Η δημιουργική γραφή και η ρητορική της ανάγνωσης
Γράφει η Σοφία Ιακωβίδου
Η δημιουργική γραφή δεν σχετίζεται με την αρχαία ρητορική μόνο ως προς τις απαρχές της, δεν πρόκειται για μια σχέση απλώς καταγωγική[1]. Είναι συστατική του αντικειμένου της, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Η εννόηση των όρων της ουσιαστικής ανάγνωσης και γραφής, των επιμέρους σταδίων που προϋποθέτουν τόσο η ανάγνωση όσο και η γραφή, είναι όσα η ρητορική θέτει και η δημιουργική γραφή de facto ακολουθεί ή στα οποία ανα-λύεται. Αποδεικνύεται έτσι από μια ακόμη πλευρά, από μια άλλη σκοπιά, ότι η δημιουργική γραφή και η θεωρία της λογοτεχνίας, ήδη εξαρχής όσο και εξελικτικά, είναι αδιάρρηκτα συνεδεδεμένες, μια και η πρώτη αναλύει όσα η δεύτερη προσπαθεί να κάνει πράξη, εισάγοντας τους σπουδαστές της σε μια σειρά σχετικών εργαλείων, σε μια τροπολογία[2]. Θα δούμε πώς συμβαίνει αυτό.
Όπως το αποδίδει ο Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο, η γραφή προσιδιάζει στη μετάφραση ενός εσωτερικού βιβλίου και η ανάγνωση σε μια νέα μετάφραση που έχει ως αποτέλεσμα ένα άλλο εσωτερικό βιβλίο. «Χρέος και δουλειά ενός συγγραφέα», καταλήγει ο Προυστ, «είναι το χρέος και η δουλειά ενός μεταφραστή»[3]. Στη μετάφραση, η πόλωση ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση εξαφανίζεται[4]. Ίσως να είναι η ανάγκη μιας τέτοιας «εξαφάνισης» που οδήγησε στην έκρηξη των αναγνωστικών θεωριών κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Άπαξ και το εγχείρημα της γραφής δεν συμπληρωθεί, δεν προκαλέσει το αντίστοιχο της ανάγνωσης, το βιβλίο θεωρείται πως παραμένει κάτι το αδρανές. Σχεδόν υπό αυτήν και μόνο την έννοια αυτός που γράφει είναι ένας συν-γραφέας: κάποιος που γράφει με / για κάποιον άλλο. Και λογοτεχνία κατέληξε να σημαίνει αυτό που συμβαίνει καθώς διαβάζουμε.
Οι θεωρίες της αναγνωστικής ανταπόκρισης ωστόσο, δεν αποτελούν επουδενί μια πρωτοτυπία του εικοστού αιώνα. Είναι μόνο η σύγχρονη απόληξη μιας μακραίωνης παράδοσης, αυτής της ερμηνευτικής. Όπως χαρακτηριστικά υποδειγματίζει η Α. Τζούμα στην Ερμηνευτική της, χωρίς να προβαίνει σε μια επισκόπηση της ιστορίας της ερμηνευτικής, αλλά σε μια κριτική κατάδειξη της εγγενούς της κυκλικότητας, της αναστοχαστικότητας που τη διακρίνει, «τη σύμπραξη της ιστορικότητας της γραφής με την ιστορικότητα της πρόσληψης που χαρακτηρίζει την ερμηνευτική του Ingarden, του Hirsch ή του Iser, τη βρίσκουμε ήδη στη διπλή κριτική που ασκεί στο ομηρικό κείμενο ο Κράτης της Περγάμου τον 2ο αιώνα π. Χ. ή στη συνθετική ερμηνευτική τυπολογία του Ωριγένη» και «την υπαρξιακή κατανόηση του Heidegger αναγνωρίζουμε στο verbum cordis του Αυγουστίνου – στη στενή σχέση ανάμεσα σε αυτό που πρέπει να κατανοηθεί και στη στάση αυτού που κατανοεί και ο οποίος αποβλέπει σε μια αλήθεια που να