Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή κατά την οποία τα μουσεία (όπως και οι πινακοθήκες, οι γκαλερί, κ.λπ.) θεωρούνταν χώροι απλής (δια)φύλαξης αντικειμένων ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, κάτι σαν αποθήκες ή, έστω, κιβωτοί πολιτισμού, τους οποίους ο σύγχρονος άνθρωπος επισκέπτεται για να θαυμάσει την επιδεξιότητα, τις γνώσεις, την τεχνική κ.λπ. άλλων ανθρώπων, συνήθως προγενέστερων.[1] Γίνεται πλέον αποδεκτό ότι τα μουσεία δεν είναι –και δεν πρέπει να λειτουργούν ως– χώροι παθητικής πρόσληψης και αποστασιοποιημένης παρατήρησης «άψυχων» αντικειμένων που διαθέτουν μόνο «μουσειακή» (δηλαδή παροπλισμένη, κατά την κοινή χρήση της φράσης) αξία, συνιστούν δηλαδή παρελθοντικά κατάλοιπα ή υπολείμματα, που δεν αφορούν τη σύγχρονη εποχή.Αντίθετα, προσεγγίζονται ως χώροι ενεργής δόμησης νοημάτων· χώροι που παρέχουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες να συνθέσουν προσωπικές ερμηνείες με αφορμή και βάση τα εκθέματα –ερμηνείες που αφορούν την εποχή και τους ανθρώπους, με τους οποίους συνδέονται τα συγκεκριμένα εκθέματα, αλλά και τους σύγχρονους επισκέπτες (Black, 2012). Με άλλα λόγια, τα υλικά εκθέματα αποκτούν νόημα και σημασία όχι τόσο καθαυτά αλλά κυρίως σε σχέση με τον άνθρωπο: η αξία τους είναι κυρίως «σχεσιακή». Με τον τρόπο αυτό οι επισκέπτες των μουσείων έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν ένα κομμάτι της ανθρώπινης, άρα της δικής τους, ιστορίας, αντιλαμβανόμενοι τόσο τις διαφορές με τους ανθρώπους του παρελθόντος όσο και τις ομοιότητες ως προς χαρακτηριστικά εγγενή στο ανθρώπινο είδος. Επιπλέον, αναγνωρίζεται η ανοιχτότητα του νοήματος των εκθεμάτων και η πολλαπλότητα της ερμηνείας τους (Hooper – Greenhill, 2000, σ. 3).
Οι επισκέπτες των μουσείων εμπλέκονται, έτσι, σε μια διαδικασία ανά-γνωσης του παρελθόντος (τους), χρησιμοποιώντας τα εκθέματα ως «κείμενα», ως «λόγια από χώμα» (Χουρμουζιάδης, 1999) ή από ποικίλα άλλα υλικά και συνάπτοντας συνδέσεις μαζί τους (Falk, 2004). Ευρύτερα, η σύγχρονη τάση κατασκευής, δόμησης και λειτουργίας των μουσείων (σε επίπεδο αρχιτεκτονικής, σχεδίασης του εσωτερικού και του περιβάλλοντος χώρου, διάταξης και προβολής των εκθεμάτων, οργάνωσης εκθέσεων κ.λπ.) είναι προσανατολισμένη στη δημιουργία για τους επισκέπτες περιβαλλόντων αφήγησης (narrative environments), μιας μουσειακής εμπειρίας «που ενσωματώνει αντικείμενα και χώρους –και ιστορίες ανθρώπων και τόπων– ως μέρος μιας διαδικασίας αφήγησης, η οποία μιλά τόσο για την καθημερινή εμπειρία και την αυτοαντίληψή μας, όσο και για το ιδιαίτερο και το μοναδικό» (Macleod, Hourston Hands & Hale, 2012, σ. xix). Ο πολυδιάστατος, μάλιστα, χαρακτήρας τής εμπειρίας που προσφέρει το μουσείο, ειδικά με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, το καθιστά ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο αφήγησης, επιτρέποντας την προσέγγισή του «ως θεάτρου, ως δραματικής τελετουργίας, ως αφήγησης του κόσμου σε μικρογραφία» (Macleod, Hourston Hands & Hale, 2012, σ. xxi). Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υφανθεί ένας βασικός αφηγηματικός ιστός, που θα συνδέει τόσο τα εκθέματα ενός μουσείου μεταξύ τους, στο πλαίσιο ιστοριών, όσο και τους επισκέπτες με αυτά.
