Το ποίημα «Μανουήλ Κομνηνός» συντέθηκε από τον Κ. Π. Καβάφη (1863 – 1933)[1] τον Μάρτιο του 1905[2] και δημοσιεύτηκε δέκα χρόνια αργότερα (1915) στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας.[3] Και ενώ η πρώτη γραφή του τοποθετείται στην περίοδο κατά την οποία «σταθεροποιείται η ποιητική του τεχνική», ενόσω ο Καβάφης έχει ήδη πάρει θέση στη φιλολογική και καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας,[4] η δημοσίευση του ποιήματος εντάσσεται στην ώριμη περίοδο του δημιουργού, ήτοι στη φάση ολοκλήρωσης και τελειοποίησης του έργου του.[5]
«ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ»
‘Ο βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς
μιὰ μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι
(οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη.
Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παληὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ’ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν,
καὶ τὰ φορεῖ, κ’ εὐφραίνεται ποὺ δείχνει1
ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἤ καλογήρου.
Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν,
καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μὲς στὴν πίστι των σεμνότατα.[6]
Είναι κοινός τόπος ότι βασικό ίδιον της καβαφικής ποίησης αποτελεί η παγκοσμιότητα – οικουμενικότητα, ωστόσο ο κύριος τόνος της ποιητικής φωνής δίνεται και από τα ελληνοκεντρικά χαρακτηριστικά.[7] Ένθεν, λοιπόν, ο οικουμενικός κακείθεν ο εθνοκεντρικός Καβάφης συνιστούν δύο κριτικές αποτιμήσεις, ένα ποιητικώς λειτουργικό κράμα,[8] το οποίο εκκινεί μεν από το προσωπικό, το συγχρονικό και ιστορικώς διακριβωμένο, αλλά αγγίζει το υπερτοπικό, το διαχρονικό και, εν τέλει, το πανανθρώπινο πλαίσιο.
Η Ελλάδα στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, παλεύει εσωτερικά και εξωτερικά με τους δαίμονές της. Από τη μία πλευρά, όλη η εξωτερική πολιτική στρέφεται γύρω από το «Ανατολικό Ζήτημα» και τις προσαρτήσεις των αλύτρωτων περιοχών, ενώ στο εσωτερικό έχει ήδη αναπτυχθεί η βιομηχανία, η ναυτιλία και η οικονομία, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση της αστικής τάξης και τη δυνάμει είσοδο της χώρας στο καπιταλιστικό σύστημα της Ευρώπης. Ωστόσο, οι συνεχείς χρεοκοπίες και οι στρατιωτικές και διπλωματικές αποτυχίες, που επισφραγίστηκαν με την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Μακεδονικός Αγώνας (1904 – 1908), η επανάσταση του κινήματος των «Νεοτούρκων» (1908) και οι εσωτερικές πραξικοπηματικές κινήσεις φέρνουν στο προσκήνιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο,[9] με τον οποίο η χώρα εισέρχεται στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 – 1913), την ώρα που στο παγκόσμιο στερέωμα ανάβει η φλόγα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918).[10]
Ήταν το 1852, όταν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος εξέδωσε στην Κέρκυρα το βιβλίο του υπό τον τίτλο Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού,[11] και στο οποίο γινόταν η χρονολογική διαίρεση της ιστορίας σε «νεωτέρα – μέση – αρχαία»,[12] μέσα στο περιρρέον κλίμα περί ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού[13] και ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων,[14] αλλά και ως αντίβαρο στη θεωρία του Fallmereyer,[15] ενώ ο ελληνισμός συντάσσεται με τη θρησκευτική ηγεσία και δεν αποδέχεται τον δυτικοφερμένο αυτοκρατορικό θεσμό. Επρόκειτο, κατά τον Αλέξη Πολίτη, για μία προσπάθεια του Ζαμπέλιου να υπονομεύσει την ανωτερότητα της Ευρώπης.[16] Λίγα χρόνια αργότερα, το 1858, γίνεται γνωστή η πραγματεία του Ζαμπέλιου με τίτλο Βυζαντιναί μελέται,[17] στην οποία ο συγγραφέας, μεταστρέφοντας την άποψή του, αφού έχει δεχθεί τα πυρά του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου,[18] μειώνει τη συνεισφορά του κλήρου και εξυμνεί την αυτοκρατορική εξουσία. Εξαίρεται πλέον η «ιστοριονομική τριαρχία της Παλιγγενεσίας», η «Ελληνική», η «Χριστιανική» και η «Ρωμαϊκή», ενώ ο αυτοκράτορας διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, επειδή εποπτεύει, συγκρατεί και είναι υπεύθυνος «για την τριμελή συμβασιλείαν των αυθεντιών αυτών».[19] Στην έντονη κρίση της εθνικής συνείδησης και στη θεωρία του Fallmerayer απάντησε και ο Παπαρρηγόπουλος με την Ιστορία του,[20] υιοθετώντας την τριμερή διαίρεση της ιστορίας του Ζαμπέλιου,[21] σε μία προσπάθεια να τονίσει την πολιτιστική συνέχεια του έθνους.
Το 1891 παρουσιάζεται η μελέτη «Μανουήλ Κομνηνός» του Παπαρρηγόπουλου στο Ημερολόγιον Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου,[22] η οποία εντάσσεται αυτούσια και στο βιβλίο του Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.[23] Για τον ιστορικό, ο οποίος κινείται στο πλαίσιο του ρομαντισμού με λόγο συγκινησιακά φορτισμένο και με επιδίωξη να κυκλώσει τα συναισθήματα των αναγνωστών, η οικοδόμηση ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους, που θεμελιώνεται όμως σε μία παραδοσιακά διαμορφωμένη κοινωνία, δεν μπορεί παρά να έχει ως πρότυπο για την εδαφική του επέκταση τη βυζαντινή αυτοκρατορία και για τον προσδιορισμό της πολιτισμικής ταυτότητας να βρίσκει έρεισμα στην τόνωση του ηθικού μέσω της προβολής και της ανάδειξης σημαντικών μορφών του αυτοκρατορικού βυζαντινού θρόνου.[24] Αναπόδραστα, ο Μανουήλ Κομνηνός ξεχωρίζει, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, για τον ηρωισμό και το θάρρος του, αφού «ανεδείχθη ηρωϊκότερος» των προηγουμένων βασιλέων,[25] για τις στρατιωτικές του ικανότητες – πολλές φορές υπερφυσικές, αντιμετωπίζοντας μόνος του ολόκληρο αντίπαλο στράτευμα χωρίς να τραυματιστεί -,[26] για τα ανδραγαθήματά του αλλά και για τις διπλωματικές του ικανότητες. Ο Μανουήλ του Παπαρρηγόπουλου, «ο Έλλην βασιλεύς»,[27] στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει τους εχθρούς, τον Κορράδο Γ΄ της Γερμανίας, τον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας, τον Ρενάλδο της Αντιοχείας και τον Νουρεδδίν του Χαλέπ, καταλήγει θριαμβευτής και, είτε με πολεμικά μέσα είτε με διπλωματικούς ελιγμούς, νικά και εξευτελίζει τους αντιπάλους του, οι οποίοι εκτελούν τελικά «πάσας τας διαταγάς του αυτοκράτορος»,[28] συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα «πόσον μεγάλη ήτο η δύναμις του εν Κωνσταντινουπόλει μονάρχου».[29] Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η ρομαντικογενής ιστορία εξαίρει τον αυτοκράτορα Μανουήλ.[30]
Ωστόσο, στη δημώδη λογοτεχνία εμφανίζονται άλλες πτυχές του Μανουήλ Κομνηνού, κυρίως σε ό,τι αφορά την επικρατούσα κατάσταση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Παρατηρούμε ότι στα ποιήματα Γ΄ και Δ΄ του κοινώς λεγομένου Πτωχοπρόδρομου[31] ο Μανουήλ αντιμετωπίζει δυσκολίες και προβλήματα. Ο συγγραφέας των αιτητικών ποιημάτων ως μορφωμένος λόγιος και σπουδαγμένος φιλόλογος αφενός εκλιπαρεί για χρηματική ενίσχυση τη βυζαντινή αυλή του Μανουήλ, επειδή αδυνατεί να προσποριστεί από το αντικείμενο των σπουδών του αφετέρου ως μοναχός παρακαλεί για τη μετάθεσή του από ένα κακοδιοικούμενο μοναστήρι σε κάποιο άλλο. Επομένως, η αυτοκρατορία στα χρόνια του Μανουήλ Κομνηνού δεν στερείται προβλημάτων. Τον Πτωχοπρόδρομο είχε ήδη παρουσιάσει το 1829 ο Αδαμάντιος Κοραής,[32] ενώ στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ο Καβάφης[33] δηλώνει: «Οφείλομεν οι Έλληνες να μελετώμεν την ποίησίν μας επισταμένως — την ποίησιν πάσης εποχής του εθνικού μας βίου. Εν αυτή θα εύρωμεν την μεγαλοφυΐαν του γένους μας, και όλην την τρυφερότητα, και όλους τους τιμιωτέρους παλμούς της καρδίας του ελληνισμού».[34] Στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου που απευθύνονται στον Μανουήλ, γραμμένα συνειδητά στη δημώδη γλώσσα της εποχής,[35] στηλιτεύονται οι γεωργοί και οι τεχνίτες που προσπαθούν να καταλάβουν αξιώματα και παρομοιάζονται με «ακρίδες», ενώ ως ανίατη κατάσταση αναφέρεται η συνεχώς αυξανόμενη φιληδονία και υποκρισία των μοναχών στα χρόνια του Μανουήλ εξαιτίας της επαφής τους με τη Δύση.[36]
Ο Paul Magdalino, μελετητής του Μανουήλ Κομνηνού, αναλύοντας όλες τις έως τότε αναφερόμενες στον αυτοκράτορα πηγές,[37] με ιδιαίτερη προσήλωση στο έργο του Ιωάννη Κίνναμου[38] και του Νικήτα Χωνιάτη,[39] ο οποίος στο έργο του Χρονική Διήγησις αφιέρωσε επτά τόμους στον Μανουήλ,[40] συνέγραψε το πολυσέλιδο βιβλίο Η Αυτοκρατορία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. 1143 – 1180.[41] Ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ του βυζαντινού αυτοκράτορα.
Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ο Πορφυρογέννητος,[42] τρίτος κατά σειρά αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών, στέφθηκε αυτοκράτορας στις 28 Νοεμβρίου του 1143 (στον ναό της Αγια – Σοφιάς) σε ηλικία εικοσιπέντε ετών και διατήρησε τον τίτλο έως το 1180, με έδρα το Ανάκτορο των Βλαχερνών.[43] Η Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Μανουήλ έγινε η δεύτερη πατρίδα των Λατίνων λογίων.[44] Βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η ορμητική προσωπικότητα με τάσεις φιληδονίας[45] και η φιλοδυτική του πολιτική, η οποία επισφραγίστηκε με τη σύναψη δύο γάμων.[46] Γίνεται λόγος για την ατομική του δράση με μοναδικό σκοπό την υπέρτατη μορφή ευχαρίστησης, την ηδονή,[47] και για τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του.
Το Βυζάντιο στην εποχή των Κομνηνών ήταν ο πρώτος μη λατινικός πολιτισμός στον οποίο διείσδυσε η δυτικοευρωπαϊκή εξάπλωση.[48] Στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ, η αυτοκρατορία βάλλεται εξ Ανατολής και εκ Δύσεως, από την επιθετική πολιτική των Σελτζούκων Τούρκων και από τις συρράξεις με τους Νορμανδούς, τους Σέρβους και τους Ούγγρους.[49]
Το 1155, με την εκστρατεία στην Ιταλία, το όνειρο της reconquista αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα αλλά κράτησε ελάχιστα και το 1158 η λυχνία των φιλοδοξιών του Μανουήλ είχε πια σβηστεί. Η τόλμη και η αποφασιστικότητά του δεν συνοδεύονταν από φρόνηση.[50] Ήταν, επομένως, αναπόφευκτη συνέχεια. Ο Μανουήλ ηττάται στα στενά του Μυριοκέφαλου (17.09.1176). Υπέστη «αληθινή πανωλεθρία» στη μάχη, η οποία είχε «ανυπολόγιστη ηθική σημασία» για την αυτοκρατορία, αφού «το κράτος από άποψη κύρους έπεσε σε δύναμη δευτέρας τάξεως», ο Μανουήλ, με την πολιτική τού erga omnes, ήταν πλέον rex Graecorum και όχι αυτοκράτορας των Ρωμαίων,[51] ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάστηκαν οι αντιβυζαντινοί συνασπισμοί. Ήταν γεγονός πως «το βυζαντινό κράτος είχε χάσει οριστικά πια την ιδιότητα του imperium, που πεισματικά μέχρι τότε διεκδικούσε»,[52] μολονότι η αρχή της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας τοποθετείται στα μέσα του ενδέκατου αιώνα.[53]
Ο Μανουήλ προχώρησε σε αναδιάρθρωση της νομοθεσίας,[54] στα χρόνια του δημιουργήθηκε ο μισθοφορικός στρατός, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τιςφυγόκεντρες τάσεις στο στράτευμα.[55] Το προσωπικό ενδιαφέρον του για τη θεολογία άργησε να αναπτυχθεί. Οι κληρικοί δεν ήταν παρά «ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της αριστοκρατίας των Κομνηνών και του κοινού πολίτη».[56] Ο Μανουήλ πίστευε ότι η ευγένεια είναι αρετή κατά βάση ηγεμονική, που συνδέεται με το αυτοκρατορικό αίμα – ή το βασιλικό, για τους ξένους -, με τους ανώτατους αυτοκρατορικούς τίτλους και την πολεμική ανδρεία.[57]
Η απόφανση του Magdalino για τον Μανουήλ Κομνηνό είναι αφοπλιστική, τολμώντας μάλιστα να τον παρομοιάσει με τον Διγενή Ακρίτα και να του αποδώσει ιδιότητες που μόνο ένας ηθοποιός μέσω σκηνοθετικών οδηγιών θα μπορούσε να έχει. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτορας έγινε αντικείμενο θαυμασμού από τους επαγγελματίες κόλακες περισσότερο από όσο άξιζε, ενώ και «εκείνος αποτελούσε εξαιρετικό θέμα για εγκώμια». Φιλοξένησε περισσότερους ξένους ηγεμόνες από οποιονδήποτε άλλο,[58] και ήταν πολύ πιο δυτικόφιλος από όσο είχαμε συνειδητοποιήσει.[59] «Σαν τον ήρωα ταινίας γουέστερν – ή σαν τον Διγενή Ακρίτη,[60] τον αντίστοιχο ήρωα της μεσαιωνικής ελληνικής Ανατολής – ο Μανουήλ έμοιαζε να έχει την υπεράνθρωπη ικανότητα να αντιμετωπίζει τις άγριες επιθέσεις αμέτρητων ενόπλων αντιπάλων και άγριων θηρίων υπερφυσικού μεγέθους. Όπως και ο Διγενής, απολάμβανε στο έπακρο την πολυτέλεια[61] της αριστοκρατικής ζωής».[62] Η σημαντικότερη στρατιωτική εκστρατεία του, η μεγάλη επιχείρηση εναντίον του τουρκικού σουλτανάτου του Ικονίου, κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα, αφού έκανε μια επίδειξη σταυροφορικού ιδεαλισμού και προσωπικού ηρωισμού[63] και ήταν ο κύριος υπεύθυνος της παράδοσης της Μικράς Ασίας στους Τούρκους.[64]
Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική του Μανουήλ ήταν συνυφασμένες με την ιδιαίτερη προσήλωση του αυτοκράτορα στην αστρολογία. Δεν λάμβανε καμία σχεδόν απόφαση, εάν δεν είχε τη συγκατάθεση των αστρολόγων της αυλής του. Πολλές φορές ανέβαλε μάχες και κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, το 1180, πίστεψε τους αστρομάντες, οι οποίοι του διαμήνυαν πως θα επανακάμψει και θα ζήσει ακόμα δεκατέσσερα χρόνια,[65] ενώ απευθύνθηκε με μία έγγραφη απολογητική υπεράσπιση της αστρολογίας σε έναν μοναχό της μονής Παντοκράτορος.[66]
