Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Εύα Στάμου

Ο κάτοικος των μεγαλουπόλεων είναι συνήθως ένας περιηγητής – ξοδεύει τον χρόνο του μετακινούμενος διαρκώς, με σύντομες αναστοχαστικές παύσεις, συλλέγοντας με ταχύτητα εικόνες, στιγμιότυπα, εντυπώσεις. Έχοντας αποδεχθεί ως κύριο έργο του το να δοκιμάζει νέες εμπειρίες και να καταναλώνει παντός είδους προϊόντα, αντλεί από την αδιάκοπη μετακίνηση μια αίσθηση ελέγχου και αυτονομίας. Το βλέμμα του περιπατητή, του flaneur, είναι συχνά το βλέμμα του μοναχικού συλλέκτη στιγμών που με όπλο την κάμερα του ‘κινητού’ του απαθανατίζει τα ορόσημα της πόλης αλλά και του εαυτού του, καθώς μεταβάλλεται στον χρόνο και στον χώρο.

Οι λογοτεχνικοί ήρωες μου είναι περιηγητές. Καθώς κινούνται συνήθως σε ένα περιβάλλον αλλότριο ή ανοίκειο, στο οποίο αισθάνονται ως ξένο σώμα, η ματιά τους στρέφεται εντός: αναπολούν ένα σκοτεινό ή ωραιοποιημένο παρελθόν, αναζητούν τις αιτίες της ψυχικής τους κατάστασης στις σχέσεις του παρόντος, και οδηγούνται στη λύση όχι λόγω τυχαίων εξωτερικών συμβάντων, αλλά μέσω της αναμέτρησης με ό,τι επιμένει να τους επικαθορίζει. Η δράση μετατοπίζεται διαρκώς από το εξωτερικό στο εσωτερικό πεδίο ανατροφοδοτώντας τη διαλεκτική ανάμεσα στο θυμικό και την πράξη.

Σε όλα τα βιβλία μου ο τόποςέχει καθοριστική σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας, είναι το πλαίσιο στο οποίο και συχνά εξαιτίας του οποίου, οι χαρακτήρες σταδιακά μεταμορφώνονται.

Στα δύο πρώτα μυθιστορήματά μου «Ελιγμοί» (2004) και «Ντεκαφεινέ «(2005), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οδός Πανός, οι ιστορίες αφορούν τριαντάρηδες από διαφορετικές κουλτούρες και χώρες που εργάζονται σε πόλεις της Ευρώπης: Γιορκ, Μάντσεστερ, Λονδίνο, Αθήνα, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Μασσαλία.Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, η νοσταλγία για την πατρίδα και την παιδική ηλικία, η απομόνωση του μετανάστη, η μοναξιά του διανοούμενου, ο ρατσισμός, η σεξουαλική και ταξική διαφορετικότητα, η υπέρβαση των προσωπικών, κοινωνικών, και φυλετικών ορίων είναι τα κύρια θέματα που πραγματεύομαι και στα δύο μυθιστορήματα.

Στις «Μεσημβρινές συνευρέσεις» –τη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Μελάνι–, στις οκτώ ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Αθήνα, το Εδιμβούργο, το Μάντσεστερ, και σε μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης χωρίς όνομα που περιγράφεται ως σε ενύπνιο, κυριαρχούν τα θέματα της ευθραυστότητας του σώματος και της φθοράς, του έρωτα και του θανάτου, της ενίοτε λυτρωτικής μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Οι πρωταγωνιστές συναντιούνται με τον αναγνώστη σε φθηνά ξενοδοχεία, οίκους ανοχής, πολυσύχναστους δρόμους, αχανή πάρκα, σταθμούς τρένων, και σκοτεινά, υγρά δωμάτια, όπου διηγούνται τις ιστορίες τους.

Στο μυθιστόρημα «Εθισμός» (Μελάνι, 2011), οι κεντρικοί χαρακτήρες – συγγραφείς, ηθοποιοί, καλλιτέχνες – κινούνται στην σύγχρονη Αθήνα της έντονης δράσης, των βιαστικών συναντήσεων και συγκρούσεων, της άκρατης κατανάλωσης, των χωρισμών και των παράλληλων σχέσεων, της ερωτικής εμμονής, των ψεύτικων ταυτοτήτων και της επίπλαστης πραγματικότητας.

Στο μυθιστόρημα «Η Εκδρομή» (Αρμός, 2016) η έξοδος από το αστικό κέντρο και η εκδρομή στην ύπαιθρο συμβολίζει μια μετατόπιση της ερωτικής επιθυμίας για το ζευγάρι των πρωταγωνιστών και αφορμή για να απεκδυθούν τους εαυτούς τους, να ξεφύγουν από το σκηνικό της πόλης και όσα τους εγκλωβίζουν σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και στερεοτυπικούς ρόλους – καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τα όρια μιας λύσης που θα μπορούσε να προέλθει ως διά μαγείας από μια πρόσκαιρη διαφυγή.

Στη συλλογή διηγημάτων «Τα κορίτσια που γελούν» (Αρμός, 2018) το αστικό τοπίο παίζει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο. Το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η κάθε ιστορία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της πλοκής και επεξηγεί τις επιλογές των ηρώων και των ηρωίδων. Αθήνα, Κοπεγχάγη, Μάντσεστερ, Βοστώνη: η πόλη ως τόπος κοινωνικών εντάσεων, υπαρξιακών αδιεξόδων, πολιτικών διεργασιών, συνάντησης ανθρώπων με διαφορετικές πολιτισμικές ή ιδεολογικές προκείμενες κινητοποιούν μια εσωτερική διαλεκτική που φωτίζει φαινομενικώς τυχαία συμβάντα. Όπως και στα υπόλοιπα βιβλία μου έτσι και σε αυτή την συλλογή οι χαρακτήρες των διηγημάτων βρίσκονται σε τόπους στους οποίους αγωνίζονται να ενσωματωθούν, σε χώρες όπου οι άνθρωποι δεν μιλούν την γλώσσα τους, βιώνουν την μοναξιά του μετανάστη, του σεξουαλικά διαφορετικού, του ατόμου που «υστερεί» κοινωνικά ή οικονομικά.