τον αφορά υπαρξιακά»[5]. Κατ’ουσίαν, οι αναγνωστικές θεωρίες ανοίγουν τη βεντάλια, άλλοτε εξολοκλήρου και άλλοτε εν μέρει, των διαφορετικών σημασιών του αρχαιοελληνικού ρήματος ερμηνεύειν, που παραδίνεται ακριβώς με τρεις έννοιες: εκφράζω, εξηγώ, μεταφράζω (οι οποίες για πρώτη φορά συνενώνονται ως τρεις φάσεις μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας στην ερμηνευτική πρακτική των χρησμών). Είναι σαφές πως «η κατανόηση βασίζεται πάντα σε μια μορφή εξήγησης, πως εξήγηση είναι η εκπεφρασμένη μορφή της κατανόησης, και πως η κατανόηση πραγματώνει πάντα κάτι που μοιάζει με προσαρμογή (μετάφραση) του κειμένου στην όποια αντιληπτική ικανότητα του εκάστοτε ερμηνευτή»[6], κι αυτή η διαπλοκή, ο εγκιβωτισμός των διαφορετικών σημασιών του ερμηνεύειν, διατρέχει όλες τις αναγνωστικές θεωρίες. Έτσι κατανόηση είναι εντέλει η επίθεση μιας προθετικότητας πάνω σε μια άλλη: η κατανόηση-μετάφραση του δέκτη επιτίθεται στην κατανόηση-μετάφραση του πομπού[7].
Αυτή ωστόσο η προθετικότητα αναλύεται σε κάποιες κινήσεις, που ξεκινούν κιόλας πριν από το κείμενο-προς-κατανόηση/μετάφραση, ήδη από την επιλογή του. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα κάνουμε λόγο για τα συγκεκριμένα στάδια που ακολουθούνται από τον αναγνώστη στην κατασκευή του δικού του βιβλίου, στη μετάφραση μιας άλλης μετάφρασης, αυτής του βιβλίου του συγγραφέα, όπως θα έλεγε ο Προυστ. Πρόκειται για μια διαδικασία που στοιχεί και πάλι σε μια άλλη που έχει υποδειχτεί ήδη από την αρχαιότητα, σε ό,τι αφορά τις φάσεις που ακολουθούνται στην παραγωγή του κειμένου από αυτόν που γράφει.
Η πρόσληψη δεν είναι μια αφηρημένη διαδικασία αλλά και ούτε πειθήνια υπακοή στις αναγνωστικές υποδείξεις που εμπεριέχει το κείμενο ή που προωθεί η κριτική[8]. Για να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες της πρόσληψης, να προσεγγιστεί η πραγματικότητα του διαβάσματος, καθίσταται λοιπόν αναγκαία μια ρητορική της ανάγνωσης[9]. Θα δείξουμε πως τα στάδια που η αρχαία ρητορική διέκρινε κατά τη διαδικασία παραγωγής του κειμένου αντιστοιχούν ένα προς ένα σε αυτά που διέρχεται κανείς κατά τη διαδικασία της πρόσληψης. Η ρητορική της ανάγνωσης περιλαμβάνει λοιπόν πέντε φάσεις:
1. Την επιλογή του προς ανάγνωση κειμένου. Αυτή αντιστοιχεί από την πλευρά της παραγωγής του κειμένου στην inventio, σ’αυτό που θα επιλέξει να πει ο συγγραφέας, τα θέματα του, την ύλη του.
2. Τον «προσανατολισμό» της ανάγνωσης. Αυτός αντιστοιχεί από πλευράς παραγωγής στην dispositio. Δηλαδή, όπως ο συγγραφέας προχωρά βάσει μιας σειράς, κατασκευάζει σταδιακά το σχέδιο και τον τρόπο εξέλιξης του λόγου του σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο στόχο, έτσι και ο αναγνώστης διαβάζει (ή εξακολουθεί να διαβάζει) βάσει του τί επιδιώκει: να μάθει ή να περάσει την ώρα του.
