Νέα Κρόνακα: Η γενεαλογία
Το Εννέα (2021) του Κυριάκου Μαργαρίτη είναι το πρώτο μυθιστόρημα ενός μεγαλόπνοου –ή και μεγαλεπήβολου– διά βίου εγχειρήματος πενήντα έργων,[1] που ο συγγραφέας προαναγγέλλει πανηγυρικά υπό τον γενικότερο τίτλο Νέα Κρόνακα. Η νέα αυτή επική σάγκα στήνεται, όπως ομολογεί ο συγγραφέας, επί των ερειπίων αριθμού αδημοσίευτων τόμων μιας σειράς που έφερε τον γενικότερο τίτλο Κρόνακα (Μαργαρίτης 2021, 459), από τους οποίους εκδόθηκε τελικά μόνο ο πρώτος και ομότιτλος (βλ. Μαργαρίτης 2017).
Τη γενεαλογία της φιλόδοξης αυτής προσπάθειας πρέπει να αναζητήσουμε στο μεσαιωνικό χρονικό του Κύπριου χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Xρονικόν, το οποίο χρειάστηκε να περιμένει τον Γιώργο Σεφέρη και την κυπριακή του συλλογή Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν (1955) (Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄), για να αναδειχθεί σε ζώσα, δομική πλέον πηγή για τη συλλογική μνήμη της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας.[2] Ενώ στη μητροπολιτική Ελλάδα, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Κεχαγιόγλου, το Χρονικό του Μαχαιρά δεν είχε καμιά ουσιαστική επίδραση (1986, 424), και παρά, θα προσθέταμε, τη σεφερική κορύφωση, η ιστορική του ύλη και η γοητευτική του αφήγηση έτυχαν ενδιαφέρουσας διεθνούς πρόσληψης από σημαντικούς Ευρωπαίους λογοτέχνες, όπως ο Ιταλός Gabriele D’Annunzio (Lavagnini 1978), ο Πολωνός Melchior Wańkowicz (Δημητρίου 2011) και ο Βούλγαρος Aleksandar Kostov (Demetriou 2012, 130).
Η αναφορά στην παλίμψηστη πρόσληψη του Χρονικού από τον Μαργαρίτη διαμέσου του Σεφέρη δεν είναι αμελητέα. Αν ο Σεφέρης αναζήτησε στον Μαχαιρά αντικειμενικές συστοιχίες, για να στηλιτεύσει τη σύγχρονή του Αγγλοκρατία στο νησί, εκφράζοντας την πίστη του στην εθνικοπολιτική δικαίωση των Κυπρίων, ο Μαργαρίτης ανατρέχει στην Αγγλοκρατία, για να δημιουργήσει σύστοιχα με τη σύγχρονή του ιστορική συνθήκη – το ανεπίλυτο, ακόμα, του κυπριακού ζητήματος. Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε ο Σεφέρης, ο οποίος στην κυπριακή του συλλογή μεταφέρει το προ-επαναστατικό εν Κύπρω κλίμα (1953-55), ο Μαργαρίτης εκκινεί τη δική του «Κρόνακα» από το έπος του κυπριακού Αγώνα (1955-59), που συμπυκνούται γι’ αυτόν στη θυσία ‒κυρίως, αλλά όχι μόνο‒ των νεαρών ηρώων της αγχόνης των Εννέα. Ταυτόχρονα, αν ο Σεφέρης εκκινεί από και εκβάλλει σε μια καθόλα ιστορική στιγμή (από τον Μεσαίωνα στην Αγγλοκρατία στην Κύπρο), ο Μαργαρίτης τοποθετεί την ιστορία του στο τέλος του χρόνου,[3] στο πεδίο δηλαδή της μεθιστορίας, έννοιας που ανάγεται στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη –συστατικής επίσης της γενεαλογίας την οποία επιχειρώ εδώ να ανασυστήσω– στην οποία και θα επανέλθω εκτενέστερα.
Παράλληλα, ο Μαργαρίτης επιχειρεί μια προκλητική, ειρωνική και ερεθιστική αποκατάσταση του ήθους του αγώνα της ΕΟΚΑ απέναντι στην καταφανή απογοήτευση που επικρατεί στην Κύπρο τού σήμερα από την αδικαίωτη έκβαση της κυπριακής Επανάστασης (την κουτσουρεμένη ανεξαρτησία της Ζυρίχης και τα επακόλουθα δεινά, μέχρι και τις μέρες μας), αλλά και απέναντι σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους, οι οποίοι αποφαίνονται ex post facto, συγκλίνοντας παραδόξως με το τουρκικό και το βρετανικό αφήγημα, ότι ο Αγώνας της ΕΟΚΑ δεν έπρεπε να έχει γίνει: «Όλοι ξέρουν ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν ένα λάθος. Όλοι έχουν δίκαιο. Μα προς Θεού. Μη με διαβάζετε» (Μαργαρίτης 2021, 407). Το επίμαχο αυτό απόσπασμα, παρότι σκοπίμως και παιγνιωδώς διφορούμενο, χρειάζεται να διαβαστεί ακριβώς στο πλαίσιο ενός προκλητικού σαρκασμού απέναντι στις δυνάμεις του αναθεωρητισμού, με την έμφαση να γέρνει στην απόλυτη κατάφαση υπέρ της Επανάστασης, η οποία μάλιστα επισφραγίζεται από την παρεμβολή του αδιαμφισβήτητου, για τον συγγραφέα, Λόγου (πρβλ. «προς Θεού»). Αν ο Μαργαρίτης δηλώνει έτοιμος να αποδεκτεί τα πυρά που έχει δεχθεί τόσο από τις (πολλές) εκδοτικές απορρίψεις των έργων του[4] όσο και από τις εξίσου ανεπαρκείς κριτικές που έλαβε, αιτείται όπως τα έργα του βίου των Εννέα, εξιστορούμενα ως Νέα Κρόνακα, παραμείνουν στο απυρόβλητο: «Θα παρακαλούσα μόνο να μην προσβάλλουμε και τα γραπτά των παιδιών. Όχι για τα γραπτά τους. Αυτά δεν κινδυνεύουν. Για εμάς λέω. […] Αν τα σταφύλια δεν είναι του γούστου μας, ας μην τα κάνουμε κρεμαστάρια» (2021, 272).
Όπως και στον Σεφέρη, το Χρονικό, όντας ένα μοναδικό γλωσσικό, ιστορικό και αισθητικό μνημείο της νεοελληνικής μεσαιωνικής γραμματείας, επιστρατεύεται στον Μαργαρίτη στο πλαίσιο της ανάδειξης των γραμματειακών τεκμηρίων μιας αδιάλειπτα ελληνικής παρουσίας και συνέχειας στο νησί, η οποία περιλαμβάνει, όπως και στον Μαχαιρά, και την Ορθόδοξη παράδοση. Κι αν ο Σεφέρης, πρόσφυγας από τη Μικρασία, συναντά στην Κύπρο «το θαύμα»[5] του νόστου και ενός ελληνισμού εν αγωνιστική εγρηγόρσει, ο Μαργαρίτης προεκτείνει τη σεφερική μεταφυσική στο πεδίο της υλικοπνευματικής μετοχής στην αλήθεια, για τον πιστό, της Ανάστασης. Ο Σεφέρης, χωρίς να διακρίνεται ιδιαίτερα για τη θρησκευτική (ορθόδοξα χριστιανική) πνοή του έργου του –στον βαθμό, τουλάχιστον, που το στοιχείο αυτό παρατηρείται, για παράδειγμα, στον Ελύτη ή ακόμα και στον μαρξιστή Ρίτσο–, θεολογικοποιείται, συνεπώς, από τον Μαργαρίτη με ολότελα καινό και πρωτοφανή τρόπο.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τέλος, προκύπτει η αξιοποίηση στα σύγχρονα χρόνια του Χρονικού από συγγραφείς του πεζού λόγου και όχι μόνο της ποίησης στην Κύπρο, όπως ο Μαργαρίτης, αλλά και η Κωνσταντία Σωτηρίου (2019). Σε αντίθεση ωστόσο με τον Σεφέρη και τους εν Κύπρω μιμητές του, οι ταλαντούχοι αυτοί πεζογράφοι δεν αντλούν από την αφηγηματική ύλη του Χρονικού, αλλά εγκαθιδρύουν μαζί του μια υβριδική, (ψευδο)ειδολογική σχέση, πραγματευόμενοι όχι τόσο την κυπριακή ιστορία όσο τον επαναπροσδιορισμό της υπό την αποσιωπημένη ‒από την κρατούσα πατριαρχική‒ γυναικεία αφηγηματική οπτική στη Σωτηρίου[6] και από τη θεολογική, μεθιστορική οπτική στον Μαργαρίτη, την οποία θα πραγματευτώ ευθύς αμέσως.