Κάποιες φορές οι ήρωες μου αισθάνονται εγκλωβισμένοι στα όρια ενός σώματος σημαδεμένου από την αρρώστια, ή το γήρας, αδυνατώντας να πραγματώσουν τα τρέχοντα αισθητικά ιδεώδη, να χαρούν ελεύθερα τη ζωή τους, να υλοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το απόσπασμα που ακολουθεί: ένα κείμενο στο οποίο ο τόπος όπου εκτυλίσσεται η ιστορία είναι κάθε άλλο παρά κάτι εξωτερικό προς την ηρωίδα (το κείμενο έχει μεταφραστεί στα δανικά, τα ιταλικά, και τα λιθουανικά):

      Το σώμα μου είναι ένας χάρτης. Ζωγραφισμένο το δέρμα από το παρελθόν μου, την ιστορία μου, τις μέρες και τις νύχτες μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Το σώμα μου είναι ένας χάρτης χαραγμένος, σημαδεμένος απ’ άκρη σ’ άκρη: φλέβες, αρτηρίες, μελανιές, ραγάδες, αποχρωματισμοί και γραμμές έκφρασης. Σημάδια και όρια. Σύνορα ανάμεσα στα κορμιά, στην αλήθεια και στην φαντασία, στη ζωή και στο θάνατο. Ορατές κι αόρατες γραμμές που περιχαρακώνουν, προστατεύουν, απαγορεύουν.
     Είμαι το αποτέλεσμα του χρόνου που έχω χρησιμοποιήσει, όπως αυτό μορφοποιείται στο κορμί μου.
     Ντρέπομαι για το κορμί μου, για τον χρόνο που ξοδεύει, για τον χώρο που καταλαμβάνει. Η σάρκα φοβάται την αλήθεια, τη συνύπαρξη με τον χρόνο, φοβάται τις δικές του λαβωματιές περισσότερο κι απ’ το θάνατο.
    Υπάρχουν φορές που δυσκολεύομαι να συμβιώσω με το κορμί μου, ένα κορμί που με έχει τόσες φορές προδώσει, ένα κορμί που τόσες φορές εγκατέλειψα κι άλλες τόσες αγωνίστηκα να κρατήσω στη ζωή.
    Μισώ την νωθρή κι αχόρταγη σάρκα μου, φοβάμαι την μνήμη της.
    Το κορμί μου είναι ένας χάρτης, χαραγμένος από τον πόνο και την αρρώστια. Ένα δίκτυο από φλέβες, τομές, σημάδια, ουλές παλιές και φρέσκιες, τις βαθιές χαρακιές που έχει αφήσει στο διάφανο δέρμα μου η αιμοκάθαρση.
    Η γεωγραφία του κορμιού μου αλλάζει, μεταβάλλεται με το χρόνο, το στήθος χαμηλώνει, η περιφέρεια ανοίγει, μικρές λευκές γραμμές διασχίζουν το δέρμα στο εσωτερικό των μηρών, εκεί που κάποτε υπήρχε σφιχτή σάρκα, μικρές καφετιές κηλίδες εμφανίζονται στο άλλοτε πάλλευκο πρόσωπό μου. Μικρές, σταδιακές αλλαγές, μικρές υποχωρήσεις. Υποκύπτει η ύλη στον χρόνο, υποκύπτει κι η περηφάνεια μου στους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα αλλάζω σε κάποια που δεν είμαι εγώ.
    Το σώμα μου είναι ένας χάρτης, εγώ είμαι ένας χάρτης. Θα μπορούσα να σταθώ γυμνή σε μία γκαλερί μοντέρνας τέχνης κι ο κόσμος να περνά και να με διαβάζει, να μελετά πάνω μου το παρόν και το παρελθόν μου. Είναι όλα εδώ: τα σημάδια κι οι τρύπες από τις βελόνες που ενώνουν το σώμα μου με το μηχάνημα της αιμοκάθαρσης, οι σπασμένες φλέβες, οι μελανιές. Θα στέκομαι όρθια, το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι – δεν θα τολμούσα να κοιτάζω το κοινό στα μάτια – το κορμί μου στητό, χαραγμένο ολόκληρο, δουλεμένο από άκρη σ’ άκρη από τα εργαλεία των γιατρών. Σαρκογλυπτική. ‘Work in Progress’ θα έγραφε η ταμπελίτσα τοποθετημένη στον τοίχο πάνω από το κεφάλι μου.
    Είμαι ένας σάρκινος χάρτης.

Από τη συλλογή Μεσημβρινές συνευρέσεις (Μελάνι, 2009).

Η Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και διδάκτωρ ψυχολογίας. Δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και εργάστηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του Γιορκ. Ως πεζογράφος, η Εύα Στάμου έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου–λογοτεχνικά κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, αραβικά, δανικά, ιταλικά, και λιθουανικά. Το έργο της περιλαμβάνει τέσσερα μυθιστορήματα, τις συλλογές διηγημάτων Μεσημβρινές συνευρέσεις (2009, υποψ. βραβείου Διαβάζω), Τα κορίτσια που γελούν (2018), και τις μονογραφίες Ageing and Female Identity in Midlife (London: Scholars’ Press), και Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg).