Scroll Top

ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ: ΕΝΑ ” ΛΑΧΕΙΟ” ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ – ΤΗΣ ΙΣΙΔΩΡΑΣ ΜΑΛΑΜΑ

Μάριος Χάκκας: Ένα «Λαχείο» για πέταμα

 

Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα

Η συλλογή διηγημάτων Ο μπιντές και οι άλλες ιστορίες[1] του Μάριου Χάκκα εκδίδεται το 1970 και αποπνέει τη σωματική κατάρρευση και την ιδεολογική απογοήτευση του συγγραφέα. Τα διηγήματά της αντιστρατεύονται τις ανέσεις που «όταν, επιτέλους,αποκτηθούν, το μόνο που προσφέρουν είναι να κάνουν συνειδητό το χαράμισμα της ζωής και την απουσία νοήματος».[2] Οι ήρωες «έντρομοι και αμήχανοι μπροστά στο όραμα του καταναλωτισμού και την απειλή της αλλοτρίωσης αντιτάσσουν στο εφιαλτικό παρόν τους την ελπίδα για επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν».[3]

Από τη συλλογή αυτή την ανάλυση θα απασχολήσει το διήγημα «Το λαχείο», ένα διήγημα στο οποίο ο κεντρικός ήρωας, ανήσυχος και μετά μανίας επιδιδόμενος σε κοινωνικές ασχολίες, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, με έντονο το αίσθημα της κοινωνικής προσφοράς, περιβάλλεται από βολεμένους συνομήλικους, που αντιστρατεύονται αυτήν του την ιδιοτροπία. Έχοντας στην πλάτη την ισόβια βιοποριστική του θητεία, εναποθέτει όλες του τις ελπίδες για απαλλαγή από αυτήν και ανεμπόδιστη αφοσίωση στις αγαπημένες του ασχολίες, στην αγορά ενός λαχείου. Έχει σχεδόν εφησυχάσει πιστεύοντας στο κερδοφόρο αποτέλεσμα, όταν σε μια βραδινή συνεδρίαση του πολιτιστικού συλλόγου του οποίου αποτελεί ενεργό μέλος, ένα καινούργιο πρόσωπο, ένας δυναμικός νέος, γεμάτος ιδέες και πάθος, προτείνει μια λαχειοφόρο αγορά ως μια οικονομική ανάσα του Συλλόγου και παρωθεί τα μέλη σε δράση. Μέσα από μια καταγραφή της αμφιθυμίας του ήρωα απέναντι σε αυτόν τον τολμηρό νέο και με μια συγγραφική δεξιοτεχνία, με την οποία οι αφηγηματικές φωνές ακούγονται συγκεχυμένες, θολώνοντας εσκεμμένα την εξέλιξη, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί μαζί με τον ήρωα, ότι ο παθιασμένος νέος δεν είναι κανείς άλλος από τον ίδιο τον ήρωα κατά το νεανικό του αγωνιστικό παρελθόν. Μέσα από αυτήν τη συνάντηση, ο ήρωας των σαράντα χρόνων επανακτά την ταυτότητά του ένθερμου αγωνιστή υπέρ του συνόλου και συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ανάγκη από λαχεία και οικονομικά αντίβαρα για να προσηλωθεί σε αυτό που τόσο αγαπά: στην ανιδιοτελή προσφορά.
Όπως και στα περισσότερα διηγήματά του και σε αυτό ο Μάριος Χάκκας σχεδόν αυτοβιογραφείται. Παρά την πιεστική διάκριση του συγγραφέα από τον αφηγητή που η αφηγηματολογία επιβάλλει, στα περισσότερα διηγήματα του Χάκκα και στο «Λαχείο» επίσης, η ταύτιση οφείλει να είναι δικαιολογημένη. Και ίσως επιτρεπτή. Γιατί ο συγγραφέας προβάλει στον ήρωά του τις δικές του προσωπικές ανησυχίες, την ιδεολογική του πάλη,τη συναισθηματική του ροπή υπέρ του αγωνιστικού του παρελθόντος και κατά της κοινωνικής ραθυμίας, στην οποία τον προ(σ)καλεί το συγκεχυμένο και βολεμένο παρόν. Έτσι, ο συγγραφέας-αφηγητής σε μια από τις σπάνιες στιγμές της τριτοπρόσωπης ετεροδιηγητικής αφήγησης, τόσο αποστασιοποιημένος όσο και βαθιά εμπλεκόμενος, ανάγει το προσωπικό βίωμα σε καθολικό και αναδεικνύει μια ολόκληρη εποχή, επιχειρώνταςνα επανορθώσει τις κακές της στιγμές.