Εάν η αγάπη του Μανουήλ για την αστρολογία ήταν έκδηλη, δεν συνέβαινε το ίδιο σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τη θεολογία. Μάλιστα, έχει διαπιστωθεί πως ο Μανουήλ «ήταν θρησκευτικά ολότελα αδιάφορος»,[67] ήταν δηλαδή τύποις θρησκευόμενος, καθώς τηρούσε τις εθιμοτυπικές διαδικασίες, αλλά αυτά πόρρω απείχαν από την εσωτερική μεταλαμπάδευση των ιδεών της πίστεως, χωρίς βέβαια η εν γένει στάση του να χαρακτηρίζεται από εχθρότητα. Το 1158 απαγόρευσε την αύξηση της ιδιοκτησίας στα μοναστήρια της πρωτεύουσας, δίνοντας ως αντάλλαγμα χρήματα από το δημόσιο ταμείο. Επιπλέον, προέκρινε τον μοναχισμό και πίστευε ότι οι μοναχοί έπρεπε να βρίσκονται μακριά από κάθε είδους τρυφηλότητα. Η σχέση του με τους ιεράρχες της πατριαρχικής έδρας της Κωνσταντινούπολης και με τους κληρικούς της Αγια-Σοφιάς επιδεινώθηκε, λόγω της πίστης του αυτοκράτορα στην επανένωση των δύο Εκκλησιών. Ωστόσο, αυτή η εμμονή του είχε πολιτικό υπόβαθρο, επειδή ήλπιζε να εξασφαλίσει από τους δυτικούς στρατιωτικές δυνάμεις στον αγώνα του εναντίον των Τούρκων. Η στάση του, βέβαια, άλλαξε από φόβο μήπως εκληφθεί ως προδότης της θρησκείας.[68]
Αντίθετα, στην τελευταία του μάχη, στο Μυριοκέφαλο[69] η στάση του δεν ήταν η ενδεδειγμένη, αφού αντί να σώσει την τιμή του στρατού του προτίμησε να τον εγκαταλείψει και να σωθεί ο ίδιος.[70] Η πανωλεθρία που υπέστη ο βυζαντινός στρατός στο Μυριοκέφαλο λύγισε τον Μανουήλ, ο οποίος εκάρη μοναχός. Η στάση του από εδώ και πέρα δεν θα ήταν ποτέ η ίδια. Το μόνο απαράλλαχτο ήταν η πίστη του στα λεγόμενα των αστρολόγων.[71]
Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πρωτοποριακής για την εποχή της και ελκυστικής για το αναγνωστικό κοινό καβαφικής ποίησης[72] είναι: α) Η ιδιότυπη ποιητική στιχουργία, που βασίζεται σε έμμετρα φορτία αλλά δεν έχει αυστηρές ισοσυλλαβίες μεταξύ των στίχων και παρουσιάζει παραβιάσεις του αυστηρά έμμετρου ρυθμού. β) Η ιδιότυπη χρήση της γλώσσας, μείγμα λογιοσύνης, αρχαιομάθειας, δημοτικισμού και εκφράσεων της κοινής νεοελληνικής, αλλά και του ιδιώματος της ελληνικής αλεξανδρινής παροικίας. γ) Ο δραματικός – θεατρικός χαρακτήρας, ο οποίος αρκετές φορές ενισχύεται με σκιαγράφηση σκηνικού εκτύλιξης της ποιητικής πλοκής και με την κατάθεση μονολόγων διαφορετικών από τη συγγραφική φωνή.δ) Η αξιοποίηση της ιστορικής μεθόδου, πρώιμο στάδιο της «μυθικής μεθόδου» των μοντερνιστών, υπό την έννοια πως χρησιμοποιεί τον ιστορικό ήρωα ή το γεγονός σαν όχημα, για να δώσει συγκίνηση διαχρονική και να συνδέσει το μακρινό χθες με το εκάστοτε παρόν. ε) Το εμφανές ή υπονοούμενο ερωτικό στοιχείο.[73] στ) Η διαμόρφωση και η χρήση της περίφημης καβαφικής ειρωνείας, μέσω της οποίας με υπαινιγμούς και αποσιωπήσεις ανιχνεύεται ένα δεύτερο επίπεδο διαφορετικό, αρκετές φορές το αντίθετο από το εξαρχής λεκτικώς διατυπωμένο και από αυτό της πρώτης ανάγνωσης.[74]
Το ποίημα του Καβάφη «Μανουήλ Κομνηνός» οικοδομήθηκε πάνω στο ιαμβικό μέτρο με ως επί το πλείστον παροξύτονους στίχους,[75] ενδεκασύλλαβους και δεκατρισύλλαβους, πλεγμένους σε δύο άνισα ως προς την ποσότητα των στίχων τμήματα (έντεκα στίχοι στην πρώτη ενότητα του ποιήματος, τρεις στη δεύτερη) με ανομοιοκατάληκτους στίχους και λειτουργικούς διασκελισμούς, οι οποίοι διασαλεύουν το έμμετρο φορτίο και κλυδωνίζουν τόσο τη ρυθμική επαναληπτικότητα όσο και τη σημασία,[76] δηλαδή το πεδίο της αίσθησης και της διάνοιας. Η αφηγηματικότητα του ποιήματος είναι δομημένη σε λόγο εύτακτο και, ειδικά στην πρώτη ποιητική ενότητα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής λειτουργεί ως σκηνοθέτης του αυτοκρατορικού δράματος, ενώ η σκηνοθετική ματιά συλλαμβάνει δύο κινηματογραφικές σεκάνς ως μέρος του ευρύτερου συνόλου, από τη μία τους κόλακες αστρολόγους, οι οποίοι διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της «παράστασης» στο ίδιο σημείο και από την άλλη τον Μανουήλ, ο οποίος συνεχίζει τη δράση του, χωρίς όμως στις πράξεις του να παρατηρείται κάποια ποιητική προσπάθεια ανάδειξης των ηρωικών κατορθωμάτων.[77]
Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται έξω από το σκηνικό δράσης και παρατηρεί τις τελευταίες στιγμές του Μανουήλ, του άλλοτε ένδοξου βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος παρουσιάζεται ήδη στον πρώτο στίχο. Ακολουθεί ο στίχος που προσδιορίζει αόριστα την ημέρα και το έτος («μια μέρα […] του Σεπτεμβρίου»), η οποία «μέρα» είναι «μελαγχολική» όχι τόσο λόγω της έλευσης του φθινοπώρου, αλλά λόγω της συγκινησιακής φόρτισης του πρωταγωνιστή, ενώ η χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου προκαταβάλει και το θυμικό του αναγνώστη με μία ενδιάθετη απαισιοδοξία.
