Scroll Top

Λευκή Χιονάτη/Σημείωμα για την ποιητική συλλογή «Έκπτωτος» της Αντιγόνης Κολοβέντζου – Παρουσίαση από τον Απόστολο Θηβαίο

 Η ποίηση
Δεν είναι άλλο
Από την πιο
Λαμπρή κατάφαση
Στην
Ζωή του ενστίκτου

 

Την καρδιά των ποιητών την ερμηνεύει περισσότερο από κάθε τι , αυτός ο μυστικός του καθενός θεός που σου ταράζει τα φρένα. Σε αυτόν τον θεό ανήκουν οι στίχοι των τραγουδιών που τινάζουν την κρυφή χορδή εντός μας. Η θέλησή του ξυπνά χίλιες φωνές που κυματίζουν εντός μας, δίνοντας μια ευκαιρία στα τραγούδια. Το φέρσιμό του που ανατρέπει την κάλπικη τάξη μας μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με το καθολικό της μουσικής αστέρι που γεννιέται από το πολύ μιας καρδιάς, τραβώντας για την εξάντληση ή την αγάπη. Αυτός είναι ο θεός των τραγουδιών, πάντα μιλά για τις ομορφιές που ξεπερνούν τον χωρισμό και είναι για πάντα να υποκύπτεις στο αίνιγμά του που σε αφήνει ολόγυμνο εμπρός στο φάσμα της ζωής. Άλλον δρόμο για τα τραγούδια δεν θα βρεις.

Μην με ρωτήσετε τον λόγο που απόψε σας μιλώ για όλα αυτά. Δεν έχω κάποια αιτία συγκεκριμένη μα ένα σφυγμό που μου δείχνει τον δρόμο. Τον βρήκα να χτυπά μες στον Έκπτωτο της Αντιγόνης Κολοβέντζου που ΄ρχεται με τις Περσεφόνες φορώντας την περίτεχνη μεγαρίτικη καμιζόλα της. Μες στους κήπους της που επιμελήθηκαν οι εκδόσεις Βακχικόν ανασαίνουν ποιήματα που ονειρεύτηκαν κάποτε, σαν μεγαλώσουν να γίνουν άξια τραγούδια. Δεν ξέρουν από τρόπους δανεικούς και αν κάπου θυμούνται τους λεπτοδείκτες να γυρνούν ανάποδα, αυτό δεν είναι δάνειο αλλά ίσως της τιμής ο φόρος στον ακούραστο τρελό λαγό της ελληνικής ποίησης και μια ένδειξη της ρίζας της. Ξέρουν καλά τα τραγούδια της Αντιγόνης που΄ρχεται από μια άλλη πλευρά του μύθου τι σημαίνει σώμα και τι πένθος. Κατοικούν τους μεσημβρινούς της φαντασίας, αγαπούν όπως οι ήρωες, είναι κεφαλές αγγέλων που έπεσαν στην γη, αγόρια με μάτια λαδιά βγαλμένα από άσμα ασμάτων, μαθημένα να ανεβαίνουν τον ποταμό που τραβά ως την χρυσή πόλη. Συγγενεύουν με πράγματα αφάνταστα, μιγάδες του αισθήματος, κάπου υπομνηματίζουν τους γρύπες, δημιουργούν ενώσεις άγνωστες στην φύση. Ζουν λακωνικά μες στην φωτιά της σημασίας τους, αρκεί ένα βλέμμα και ευθύς τα πρόσωπά τους μπαίνουν σε κίνηση. Μπουγάδες, μια Ιωάννα καταμεσής των Χριστουγέννων, μια ολόκληρη ραψωδία, κλειδιά, δέντρα, αχίλλειες πτέρνες, το όνειρο, ο διχασμός, μια γωνιά. Σε όλα παραστέκουν οι στίχοι σαν τίμιοι μήνες μες στο καμίνι της λαϊκής ιστορίας που αναθρέφει καημούς και ελπίδες. Πρώτο συνθετικό ο ίδιος ο εαυτός της Αντιγόνης , επίκεντρο του θέματος που περισσότερο από όλα γνώρισε. Και έπειτα μια ολόκληρη ταξιαρχία από μορφές και παραδείγματα και θλιβερές παραβολές για το πώς και το γιατί της βιογραφίας μας.