Ξεκινώντας από τον τίτλο (Το Λαχείο) −στον οποίο η πραγμάτευση θα επανέλθει όταν κλείσουν κάποιοι ερμηνευτικοί κύκλοι− η ύπαρξη του οριστικού άρθρου προσδίδει μια πλασματική σαφήνεια, για να σκεπάσει προς το παρόν την άπλετη ερμηνευτική δυνατότητα, που υποθάλπει μια ηθελημένη ασάφεια. Η περιδιάβαση στο ερμηνευτικό πλάτος της λέξης διευκολύνει τη σκέψη. Έτσι, ο όρος λαχείο τόσο ως λήμμα έξω από το διήγημα όσο και ως επανερχόμενο μοτίβο αυτού, κινείται εννοιολογικά από την έννοια του λαχνού, του αριθμημένου δελτίου που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο ενός τέτοιου τυχερού παιχνιδιού, στην έννοια της λαχειοφόρου αγοράς, δηλαδή του τυχερού παιχνιδιού που οργανώνεται από έναν οργανισμό ή σύλλογο ή άλλη ομάδα ανθρώπων για την εξυπηρέτηση ενός συλλογικού στόχου, και καταλήγει σε μια μεταφορική ερμηνεία, αυτήν της ανέλπιστης τύχης.[4] Η πραγμάτευση που ακολουθεί επιχειρεί να αναδείξει το τελικό μήνυμα του διηγήματος ως απότοκο της αλληλεπιδραστικής σύνθεσης και των τριών νοηματικών διαστάσεων του τίτλου.
Το κείμενο ξεκινά με το αδιέξοδο του ήρωα, την ομολογία της πτώσης του, την απογοήτευσή του «που δεν ήταν εκείνο που θα θελε νάταν. Ένας ελεύθερος άνθρωπος, χωρίς τον καθημερινό βιοπορισμό, χωρίς να λογαριάζει το ένα τρίτο της ημέρας του για λογαριασμό κάποιου τρίτου». Ο ίδιος αποτελεί «πρόβλημα» για την ιδιοτέλεια της εποχής, καθώς ενσαρκώνει έναν ανθρώπινο τύπο με κοινωνικές ανησυχίες. Θα ήθελε να αφιερώσει τη ζωή του στην κοινωνική προσφορά σε πολιτιστικό επίπεδο, στοιχείο που τον καθιστά ιδιότροπο για τους άλλους, ακόμη και για αυτούς που στο παρελθόν μόχθησαν να χτίσουνε κάτι μαζί, αλλά τους συνεπήρε το βόλεμα του γάμου, της προίκας, και του ικανοποιητικού εισοδήματος. Όλοι αυτοί οι «άλλοι» συνθέτουν τον νέο ατομικιστή άνθρωπο που αποβλέπει μόνο στο ίδιον όφελος, πραγματικότητα που σκιαγραφείται με περισσή για τον αναγνώστη οικειότητα, αφού μεταφέρεται από τη γυναίκα του ήρωα με τον ίδιο τρόπο που αυτή αναπαράγεται καθημερινά σε πολλά σπίτια: «με αυτά ασχολείσαι; Τα χρόνια περνάνε και για τον εαυτό σου δεν έκανες τίποτα». Ή αλλιώς, το γνώριμο «θα ακούσεις ευχαριστώ, νομίζεις;» Ο Χάκκας φωτογραφίζει με ευστοχία την αντίδραση του κόσμου απέναντι στο ασίγαστο πάθος της προσφοράς, τη λογική του «χαλάς την πιάτσα», που εμφιλοχωρεί στην εποχή του −αλλά και στα δικά μας χρόνια−, κατά την οποία, όπως σημειώνει ο Αλέξης Ζήρας, «τα επαναστατικά προτάγματα δε συνεγείρουν πια, οι ιδεολογίες παραμένουν σαν σχήματα, αλλά το περιεχόμενό τους είναι φευγαλέο, οι φίλοι του είναι συμβιβασμένοι ή μετέωροι».[5] Σχεδόν θυμωμένος με τους άλλους και με τον εαυτό του επικρίνει όσους συμβιβάζονται με τη σβησμένη φλόγα μέσα τους.
Ο ήρωας στα σαράντα του χρόνια επιμένει να θεωρεί αυτήν την ατομικιστική προσέγγιση εχθρική για τον εαυτό του. Όταν όλοι οι άλλοι αγωνιούν να διαφυλάξουν τα υλικά τους κεκτημένα, αυτός προτάσσει μια στάση ζωής υπέρ του συνόλου δίνοντας πραγματική μάχη. Μέσα σε μια παράγραφο με τέσσερις ουσιαστικά περιόδους, όπου νοηματικά λειτουργούν συμπληρωματικά η πρώτη με την τρίτη και αντιθετικά οι εντός παρενθέσεων δεύτερη και τέταρτη (μέσα στη δομική τους συμμετρία), οικοδομείται το τείχος που χωρίζει αυτόν από τους άλλους. Η πρώτη περίοδος («πώς να κάνει κάτι για τον εαυτό του που το μυαλό του είχε κολλήσει στα άλλα;») αναφέρεται στα άλλα, τα σπουδαία, αυτά που καλούν σε συλλογική δράση και θέλγουν τον ήρωα. Η τρίτη περίοδος («πώς να συμβιβαστεί στα σαράντα του τώρα με αυτό το εχθρικό περιβάλλον;»), υπερθεματίζει σχετικά αναφερόμενη στο εχθρικό περιβάλλον, την πρόκληση που βρίσκει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση από τους γύρω, αλλά τον ίδιο ασυμβίβαστο. Παρά τη συμπληρωματικότητα των περιόδων υφέρπει μια αντίθεση που πυροδοτεί την εσωτερική του μάχη. Τα «άλλα» αντιτίθενται σε «αυτό το εχθρικό περιβάλλον» και μέσω της αοριστίας της αντωνυμίας αποστασιοποιούνται από το υποκείμενό τους καθιστώντας δυσχερέστερη την προσέγγισή τους − πόσο μάλλον, όταν το αντιμαχόμενο περιβάλλον μέσω της δεικτικής αντωνυμίας «αυτό» αποκτά επικίνδυνη οικειότητα και καθιστά σχεδόν αδύνατη την ασφαλή προσπέρασή του.
