Σε δοκίμιο του 1996, όπου η λογοτεχνία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι συγκρίνεται ευνοϊκά με την «θεματική φτώχεια της δικής μας λογοτεχνίας»,[1] ο DavidFosterWallace[2] απαντά σ’ αυτό το μοντερνιστικό κληροδότημα[3] με χαρακτηριστική Νέα Ειλικρίνεια: «Οι παλιοί καλοί μοντερνιστές, μεταξύ άλλων επιτευγμάτων, εξύψωσαν την αισθητική στο επίπεδο της ηθικής—ίσως ακόμα και της μεταφυσικής—και τα Σοβαρά Βιβλία μετά τον Τζόις τείνουν να αξιολογούνται και να μελετώνται κυρίως βάση φορμαλιστικής ιδιοφυΐας» (2005, 272). Σε συνέντευξη του ίδιου έτους, ο Wallace διατάθηκε περεταίρω πως μια εκατονταετής αλλαγή στην συλλογική κατανόηση της λογοτεχνίας, του εαυτού, και της επικοινωνίας προανάγγειλε μια «διανοητικοποίηση και αισθητικοποίηση στις αρχές και στις αξίες αυτής της χώρας,» ένα από τα πράγματα, όπως ισχυρίστηκε, «που ξεκοίλιασαν την γενιά μας» (2012, 60). Ο Wallace πρότεινε πως η λογοτεχνία, με το να σέβεται αντί να παραβλέπει τις προτιμήσεις του κοινού, θα μπορούσε να επιστρέψει σε μια κατάσταση όπου «ο αναγνώστης νιώθει σαν κάποιος να του μιλάει κι όχι να παίρνει διάφορες πόζες» (61). Με αυτόν τον τρόπο, η λογοτεχνία θα γινόταν μια συζήτηση, της οποίας ο κύριος σκοπός θα ήταν να κάνει τον αναγνώστη και τον συγγραφέα να νιώσουν λιγότερο μόνοι μπροστά στον σύγχρονο κόσμο. Η θέση του Wallace—θέση που κατοχυρώνεται στις σκηνές των Αλκοολικών Ανώνυμων που λειτουργούν ως πυρήνας στο Infinite Jest (1996), το magnumopus του—έχει γίνει παραδειγματική για την γενιά του. Ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για ειλικρίνεια θεωρήθηκε από τους συγγραφείς αυτής της γενιάς ως απάντηση στα προβλήματα που προκλήθηκαν χάρη στην κληρονομιά μιας μοντερνιστικής επιμονής πάνω στην αισθητική θεώρηση του κόσμου, και πάνω στην προτεραιότητα της γνήσιας έκφρασης—ή της καλλιτεχνικής αυτονομίας—υπέρ της ειλικρινούς επικοινωνίας.
Οι κριτικοί έχουν αναγνωρίσει αυτή την αντί-μοντερνιστική φλέβα στην σύγχρονη λογοτεχνία ταυτίζοντάς την με μια επιστροφή στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και πριν, «στην μορφή του μυθιστορήματος όπως είχε καθιερωθεί προτού καν διατυπωθούν οι κανόνες του ρεαλισμού,»[i] όπως το θέτει ο AndrewHoberek (220). Ο Hoberek συνδέει αυτή την επιστροφή σε προ-μοντερνιστικές μορφές με την αναβίωση αυτού που αποκαλεί «εσκεμμένα κακή μορφή» σε έργα συγγραφέων όπως ο Wallace κι ο Eggers, σχολιάζοντας πως «η κακή μορφή υπό την αισθητική έννοια συγχωνεύεται με την κακή μορφή υπό την κοινωνική έννοια ώστε να υπαινιχθεί ειλικρίνεια: στην διαδικασία του να μιλήσει κάποιος εκ του βαθύτερου εαυτού του δεν μπορεί να ασχολείται με τους κανόνες καλής μορφής, ή μάλλον παρακωλύεται ενεργά από την πλαστή φύση τους» (217). Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει εξίσου ότι η κληρονομιά του μεταμοντερνισμού—στο πλαίσιο του οποίου διαβάζονται συνήθως οι συγγραφείς της Νέας Ειλικρίνειας—περιπλέκει σημαντικά οποιαδήποτε αναβίωση της προσπάθειας έκφρασης «του βαθύτερου εαυτού» μας σε λογοτεχνική φόρμα.[ii] Αντιλήψεις χαρακτήρα, εαυτού, κι έκφρασης υπέστησαν σοβαρές πιέσεις στην λογοτεχνία των σημαντικότερων Αμερικάνων συγγραφέων συμπεριλαμβανομένων των Barth, Pynchon, και DeLillo, για να μην αναφερθούμε στους μεταμοντέρνους συμπατριώτες τους από άλλες χώρες, όπως οι Borges, Beckett, Carter, και Calvino. Τέτοιες παραδοσιακές αντιλήψεις δέχθηκαν επίσης ραγδαία αμφισβήτηση στην θεωρία της λογοτεχνίας, την οποία οι συγγραφείς της Νέας Ειλικρίνειας είχαν απορροφήσει μέσω του πανεπιστημίου και, σε φιλτραρισμένες μορφές, μέσω της τριγύρω κουλτούρας. Πράγματι, η ανάγκη να αιτιολογηθεί η τρέχουσα επιρροή της θεωρίας, καθώς κι οι αλλαγές που έχει επιφέρει στην αντίληψη της γλωσσικής επικοινωνίας, είναι αυτές που παροτρύνουν τους ErnstVanAlphen και MiekeBal—επιμελητές της δοκιμιακής συλλογής The Rhetoric of Sincerity[4]—να κάνουν έκκληση για «μια εκ νέου θεωρητικοποίηση της έννοιας». Ένα από τα πράγματα που δίδαξε η θεωρία στους σύγχρονους συγγραφείς είναι ότι η ειλικρίνεια, εκφρασμένη γλωσσικά, δεν μπορεί ποτέ να είναι αγνή, και πρέπει αντιθέτως να γίνεται κατανοητή σε άρρηκτη σύνδεση με όρους φαινομενικά αντιμαχόμενους, συμπεριλαμβανομένης της ειρωνείας και της χειραγώγησης. Όπως έχει δείξει ο Ζακ Ντεριντά, αλλά και άλλοι σύγχρονοι φιλόσοφοι, η υπόσχεση της αλήθειας προς τον άλλον—που χαρακτηρίζει την ειλικρίνεια—είναι πάντα μολυσμένη εσωτερικά από την απειλή της χειραγώγησης του άλλου, κι η απειλή αυτή δεν μπορεί να εξαλειφθεί μέσω επίκλησης στην πρόθεση, στην ηθική, ή στο συγκείμενο. Όμως η απειλή αυτή δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως στέρηση ειλικρίνειας, αλλά απεναντίας ως αυτό που καθιστά την ειλικρίνεια δυνατή. Το ότι η ειλικρίνεια μπορεί πάντα να θεωρείται χειραγώγηση μάς δείχνει ότι βασίζεται όχι στην αγνότητα αλλά στην εμπιστοσύνη και στην πίστη: αν εγώ ή ο άλλος μπορούμε να είμασταν σίγουροι ότι τώρα εγώ είμαι ειλικρινής, η έννοια της ειλικρίνειας χάνει το κανονιστικό της φορτίο.
Ένας εμφανής τόπος όπου παρουσιάζεται αυτό το θεωρητικό κληροδότημα στην γραφή της Νέας Ειλικρίνειας είναι η ανάδειξη της διαφημιστικής επικοινωνίας: μια σφαίρα όπου η γλώσσα χρησιμοποιείται για να προφτάσει και να χειραγωγήσει τις επιθυμίες των άλλων. ‘Αγνή Γλώσσα’ είναι ο ειρωνικός τίτλος που δόθηκε, για παράδειγμα, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου A Visit from the Goon Squad (2010) [5] της Egan: το κεφάλαιο απεικονίζει ένα μελλοντικό παρόν όπου όλοι οι μπλόγκερς πληρώνονται για να «παπαγαλίζουν» υπέρ προϊόντων, όπου λέξεις κάποτε γλαφυρές έχουν «ξεζουμιστεί από κάθε νόημα κι έχουν καταντήσει τσόφλια» (320), ενώ οι χαρακτήρες έχουν φτάσει να μιλάνε μωρουδιακά σε μια αποτυχημένη