Θέλει κουράγιο και βάσανο μεγάλο για να ακούσεις το θρόισμα των παιδιών καθώς φυσούν μες στα δέντρα. Θέλει θάρρος να χωριστείς με την σκιά σου, να σταθείς με ύψος και σύνεση εμπρός στο ικρίωμά της. Ετούτο το στοιχείο υπομνηματίζει το ανάλαφρο και αποφασιστικό βήμα των στίχων της Ελευσίνιας Αντιγόνης Κολοβέντζου που φθάνει μες στην καρδιά της διόλου ποιητικής εποχής μας, με μόνο εφόδιο τούτα τα ξέφτια που΄παμε ψυχή μας και όλο σαλεύουν νευρικά και πολύχρωμα στον δρόμο μας. Οι στίχοι του Έκπτωτου διαθέτουν μια πίστη πρωτόγνωρη και αφοσιωμένη στους καινούριους δεσμώτες, σε εμάς που οδοιπορούμε με ένα δίστιχο στο στόμα, κομματιασμένα χείλη και ξέπνοη ψυχή. Σε εμάς είναι αφιερωμένη η συλλογή της πρωτοεμφανιζόμενης εκδοτικά Αντιγόνης που όμως ήδη έχει να παρουσιάσει την κειμενογραφία της, αφιερωμένη και εκείνη στα τραγούδια, όπως αρμόζει στ΄άφθαρτα που περιφρονούν ολότελα τις θεωρίες. Είναι διάχυτη μια αίσθηση πως σε όλα τα ποιήματα του Έκπτωτου η δημιουργός συναντά τον εαυτό της σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο. Γίνεται η μαυροφορούσα που προσμένει υπέροχα ώσπου να λιώσει το ξύλινο πάτωμα για να πετάξει, περιφέρεται σε παιδικά δωμάτια και υπόγειους σταθμούς, καθορίζοντας το εύρος τούτης της ζωής ανάμεσα στα φωτισμένα φιλιατρά, τις σταθερές τροχιές και τους καρφιτσωμένους εξώστες της πόλης. Είναι τα κορίτσια πάνω από τους ακάλυπτους, όλο χαλασμένο μακιγιάζ και ψυχή που τρίζει. Πώς παρακαλούν να μην τελειώσει η μέρα, δεμένες στο στημόνι του άχαρου καιρού, μες στο χαρμάνι του κόσμου τέτοιες σημασίες κυριαρχούν. Με εξορία από τον ίδιο σου τον εαυτό σμιλεύονται οι χίλιες και μία πιθανότητες, έτσι όπως καθρεφτίζονται ατέρμονες μες στις σελίδες της έκπτωτης του καθενός, συλλογής.

Σαν αυτή των εκδόσεων Βακχικόν που γοήτευσε τούτο το σημείωμα και εξήγησε για απόψε τουλάχιστον τον τρόπο της του παντός ανάσας. Η Αντιγόνη Κολοβέντζου ανήκει σε εκείνα τα παιδιά που σε αφήνουν έκπληκτο κάποιο σαββατόβραδο. Δεν είναι οι στίχοι που τόπους τόπους γδέρνουν το δέρμα και αφήνουν αμυχές, δεν είναι ο ρυθμός που παρασέρνει σύμβολα και υπαινιγμούς. Είναι πάνω από όλα ετούτη η αντίσταση που σημαίνει η ποίηση, απέναντι σε αυτήν την παραμορφωμένη πραγματικότητα που από φόβο ανεχόμαστε. Θέλει θάρρος και κουράγιο να παραδεχτείς πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως η φωνή της αθωότητας και πως τα παιδικά σου χρόνια κανείς δεν θα επιστρέψει. Υπάρχει πάντα όμως η ποίηση και αυτή η ευλογημένη εξάντληση που ΄ρχεται με τους στίχους της, υπάρχει πάντα η τυραννία που αφηγήθηκαν οι άλλοι καιροί, υπάρχει και η ευλογία της. Θέλει θάρρος και διάφανη ψυχή, ένα γνήσιο αισθητήριο για να γυρέψεις μες στην πυκνή, την κακοφορμισμένη βλάστηση το μονοπάτι που δεν θα σε απομακρύνει από τον ουρανό και τα αστέρια.

Και αν είναι έκπτωτος ο άγγελος της Αντιγόνης Κολοβέντζου, όπως υπογράφουν οι εκδόσεις Βακχικόν τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, και αν είναι πένθιμη η προσευχή της, που ο μέγας Σαγκάλ είπε πως από μόνη της καθορίζει οριστικά την μεγάλη ζωγραφική, υπάρχει πάντα το ταξίδι που ευτυχώς για όλους τους αναγνώστες της ελληνικής ποίησης και για την Αντιγόνη την ίδια, αρχίζει κάπου εδώ. Αυτό το μισοσυνειδητό ενύπνιο και η ακριβής σκηνογραφία διαμορφώνουν το τρυφερό πεδίο μες στο οποίο θα αναμένουμε και πάλι να ασκηθεί η Αντιγόνη Κολοβέντζου, εικονογραφώντας τα ανείπωτα, όπως το κατακόρυφο της ψυχής μας βάρος.

Και αν εκείνη η ρωγμή του χρόνου κάτι σου θυμίζει, δεν λάθεψες. Από εκεί μέσα βγαίνει κάτι σαν υπενθύμιση και σαν παρηγοριά και ας λένε πως τέτοιο πράγμα ποτέ δεν υπήρξε.