Οι αντωνυμίες, ωστόσο, ως υποκατάστατα ονομάτων, αφήνουν να πλανάται μια ασάφεια που εγείρει το αίτημα του αναγνώστη για αποκατάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σχεδόν ειρωνική αποβαίνει η χρήση των παρενθέσεων στη δεύτερη και τέταρτη περίοδο, αφού τόσο το περιεχόμενό τους όσο και η ένταση και η δυναμική των ασύνδετων που περιλαμβάνουν, καθιστούν ιδιαίτερα βαρύνουσα την ύπαρξή τους: σε απόλυτη συμμετρία, το χρέος στην κοινωνία [(να τηλεφωνήσει, να τρέξει, να συναντήσει, να μιλήσει, να πείσει;)] αντιμάχεται το χρέος στον εαυτό [(ντέξιον, μετάλλινα ράφια φισκαρισμένα εμπόρευμα, συναλλαγές και πελάτες, μάτια που σπίθιζαν μόνο στο κέρδος)]. Η συγγραφική πένα με δεξιοτεχνία καλεί τη μορφή να αναδείξει το περιεχόμενο. Το διήγημα θέτει σε παρένθεση τα σημαντικά και τα ασήμαντα, ειρωνευόμενο την τακτική που ακολουθείται στην πραγματική ζωή έξω από αυτό, εκεί που οι παρενθέσεις δε λειτουργούν ως επεξηγήσεις, αλλά ως δευτερεύοντα στοιχεία που κανείς δεν έχει χρόνο να προσέξει. Η παρένθεση, ένα άλλοθι για την αποτελμάτωση της σκέψης, μια βολική αφορμή υπεκφυγής για όσα ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός. Σαφής διαφορά που καθορίζει και το αποτέλεσμα της νοηματικής μάχης του περιεχομένου των παρενθέσεων, το ερωτηματικό της πρώτης, που θέτει μορφικά υπό αμφισβήτηση τη νοηματική της ύπαρξη και υπονομεύει τελικά τη δυνατότητα πραγμάτωσής της επιβεβαιώνοντας τελικά την καταφατικά εκπεφρασμένη επικυριαρχία του χρέους προς το «εγώ». Κατά συνέπεια, η μάχη δεν είναι αμφίρροπη.
Ωστόσο, ο ήρωας διαθέτει ισχυρές αντιστάσεις και μηχανεύεται τρόπους ανατροπής της φοράς της πλάστιγγας. Με λίγα λόγια, οραματίζεται μια ιδεατή πραγματικότητα, στην οποία διατηρεί ακόμη ηθικές αξίες και ιδανικά και βρίσκεται κοντά στο παλιό αυθεντικό του πρόσωπο.[6] Σε μια πρώτη φάση, θεωρεί ότι αν είχε λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, θα απελευθερωνόταν και θα άνοιγε ο δρόμος για το κοινωνικό του έργο. Τη λύση στο ψυχικό του αδιέξοδο προσφέρει η αφηγηματική δεξιότητα: ένα λαχείο −με την έννοια του λαχνού− που αν αποβεί τυχερό, ο κάτοχός του απολαμβάνει τα κέρδη. Σύμφωνα με τη Χριστίνα Παπαδημητρίου «η αγορά αυτή του λαχείου από μέρους του υποκειμένου ισοδυναμεί στη μυθική γλώσσα με την τυπική λειτουργία: λήψη μαγικού μέσου. Από τη στιγμή που ο ήρωας έχει στα χέρια του το λαχείο, λες και κρατάει στα χέρια του ένα εισιτήριο, που τον εισάγει στο χώρο της φαντασίας και των ψευδαισθήσεων, βιώνει ένα κλίμα γενικής ευφορίας και αισιοδοξίας».[7] Ο ήρωας όμως δεν αποβλέπει στη συνήθη αξιοποίηση ενός ανέλπιστου χρηματικού ποσού σε λούσα, ταξίδια, υλικά αγαθά, που εξασφαλίζουν την κοινωνική υπεροχή κι επιβεβαιώνουν ένα «εγώ» χτισμένο από τα θραύσματα της ύλης, έτοιμο να καταρρεύσει από την αμφιθυμία του κατόχου τους. Έχει μια άλλη θεωρία, σχετικά με την έννοια του χρόνου, που τον συλλαμβάνει πολύ διαφορετικά από το motto «ο χρόνος είναι χρήμα» του σύγχρονου τεχνοκρατικού κόσμου. Για αυτή τη θεώρηση, ο ήρωας έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη: χρόνος = χρήμα = βιοπορισμός = μαγγανοπήγαδο, και αυτή η εξίσωση δεν του βγαίνει με τίποτα. Με τα ίδια συστατικά, χρόνο και χρήμα, συνθέτει τη δική του εξίσωση:
