Πέρα από κάθε αμφιβολία, η ταραγμένη εποχή που διανύουμε είναι παράλληλα και μία εποχή επιλογών, διευρυμένης ελευθερίας και επιτακτικών ερωτημάτων για αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό εννοιών και αξιών. Ήδη το 1955, μόλις δέκα χρόνια μετά το τέλος του καταστροφικότερου και πιο θλιβερού πολέμου, που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα ο Γερμανός ποιητής Gottfried Behn εκφωνεί στις 15 Νοεμβρίου στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κολωνίας με τίτλο Οφείλει η ποίηση να βελτιώνει την ζωή; (Soll die Dichtung das Leben bessern?) αμφισβητεί την άποψη ότι ο ρόλος της ποίησης και της τέχνης, γενικότερα, είναι να αλλάξει ως δια μαγείας τον κόσμο μόνο και μόνο, επειδή υπάρχει, τον δογματικό σεβασμό της Δύσης προς την ζωή, ακόμη και όταν δεν τηρούνται βασικοί κανόνες αξιοπρεπούς διαβίωσης, αν η παιδεία, η καλλιέργεια και ο πολιτισμός συνδέονται, πραγματικά.
Στον νου μου κλωθογυρίζουν τον τελευταίο πολλά ερωτήματα για την πραγματικότητα της ελευθερίας του σημερινού ανθρώπου, την αποδέσμευση από το θρησκευτικό στοιχείο και αν, τελικά, οι επιλογές εκτός κυρίαρχου ηθικού συστήματος και δυνατότητας αντίληψης από τα όρια του μέσου ανθρώπου θα καταστούν κοινό κτήμα ή παράτολμη επιλογή μίας μικρής περιθωριακής κάστας.
Εκκίνηση για τους προσωπικούς αυτούς συλλογισμούς αποτέλεσε η πρόσφατη προβολή στους κινηματογράφους της ταινίας Η φάλαινα (The whale, 2022) του Αμερικανού ακριβοθώρητου σκηνοθέτη Darren Aronofsky. Ο κεντρικός της ήρωας, ο Τσάρλι, ένας μεσήλικας καθηγητής δημιουργικής γραφής σε κολέγιο, είναι υπέρβαρος στα όρια του θανάτου και δεν κάνει κάτι για να γίνει καλά. Τον ήρωα ενσάρκωσε ιδανικά ο έμπειρος ηθοποιός Brendan Fraser που είδε την καριέρα του να απογειώνεται ξανά μετά από χρόνια καθίζησης κερδίζοντας το Oscar Α΄ ανδρικού ρόλου.
Ο Τσάρλι υπήρξε ευτυχισμένος στην ζωή του παρά τα λάθη και τις παραλήψεις του σε βάρος της πρώην συζύγου και της κόρης του. Είχε την τύχη να συναντήσει τον Άλαν, τον σύντροφο της ζωής του, έστω και σε λίγο πιο ώριμη ηλικία, να βρει την αληθινή του σεξουαλική ταυτότητα και μαζί του να ζήσει αρκετά ευτυχισμένα χρόνια. Δέχτηκε τον σύντροφό του, ακριβώς όπως ήταν, με τον εύθραυστο χαρακτήρα τους, τις έντονα πνευματικές ανησυχίες και τον διαρκή πόθο να κερδίσει ξανά την εύνοια του ιερέα πατέρα του, που την έχασε, όταν του ανακοίνωσε πως είναι ομοφυλόφιλος. Αυτός και η αδελφή του, η Λιζ, που βοηθά τον Τσάρλι ως νοσοκόμα, υιοθετήθηκαν από τον ιερέα ως παιδιά, ειρωνεία που προβάλλεται έντονο από τον Aronofsky θέτοντας βάσιμα ερωτήματα για το τι σημαίνει πραγματικά αγάπη και αποδοχή.