«Μητέρα, δεν κάνω ποίηση»: Από την ιστορία στη μεθιστορία
Η έννοια της «μεθιστορίας» εισήχθη από τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη στην ομώνυμη συλλογή του (Μεθιστορία, 1995) και προσδιορίστηκε από την κριτική ως ποιητική μέθοδος αντίστοιχη του καβαφικού ιστορισμού και της σεφερικής μυθικής μεθόδου, με αναφορά στην «αντικειμενική συστοιχία» παρελθόντος και παρόντος και την αναγωγή της ιστορίας στον χώρο του μύθου.[7] Πιο πρόσφατα, η μυθοκριτική προσέγγιση αναδεικνύει τη μεθιστορία στο καταρχήν θεολογικό –και όχι απλώς μοντερνιστικό της πλαίσιο– ως ερμηνευτικό σχήμα του κόσμου ή οντολογική κατάσταση, ίδια της ποιητικής του Χαραλαμπίδη, η οποία δεν συνιστά απλώς «υπέρβαση» της ιστορίας, αλλά αντιθέτως, βίωσή της στο εδώ και στο τώρα, ήτοι στο ιστορικό παρόν, σε μια μεταμορφωτική ανακαίνιση της Κτίσης στην υλικοσυμβολική της διάσταση (Δημητρίου 2022β). Υπό αυτή την έννοια, η μεθιστορία στον Μαργαρίτη, όπως και στον Χαραλαμπίδη, προσδιορίζεται ως ερμηνευτικό πλαίσιο ανάλυσης, με αναφορά στην οντολογική εννοιολόγηση του χρόνου και της ύπαρξης, όπως απορρέει από το κατεξοχήν θεολογικό τους κοσμοείδωλο.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης κυριαρχεί ευλόγως διακειμενικά στο δεύτερο μισό του Εννέα, αφήνοντας Σεφέρη, Σολωμό και Παπαδιαμάντη, που μεσουράνησαν παραθεματικά προηγουμένως, να συνεχίζουν σε ρόλο σεκόντο. Όχι τυχαία, ο Χαραλαμπίδης, που σπανιότατα προβαίνει σε παρουσιάσεις βιβλίων, παρουσίασε εγκωμιαστικά το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη Κρόνακα το 2017, ενώ αφιερώνει στον νεαρό επίγονό του, στην τελευταία του συλλογή Η Νύχτα των Κήπων (2022, 98-99) το ομόθεμο με το Εννέα ποίημά του «Τελευταία λόγια του Παλληκαρίδη μπροστά στην αγχόνη». Ως μείζον πνευματικό αντίδωρο ο Μαργαρίτης συνέγραψε -σημειωτέον κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο της συγγραφής του Εννέα– την ογκωδέστατη, πεντακοσίων σελίδων, μελέτη Φοντάνα Αμορόζα (2020) για την ποιητική του Χαραλαμπίδη, ενώ στον τόμο Γλώσσης Ίμερος: Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, την πρώτη επιστημονική σύμμεικτη κατάθεση για το έργο του ποιητή, ο Μαργαρίτης (2022) υπογράφει ένα θεολογικής πνοής κεφάλαιο, άμα και μαθητείας.
Έχοντας σταχυολογήσει το πραγματολογικό πλαίσιο που πλαισιώνει τη μεταξύ των δύο συνομιλία, η Νέα Κρόνακα προσδιορίζεται μεταλογοτεχνικά ως «ποιητική κατοίκηση τόπου»,[8] «η ιστορία ενός αμνημόνευτου μέλλοντος»,[9] ένας βίος θυσιαστικός, που ανάγεται σε επίπεδο αφθαρσίας και κοινωνίας-Ένωσης με τον Θεό διαμέσου ακριβώς της εξιστόρησης,[10] μια αιωνιότητα που διαρκεί όσο και το άθροισμα των δευτερολέπτων που χρειάστηκαν, ωσότου εκπνεύσουν, οι αγωνιστές στο ικρίωμα:
Μακάρι να μιλώ για τη Νέα Κρόνακα.Η ιστορία της […] διαρκεί […] εξήντα οχτώ δευτερόλεπτα. Τα παιδιά είναι η Γενιά του Αιώνα. Και η γέννα του.(Μαργαρίτης 2021, 325)
Οι θεολογικές έννοιες της Ενσάρκωσης και του Ευαγγελισμού, καθώς και του ιερού γάμου του Θεού με τον Άνθρωπο («ιερογαμία[ς]»[11] ή θείου έρωτος), γνωστές μας και από τον Χαραλαμπίδη,[12] επανέρχονται, δομώντας και συνέχοντας το κείμενο εκ των έσω. Ως εκ τούτου, το μυθιστόρημα δεν απολλύει «την οργανική του ολότητα»,[13] παρά τις συνεχείς (πλην σημαίνουσες) παρεκβάσεις του, εφόσον το «κέντρο» του δεν είναι η ίδια η πλοκή, αλλά η Ενανθρώπιση, η κένωση ή σκήνωση του Θεού σε σώμα ανθρώπινο, προκειμένου να επιτελέσει τη σταυρική του πορεία. Η όποια διασπορά του νοήματος, συνεπώς, στην κατεξοχήν μεταμοντέρνα πραγμάτευση του συγγραφέα δεν συνιστά παρά μόνο μια διαρκή μεταφορά που άλλεται από σημαίνον σε σημαίνον, ωσότου φτάσει στον προσδιορισμό ενός απόλυτου, υπερβατολογικού Σημαίνοντος, ενός απόλυτου κέντρου, που δεν είναι άλλο από το θεϊκό Ρήμα, που οδηγείται στη Σταύρωση: «Είναι ένα πυκνό χρονικό της αυτοθυσίας» (Μαργαρίτης 2021, 50).
Προκύπτει συνεπώς στον Μαργαρίτη το εξής θεωρητικό παράδοξο: Ενώ καταργεί, επιλέγοντας τη μεταμυθοπλασία, κάθε αφηγηματική σύμβαση, καθιστώντας ορατές τις τεχνικές, τη διαδικασία της παραγωγής του κειμένου, αλλά και τα ίδια τα όρια της γραφής, η ενότητα, η πληρότητα και η συνοχή διατηρούνται, εκπορεύονται και απολήγουν στην υπέρτατη μετα-αφήγηση, ήτοι στο πρόσωπο του Λόγου, ως πηγής κάθε νοήματος. Εάν η ενδεχομενικότητα και η διαρκής αυτοαναφορικότητα υπονομεύουν τον Εαυτό ή την ανθρώπινη εμπειρία ως ρυθμιστή, είναι γιατί αποδίδουν το νόημα στον Λόγο ως απόλυτη νοηματοδοτική αρχή.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ενσάρκωση του Θεού στο πρόσωπο των νεαρών ηρώων προσδιορίζεται ως «η τέχνη της ζωής» ή και «η τέχνη της πραγματικότητας» (Μαργαρίτης 2021, 361), ήτοι ένας βίος θυσιαστικός, ο οποίος διδάσκεται, κατά το πρότυπο του Χριστού, μέσα από το Πάθος:
Με όλους μαθαίνω κι εγώ να μιλώ. Με κλωστές της αγχόνης […] υφαίνω το κουστούμι του γάμου μου. […] Εγώ φορώ την πατρίδα μου. (Μαργαρίτης 2021, 291)
Συναφώς, το σύνθημα «Ένωσις-Ένωσις-Ένωσις», που έθρεψε τα ιδανικά του κυπριακού Αγώνα και επανέρχεται μοτιβικά στο βιβλίο, εστιάζει μεταφορικά στην «ερωτική», αγαπητική σχέση που διαμορφώνει ο Άνθρωπος τον Θεό, ρηματοποιώντας, διά της θυσίας, το άρρητο, τον Λόγο: «Η αρχή της ΕΟΚΑ σημαδεύει στον έρωτα: Ένωσις-Ένωσις-Ένωσις. Τέκνο Διγενή και Αφροδίτης, είναι ο πιο ένδοξος και ο πιο ερωτευμένος αγώνας» «Η βροχή ενορχηστρώνει την ένωση. Αυτή είναι το μόνο βασίλειο» «Η ΕΟΚΑ δεν είναι αγώνας είναι η αγωνία μιας παγκόσμιας ενώσεως, ένα ερωτικό αγώνισμα, χαμένο εξαρχής» «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός. Η ένωση. Ο γάμος» (Μαργαρίτης 2021, 105, 26, 111, 183). Η θρησκευτικότητα επιτρέπει στον Μαργαρίτη να αποφύγει την εθνικιστική ρητορεία, για να εστιάσει στο μεγαλείο της θυσιαστικής αγάπης του Θεού για τον Άνθρωπο («Ο Έρως επί ξύλου κρεμάμενος»[14]), αλλά και του Ανθρώπου για την Πατρίδα.