Ακολούθως, ο Καβάφης παρουσιάζει την εσωτερική συναισθηματική κατάσταση του Μανουήλ, που «αισθάνθηκε» ότι πλησιάζει το τέλος του βίου του. Στους επόμενους στίχους (στ. 3 – 5) παρατίθεται η σκηνή με τους αυλικούς αστρολόγους, οι οποίοι, έτσι που «εφλυαρούσαν» (στ. 4) και διεκήρυτταν πως «πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη» (στ. 5), παρουσιάζονται σαν δευτεραγωνιστές κάτι που συνάγεται και από τη χρήση παρελθοντικού χρόνου του ρήματος με το εξακολουθητικό, άρα και διαρκές, ποιόν ενέργειας του ρήματος. Με την παράθεση του χαρακτηρισμού «οι πληρωμένοι» (στ. 4), λέξη που τοποθετείται από τον Καβάφη εντός παρενθέσεως, αξιοποιείται στοιχείο του προφορικού λόγου, αφού κατά την ανάγνωση ο τόνος της φωνής κατεβαίνει και, επιπρόσθετα, διατηρείται η συνθετότητα του νοήματος, καθώς παρεισφρέει ως σχόλιο η ποιητική φωνή. Εν συνεχεία, με ακριβολογία και εκφραστική οικονομία, ο Μανουήλ «θυμάται» (στ. 6), «προστάζει» (στ. 8), «φορεί» το ράσο και «ευφραίνεται» (στ. 10) και η ποιητική ορμή καθυποτάσσει τον πρωταγωνιστή στη κυριαρχία του παρόντος, σχεδιάζοντας το πορτρέτο του μέσω της αντικειμενικής αφήγησης.[78]
Η αφηγηματική πλοκή του ποιήματος τελειώνει με την πρώτη ενότητα και ακολουθεί το τυπογραφικό κενό, στοιχείο που προσιδιάζει και αυτό στην προφορικότητα, το οποίο σημαίνει και παύση κατά την αναγνωστική διαδικασία. Η ομιλούσα φωνή των στίχων 12 – 14 ανήκει στον ποιητή, ο οποίος παρουσιάζει το διδακτικό επιμύθιο, παραθέτοντας ως τελευταία λέξη του ποιήματος το υπερθετικού βαθμού επίρρημα «σεμνότατα» (στ. 14), συμπεριφορά που έρχεται σε αντίφαση με τη στάση του Μανουήλ τόσο ως ιστορικού προσώπου όσο και ως λογοτεχνικού ήρωα, αφού ο πρωταγωνιστής στην προηγούμενη ενότητα του ποιήματος εξακολουθεί να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της απόλυτης μοναρχικής εξουσίας.[79]
Αν εγκύψουμε στην ποιητική κατάθεση του Καβάφη για τον Μανουήλ Κομνηνό, θα αισθανθούμε ασμένως ότι οικοδομήθηκε, τουλάχιστον σε πρωτογενές επίπεδο ποιητικής πρόθεσης, ως αντίβαρο στην απόφανση των ιστορικών του δεκάτου ενάτου αιώνα (Ζαμπέλιου, Παπαρρηγόπουλου), οι οποίοι με υψηλόφρονα πατριωτισμό παρουσίασαν τις στρατιωτικές και διπλωματικές πτυχές του Κομνηνού, αλλά και ως αντιστάθμισμα στις απόψεις των πνευματικών ανθρώπων της εποχής, των λογίων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής με κύριο εκφραστή τον Κωστή Παλαμά, που πίστευαν στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους,[80] και στα έργα των οποίων ανιχνεύονται ρομαντικές παρακαταθήκες. Αλλά ο Καβάφης δεν γράφει ιστορία, δεν είναι συγγραφέας ιστορικών γεγονότων∙ ωστόσο, έχει βαθιά συνείδηση της ιστορίας και έχει ήδη αρχίσει στις αρχές του εικοστού αιώνα να πορεύεται στα μονοπάτια του ρεαλισμού.[81] Προς επίρρωση των παραπάνω, παραθέτουμε μία προσωπική εκτίμηση του Καβάφη: «Η περιγραφική ποίησις – ιστορικά γεγονότα, φωτογράφησις (τι άσχημη λέξις!) της φύσεως – ίσως είναι ασφαλής. Αλλά είναι μικρό και σαν ολιγόβιο πράγμα».[82]
Δίκην συμπεράσματος, θα υποστηρίζαμε ότι ο Καβάφης αρύεται από την ιστορία και εντάσσει το ιστορικό πρόσωπο του Μανουήλ Κομνηνού στη δυναμική της ποιητικής δημιουργίας, έτσι ώστε η προσωπική του ποιητική κατάθεση «να ξεπερνά την παρακμή και την κρίση της ιστορίας και να φαίνεται ισχυρότερη».[83] Το ποίημα του Καβάφη δεν θεωρείται αριστούργημα από άποψη λογοτεχνικής ποιότητας, ωστόσο, εάν απομακρυνθούμε από τις λογοτεχνικές και αισθητικές ορίζουσες και εφόσον προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε το ιστορικό αντίκρισμα, θα διαπιστώσουμε πως το ποίημα είναι λειτουργικό, πρωτοποριακό και δυνάμει αξιοποιήσιμο στο σχολικό πλαίσιο, αφού συγκεντρώνει τα περισσότερα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Καβάφη, ενώ αποτελεί μία σφραγίδα του ποιητή στη λεγόμενη ειρωνεία[84] και, ταυτόχρονα, εγκιβωτίζει την ιστορία ως βιωμένη πραγματικότητα,[85] μετασχόντων των ιδεολογικών προεκτάσεων.[86] Η υφέρπουσα ειρωνεία εξακτινώνεται προς τον ίδιο τον Μανουήλ ως ιστορικό πρόσωπο, απορρίπτοντας την έπαρση και την αλαζονική συμπεριφορά του, προς τους βυζαντινούς βιογράφους του αυτοκράτορα και προς τους ιστορικούς, οι οποίοι εξυμνούσαν τα κατορθώματά του, παραμερίζοντας τα προβλήματα της κρατικής διοίκησης και παραβλέποντας πως από την ήττα στο Μυριοκέφαλο και εξής η βυζαντινή αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, και, τέλος, προς τους ευκολόπιστους του καιρού του ποιητή. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1915, έτος δημοσίευσης του ποιήματος, η Ελλάδα βρισκόταν αντιμέτωπη με το δίλημμα του Εθνικού Διχασμού, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο είχαν ήδη σημάνει οι σειρήνες του Μεγάλου Πολέμου. Ο ρεαλιστής Καβάφης της αλεξανδρινής παροικίας, στον οποίο δεν αρμόζει ούτε ο ιδανισμός ούτε η υψιπέτεια, η ρητορεία και ο διαπρύσιος ήχος, υπερβαίνει το βιογραφικό πλαίσιο του Μανουήλ Κομνηνού και αναδεικνύει τον ιδεολογικό άξονα μιας ολόκληρης εποχής∙ αποστασιοποιείται από τις πατριωτικές εξάρσεις, αποδομεί τον ήρωά του και επαγωγικά αντιτάσσεται ποιητικώς στα γεγονότα της εποχής του, εκκινώντας από το αποσπασματικό και καταλήγοντας στο οργανικά συνολικό, διαβλέποντας το ανέφικτο οιασδήποτε εθνικιστικής και επεκτατικής – προσδιορισμοί που εγκιβωτίζουν φορτισμένα και διαχρονικά καίρια νοήματα – πολιτικής.
[1] Για εργοβιογραφικές πληροφορίες κ.ά, βλ. Δ. Δασκαλόπουλος – Μ. Στασινοπούλου 2002. / Α. Δεσποτίδης 2007, σσ. 955-960.
[2] [Χειρόγραφος κατάλογος με χρονολογικές ενδείξεις (1891-1912) και τίτλους ποιημάτων], https://cavafy.onassis.org/el/object/1891-1912/ και [Χειρόγραφος χρονολογικός πίνακας ποιημάτων της περιόδου από τον Αύγουστο 1891 έως το 1925], https://cavafy.onassis.org/el/object/u-1891-1905/].
[3] Βλ., Κ. Π. Καβάφης 1915, σ. 125. Το ποίημα δημοσιεύτηκε μαζί με τα: «Η μάχη της Μαγνησίας», «Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», και «Οροφέρνης», ό.π. σσ. 122 – 125.
[4] Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος παρουσιάζει στο κοινό της Ελλάδας έναν ποιητή, ο οποίος τού προκάλεσε τον θαυμασμό. Βλ. Γ. Ξενόπουλος 1903, σσ. 97 – 102.
[5] Ο Δημηρούλης συνοψίζει τον λογοτεχνικό βίο του Καβάφη σε τέσσερις περιόδους: 1) 1882 – 1891: περίοδος της πρώιμης αναζήτησης 2) 1891 – 1904: μεταβατική φάση και θεμελίωση της ποιητικής ιδιαιτερότητας 3) 1904 – 1911: σταθεροποίηση ποιητικής τεχνικής και διεύρυνση της φήμης 4) ολοκλήρωση του ποιητικού προσώπου και τελειοποίηση του έργου. Βλ., Δ. Δημηρούλης (επιμ.) 2015,σσ. 29 – 30.
[6] Δ. Δημηρούλης (επιμ.) 2015, σ. 261. Εφεξής, σε όλα τα παραθέματα προτιμάται το μονοτονικό σύστημα, ενώ διατηρούνται η ορθογραφία και η στίξη του κάθε πρωτοτύπου.
[7] Βλ. ενδεικτικά, Δ. Κόκορης 2010, σσ. 80 – 84: 81 – 82.
[8] Βλ. ενδεικτικά, Μ. Πιερής (επιμ.) 2000.
[9] Βλ. δειγματοληπτικά, Ν. Εμμ. Παπαδάκης (Παπαδής) 2017.
[10] Για μία ευσύνοπτη περιγραφή των γεγονότων, βλ., Ν. Γ. Σβορώνος 91986, σσ. 101–118.