Όταν ο σύντροφός του αυτοκτονεί λόγω της πατρικής απόρριψης , ο Τσάρλι μπαίνει και ο ίδιος σε μια αργή πορεία προς την αυτοκαταστροφή μέσω της υπερβολικής πρόσληψης τροφής. Ο θεατής αγανακτεί και απορεί: γιατί ο ήρωας θέλει να πεθάνει; Η ζωή συνεχίζεται! Ο Gottfried Behn δίνει την δική του ερμηνεία για την αξία της ζωής:
Φτάνουμε τώρα στην τρίτη λέξη κι αυτή περιέχει ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι τέλος πάντων η ζωή; Τι έχουμε κατά νου όταν μιλάμε γι’ αυτήν, ποια απ’ όλες τις πλευρές της οφείλει να βελτιωθεί; Η φυσιολογία της ή τα πάθη της, το ον που παράγει ή εκείνο που σκέπτεται;
[…]
Εδώ και καιρό αναλογίζομαι πόσο παράξενο είναι που τούτη η έννοια της ζωής κατέληξε να είναι η ανώτερη έννοια της γνωστικής και ηθικής μας συνείδησης. Πέρα απ’ τον στίχο του Σίλλερ “των αγαθών το ύψιστο δεν είναι η ζωή”, δεν συναντάμε παρά ελάχιστους κριτικούς περιορισμούς αυτής της μορφής. Η ζωή – στην λέξη αυτή αναρριγεί η λευκή φυλή: Πρόκειται για το έσχατο θεμέλιο της πίστεως της παρούσας στιγμής, του τωρινού, του δικού μας πολιτισμού. Πρόκειται για ένα κατάλοιπο του βιολογισμού του 19ου αιώνα που υποχρεώνει τη σημερινή Ευρώπη να αγωνίζεται υπέρ της κάθε ζωής, έστω και για να της δώσει την αθλιότερη παράταση, υπέρ της κάθε ώρας, επιστρατεύοντας ενέσεις και φιάλες οξυγόνου, τη στιγμή που γνωρίζουμε βέβαια πολιτισμούς, τον πολιτισμό των Αιγυπτίων, των Ίνκα ή του Δωρικού Κόσμου, όπου η ζωή η κοινή, η ζωή η κοινότοπη δεν έπαιζε κανέναν απολύτως ρόλο, ενώ ακόμη και σήμερα ακούμε για κάποιες νομαδικές φυλές της Ασίας: Όταν οι γονείς καταντήσουν βάρος, ο πρωτότοκος τρυπάει με το ακόντιό του το αντίσκηνο και ο γέροντας από μέσα καρφώνεται πάνω του κατάστηθα.
Ο Behn αναρωτιέται ποια είναι τα όρια της ζωής, όταν έχουν ξεπεραστεί τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και αξιοπρέπειας; Με τόσους ορισμούς που έχει λάβει μέσα στους αιώνες μήπως έχει έρθει η ώρα της προσωπικής και ατομικής αντίληψης ως αναφαίρετο δικαίωμα;
Ο Aronofsky φαίνεται να υποστηρίζει μάλλον αυτή την άποψη. Ο ήρωας αισθάνεται απελπισμένος και τσακισμένος χωρίς τον άνθρωπο που ένιωθε ότι τον ολοκληρώνει και τον βοηθά να είναι ο πραγματικός του εαυτός για τους γύρω του. Τι γίνεται, όμως, με τους ανθρώπους του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος που μπορεί να εξακολουθούν να τους έχουν ανάγκη. Ο σκηνοθέτης θέτει σε πρώτο πλάνο την στενή φίλη του Τσάρλι και αδελφή του συντρόφου, Λιζ,την αποξενωμένη του έφηβη κόρη, Έλι και τους μαθητές του από το κολέγιο στους οποίους διδάσκει διαδικτυακά και με κλειστή κάμερα. Η Λιζ δείχνει κατανόηση. Η κόρη του καταλαβαίνει αργά την αξία του και μετανιώνει για την προηγούμενη προσβλητική συμπεριφορά της προς εκείνον. Οι φοιτητές βλέπουν επιτέλους την εικόνα του καθηγητή τους χωρίς να έχουν τον χρόνο να αντιδράσουν. Ο Aronofsky το ξεκαθαρίζει άμεσα στον θεατή. Δεν υπάρχει πράξη άνευ συνεπειών. Διαλέγοντας την ελευθερία του ο Τσάρλι αποδέχεται και τις συνέπειες αυτής.