3. Τον τρόπο κατασκευής του νοήματος στις λεπτομέρειές του. Αυτός αντιστοιχεί στη φρασεολογία, το λεκτικό ενός κειμένου και στον τρόπο τακτοποίησής του σε φράσεις, προτάσεις, παραγράφους. Πρόκειται για την elocutio της αρχαίας ρητορικής και αυτό που ονομάζει αναγνωστική μετάθεση η ρητορική της ανάγνωσης. Μία πρόταση του Προυστ ενδέχεται να καταλαμβάνει μία σελίδα και μία παράγραφος του Bourdieu να είναι μία μόνο πρόταση. Ο αναγνώστης πιθανότατα βάζει από μέρους του περισσότερες τελείες, μεταφράζει τις λέξεις τους στις δικές του, στοιχειοθετεί τις δικές του παραγράφους, στην προσπάθειά του να συγκροτήσει το δικό του νόημα.
4. Κάθε ανάγνωση πραγματώνεται με ορισμένο, συγκεκριμένο, ένυλο τρόπο: το να διαβάζεις διαμιάς, ή να διακόπτεις συχνά είτε σε προκαθορισμένες φάσεις, να διαβάζεις φωναχτά ή σιωπηρά κλπ, κάτι που στοιχεί προφανώς στις κάμψεις της φωνής, τις αναπαραστατικές χειρονομίες ή και τη στάση του σώματος του ρήτορα. Σε ό,τι αφορά το γραπτό κείμενο η αντιστοιχία έγκειται στη χρήση διαφορετικών χαρακτήρων, την πλαγιογράφηση, τη χρήση εικόνων, λεζάντας, υποσημειώσεων, κοντολογίς στην ίδια την υλικότητα του κειμένου, την actio από πλευράς της παραγωγής. Ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθεί τη σελιδοποίηση ή να κάνει αυτήν του δικού του βιβλίου.
5. Η μνήμη, τέλος, ή και η απομνημόνευση σαφώς και παρεμβαίνει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και συμβάλλει στη σύσταση του νοήματος από την πλευρά του αναγνώστη. Πρόκειται για τη memoria από πλευράς της παραγωγής, που προαπαιτείται στη σύνθεση ενός λόγου ή έργου. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την ενεργοποίηση της μνήμης που προϋποθέτει η μέθοδος των παράλληλων αποσπασμάτων (η χρήση διαφορετικών χωρίων από το έργο ενός συγγραφέα που πιστοποιούν ορισμένο νόημα στη φιλολογία) ή και τις περιλήψεις προηγούμενων επεισοδίων που προτίθενται σε κάθε νέο επεισόδιο ενός σήριαλ, για να προσμετρήσει τον συστατικό ρόλο της μνήμης στη διαδικασία εξαγωγής νοήματος.
Στην πραγματικότητα ωστόσο της ανάγνωσης οι πέντε αυτές φάσεις δεν είναι αναγκαστικά διακριτές αλλά κατά πάσα πιθανότητα διαπλέκονται. Οι δυσκολίες ως προς τη γλώσσα ενός κειμένου για παράδειγμα, δυσχέρειες επομένως στη φάση της αναγνωστικής μετάθεσης, μπορεί να προκαλέσουν ένα γύρισμα προς τα πίσω – κάτι που έχει να κάνει με την actio. Είναι εντούτοις αναγκαίο να τεθεί η διακριτική λειτουργία καθεμιάς από αυτές ώστε να μπορούμε να περιγράψουμε ορθά την ακολουθούμενη διαδικασία. Αλλά και για να αποκτήσει ο ασκούμενος στη δημιουργική γραφή «αναγνωστική ενσυναίσθηση»: να αντιληφθεί πως ό,τι κάνει/δεν κάνει ο ίδιος ως αναγνώστης, ως ο τύπος του αναγνώστη που grosso modo ο ίδιος είναι, είναι πιθανόν να κάνει ή να μην κάνει κάποιος άλλος ως προς το παραγόμενο δικό του κείμενο (π.χ. να μην συνεχίσει να διαβάζει ένα κείμενο ορισμένων προδιαγραφών, ορισμένης διαμόρφωσης ως προς τους δείκτες που αναφέραμε). Τον βοηθά επίσης όχι απλώς ως προς την ψηλάφηση του αναγνώστη που διαμορφώνει, αλλά και ως προς το να αντιληφθεί, τόσο αδρομερώς όσο και με βάση τις συγκεκριμένες παραμέτρους, τον βαθμό κατανοησιμότητας του δικού του κειμένου. Αυτό είναι μείζονος σημασίας για όποιον δοκιμάζεται στην αρένα της γραφής, ιδίως άπαξ και ο ίδιος επανέλθει στο κείμενό του λίγο ή περισσότερο καιρό αφότου το έχει γράψει, ώστε να ζυγιάσει ιδίοις όμμασι κατά πόσο λειτουργική είναι η εκάστοτε πλοκή, πόσο δραστικοί ή αντιληπτοί καθίστανται ως προς τις προθέσεις και τα αποτελέσματά τους οι χαρακτήρες – αν χρειάζεται να προτάξει γενεαλογικό τους δέντρο στην αρχή για παράδειγμα ή σε ποιο βαθμό ορισμένα χωρία χρήζουν επαναφοράς σε άλλα ώστε να διευκρινιστούν, κ.ο.κ.