Η μεταφορά που θέλει τους επισκέπτες να «διαβάζουν» τα εκθέματα – κείμενα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε πολλά επίπεδα: όπως τα κείμενα, έτσι και τα εκθέματα σε ένα Μουσείο είναι οργανωμένα με κάποιον τρόπο, άρα είναι δομημένα και συνδεδεμένα με ερμηνείες: αυτές των αρχαιολόγων, των μουσειολόγων, των επιμελητών εκθέσεων, των μουσειοπαιδαγωγών κ.ά. (Νάκου, 2001, 2009). Συνοδεύονται από λεζάντες ή άλλου είδους κείμενα, γραπτά, προφορικά, ηλεκτρονικά ή πολυτροπικά, εφαρμόζονται ποικίλες δράσεις γνωριμίας με αυτά, που απευθύνονται σε διαφορετικές ηλικίες, κοινωνικές ομάδες, ενδιαφέροντα επισκεπτών, κ.λπ.[2] Τα εκθέματα, δηλαδή, στις σύγχρονες τουλάχιστον μουσειακές εκθέσεις, ήδη είναι οργανωμένα με τρόπο ώστε να «πουν μια ιστορία» στους επισκέπτες τους: εκφέρουν/πραγματώνουν αρχαιολογικό και μουσειακό λόγο (discourse), στο πλαίσιο του οποίου παρουσιάζεται, δομείται και ερμηνεύεται το παρελθόν (Μούλιου, 1999).
Ωστόσο, οι ιστορίες αυτές δεν μπορούν να ολοκληρωθούν χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των επισκεπτών. Όπως συμβαίνει δηλαδή με κάθε είδους κείμενο, προκειμένου να λειτουργήσει ως τέτοιο, είναι απαραίτητο το σκέλος του κειμενικού αποδέκτη, που, όπως έχουν δείξει οι θεωρίες της αναγνωστικής πρόσληψης, κάθε άλλο παρά «τυπικός» είναι ο ρόλος του. Ο αναγνώστης, αντίθετα, αλληλεπιδρά με το κείμενο· συναλλάσσεται μαζί του: επιλέγει τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν, τα οποία αποκωδικοποιεί, οργανώνει και συνθέτει σε νόημα, με βάση την προηγούμενη εμπειρία του, τις γνώσεις και το ψυχοσυναισθηματικό του απόθεμα, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, την ιδεολογία, τις αξίες του κ.λπ.. Με άλλα λόγια, το νόημα δεν υπάρχει εγκατεστημένο μέσα στο κείμενο ούτε μέσα στον αναγνώστη, αλλά συμβαίνει ή συν-δημιουργείται σε μια ενεργή διαδικασία συναλλαγής μεταξύ αναγνώστη και κειμένου (Rosenblatt, 1978, 2018). Επιπλέον, προβαίνει σε συμπληρώσεις κενών, χασμάτων και σημείων απροσδιοριστίας, που αναπόφευκτα υπάρχουν σε όλα τα κείμενα (Iser, 1978), ενώ, ειδικά στα λογοτεχνικά κείμενα, εμπλέκεται σε μια πολύπλοκη διαδικασία σύνθεσης ερμηνειών, λόγω της εγγενούς πολυσημίας τους. Επομένως, διαφορετικοί αναγνώστες, σε κάποιο βαθμό, διαβάζουν με διαφορετικό τρόπο τα κείμενα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα μουσειακά αντι-κείμενα: διαφορετικοί επισκέπτες τα προσεγγίζουν και τα ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο (ή κι ο ίδιος επισκέπτης διαφορετικά, σε ποικίλες συναντήσεις μαζί τους), συμπληρώνοντας ποικιλοτρόπως, και ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση, τα χρονικά, γεωγραφικά, πολιτισμικά κ.ά. κενά που αναπόφευκτα ενέχει η επαφή με το έκθεμα. Κι η επαφή αυτή οδηγεί δυνάμει σε μια συναλλακτική αισθητική εμπειρία («υπερβατική» [numinous], Latham, 2007).
