε χρόνια.
«Αν δεν είσαι στημένη στη γωνία δε θα σε περιμένω…», της έλεγε καθώς εκείνη έμπαινε στο αυτοκίνητο. Η Σύρα του έκλεινε μ’ ένα παρατεταμένο φιλί το στόμα τόσο που ο Ντέιβιντ ξεχνούσε γιατί γκρίνιαζε. Μια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων ήτανε, σταμάτησε στη μέση της γέφυρας του Queensboro και της ανταπέδωσε εκείνο το φιλί συνεχόμενα δύο λεπτά, ώρα αιχμής και μπλόκαρε την κυκλοφορία.
«Έλα Σύρα, μπορούμε να μάθουμε επιτέλους τι συμβαίνει; Έχουν ήδη σταλεί οι προσκλήσεις για την έκθεση σου», της έγραφαν τα κορίτσια απελπισμένα.
Είχε παντρευτεί τον πατέρα των κοριτσιών με τη λαχτάρα να μεγαλώσει δυο παιδιά που δεν ήταν δικά της, μα και που αρνιόταν ν’ αποκτήσει δικά της. Ακολούθησε τον Πασκάλ σαν διέξοδο μετά την αναπάντεχη εξαφάνιση του Ντέιβιντ.
«Πώς τηρήθηκαν οι αναλογίες σ’ ένα τέλμα συναισθημάτων», διερωτήθηκε. Από ώρα καθόταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου, σε μια πολυθρόνα που βυθίστηκε σε αυτή, έτσι ώστε να ελέγχει την είσοδο με την ελπίδα πως ίσως φανεί από κάπου εκείνος, ο πρώτος παθιασμένος νεανικός της έρωτας. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν που τη γνώρισε και την παρέσυρε σε κείνο το ξενοδοχείο, παραμονή Χριστουγέννων κι απόψε και τον περίμενε… Οι μεγάλοι καθρέφτες του χολ της επιβεβαίωναν πως τα χρόνια κύλησαν κι η πρώτη νεότητα θάμπωσε στο πρόσωπό της.
Το επόμενο ποτήρι κονιάκ το απολάμβανε στους ήχους της τζαζ τύπου Νέας Ορλεάνης με το παθιασμένο κλαρινέτο του Γούντι Άλεν, σε ξενοδοχείο της Πεντηκοστής Έβδομης Οδού. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί και πόση ώρα καθόταν έτσι με το ποτήρι στο χέρι. Το πάθος του κλαρινέτου, όμοιο με κείνο της Πεντηκοστής Πέμπτης Οδού, στο Κλαμπ της Δευτέρας, κι ο Ντέιβιντ ήταν εκεί.
«Το μόνο που άλλαξε είναι η τιμή του ουίσκι, Σύρα. Πήγε σαράντα ένα δολάρια».
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Σύρα, Σύρα… αs time goes by…» είπε και την έχωσε στην αγκαλιά του ενώ τα βήματά τους ακολούθησαν τις πρώτες νότες του Talking Dances.
Η Σύρα βγήκε να την κτυπήσει ο πρωινός αέρας της μεγαλούπολης. Οι δρόμοι του Μανχάταν την εξανάγκαζαν προς μία κατεύθυνση, εκείνη της γέφυρας του Queensboro. Εκείνης της παράξενης εξουσίας που εξωθούσε προς τη σιωπή του Ντέιβιντ. Ακούμπησε στο σκουριασμένο στηθαίο κι ο Ντέιβιντ ήταν εκεί. Ερχόταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Δεν μίλησαν. Περπάτησαν παράλληλα όλη τη γέφυρα και τον είδε να μπαίνει στο ferry.
«Εδώ Ντέιβιντ, εδώ»… του φώναζε και ένοιωσε το σώμα της να αιωρείται πάνω από τα σκουριασμένα κάγκελα της γέφυρας του Qeensboro, για να βρεθεί το γρηγορότερο κοντά του.
Η New York Daily News έπεσε από τα χέρια της Daniel στο δωμάτιο του τεσσαρακοστού όγδοου ορόφου του ξενοδοχείου Shangri-Lay, ενώ από τα μάτια της Πέρτα κύλησαν δάκρυα καθώς κοιτούσε πρωτοσέλιδη τη φωτογραφία της Σύρας στα παγωμένα νερά του East River.
Σταύρος Θεμιστοκλέους
Αναπληρωματικό
Γύρω μου σκοτάδι, ραμμένες οι τσέπες και η κλωστή, σιωπηλός συνένοχος να κρύβει κάτι μέσα από τη φόδρα. Δεν το βλέπει κανείς.
Πρέπει να συνηθίσω το σκότος, θα μείνω εδώ για καιρό. Το παλτό είναι σχετικά καινούργιο και μια αλλαγή φαντάζει μάλλον μακρινή. Μα η λαχτάρα μου με κάνει να το ξεχνώ.
Μια μέρα θα είμαι μπροστά, θα τα βλέπω όλα και θα σε στηρίζω όσο καλύτερα μπορώ. Κάνει κρύο εκεί έξω. Το νιώθω. Τόσα πράγματα κατέληξαν εδώ, στενοχωριέμαι.
Ένα μικρό εξάρτημα ενδυμασίας είμαι, σε αναμονή. Αντικαταστάτης κάποιου άλλου. Τι θα απογίνει αυτό; Θα συμβεί το ίδιο και σ’ εμένα; Αδύνατον, η συνείδηση μου δεν θα το αντέξει. Ας βολευτώ εδώ. Δεν είναι κι άσχημα.
Στους κρύους περιπάτους θα νιώθω τα χέρια σου. Θα ξέρω πότε θα είσαι αμήχανος, θα μετράω στα δάχτυλά σου υπεκφυγές και θα σου δίνω ψιλά για τσιγάρα. Θα βολευτώ εδώ.
Ωστόσο, δεν βλέπω τίποτα, με δυσκολία ακούω. Τόσες ξηλωμένες φωνές έχουν ραφτεί εδώ μέσα. Σκίζουν το σκοτάδι και πάλι σκοτάδι βρίσκουν. Μανταρίσματα ουρλιαχτών το σκάνε απ’ τα τρυπώματα, μα απόηχοι καταλήγουν.
