Scroll Top

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΙΔΗΡΑ – ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗ

 Ο θάνατος στην ποίηση: η περίπτωση της Αγγελικής Σιδηρά

 

Ο θάνατος αποτελεί ένα θεμελιώδες ζήτημα που απασχολεί χιλιάδες χρόνια τον ανθρώπινο πολιτισμό, ενώ αποτελεί και κεντρικό θέμα στην ποίηση. Ο θάνατος ρίχνει έναν μυστηριώδη φαινότυπο στη ζωή, προκαλώντας μια ποικιλομορφία ανάμεσα στις αντιδράσεις της ποίησης και της σκέψης∙ οι άνθρωποι αποφεύγουν να το συζητάνε ως θέμα. Είναι μια μυστηριώδης και καθαρή αλήθεια την οποία η στάση μας επιδιώκει να αποτρέψει, ακόμα κι αν τον αντιλαμβανόμαστε ως φυσικό φαινόμενο του κύκλου της ζωής. Λειτουργώντας ως τραυματική μνήμη θυμίζει διαρκώς την αναπόφευκτη προοπτική του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ως ιδεολογία η αντίληψη για τον θάνατο παρέχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων που μπορούν να εκτεθούν με αξιοπρέπεια ή ως μεγαλοπρεπές ιδανικό. Η ποίηση παραδίδει μια σειρά απόψεων για το θέμα. Η συνάντηση με τον θάνατο αποτελεί ένα στοιχείο με διάφορες παραλλαγές. Οι ποιητές στοχάζονται για τη φθορά και την ταπεινότητα μπροστά στο αναπόφευκτο. Η ανάγνωση του πένθους θεωρείται ένα εργαλείο για την καλύτερη κατανόηση του τραγικού φαινομένου και για την περαιτέρω αντιμετώπισή του και λιγότερο συνδέεται με τον ψυχισμό των δημιουργών. Η ποίηση, εξάλλου, μπορεί να γραφτεί με ποικίλους τρόπους για να εκπροσωπήσει καλύτερα την ιδεολογική άποψη του ποιητή.

Η ποιητική του πένθους και της ασθένειας αποτελούσαν –μέχρι λίγες δεκαετίες νωρίτερα– ένα σημείο σύγκρουσης εκείνου που η κοινωνία βλέπει ως ιδιωτικό και εκείνου που ο ποιητής/ποιήτρια θέλει να εξωτερικεύσει, αυτό δε συμβαίνει σήμερα. Αντίθετα, σήμερα η προβολή του εαυτού στις πάσης φύσης οθόνες, ως ιδεολογική έκφανση, εντάσσεται σε μία δυστοπικό οπτική εκούσιας αποκάλυψης των βαθύτερων συναισθημάτων σε αγνώστους. Κάθε δικτυωμένος χρήστης, ενημερώνει αγνώστους και γνωστούς για το πένθος και την ασθένεια με μία καινοφανή ειλικρίνεια και “αν-αίδεια”. Οι τηλεοπτικοί δέκτες κατακλύζονται από σειρές σε νοσοκομεία, συνδυάζοντας στοιχεία σαπουνόπερας και σπλάτερ[i], που μετατρέπουν σε θέαμα την ασθένεια και τον θάνατο. Η ποιητική του πένθους, όμως, και η ποίηση της ασθένειας προσπαθούν να μεταλλάξουν τον αλλοτριωμένο αναγνώστη σε συμμετέχων υποκείμενο στην αφήγηση. Για την Lauren Kauffman (2009:27), η ποίηση της ασθένειας και του πένθους λειτουργούν θεραπευτικά, υπό την έννοια ότι επιβάλλουν τάξη και συνοχή σε μια χαοτική ακολουθία γεγονότων, καθώς επιτρέπουν την υιοθέτηση μιας κενής ταυτότητας, του ποιητικού υποκειμένου ή του αναγνώστη. Διεισδύει στη συνείδηση της μη αφηγηματικής, πανοραμικής εμπειρίας που αντιστέκεται στην αφηγηματική εξομάλυνση και περιορισμό (Kirmayer, 2000:169).