Ουσιαστικά γίνεται πιο υποψιασμένος πρώτα από όλα ως προς το ότι η ανάγνωση δεν είναι ελεύθερη υπόθεση. Εξαρτάται τόσο από προσωπικούς, ψυχολογικούς παράγοντες, όσο και από συλλογικούς. Και στη δεύτερη ακριβώς αυτήν περίπτωση έγκειται η χρησιμότητα μιας ρητορικής της ανάγνωσης, καθώς δεν πρόκειται απλώς για ένα περιγραφικό σχήμα σαν κι αυτά που προσφέρουν, περισσότερο ή λιγότερο εύστοχα, οι περισσότερες θεωρίες της πρόσληψης, αλλά για πραγματικό εργαλείο της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση που πήρε η τελευταία μετά την κοινωνιολογία των πεδίων, όπως αυτή τέθηκε από τον P. Bourdieu. Στην κοινωνιοποιητική, πλέον, της λογοτεχνίας, ο εισηγητής της A. Viala προσδιόρισε τα στάδια και τις λειτουργίες μιας ρητορικής της ανάγνωσης όπως τα θέσαμε παραπάνω[10] για να ολοκληρώσει το καταστατικό πρόγραμμα μιας πραγματικά σύγχρονης κοινωνιολογικής προσέγγισης, ικανής να συσχετίσει παραγωγή και πρόσληψη, θεωρώντας ακριβώς τη μια έναν (προ)υπολογισμό της άλλης. Για ρητορική της ανάγνωσης είχε γίνει και πρωτύτερα λόγος, από τον Michel Charles, υπό την έννοια όμως των ενδείξεων που το κείμενο περιέχει για το πώς θα έπρεπε να διαβαστεί, για το πώς δηλαδή αυτό προγραμματίζει την πρόσληψή του[11]. Ο Charles επομένως υπέταξε την ανάγνωση στη ρητορική του γραπτού λόγου και όχι το αντίστροφο. Όπως εντούτοις τονίζει ο Viala, «άλλο είναι να υποτασσόμαστε στο κείμενο και να θεωρούμε πως πραγματικός αναγνώστης είναι αυτός που ξέρει να εκτελεί με τον καλύτερο τρόπο το πρόγραμμα της ανάγνωσης που εγγράφεται σ’αυτό, κι άλλο να παίρνουμε τους πραγματικούς αναγνώστες γι’αυτό που είναι (ένα δυνητικό κοινό) και την εγγραφή του αποδέκτη και το πρόγραμμα της ανάγνωσης ως απόπειρες τακτοποίησης μεταξύ ενός φαντασιακού και μιας πραγματικότητας»[12]. Επομένως, δεν είναι μόνο το κείμενο που κανονίζει την πρόσληψή του (υπό αυτήν την έννοια θα υπήρχαν πολλά, σε διαφορετικό βαθμό λανθασμένα βιβλία του αναγνώστη, και ένα μόνο ορθό αυτό που θα εκτελούσε στο έπακρο το εγγεγραμμένο πρόγραμμα του συγγραφέα – τη στιγμή που ένα κείμενο μπορεί να «απατάται» ή να ψεύδεται για τον τύπο του αναγνώστη που προτείνει) αλλά και η ίδια η ανάγνωση που είναι μια εν πολλοίς δεσμευμένη, με