Ταυτόχρονα, η Νέα Κρόνακα αυτοπροσδιορίζεται από τον δημιουργό της σολωμικά, «ως είδος μεικτό, μόνο νόμιμο»,[15] συναιρώντας στο ιδεώδες της Ενότητας-Ένωσης ειδολογικά ποίηση και πεζογραφία, μεθοδολογικά μύθο και ιστορία, εκκλησιαστικά τον Θεό και τον Άνθρωπο, έμφυλα τον άντρα και τη γυναίκα:
Η νέα ποίηση με περιμένει […] είδος μεικτό, […] ασυντέλεστο. Θα το πω μυθιστόρημα. Είναι ο Θεάνθρωπος. (Μαργαρίτης 2021, 100)
Τη νέα ποίηση ψάχνοντας, στην κορυφή της παλαιάς, λέω ότι πρέπει ακόμα να τρυγήσω τα κύματα (Μαργαρίτης 2021, 31)
Τα παιδιά είναι η ενδοξότερη λογοτεχνική γενιά, επειδή δεν κάνουν λογοτεχνία. Εργασία τους, η Τέχνη του Λόγου. Αυτή τελεσφορεί στην αγχόνη. (Μαργαρίτης 2021, 326)
Μια δίδυμη λέξη, όπως οι άλλες που δίνουν στον άνθρωπο τη χαμένη του δόξα: ανδρόγυνο ή: μυθιστόρημα.
Γενικότερα: Θεάνθρωπος. (Μαργαρίτης 2021, 439 υπογράμμιση στο πρωτότυπο)
Σ’ αυτή την προσέγγιση, τόσο ο τρέχων χρόνος όσο και η συμβατική ιστορία προβάλλουν ανεπαρκείς, προκειμένου να μιλήσουν για το μεγαλείο της ψυχής και την ησυχαστική ασκητική των αγωνιστών («Καμιά ιστορία δεν μπορεί να τα πει αυτά»[16]). Ταυτόχρονα, η συμβατική λογοτεχνία απορρίπτεται ως φορμαλιστική ή και πεπερασμένη, άνευ προεκτάσεως στον Λόγο: «Η ποίηση τελείωσε. Τώρα έχω αντίγραφα. Τι άλλο θέλω;» (Μαργαρίτης 2021, 264).
Θεματοποιώντας στη Νέα Κρόνακα την ίδια τη διαδικασία της γραφής, η λογοτεχνία την οποία υπηρετεί ο Μαργαρίτης προκύπτει συνεπώς ως μίμηση τρίτου βαθμού απεικόνιση ή «αντίγραφο» της θυσίας των παιδιών, που με τη σειρά τους μιμούνται τη θυσία του Αμνού. Εξού και η ευφυής κινητοποίηση του στίχου του κατεξοχήν Ενωτικού ποιητή (και μέγιστου Κύπριου ποιητή του 20ού αιώνα) Κώστα Μόντη από το μετεισβολικό «Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα» (1980), που ο Μαργαρίτης εντάσσει στο κείμενό του ως επωδό με ποικίλες παραλλαγές: «Δεν κάνω ποίηση, Μητέρα. Έχω αντίγραφα» (Μαργαρίτης 2021, 49).[17]
Τη νέα ποίηση ψάχνοντας, στην κορυφή της παλαιάς, λέω ότι πρέπει ακόμα να τρυγήσω τα κύματα
(Μαργαρίτης 2021, 31)
Τα αντίγραφα: Ιστορία και ταυτότητα
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να διευκρινιστεί πως η μεθιστορία δεν ακυρώνει την ιστορία ούτε την αποπριμοδοτεί έναντι του μύθου,[18] αλλά τη διεκδικεί ως τεκμήριο και τη μετουσιώνει σε βίωση της Ανάστασης σε χρόνο παροντικό («το επέκεινα είναι ήδη εδώ, τώρα, πάντοτε»[19]), εξού και η πρόταξη του ενεστώτα ως χρόνου της αφήγησης ή και του ιστορικού ενεστώτα στο πεδίο της εξιστόρησης, με μικρότερη προτίμηση του συγγραφέα στους ιστορικούς χρόνους, παρά την ειδολογική του μέθεξη με το Χρονικό. Όπως επισημαίνει o επιφανής θρησκειολόγος Mircea Eliade (1969, 120-130), εισάγοντας τη θεοφάνεια και τη σωτηριολογική προοπτική εντός της ιστορίας, ο ιουδαιο-χριστιανισμός απέδωσε στην ιστορία εγγενές νόημα, προσδιορίζοντάς την οντολογικά ως έναν τρόπο εφαρμογής των εσχάτων. H χριστιανική εσχατολογία προβάλλει συνεπώς ως μία από τις πλέον προωθημένες εκδοχές του ιστορικισμού, επιτρέποντας μία προσέγγιση της μεθιστορίας στον Μαργαρίτη, κατά το πρότυπο του Χαραλαμπίδη, ως μαρτυρικής εμπειρίας, δοκιμίου[20] ή δοκιμασίας, αγωνίσματος ή αγωνιστικού βίου, αλλά και, γι’ αυτό, διαρκούς εξέλιξης και τελείωσης στο ιστορικό της παρόν: «Η εσχατολογία αυτού του βιβλίου είναι οι ιστορίες εννέα παιδιών. Το φως της φωνής, οι διαθήκες τους» (Μαργαρίτης 2021, 274).
Σε αντίθεση με άλλους Κύπριους συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Σωφρόνης Σωφρονίου (2015) και η Κωνσταντία Σωτηρίου, ο Μαργαρίτης δεν επανέρχεται στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία για τη σχετικοποιήσει ή να την αποδομήσει, αλλά τη διεκδικεί ως ακλόνητη αλήθεια με θεολογικό και εθνικό περίβλημα: «Δεν επινοούνται αυτά. Δεν κάνω ποιήματα» (Μαργαρίτης 2021, 185). Ως εκ τούτου, «τα αντίγραφα», στα οποία ο συγγραφέας αποκαλύπτει το δαιδαλώδες ιστορικό και λογοτεχνικό του υπόστρωμα, που εντάσσει στο έργο του διά εκτενών παραθεμάτων και άλλων ποικίλων πρακτικών διακειμενικότητας, αφορούν πρωτίστως στην ιστορική καταγραφή ως «μαρτυρία και μαρτύριο» (Μαργαρίτης 2021, 29).
Τα αντίγραφα, συνεπώς, περιλαμβάνουν, εν είδει πρωτεύουσας βιβλιογραφίας, τις μαρτυρίες των αγωνιστών και τις επιστολές των μελλοθανάτων («Δεν είναι η πρώτη φορά που αντιγράφω χειρόγραφα […] Τα υψηλά παραδείγματα είναι τα μόνα που έχω»[21]). Ως δευτερεύουσες πηγές η αφήγηση προσδιορίζει τις συνεντεύξεις συγγενών των αγωνιστών, ακόμα και των δεσμοφυλάκων ή του Βρετανού δημίου που μεσουράνησε στην Κύπρο, Χάρι Άλεν, κυρίως δε το περίφημο «ημερολόγιο εργασίας» του, όπου περιγράφει τους απαγχονισμούς, τις βιογραφίες επίσης των αγωνιστών, τις οποίες ο Μαργαρίτης μετουσιώνει σε συναξάρια αγίων (2021, 21), αλλά και ιστοριογραφία γύρω από την ΕΟΚΑ, προτάσσοντας τον αγωνιστικό βίο των μελών της ως αδιάψευστη ιστορική ύλη, εξυψωμένη σε αντικείμενο πίστεως: «Στα γόνατά μου καθίζω τα αντίγραφα, την ομορφιά. Τη βρίσκω απείρως υπερβολική. Την πιστεύω ολόκληρη» (Μαργαρίτης 2021, 273).
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας εκλαμβάνει το λογοτεχνικό του έργο ως χρέος απέναντι στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, κατά το πρόσταγμα του ήρωα Ανδρέα Παναγίδη, ο οποίος, αποχαιρετώντας τον ανήλικο συναγωνιστή του Παρασκευά Χοιροπούλη, του ζήτησε να ιστορήσει τον σκοπό για τον οποίο θυσιάστηκαν, αλλά και το θάρρος τους μπροστά στην αγχόνη: «Ω ξειν’. […] Να τους πεις την αλήθεια. Όσα είδαμε, όσα ακούσαμε. Όσα αγγίξαμε» (Μαργαρίτης 2021, 209).