Ένα ψαλίδι καταφτάνει σαν από μηχανής θεός. Μόλις χάθηκε ένα κουμπί κι εγώ θα κληθώ να πάρω άμεσα τη θέση του. Επιτέλους ήρθε η σειρά μου. Τέρμα η ζωή στα παρασκήνια. Με διπλή κλωστή περνά η βελόνα από την καλή όψη του παλτού στην πίσω πλευρά και μετά πάλι μπροστά.
Συστήνομαι με την κουμπότρυπα και για πρώτη φορά βλέπω τον κόσμο. Δεν είναι όπως τον φανταζόμουν. Πού είναι το φως του προβολέα; Είναι όλα πιο θαμπά, βουβά και επικίνδυνα.
Αντιμέτωπος με μια νέα αναμονή, αναρωτιέμαι.
Πότε θα ξανακούσω την αλήθεια;
Νάσα Παταπίου
Ο καθρέφτης χρόνος
Στην Ανδρούλα Τουμάζου
Σκέφτομαι πως ο χρόνος είναι ένας καθρέφτης και εκεί μέσα καθρεφτίζονται όλα. Σκηνές από την παιδική κι εφηβική μου ηλικία και ακόμα ό,τι φαντάστηκα, ό,τι έζησα, ό,τι ζωντάνεψε και ό,τι αποτυπώθηκε στη μνήμη μου μέσα από σκονισμένα έγγραφα πριν από τέσσερις ή πέντε αιώνες. Όταν με παίρνει ο ύπνος, αυτός ο μαγικός καθρέφτης ανοίγει διάπλατα τις πύλες του και φέρνει στο προσκήνιο, ενσαρκώνοντάς τα, πρόσωπα που δεν γνώρισα και εικόνες που δεν έτυχε να δω: αρχόντισσες με πλούσιες φορεσιές, γυναίκες που αργοπεθαίνουν έτοιμες να αποχαιρετήσουν τον παρόντα κόσμο, αφήνοντας κληροδοτήματα πολύτιμα με μιαν ευχή να έχουν μια θέση στον Παράδεισο. Ο μαγικός αυτός καθρέφτης είναι ανάταση και πτώση, αφού σ’ αυτόν υπάρχει πάντα πίσω από κάθε τι η όψη ή η σκιά του χρόνου. Πολλές φορές αποπειρώμαι με μια γροθιά να τον συνθλίψω, αλλά το χέρι μου οπισθοχωρεί αιματωμένο. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνω μόνο με τις αιμάτινες σταγόνες να θολώνω τις εικόνες. Δεν μένει παρά να συμφιλιωθώ μαζί του. Ας σταματήσει αυτός ο πόλεμος, ας πάψω να τον αντιμάχομαι. Μπορώ μονάχα να κρατήσω τα ταξίδια στο παρελθόν κι ας είναι επώδυνα· άλλωστε ποιος είπε πως η ευτυχία και η χαρά δεν έχουν έστω ψήγματα οδύνης.
Όσο περνούν τα χρόνια αυτός ο μαγικός καθρέφτης μεγεθύνεται και ταξιδεύω μαζί του πίσω βαθιά στο παρελθόν. Είναι φορές που μοιάζω να βρίσκομαι σε ύπνωση και δεν επιθυμώ να βγω από αυτό τον κόσμο, που ο καθρέφτης χρόνος με τη μαγική του δύναμη με ταξιδεύει. Όσο περνούν τα χρόνια περιπλανιέμαι μαζί του στην παιδική μου ηλικία που πρέπει, μάλλον πρέπει, να είναι για τον καθένα «ο απωλεσθείς παράδεισος».
Γίνομαι η γιαγιά μου και κάθομαι στον αργαλειό και υφαίνω. Γνωρίζω τη σπάνια τέχνη να υφαίνω βαμβακερές σαγιές και με επιδέξιο τρόπο να περνώ πολύχρωμες χαντρούλες στο στημόνι και να πλουμίζω το υφαντό με σχήματα γεωμετρικά ή και περίτεχνα άνθη. Την παρακολουθώ και ακούω τον ήχο του αργαλειού ενώ ταυτόχρονα μου σιγοτραγουδά: «Κάτω στες άκρες των ακρών» ή «Καλώς τον μπάρμπα τον Φουκά, τον μπάρμπα Νικηφόρο». Έξω φυσούσε ένα δροσερό αεράκι και έφερνε μαζί του άρωμα από φούλι. Θυμήθηκα τότε πως η δασκάλα κάποτε μας είπε ότι το ευωδιαστό αυτό λουλούδι λέγεται και ινδικό γιασεμί.
«Θα σου υφάνω μια σαγιά με χάντρες», μου είπε η γιαγιά μου, «να τη φοράς να με θυμάσαι κι ύστερα θα υφάνω μια πολύχρωμη σαγιά, και αυτή για σένα, για να γνωρίζεις τι φορούσαν κάποτε οι αρχόντισσες του τόπου σου. Έχω ένα τόπι μεταξωτό για να σου ράψω το πουκάμισο και το σαλβάρι. Τον μεταξόσπορο τον έβαλα σε σακουλάκι, τον έκρυψα στο στήθος μου και πήγα την ημέρα του Ευαγγελισμού της Παναγίας, 25η Μαρτίου, στην εκκλησία για να ευλογηθεί κι έβγαλα εκείνη τη χρονιά μετάξι άριστης ποιότητας για να σε ντύσω. Έχω και υφαντό βαμβακερό από βαμβάκι ατόφιο, που το είχα φυτέψει εγώ η ίδια με τα χεράκια μου σε γόνιμο χωράφι στη Λεμπρικαστή, που κληρονόμησα από την προγιαγιά μου. Το μάζεψα, το έγνεσα, το ύφανα». Αυτά έλεγε η γιαγιά σαν ύφαινε και όλα έμοιαζαν σαν παραμύθι.