Η Αγγελική Σιδηρά αποτελεί μία από τις πιο δυναμικές ποιητικές φωνές του πένθους. Η ποίησή της είναι βαθύτατα ανθρώπινη, δονούμενη από το μεγαλείο και το δράμα της ζωής. Για τον Γιώργο Αράγη (2012) ο θάνατος προσφιλών προσώπων μετατρέπει την ποίησή της σε μια ελεγεία που κλιμακώνεται σε όλο της το έργο, τονίζοντας τη μοναξιά και τον πόνο του ποιητικού εγώ που μένει ακόμη ζωντανό. Κορύφωση αυτής της διαδρομής στην ελεγεία είναι η ποιητική συλλογή «οίμοι, λέγουσα» (Κέδρος, 2020), η οποία αποτελεί την συγκλονιστική μαρτυρία οδύνης για τον αναπάντεχο θάνατο, σε μια μονοθεματική συλλογή που μπορεί να εξεταστεί και ως μία ενιαία ποιητική σύνθεση. Στο στιχουργικό ρέκβιεμ το όνομα του θανόντος (Αλέξης) καταγράφεται ενδοκειμενικά[ii], ενώ από την εισαγωγή ακόμα[iii] η ποιήτρια προετοιμάζει τον αναγνώστη με την αντίθεση των ονομάτων της, Κούλα και Αγγελική, για την απουσία ενός παιδιού∙ τον χαμό του γιου πιστοποιεί και η χρήση του όρου μάνα[iv].

Τα ποιήματα της Σιδηρά μοιάζουν με χοές μιας ποιητικής τελετής αφήνοντας μια αντιλυρική συλλογή που διακρίνεται από τον βαθύ πόνο της χαμού και της μοναξιάς. Η μοναξιά όμως δεν έρχεται μόνο από τον θάνατο, αλλά και την πλευρά της ζωής, καθώς ο νεκρός έχει αφήσει το στίγμα του στα αντικείμενα γύρω της και στους απογόνους του. Οι συνθέσεις της διακρίνονται από την έντονη άρνηση κάθε παρηγοριάς για την απώλεια[v], ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ελεγειακής τονικότητας και διάθεσης. Η απόσταση και ο διαφορετικός χωροχρόνος ανάγνωσης των συνθέσεων, δεν οδηγούν σε κάποια αναζήτηση παραμυθίας. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι ο αναγνώστης και ο ακροατής θα δίνουν δέκτες σε διαφορετικές συνθήκες από εκείνες της αρχαίας ελεγείας ή του μοιρολογιού διαμορφώνοντας με τον καιρό μία νόρμα αντιπαρηγορητική (Χλωπτσιούδης, 2017:185).

Η διαφορά μεταξύ ελεγειακής διάθεσης και ποιητικής του πένθους έγκειται στον θρήνο που νιώθει το ποιητικό υποκείμενο για την απώλεια της ζωής. Η παρηγοριά δεν αποτελεί πλέον ζητούμενο της ποιητικής του πένθους (Ramazani, 1994:20). Η σύγχρονη ποίηση λειτουργεί ως ένα στάδιο του πένθους, λιγότερο παρηγοριάς και περισσότερο ως έκφραση μελαγχολικής διάθεσης. Για τον Vickery (2006), η σύγχρονη ελεγεία διαφοροποιείται από την παραδοσιακή στην έκφραση μιας ποικιλίας απωλειών (της ζωής, του πολιτισμού, της οικογένειας, των ανθρώπινων σχέσεων, των ιδεολογιών) που συνίσταται στην ανατροπή της αντίληψης της αιωνιότητας ως παρηγοριάς.