ποικίλους τρόπους, διαδικασία. Πώς για παράδειγμα επιλέγουμε το λογοτεχνικό έργο που θα διαβάσουμε; Μικρότερη θέση έχουν εδώ το τυχαίο και η ελεύθερη επιλογή και μεγαλύτερη αυτά που κυκλοφορεί η κριτική, που προτείνουν τα σχολικά προγράμματα, ή που υπέδειξαν φίλοι που εμπιστευόμαστε. Και σίγουρα δεν διαβάζουμε με τον ίδιο τρόπο όταν ξεκοκαλίζουμε ένα κείμενο για να γράψουμε το δικό μας κριτικό κείμενο (στην περίπτωση μάλιστα της επιστημονικής εργασίας, μονογραφίας ή διατριβής, δεν πρόκειται απλώς για narratio αλλά μπορεί η δουλειά αυτή να πάρει τις διαστάσεις μιας πραγματικής enarratio, ενός βιβλίου που ένας συγγραφέας γράφει για έναν άλλο συγγραφέα) και όταν διατρέχουμε/ξεφυλλίζουμε ένα βιβλίο για να μην δείχνουμε αδαείς υπό ορισμένες συνθήκες, παρακινημένοι από τον θόρυβο που μπορεί να έχει προκαλέσει – ενδεχομένως να έχουμε ήδη διαμορφωμένη άποψη για τον Π. Κοέλιο, προτού τον ξεφυλλίσουμε για να την επικυρώσουμε. Η ανάγνωση επομένως δεν είναι μια ελεύθερη διαδικασία αλλά αποκτημένη ικανότητα που έχει να κάνει με ορισμένες έξεις. Στην κατεύθυνση αυτή η ρητορική της ανάγνωσης επιτρέπει: α) τη δόμηση ερευνών για τη λογοτεχνική αγορά, μια πραγματική κοινωνιολογία της πρόσληψης, που να εξετάζει τους πραγματικούς αναγνώστες, τους πραγματικούς τους ορίζοντες προσδοκιών και β) επιτρέπει να λάβει τις πραγματικές της διαστάσεις η διασταύρωση των εκατέρωθεν προσδοκιών: αναγνώστες και λεκτοράτα αναμένουν ορισμένες ιδιότητες από το κείμενο σύμφωνα μ’αυτό που είναι οι ίδιοι, το είδος του αναγνώστη που είναι, κι όχι μ’έναν τρόπο που θα οριζόταν από τις θεωρητικές και ειδολογικές προδιαγραφές του κειμένου. Αντίστοιχα, η σχηματοποίηση της φιγούρας του αναγνώστη εκ μέρους αυτού που γράφει δεν προκύπτει κατά τρόπο αφηρημένο ή θεωρητικό (το φαντασιακό τρέφεται πάντα/ήδη από το συγκεκριμένο) αλλά βάσει της ρητορικής των εκάστοτε αναγνώσεων, που μπορεί να γίνει αντιληπτή με σχετική σαφήνεια ή αμυδρά και κατά προσέγγιση[13]. Έτσι η ρητορική της ανάγνωσης δεν επιθέτει απλώς ένα διαδικαστικό σχήμα σε μια δεδομένη πρακτική, αλλά τη θέτει σε πιο πραγματιστικές βάσεις, κι εντέλει προσφέρει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για μια κοινωνιοποιητική της πρόσληψης.