Ύστερα βγήκε στην αυλή και άναψε φωτιά κι έβαλε πάνω ένα τεράστιο χαρτζί με νερό ρίχνοντας μέσα φλοιούς, που είχε μαζέψει από τον χοντρό κορμό ενός πεύκου. Και το νερό σιγά-σιγά γινόταν βυσσινί, μια τέλεια βαφή ερυθροβύσσινη, να βάψει το πτυχωτό ρουτζιέττι για τον γάμο μου. Ωστόσο, όταν παντρεύτηκα εκείνο τον Φλεβάρη, που οι βιολέττες έστελναν χαρμόσυνα τις ευωδιές τους, δεν μου φόρεσαν το ερυθροβύσσινο ρουτζιέττι που το φορούσαν οι λυγερόκορμες κοπέλες του Ριζοκαρπάσου ακολουθώντας την παράδοση «των ζωστών ευγενίδων του Βυζαντίου». Στην εποχή μου το νυφικό έπρεπε να έχει λευκό χρώμα, μόδα που ήρθε από τη Δύση. Εγώ, όμως, πάντοτε ατενίζω προς την Ανατολή, γιατί τα παραμύθια της μανούλας μου με τους πραματευτάδες, τους σιδεροκόπους, τους αστρονόμους και τους τρύπουνους είχαν εκεί το σκηνικό τους.
Κάθισα εγώ στον αργαλειό και άρχισα να υφαίνω, η γιαγιά άφησε στο χαρτζί το πτυχωτό ρουτζιέττι, για να πάρει εκείνο το θεσπέσιο χρώμα κι ύστερα άρχισε να ζυμώνει. Την επομένη ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, γιόρταζε ο Προφήτης Ηλίας ο Θεοσεβίτης, που ρύθμιζε, όπως έλεγαν, τις καιρικές συνθήκες. Κάποτε στο Δημοτικό είχα δει μια απεικόνιση της ανάληψής του πάνω σε πύρινο άρμα, με κατάλευκα άλογα να διασχίζει τους αιθέρες. Έκτοτε, στο άκουσμα Προφήτης Ηλίας γυρίζω πάντοτε ψηλά το βλέμμα και θαρρείς τον βλέπω στο πύρινο άρμα με τα άλογα να καλπάζουν στον ουρανό. Την παραμονή της ανάληψης του Προφήτη γιορτάζαμε μαζί και τον Άγιο Φίλωνα, τον πολιούχο μας. Ετοίμασε η γιαγιά τις σιμιγδαλένιες αφράντες, τα πρόσφορα, και έφτιαξε και μικρά αφραντούθκια για μένα και τις μικρές μου φίλες σε σχήμα στρογγυλό με το τυπάρι επάνω, τη σφραγίδα που έφερε τα αρχικά Ι(ησούς) Χ(ριστός) Ν(ικά) και για τα μικρά αγόρια έφτιαξε αφραντούθκια με ουρά. Το βράδυ στην αρχαία Καρπασία, στα ερείπια της βασιλικής του Αγίου Φίλωνα τελέστηκε λειτουργία κάτω από τον έναστρο ουρανό, με τον ήχο του φλοίσβου της θάλασσας. Εκείνο το βράδυ λες και ζωντάνεψε η νεκρή πολιτεία που την κατέστρεψαν οι Άραβες και φάνηκε στον ουρανό σαν άλλη Ιερουσαλήμ.
Άπλωσα το χέρι μου στο καλαθάκι που κρατούσα με τα αφραντούθκια σαν ακούστηκε το απολυτίκιο του Αγίου Φίλωνος: «Καρπασέων το κλέος και Κυπρίων το αγλάισμα», αλλά τότε γύρισα πλευρό και ξύπνησα.
Ο αληθινός κόσμος δεν είχε μαγεία, έτσι βυθίστηκα ξανά στον ύπνο του παραμυθιού μες στον καθρέφτη χρόνο. Αυτή τη φορά έψαχνα για αγριολούλουδα όπως τα γνώρισα με τα δικά τους τοπικά ονόματα. Πέρασα απ’ το γεφύρι της Ποταμιάς και είδα τα πλούσια νερά να κυλούν όπως πριν από αιώνες, όταν υδροδοτούσαν την αρχαία Καρπασία. Μου φάνηκε πως είδα μια νεράιδα στις πλούσιες καλαμιές και μια φωνή από τα τρίσβαθα της γης ακούστηκε: «Χαίρε Μελουζίνη των θρύλων και των παραμυθιών, για χάρη μου ο καθρέφτης χρόνος σ’ αιχμαλώτισε». Ήταν η δική μου φωνή, που μ’ έφερνε αντιμέτωπη με τη μορφή της, αυτήν που αναζητούσα χρόνια. Πήρα τον δρόμο προς το Λέμπος και μάζευα άγριες ορχιδέες, δηλαδή όρνιθες, μέλισσες, βούθκια και πετεινούς και μουσκαμπέουρους που μοιάζαν σαν ζουμπούλια. Μάζεψα ακόμη καμπανούλες, σπάνιο άνθος και μοναδικό και είδα μετά από χρόνια κάποια φυτά με το όνομα αμπούστες και σάνταλα. Στ’ αριστερά μου ο δρόμος οδηγούσε στη σιναῒτικη μονή της Παναγίας της Ελεούσας· τότε θυμήθηκα τα άνθη αθάνατα ή semprevive, που εμείς τα λέμε δάκρυα της Παναγίας, όταν κυνηγημένη, κατά την παράδοση, η μεγαλόχαρη σκόνταφτε κι έπεφταν τα δάκρυά της. Έκοψα βουρτουλίσια λευκά και μωβ, που το όνομά τους κρατά από τα χρόνια των Φράγκων, ίσως από το fleur de lis.