Η αναγκαιότητα της ιστορικής καταγραφής διατρέχει περαιτέρω το Χρονικό, προβαλλόμενο σε θλιβερή αντίστιξη με εποχές απάτριδες, ατομικιστικές και ιστορικά αβαθείς. Η επίκληση στον ίδιο τον αναγνώστη και οι αυτοσαρκαστικές νύξεις του Μαργαρίτη γύρω από το περιορισμένο εκδοτικό ενδιαφέρον για τα βιβλία του και το εθνικό τους περιεχόμενο είναι σημαίνουσες:
Κυρίως: ω αναγνώστη, υποκριτή […]. Ό,τι προαιρείστε, είπα κάποτε. Ευχαριστούμε, ακούω, δεν θα πάρουμε ή: δώσαμε. Τόσες υπερβολές σ’ έναν τόμο. Τόσα ύψη. Ποιος έχει όρεξη να θυμάται τα μνήματα; (Μαργαρίτης 2021, 272)
Λυπάμαι αν φαίνεται ότι υπερβάλλω. Φταίει που τα παιδιά υπερέβαλαν πρώτα και ξεπέρασαν την ατομική τους στενότητα. (Μαργαρίτης 2021, 329)
Περαιτέρω, η πνευματική, ηθική και πολιτική παρακμή της σύγχρονης Ελλάδας κατακεραυνώνεται, καθώς φαντάζει, για τον συγγραφέα, αποκαρδιωτικά ανάξια της θυσίας των αγωνιστών της ΕΟΚΑ:
Μια λέξη μόνο του Ίωνα Δραγούμη για την πολιτική στην Ελλάδα: σιχαμάρα. Ο δήμιος χαμογελά. (Μαργαρίτης 2021, 109)
Η Ομόνοια γέρνει, ένα ανιαρό εργοτάξιο. […] Οι ζώνεκροι κραδαίνουν καδρόνια, προσβάλλουν τα μάρμαρα. Τα παιδιά δεν ευδοκιμούν στην Αθήνα. […] Αν είναι έτσι, αδίκως εκείνα σταυρώθηκαν. […]
Η σιχαμάρα. (Μαργαρίτης 2021, 144-145)
Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η μεταφορά της ασθένειας στο σύνολο του βιβλίου, η οποία φέρεται να μαστίζει την ελληνική (εν Ελλάδι) κοινωνία, απομακρυσμένη, για τον συγγραφέα, από τις συνιστώσες της θρησκείας και της πατρίδας απομακρυσμένη, επίσης, από το εθνικό της παρελθόν και τις ευθύνες της στα περί Κύπρου:
Σήμερα που γράφω, 14 Μαρτίου 2020, ο κόσμος μαστίζεται από τον λεγόμενο κορονοϊό. Η Ελλάδα μπαίνει στα σπόρκα. Η Αθήνα ερημώνεται. Ο ιός αυτός μολύνει τον πνεύμονα, φέρνει ασφυξία. Σαν σήμερα, το έτος 1957, ο Ευαγόρας κρεμάστηκε. […]
Εδώ ζητιανεύω την απολογία του γένους. (Μαργαρίτης 2021, 316-317 υπογράμμιση στο πρωτότυπο)
Η Νέα Κρόνακα διεκδικεί περαιτέρω την αφηγηματική της βάση ως καταρχήν ιστορική μέσα από την αναφορά σε γεγονότα και σε πρόσωπα κλειδιά του Αγώνα: τους Εννέα, που κυριαρχούν, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή, αγωνιστές όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου και Κυριάκος Μάτσης, αλλά και άλλοι, που δεν απαντούν καθόλου συχνά ή και πουθενά αλλού σε λογοτεχνικές μεταπλάσεις, όπως οι Χαράλαμπος Μούσκος, Μάρκος Δράκος, Στυλιανός Λένας, Αυγουστής Ευσταθίου, Παρασκευάς Χοιροπούλης, Γιώργος Ιωάννου, Ανδρέας Παναγιώτου και Αντώνης Παπαδόπουλος, αλλά και οι Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ή και Νίκος Γεωργιάδης (Σαμψών). Ο Μαργαρίτης ίσως παρέχει την επικότερη μυθιστορηματική κατάθεση του Αγώνα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ξεχωρίζει περαιτέρω, ως προς την πολιτική αιχμή του βιβλίου, η αγιολογική παράσταση από τον συγγραφέα εξαιρετικά αμφιλεγόμενων σήμερα προσωπικοτήτων που εγείρουν ακόμα έντονα πολιτικά πάθη,[22] όπως ο Γρίβας και ο Σαμψών, ένεκα της μετέπειτα πραξικοπηματικής τους δράσης, αλλά και ο Γιωρκάτζης, φερόμενος ως σκαιώδης προσωπικότητα κατά τη διακυβέρνηση Μακαρίου. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζεται να επισημανθεί πως ο συγγραφέας εστιάζει στο αμιγώς αγωνιστικό τους μητρώο, παρότι τους εκθειάζει κατά τρόπο καθόλου απολογητικό ή και, θα προσέθετα, σκοπίμως αιρετικό, αφήνοντας ενδιαφέρουσες υποσχέσεις για μεταγενέστερες μυθιστορηματικές μεταπλάσεις. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως στο κείμενο ενυπάρχουν σαφείς αιχμές για τη μετέπειτα εγκληματική δράση του Νίκου Σαμψών, η οποία φαίνεται να συγχωρείται ή να καθαίρεται μέσα από την ενωτική δυναμική, όπως αναλύεται παραπάνω, την καθαγιαστική πράξη των παιδιών της αγχόνης:
Όταν τον κρέμασε, ο δήμιος Χάρι Άλεν δεν περίμενε ότι ο Ευαγόρας θα ήταν ο τελευταίος, καθώς εκκρεμούσαν δύο ή τρεις ακόμα θανατικές καταδίκες. Τελικά οι κατάδικοι έλαβαν χάρη. Εξ αυτών και ο Νίκος Σαμψών. Ο Ευαγόρας τον έσωσε. (Μαργαρίτης 2021, 315-316)
Ο Μαργαρίτης, συνεπώς, αντικρίζει κατάματα την κυπριακή ιστορία με τρόπο ισορροπημένο και με εμφανείς αναγωγές σε στρεβλώσεις του ιστορικού του παρόντος. Ο λόγος του καθίσταται περαιτέρω πολιτικός, όταν αναφέρεται στην κομματική ταυτότητα της προδοσίας, στην οποία επανέρχεται εμφαντικά, προκειμένου να στηλιτεύσει τη συνεργασία μελών της κυπριακής Αριστεράς με τις αποικιακές δυνάμεις, έχοντας θέσει, κατά τον συγγραφέα «το κόμμα» πάνω από την πατρίδα:
Μόλις ο Μιχάλης ανέβηκε στο ποδήλατο, ένας δυστυχισμένος κομμουνιστής, ο Χριστόδουλος Μιχαήλ, τον γκρέμισε στο έδαφος και ζήτησε να τον συλλάβουν άρον άρον. Ο κομμουνιστής νόμισε ότι ο Καραολής είχε βάλει βόμβα στο οίκημα του κόμματος. Το οίκημα (και το κόμμα) δεν έπαθαν τίποτε. Ο Μιχαλάκης κρεμάστηκε. (Μαργαρίτης 2021, 122)
Αλλού o Μαργαρίτης αποφεύγει τον πολιτικό χρωματισμό, αρκούμενος στον χαρακτηρισμό «Έλληνες προδότες» (Μαργαρίτης 2021, 112), πλην όμως διεκδικεί σκωπτικά έναν εθνικό χρωματισμό για τους Έλληνες εκείνους Κυπρίους που τον απέταξαν. Ταυτόχρονα, θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, όταν εμφαίνει τη δόλια στάση των τουρκικής μειονότητας στο νησί, υπεύθυνης για πολλές από τις συλλήψεις, την καταδίκη, τον βασανισμό και τη φύλαξη των Ελλήνων αγωνιστών, απεργαζόμενης, διά τη συμπερίληψή της στις επιτελικές δυνάμεις των Βρετανών, τη σύνθλιψη του αντιαποικιακού αγώνα: «Εδώ οι αστυνομικοί, καλούμενοι και επικουρικοί, ήταν Τούρκοι. Ο όρος Τουρκοκύπριοι επισημοποιήθηκε μετά το 1974. Αλλά ο χρόνος τελείωσε» (Μαργαρίτης 2021, 121). Οι βολές του Μαργαρίτη κατά του Τουρκοκύπριου Προσωρινού Γενικού Εισαγγελέα του Στέμματος, μετέπειτα αρχηγέτη του taksim (=διχοτόμηση), Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος προήδρευσε της καταδίκης του Καραολή, είναι εξίσου καυστικές.[23] Κατά τον τρόπο αυτό ο Μαργαρίτης στέλνει τα δικά του μηνύματα απέναντι σε προσπάθειες υβριδοποίησης ή κυπροποίησης της ελληνικής ταυτότητας του νησιού από εγχώριους πολιτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους, χάριν μιας ορισμένης αντίληψης της επαναπροσέγγισης με το τουρκικό στοιχείο. Αντ’ αυτών, η Κύπρος προβάλλει στη Νέα Κρόνακα ως εξ ορισμού ελληνικό νησί, χωρίς απορίες και υποσημειώσεις:
Η ΕΟΚΑ είναι μαρτύριο. […] Τίποτε άλλο γνησίως κυπριακό δεν υπάρχει. (Μαργαρίτης 2021, 111)
Τα ονόματα και των δύο, ως Καραολή Δημητρίου ή Καραολή και Δημητρίου αποδόθηκαν σε 121 οδούς και πλατείες και στις δύο χώρες, αν και οφείλω να πω ότι τα παιδιά, επ’ αυτού, πιθανότατα θα απορούσαν τα παιδιά δεν ήξεραν δυο χώρες. […]
Χαίρετε, της Πανελλάδος πολιούχοι. Αρχή Ευχαριστίας. (Μαργαρίτης 2021, 150-151 υπογράμμιση στο πρωτότυπο)
Στα αντίγραφα, επίσης, εκτός από τη βιογραφία των μελών της ΕΟΚΑ, περιλαμβάνεται, κατά τον Μαργαρίτη, ο βίος ολόκληρος ενός εκάστου ανθρώπου και ο τρόπος με τον οποίο καθένας επιλέγει να τον αξιοποιήσει, με πρότυπο την αγαπητική θυσία για τον συνάνθρωπο και για το συλλογικό καλό για το έθνος, για την πατρίδα, για μια παγκόσμια Ένωση: «Η αυτοβιογραφία καθενός ιστορεί τη σχέση του εαυτού με τον Λόγο» (Μαργαρίτης 2021, 300).