Η αναλογία με την ανάγνωση αναδεικνύει παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο δομούνται οι ερμηνείες κατά την επαφή του επισκέπτη με τα εκθέματα: ο επισκέπτης δεν (μπορεί να) είναι απλός παρατηρητής· απαιτείται η ενεργός εμπλοκή του, ώστε να επιτευχθεί η επικοινωνία και να συντελεστεί το νόημα στο οποίο στοχεύει η μουσειακή εμπειρία. Οι υφιστάμενες γνώσεις και στάσεις του επισκέπτη (για το «θέμα» του μουσείου, για το παρελθόν, για την τέχνη, κ.λπ.), η προηγούμενη εμπειρία του (λ.χ. ως επισκέπτη μουσείων), οι δεξιότητές του (λ.χ. στην παρατήρηση, αναγνώριση των ιδιοτήτων ενός έργου τέχνης), οι προσδοκίες και οι στόχοι του σε σχέση με την επίσκεψή του, αλλά και ευρύτερα οι περιστάσεις ζωής του, συναντώνται δυναμικά με την καινούργια εμπειρία που προσφέρει το μουσείο, με αποτέλεσμα να συντελείται η δόμηση του νοήματος που οδηγεί εν τέλει σε αναδιοργάνωση του προηγούμενου εμπειρικού, γνωστικού και ψυχοσυναισθηματικού αποθέματος (Silverman, 1995, σ. 162-163).
Τα μουσειακά εκθέματα αποκτούν, έτσι, έναν λειτουργικό ρόλο: ανάγονται σε μέσα ενσυναίσθησης και γνωριμίας με την ετερότητα, χρονική, ιστορική και πολιτισμική, και, παράλληλα, σε μέσα καλλιέργειας της κριτικής αντίληψης, αλλά και διαμόρφωσης της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας.[3] Με την έννοια αυτή, τα μουσεία ανάγονται σε έναν κομβικό χώρο παραγωγής νοήματος, σύνθεσης ερμηνειών, μάθησης, κατανόησης του κόσμου, αλλά και του εαυτού, καθώς πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, η οποία ενθαρρύνει τον αναστοχασμό. Επιπλέον, αναδεικνύεται έτσι ο ιδιαίτερος εκπαιδευτικός ρόλος των μουσείων, που συμπληρώνει με τρόπο ουσιαστικό την τυπική, ημι-τυπική και άτυπη/δια βίου εκπαίδευση, μέσα από ένα πλήθος μουσειοπαιδαγωγικών δραστηριοτήτων (Βέμη & Νάκου, 2010· Νικονάνου κ.ά., 2015, σσ. 51-85· Hooper-Greenhill, 1999· Pearce, 2002, Sabeti, 2019). Σε σχέση, ειδικότερα, με την αξιοποίηση των μουσείων στην εκπαιδευτική διαδικασία, μέσω οργανωμένων επισκέψεών τους από ομάδες μαθητών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιληφθούν οι μαθητές ότι τα εκθέματα α) είναι πυρήνες νοήματος, β) το νόημά τους σχετίζεται με αυτούς, ως ομάδα και ως άτομα, και γ) το νόημα αυτό δεν επιβάλλεται εξωτερικά (από κάποιους «ειδικούς»), αλλά συν-δημιουργείται με την άμεση συμμετοχή των ίδιων (άρα η εμπλοκή τους δεν είναι απλώς χρήσιμη, αλλά απαραίτητη).
Η δημιουργική γραφή μπορεί να προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο στην επιτέλεση του ρόλου αυτού των μουσείων, καθώς, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής αξιοποίησής της, αποτελεί μία μέθοδο που προωθεί τη διαδικασία κατασκευής νοήματος με βάση την υποκειμενικότητα των μαθητών (Κωτόπουλος, 2012, 2014).[4] Μέσα από τη σύνθεση, δηλαδή, των κειμένων των μαθητών (ιστοριών, παραμυθιών, ποικίλων αφηγημάτων, ποιημάτων, κ.λπ.), καλλιεργείται η προσωπική εμπλοκή τους με τα εκθέματα, ενώ αναγνωρίζεται η σημασία των γνώσεων, της εμπειρίας, της φαντασίας, των συναισθημάτων και της μνήμης τους στην κατανόηση και ερμηνεία των εκθεμάτων (Κιοσσές & Δαλακούρα, 2020, σσ. 17-23).[5] Επιπλέον, καλλιεργούνται στους μαθητές δεξιότητες του οπτικού γραμματισμού και αναδεικνύεται η στενή σύνδεσή του με την ανάγνωση και τη γραφή, στο πλαίσιο της παιδαγωγικής των πολυγραμματισμών (Cope & Kalantzis, 2009).