Από μακριά φάνηκαν καράβια σαρακήνικα κι εγώ ήμουν φορτωμένη με αγκαλιές αγριολούλουδα. Ξύπνησα μα το σώμα μου είχε μια τεράστια πληγή που αιμορραγούσε… Με τη γροθιά μου δοκίμασα ακόμα μια φορά να συνθλίψω τον καθρέφτη χρόνο, αλλά εις μάτην. Έκτοτε παραμένει ο καθρέφτης ραγισμένος, σχεδόν μετά από μισό αιώνα…
Γλωσσάρι
σαγιά(η)= λαῐκή ενδυμασία του Ριζοκαρπάσου
βούθκια (τα)= βόδια
χαρτζί(το)= χαλκείο
λεβέτι¬/ρουτζιέττι(το)= ριζοκαρπασίτικη επίσημη και νυφική ενδυμασία
[Μια αφιερωματική εικόνα με την Παναγία Ελεούσα δέσποζε έως το 1974 στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη με την επιγραφή: «Μνήσθητι Δέσποινα των δούλων σου Μάρκου και Αννέτας προσκυνητών και των τέκνων, 1860». Μνήσθητι Δέσποινα και των επιγόνων…]
Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ
Η αγάπη εν ξιλείφκει
«Είσαι η αγγόνισσα του Αντρόνικου ένναιν;» λαλεί μου την πρώτη φορά που με είδεν στην πλατεία του χωρκού. «Μα ήξερες τον παππού μου;» ρωτώ την. Για μιαν στιγμήν αστράψαν τα μάθκια της, κάθεται που κάτω που τον πλάτανον τζαι πολοάται μου: «Ο Αντρόνικος ήταν πολλά καλός τζηπουρός. Έρκετουν τζαι εκλάδευκέν μου, αυλάκωνεν τα δεντρά μου, εξιχόρτιζεν. Αρέσκαν του πολλά οι βασιλιτζιές. Κάθε φορά που έρκετουν έσσω μου ετραγουδούσεν το «Ψυντρή βασιλιτζιά μου τζαι μαντζουράνα μου». Εκουβεντιάζαμεν πολλά, για τες ζωές, τες δυσκολίες του καθενού, τες χαρές τζαι τα μαράζια. Για τζείνα που άντεσσιεν η ψυσσιή μας. Είσσιεν φορές που εν ι-μπορούσεν να συντύσσιει. Τζαι εγιώ άκουα την σιωπή του. Ο Αντρόνικος ήταν όμορφον πλάσμαν, μέσα τζαι έξω. Μετά εσταμάτησεν να έρκεται έσσω μου. Τζαι που τότε εν εφώναξα κανέναν άλλον τζηπουρόν.
Η Στασού εζούσεν στο τελευταίον σπίτιν του χωρκού, στον δρόμον μετά την εκκλησιάν. Το σπίτιν τούτον εν ήταν μιάλον, δκυό κάμαρες ούλλες τζ’ ούλλες. Είσσιεν όμως μιαν όμορφην αυλούδαν γεμάτην γλάστρες με βασιλιτζιάν τζαι φρέσκον δκυόσμιν. Εμοσκοβολούσεν ο τόπος με το που έμπαινες της εξώπορτας. Είσσεν τζαι λλία τσαρτελλούθκια, τα παραπάνω κότσινα, το χρώμα που της άρεσκεν περίτου. Μες τούντο σπίτιν εμείνισκεν η Στασού. Εσσιήρεψεν που τα τριανταπέντε της, κοπελλούθκια εν εξόρτωσεν να κάμει, τζαι οι γονιοί της επεθθάναν. Είσσιεν όμως δκυό αρφάες που εμεινίσκασιν στην Νότιαν Αφρικήν, στο Τζιοχάνεσμπουργκ. Πάσιν πολλά χρόνια να έρτουν στο νησίν. Εφύαν μετά τον πόλεμον τζαι εμείνασιν ποτζεί.
Tωρά η Στασού εν νά ‘ναι καμιά εξηνταρκάν χρονών, μα φαίνεται μιτσότερη. Η επιδερμίδα της εν άσπρη σαν το γάλαν, τζαι τα μαλλιά της μακριά τζαι σγουρά. Πκιάννει τα κότσον τες παραπάνω φορές τζαι φαίνεται το αντζελοκαμωμένον της πρόσωπον ή κάμνει δκυό βρουλιά που φτάνουν ως την μέσην της. Τζείνη η μέση της εν όπως το δακτυλίδιν. Τζαι τα μάθκια της εκάμαν πολλές φορές ζημιάν. Έτσι ελαλούσαν μες το χωρκόν. Αντά τζαι εγύρναν το δειν της πάνω σου, τζαι άννοιεν το στόμα της να σου πει μιαν κουβένταν με τζείντην γλυτζιάν την φωνήν της, εκόφκουνταν τα πόθκια σου. Στο χωρκόν πάντως ήταν πολλά ξακουστή για την τέχνην της. Έραφκεν που ούλλα: καλά φουστάνια τζαι μπλούζες, τραπεζομάντηλα μεταξωτά, κουρτίνες που το τέλειωμαν τους έκαμνέν το με σμιλίν, τζαι άλλες ομορκιές. Ό,τι έπιανεν να κάμει πας την ραπτομηχανήν ήταν άλλον πράμαν. Οι χωρκανοί είχαν να το λαλούν.
Τζείντην ημέραν που την επισκέφτηκα είσσιεν πολλήν κρυάδαν, Μάρτης μήνας. Ήλιον εν εθθωρούσαμεν κάμποσες μέρες. Τα σύννεφα εκοντέφκαν τες καμινάδες των σπιθκιών. Το χωρκόν ήταν χτισμένον πας στην μούττην του βουνού. Εγώ, εν είσσιεν πολύν τζαιρόν που ήρτα να μείνω στο σπίτιν της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου. Άρεσκέν μου η ησυχία, τζαι ήθελα να γνωρίσω καλύττερα τες ρίζες μου. Επερπάτουν πόξω που το σπίτιν της, το ξωπόρτιν της αυλής ήταν ανοιχτόν, τζαι εμπήκα μέσα. Η Στασού ετάιζεν δκυό -τρεις κάττους τζείντην ώρα.
-Γειά σου θκειά, είντα που κάμνεις; ερώτησά την χαμηλόφωνα να μεν την ξιππάσω.
-Καλώς την! Κόπιασε να σου ψήσω καφέ, απάντησέν μου καλόκαρδα μόλις με είδεν.