προσπάθεια επικοινωνίας δίχως ασάφειες. Η ανηθικότητα κι η εξαπάτηση ενδημούν όχι μόνο στην γλώσσα αλλά και στο επιχειρησιακό τοπίο του σήμερα, που συμπυκνώνεται από τον Whitehead στο Apex Hides the Hurt (2006)[6] ως: «εκείνη η σύγχρονη μάρκα κατεστημένου που ντύθηκε με ρουστίκ ειλικρίνεια αλλά παρέμεινε πιστή στην αδηφάγα φιλοσοφία του πολυεθνισμού» (39). Σε αυτό το μυθιστόρημα, η γλώσσα και το επιχειρησιακό περιβάλλον συνδυάζονται ώστε να αμφισβητήσουν την παραδοσιακή αντίληψη της ειλικρίνειας ως έκφρασης κάποιου υποβόσκοντος, εσωτερικού εαυτού χαρακτηριζόμενου από «πραγματικό συναίσθημα» κατά Trilling. Ο Άλεξ, πρωταγωνιστής της Egan, εξαιτίας της προϋπόθεσης να πουλάει τις λέξεις του αναρωτιέται μήπως τα πραγματικά συναισθήματα και γούστα του ήταν ανέκαθεν ήδη αγορασμένα, ενώ ο ανώνυμος Αφρο-Αμερικάνος σύμβουλος εμπορικής ονοματολογίας, κεντρικός στο μυθιστόρημα του Whitehead, μπορεί να συλλάβει την εσωτερικότητά του μόνο μέσω των εξωτερικών ονομάτων που δίνει στα προϊόντα, κι εν τέλει αδυνατεί να αντικρούσει τον ισχυρισμό του αφεντικού του πως «εσύ είσαι το προϊόν» (146 έμφαση στο πρωτότυπο).
Καθώς θέτει αυτούς τους προβληματισμούς περί γλώσσας, περιβάλλοντος, εσωτερικότητας, κι εαυτού, η πρόζα των Egan και Whitehead διατηρεί παρ’ όλα αυτά την λυρική φωτοβολία που σχετίζεται με το υψηλά λογοτεχνικό στυλ, συνεπώς επανεπιβεβαιώνει (όσο αυτοσυνείδητα κι αν το κάνει) τον σύγχρονο λογοτέχνη ως πράκτορα ονοματολογίας που μπορεί να συναγωνιστεί τον εμπορικό σύμβουλο. Όμως άλλοι συγγραφείς πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, εμποτίζοντας τις ιστορίες τους με τεχνοκρατική ορολογία όπως στο ‘MisterSquishy‘ του Wallace στο Oblivion[7] (2004), ή με παρηκμασμένη νεοφιλελεύθερη επιχειρησιακή γλώσσα όπως σε πολλές από τις γνωστότερες ιστορίες του GeorgeSaunders. Η απόσταση του συγγραφέα απ’ αυτή την αλλοιωμένη γλώσσα δεν είναι πλέον δεδομένη: στην λογοτεχνία τέτοιου είδους η παλιά μοντερνιστική προσφυγή σε κάποιον εξυψωμένο λυρισμό, αντί να προσφέρει διέξοδο, συχνά παραπέμπει σε έναν ανεύθυνο αισθητισμό, όπως ενσαρκώνεται για παράδειγμα στον δειλό ποιητή του ‘TheFalls‘ στην τελική ιστορία του Pastoralia (2000) του Saunders.[iii] Οι Saunders, Egan, Whitehead και Wallace υπενθυμίζουν συνεχώς στον αναγνώστη πώς διάφορες μορφές μάρκετινγκ και διαφήμισης έχουν υπηρετήσει στο να μετατρέψουν τις λυρικότερες—και ενδεχομένως ουσιαστικότερες—στιγμές της ανθρώπινης ζωής σε κοινά κλισέ. Αν η γνησιότητα μπορεί να οριστεί ως αυτό που δεν εμπορευματοποιείται, τότε φαίνεται πως το οτιδήποτε έστω ελάχιστα δημόσιο δεν μπορεί να έχει παραμείνει γνήσιο μέχρι σήμερα. Κι η γλώσσα είναι αναπόφευκτα δημόσια, όπως γνωρίζει καλά ο σύγχρονος συγγραφέας, γεγονός που παρουσιάζει επίμονα προβλήματα σε μια λογοτεχνία που θέλει να είναι αυθεντική, συγκινησιακή, πολιτικά κι ανθρώπινα ζωτική.