[11] Βλ., Σπ. Ζαμπέλιος 1852. Η συλλογή δημοτικών ασμάτων του Ζαμπέλιου δεν ήταν η πρώτη εκδοθείσα από Έλληνα – είχε προηγηθεί Η Συλλογή του Αντωνίου Μανούσου, βλ. Α. Μανούσος 1850. Βλ. σχετικά, Χρ. Παγώνη 1968, σσ. 277 – 281. Ωστόσο, βρίθει φιλολογικής αναξιοπιστίας και «παρεμβάσεων», τα οποία ανέλυσε ο Γιάννης Αποστολάκης. Βλ. Γ. Αποστολάκης 1929, σσ. 12–133. Παρόλα αυτά, η πολυσέλιδη μελέτη «περί μεσαιωνικού ελληνισμού» (σσ. 5 – 588) και η προσπάθειά του να μιλήσει περί ενιαίας ελληνικής ιστορίας αποτελούν τα πρώτα βήματα προς την ενοποιημένη υπόσταση και των βυζαντινών χρόνων συμπεριλαμβανομένου ελληνισμού. Ο Καβάφης είχε προμηθευτεί το συγκεκριμένο βιβλίο του Ζαμπέλιου, βλ. «Ιδανική Βιβλιοθήκη – Βιβλία στα νέα ελληνικά», αρ. 193,http://www.kavafis.org/archive/vlibrary/list.asp?cat=3#3.
[12] Βλ., Σ. Ζαμπέλιος 1852 , σ. 20.
[13] Βλ., ενδεικτικά, Γ. Κουμπουρλής 2005, σσ. 166- 173, 180-184 αντίστοιχα.
[14] Βλ., Γ. Βλαχοδήμου, http://ikee.lib.auth.gr/record/300245/files/GRI-2018-22725.pdf..
[15] Ο Fallmerayer στο δίτομο έργο του Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters, τ. 1 – 2, Στουτγκάρδη 1830 – 1836 υποστήριξε τον εκσλαβισμό της ελληνικής φυλής, βλ. δειγματοληπτικά, Γ. Βελουδής 1982.
[16] Βλ. Α. Πολίτης 2017, σσ. 169–170.
[17] Βλ. Σ. Ζαμπέλιος 1857.
[18] Βλ., Α. Παπαδόπουλος Βρετός [= Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος] 1852, σσ. 403 – 406. Για την απόδοση της πατρότητας του άρθρου στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, βλ. σχετικά, Γ. Λαγανάς 2002, σ. 38.
[19] Βλ., Σ. Ζαμπέλιος 1852, σσ. 33 – 34.
[20] Η πρώτη μορφή ως σχολικό εγχειρίδιο: Κ. Παπαρρηγόπουλος 1853.
[21] Σχετικά με την εδραίωση της ιστορικής συνέχειας και τη σημασία της, βλ. δειγματοληπτικά, Γ. Βελουδής 1982, σσ. 63–79. / Π. Μ. Κιτρομηλίδης 1991, σσ. 1571 – 1578. / Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου 1994, σσ. 153–176: 162 – 166 (για τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο). / Βασική η μελέτη: Κ. Θ. Δημαράς 22006. / Για μία περιδιάβαση στο θέμα, βλ., Θ. Βερέμης, Ι. Κολιόπουλος 2006.
[22] Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλος 1891, σσ. 74–79.
[23] Κ. Παπαρρηγόπουλος 1899, σσ. 305 – 313: 305 – 310.
[24] Από το 1850 και εξής παρατηρούμε και την καθολική αποδοχή και ενσωμάτωση των δημοτικών τραγουδιών στη νεοελληνική εθνική συνείδηση. Βλ. ενδεικτικά, Α. Πολίτης 32017, σσ. 252–262.
[25] Βλ., Κ. Παπαρρηγόπουλος 1981, σ. 74. (Οι αναφορές γίνονται στο Ημερολόγιον).
[26]«Άλλοτε πάλιν προς τους Τούρκους αγωνιζόμενος εκάθισεν ενέδραν εντός δάσους και προήλασε κατά των πολεμίων υπό δύο μόνων πιστών ανδρών παρακολουθούμενος. Απαντήσας δε κατ’ αρχάς οχτώ καί δέκα Τούρκους ιππείς, τρέπει αυτούς εις φυγήν∙ ο αριθμός όμως των εχθρών αυξάνει∙ οι σταλέντες εις επικουρίαν αυτού προέβαινον νωθρώς ο δε Μανουήλ μη περιμείνας την άφιξίν των, διελαύνει ανά μέσον πεντακοσίων Τούρκων, μηδεμίαν λαβών πληγήν», ό.π., σ. 74.
[27] Βλ., ό.π, σ. 76.
[28] Βλ., ό.π, σ. 79.
[29] Βλ., ό.π, σ. 77.
[30] Βλ. σχετικά, Κ. Θ. Δημαράς 52014, σσ. 453–471.
[31] Βλ., H. Eideneier (επιμ.) 2012.
[32] Βλ., Α. Κοραής 1828.
[33] Το άρθρο περί ορθής γραφής του ονόματος «Χρήστος» (προκρίνοντας μέσω γλωσσοϊστορικών παρατηρήσεων τη γραφή με «ι» και όχι με «η») της εφημερίδας Τηλέγραφος, στο οποίο γίνεται ακροθιγώς αναφορά στον Πτωχοπρόδρομο («Ούτως οι βυζαντινοί ουδένα εκτός του Χριστού έλεγον Εμμανουήλ, τους δε κοινούς θνητούς Μανουήλ. Και μάρτυς μου ο Πτωχοπρόδρομος, ο οποίος Μανουήλ, τον Κομνηνόν προσφωνεί ούτω»), αποδίδεται λανθασμένα στον ποιητή Κ.Π. Καβάφη. Βλ. Κ. Καβάφης (sic) 1901. Για την ταυτότητα του αρθρογράφου, βλ. Κ. Γκίκα 2010, σσ. 117-140.
[34] Βλ., Κ. Φ[ωτιάδης]. Κ. [=Κωνσταντίνος Καβάφης] 1893. Πρβλ. Γ. Παπουτσάκης (επιμ.) 1963, σ. 43–50.
[35] Βλ. ενδεικτικά, M. Hinterberger 2002, σ. 161.
[36] Βλ., Α. Κοραής 1828, σσ. ι΄, ιε΄ – κ΄.
[37] Για όλους όσοι έγραψαν για τον Μανουήλ, βλ., P. Magdalino 2008,σσ. 27–64.
[38] Ι. Κίνναμος 1976.
[39] Βλ. Ν. Χωνιάτης 1975. Διαδικτυακά τα αποσπάσματα για τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, Ν. Χωνιάτης,http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/byzantine_historians/nicetas_choniates_historia.htm.
[40] Για τα εκδοτικά της Χρονικής Διηγήσεως, βλ., Τ. Ντέηβις, https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/20148.
[41] Βλ., Κ. Βάρζος 1984, σσ. 422–477, όπου και παραθέτονται αρκετά αποσπάσματα των πηγών. / P.Magdalino 2008.
[42] Την εποχή του Μανουήλ η οικογένεια των Κομνηνών δεν αποτελούσε πια φατρία, δηλαδή δεν ανερχόταν στην εξουσία με πραξικοπήματα, όπως συνέβαινε έως τότε, αλλά ηγετική τάξη, και οι Κομνηνοί αυτοκράτορες δεν ανέβαιναν πια στον θρόνο με στρατιωτικά πραξικοπήματα, αλλά η γέννησή τους λάμβανε χώρα μέσα στην Αίθουσα της Πορφύρας. Έτσι, «σταμάτησαν ή περιορίστηκαν οι αυθαιρεσίες χωρίς αυτό να είναι πάντα ωφέλιμο, αφού αναδύθηκαν στον εξουσιαστικό βάθρο άτομα μη ικανά», βλ. P. Magdalino, ό.π., σ. 370. Για την αυτοκρατορική Αίθουσα γεννήσεων βλ. σ. 396: το πιο εντυπωσιακό μέρος του τελετουργικού, η έκθεση του βρεφικού πασουμιού, μαρτυρείται για πρώτη φορά στη γέννηση του ίδιου του Μανουήλ (1118). Η «πορφυρή» γέννηση σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τον σφετερισμό της εξουσίας στη φυσική εξ αίματος νομιμότητα, βλ. ό.π., σ. 670.