Το μοιρολόι και η παραδοσιακή ποίηση του πένθους λειτουργούσαν στην κοινωνική έκφραση ως παρηγοριά των ζώντων για την απώλεια σε σύνδεση με τη θρησκευτική ιδεολογία. Στη μετανεωτερικότητα όμως σκοπός δεν είναι η παρηγοριά. Η οργή, ο θυμός, η ενοχή, η έντονη θλίψη, ακόμα και η μελαγχολία αποτελούν το μόνιμο ψυχικό κλίμα των αντι-ελεγειακών ποιημάτων (Spargo, 2010:416). Καθώς η ποίηση άρχισε να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση, σε αντίθεση με το κοινόν της Αρχαιότητας και των Μέσων Χρόνων, η μεταμοντέρνα ποιητική θέτει στο προσκήνιο τα συναισθήματα και τους στοχασμούς του πενθούντος ποιητή, σε αντίθεση με την παράδοση. Και μολονότι η ποιητική της Σιδηρά δεν παραπέμπει στη φόρμα του μοιρολογιού ή της ελεγείας, τα ποιήματα καλύπτουν ακριβώς αυτή τη συναισθηματική ανάγκη, καθιστώντας τον θάνατο κοινοτικό ζήτημα. Η θλίψη καθώς και το αίσθημα απώλειας σταδιακά μετατρέπονται σε μελαγχολία και απόγνωση, με μία υποδόρια ειρωνεία να σκεπάζει το ποιητικό συναίσθημα οδηγώντας τελικά στο υπαρξιακό αδιέξοδο και το κενό που δεν αφήνει περιθώρια παρηγοριάς.

Η ποίηση αντιπροσωπεύει ένα μέσο με το οποίο οι ποιητές δείχνουν τις απόψεις τους για τον δικό τους θάνατο και πώς επηρεάζονται οι ζώντες από αυτόν. Για τον Κωτόπουλο (2019) ο άνθρωπος της τέχνης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδραση του θανάτου για να μην καταστεί έρμαιό του και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να αντισταθεί στο χρονικό γίγνεσθαι, να στίξει τον χρόνο, να τον σημαδέψει με τις πράξεις του. Η πρόσληψη της έννοιας και της σημασίας του θανάτου από την πλευρά τόσο της λογοτεχνικής παραγωγής όσο και του αναγνωστικού κοινού διαφέρουν από εποχή σε εποχή και αντανακλούν τις απόψεις, τις προσδοκίες και το γενικότερο ιστορικό, κοινωνικό και πνευματικό κλίμα σε ένα πεδίο όπου διασταυρώνονται η λαϊκή, η λόγια και η θρησκευτική σκέψη και παράδοση.

Η Αγγελική Σιδηρά δεν επιζητά να καταπνίξει το συναίσθημα του θρήνου. Σε μια εποχή ατομισμού αντικρούει τον εξουσιαστικό λόγο καθιστώντας συλλογικό το δικό της βίωμα. Κοινωνεί το προσωπικό δράμα και υπογραμμίζει τις αρνητικές στιβάδες της ανθρώπινης ύπαρξης. Καλεί τον αναγνώστη/ακροατή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, όταν συμβεί σε εκείνον κάτι ανάλογο, να τιθασεύει τον δικό του πόνο. Η συνειδητοποίηση του θανάτου είναι άρρηκτα δεμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη και αυτό ακριβώς καθιστά την ποίησή της ποίηση του πένθους. Μέσα όμως από το συναίσθημα του πόνου, αναδύεται η διαρκής αγωνία της ύπαρξης και η επιθυμία κατανόησης του απρόσμενου και του αμετάκλητου του θανάτου. Η ποίησή της δεν αποτελεί απλώς μία ατομική υπόθεση που επιδιώκει τη συναισθηματική εκτόνωση από το άλγος του θανάτου. Εκθέτει το ατομικό βίωμα στην κοινωνική του διάσταση, φέρνοντας στο προσκήνιο συναισθήματα και εικόνες που συχνά μέσα στην ατομικότητά μας αποφεύγουμε να προσεγγίσουμε, καθιστώντας το προσωπικό πάθος συλλογικό. Η σχέση μεταξύ θανάτου και αγάπης είναι τα θεμελιώδη μοτίβα που διερευνώνται μέσα από τη ματιά της μητέρας. Μέσα στη συλλογή υπογραμμίζεται ο αδιάσπαστος δεσμός αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού.