Έδωκεν μου μια καρέκλα να κάτσω τζαι ερώτησέν με είνταλος πίνω τον καφέν μου. Είπα της σκέτον. «Εν να σου βάλω τζαι λλίην ζάχαρη, κόρη μου. Να σε γλυκάνει. Το πλάσμαν εν μπορεί δίχα λλίην γλύκαν». Ώσπου να φέρει τον καφέ, εμύρισα τες βασιλιτζιές της, ήταν κάμποσες, φουντωτές τζαι καλοφροντισμένες. Με τον καφέ ετράτταρέν με τζαι γλυκόν καρυδάκιν. Τζαι τούτον που τα σιέρκα της. Άρχισεν να με ρωτά αν μου αρέσκει να ζιώ δαπάνω στο χωρκόν, αν δουλέφκω, αν θα πάω πίσω στην Ελλάδα. Ερώταν με μιαν έγνοιαν σαν να ήταν η γιαγιά μου ή έναν πλάσμαν που νοιάζεται βαθκιά για τον άλλον, ξένον γιά δικόν του.
«Ο Πλάστης μου, έκαμέν μας για να σιαιρούμαστεν την ζωήν, κόρη μου, δαμαί που ζιούμεν. Άλλην ζωήν εν έσσιει. Κόλαση τζαι Παράδεισος εν δαμαί πας τούντην γην. Ούλλα τ’ άλλα που λαλούσιν εν λόγια του αέρα.
Ν’ αγαπάς τζαι να μεν κουκκουφάς. Ο ένας εν να πει το ξειν του τζαι ο άλλος το πειν του. Να μεν τους βάλλεις φτιν. Ν’ ακούεις την καρκιάν σου. Τζείνη εν κάμνει ποττέ λάθος».
-Θκειά Στασού, να σε ρωτήσω κάτι με ούλλον τον σεβασμόν;
-Ρώτα με κόρη μου τζαι ασ’ τες αντροπάες.
– Εκτός που τον άντραν σου, αγάπησες άλλον άντραν;
Στην ερώτησήν μου, εχαμήλωσεν λλίον το βλέμμαν της, έκοψεν έναν κλωνούιν βασιλιτζιάν που μιαν γλάστραν, εμυρίστηκεν την νακκουρίν τζαι εγύρισεν με τζείντα τα μάθκια της τα φωτεινά τζαι λαλεί μου: «Ναι, αγάπησα. Ούλλους όμως μετά τον άντραν μου. Επέθανεν μιτσής τζαι εγιώ έμεινα μανισσιή μου. Ούτε σαράντα χρονών εν ήμουν που εσσιήρεψα. Εν ήθελα ν’ αρμαστώ άλλον άντραν. Έκλαψα τον, μα μετά η ψυσσιή τζαι το σώμαν μου εγύρευφκεν συντροφκιάν αδρωπινήν. Πεθυμάς να σου συντύσσιει ο άλλος με γλυκόλοα, να σε ντζίζει τζαι ν’ ανατρισσιάζεις. Δαμαί στο χωρκόν οι γλώσσες εν γεμάτες κατζίαν τζαι εμέναν εν μ’ αρέσκει η κατζία. Εν ανακατέφκουμαι μες τες υποθέσεις των άλλων. Ο καθένας κουμαντάρει την ζωήν του. Εν ήθελα να βλάψω κανέναν, μεν γενναίτζες μεν κοπελλούθκια. Ήμουν τυσσιερή με τους αγαπητικούς μου. Εν έχω παράπονον. Κρυφά γιά φανερά αγάπουν τους τζαι πιστέφκω αγαπούσαν με τζαι τζείνοι. Το πλάσμαν κόρη μου άμαν εν αγαπά, εν ντζίζει άλλον πλάσμαν, λλίον-λλίον πεθανίσκει. Οι άδρωποι ξιλείφκουν, μα η αγάπη έθθα ξηλείψει ποττέ.
Γλωσσάρι
αγγόνισσα: εγγονή
ένναιν: δεν είναι
λαλεί μου: μου λέει
πολοάται (πολοούμαι): απαντώ
τζηπουρός: κηπουρός
έσσω: σπίτι
συντύσσιει (συντυχάννω): μιλάω, κουβεντιάζω
μιάλον: μεγάλο
ούλλες: όλες
λλία: λίγα
τσαρτελλούθκια: γεράνια
κότσινα: κόκκινα
περίτου: περισσότερο
εμείνισκεν: έμενε
εσσιήρεψεν: χήρεψε
κοπελλούθκια: παιδιά
εξόρτωσεν: κατόρθωσε
αρφάες: αδελφές
πάσιν: πάνε
ποτζεί: απο κει
μιτσότερη: μικρότερη
κότσον: η κοτσίδα
βρουλιά: μπλεξούδες
ελαλούσαν: έλεγαν
αντά: μόλις
το δειν: το βλέμμα
που ούλλα: απ’ όλα
πας: πάνω
εθωρούσαμεν: βλέπαμε
εκκοντεύφκαν: πλησίαζαν
μούττην: μύτη
πόξω: απ’ έξω
κάττους: γάτους
είντα: τι
ξιπάσσω: ξαφνιάσω
είνταλος: πως, με ποιο τρόπο
δίχα: δίχως
ετράτταρεν: κέρασε
σιέρκα: χέρια
δαπάνω: εδώ πάνω
γιά: ή
δαμαί: εδώ
κουκκουφάς: ενοχλείς
λοαρκάζεις: λογαριάζεις
το ξιν του τζαι το πειν του: το μακρύ και το κοντό του
φτιν: αυτί
αντροπάες: ντροπαλοσύνες
νακκουρίν: λιγάκι
μιτσής: μικρός
μανισσιή: μόνη
αρμαστώ: παντρευτώ
ντζίζει: αγγίζει
κατζία: κακία
έθθα: δεν θα
εν ξιλείφκει: δεν εξαντλείται
Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου
Ο ανέστιος ανδριάντας
Στον Γιάννη και την Κούλα Ιωάννου
Η σκηνή έμοιαζε με ταινία του Φελλίνι ή του Αντονιόνι. Μπροστά πήγαινε το φορτηγό με τον ανδριάντα ξαπλωμένο στην ανοιχτή κάσα του και πίσω μια γυναίκα μεσήλικη, η γυναίκα του γλύπτη, με το αυτοκίνητό της σε μικρή απόσταση. Ταχύτητα 40 χιλιόμετρα.