[43] Το Ανάκτορο των Βλαχερνών χτίστηκε από τον παππού του Μανουήλ, τον Αλέξιο Α΄, στα τέλη του 11ου αιώνα. Ο Μανουήλ έχτισε πέριξ αυτού ένα άλλο παλάτι προς τιμήν της πρώτης του γυναίκας, (Bertha Sulzbach, μετονομασθείσα Ειρήνη). Εκεί δίνονταν πολυτελείς γιορτές, συναυλίες, χορευτικά θεάματα, ιπποδρομίες, αρματοδρομίες κά. Στις τοιχογραφίες του εξυμνούνταν η «ισχύς του βασιλέως» και ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν σαν «αιώνιος νικητής». Βλ. σχετικά, C. Delvoye 42000, σσ. 331, 402 – 403.
[44] Βλ. ενδεικτικά, W. Berschin 1998, σσ. 340–348.
[45] Βλ. για τον έκλυτο βίο του Μανουήλ, Κ. Βάρζος 1984, σσ. 446–447.
[46] Πρώτος γάμος (1146) με τη γερμανίδα πριγκίπισσα Bertha – Ειρήνη Sulzbach και δεύτερος γάμος (Χριστούγεννα του 1161) με την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιοχείας. Βλ. σχετικά, ό.π., σσ. 454–460.
[47] Μελέτες έδειξαν ότι ο Μανουήλ είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με συγγενικά του πρόσωπα και είχε αποκτήσει πέντε παιδιά εκτός γάμου. Βλ. σχετικά, Γ. Χαριζάνης 2014, σσ. 63–76.
[48] Βλ., P. Magdalino 2008, σ. 624.
[49] Οι εκστρατείες του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού εναντίον των Ούγγρων, των Νορμανδών και των Σελτζούκων μνημονεύονται με ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια από τους βυζαντινούς. Βλ. δειγματοληπτικά, Ι. Δ. Πολέμης 1995, σσ. 283-285.
[50] Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μανουήλ Κομνηνού, βλ. σχετικά, Ι. Καραγιαννόπουλος 41996, σσ. 212–217.
[51] Βλ., ό.π., σ. 216.
[52] Βλ., ό.π., σ. 217.
[53] Βλ., ενδεικτικά, Γ. Α. Λεβενιώτης 2007.
[54] Βλ., P. Magdalino 2008, σσ. 424 – 425.
[55] Βλ. σχετικά, Α. Ασδραχά 1993, σσ. 389–396.
[56] Βλ., P. Magdalino 2008, σ. 502.
[57] Βλ., ό.π., σ. 509.
[58] Βλ., ό.π., σ. 27.
[59] Βλ., ό.π., σ. 27, 354.
[60] Ανήκει σε δύο γένη, των Κομνηνών και των Αρπαδιδών, και σε δύο κόσμους, Ανατολή και Δύση. Βλ., Κ. Βάρζος 1984, σ. 452.
[61] «Καρυκευμένα φαγιά, εξαίρετα ποτά, λογής λογής μουσικά όργανα, ωραίες γυναίκες, παιχνίδια, συναυλίες, κωμωδίες και αστειότητες […] δημιουργούσαν μια τέτοια ατμόσφαιρα, που αν κανείς παραβρισκόταν, “με ευχαρίστηση θα έλεγε να έφτανε και αυτό το τέλος της ζωής του”». Βλ. ό.π., σ. 445.
[62] Βλ., P. Magdalino 2008, σ. 28.
[63] Βλ., ό.π., σ. 88.
[64] Βλ., Κ. Βάρζος 1984, σ. 430.
[65] Βλ., ό.π., σσ. 438–439.
[66] Βλ., ό.π., σ. 439.
[67] Βλ., F. Chalandon 1912, σ. 204.
[68] Βλ., Κ. Βάρζος 1984, σσ. 440–442. Αξιοσημείωτο είναι το ότι ο Μανουήλ επισκεύασε τον ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και επιμελήθηκε τη ζωγραφική του διακόσμηση. Βλ. σχετικά, Π. Αρ. Υφαντής 2014, σ. 42.
[69] Βλ. ενδεικτικά, R. J. Lilie 1977, σσ. 257–275, όπου γίνεται λόγος για το άσκοπο των προσπαθειών και την τελική αδυναμία κατάληψης του Ικονίου από τους Βυζαντινούς.
[70] Βλ., Κ. Βάρζος 1984, σ. 448.
[71] Βλ., ό.π., σσ. 460–462. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: « “Ο πατριάρχης Θεοδόσιος που δρομαίος κατέφθασε στο παλάτι είχε τον καιρό – καθώς ο αυτοκράτορας πείστηκε για τις απάτες των αστρολόγων του – να τον βάλει να υπογράψει ένα σύντομο κείμενο που με αυτό αποδοκίμαζε την αστρολογία και αποδεχόταν την αντίθετη γνώμη. Τέλος, σαν γιατρός που ήταν, έπιασε το σφυγμό του, και καθώς είδε πως φεύγει απ’ τη ζωή, αναστέναξε βαθιά, και χτυπώντας νευρικά με το χέρι το μηρό του, ζήτησε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Απαράσκευοι οι αυλικοί για κάτι τέτοιο, βρήκαν ένα μαύρο τ ρ ι β ώ ν ι ο που με αυτό έντυσαν τον ετοιμοθάνατο βασιλέα, αφού προηγουμένως του έβγαλαν τα μαλακά βασιλικά φορέματα. Καθώς το μαύρο ύφασμα ήταν κοντό και ο βασιλέας πανύψηλος, μόλις έφτανε μέχρι τις κνήμες του, και κανείς απ’ τους παρισταμένους δεν έμεινε αδάκρυτος, μπροστά σ’ αυτή τη ματαιότητα των ανθρωπίνων παραγμάτων. Πέθανε στις 24 του Σεπτέμβρη του 1180, ως μοναχός Ματθαίος, μετά βασιλεία 38 χρονώ, […] προς την οποία παράταση της βασιλείας του […] αναφερόταν το παλιό ρητό: ηύ σ τ α τ ηθ ασ εκ ε ρ δ ί σ ε ιτ ο υχ ρ ό ν ο υλ α β ή, γιατί η τελευταία συλλαβή του ονόματος του αυτοκράτορα: Μανουήλ (λη΄) σήμαινε τον αριθμό 38″». Βλ., ό.π., σσ. 463 – 464.
[72] Βλ. ενδεικτικά, Δ. Δασκαλόπουλος 2013, σσ. 231–241.
[73] Βλ. σχετικά, Β. Τσάκνη, https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/37850.
[74] Για τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Καβάφη, βλ, δειγματοληπτικά, Ν. Βαγενάς 2011, σσ. 68–74. / M. Vitti 42016, σσ. 327–334. Γενικότερα για την ποιητική του Καβάφη, βλ. εν συνόλω, στον σύμμεικτο τόμο: Μ. Πιερής (επιμ.) 22016.
[75] Για την καλλιέργεια του παροξύτονου στίχου από τον Καβάφη, βλ. σχετικά, Γ. Κεχαγιόγλου 2016, σ. 113 και σημ. 9.
[76] Για μία επισκόπηση των χαρακτηριστικών της παραδοσιακής και της νεωτερικής ποίησης, βλ. ενδεικτικά, Δ. Κόκορης 2006, σσ. 11–35.
[77] Βλ., Δ. Δασκαλόπουλος 2013, σσ. 63–84: 68.
[78] Βλ. ενδεικτικά, Κ. Θ. Δημαράς 1933, σ. 764.
[79] Σωστές οι παρατηρήσεις της Λ. Αραμπατζίδου: «Πρωτότυπη είναι η χρήση του όρου “double-belonging”, για να χαρακτηρίσει τη διπλή οντολογική υπόσταση του ηθοποιού που ορίζεται µεταιχµιακά ανάµεσα στο “φαινομενολογικό” περιβάλλον της σωµατικότητας, την οποία συνεπάγεται η σκηνική παρουσία του, και το “σημειωτικό” περιβάλλον της µυθοπλαστικής παρουσίας του. Εδώ κατεξοχήν εξετάζεται η αναπαράσταση του ηθοποιού µέσα στο καβαφικό έργο σε σχέση µε την “ιστορικιστική” παράσταση της φιγούρας του µέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες κάθε εποχής». Στο «Μανουήλ Κομνηνός» διαφαίνεται η «διχαστική ταυτότητα του προσήλυτου και ηθοποιού, του μετανάστη και διανοούµενου». Βλ. Λ. Αραμπατζίδου 2015, σ. 76 [βιβλιοκριτική στο: Μ. Αθανασοπούλου 2014].