«Χρήμα για χρόνο, ελεύθερο χρόνο, απεριόριστα ελεύθερο χρόνο, μόνον ελεύθερο χρόνο, μετατρέποντάς τον όμως κι αυτόν σε χρόνο με κοινωνική σημασία, αξιοποιώντας τον για υποθέσεις του συνόλου, μια πρόοδο κι ένα ανέβασμα, διευκολύνοντας τη γενική πορεία της κοινωνίας, φυσικά και τον εαυτό του λιγάκι, έμμεσα, όμως και διά του εαυτού του πάλι το σύνολο».
Έκδηλη η τρυφερότητα και η νοσταλγία του συγγραφέα-αφηγητή για τα κοινωνικά ιδανικά, ενσταλάζουν έναν ιδιότυπο λυρισμό μέσα στη ρεαλιστική του γραφή, έναν λυρισμό απότοκο μάλλον των ίδιων των εσωτερικών δυνάμεων του κειμένου παρά της εκφραστικής τους ένδυσης. Ένα ατομικό κέρδος που θα εξυπηρετήσει μια κοινωνική ανάγκη. Γλυκιά, πράγματι σκέψη, σχεδόν παρήγορη σε μια εποχή που η μοναδική εκδοχή κοινωνικής επένδυσης του αιφνιδίως κερδισμένου πλούτου συγκαλύπτει συνήθως σκοτεινές, θολές σκοπιμότητες.
Για τον ήρωα ο διχασμός που του προκαλεί το δίλλημα «βιοπορισμός ή κοινωνικές ασχολίες» λήγει με τη σιγουριά του μελλοντικού κέρδους. Όπως ταυτόχρονα λήγει και η επιθυμία του να αναλαμβάνει τις επαγγελματικές του ευθύνες. Η βεβαιότητα περί τυχερού λαχνού εδράζεται στον υψηλό στόχο: «αντί διαίρεση, όπως γινόταν ως τώρα, θα έκανε πολλαπλασιασμό των κοινωνικών του δυνάμεων». Ο συλλογισμός του φαίνεται ορθός: «Στην περίπτωσή μου, αφού τα χρειάζομαι για ένα τέτοιο σκοπό, αξίζει να πέσουν». Έτσι, αυτοαξιολογούμενος θετικά και εναποθέτοντας τις ελπίδες του στο λαχείο ασυνείδητα αποποιείται τις ευθύνες που του αναλογούν. Το δεκανίκι του λαχείου αρχίζει να στηρίζει το βάρος του σώματος και να μην επιτρέπει την αυτενέργεια. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, το μαγικό μέσο λειτουργώντας ακόμη στο επίπεδο του φαίνεσθαι αποτιμάται θετικά από τον ήρωα.. Στοιχείο που θα μεταβληθεί τη βραδιά εκείνη που θα παρασταθεί στη συνεδρίαση του Συλλόγου.
Εκεί, υποσυνείδητα, ο παλιός καλός του εαυτός θίγεται από αυτήν τη νέα επανάπαυση και εμφανίζεται μπροστά του με τη μορφή ενός νέου αγωνιστή. Ο συγγραφέας-αφηγητής ταυτιζόμενος με τον ήρωά του δε θα μπορούσε να ιχνηλατήσει το κοινωνικό αδιέξοδο παρά αναδιφώντας στα προσωπικά του πάθη, στήνοντας στη γωνία τον ίδιο του τον εαυτό κι επιβεβαιώνοντας ότι «οι συγγραφείς που ζουν σε μεταβατικές εποχές, στο μεταίχμιο καιρών που εγκυμονούν άλλες αξίες και θεσμούς, δεν έχουν άλλη διέξοδο από την αναζήτηση του ίδιου του προσώπου τους».[8] Ευτυχώς, όπως παρατηρεί ο Βάσως Βαρίκας «ο συγγραφέας δεν έχει απολυτρωθεί πλήρως από τα φαντάσματα του παρελθόντος»[9] και είναι ευεπίφορος στο να τα ξαναβάλει στη ζωή του. Το νεανικό του πορτραίτο τον απειλεί με αντικατάσταση, διακατέχεται από το δικό του νεανικό πάθος και, προς έκπληξή του, έχει μια καλύτερη από αυτόν πρόταση: ένα λαχείο, με τη δεύτερη σημασία του όρου, ένα τυχερό παιχνίδι που οργανώνεται από έναν οργανισμό ή σύλλογο ή άλλη ομάδα ανθρώπων, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για ενίσχυσή του. Με λίγα λόγια ο νέος, το νεανικό προσωπείο του ήρωα, που αναδύεται απέναντί του, αντιπροτείνει στο λαχείο που επέλεξε αυτός για να αποκομίσει κέρδη για τον εαυτό του και χρόνο για το σύνολο, ένα λαχείο-λαχειοφόρο αγορά, για να αποκομίσει κέρδη και χρόνο για το σύνολο. Ο λιτός λόγος επιτυγχάνει την έμφαση στη συλλογική θυσία και για άλλη μια φορά ο λυρισμός μιας μεγαλόπνοης ιδέας τιθασεύεται και αντικειμενικοποιείται από την απογύμνωση της ρεαλιστικής γραφής: «Αν ο καθένας θυσιάσει λίγο από τον ελεύθερο χρόνο του, και κινηθούμε προπαντός συλλογικά, το λαχείο θα πετύχει».