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας εγγράφει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, συχνά με χιούμορ ή και πικρό αυτοσαρκασμό. Ανάμεσα στα πλέον κομβικά, ο αποτυχημένος του αρραβώνας, μετουσιωμένος σε θείο έρωτα και μετοχή στη Σάρκωση μέσα από ερωτικές μεταφορές -κατά το πρότυπο κυρίως του Άσματος Ασμάτων ή των μυστικιστών-, αλλά και η εμπλοκή μελών της οικογένειάς του στον αγώνα της ΕΟΚΑ, συμπεριλαμβανομένης της φιλοξενίας του Στρατηγού Γρίβα, όταν κατέφθασε με πάσα μυστικότητα στην Κύπρο το 1954, για να οργανώσει τον Αγώνα, μεταφέροντας οπλισμό (Μαργαρίτης 2021, 98).
Η Νέα Κρόνακα, συνεπώς, ως αντιγραφή της πράξεως των παιδιών, προκύπτει εντέλει για τον αφηγητή, ήρωα και συγγραφέα, ως μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, επανάληψη μιας τραγωδίας και ενός σταυρικού κλεισίματος, το οποίο πληρούται στο ικρίωμα: «Οι πτυχές της σινδόνης ίσως να είναι τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Ο Ευαγόρας μού προσφέρει αχειροποίητο πέπλο, για τις πληγές της ντροπής» «Όταν χαράζει, βγαίνω μέσα, και ο εφιάλτης τετέλεσται. Φορώ το σχοινί. Στη θηλιά διακρίνω το κενό στεφανώματος» (Μαργαρίτης 2021, 307, 65).
Η Ομόνοια γέρνει, ένα ανιαρό εργοτάξιο. […] Οι ζώνεκροι κραδαίνουν καδρόνια, προσβάλλουν τα μάρμαρα.
Τα παιδιά δεν ευδοκιμούν στην Αθήνα. […] Αν είναι έτσι, αδίκως εκείνα σταυρώθηκαν. […]
Η σιχαμάρα. (Μαργαρίτης 2021, 144-145)
Hotel Savoy: Μεθιστορία και παγκοσμιότητα
Εισάγοντας από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου τη συνομιλία του με το κλασικό μυθιστόρημα Hotel Savoy (1924) του Αυστριακού συγγραφέα Joseph Roth, το δομικότερό του αφηγηματικά διακείμενο, ο Μαργαρίτης καθιστά εμφανές ότι το αντικείμενο της Νέας Κρόνακας δεν είναι αμιγώς η κυπριακή ιστορία, αλλά η παγκόσμια. Με τον Roth o Μαργαρίτης μοιράζεται, εκτός από το σκηνικό και αυτούσιους χαρακτήρες από το Hotel Savoy (όπως η Στάζια και ο αινιγματικός Ιγνάτιος, ευφυής προσωποποίηση, τόσο στον Roth όσο και στον Μαργαρίτη, του ίδιου του Θανάτου), υφολογικά τη γλωσσική και λυρική γενναιοδωρία, την ανενδοίαστη συγγραφική πρόθεση, τον συμβολισμό και την αλληγορία, αλλά και τον στοχασμό, κυρίως, πάνω στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο αφηγητής του Roth, Γκάμπριελ Νταν, επιζών από ρωσικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μεγάλου Πολέμου, ιστορώντας από το Ξενοδοχείο Σαβόι του Λοτζ τη θλιβερή αναταραχή στην Ευρώπη στη σκιά των πολιτικών πολώσεων που θα οδηγούσαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και η εβραϊκή καταγωγή του ίδιου του Roth, εκ των πρώτων που διέβλεψαν τον χιτλερικό κίνδυνο και έχοντας δει τα βιβλία του να καίγονται στη ναζιστική πυρά, δίνουν τη δυνατότητα στον Μαργαρίτη να προσεγγίσει τη βίωση της τραγωδίας και του Πάθους ως πυρηνικής ανθρώπινης κατάστασης. Όπως ο Γκάμπριελ Νταν, ο αυτοδιηγητικός αφηγητής του Μαργαρίτη προσδιορίζει τον εαυτό του ως «επιζώντ[α], μετά την τρομερή καταστροφή, που είναι η ιστορία του κόσμου» (Μαργαρίτης 2021, 15), γεγονός που του επιτρέπει να εντάξει εντέχνως την Κύπρο στην καρδιά της παγκόσμιας ιστορίας:
Η αλήθεια είναι πως δεν γράφω μετά το Άουσβιτς. Ούτε μετά την αγχόνη. Η αλήθεια είναι ότι γράφω μετά την Ανάσταση. Αυτή είναι η Αλήθεια. (Μαργαρίτης 2021, 269)
Αν [στο Άουσβιτς] αισθάνθηκα το μηδέν της γραφής, στους τάφους των παιδιών βρίσκω το Εν […]. Το Εννέα. Το ακαταμέτρητο. (Μαργαρίτης 2021, 265)
Παρότι πάσχων από «το σύνδρομο του επιζώντα» (Μαργαρίτης 2021, 15), ο Μαργαρίτης αρνείται κατηγορηματικά τον αφορισμό του Theodor Adorno πως δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς, αιτούμενος εκ νέου την ιστορική μαρτυρία -θεολογικά πάντα μετουσιωμένη- ως χρέος προς τους νεκρούς και ως ανάληψη ευθύνης: «Μετά την αγχόνη, επείγει να γίνουμε ποίηση, ένα ποίημα αλήθειας» (Μαργαρίτης 2021, 263). Οι δε προσπάθειες παραχάραξης της ιστορίας, είτε στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος είτε του Αγώνα της ΕΟΚΑ, στηλιτεύονται από τον Μαργαρίτη με μελανά χρώματα: «Όλες τις εξωφρενικές κατηγορίες […] με τις οποίες παραχαράσσουμε την αλήθεια του κόσμου, ένας σοφός άνθρωπος, νομίζω Εβραίος, ορθώς έγραψε ότι τις εφηύρε ο Διάβολος» (Μαργαρίτης 2021, 316).
Μέσα από την πετυχημένη, αλλά και διακριτική mise en abyme της ιστορίας του Roth, που παριστά μια Ευρώπη κατακερματισμένη στο τέλος του Πρώτου και στη σκιά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μαργαρίτης εξαπολύει δριμύτατη κριτική απέναντι στην Αγγλία, την Ευρώπη και ευρύτερα τη Δύση, μεθιστορεί δε μία Ευρώπη η οποία θα επανακτήσει το χαμένο της πρόσωπο, πληρούμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο ως διαμορφωτικούς πυρήνες της ταυτότητάς της, σε μία νέα πανανθρώπινη ένωση: «Αυτή τη χαμένη αδελφή μου γυρεύω: τον εκ νέου Ευαγγελισμό της Ευρώπης μου» «Να η πεμπτουσία της Ενώσεως: ο Ευαγγελισμός της Ευρώπης. Πάμε, κόρη. Σπίτι μας» (Μαργαρίτης 2021, 14, 438).
Στο πλαίσιο αυτό, φροντίζει να υπομνηματίσει το βαρύ φόρο αίματος της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπομιμνήσκοντας τις φρούδες υποσχέσεις των Βρετανών περί επιβράβευσης της ελληνικής συμμετοχής με την Ένωση, είτε με τις αναφορές του στους Κύπριους ημιονηγούς της μάχης του Μόντε Κασσίνο (Μαργαρίτης 2021, 332) είτε μνημονεύοντας τη θυσία του Κύπριου φρουρού της Ακρόπολης Κωνσταντίνου Κουκκίδη, ο οποίος, αντί να υπακούσει τους ναζί και να υποστείλει τη γαλανόλευκη, προτίμησε να τυλίξει το κορμί του με αυτή και να αυτοκτονήσει (Μαργαρίτης 2021, 59).