Για την κονωνιοποιητική τα είδη δεν αποτελούν μια διαχρονική σταθερά, δεν είναι ένα σταθερό ρεπερτόριο που η κοινωνία μιας εποχής ενεργοποιεί ή όχι. Είναι απολύτως ξεκάθαρο αυτό στο γεγονός για παράδειγμα ότι είδη όπως το σενάριο δεν υπήρχαν πριν τον εικοστό αιώνα, ενώ θεολογικές πραγματείες που διαβάζονταν ως λογοτεχνία κατά τα Μεσαίωνα σήμερα δεν θα μπορούσαννα αποτελούν έργα λογοτεχνικά. Εδώ λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι η ρητορική της ανάγνωσης πρέπει να συμπληρωθεί και από μια ποιητική της: οι κώδικες της ανάγνωσης, που είναι τα είδη της ανάγνωσης, δεν συμφωνούν απαραίτητα με τα είδη της συγγραφής. Τα είδη της ανάγνωσης (lectogenres κατά τον Viala)[14], μας οδηγούν στη διαφοροποιητική λογική της εκάστοτε εποχής, στις τροποποιήσεις της πρόσληψης, άρα σε σημαίνουσες αλλαγές ως προς τους τρόπους νοηματοδότησης. Το παράδειγμα του Μπαλζάκ, που δεν δεχόταν πως τα έργα του μπορούσαν να χαρακτηριστούν μυθιστορήματα είναι χαρακτηριστικό ως προς την τύχη που θα του επιφύλασσε επ’αυτού η λογοτεχνική ιστορία.
Επομένως η ρητορική και η ποιητική της πρόσληψης μπορούν να χρησιμεύσουν τριπλά: δεν αφορούν μόνο στον γράφοντα, ή τον δυνάμει συγγραφέα, αλλά και στον αναγνώστη που προ-ηγείται κάθε πιθανού συγγραφικού εγχειρήματος, και τον ερμηνευτή/μελετητή γιατί τον εισάγουν στην απαραίτητη διαφοροποιητική λογική που οφείλει να τον διέπει. Είναι πολυεργαλεία της αναγνωστικής ενσυναίσθησης, της δημιουργικής διαδικασίας.
[1] «Η σύγχρονη εκδοχή της δημιουργικής γραφής ως επιστημονικής πειθαρχίας ξεκινά το 1940 με τη θέσπιση του Εργαστηρίου για συγγραφείς του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, παρόλο που υπήρξαν πρόδρομοι όπως το «Εργαστήρι 47» του Τζωρτζ Μπέικερ στο Χάρβαρντ από το 1906-1925». Οι απαρχές ωστόσο του κλάδου αυτού μπορούν να αναζητηθούν «στη διδασκαλία του αρχαίου δράματος και στις ρητορικές ασκήσεις σύνθεσης κατά την Αναγέννηση». Υπό την έννοια αυτή υποστηρίζεται από τον David Morley (“Inventions of creative writing” στο The Cambridge Introduction in creative writing, Καίημπριτζ: Cambridge University Press, 2007, σ. 16-7) ότι οι απώτερες απαρχές της πρέπει να αναχθούν στην Ποιητική του Αριστοτέλη, και ουσιαστικά πριν και από αυτήν, καθώς το έργο του συνοψίζει πρακτικές που προϋπήρχαν. «Η ομιλία και η γραφή αντιμετωπίστηκαν ως τέχνη, και η ρητορική δίδασκε τους τρόπους να μιλά και να γράφει κανείς αποτελεσματικά, ώστε να καταφέρει να πείσει ένα κοινό και να δεσμεύσει μια ορισμένη κοινωνία» (σ. 17). Βλ. και Τ. Κωτόπουλος, «Η νομιμοποίηση της δημιουργικής γραφής», Κείμενα: Ηλεκτρονικό περιοδικό παιδικής λογοτεχνίας, 15 στο www.keimena.ece.uth.gr/main/t15/03-kotopoulos.pdf.
[2] Βλ. και Σ. Ιακωβίδου, «Μεταξύ θεωρίας της λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής», στο Τ. Κωτόπουλος, Β. Νάνου (επιμ.), Πρακτική 3ου διεθνούς συνεδρίου δημιουργικής γραφής, Κέρκυρα, 2017, σ. 278-284.
[3] M. Proust, Le temps retrouvé, στο À la recherche du temps perdu, Παρίσι: Gallimard, «Folio», 1989, σ. 469.
[4] A. Compagnon, Ο δαίμονας της θεωρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφ. Α. Λαμπρόπουλος, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, σ. 223.
