Οικολογικοί πρόσφυγες, ψηφιακοί νομάδες, το ξεφλούδισμα της Γης, ένας τεχνολογικός θόρυβος και μια ακατάπαυστη φλυαρία που μετουσιώνεται σε φασαρία, μια φλύαρη, θορυβώδης εποχή που τόσο ακατάπαυστα όσο και επιφανειακά επικοινωνεί χωρίς να έχει τίποτα ουσιαστικό και βαθυστόχαστο να πει.
«Για να κατανοήσεις τον κόσμο πρέπει να τον αφηγηθείς καλά» είχε πει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και μετά από την φετινή ταινία του «Nomadland» ή «Η Γη των Νομάδων», μια σύγχρονη λυρική εποποιία εμβάθυνσης στο Ουσιαστικό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό είναι το νόημα πέρα από την καταδίωξη και τη δυσκολία, η φυγή από έναν στείρο κα αποστεγνωμένο τρόπο ζωής που στόχο έχει την αποθησαύριση αγαθών, την αποκοπή από τη φύση, από κάθε τι λιτό και πνευματικό, αλλά κυρίως την αποξένωση και απομάκρυνση του ανθρώπου από τα ίδια του τα συναισθήματα.
Σε μια εποχή που οι ανισότητες κυριαρχούν ανοίγοντας διάπλατα το κοινωνικό ψαλίδι, η επικράτηση της δεδομενολογίας και ο θρίαμβος της άκρατης τεχνοκρατίας, καθώς και η συστηματική περιβαλλοντική κακοποίηση κάνουν τον κόσμο ολοένα να λιγοστεύει.
Η ανισορροπία των πραγμάτων φαίνεται να βρίσκει τα σταθερά της σημεία. Το μοναδικό ον της φύσης με την πλήρη επίγνωση της υπαρξιακής του αγωνίας, συμμετέχει πλέον ενεργά στη σκυταλοδρομία της αγωνίας των άλλων όντων. Ο ηδονιστικός τρόπος ζωής δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει το κύμα της αγωνίας που τον πλημμυρίζει. Η σταδιακή κατάκτηση μιας ιδιότυπης πνευματικότητας μέσα από την περιπλάνηση φαντάζει ως το μόνο καταπραϋντικό.
Η συνειδητοποίηση μετά από την καθημερινή έκθεση στον πλούτο των φυσικών παραστάσεων και εικόνων, μια ζωή απαλλαγμένη από κάθε τι περιττό με μοναδική συνοδεία των απαραίτητων και μόνον, και μια ακόμα συνειδητοποίηση για τον θεατή της ταινίας και τον αναγνώστη του αμερικάνικου μπεστ σέλλερ βιβλίου της Jessica Bruder με τον τίτλο Nomadland Surviving America in the twenty-first century, εκδόσεις W.W. Norton & Co, στο οποίο βασίζεται, ότι αυτός ο κόσμος ίσως να μην είναι αυτός ο μίζερος που φαίνεται στην περιπλάνηση των σύγχρονων νομάδων, αλλά ο απολύτως φυσιολογικός.
Ο άνθρωπος ενσωματώνεται στον χρόνο του αυτόν τον επινοημένο δίνοντας μια ακόμα εκδοχή σε αυτό που λέμε ποιος επινόησε ποιόν; Ο άνθρωπος τον χρόνο του ή ο χρόνος τον άνθρωπό του; Βρίσκει ο άνθρωπος τον χρόνο του ή βρίσκει ο χρόνος τον άνθρωπό του; Είμαστε ή δεν είμαστε φτιαγμένοι από τον χρόνο που εμείς μόνοι μας επινοήσαμε; Γιατί όπως συχνά διαπιστώνουμε δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνον από όνειρα, η ζωή μας είναι φτιαγμένη κι από χρόνο, από τον χρόνο που σε αυτήν επενδύσαμε.
Ο άνθρωπος ενσωματώνεται στη γη, στον ουρανό και στο φως. Αν κατακτήσει αυτήν την ενσωμάτωση σημαίνει ότι κατόρθωσε να γυρίσει επιτυχώς, στο σπίτι του, στη φύση.
Η σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης όταν φωτίζεται αυτοματικά αφηγείται. Αυτή η πολυβραβευμένη ταινία με τη σπουδαία σκηνοθεσία της Κινέζας Κλόε Ζάο και την ανεπανάληπτη οσκαρική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, και αυτό το σπουδαίο βιβλίο μιας δημοσιογράφου συγγραφέως, με την παράξενη εξειδίκευση στις υποκουλτούρες (subcultures) η οποία έζησε έξι μήνες με το αντικείμενο της μελέτης της και τους πρωταγωνιστές του βιβλίου της, τους σύγχρονους νομάδες που εγκατέλειψαν τις πόλεις μ’ ένα βανάκι τροχόσπιτο μην έχοντας πια δουλειά και σπίτι, έχοντας πάρει μαζί τους τα απολύτως στοιχειώδη, θύματα κι αυτοί της μεγάλης κυλιόμενης και ατέλειωτης κρίσης που πυροδοτήθηκε το 2008 στην Αμερική με την κατάρρευση της Lehman Brothers, φυγάδες μιας ζωής που τους έφερε σε οριακές καταστάσεις, πετυχαίνει αυτό που τόσο εύστοχα αναφέρει ο μεγάλος Κολομβιανός νομπελίστας: Αφηγείται τον κόσμο καλά και μας βοηθάει να τον κατανοήσουμε, και να διαπιστώσουμε: Στη νομαδική ζωή, αλλά και όχι μόνον ο κόσμος μεγαλώνει αφαιρώντας.
Στο τέλος της ταινίας η επιλογή ενός απόλυτα ταιριαστού ποιήματος του Γουόλτ Γουίτμαν, το τεσσαρακοστό έκτο μέρος από το «Song of myself», Το τραγούδι του εαυτού μου, γιορτάζει τον εαυτό του ποιητή, τον οποίο αποκαλεί απόλυτα συμβολικά «Kosmos», για να δείξει ότι δεν αναφέρεται μόνο στον ίδιο, αλλά αφορά σε όλη την ανθρωπότητα μέσω ενός παγκόσμιου αντιπροσωπευτικού όντος. Ένα ταξίδι στην πνευματική χαρά της ζωής, στο μυστήριό της, στο πανηγύρι των αισθήσεων που προσφέρει η εμπειρία μιας ζωής στη φύση, προετοιμάζοντας το σώμα για την ειρηνική επανένωση με την ψυχή και την επικοινωνία με τον Θεό χωρίς τη διαμεσολάβηση της ανθρώπινης λογικής. Στο κλείσιμο της ταινίας οι στίχοι του Γουίτμαν, συνοψίζουν το απόσταγμα της συγκίνησης που αποκομίζει κανείς χαιρετίζοντας ένα σπουδαίο δημιούργημα που συνενώνοντας τις άγνωστες φωνές του κόσμου, τονίζει την ανάγκη για την επίγνωσή του και την αφύπνιση της συνείδησης.
Μήτε εγώ, μήτε κανείς άλλος δεν μπορεί να ταξιδέψει αυτόν τον δρόμο για σένα,/ Πρέπει να τον ταξιδέψεις εσύ για τον εαυτό σου./ Δεν είναι μακρινός, ούτε δυσπρόσιτος,/Ίσως να βάδιζες ήδη σε αυτόν από τότε που γεννήθηκες και δεν το ξέρεις,/ Ίσως να βρίσκεται παντού στο νερό και στη στεριά.