Ο θάνατος αποτελούσε για την ελληνική κοινωνία μια ιδιαίτερη κατάσταση συναισθηματικής εμπλοκής της κοινότητας και συμπαράστασης προς τους συγγενείς του νεκρού. Το αστικό όμως περιβάλλον τον μετέτρεψε σε μια οικογενειακή, αν όχι ατομική, υπόθεση. Και ενώ στις πόλεις ο θάνατος αποτελεί ένα ταμπού, η ποιήτρια επιλέγει να δημοσιοποιήσει. Τα ποιήματα της Σιδηρά έρχονται να συναντήσουν τις ατομικές εμπειρίες των αναγνωστών. Με τις αναφορές στον θάνατο οι άνθρωποι ανακαλύπτουν μία κοινή ταυτότητα περιγράφοντας πιθανά κι αναπάντεχα σενάρια που “σχεδιάζει” η ζωή (Eagleton, 1996:35-36). Η ποίηση “διδάσκει” ένα modus vivendi με το αναπόφευκτο, προετοιμάζει τον αναγνώστη για τη βεβαιότητα του τέλους, ακόμα κι όταν αυτό έρχεται αναπάντεχα. Η ποιήτρια εκθέτει ως ατομικό βίωμα το απρόσμενο του ανθρώπινου βίου και προβάλλει μία οπτική του πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις. Με ποιητική ειλικρίνεια οδηγεί τον αναγνώστη στις στοχαστικές οδούς για τον θάνατο. Σε μια εποχή που οι νεκροί δεν τραγουδιούνται, επιλέγει την κοινωνικοποίηση του ατομικού δράματος.

Το μεταμοντέρνο έχει μετατρέψει τον θάνατο σε τηλεοπτικό εμπόρευμα, που απομυθοποιείται μέσα στον όγκο της ειδησεογραφίας και τις εκτελέσεις σε ζωντανή μετάδοση∙ η δημιουργός τον φέρνει ξανά στο προσκήνιο ως βιωμένο συναίσθημα. Καλεί τον αναγνώστη, που έχει απομακρυνθεί από το μυστήριο του θανάτου, να αποδεχτεί την υλικότητά του. Η απουσία του θρήνου, του λαϊκού μοιρολογιού, από την καθημερινότητά του δυτικού “πολιτισμένου” ανθρώπου, έχει ως αποτέλεσμα την απουσία της γλώσσας εκείνης με την οποία μπορούμε να εκφράσουμε τη θλίψη, τα αδιέξοδα συναισθήματα που γεννά ο θάνατος (Παπαστάθη, 2014:38). Με το βλέμμα στραμμένο στο μοιρολόι αντιτίθεται απέναντι στην ιδιωτική βίωση του χαμού. Η ποιήτρια υποβάλλει τον εαυτό της σε μια ενδοσκόπηση προκειμένου να φωτίσει τις αθέατες πτυχές του πένθους, ακόμη και όταν αυτές οδηγούν σε τάσεις αυτολύπησης ή αποκαλύψεις για την κατάθλιψη που την κυρίευσε[vi]. Η απροσδόκητη απώλεια του γιου και της αγάπης της μάνας, την φέρνει σε μια αγωνιώδη συνειδητοποίηση της μοναξιάς και της απώλειας. Ανάλογο πνεύμα, βέβαια, εντοπίζεται σε όλη την ποιητική της πορεία, με αναφορές σε άλλους φίλους ή γνωστούς που απεβίωσαν (Χλωπτσιούδης, 2017).

Ο χαμός μοιάζει να κατέχει στην ποιητική της υλική υπόσταση. Συνδέεται με αντικείμενα που αφήνει πίσω του ο νεκρός, με τα παιδιά και τις μνήμες που αποκτούν υλική βάση. Η ποιήτρια δεν υιοθετεί κάποιο θρησκευτικό μοντέλο. Κινούμενη μεταξύ του διπόλου χαμός- μνήμη, αποφεύγει τη δυαδική τοποθέτηση πνεύματος-ύλης, απεμπολεί κάθε μεταφυσική διάσταση. Η αθανασία έρχεται μέσα από τη μνήμη και τα υλικά αντικείμενα ή τα παιδιά του, διαμορφώνοντας μία –αδιόρατη– μεταφορά και ταυτίζοντας τον χαμένο με τα αγαπημένα του αντικείμενα, μεταξύ των οποίων το τσιγάρο αποτελεί ένα συμβολικό αντικείμενο ταύτισης[vii]. Τα σύμβολα στην ποιητική της Σιδηρά αποτελούν τα στοιχεία που συνδέουν τον εσωτερικό κόσμο με τον εξωτερικό. Λειτουργούν ως όργανα της επαφής με την πραγματικότητα.