Από το Σαβόι του Λοτζ, όπου λαμβάνει χώρα η αφήγηση του Νταν, στο Σαβόι του Λάνκασιρ, όπου αυτή του μαργαρίτειου αφηγητή, και από το ιστορικό, πρώτο Σαβόι του Λονδίνου μέχρι το ερειπωμένο σήμερα Σαβόι της κατεχόμενης Αμμοχώστου, η διάνοια του Μαργαρίτη επιχειρεί πνευματικά άλματα και αλληγορίες που σπρώχνουν τη μυθική (ή, καλύτερα, τη μεθιστορική) μέθοδο πολύ πιο πέρα από την ποιητική των προπατόρων του, τεντώνοντάς την σε ένα δαιμόνιο συνειρμικό παιχνίδι που εκβάλλει στην πολυσημία, με λέξεις, φράσεις ή σύμβολα-φάρους που εξαφανίζονται μόνο για να επανέλθουν πληθωρικά και ανασημασιοδοτημένα.
Ενδεικτικά, διασυνδέοντας από την αρχή του βιβλίου μέχρι και την τελική του κορύφωση το όνομα του ξενοδοχείου Σαβόι με τον ιστορικό Οίκο της Σαβοΐας, ο οποίος, από τον Μεσαίωνα στην Οθωμανοκρατία και μέχρι την ίδρυση της ενωμένης Ιταλίας (1861) διεκδικούσε τα κυριαρχικά δικαιώματά του στα περί Κύπρου (ως κληροδότημα της νόμιμης κληρονόμου του θρόνου της Κύπρου Καρλόττας Λουζινιάν, εκδιωχθείσης από τον σφετεριστή του θρόνου νόθου αδελφού της Ιάκωβου Β΄),[24] ο Μαργαρίτης τοποθετεί την Κύπρο στην καρδιά της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν η Κωνσταντία Σωτηρίου στο Brandy Sour (2022) καθιστά το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλλας συμβολικό φορέα των προσδοκιών της ίδρυσης και της κατάρρευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ξενοδοχείο Σαβόι του Μαργαρίτη, μέσα από το φίλτρο του Roth, συμβολίζει τον κατακερματισμό σύνολου του πεπτωκότος ευρωπαϊκού πολιτισμού, με τη «ραγισμένη καρδιά» της Κύπρου στο κέντρο του:
Στη ραγισμένη καρδιά του νησιού μου, η ραγισμένη καρδιά της Ευρώπης καθ’ ημέραν εισχωρεί στην αρτίωση. (Μαργαρίτης 2021, 261)
Μέσα από το ευρύτατο πνευματικό του υπόβαθρο, εκτός από τα ευαγγελικά κείμενα και το εκκλησιαστικό υμνολόγιο, τα ομηρικά έπη, τους αρχαίους τραγικούς, τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση (Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Βαλαωρίτη, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, Καρυωτάκη, Πεντζίκη, Παπατσώνη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο ή και τον λιγότερο γνωστό –υμνητή του Παλληκαρίδη– Φώτη Βαρέλη) και τη δυτική παράδοση (εκτός από τον Roth: τον Δάντη, τον Πετράρχη, την ιπποτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα, τον Shakespeare και τον Cervantes, τους Wilde, Poe, Nietzsche, Rilke, Eliot, Lorca, Beckett, Camus, Baudelaire και Rimbaud, που έζησε στην Κύπρο, τον αντισημίτη Céline και τους Εβραίους Kafka, Celan και Benjamin), ο Μαργαρίτης κινητοποιεί την κυπριακή γραμματεία σε ολόκληρη τη διαχρονία της: από τους ομηρικούς ύμνους και τα Κύπρια έπη, περνώντας από τους χρονικογράφους Μαχαιρά και Βουστρώνιο και τις πετραρχικές Ρίμες Αγάπης, ίσαμε τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Δημήτρη Λιπέρτη, τα ποιήματα του ίδιου του ήρωα της αγχόνης Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Μόντη, τον Χαραλαμπίδη και τον Παντελή Μηχανικό, αναδεικνύοντας την παγκοσμιότητα και την προσφορά της μικρής Κύπρου στο δυτικό πολιτιστικό στερέωμα και –κυρίως– στο οικουμενικό ιστορικό θυσιαστήριο. Μέσα από αυτό το πυκνό διακειμενικό δίχτυ, το διαχρονικό έγκλημα στο σώμα της Κύπρου, η οποία προβάλλει ως πυρήνας του ελληνογενούς δυτικού πολιτισμού, καθίσταται για τον Μαργαρίτη ένα φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας, στο οποίο θα άξιζε και αντίστοιχη ορατότητα στο ιστορικό μας παρόν: «Στα συμφραζόμενα της Αττικής Τραγωδίας, που είναι εξόχως παγκόσμια, τη βρομιά οφείλουμε να την πούμε ατιμία, ύβρη και αναίδεια» (Μαργαρίτης 2021, 313).
Το ιδεώδες ωστόσο μιας οικουμενικής ένωσης εκβάλλει, για τον Μαργαρίτη, κυρίως και πάνω απ’ όλα στη δυνατότητα της μεθιστορικής δυναμικής να λυτρώσει τα παγκόσμια ανομήματα στην απόλυτη μήτρα της μετάνοιας και της θείας συγχώρεσης («Μια ανοιχτή δυνατότητα, ένα ενδεχόμενο θαύμα: η μετάνοια»[25]). Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Εννέα συμπυκνώνει την επώδυνη προσπάθεια του αφηγηματικού εγώ, παρά το δεινό χιούμορ και σαρκασμό με τα οποία φαίνεται να το αντιμετωπίζει, να συνυπάρξει στις σελίδες του ίδιου βιβλίου με τον δήμιο των παιδιών της αγχόνης, Χάρι Άλεν, και, κυρίως, να τον συγχωρέσει. Το κεφάλαιο «Νυρεμβέργη», ίσως το πλέον δυνατό και αρτιότερο του βιβλίου, παραβάλλοντας την ακμαιότατη δράση του Άλεν κατά τους απαγχονισμούς των ναζί της δίκης της Νυρεμβέργης με εκείνους των παιδιών της ΕΟΚΑ, δημιουργεί φλέγοντα ηθικά ερωτήματα, πρώτον, γύρω από την ισοπεδωτική εξομοίωση από τον βρετανικό μηχανισμό της ναζιστικής βαρβαρότητας και του εγκλήματος πολέμου με την αντιαποικιακή δράση και, δεύτερον, γύρω από την ψυχική ανωτερότητα που απαιτείται από τον χριστιανό, προκειμένου να συγχωρέσει τον ίδιο του τον δήμιο: «Μα ποιος εξ ημών εστί δίκαιος;» (Μαργαρίτης 2021, 94).
Το ευφυές αφηγηματικό εύρημα της συνάντησης του μαργαρίτειου αφηγητή με τον νεκρό δήμιο επανέρχεται ως σταθερά της πλοκής, προκειμένου να επιτελέσει την απαραίτητη συγχωρητική διαδικασία. Παρά το γεγονός ότι ο Άλεν, ο περιβόητος Βρετανός δήμιος, που στις εκτελέσεις φορούσε πάντα παπιγιόν, δεν επέδειξε μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως επισημαίνει ο Μαργαρίτης (2021, 227), καμία μεταμέλεια για τις πράξεις του, ο μαργαρίτειος αφηγητής, όχι μόνο τον συγχωρεί, αλλά επιζητεί και τη δική του συγχώρεση:
Αφήνω το ποτήρι, απλώνω το χέρι στον δήμιο. Ο νεκρός Χάρι Άλεν κάνει να αποτραβηχτεί. […] Τον αγγίζω στον ώμο, του μιλώ για πρώτη φορά με δική μου φωνή. Απαρχή Νέας Κρόνακας: «Με συγχωρείς». (Μαργαρίτης 2021, 106)
Όπως και ο προπάτοράς του Χαραλαμπίδης,[26] ο Μαργαρίτης εισέρχεται εδώ στην ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, θέτοντας τη μετάνοια και τη συγχώρεση ως προϋποθέσεις της μεθιστορικής προοπτικής. Ως εκ τούτου, ο αφηγητής ταυτίζει τον νεκρό δήμιο όχι μόνο με τον εαυτό του «που [ε]ξέπεσε» (Μαργαρίτης 2021, 76), αλλά και με τον ίδιο τον αναγνώστη, θέτοντάς τον υπαινικτικά στη θέση των υποκριτών Φαρισαίων (Μτ 23, 13-28), οι οποίοι δυσφημούσαν τον Ιησού για τη συναναστροφή του με πόρνες και αμαρτωλούς: «Πρώτη φορά λοιπόν που μιλώ στον νεκρό: Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!» (Μαργαρίτης 2021, 74). Στο θεολογικό αυτό πλαίσιο αυτό οφείλουμε να ερμηνεύσουμε και την ανωτέρω αναφερθείσα, εξίσου ριζοσπαστική συγχώρεση από τον αφηγητή τού καταλύτη της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Σαμψών: «Με την εξουσία των εννιά διαβάζω παιδική, συγχωρητική ευχή για φονιάδες και δημίους» (Μαργαρίτης 2021, 202).