Με τέτοια ζητήματα περιεχομένου και στυλ συμβαδίζει η Νέα Ειλικρίνεια με το πώς τα κείμενά της αντιμετωπίζουν μορφολογικά και δομικά την ίδια τους την εμπλοκή στο αγοραστικό πεδίο. Στα μυθιστορήματα και στις ιστορίες αυτής της γενιάς βρίσκεται διάχυτη μια συνεχής επίγνωση ότι, όπως το θέτει ένας σχολιαστής της δουλειάς του Eggers, «κάθε λογοτεχνία είναι μια μορφή εμπορευματοποιημένης πειθούς, ένα εκλεπτυσμένο διαφημιστικό πλασάρισμα» (Siegel, χωρίς σελιδαρίθμηση). Και πράγματι, το συνολικό έργο του ίδιου του Eggers αποτελεί ίσως το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα. Το A Heartbreaking Work of Staggering Genius (2000)[1] συνδυάζει προκλητικά, από την μία, έναν ισχυρισμό επιτακτικής αληθολογίας και, από την άλλη, μια πονηρή επίγνωση των λογοτεχνικών συμβάσεων, της αναγνωστικής απόκρισης, των δεδομένων της αγοράς από τον τίτλο του ακόμα, παρωδεί την υπέρ-δραματική γλώσσα της εμπορικής προώθησης και ταυτόχρονα αποδέχεται την ανάγκη να παράγει κανείς έργα που δικαιώνουν τον τίτλο τους. Η μορφή του βιβλίου, με τον μακροσκελή πρόλογο που προφταίνει τις αντιδράσεις του αναγνώστη, και με τις συχνές ενδοσκοπικές διακοπές του τραυματικού αφηγήματος, ωθεί συνεχώς στο κέντρο της αναγνωστικής εμπειρίας το ερώτημα της ειλικρίνειας του συγγραφέα. Ένα λιγότερο δημοφιλές—αλλά από κάποιες απόψεις εντυπωσιακότερο—παράδειγμα είναι το What Is the What? (2006) του Eggers, ένα υβρίδιο μυθιστορήματος-απομνημονεύματος που προσφέρει μια πρωτοπρόσωπη αναφορά, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, της βάναυσης ζωής ενός Χαμένου Αγοριού απ’ το Σουδάν που τελικά καταλήγει στην Αμερική και μάς λέει την ιστορία του. Όπως έχει παραδεχθεί ο Eggers, η απόφαση να δημοσιεύσει την αυτοβιογραφία του Βαλεντίνο Αχάκ Ντενγκ ως μυθοπλασία αντί για μη-μυθοπλασία πάρθηκε εν μέρη με βάση την αύξηση των πωλήσεων για φιλανθρωπικό σκοπό, κάτι που τονίζεται από το γεγονός ότι το εξώφυλλο της χαρτόδετης έκδοσης δεν αναφέρει το όνομα του Αχάκ Ντενγκ κι απλώς δηλώνει πως το βιβλίο είναι μυθιστόρημα του DaveEggers. Κάποιοι σχολιαστές έχουν θέσει τα αναπόφευκτα ερωτήματα περί ηθικής εκμετάλλευσης που μπορεί να προκύψουν λόγω αυτών των συγγραφικών κι εκδοτικών αποφάσεων παρ’ όλα αυτά, όλοι φαίνεται να συμφωνούν για τις αγαθές προθέσεις του Eggers. Για την ακρίβεια oLeeSiegel, ενώ κατηγορεί τον Eggers για «μετά-αποικιακή αλαζονεία» και «κοινωνικά αποδεκτό Οριενταλισμό», σχολιάζει πως το πρόβλημα με τον Έγκερς, και με τους θαυμαστές του γενικά, είναι ότι μπερδεύουν τις καλές προθέσεις με την καλή τέχνη (χ.σ.).