Τα πρόσωπα αρχίζουν έντεχνα να αλληλοκαλύπτονται. Ο ήρωας συνειδητοποιεί πως ο ίδιος είχε συλλάβει την ιδέα αυτή πρωτύτερα, πως αυτός ήταν ο σκοπός του: με τα κέρδη του από το λαχείο να επενδύσει στο καλό του Συλλόγου. Μόνο που δεν πρόλαβε να το εκφράσει ποτέ, ούτε και είναι βέβαιο ότι θα το έπραττε. Αντί αυτού, ο νέος με το τριμμένο παντελόνι, το λίγο στενό σακάκι και τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια, που καθόταν εκεί στη θέση του, είχε εκστομίσει πριν από αυτόν τη δική του πρόταση, μα πολύ πιο ολοκληρωμένη και βαθύτερα ανθρωπιστική. Ο ώριμος αφηγητής των σαράντα, που δεν πρόλαβε ακόμη να χρεοκοπήσει από ιδανικά, αλλά βρίσκεται σε περιβάλλον που τον οδηγεί ευθύβολα προς τα εκεί, ατενίζει από απόσταση τον παλιό ενθουσιώδη οραματιστή εαυτό του να θέτει υπό δοκιμασία τις δικές του ηθικές αντιστάσεις. Σε μια πρώτη αντίδραση εξομοιώνεται με όλους του γύρω του, μιλά με τη φωνή του αφεντικού και της γυναίκας του, με τη φωνή του ατομικισμού και του εφησυχασμού που προσφέρει το βόλεμα. Το αντικείμενο των χρόνιων επιθέσεων του κοινωνικού περίγυρου αναλαμβάνει θέση υποκειμένου, από θύμα της κοινωνικής επίκρισης γίνεται θύτης, και κοντεύει να πει με τη δική του φωνή στον ενθουσιώδη νέο: «δεν κοιτάς τη δουλειά σου; Δεν προσέχεις το μέλλον σου; Θα την πάθεις όπως κι εγώ. Κάπως έτσι ξεκίνησα πριν από είκοσι χρόνια και να μια στα σαράντα μου τώρα να κρέμομαι από ένα λαχείο. Μη δίνεσαι τόσο πολύ, μη θυσιάζεσαι τόσο πολύ για τους άλλους».
Εκείνη την ώρα είναι που αναμετριέται ο παλιός με τον καινούργιο εαυτό γυρεύοντας ο καθένας τη νίκη. Εκείνη την ώρα αναμετριέται ο αλτρουισμός του παρελθόντος με τις πτωτικές δυνάμεις του ώριμου παρόντος. Εκείνη την ώρα, η μια φωνή διατρανώνει την κοινωνική προσφορά και η άλλη φωνή ανθίσταται με το επιχείρημα της ματαιότητας. Εκείνη τη στιγμή ανδρώνεται η ελπίδα στο πρόσωπο του νέου, η εμμονική προσήλωση στον στόχο του συλλογικού καλού απέναντι στην ανανδρία της ωριμότητας, που εύκολα εκποιεί το συλλογικό καλό για το δικό της τομάρι. Εκείνη τη στιγμή η λαχειοφόρος αγορά των πολλών παλεύει να νικήσει τον λαχνό του ενός, το σύνολο μάχεται με το άτομο σε έναν πραγματικά αμφίρροπο αγώνα. Εκείνη τη στιγμή, ο συγγραφέας Χάκκας «πετάει τα σάπια κομμάτια του εαυτού του, επανεκτιμά τα απομένοντα, τους δίνει τις ορθές τους διαστάσεις και τα επανατοποθετεί φτιάχνοντας το νέο οικοδόμημα του εαυτού του». [10]
Σε αυτόν τον αμφίρροπο αγώνα, κανένα εξωτερικό στοιχείο πλοκής δεν θα δώσει λύση, επιβεβαιώνοντας ότι αυτή πλέκεται στα διηγήματα του Χάκκα μέσα από εσωτερικές διεργασίες. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι που βροντάει τη ζυγαριά και τη ρίχνει κάτω υπέρ της μεριάς του νεανικού οράματος. Είναι αυτή η σπίθα στα μάτια του νέου μαζί με την αηδία στο πρόσωπό του για τον κόσμο που του παραδίδεται, για έναν κόσμο, που θα φτάσει στο μηδέν χωρίς επιστροφή. Για έναν κόσμο στον οποίο θα κληθεί να ζήσει χωρίς να έχει ρωτηθεί, σε έναν κόσμο μακριά από τα δικά του οράματα και τις δικές του προσδοκίες, στον οποίο τον έχει καταδικάσει ο εφησυχασμός των ώριμων. Πόσο επικίνδυνη αναδεικνύεται από το διήγημα η ωριμότητα, όταν απαιτεί να εγείρει αυτομάτως έναν σεβασμό που δεν έχει καταφέρει να κερδίσει. Πόσο βολική φαντάζει η απαίτηση του σεβασμού με το πρόσχημα της ηλικίας: γλιτωμός από το βάρος της προσπάθειας.
Για τον δικό μας ήρωα το βλέμμα του νεανικού του πορτραίτου είναι καταλυτικό. Η σιχασιά για τον «άνθρωπο που ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια με τόσο μεράκι, που κλάταρε να σκαρώνει μέσα του αμπελοφιλοσοφίες για χρόνους με κοινωνική σημασία» αναγέννησε τον παλιό καλό εαυτό, που με τόσο αγώνα διαφύλαττε μέσα του.