[80] Για την πρόσληψη της ιστορικής «συνέχειας», βλ. Β. Αποστολίδου 1992, σσ. 111–120.
[81] «Η κύρια ρομαντική ουσία των ποιητών […] δεν του κινούσε το ενδιαφέρον» και προχωρούσε πλέον «στον δρόμο του ρεαλισμού», βλ., Γ. Κεχαγιόγλου 2016, σ. 116. Για την επιρροή του Καβάφη από τη ρεαλιστική ψυχολογική πεζογραφία, βλ., Σ. Ιλίνσκαγια 1983, σσ. 16–17, 305–315.
[82] Βλ., Δ. Δημηρούλης (επιμ.) 2015, σ. 735. (έτος γραφής: 1906).
[83] Βλ., Σ. Λ. Βρεττός 2013.
[84] Για την επισήμανση της ειρωνείας από άλλη άποψη, τη θρησκευτική πίστη του Καβάφη, βλ., Γ. Π. Σαββίδης 1993, σ. 63. / Ρ., Ή., Σ. Αποστολίδης (επιμ.) 32006, σ. 351.
[85] Βλ. Β. Αποστολίδου 2010,
http://www.greek-language.gr/digitalResources/assets/img/literature/education/literature_history/apostolidou-literature-history.pdf , σσ. 9-10.
[86] Βλ. Ν. Βαγενάς 24/11/2008.
Βιβλιογραφία
-Μ. Αθανασοπούλου 2014, Κ. Π. Καβάφης. Τα θεατρικά ποιήματα, Κριτική, Αθήνα.
-Γ. Αποστολάκης 1929, Τα Δημοτικά Τραγούδια, Κοντομαρής, Αθήνα.
-Ρ., Ή., Στ. Αποστολίδης (επιμ.) 32006, Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα.
-Β. Αποστολίδου 1992, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, Αθήνα.
-Β. Αποστολίδου 2010, Λογοτεχνία και ιστορία. Μια σχέση ιδιαίτερα σημαντική για τη λογοτεχνική εκπαίδευση, ΥΠΠΕΘ, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: Πρόσθετο ψηφιακό υλικό για τη διδακτική των Νέων Ελληνικών: Εικονική περιήγηση της λογοτεχνίας στον γεωγραφικό χώρο και στον ιστορικό χρόνο, http://www.greek-language.gr/digitalResources/assets/img/literature/education/literature_history/apostolidou-literature-history.pdf.
-Λ. Αραμπατζίδου, «Ο Καβάφης, ποιητής θεατρικός», The Books’ Journal, τχ. 52 (Φεβρουάριος 2015), σσ. 72 – 76. [βιβλιοκριτική στο: Μ. Αθανασοπούλου 2014, Κ. Π. Καβάφης. Τα θεατρικά ποιήµατα, Κριτική, Αθήνα].
-Α. Ασδραχά 1993, «Η επιλεκτική επικοινωνία: Η κινητικότητα του βυζαντινού διοικητικού προσωπικού», στο: Ν. Γ. Μοσχονάς (επιμ.), Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο. Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συμποσίου, 4 – 6 Οκτωβρίου 1990, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.
-Ν. Βαγενάς 24/11/2008, «Ο κόσμος του Καβάφη», Το Βήμα.
-Ν. Βαγενάς 2011, Κινούμενος Στόχος. Κριτικά Κείμενα, Πόλις, Αθήνα.
-Κ. Βάρζος 1984, «Μανουήλ Κομνηνός», Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τ. Β΄, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 20α – Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη.
-Γ. Βελουδής 1982, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Μνήμων, Αθήνα.
-Θ. Βερέμης, Ι. Κολιόπουλος 2006, Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα.
-Γ. Βλαχοδήμου 2018, Ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1853 – 1854, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας – ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, διαθέσιμη διαδικτυακά στο: http://ikee.lib.auth.gr/record/300245/files/GRI-2018-22725.pdf.
-Σ. Λ. Βρεττός, «Για τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη», εφ. Η Αυγή, ένθ.: Αναγνώσεις, 19.05.2013.
-W. Berschin 1998, Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας. Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, μτφρ. Δ. Ζ. Νικήτας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.
-Κ. Γκίκα, «Μενελάου [Φιλήντα] και όχι Κωνσταντίνου [Καβάφη]. Διερεύνηση της γνησιότητας κειμένου στα Πεζά του Κ. Π. Καβάφη», Κονδυλοφόρος, τ. 9 (2010), σσ. 117-140.
-F. Chalandon 1912, Jean II Comnène (1118-1143) et Manuel Ier Comnène (1143-1180), Picard, Paris.
-Δ. Δασκαλόπουλος – Μ. Στασινοπούλου 2002, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, Μεταίχμιο, Αθήνα.
-Δ. Δασκαλόπουλος 2013, Κ. Π. Καβάφης. Η ποίηση και η ποιητική του, Κίχλη, Αθήνα.
-Α. Δεσποτίδης 2007, «Καβάφης, Κωνσταντίνος Π.», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα –Έργα –Ρεύματα –Όροι, Πατάκης, Αθήνα, σσ. 955 – 960.
-Κ. Θ. Δημαράς, «Η “ηθοποιία” του Καβάφη», Νέα Εστία, τχ. 158 (15.07.1933), σσ. 764 – 767.
-Κ. Θ. Δημαράς 22006, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του – η ζωή του – το έργο του, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
-Κ. Θ. Δημαράς 52014, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα.
-C. Delvoye 42000, Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μαντώ Β. Παπαδάκη, επιμ. – βιβλιογρ. προσθήκες: Δ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, καλλ. επιμ.: Γ. Λέκκος, Παπαδήμας, Αθήνα.
-Δ. Δημηρούλης (επιμ) 2015, Κ. Π. Καβάφης. Τα Ποιήματα. Δημοσιευμένα: Αναγνωρισμένα και Αποκηρυγμένα. Αδημοσίευτα: Ολοκληρωμένα και Ανολοκλήρωτα. Παράρτημα: Λογοτεχνικά Πεζά – Μεταφράσεις – Σημειώματα, Gutenberg, Αθήνα.
-H. Eideneier (επιμ.) 2012, Πτωχοπρόδρομος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
-Σ. Ζαμπέλιος 1852, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού, τυπογραφείο Ερμής – Α. Τερζάκη και Θ. Ρωμαίου, Κέρκυρα.
-Σ. Ζαμπέλιος 1857, Βυζαντιναί μελέται. Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος. Από Η΄. άχρι Ι΄. εκατονταετηρίδος μ.Χ., τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδέλφεως, εν Αθήναις.
-Σ. Ιλίνσκαγια 1983, Κ. Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς τον ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα, Κέδρος, Αθήνα.
-Κ. Καβάφης (sic), «Χρίστος και όχι Χρήστος», εφ. Τηλέγραφος (21.12.1901).
-Κ. Π. Καβάφης, «Μανουήλ Κομνηνός», Νέα Ζωή, τχ. 3-4 (Ιούλιος –Δεκέμβριος 1915), σσ. 122-125.
-Ι. Καραγιαννόπουλος 41996, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
-Γ. Κεχαγιόγλου, «”Αντί του Μάννα χολήν. Αντί του ύδατος όξος.” Μικρό σημείωμα για τον ύστερο αντικαβαφισμό του Γεωργίου Κ. Στρατήγη», Ελληνικά, τχ. 66.1 (2016), σσ. 109 – 120.
-Ι. Κίνναμος 1976, Επιτομή κατορθωμάτων τω Ιωάννη τω Κομνηνώ, μτφρ. C. M. Brand, Deeds of John and Manuel Comnenus by John Kinnamos, New York.
-Π. Μ. Κιτρομηλίδης, «Το ιστοριογραφικό εκκρεμές και ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος», Νέα Εστία, τχ. 1546 (01.01.1991), σσ. 1571 – 1578.
-Δ. Κόκορης 2006, Ποιητικός Ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, Νησίδες, Θεσσαλονίκη.