Ο τεχνίτης του χυτηρίου είχε ειδοποιήσει πως ο ανδριάντας που είχε απομείνει εκεί μετά τον θάνατο του γλύπτη εμπόδιζε τον ζωτικό χώρο λειτουργίας του κι έπρεπε να μεταφερθεί. Πού, σκέφτηκε η γυναίκα του γλύπτη. Δυο μέτρα ύψος ο αντάρτης με τα πόδια ανοιχτά σε δυο βράχια και το όπλο υπό μάλης, τόνοι από χαλκό. Τέτοιας ολκής γλυπτό! Πού να φυλαχτεί μέχρι να ετοιμαστεί η πλακόστρωτη πλατεία και να τοποθετηθούν τα βουνά να πατήσει ο αντάρτης;
Ο χρηματοδότης του έργου κώφευε. Οι μεσάζοντες, η επιτροπή, η κοινότητα, ο αρχιτέκτονας της πλατείας, εφόσον δεν υπήρχαν ακόμη τα χρήματα για τη διάπλαση του μνημειακού τόπου εγκατάστασης του ανδριάντα, δεν αναλάμβαναν. Ποιος απέμενε; Η χήρα του γλύπτη. Ένα ψυχικό φορτίο επιπλέον στον καημό του χαμού του. Να πάρει απόφαση και γι’ αυτό. Μπορούσες να την πεις δυναμική, αλλά άλλο τόσο ήταν τρωτή κι ευαίσθητη. Ένας ανδριάντας φώλιασε στη σκέψη της να του βρει οπωσδήποτε καταφύγιο. Η αυλή της δεν είχε πέρασμα στο ύψος του ήρωα, ούτε το εργαστήρι του άντρα της στο πίσω μέρος της αυλής επομένως ωφελούσε. Στο οποίο, βέβαια, συνωστίζονταν όλα τα έργα του σε αντίγραφα ή και τα πρωτότυπα, σε γύψο, κερί, πέτρα και μπρούντζο.
Θυμήθηκε τον συνεργάτη και στενό φίλο του συζύγου της, σκαλιστή περίφημο της πέτρας, καλλιτέχνης κι αυτός με ταλέντο πηγαίο και δυνατό, αυτοδίδακτος, που είχε ένα περιβόλι μεγάλο γύρω απ’ το δικό του εργαστήρι. Ασημόφυλλες ελιές και άλλα πολλά δέντρα φρόντιζε η χρυσοχέρα η γυναίκα του και μια βαθύσκιωτη μουριά κάτω απ’ τη φυλλωσιά, της οποίας έπιναν τον καφέ τους, όποτε βρίσκονταν για δουλειές ή αναψυχή, φύτρωνε πιο ψηλή απ’ όλα.
Δέχτηκε με συγκίνηση ο καλός φίλος να φιλοξενήσει, όσο χρειαζόταν, τον ανέστιο επί του παρόντος ανδριάντα.
Εκεί όδευε η πομπή. Μόνη η γυναίκα του γλύπτη οδηγούσε κι έβλεπε τον ανδριάντα που προπορευόταν. Μια συνοδεία μοναχική, όπως μοναχική είναι και η ώρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τι σκεφτόταν σ’ όλη τη διαδρομή; Θέλει και ερώτημα; Τον πρόωρο χαμό του άνδρα της στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του… τη ζωή τους, τις δημιουργικές στιγμές, όταν ένα-ένα τα γλυπτά γεννιόντουσαν απ’ τον πηλό, στέριωναν στον γύψο, αποκαλύπτονταν στον μπρούντζο μέσα απ’ το καλούπι κι έπαιρναν τη θέση τους στους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, όπως και στις ψυχές των αγαπημένων τους. Ένας έρωτας μοναδικός.
Έφθασε η πομπή στο περιβόλι του λιθοξόου. Της άρεσε αυτή η λέξη. Λιθοξόος. Λιθοξόος ήταν κι ο πατέρας του φιλόσοφου Σωκράτη και θυμόταν τη λέξη από τα σχολικά της βιβλία.
Κόπος πολύς, ο ανεκτίμητος φίλος να στηρίξει με τον αναβατήρα από τα σωστά σημεία τον ανδριάντα με τους ιμάντες, να τον ορθώσει, να τον μεταφέρει μπροστά στον κορμό μιας αμυγδαλιάς, ναι, αμυγδαλιάς και να τον αποθέσει εκεί. Ο κορμός ήταν το αντίβαρο. Στερεωμένος πια εκεί ο ανδριάντας ατένιζε το άπειρο με φόντο πράσινα φύλλα.
Η γυναίκα του γλύπτη σκέφτηκε την Άνοιξη, όταν θα άνθιζε η αμυγδαλιά, αλλά και τον Χειμώνα, που θα έριχνε τα φύλλα της, τη συντροφιά του χαλκού με την ανθρώπινη μορφή. Έως ότου έρθει το πλήρωμα του χρόνου…
Κώστας Κατσώνης
Η μάνα του Μάριου*
Το ξαφνικό στρίγγλισμά της συντάραξε το εκκλησίασμα. Ήταν ακριβώς την ώρα που ο παπα-Νικόλας, ντυμένος στα γιορτινά του-πρωινό του Μεγαλοσάββατου, στάθηκε στην ωραία πύλη και ψάλλοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του το «Ανάστα ο Κύριος», σκορπούσε τα ροδοπέταλα της χαράς στα αγαλλιώντα πρόσωπα των πιστών, διασχίζοντας με βήμα γοργό-σχεδόν τρέχοντας, τους διαδρόμους της κατάμεστης εκκλησίας του Αποστόλου Λουκά.