Το ποιητικό σκηνικό είναι σταθερά κλειστού χώρου, ενισχύοντας το συναίσθημα του πόνου[viii]. Το ποιητικό σκηνικό ορίζεται από έμψυχα και άψυχα αντικείμενα που αφήνει πίσω του ο θανών. Ως ποιητικό σκηνικό, κατά τη Θεοδούλη Αλεξιάδου (2014), εννοούνται τα ρεαλιστικά ή συμβολικά συστατικά που συνθέτουν την «εικόνα» που προβάλλεται στο ποίημα, τη διαμόρφωση και το στήσιμο του χώρου, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα επί σκηνής. Οι λίγες αντιθέσεις προς τον γιορτινό εξωτερικό χώρο, εντείνουν το αίσθημα του οδυρμού. Οι –συνειρμικά– χαρούμενες εξωτερικές εικόνες των Χριστουγέννων[ix] και της ανοιξιάτικης φύσης[x] ενισχύουν στην αναγνωστική πρόσληψη τη συναισθηματική απόσταση που χωρίζει την ποιήτρια από τον γύρω χώρο. Ο ποιητικός χώρος συνδέεται άρρηκτα με τη θύμηση. Η μνήμη στην ποίηση της Σιδηρά δεν είναι μια ενθύμηση του τεθνεώτος με εξομολογητική διάθεση[xi]. Είναι εγγεγραμμένη στα –έμφυχα[xii] κι άψυχα[xiii]– αντικείμενα που άφησε πίσω του ο τεθνεώς, στον σκηνικό χώρο που μένει αναλλοίωτος. Όλα λειτουργούν ως ερεθίσματα που ζωντανεύουν τη μνήμη και την ταξιδεύουν στον θρήνο της απώλειας, βιώνοντας ξανά τις δυσάρεστες στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή της οικογένειας. Συναντά τις σκιές του παρελθόντος, τις γεύεται και συνομιλεί μαζί τους μεγεθύνοντας τον πόνο.

Η ποίηση στην περίπτωση της Σιδηρά γίνεται αντιληπτή ως αμυντική στάση απέναντι στο απρόσμενο, αποτρέποντας τις ανησυχίες και τον πόνο που προκαλεί ο θάνατος. Μέσα από την μηχανισμό της υποκειμενικότητας η ποιητική της γίνεται ένα μέσο αντιμετώπισης των φόβων του θανάτου για τον αναγνώστη. Η προβολή του πόνου[xiv] και οι τύψεις του ποιητικού υποκειμένου, που παραμένει ζωντανό[xv], αποτελούν μηχανισμούς υπεράσπισης για την αντιμετώπιση των φόβων του «εσωτερικού χάους» που γεννά η απώλεια. Η διαρκής παρουσία του θανάτου καταδεικνύει το πρίσμα μέσα από το οποίο η ποιήτρια απεικονίζει την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπος είναι διαρκώς εκτεθειμένος στη σκιά του θανάτου, βιολογικού και ψυχικού ή κοινωνικού, όπως εκθέτει η δημιουργός. Αυτή ακριβώς η επίγνωση είναι και το βασικό στοιχείο της ποιητικής της. Η θαρραλέα αντιμετώπιση του τετελεσμένου δεν παραλύει την ποιήτρια. Μπορεί να βίωσε την ήττα και ο αγώνας να αποβαίνει τελικά μοιραίος, ωστόσο, με την αντιμετώπιση του γεγονότος και την εξομολογητική διάθεση[xvi] δείχνει ότι ο αγώνας στη ζωή, με τη μνήμη ζωντανή, είναι που νοηματοδοτεί εκ νέου τη ζωή σ’ έναν κόσμο κενό.