[5] Α. Τζούμα, Ερμηνευτική. Από τη βεβαιότητα στην υποψία, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006, σ. 3-4.
[6] Στο ίδιο, σ. 12.
[7] Στο ίδιο, σ. 13.
[8] A. Viala, G. Molinié, Approches de la réception : sémiostylistique et sociopoétique de Le Clézio, Παρίσι: PUF, 1993, σ. 199.
[9] Η έννοια αυτή πρωτοεισάγεται από τους A. Viala και J. P. Schmitt στο έργο τους Savoir-lire, Παρίσι: Didier, 1982. Για παραδείγματα του πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η ρητορική της ανάγνωσης ως προς το έργο συγκεκριμένων συγγραφέων βλ. A. Viala, «L’enjeu en jeu», στο M. Picard (επιμ.), L’enjeu en jeu, Παρίσι:Glacier-Guénaud, 1987 και του ίδιου, «Pragmatique littéraire et rhétorique du lecteur: le cas Sorel», Cahiers de littérature du XVIIéme siècle, 8, 1986, σ. 107-204.
[10] A. Viala, G. Molinié, όπ. π., σ. 199-202.
[11] M. Charles, La rhétorique de la lecture, Παρίσι: Seuil, 1977.
[12] A. Viala, G. Molinié, όπ. π., σ. 209.
[13] Στο ίδιο, σ. 202.
[14] Στο ίδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
P. Bourdieu, Les règles de l’art. Genèse et structure du champ littéraire, Παρίσι: Seuil, 1992.
M. Charles, La rhétorique de la lecture, Παρίσι: Seuil, 1977.
Α. Compagnon, Ο δαίμονας της θεωρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφ. Α. Λαμπρόπουλος, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003.
Σ. Ιακωβίδου, «Η κοινωνιοποιητική της λογοτεχνίας», Ε. Χοντολίδου, Γ. Πασχαλίδης, Α. Τσουκαλά, Α. Λάζαρης (επιμ.), Διαπολιτισμικότητα, παγκοσμιοποίηση και ταυτότητες, Αθήνα: Gutenberg, 2008, σ. 136-145.
Σ. Ιακωβίδου, «Η θεωρία της πρόσληψης στο φως της κοινωνιολογίας των πεδίων: προς ένα ολιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του λογοτεχνικού», Χώρες της θεωρίας. Ιστορία και γεωγραφία των κριτικών αφηγημάτων, Α. Λαμπρόπουλος, Α. Μπαλασόπουλος (επιμ.), Αθήνα: Μεταίχμιο, 2010, σ. 91-114.
Σ. Ιακωβίδου, «Μεταξύ θεωρίας της λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής», στο Τ. Κωτόπουλος, Β. Νάνου (επιμ.), Πρακτική 3ου διεθνούς συνεδρίου δημιουργικής γραφής, Κέρκυρα, 2017, σ. 278-284.
Τ. Κωτόπουλος, «Η νομιμοποίηση της δημιουργικής γραφής», Κείμενα: Ηλεκτρονικό περιοδικό παιδικής λογοτεχνίας, 15 στο www.keimena.ece.uth.gr/main/t15/03-kotopoulos.pdf.
D. Morley, The Cambridge Introduction in creative writing, Καίημπριτζ: Cambridge University Press, 2007.
Μ. Proust, Le temps retrouvé, στο À la recherche du temps perdu, Παρίσι: Gallimard, «Folio», 1989.
Α. Τζούμα, Ερμηνευτική. Από τη βεβαιότητα στην υποψία, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006.
A.Viala, J. P. Schmitt, Savoir-lire, Παρίσι: Didier, 1982.
A.Viala, «Pragmatique littéraire et rhétorique du lecteur: le cas Sorel», Cahiers de littérature du XVIIéme siècle, 8, 1986, σ. 107-204.
A.Viala, «L’enjeu en jeu», στο M. Picard (επιμ.), L’enjeu en jeu, Παρίσι:Glacier-Guénaud, 1987.
A. Viala, G. Molinié, Approches de la réception : sémiostylistique et sociopoétique de Le Clézio, Παρίσι: PUF, 1993.