-Θα’ ναι η μάνα του Μάριου, ψιθύρισε κάποιος.
-Αυτή πρέπει να’ ναι μουρμούρισε ο διπλανός.
-Και πέρσι τα ίδια έκανε, συμπλήρωσ’ ένας άλλος, με προφανή τη δυσανασχέτηση.
Ο Μάριος ήταν παιδί της γειτονιάς μας. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρόνων όταν σκοτώθηκε στον πόλεμο, εκείνο το πικρό καλοκαίρι. Η χαροκαμένη μάνα του το ‘χε συνήθειο να πηγαίνει στην εκκλησία τούτες τις μέρες. Με το πένθιμο λάλημα της καμπάνας, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η ψυχή της αναριγούσε, φουρτούνιαζε. Φόρεσε λοιπόν και σήμερα την ίδια στολή: Μαύρα, κατάμαυρα. Λες και ράφτηκε σε τούτα τα ρούχα από ‘κείνη τη μέρα και ποτέ δεν τ’ αποχωριζόταν.
Πέρασε και σήμερα μέσα από την πλατεία του χωριού, όπου βρισκόταν η εκκλησία, φορώντας μαύρη μαντήλα στο κεφάλι, ανέκφραστη και βαθιά πονεμένη, κουβαλώντας όλο το βάρος των ημερών στο θλιμμένο της πρόσωπο. Πέρασε ανάμεσα στις κοπελλούδες, που φορώντας τα «καλά» τους, γέμιζαν ασφυκτικά τέτοια μέρα τον γυναικωνίτη, αφού προηγουμένως είχανε κάνει τη σχετική «πασαρέλα» μπρος από τα αδηφάγα βλέμματα των αγοριών που σεριανούσαν στην πλατεία και τις περίμεναν, για να μπουν μετά κι αυτοί στην εκκλησία και να βιώσουν το μέγα γεγονός της πρώτης Ανάστασης.
Κι εκείνη την ώρα της χαράς και της αναστάσιμης ευφροσύνης, δεν άντεχε η μάνα του Μάριου και ξεσπούσε σ’ ένα κλάμα γοερό, που συγκλόνιζε το εκκλησίασμα. Αναθυμόταν τα δικά της πάθη, καθώς γίνεται με τους πιο πολλούς πιστούς, που ταυτίζονται με το θείο πάθος εκείνη την ώρα της αναστάσιμης χαράς και γεμάτοι συγκίνηση, άλλοι γελούν και χαίρονται κι άλλοι δακρύζουν. Κάπως έτσι ένιωθε εκείνη την ώρα η θεία Μαρία, όπως συνηθίζαμε να τη λέμε. Ο δικός της Γολογοθάς δεν είχε Ανάσταση και δεν προσδοκούσε κανένα αναστάσιμο μήνυμα από πουθενά. Και καθώς σπάραζε η καρδιά της από τον πόνο, την οργή και την αγανάκτηση για το μεγάλο κακό και την αδικαίωτη θυσία του παιδιού της και του τόπου, δεν άντεχε και ξεσπούσε σ’ ένα κλάμα απαρηγόρητο που συγκλόνιζε τις ψυχές.
Το σπίτι της ήταν πολύ κοντά στο δικό μας. Ήταν υφάντρα η μάνα του Μάριου. Πολύτεκνη, βασανισμένη μάνα, από τις καλοκυράδες του παλιού καιρού, αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι στον άντρα της -που ‘ταν ο στύλος του σπιτιού, όπως έλεγε- και στα παιδιά της -τρία κορίτσια και δύο αγόρια, που ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Στις οικοδομές δούλευε ο Χαμπής της, μεροκαματιάρης, δουλευτής, έκανε και κάτι κουτσοδούλεια άμα λάχαινε για να μπορέσει να θρέψει τα πέντε παιδιά τους.
Κι αυτή, το δικό του αντιστύλι, το εικόνισμά του, η αφέντισσα του σπιτιού και της ψυχής του, σαν απόκαμνε από τις δουλειές του σπιτιού, καθόταν στον αργαλειό. Ύφαινε τα προικιά των κόρων της, μα και για τ’ αγόρια δεν αμελούσε κι ύφαινε τα πρεπούμενα για τες καλές τες ώρες. Και καθώς ύφαινε τα μεταξωτά σεντόνια και τα μαξιλαροντύματα, ύφαινε την ίδια ώρα και τα δικά της όνειρα για τα παιδιά της και για το αύριο. Τα ‘βλεπε να μεγαλώνουν, να νοικοκυρεύονται και να φτιάχνουν το δικό τους σπιτικό με τα ταίρια τους και να ‘ναι πάνω απ’ όλα ευτυχισμένα. Κι όλο χαμογελούσε και αποξεχνιόταν. Κι έφευγαν όλες οι πίκρες της ζωής, που δεν τους απόλειπαν στους δύσκολους εκείνους χρόνους της φτώχειας και της αναβροχιάς.
Κι όλα κυλούσαν όμορφα στο σπιτικό τους. Μα το υφάδι του χρόνου έπλεκε τα δικά του υφαντά, που ‘χαν το χρώμα της πίκρας και της μαυρίλας. Ο Μάριος ήταν το στερνοπαίδι της, ένα μελαψό γλυκό κι αξιαγάπητο αγόρι, με σπινθηροβόλα μάτια, κελαρυστή φωνή και ζωντάνια ζηλευτή. Ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του και μπήκε από νωρίς στη βιοπάλη, για να συμβάλει το «κατά δύναμιν» στα οικογενειακά βάρη. Δούλευε στις οικοδομές κι ήταν ολόγελος κι ολόχαρος κάθε μέρα καθώς πήγαινε στη δουλειά, αλλά κι όταν σχόλναγε και πήγαινε στο σωματείο, να συναντήσει τους φίλους του, να μιλήσουν για το ποδόσφαιρο, να παίξουν τάβλι και να πουν τα δικά τους. Κι όταν συμπλήρωσε τα δεκαοχτώ του, πήγε φαντάρος, όπως όλα τα παλικάρια της ηλικίας του.