Ωστόσο, ο κινηματογράφος που αποτελεί μία δημοφιλή μορφή τέχνης δεν είναι υπεύθυνη για τα μηνύματα που μεταφέρει στο ευρύ κοινό; Ο Behn γράφει για την τέχνη και κατ’ επέκταση για την ποίηση λίγο παρακάτω:
Είμαι βλέπετε της άποψης ότι η τέχνη και ο πολιτισμός, η τέχνη και η καλλιέργεια, δεν έχουν μεγάλη σχέση μεταξύ τους. Συχνά έχω υποστηρίξει πως πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά αυτά τα δύο φαινόμενα μεταξύ τους, τον φορέα της τέχνης, αφ’ ενός, και τον φορέα του πολιτισμού, τον φορέα της καλλιέργειας, αφ’ ετέρου. Η τέχνη δεν είναι καλλιέργεια, η τέχνη έχει μια πλευρά συγγενική της παιδείας, της μόρφωσης, της καλλιέργειας, αλλά μόνο και μόνο επειδή η ίδια δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι άλλο: τουτέστιν τέχνη. Ο φορέας της καλλιέργειας ζει σ’ έναν κόσμο από χούμο, αρόσιμη γη, εκεί οργώνει, σπέρνει, θερίζει, εκεί ανακαλύπτει την τέχνη, με τη φροντίδα του την κάνει να θεριέψει, τη βάζει στο αυλάκι, ιδρύει γι’ αυτήν σχολές, οργανώνει μαθήματα, πιστεύει στην ιστορία, είναι θετικιστής. Ο φορέας της τέχνης, αντίθετα, στατιστικά είναι ακοινώνητος, δεν έχει ιδέα για τα πριν ή τα μετά απ’ αυτόν, ζει μόνο για το ένδον του υλικό, χάριν εκείνου συλλέγει μέσα του εντυπώσεις, τις έλκει μέσα του βαθιά, τόσο βαθιά ώστε να έρθουν σε επαφή με το υλικό του, να το αποσπάσουν από την αδράνεια, να το εξωθήσουν σε αποφόρτιση. Είναι αδιάφορος για την ευρεία διάδοση, την εκτεταμένη επιρροή, την αυξανόμενη απήχηση, είναι αδιάφορος για την καλλιέργεια, τον πολιτισμό. Είναι ψυχρός, το υλικό του πρέπει να κρατηθεί ψυχρό, μέλημά του είναι να δώσει μορφή στο πάθος, στη μέθη, στα συναισθήματα εκείνα που οι άλλοι έχουν το ελεύθερο να τους παραδίδονται τόσο ανθρώπινα· δουλειά του είναι να τα σκληρύνει, να τα ψυχράνει, να δώσει σχήμα στέρεο στο εύκαμπτο και στο ασταθές.
Για τον Behn η τέχνη και τα δημιουργήματά της είναι εντελώς ανεξάρτητα και δεν επιφορτίζονται με κάποια ιδεολογία. Ο δέκτης του δημιουργήματος θα το ερμηνεύσει ανάλογα με τα βιώματα και την συνολική του καλλιέργεια που αποκτάται από την εγκαταβίωση του εντός του κοινωνικού συνόλου. Ο καλλιτέχνης δεν είναι υπεύθυνος για την ατομική ερμηνεία του αποδέκτη, όπως συμβαίνει και με τον ποιητή:
Αυτός που γράφει στέκει αντιμέτωπος με όλο τον κόσμο. Αντιμέτωπος δεν σημαίνει αντίπαλος. Μόνο μια αύρα βαθύνοη και βουβή τον τυλίγει. Στα τραπέζια οι άλλοι γύρω του ας κάνουν ό,τι θέλουν, ο καθένας το κέφι του, ας χαρτοπαίζουν, ας τρωγοπίνουν, ας καλοπερνούν, ας αφηγούνται ιστορίες για τα καμώματα του σκύλου τους, για το πώς περάσαν τις διακοπές τους στο Ριτσιόνι – ούτε εκείνοι τον ενοχλούν, ούτε αυτός εκείνους. Αυτός βυθίζεται μέσα στη νύχτα, ελλάμψεις περνούν από τον νου του, τόξα της ίριδος, είναι ευτυχής. Ούτε ζητάει να βελτιώσει οτιδήποτε, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται από τους άλλους να βελτιωθεί, αιωρείται.
Θα προσέθετα, εν τούτοις, ότι είναι υπεύθυνος για να προκαλεί τον προβληματισμό.
Ισχύουν οι απόψεις του Behn; Ναι, αν αναλογιστεί κανείς τα έργα τέχνης που έχουν διασωθεί στον χρόνο ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των δημιουργών τους.
Ο Darren Aronofsky δικαιώνει τον ήρωα και τις καλλιτεχνικές του επιλογές; Αυτή είναι μία απάντηση που ο καθένας μας πρέπει να απαντήσει για τον εαυτό του. Εκείνο που σίγουρα πέτυχε είναι να μας θέσει προ των ευθυνών μας για τις επιλογές που κάνουμε και να μας υπενθυμίσει πως η ατομική επιλογή και ερμηνεία συνιστούν τον θεμέλιο λίθο του δυτικού πολιτισμού.
*Το δοκίμιο του Gottfried Behn Οφείλει η ποίηση να βελτιώνει την ζωή; (Soll die Dichtung das Leben bessern?) προέρχεται από το περιοδικό Ποίηση, τεύχος 23, άνοιξη-καλοκαίρι 2004 και η μετάφραση είναι προϊόν συνεργασίας σπουδαστών του Γερμανικού Τμήματος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) με τον υπογραφόμενο. Στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλαν οι: Ειρήνη Μαμαλάκη, Νατάσα Σεχίδου, Νίκος Κουτρούμπας, Ειρήνη Χαιρέτη, Φωτεινή Μιχελή και Ιωάννα Μεϊτάνη.