Ειδικότερα, καθώς η δημιουργική γραφή εμπεριέχει, πέρα από το συγγραφικό, το προσυγγραφικό (όπως και το μετασυγγραφικό) στάδιο, στο πλαίσιο της ασκείται αρχικά το βλέμμα των μαθητών. Μέσα από κατάλληλες παρωθητικές δραστηριότητες οι μαθητές μαθαίνουν να παρατηρούν στοιχεία του περιβάλλοντός τους, που μπορεί να αποτελέσουν αφορμές για γραφή, αλλά και αντικείμενά της. Κυρίως όμως ασκούνται στο να προβαίνουν από την απλή, τυχαία, επιφανειακή θέαση των πραγμάτων στην ενδελεχή παρατήρηση· να αντιλαμβάνονται λεπτομέρειες που δεν είναι εμφανείς σε ένα επιπόλαιο βλέμμα· να εμβαθύνουν· να παρατηρούν το ίδιο αντικείμενο από διαφορετικές οπτικές θέσεις· να μπορούν να επικεντρώνουν και να πλαταίνουν την εστίασή τους.
Έπειτα, η δημιουργική γραφή είναι μια διαδικασία που προωθεί τη σύνδεση της αισθητηριακής παρατήρησης με τη σκέψη: να προσέξει το αντικείμενο (πβ. το «προσέχω τον νουν»), ενεργοποιώντας γνωστικές διαδικασίες των μαθητών, όπως η ανάλυση, η κατηγοριοποίηση, η σύγκριση κ.λπ. Η σκέψη, αλλά επίσης η φαντασία και το συναίσθημα, είναι απαραίτητα για αυτή τη συστηματική προσοχή στο έκθεμα, αποδίδοντάς του νόημα, συμπληρώνοντας «κενά»,[6] οικοδομώντας γύρω από αυτό έναν κόσμο, εξερευνώντας συνδέσεις του εκθέματος με τους ανθρώπους και την εποχή του, αλλά και ανακαλύπτοντας ή δημιουργώντας συνδέσεις με το σήμερα, τη σύγχρονη εποχή και τον κόσμο του θεατή. Με τον τρόπο αυτό, έκθεμα και θεατής εμπλέκονται σε μια δημιουργική διαδικασία επικοινωνίας: το έκθεμα καθίσταται «σημαίνον», αποκτά δυνητικά σημασία για τον θεατή, γίνεται τμήμα ενός ενεργού διαλόγου μαζί του, απαντά σε ερωτήματά του, μεταδίδει πληροφορίες, οδηγεί σε συνειρμούς, ανταποκρίνεται σε σύγχρονες ανάγκες του, προβληματισμούς κι ανησυχίες του, τον διεγείρει σωματικά, νοητικά και συναισθηματικά. Η δημιουργική γραφή, έτσι, προκαλεί τη βιωματική εμπλοκή· προωθεί τις προσωπικές, υποκειμενικές συνάψεις προς το αντικείμενο της προσοχής, δημιουργώντας παράλληλα ευκαιρίες και για εσωτερική θέαση ή ενόραση.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν απαραίτητες περιστάσεις γραφής: ερεθίσματα και προϋποθέσεις έκφρασης της εμπειρίας, της σκέψης, της φαντασίας, των εντυπώσεων, της αισθητηριακής παρατήρησης σε λόγο, προφορικό ή γραπτό, ο οποίος όμως είναι οργανωμένος ως κείμενο. Διότι βασικό συστατικό της δημιουργικής γραφής είναι ακριβώς η άσκηση των μαθητών στην παραγωγή λόγου που διέπεται από τους μηχανισμούς των κειμενικών ειδών, σε επίπεδο κειμενικής οργάνωσης, λεξικογραμματικών επιλογών, ύφους, κ.λπ. (Κιοσσές, 2018). Η δημιουργική γραφή, με άλλα λόγια, είναι μία μέθοδος οργάνωσης και μορφοποίησης της εμπειρίας σε κείμενο και, κατ’ επέκταση, σε μέσο επικοινωνίας με τους άλλους. Σύμφωνα με τις αρχές της δημιουργικής γραφής, τα παραγόμενα κείμενα αποσπώνται από την ιδιωτική πράξη της γραφής και «δημοσιοποιούνται», γίνονται πράξη επικοινωνίας: κοινοποιούνται στην ομάδα και συζητούνται.
Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις των άλλων μπορούν να αξιοποιηθούν για μια εκ νέου γραφή του κειμένου (ή μέρους του), ενώ αναδεικνύουν το γεγονός ότι διαφορετικοί θεατές ερμηνεύουν το ίδιο αντικείμενο με διαφορετικό τρόπο, αξιοποιώντας για τη «σύνδεσή» τους με αυτό τις προσωπικές τους εμπειρίες, γνώσεις, ενδιαφέροντα, κ.λπ. Εν είδει κύκλου, έτσι, μέσα από το μοίρασμα των κειμένων τους οι γράφοντες αναπόφευκτα «ξαναβλέπουν» τόσο το κείμενό τους όσο και τα εκθέματα που αποτέλεσαν την αρχική δημιουργική αφορμή για τη γραφή του, οδηγούμενοι σε αναστοχασμό και κριτική σκέψη (Sabeti, 2015, 2016). Η δημιουργική γραφή, έτσι, έρχεται να εμβαθύνει την κατανόηση και να εμπλουτίσει την αισθητική εμπειρία, ενώ παρέχει τη δυνατότητα να εκφραστεί η υποκειμενική φωνή των μαθητών – επισκεπτών, πέρα από την «επίσημη» των ειδικών του μουσείου (Barnes, 1990, Noy, 2015).
Πρέπει να τονιστεί, βεβαίως, ότι οι διαδικασίες της παρατήρησης, της σκέψης, της σύνθεσης, της μορφοποίησης και της επικοινωνιακής διάδρασης αποτελούν ένα οργανικό σύνολο, χωρίς εύκολες και βολικές κατατμήσεις, οι οποίες υπαγορεύονται κυρίως από μια μεθοδολογική λογική. Επιπλέον, η γραφή δύναται –και είναι σημαντικό– να αξιοποιείται σε διάφορες φάσεις τής παραπάνω διαδικασίας και σε διάφορες μορφές της (λ.χ. καταγραφή σημειώσεων με λέξεις, φράσεις ή λίστες, αποτύπωση αρχικών εντυπώσεων, συγκέντρωση παραθεμάτων από ποικίλες πηγές κ.λπ., που μπορεί να στηρίξουν τη σύνθεση του τελικού κειμένου, χωρίς απαραίτητα να ενταχθούν αυτούσια σε αυτό).
Συμπερασματικά, στο πλαίσιο αξιοποίησης τεχνικών δημιουργικής γραφής στο μουσείο, τα εκθέματα μπορούν να προσεγγιστούν ως αφορμές και συστατικά επιμέρους αφηγήσεων (ή/και ως τμήματα μιας ευρύτερης αφήγησης που αφορά το σύνολο του μουσείου ή της έκθεσης), προσφέροντας πολύτιμα ερεθίσματα για συνειρμούς, νοηματοδοτήσεις και ερμηνείες. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία «αφηγηματοποίησης» των εκθεμάτων (Κιοσσές, 2021), η οποία είναι πολύτιμη για τους μαθητές, καθώς προωθεί τη βιωματική τους εμπλοκή, καθιστά τη μουσειακή εμπειρία σημαίνουσα και συμμετοχική, ενώ αναδεικνύει την τέχνη και την πολιτιστική δημιουργία ως έναν ενεργό σημειωτικό διάλογο, στο πλαίσιο του οποίου καλούνται (και δύνανται) να αρθρώσουν τη δική τους, προσωπική φωνή.
[1] Το κείμενο αφορμάται από τη δημιουργική συνομιλία που είχε ο γράφων με τη φίλη αρχαιολόγο – μουσειολόγο Νάγια Δαλακούρα, καρπός της οποίας υπήρξε το βιβλίο Μετα-γράφοντας την τέχνη: Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως τόποι δημιουργικής γραφής (Κιοσσές & Δαλακούρα, 2020).