Υπηρετούσε σε φυλάκιο στη Λευκωσία, μαζί με τον φίλο του τον Τάσο, όταν ξέσπασε το μεγάλο κακό. Μαζί στις σκαλωσιές με τον Τάσο και στο καμίνι της βιοπάλης, μαζί στο γήπεδο για το ποδόσφαιρο και στο σωματείο τα δειλινά, μαζί και στους κυριακάτικους περίπατους του χωριού για ν’ ανταμώνουν με τα κορίτσια τους. Μαζί τώρα και στον στρατό, για να υπηρετήσουν τη δίχρονη υποχρεωτική τους θητεία. Το φυλάκιό τους βρισκόταν στην Πράσινη Γραμμή και βρέθηκαν έτσι χωρίς να το καταλάβουν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η ζωή στο χωριό και σ’ όλο το νησί μπήκε ξαφνικά, κατακαλόκαιρα, στον αστερισμό της αγωνίας και του θανάτου, που δεν άργησε ν’ απλώσει το μαγνάδι του και στα δικά μας τα μέρη.
Για αρκετές μέρες δεν έφτανε κανένα νέο στο χωριό για τα παλικάρια που βρέθηκαν στο μέτωπο από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μα τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φτάσουν. Νωρίς μαθεύτηκε το νέο για τον πρώτο νεκρό, που τον έλεγαν Γιώργο, παιδί κι αυτός της γειτονιάς μας, γιος του Σταυρή του καφετζή, που σκοτώθηκε από όλμο στον Πενταδάκτυλο από την πρώτη κιόλας μέρα της εισβολής και τον έθαψαν οι συμπολεμιστές του πρόχειρα κάτω από μια χαρουπιά. Για τον Μάριο και για τον Τάσο τα νέα ήταν καλά στην πρώτη φάση του πολέμου. Πήραν και άδεια μάλιστα για λίγες ώρες, στη διάρκεια της εκεχειρίας και πετάχτηκαν ως το χωριό. Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τους είδαν…
Στον μακρύ κατάλογο «πεσόντων και αγνοουμένων της εισβολής» το χωριό καταμετρούσε 14 αγνοούμενους και τρεις πεσόντες. Ο Μάριος και ο Τάσος ήταν οι άλλοι δυο απ’ τους πεσόντες. Σκοτώθηκαν την ίδια μέρα και ώρα από βλήμα όλμου που τους κτύπησε, καθώς έτρεξαν να βοηθήσουν τη γριά που τους φρόντιζε σαν μάνα εκεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου κι είχε τραυματιστεί από τα τουρκικά πυρά… Κι έφυγαν μαζί αγκαλιασμένοι για το αιώνιο ταξίδι…
******
Εκείνη τη χρονιά, το Μεγάλο Σάββατο ο παπα-Νίκος, περιχαρής και με βροντερή φωνή έψαλλε και πάλι το «Ανάστα ο Κύριος», μοιράζοντας ροδοπέταλα και κρίνα στους πιστούς, χωρίς όμως κανένα στρίγγλισμα και κλάμα γοερό να διαταράξει τη μυσταγωγία της στιγμής και τις συνειδήσεις, όπως γινόταν κάθε χρόνο, για πολύ καιρό, μετά τη μεγάλη τραγωδία. Η θεία Μαρία, η μάνα του Μάριου δεν ήταν πια εκεί. Είχε από μέρες ανέβει στα ουράνια κι ήταν αγκαλιά με τον αγαπημένο της Μάριο, που τόσο πολύ της έλειψε…
*Η ιστορία είναι αληθινή και αναφέρεται στην τραγωδία του προδοτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974, που άνοιξε τις κερκόπορτες στις ορδές του Αττίλα, για να εισβάλουν στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου 1974, σκορπώντας παντού τον θάνατο και την καταστροφή. Ο Μάριος και ο Τάσος σκοτώθηκαν στις 14 Αυγούστου 1974 από βλήμα όλμου, στο φυλάκιό τους, στην Πράσινη Γραμμή, στη Λευκωσία. Τάφηκαν προσωρινά στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμειας και αργότερα (στις 30 Αυγούστου 2000) ταυτοποιήθηκαν και τάφηκαν με τιμές στη γενέτειρά τους, Αραδίππου.
Την στήλη 7 + 1 διηγήματα για τον μήνα Iούλιο του 2022 κόσμησαν τα έργα της εικαστικού Ίρμας Βούλγαρη
Η Ίρμα Βούλγαρη γεννήθηκε το 1972 στη Λάρνακα.
Σπούδασε ζωγραφική στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1991-1997), με καθηγητή τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο. Παρακολούθησε θεωρητικά μαθήματα στην Ιστορία της Τέχνης και Αρχιτεκτονικής, Φιλοσοφία της Τέχνης και Ψυχολογία της Εκπαίδευσης. Παρακολούθησε επίσης, φωτογραφία στο εργαστήρι του Γιώργου Κατσάγγελου και χαρακτική στο εργαστήρι του Γιώργου Μήλιου.
Αποφοίτησε με Άριστα, και με υποτροφία του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη, συνέχισε τις σπουδές της στην Kunstakademie του Düsseldorf στη Γερμανία (1997-1999), με καθηγητή τον Γιάννη Κουνέλλη.
“Μικρόκοσμοι”, Δεκέμβριος του 2008, στη Γκαλερί Πάνθεον, Λευκωσία.
“Overexposure”, Δεκέμβριος του 2013, στον Πολυχώρο Αποθήκες, Λάρνακα.
Το 2018 συμμετείχε στην πρώτη Μπιενάλε της Λάρνακας με τίτλο “Δοχείο Περιεχόμενο”.
Από το 2000 ζει και εργάζεται στη Λάρνακα, όπου διατηρεί ατελιέ ζωγραφικής και προετοιμάζει μαθητές για τις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών της Ελλάδας και Κύπρου.Έργα της βρίσκονται στη συλλογή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, στη συλλογή του Δήμου Λάρνακας και σε άλλες ιδιωτικές και κρατικές συλλογές στην Κύπρο και το εξωτερικό.