Για κάποια στιγμή το κείμενο είναι σκοπίμως θολό. Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στις φωνές των ηρώων. Στήνει αυτί στον διάλογο του ώριμου ήρωα με τον παιδικό του εαυτό, στη μεταξύ τους αναμέτρηση. Ο νεαρός στριμώχνει έντεχνα απέναντί του το ώριμο αντικατόπτρισμά του, το στήνει ουσιαστικά στον τοίχο, το προκαλεί και το προσκαλεί σε μια παραμονή στο συλλογικό χρέος, στην φροντίδα του κοινού καλού, στην πρόταξη του «εμείς». Ο ώριμος ήρωας είναι σε καλό δρόμο, για να ανδρωθεί ηθικά εκ νέου. Κι έτσι προς το τέλος της συνεδρίασης του Συλλόγου ακούμε τη φωνή του: «Γράψτε και μένα». Και τη φωνή του νεανικού του προσώπου σε μια προσπάθεια ολικής επαναφοράς: «Ευκαιρείτε;» Και του ώριμου ξανά: «θα προσπαθήσω να πάρω κάποια άδεια».
Ωστόσο, οι φωνές που μιλούν κι αναλαμβάνουν τόσες υποχρεώσεις στη συνεδρίαση δεν ταυτοποιούνται εύκολα. Είτε ακούγονται αόριστα, είτε ψελλίζονται, δεν είναι πάντα ευκρινείς. Το κείμενο σκοπίμως δεν βοηθά, καλώντας τον αναγνώστη να μετάσχει μαζί με τον ήρωα σε αυτή την σε βάθος έρευνα του εαυτού. Η Χριστίνα Παπαδημητρίου εύστοχα παρατηρεί ότι «ο ήρωας εισάγεται στο στάδιο μιας ψυχικής δοκιμασίας, στο πλαίσιο της οποίας συμφύρεται το πραγμα­τικό με το φανταστικό».[11] Ο αναγνώστης μαζί με τον ήρωα βρίσκονται σε σύγχυση. Ψάχνουν ποιος μιλά κάθε φορά, τίνος είναι η ιδέα του συλλογικού καλού, ποιος τελικά αναλαμβάνει τις τόσες ευθύνες, ποιος κινητοποιεί το πλήθος σε νέες συλλογικές δράσεις. Το διήγημα πολυφωνικό μα όχι εκκωφαντικό, όπως παρατηρεί και ο Τόλης Καζαντζής[12] πετυχαίνει τον στόχο του. Με το κλείσιμο της συνεδρίασης ο ώριμος αφηγητής δυσκολεύεται να πιστέψει ότι είναι ο ίδιος αναγεννημένος εαυτός του αυτός που θαυμάζει εκεί απέναντι.. Όταν ο πρόεδρος του επισημαίνει: «δεν κάνατε καλά να φορτωθείτε τόσες ευθύνες για το λαχείο», αυτός αντιγυρίζει ξαφνιασμένος: Εγώ; Δεν νομίζω», μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τη μεταμόρφωση. Και ο πρόεδρος συνεχίζει να τον ξαφνιάζει: «πάντως η ιδέα σας για το λαχείο ήταν περίφημη! τι σχέδιο! Τι λεπτομέρεια!» αποδίδοντας στον σαραντάρη ήρωα όσα ο ίδιος παρακολουθούσε από απόσταση να αναλαμβάνει ο νέος απέναντι. Ο Χάκκας, όπως παρατηρεί η Παπαδημητρίου «επιχειρεί μία συνειδητή και συστηματική εκμετάλλευση των “διαλογικών δομών”, της γλώσσας, της “πολυφωνικότητας” της λέξης, της ταυτόχρονης παρουσίας σε μια ίδια διατύπωση της “φωνής μου” και της “φωνής του άλλου”»,[13] μόνο που στην περίπτωσή μας ο άλλος είναι ο ίδιος του ο εαυτός σε μια άλλη ηλικιακή φάση. Η αλήθεια απογυμνώνεται στον αναγνώστη την ίδια στιγμή που τη μαθαίνει κι ο ήρωας των σαράντα, όταν αναζητά τον νέο, μα βλέπει μια αδιόρατη σιλουέτα ίδια με αυτόν να χάνεται στο σκοτάδι. «Είδε μια σιλουέτα να χάνεται μέσα στο σκοτάδι και ήταν ακριβώς ο εαυτός του πριν είκοσι χρόνια. Φορούσε το δικό του στενό σουρτούκο, τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του, το τριμμένο φτενό παντελόνι».
Και με αυτήν τη μεταστροφή ακυρώνει τον μεταφορικό θάνατό του, τον θάνατο μιας ζωής άξιας να τη ζει κανείς. Γεγονός που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λαμβανομένης υπόψη της πραγματικότητας του μελλοθάνατου στην οποία καταδίκασε τον ίδιο τον συγγραφέα η ανίατη αρρώστια. Κι όμως, όπως ο ίδιος ομολογεί «ο τόπος μέσα μας, όπου όλα διαλύονται, δεν είναι ένα δοχείο με στάχτη, αλλά ένας κρατήρας με χόβολη», [14] όπου η φωτιά σιγοκαίει άφαντη, αλλά έτοιμη να παρασκευάσει εκ νέου το χαρμάνι των λιπόθυμων ιδανικών. Το κείμενο με τη λύση του διατρανώνει ότι «το κατεξοχήν πρόβλημα του ανθρώπου είναι να δώσει νόημα στην ύπαρξή του, ώστε με αυτό να ακυρώσει τον θάνατό του».[15]
Το λαχείο-λαχνός-προσωπικό όφελος έχει χάσει πια την αξία του∙ είναι για πέταμα. Το «φαίνεσθαι» του λαχνού έχει απογυμνωθεί και η αλήθεια του δεν είναι καθόλου θελκτική. Το μαγικό μέσο, που σε άλλες περιπτώσεις οδηγεί στην ευτυχή λύση, απέβη άλλη μια πλάνη, που θα οδηγούσε σε μια νέα αγκύλωση. Δεν αντικατοπτρίζει πια τίποτα από τις προσδοκίες του κατόχου του, καθώς η μεταστροφή έχει συντελεστεί με μια καταβύθιση στον γνήσιο εσωτερικό κόσμο, σε μια απόπειρα ιεράρχησης των «θέλω» και των «μπορώ», σε μια αναβάπτιση, σε μια αναγέννηση που έλαβε χώρα με έναν τόσο ασυνείδητο, αλλά και βαθιά ενσυνείδητο τρόπο.
Το δυναμικό παρελθόν της ελπίδας έκανε το χρέος του κι έφυγε. Πρόκειται για μια από τις σπάνιες εκφάνσεις αισιοδοξίας και εναπόθεσης της ελπίδας του συγγραφέα στη νέα γενιά, καθώς, όπως η Αγγέλα Καστρινάκη επισημαίνει, «ούτε η νεολαία, η “νέα γενιά”, αυτός ο μύθος του 20ού αιώνα βρίσκει στο πρόσωπό (του Χάκκα) πρόθυμο υμνητή, κάθε άλλο. Άφθαρτη, αγνή, πάντα προοδευτική και λοιπά στερεότυπα στον Χάκκα δεν έχουν ουδεμία πέραση».[16] Ωστόσο, στο «Λαχείο» τα νιάτα και δη τα δικά του νιάτα, έχουν ανείπωτη δυναμική. Καταλαμβάνουν όλο το «είναι» του ώριμου, που είχε αρχίσει να σαπίζει και να απογυμνώνεται από ιδανικά, και φυσούν μέσα του δυνατά, γεμίζοντας τα καπνισμένα με ατομικισμό πνευμόνια με φρέσκο αεράκι. Επαναφέρουν το ζαλισμένο μυαλό, στυλώνουν το κουρασμένο κορμί, πετούν τα λαχεία που αποσείουν κάθε ευθύνη από τον άνθρωπο με μια ψευδεπίγραφη υπόσχεση ευτυχίας. Κι έτσι ο ήρωας κερδίζει το μεγαλύτερο λαχείο: τον γνήσιο ανθρωπιστή εαυτό του. Έτσι, δικαιώνεται και ο τίτλος, καθώς η πάλη ανάμεσα στις δυο σημασίες του λαχνού, ανάμεσα στον λαχνό που εξασφαλίζει το ατομικό κέρδος και τη λαχειοφόρο αγορά που αποβλέπει στα κέρδη των πολλών, και η κατίσχυση της δεύτερης, τον επανανοηματοδοτεί μέσα από την τρίτη εκδοχή του όρου: αυτή της ανέλπιστης τύχης, που εδώ ταυτίζεται με την ανάκτηση του παλιού καλού εαυτού.
Η διηγηματογραφία του Χάκκα δίνει στον αναγνώστη τη χαρά να επικεντρωθεί στην ουσία, καθώς το αποπροσανατολιστικό ψιμύθι του λόγου είναι ανύπαρκτο. Λόγος λιτός, απογυμνωμένος από στολίδια, μένει γυμνός για να αποδώσει τη γυμνή αλήθεια μιας υπερφορτωμένης και επιτηδευμένης ζωής, που προτιμά να βαυκαλίζεται ότι έχει «βρει το νόημα». Ο όποιος λυρισμός, απότοκο μιας άμεσης συναισθηματικής κατάθεσης, ή μιας −καθόλου ωραιοποιημένης− μνήμης υπερθεματίζει σχετικά, κάνοντας τον Ρεπούση να μιλά για «λυρικό ρεαλισμό»[17] και την Ολυμπία Τσαρουχά-Θεοδοσίου για «μια ουτοπία που δεν είναι το αντίθετο του πραγματικού κόσμου, αλλά το συμπλήρωμα που τον κάνει υποφερτό».[18]
Απέναντι, λοιπόν, στην αποποίηση των όποιων ιδανικών, που αποτελεί κέλευσμα κάθε εποχής σε διαφορετικό επίπεδο ηθικής στάθμης, ο Χάκκας έχει την απάντηση μέσα από μια διηγηματογραφία λυρικά ρεαλιστική, αλλά καθόλου ηθικολογική, αφού δεν διστάζει να «δικάσει» πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό για αντιηρωισμό. Προτείνει ανεπιφύλακτα τη σπιθίτσα στα μάτια του καθενός μας ως νέου, τα πλατύ χαμόγελο, την πίστη που φωλιάζει μέσα στον εαυτό μας τον ίδιο, όχι στην τύχη και στα λαχεία. Προτείνει να σταματήσουμε στη γωνιά του δρόμου και να πετάξουμε το όποιο λαχείο-δεκανίκι στον υπόνομο κλείνοντας το μάτι στον παλιό μας εαυτό. Κι αυτό το πεταμένο «Λαχείο» είναι η παρακαταθήκη του στην ελληνική πεζογραφία.