«Μητέρα, δεν κάνω ποίηση. Αναπνέω.»: Το Χρονικό μιας ανάσας
Ο Μαργαρίτης παραδίδει με το Εννέα ένα μυθιστόρημα ιστορικά εμβριθές, πολιτικά προκλητικό, διακειμενικά παραγωγικό, γλωσσικά άρτιο, διανοητικά απαιτητικό και υφολογικά καινό, συνυφαίνοντας αρμονικά τον επικό και τον λυρικό λόγο. Πρόκειται για ένα σπάνιο στη νεοελληνική πεζογραφία δείγμα θεολογικού μεταμοντερνισμού, το οποίο δύναται να παραμένει θελκτικό ακόμα και για εκκοσμικευμένες αναγνωστικές κοινότητες.[27] Ωστόσο, παρά την υψηλή αισθητική, γλωσσική και νοηματική του στάθμη, έχει περάσει κριτικογραφικά απαρατήρητο και στην ουσία του ακατανόητο (η παρατήρηση αυτή δεν εξαιρεί τις επιτροπές των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, Ελλάδος και Κύπρου).
Παρότι έχει εύστοχα επισημανθεί η αδιάρρηκτη σχέση της σύγχρονης κυπριακής πεζογραφίας με την ιστορία,[28] με αναφορά και στον ίδιο τον Μαργαρίτη, η ομογενοποιητική συχνά πραγμάτευση των Κύπριων πεζογράφων από την ελλαδική κριτική ή ορισμένες γενικευτικές διατυπώσεις τείνουν να παρακάμπτουν ή και να παρερμηνεύουν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες, που διαφοροποιούν κατά πολύ έναν έκαστο συγγραφέα. Αυτές αφορούν σε φλέγοντα ζητήματα γύρω από τη γλώσσα (και τη διάλεκτο),[29] την ταυτότητα και τις συζητήσεις για το μέλλον και την πολιτειακή δομή της Κύπρου.[30] Σ’ αυτό το πλαίσιο, επισημαίνω ενδεικτικά ότι η έννοια της «κυπριακότητας»[31] έναντι της «εντοπιότητας», όταν δεν χρησιμοποιείται για να δαιμονοποιήσει τη λογοτεχνία που ασχολείται με το τραύμα του ’74 στη διαχρονική του διάσταση και τη σύγχρονή του προέκταση -σύμπτωμα και αυτό ιδεολογικών αγκυλώσεων-, δύναται να παραπέμπει και σε αποδομητικά λογοθετικά πλαίσια, στο πλαίσιο του αφηγήματος του (νεο)κυπριωτισμού.[32]
Παρότι στην αιχμή της σύγχρονης μεταμυθοπλασίας, ο Μαργαρίτης, σε αντίθεση με τους περισσότερους Κυπρίους πεζογράφους της γενιάς του, οι οποίοι προβληματοποιούν την ιστορία και την υποκειμενικότητα, με ιδιαίτερη αναφορά στην έννοια της εθνότητας, είτε επιχειρώντας μεγαλύτερα ανοίγματα στην ετερότητα είτε ενστερνιζόμενοι αποδομητικά πολιτικά πλαίσια, παραμένει ενοποιητικός (και ενωτικός), εθνικός και εν εγρηγόρσει[33] στο ζήτημα της ταυτότητας, προβάλλοντας μια υπερβατολογική ερμηνεία του έθνους και του κόσμου. Παρουσιάζοντας το βιβλίο του ως «το χρονικό μιας ανάσας»,[34] της εσχάτης, της εκπνοής των παιδιών στο ικρίωμα, ο αφηγητής μιμείται με χειρουργική ακρίβεια τη θυσιαστική πορεία των Εννέα, εκπληρώνοντας μια λογοτεχνική ασκητική που εκβάλλει μόνο στην αγχόνη και την κοινωνία του Πνεύματος – φωνής αύρας λεπτής,[35] άλλως, μιας δροσερής πνοής, ερωτικού αέρα: «Η καρδία αγρυπνεί. Η ανάσα δεν παύει. Αναπνέετε».[36]
[1] Με αναφορά σε 33 μυθιστορήματα και 17 δοκίμια. Κατά τον Μαργαρίτη (2021, 459) ο αριθμός παραπέμπει στην Πεντηκοστή σύμβολο της θεσπίσεως της Εκκλησίας ως ένωσης του Θεού με τον άνθρωπο.
[2] Για τον ρόλο που διαδραμάτισε η ποίηση του Σεφέρη στη μετέπειτα πρόσληψη του Χρονικού του Μαχαιρά, βλ. Κεχαγιόγλου (1986, 424) Δημητρίου (2020, 76 2021).
[3] «Τώρα, όμως, ο χρόνος έχει ήδη τελειώσει» (Μαργαρίτης 2021, 12).
[4] Τις πολλές εκδοτικές απορρίψεις στηλιτεύει με πικρία ο συγγραφέας στο προσωπικό του ιστολόγιο (Μαργαρίτης χ.χ.).
[5] Από τη σημείωση του ίδιου του ποιητή στην πρώτη έκδοση του Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν (Σεφέρης 2014, 444): «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη».
[6] Βλ. Δημητρίου (2020, 75-77).
[7] Πιερής (1995) Πυλαρινός (2007) Κεχαγιόγλου & Παπαλεοντίου (2010, 601) Αθανασοπούλου (2016) 212, 242-243, Γαραντούδης (2018).
[8] Μαργαρίτης (2021, 31).
[9] Μαργαρίτης (2021, 17).
[10] «Η ένδοξη ματαιοπονία να ιστορήσεις το παν. Η μόνη ελπίδα να ενωθείς με το παν. Ν’ακούσεις την ιστορία» (Μαργαρίτης 2021, 134). Από αυτή την άποψη, η ιστορία, για τον Μαργαρίτη, δεν εκπορεύεται απευθείας από την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά από τον ίδιο τον Λόγο, ωσάν τις πλάκες που παρέδωσε ο Θεός στον Μωυσή εν πλήρη θεοφανεία στο όρος Σινά.
[11] Μαργαρίτης (2021, 31).
[12] Βλ. Δημητρίου (2022β, 370-375).
[13] Βλ. Περαντωνάκης (2022): «στο Εννέα […] το κείμενο τεντώνει τα όριά του και χάνει την οργανική του ολότητα».
[14] Μαργαρίτης (2021, 76).
[15] Μαργαρίτης (2021, 37). Πρβ. τη σολωμική κράση ρομαντισμού και κλασικισμού, συνοψισμένη στη φράση των «Στοχασμών»: «είδος μιχτό, αλλά νόμιμο» (Σολωμός 1986, 209).
[16] Μαργαρίτης (2021, 336).
[17] Πρβλ. Μόντης (1987, 918): «Δεν κάνω ποίηση, μητέρα, / έχω αντίγραφα».
[18] Πρβλ. Λίλλη (2021): «Το ζητούμενο είναι η διάσωση του μύθου και όχι η ιστορία».
[19] Μαργαρίτης (2021, 379).
[20] Πρβλ. τον αντίστοιχο τίτλο της συλλογής του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Δοκίμιν (2000).
[21] Μαργαρίτης (2021, 271).
[22] Στην ίδια επισήμανση στέκεται και η Λίλλη (2023).
[23] Βλ. Μαργαρίτης (2021, 123).
[24] Μέχρι την ίδρυση του ενωμένου βασιλείου της Ιταλίας ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ έφερε τον τιμητικό τίτλο «Βασιλιάς Σαρδηνίας, Κύπρου και Ιερουσαλήμ». Για τις σχέσεις ανάμεσα στον Οίκο της Σαβοΐας και την Κύπρο, βλ. Demetriou (2012α, 452-453).
[25] Μαργαρίτης (2021, 237).
[26] Βλ. σχετ. Δημητρίου (2022β, 370-375).
[27] Βλ., ενδεικτικά, Ζωγραφάκης (2022).
[28] Περαντωνάκης (2022) Χατζηβασιλείου (2021).
[29] Βλ. ενδ. Δημητρίου (2022α 2020, 78-79).