-Δ. Κόκορης, «Κ. Π. Καβάφη: τα του Καίσαρος», Οδός Πανός, τχ. 147 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2010), σσ. 80 – 84.
-Α. Κοραής 1828, Άτακτα. Ήγουν παντοδαπών εις την Αρχαίαν και την νέαν Ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων, καί τινων άλλων υπομνημάτων. Αυτοσχέδιος συναγωγή. Τόμος πρώτος περιέχων δύο ποιήματα Θεοδώρου του Προδρόμου με μακράς σημειώσεις και πέντε πίνακας, εκ της Τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου,εν Παρισίοις.
-Γ. Κουμπουρλής, «Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού: η διαμάχη για το όνομα του έθνους και οι απόψεις για τους αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές, τχ. 13-14 (Άνοιξη 2005), σσ. 137-191.
-Γ. Λαγανάς 2002, Εργογραφία Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Εταιρεία των φίλων του λαού, Αθήνα.
-Γ. Α. Λεβενιώτης 2007, Η πολιτική κατάρρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή. Το ανατολικό σύνορο και η κεντρική Μικρά Ασία κατά το β΄ ήμισυ του 11ου αι., τ. Α΄ – Β΄, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη.
-R. J. Lilie, «Die Schlacht von Myriokefalon (1176). Auswirkungen ayf das byzantinische Reich im ausgehenden 12. Jahrhundert», Revue des Études Byzantines, τ. 35 (1977), σσ. 257 – 275.
-Α. Μανούσος 1852, Συλλογή Δημοτικών ΑσμάτωνΤραγούδια εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα, τυπογραφείο Ερμής Χ. Νικολαϊδου Φιλαδέλφεως, Κέρκυρα.
-P. Magdalino 2008, Η Αυτοκρατορία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, 1143 – 1180, μτφρ. Α. Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα. [Τίτλος πρωτοτύπου: The Empire of Manuel I Komnenos, 1143 – 1180, Cambridge University Press, Cambridge 1993].
-Τ. Ντέηβις 2004, Η μετάφραση της Χρονικής Διηγήσεως του Νικήτα Χωνιάτη, διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή – Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,διαθέσιμη διαδικτυακά στο: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/20148.
-Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, «Οι βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα. Από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», Βυζαντινά Σύμμεικτα, τ. 9 – II (1994), σσ. 153 – 176.
-Γ. Ξενόπουλος, «Ένας ποιητής», Παναθήναια, τ. 76 (30.11.1903), σσ. 97 – 102.
-Χ. Παγώνη, «Η συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Α. Μανούσου. Βιβλιογραφικές παρατηρήσεις», Ο Ερανιστής, τ. 3, τχ. 18 (1968), σσ. 277 – 281.
-Ν. Εμμ. Παπαδάκης (Παπαδής) 2017, Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο άνθρωπος, ο ηγέτης. Βιογραφία, τ. Α΄ – Β΄, Εθνικό Ίδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
-Α. Παπαδόπουλος Βρετός [= Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος], «Βιβλιογραφική παρατήρησις. Επί του συγγράμματος του κ. Σ. Ζαμπέλιου Άσματα δημοτικά», Πανδώρα, τχ. 65 (Δεκέμβριος 1852), σσ. 403 – 406.
-Κ. Παπαρρηγόπουλος 1853, Ιστορία του ελληνικού έθνους. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον. Προς διδασκαλίαν των παίδων, εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις.
-Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Μανουήλ Κομνηνός», περ. Ημερολόγιον Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, τ. 6 (1891), σσ. 74 – 79.
-Κ. Παπαρρηγόπουλος 1899, «Μανουήλ Κομνηνός», Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Σπυρίδ. Κουσουλίνου, εν Αθήναις.
– Γ. Παπουτσάκης (επιμ.) 1963, Κ. Π. Καβάφης. Πεζά, Γ. Φέξης, Αθήνα.
-Μ. Πιερής (επιμ.) 2000, Η ποίηση του κράματος. Μοντερνισμός και διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
-Μ. Πιερής (επιμ.) 22016, Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή Κριτικών Κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
-Ι. Δ. Πολέμης, «Προβλήματα της βυζαντινής σχεδογραφίας», Ελληνικά, τ. 45, τχ. 2 (1995), σσ. 277-302.
-Α. Πολίτης 2017, Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830 – 1880. Ποίηση, πεζογραφία, πνευματική κίνηση, αναγνώστες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
-Α. Πολίτης 32017, Το Δημοτικό Τραγούδι. Εποπτικές προσεγγίσεις. Περνώντας από την προφορική στη γραπτή παράδοση. Μικρά Αναλυτικά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
-Γ. Π. Σαββίδης 1993, Βασικά θέματα της ποίησης του Καβάφη, Ίκαρος, Αθήνα.
-Ν. Γ. Σβορώνος 91986, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, μτφρ. Αικ. Ασδραχά, βιβλ. οδηγός Σπ. Ι. Ασδραχάς, Θεμέλιο, Αθήνα.
-Β. Τσάκνη 2016, Γλώσσα και ύφος στα ελληνόγλωσσα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη: ο ρόλος συγκεκριμένων γλωσσικών και υφολογικών στοιχείων στη συγκάλυψη, την υποβολή ή και την αποκάλυψη του φύλου και στη διερεύνηση των σχέσεων των φύλων, διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή – ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, διαθέσιμη διαδικτυακά στο: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/37850.
-«Ιδανική Βιβλιοθήκη – Βιβλία στα νέα ελληνικά», αρ. 193, http://www.kavafis.org/archive/vlibrary/list.asp?cat=3#3.
-M. Vitti 42016, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα.
-Π. Αρ. Υφαντής 2014, Μοναχισμός, Ασκητισμός και Αγιολογική Παράδοση. Πηγές έμπνευσης και προορισμοί του προσκυνηματικού τουρισμού, χ.ε., Θεσσαλονίκη.
-Κ. Φ[ωτιάδης]. Κ. [=Κωνσταντίνος Καβάφης], «Οι Βυζαντινοί Ποιηταί», εφ. Τηλέγραφος (11/23.04.1893).
-J. P. Fallmerayer 1830 & 1836, Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters :ein historischer Versuch, τ. Α΄ & Β΄, In der J.G. Cotta’schen Buchhandlung, Stuttgart & Tubingen.
-Γ. Χαριζάνης, «Αιμομικτικές σχέσεις Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Οι περιπτώσεις του Ηρακλείου (610 – 641) και του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143 – 1180) και η στάση της Εκκλησίας», Βυζαντινός Δόμος, τ. 19 – 20 – 21 ([2011 – 2012 – 2-13], 2014), σσ. 63 – 76.
-[Χειρόγραφος κατάλογος με χρονολογικές ενδείξεις (1891-1912) και τίτλους ποιημάτων], «Ψηφιακή Συλλογή Αρχείου Καβάφη», https://cavafy.onassis.org/el/object/1891-1912/
-[Χειρόγραφος χρονολογικός πίνακας ποιημάτων της περιόδου από τον Αύγουστο 1891 έως το 1925],«Ψηφιακή Συλλογή Αρχείου Καβάφη», https://cavafy.onassis.org/el/object/u-1891-1905/].
-Ν. Χωνιάτης 1975, Χρονική Διήγησις, εκδ. J. – A. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia, [Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, τ. 1 – 2], Berlin – New York.
-Ν. Χωνιάτης, «Χρονική Διήγησις του Χωνιάτου κυρ Νικήτα αρχομένη από της βασιλείας Ιωάννου του Κομνηνού και λήγουσα μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως», http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/byzantine_historians/nicetas_choniates_historia.htm.
-M. Hinterberger 2002, «Δημώδης και λόγια λογοτεχνία: Διαχωριστικές γραμμές και συνδετικοί κρίκοι»,Pour une “nouvelle” Histoire de la Literature Byzantine. Problèmes, méthodes, approaches, propositions. Actes du Colloque philologique Nicosie – Chypre 25 – 28 mai 2000. sous la direction de Paolo Odorico et Panagiotis A. Agapitos, Centre d’ études byzantines, néo – helléniques et sud – est européennes, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris, σ. 153 – 165.
* Αδημοσίευτη εισήγηση στο 46ο Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων «Βυζάντιο: Ιστορία και Πολιτισμός», 7-9 Νοεμβρίου 2019.