[1] Μάριος Χάκκας, Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, Κέδρος 1970.

[2] Μανόλης Λαμπρίδης, « Η άρνηση των αξιών του συστήματος στο έργο του Μάριου Χάκκα», στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 78-79.

[3] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, Το ουτοπικό σύμπαν του Μάριου Χάκκα: ουτοπικά ιδεώδη στο πεζογραφικό και θεατρικό του έργο, Μεταπτυχιακή Διατριβή, ΑΠΘ 2007, σ. 66, Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://ikee.lib.auth.gr/record/80000/files/gri-2007-867.pdf 17/4/2020.

[4][4] Για την ερμηνεία του όρου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το Βικιλεξικό.

[5] Αλέξης Ζήρας, «Μια πρώιμη και μια όψιμη κατάθεση για τον Μάριο Χάκκα», » στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 103-104.

[6] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, ό.π.. σ. 45.

[7] Χριστίνα Παπαδημητρίου, Μάριος Χάκκας. Η ζωή και το έργο του. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1998, σ. 205.

[8] Αλέξης Ζήρας, ό.π., σ. 103.

[9] Βάσος Βαρίκας, Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος 1979, σ. 9-10.

[10]Τόλης Καζαντζής, « Το πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα», στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 51.

[11] Χριστίνα Παπαδημητρίου, ό.π.

[12]Τόλης Καζαντζής, « Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος 1979, σ. 48.

[13] Χριστίνα Παπαδημητρίου, ό.π.,.291.

[14] Περιοδικό Διαβάζω, αρ. 168, 20/5/87, σ.33.

[15] Γεώργιος Ρεπούσης, Ο Μάριος Χάκκας και η εποχή του: Αυτοβιογραφία και δημιουργική πεζογραφία, Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2012, σ. 84. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/31715#page/1/mode/2up 17/4/2020.

[16] Αγγέλα Καστρινάκη, «Τα οργισμένα νιάτα της ελληνικής πεζογραφίας», στο Α., Νάτσινα, Α., Καστρινάκη, Ι., Δημητρακάκης, Ε., Δασκαλά, Η πεζογραφία στη μακρά δεκαετία του 1960. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα 2015. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ. 66-113. Διαθέσιμο στο:

http://hdl.handle.net/11419/2197.

[17] Γεώργιος Ρεπούσης, ό.π., 115.

[18] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, ό.π.. σ. 106.