Δήμος Χλωπτσιούδης, MA Δημιουργικής Γραφής, κριτικός ποίησης | φιλόλογος

βιβλιογραφικές αναφορές:

Αλεξιάδου, Θ. (2014). Σκηνοθεσίες θανάτου και ποιητικό σκηνικό. Καρυωτάκης-Σαχτούρης-Βαρβέρης.Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. Πρακτικά 4ου συνεδρίου. σσ. 663-680.

Αράγης, Γ. (2012). Η ποίηση της Αγγελικής Σιδηρά. ιστολόγιο https://giorgosaragis.wordpress.com/2012/12/17/ἡ-ποίηση-τῆς-ἀγγελικῆς-σιδηρᾶ-2/

Eagleton, T. (19962). Literary theory, an introduction. Minnesota: The University of Minnesota Press.

Kauffman, J. L. (2009). Poetry “found” in illness narrative: a feminist approach to patients’ ways of knowing and the concept of relational autonomy. Indiana University.

Kirmayer, Laurence J. 2000. Broken narratives: clinical encounters and the poetics of the illness experience. Narrative and the cultural construction of illness and healing, ed. Cheryl Mattingly and Linda C. Garro. Los Angeles: The University of California Press.

Κωτόπουλος, Τρ. (2019). Η αγωνία του αγωνία στην ποίηση του Μίμη Σουλιώτη. Χάρτης, Ιούνιος – https://www.hartismag.gr/hartis-6/afierwma/oanatoy-agwnia-sthn-poihsh-toy-mimh-soyliwth.

Παπαστάθη, Δ. (2014). Η ποίηση και η ποιητική της Κικής Δημουλά. διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Ramazani, J. (1994). Poetry of mourning. The modern elegy from Hardy to Heaney. Chicago & London: The University of Chicago Press.

Spargo, R. Cl. (2010). The contemporary anti–elegy. The Oxford Handbook of the Elegy (ed. Karen Weisman). Oxford: Oxford University Press. pp. 413-429.

Vickery, B. J. (2006). The modern elegiac temper. Louisiana: Louisiana State University Press.

Χλωπτσιούδης, Δ. (2017). Ο ποιητικός συναγερμός της Αγγελικής Σιδηρά. Δίοδος 66100, 11, σσ. 185-187 – https://www.academia.edu/37123172/ο_ποιητικός_συναγερμός_της_Αγγελικής_Σιδηρά

[i] βλ. «House», «Grey’s Anatomy», «Hope hospital» κ.ά.

[ii] βλ. προσφωνήσεις, η ετυμολογία, το χρυσόψαρο, Απρίλιος.

[iii] βλ. η Κούλα.

[iv] βλ. προσφωνήσεις.

[v] βλ. έτσι απλά.

[vi] βλ. despression, ψυχική οδύνη.

[vii] βλ. ο λεκές, εκκρεμότητα, πουθενά, κτερίσματα, depression.

[viii] βλ. προσφωνήσεις, το μολύβι, η ετυμολογία, του αγίου Αλεξάνδρου, ψυχική οδύνη.

[ix] βλ. τρίγωνα κάλαντα, η μικρή Τζωρτζίνα.

[x] βλ. η έκθεση, Απρίλιος.

[xi] βλ. τρίγωνα κάλαντα, εκκρεμότητα, ομοιότης, τοκετός, προσφωνήσεις.

[xii] βλ. η μικρή Τζωρτζίνα, πουθενά, η έκθεση, το χρυσόψαρο, έτσι απλά.

[xiii] βλ. ο λεκές, εκκρεμότητα, κτερίσματα.

[xiv] βλ. έτσι, ψυχική.

[xv] βλ. εκκρεμότητα, ομοιότης, ασυνέχεια, ένα κανονικό εικοσιτετράωρο,αμεριμνησία.

[xvi] βλ. η Κούλα, μετάλλαξη, χωρίς, η επέτειος, ασυνέχεια, ένα κανονικό εικοσιτετράωρο.