Όμως αν οι συγγραφικές κι εκδοτικές αποφάσεις του Eggers χαρακτηρίζονται από μια οξεία, πρωθύστερη επίγνωση των κυρίαρχων νορμών δημόσιας πρόσληψης—όπως εμφανώς συνέβαινε εξ’ αρχής—τότε το ερώτημα των καλών προθέσεων δεν έχει τόσο εύκολη απάντηση. Με το να γράψει το βιβλίο, και με το να οικειοποιηθεί και να μυθοπλάσει την τραυματική ιστορία ενός άλλου στην δική του γλώσσα υπό το δικό του όνομα (συνεπώς ευνοώντας την δική του καλή φήμη και τις δικές του πωλήσεις), στην ουσία ο Eggers προσκαλεί δύσκολες ερωτήσεις όσον αφορά τις προθέσεις του. Ταυτόχρονα, ποτέ δεν θα μπορεί να δικαιολογήσει πλήρως την αγνότητα των προθέσεων αυτών, διότι—όπως επιδεικνύει το Heartbreaking Work όσο δυνατόν πιο απροκάλυπτα—η οξεία αυτεπίγνωση εμπεριέχει την επίγνωση της εντύπωσης που κάνει κανείς στους άλλους, οδηγώντας σε μια ατελείωτη κυκλική επιστροφή και μετατρέποντας την πλήρη αυτογνωσία σε μια ατέρμονα αναβληθείσα απιθανότητα. Στην περίπτωση του What Is the What, αυτή η συνειδητοποίηση γίνεται απτή μέσα απ’ το ερώτημα: τι καθιστά μια αφήγηση ειλικρινή και καθαρή; —ερώτημα που γίνεται σημαντικό θέμα του μυθιστορήματος. Γράφοντας ως Αχάκ Ντεγκ, ο Eggers σχολιάζει το πώς οι ιστορίες των Χαμένων Αγοριών συχνά τροποποιούνται «προς όφελος του δράματος και του ωφελιμισμού» (56) με τα φρικιαστικά στοιχεία ανηγμένα σ’ ένα τυποποιημένο αφήγημα, αφού κάθε αγόρι συνειδητοποιεί τι θα ‘θελε να ακούσει ο Δυτικός κόσμος και τι θα ‘χει ανταμοιβή. Συνεπώς ο αγώνας για αληθολογία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τους σκοπούς για τους οποίους θα επιστρατευθεί η αλήθεια, ενώ η πρωθύστερη γνώση αυτών των σκοπών μολύνει αναγκαστικά την αλήθεια, εξ’ αρχής, με χειριστικούς υπαινιγμούς. Σε μια συγγραφική κίνηση τυπική της γενιάς του, ο Eggers αρνείται να αγνοήσει αυτό το συμπέρασμα, μετατρέποντάς το αντιθέτως σε κυρίαρχο οικοδόμημα και συνθήκη εφικτότητας των κειμένων που γράφει.
[1] Σημ. μτφ: Χρησιμοποιώντας α’ πληθυντικό, ο Wallace αναφέρεται σαφώς στην Αμερικανική Λογοτεχνία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν σημαντικές προεκτάσεις και σε άλλες Δυτικές χώρες.]
[2] Σημ. μτφ: Όλες οι μεταφράσεις ονομάτων και όρων είναι του μεταφραστή εκτός από όπου αναφέρεται αλλιώς. Οι τίτλοι και τα ονόματα που παρέμειναν στην αγγλική γλώσσα παραπέμπουν στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου.
[3] Σημ. μτφ: Βλέπε τελευταία παράγραφο από Μέρους Ι του δοκιμίου για το ‘μοντερνιστικό κληροδότημα’ στο οποίο γίνεται αναφορά.
[4] Σημ. μτφ: Η Ρητορική της Ειλικρίνειας.
[5] Σημ. μτφ: Επίσκεψη από τους Μπράβους
[6] Σημ. μτφ: To Άπεξ Κρύβει τον Πόνο όπου το Άπεξ είναι ένα προϊόν αυτοκόλλητου επιδέσμου που βγαίνει σε πολλά χρώματα ώστε να προσαρμόζεται σε όλες τις αποχρώσεις δέρματος.
[7] Σημ. μτφ: ‘Κύριος Αφρατούλης’, ΑμερικανικήΛήθη. (Μετάφραση Γιάννος Πολυκανδριώτης, εκδ. Κέδρος, 2011).[8] Σημ. μτφ: Ένα Σπαραχτικό Έργο Συγκλονιστικής Ιδιοφυίας.
[i] Η γραφή της Νέας Ειλικρίνειας, οπότε, δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα παρακλάδι του meta-μοντερνισμού, όρος που οι David James και Urmila Seshagiri χρησιμοποιούν για να κατηγοριοποιήσουν την σύγχρονη λογοτεχνία που στοχεύει «να εξελίξει το μυθιστόρημα κοιτάζοντας πίσω στις φιλόδοξες διαθέσεις του μοντερνισμού» (93). [Σημ. μτφ: Ο όρος του πρωτότυπου είναι ‘meta–modernism‘ κι όχι το γνωστό ‘post–modernism‘ που σημαίνει ‘μετά-μοντερνισμός’, δηλ. ‘αυτό που διαδέχθηκε τον μοντερνισμό’.] Ενώ οι meta-μοντέρνοι συγγραφείς ευνοούν «την ρήξη, την ειρωνεία και την θραυσματοποίηση […] την διαφωνία και την ανοικείωση» (93), οι συγγραφείς της Νέας Ειλικρίνειας είναι πολύ λιγότερο πεπεισμένοι από την διαρκή αξία του «μοντερνισμού ως επανάσταση» (87) στην χρονική στιγμή του παρόντος.