[2] Για μία ενδιαφέρουσα μουσειακή δράση κατασκευής ετικετών για έργα τέχνης από τους επισκέπτες, προωθώντας έτσι τη συμμετοχή τους στη μουσειακή εμπειρία, δες Nashashibi (2003).
[3] Κατά τη Silverman (1995, σ. 163), «οι επισκέπτες εκφράζουν το “ποιος είμαι ως άτομο” μέσω των επιλογών τους, των απόψεων, εκτιμήσεων, επιλογών, της γνώσης και των προσωπικών ιστοριών τους στο μουσείο […]. Ωστόσο, η ταυτότητα δεν είναι μόνη η μοναδικότητα κάποιου. Οι επισκέψεις σε μουσεία μπορούν να υπενθυμίσουν έντονα στους ανθρώπους τις συνδέσεις τους με ομάδες, έθνη και την οικογένεια του ανθρώπινου είδους».
[4] Για μια συστηματική πρόταση αξιοποίησης της δημιουργικής γραφής σε μουσεία, πινακοθήκες και χώρους πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς και για ποικίλες προτάσεις δραστηριοτήτων, δες Κιοσσές & Δαλακούρα, 2020.
[5] Ποικίλα προγράμματα αξιοποίησης δημιουργικής γραφής εφαρμόζονται σε πολλά μουσεία του εξωτερικού (λ.χ. Victoria & Albert Museum, The Metropolitan Museum, J. Paul Getty Museum κ.ά.). Ενδιαφέρον παρουσίασαν, στον ελληνικό χώρο, τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με τίτλο «Σμιλεύω με τις λέξεις: προσεγγίζοντας τα εκθέματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μέσα από τη δημιουργική γραφή» (Μάιος 2019). Για τη δημιουργία ποιητικών κειμένων από μαθητές Λυκείου με αφόρμηση εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης δες Συμεωνάκη & Γκράτζιου (2020). Για την έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Οδύσσειες» ως έναυσμα ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων απόμια ομάδα μαθητών Α΄ Λυκείου, καθώς και δημιουργικής γραφής, δες Καλεσοπούλου & Κουσερή (2020). Για δραστηριότητες γραφής σε ποικίλα κειμενικά είδη με αφόρμηση την τέχνη δες Francis (2009). Πβ. επίσης Γρόσδος (2002).
[6] Για τον λόγο αυτό θεωρούμε ότι οι αφηγήσεις που προτείνονται από εφόρους, μουσειολόγους, μουσειοπαιδαγωγούς, επιμελητές εκθέσεων κ.λπ. είναι χρήσιμο να μην επιβάλλονται στους μαθητές/επισκέπτες ως «τελεσίδικες», «οριστικές» και «ολοκληρωμένες», αποκλείοντας έτσι τη συμμετοχή των τελευταίων. Είναι σημαντικό να αποτελούν μεν αφορμή για την εμβύθιση των μαθητών στον κόσμο της αφήγησης γύρω από το έκθεμα, αλλά να επιτρέπουν σ’ αυτούς τη διαπίστωση «κενών» ή χασμάτων, τα οποία θα συμπληρωθούν από τη δημιουργική φαντασία των μαθητών ως συν-συγγραφέων των ιστοριών.
Βιβλιογραφία
Barnes, N. S. (1990). Hands on writing: An alternative approach to understanding art. Art Education 62(3), 40-46.
Black, G. (2012). Transforming Museums in the Twenty-First Century. Routledge.
Cope, B., & Kalantzis, M. (2009). ‘Multiliteracies’: New literacies, new learning. Pedagogies: An International Journal, 4(3), 164-195.
Falk, L. (2004). Paintings and stories: Making connections. The Journal of Museum Education 29(1), 16-18.
Francis, P. (2009). Inspiring writing in art and design: Taking a line for a write. Intellect.
Hooper-Greenhill, E. (1999) (Επιμ.). The Educational Role of the Museum. Routledge.
Hooper-Greenhill, E. (2000). Museums and the interpretation of visual culture. Routledge.
Pearce, S. (2002). Μουσεία, αντικείμενα και συλλογές. Βάνιας.
Iser W. (1978). The Act of Reading: A Τheory of Aesthetic Response. The Johns Hopkins University Press.