[30] Βλ ενδ. Demetriou (2020). Βλ. επ. Σελιώτη (2021, 55-56): «οι αφηγήσεις του τραύματος των Ελληνοκυπρίων, ανάλογα με τον πολιτικό φορέα τους, έχουν διαφορετικό κέντρο βάρους».
[31] Βλ. Δημητρίου (2022α, 48-51).
[32] Ως εκ τούτου, οι ακόλουθες θέσεις, επί παραδείγματι, χρήζουν αναθεώρησης, στο πλαίσιο της σύνθετης κυπριακής πολιτικής και ιδεολογικής πραγματικότητας: «Ο εθνικός χαρακτήρας τέτοιων προσεγγίσεων συναντά το θέμα της ταυτότητας, καθώς ο Ελληνοκύπριος διατηρεί την ελληνική του συνείδηση, αλλά συνάμα επιζητεί διά των αντιθέσεων να διερευνήσει την έννοια της κυπριακότητας. Εφόσον, όμως, η κυπριακότητα ανήκει στον ευρύτερο ελληνισμό, πώς διαφέρει από την ελλαδική ιδιοσυστασία;» (Περαντωνάκης 2022).
[33] Η θεολογική, εσχατολογική βάση της πατριωτικής και εθνικής μαργαρίτειας εγρήγορσης μαρτυρείται σε πλείστα όσα σημεία του Εννέα, ενδ.: «Και ο Παύλος: Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε» (Μαργαρίτης 2021, 438).
[34] Μαργαρίτης (2021, 233).
[35] Πρβλ. «καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄ Βασ. 19, 12). Η παλαιοδιαθηκική υπόμνηση επανέρχεται συνεχώς στον ίδιο τον Μαργαρίτη ενδ. (2021, 75).
[36] Μαργαρίτης (2021, 153).
——————————
Βιβλιογραφία
Demetriou, Demetra. 2020. «Identity Politics and the Cyprus Issue». Eastern Mediterranean Policy Note, τχ. 49 (Απρίλιος): 1-6. https://cceia.unic.ac.cy/wp- content/uploads/EMPN_49.pdf.
—. 2012α. «Italy-Cyprus: Nel mezzo del cammin di nostra storia». Στο Linked by History-United by Choice: Cyprus and its European Union Partners. Επιμ. G. Georgis και G. Kazamias, 441-468. Λευκωσία: En Tipis Publications.
—. 2012β. «Literary Trails: Bulgaria in Cyprus and Cyprus in Bulgaria». Στο Linked by History-United by Choice: Cyprus and its European Union Partners. Επιμ. G. Georgis και G. Kazamias, 126-133. Λευκωσία: En Tipis Publications.
Eliade, Mircea. 1969. Le mythe de l’éternel retour. Παρίσι: Gallimard.
Lavagnini, Bruno. 1978. «Una tragedia cipriota di Gabriele D’Annunzio». Στο Άτακτα. Scritti minori di filologia classica, bizantina e neograca, 679-693. Παλέρμο: Palumbo.
Αθανασοπούλου, Αφροδίτη. 2016. Ιστορία και λογοτεχνία σε διάλογο ή περί μυθικής και ιστορικής μεθόδου: Μια ανίχνευση στη νεοελληνική ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Γαραντούδης, Ευριπίδης. [2018]. «Από την ειδική στη γενική πατρίδα». Ο Αναγνώστης. http://bit.ly/anagn2.
Δημητρίου, Δήμητρα. 2022α. «”Το πνευματικό νυστέρι”: Κυπριακή διάλεκτος, ιδεολογία και το εθνικό δίλημμα: Η περίπτωση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη». Νέα Ευθύνη, τχ. 56-57 (Ιανουάριος-Ιούνιος): 40-56.
—. 2022β. «Η προτελευταία αλήθεια: Ο μύθος του Χριστού στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη». Στο Γλώσσης Ίμερος: Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Επιμ. Δ. Δημητρίου και Α. Κ. Πετρίδης, 341-387. Αθήνα: Ηρόδοτος.
—. 2021. «”Ήταν πλατύς ο κάμπος”: Η συνομιλία της Νάσιας Διονυσίου με τον Γιώργο Σεφέρη». Ανακοίνωση στο 5ο Συμπόσιο Σεφέρη, Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, Αγία Νάπα, 5-7 Νοεμβρίου (υπό έκδοση).
—. 2020. «Η διεκδίκηση της Αντιγόνης: Πικρία χώρα της Κωνσταντίας Σωτηρίου». Cadences 15 (Άνοιξη): 74-89.
—. 2011. «Μέλχιορ Βανκόβιτς και Κύπρος» / «Melchior Wankowicz i Cypr». Στο Πολωνία-Κύπρος. Από τη χώρα του Σοπέν στο νησί της Αφροδίτης. Σχέσεις Ιστορίας και Πολιτισμού / Polska-Cypr. Z kraju Szopena na wyspę Afrodyty. Relacje historyczne i kulturowe. Επιμ. Γ. Γεωργής και Γ. Καζαμίας, 258-278. Λευκωσία: Εν Τύποις.
Ζωγραφάκης, Αλέξανδρος. 2022. «Κοπιάστε». Ιστός (blog). 27 Αυγούστου. https://www.istos.gr/literature/reviews/kopiaste.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος. 1986. «Χρονικό και λογοτεχνήματα: Τύχες του Λεοντίου Μαχαιρά στη νεοελληνική λογοτεχνία». Στο Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο. Επιμ. Β. Κρεμμυδάς, Χ. Μαλτέζου και Ν. Μ. Παναγιωτάκης, 405-442. Τόμ. Β΄. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος και Λευτέρης Παπαλεοντίου. 2010. Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.
Λίλλη, Αυγή. 2023. «Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας “εξαρχής χαμένης υπόθεσης”». Νέο Πλανόδιον. 8 Ιανουαρίου. Αυγή Λίλλη | ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (neoplanodion.gr).
Μαργαρίτης, Κυριάκος. 2022. «Η στολή της ψυχής: Η πύκνωση της μεθιστορικής ποίησης ως άκρα εκλέπτυνση στο ποίημα “Το μίζαρον”». Στο Γλώσσης Ίμερος: H ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Επιμ. Δ. Δημητρίου και Α. Κ. Πετρίδης, 639-656. Αθήνα: Ηρόδοτος.
—. 2021. Εννέα. Αθήνα: Ίκαρος.
—. 2020. Φοντάνα Αμορόζα: Ποίηση και ποιητική του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Αθήνα: Αρμός.
—. 2017. Κρόνακα. Αθήνα: Ίκαρος.
—. χ.χ. «Έργα και Αγρυπνίες». Στο Κυριάκος Μαργαρίτης/Κελί 33 (blog). Έργα και Αγρυπνίες | Κυριάκος Μαργαρίτης / Κελί 33 (wordpress.com).
Μόντης, Κώστας. 1987. Άπαντα. Τόμ. Α΄, Ποίηση. [Μέρος] Β΄, Έντιτλα. Λευκωσία: Ίδρυμα Αναστάσιου Γ. Λεβέντη.
Περαντωνάκης, Γιώργος N. 2022. «Κυπριακή πεζογραφία και ιστορία: Μια σχέση τραύματος». Bookpress. 10 Μαρτίου. https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15165-kypriaki-pezografia-kai-istoria-mia-sxesi-travmatos-perantonakis.
Πιερής, Μιχάλης. 1995. «Κυπριακή “Μεθιστορία”: μεθόριος ανάμεσα Καβάφη-Σεφέρη». Ο Πολίτης Δεκαπενθήμερος (16 Iουνίου): 41-45.
Πυλαρινός, Θ. 2007. Μεθιστορία: Μύθος και Ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Αθήνα: Ηρόδοτος.
Σελιώτη, Βασιλική. 2021. Λογοτεχνία και τραύμα: Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Σεφέρης, Γιώργος. 2014. Ποιήματα. Επιμ. Δ. Δασκαλόπουλος. Αθήνα: Ίκαρος.
Σολωμός, Διονύσιος. 51986. Ποιήματα. Επιμ. Λίνος Πολίτης. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος.
Σωτηρίου, Κωνσταντία. 2019. Πικρία χώρα. Αθήνα: Πατάκης.
—. 2022. Brandy Sour. Αθήνα: Πατάκης.
Σωφρονίου, Σωφρόνης. 2015. Οι πρωτόπλαστοι. Το Ροδακιό. Αθήνα: Πατάκης.
Χαραλαμπίδης, Κυριάκος. 1995. Μεθιστορία. Αθήνα: Άγρα.
—. Δοκίμιν. 2000. Αθήνα: Άγρα.
Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης. 2021. «Η Αγγλοκρατούμενη Κύπρος μετά το Ολοκαύτωμα». Ο Αναγνώστης. 1 Δεκεμβρίου. https://www.oanagnostis.gr/i-agglokratoymeni-kypros-meta-to-olokaytoma/.