[ii] Για διάφορες εκδοχές της επιρροής της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας και θεωρίας στους Αμερικανούς λογοτέχνες του 21ου αιώνα, βλέπε Boswell, Burn, Dames, Kelly, and Konstantinou.[iii] Όπως η λογοτεχνία της Νέας Ειλικρίνειας δεν είναι παρακλάδι του meta-μοντερνισμού, έτσι δεν είναι και μορφή του ‘ψευδο-ιμπρεσιονισμού’ κατά Jesse Matz, ενός σύγχρονου λογοτεχνικού τρόπου κινητοποίησης του ζωγραφικού στυλ των Conrad, James, and Woolf για κάτι που ο Matz απορρίπτει ως «ασήμαντα υποκειμενικές φαντασίες» (111).
ΠΗΓΗ
Kelly, A. (2016). The new sincerity. Postmodern/Postwar and After: Rethinking American Literature, 197-208.
βιβλιογραφια
Boswell, Marshall. Understanding David Foster Wallace. Columbia: UP of South Carolina, 2003.
Burn, Stephen J. Jonathan Franzen at the End of Postmodernism. New York: Continuum, 2008.
Collins, Jim. “Genericity in the Nineties: Eclectic Irony and the New Sincerity.” Film Theory Goes to the Movies. Ed. Jim Collins, Hilary Radner, and Ava Preacher Collins. London: Routledge, 1993. 242-63.
Connor, Steven. “Introduction.” The Cambridge Companion to Postmodernism.
Ed. Steven Connor. Cambridge: Cambridge UP, 2004. 1-19.
Cusset, Francois. French Theory: How Foucault, Derrida, Deleuze, & Co. Transformed the Intellectual Life of the United States. Trans. Jeff Fort. Minneapolis:
U of Minnesota P, 2008.
Dames, Nicholas. “The Theory Generation.” n+1 14 (2012): 157-69.
Egan, Jennifer. A Visit from the Goon Squad. London: Corsair, 2011.
Eggers, Dave. What Is the What. London: Penguin, 2008.
Ferris, Joshua. Then We Came to the End. London: Penguin, 2008.
Fitzgerald, John D. Not Your Mother’s Morals: How the New Sincerity Is Changing Pop Culture for the Better. New York: Bondfire Books, 2013.
Foer, Jonathan Safran. Everything Is Illuminated. London: Penguin, 2003.
Guillory, John. Cultural Capital: The Problem of Literary Canon Formation. Chicago: U of Chicago P, 1993.
Harvey, David. A Brief History of Neoliberalism. Oxford: Oxford UP, 2005.
James, David, and Urmila Seshagiri. “Metamodernism: Narratives of Continuity and Revolution.” PMLA 129 (2014): 87-100.
Jameson, A. D. “What we talk about when we talk about the New Sincerity, part 1.” HtmlGiant (4 June 2012). <http://htmlgiant.com/haut-or-not/what-we -talk-about-when-we-talk-about-the-new-sincerity>.
Jameson, Fredric. Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism. London: Verso, 1991.
Kelly, Adam. “Beginning with Postmodernism.” Twentieth-Century Literature 57 (2011): 391-422.
Konstantinou, Lee. “No Bull: David Foster Wallace and Postironic Belief.” The Legacy of David Foster Wallace. Ed. Samuel Cohen and Lee Konstantinou. Iowa City: U of Iowa P, 2012. 83-112.
Magill, R. Jay, Jr. Sincerity. New York: Norton, 2012.
Matz, Jesse. “Pseudo-Impressionism?” The Legacies of Modernism: Historicizing Postwar and Contemporary Fiction. Ed. David James. Cambridge: Cambridge UP, 2012. 114-32.
McGurl, Mark. The Program Era: Postwar Fiction and the Rise of Creative Writing. Cambridge, MA: Harvard UP, 2009.
Michaels, Walter Benn. The Shape of the Signifier: 1967 to the End of History. Princeton, NJ: Princeton UP, 2004.