Latham, K. F. (2007) The Poetry of the Museum: A Holistic Model of Numinous Museum Experiences. Museum Management and Curatorship, 22(3), 247-263.
Macleod, S., Hourston Hanks, L., & Hale, J. (2012). Museum making: Narratives, architectures, exhibitions. Routledge.
Nashashibi, S. M. (2003). Visitor Voices in Art Museums. Journal of Museum Education, 28(3), 21-25.
Noy, C. (2015). Writing in museums: Toward a rhetoric of participation. Written Communication, 32(2), 195-219.
Rosenblatt, L. M. (1978). The reader, the text, the poem: The transactional theory of the literary work. Southern Illinois University Press.
Rosenblatt, L. M. (2018). The transactional theory of reading and writing. Στο Alvermann, D. E., Unrau, N. J., Sailors, M., & Ruddell, R. B. (Επιμ.). Theoretical models and processes of literacy (σσ. 451-479). Routledge.
Sabeti, S. (2015). “Inspired to be creative?”: Persons, objects, and the public pedagogy of museums. Anthropology & Education Quarterly, 46(2), 113-128.
Sabeti, S. (2016). Writing creatively in a museum: Tracing lines through persons, art objects and texts. Literacy, 50(3), 141-149.
Sabeti, S. (2019). Creativity and learning in later life: An ethnography of museum education. Routledge.
Silverman, L. (1995). Visitor meaning-making in museums for a new age. Curator 38(3), 161-170.
Βέμη, Μπ. & Νάκου, Ε. (Επιμ.) (2010). Μουσεία και εκπαίδευση. Εκδόσεις νήσος.
Γρόσδος, Σ. (2002). Πριν και μετά την επίσκεψη στο μουσείο. Παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου σύμφωνα με τη διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας. Ανοιχτό Σχολείο, 82, 8-11.
Καλεσοπούλου, Δ. & Κουσερή, Γ. (2020). Γράφοντας τις δικές μας «Οδύσσειες»: Η δημιουργική προσέγγιση του μουσειακού κόσμου μέσα από τον κόσμο της λογοτεχνίας. MuseumEdu, 7, 89-113.
Κιοσσές, Σ. (2018). Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας. Κριτική.
Κιοσσές, Σ. (2021). Η αφηγηματική νοημοσύνη: εννοιολογικός προσδιορισμός και αξιοποίηση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Έρευνα στην Εκπαίδευση, 10(1), 20-39.
Κιοσσές, Σ. & Δαλακούρα, Ν. (2020). Μετα-γράφοντας την τέχνη: Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως «τόποι» δημιουργικής γραφής. Κλειδάριθμος.
Κωτόπουλος, Τρ. (2012). Η «νομιμοποίηση» της Δημιουργικής Γραφής. Kείμενα, 15, Διαθέσιμο στο: http://keimena.ece.uth.gr/main/t15/03-kotopoulos.pdf
Κωτόπουλος, Τρ. (2014). Πράξη και διδασκαλία της Δημιουργικής Γραφής στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Στο Πρακτικά Ε’ Επιστημονικού Συνεδρίου «Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014), οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία». (σσ. 801-822). Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. Διαθέσιμο στο: http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/kotopoulos_triantafyllos.pdf
Μούλιου, Μ. (1999). Από την ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης στην ανάγνωση μουσειακών εκθέσεων του παρελθόντος». Αρχαιολογία και Τέχνες 73, 53-59.
Νάκου, Ε. (2001). Μουσεία: Εμείς, τα πράγματα και ο πολιτισμός. Εκδόσεις νήσος.
Νάκου, Ε. (2009). Μουσεία, ιστορίες και ιστορία. Εκδόσεις νήσος.
Νικονάνου, Ν. (2010). Μουσειοπαιδαγωγική. Από τη θεωρία στην πράξη. Πατάκης.
Νικονάνου, Ν., Μπούνια, Α., Φιλιππουπολίτη, Α., Χουρμουζιάδη, Α., Γιαννούτσου, Ν. (2015). Μουσειακή μάθηση και εμπειρία στον 21ο αιώνα. Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/712Συμεωνάκη, Α. & Γκράτζιου, Β. (2020). Μουσείο και δημιουργική γραφή: Δημιουργία λογοτεχνικών κειμένων από μαθητές/τριες Λυκείου με έναυσμα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Museumedu, 7, 114-132.