Morris, Jason. “The Time Between Time: Messianism and the Promise of a ‘New Sincerity.’ ” Jacket 35 (2008). <jacketmagazine.com>.
Rodgers, Daniel T. Age of Fracture. Cambridge, MA: Harvard UP, 2011.
Rutten, Ellen. “Reviving Sincerity in the Post-Soviet World.” Reconsidering the Postmodern: European Literature Beyond Relativism. Ed. Thomas Vaessens and Yra van Dijk. Amsterdam: Amsterdam UP, 2011. 27-40.
Shakespeare, William. Hamlet. The Norton Shakespeare. Ed. Stephen Greenblatt. New York: Norton, 1997. 1659-1759.
Siegel, Lee. “The Niceness Racket.” New Republic (19 April 2007). <http://www .powells.com/review/2007_04_19.html>.
Smith, Zadie. Introduction. The Burned Children of America. Ed. Marco Cassini and Martina Testa. London: Hamish Hamilton, 2003. xi-xxii.
Spiotta, Dana. Eat the Document. New York: Scribner’s, 2006.
Striphas, Ted. The Late Age of Print: Everyday Book Culture from Consumerism to Control. New York: Columbia UP, 2009.
Trilling, Lionel. Sincerity and Authenticity. London: Oxford UP, 1972.
Van Alphen, Ernst, and Mieke Bal. Introduction. The Rhetoric of Sincerity. Ed. Ernst Van Alphen, Mieke Bal, and Carel Smith. Stanford, CA: Stanford UP, 2009. 1-17.
Wallace, David Foster. Brief Interviews with Hideous Men. London: Abacus, 2001.
——. Consider the Lobster. London: Abacus, 2005.
——. Conversations with David Foster Wallace. Ed. Stephen J. Burn. Jackson:
UP of Mississippi, 2012.
——. A Supposedly Fun Thing I’ll Never Do Again. London: Abacus, 1997.
Whitehead, Colson. Apex Hides the Hurt. New York: Anchor Books, 2007.
I joined UCD in January 2020 as Associate Professor of English. From 2013-19 I was Lecturer and then Senior Lecturer at the University of York, and from 2011-13 I was a postdoctoral fellow at Harvard University.
I am the author of American Fiction in Transition: Observer-Hero Narrative, the 1990s, and Postmodernism (Bloomsbury 2013) and the co-editor of special issues of Comparative Literature Studies and Open Library of the Humanities. I am currently writing a book about the aesthetics and politics of sincerity in American fiction during the period 1989-2008. I have also published in the fields of African American literature, Irish literature, and political theory. My broader research and teaching interests include literary and critical theory, the history of ideas, the history of the novel, and the relationships among literature, philosophy, politics, and economics.
ACADEMIC POSITIONS: Associate Professor University College Dublin, English, Drama and Film, Dublin, Ireland6 Jan 2020, Senior Lecturer University of York, English and Related Literature, York, UK1 Oct 2018 – 31 Dec 2019, Lecturer University of York, English and Related Literature, York, United Kingdom30 Sep 2013 – 30 Sep 2018
IRC Postdoctoral Fellow, Harvard University, English, Cambridge, MA, United States5 Sep 2011 – 31 Aug 2013
MSc. Φαρμακευτική (AUTH) // MA Δημιουργική Γραφή (UoWM) // PhD candidate. Δημιουργική Γραφή (UoDundee). Γεννήθηκε το ’93 στην Θεσσαλονίκη και βιοπορίζεται ως κοινωνικός φαρμακοποιός. Έχει δημοσιεύσει σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες και περιοδικά (ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, Book’s Journal, κ.α.), διηγήματά του έχουν ανθολογηθεί (Παράξενες Μέρες, Crime and Horror), ενώ έχει διακριθεί με πρώτη θέση σε διαγωνισμό διηγήματος (‘Χωρίς Οξυγόνο’) και διαγωνισμό ποίησης (‘The Kiss Venture’). Πρόσφατο έργο του η μετάφραση του δοκιμίου ‘E Unibus Pluram’ του Ντ. Φ. Γουάλας. Σήμερα εκπονεί την διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Dundee (Σκωτία) με θέμα την επιστημολογία στην αυτοβιογραφική αναζήτηση εαυτού εκεί που αυτή συναντά τις νευροεπιστήμες.Ιστότοπος: manosapostolidis.com