Ποια είναι η σχέση μας με τον τόπο; Πώς επιδρά στη διαμόρφωσή μας; Σε ποιον βαθμό και με ποιους όρους καθορίζει τις επιλογές μας; Ερωτήματα που όσο αφορούν το βίωμα και την καθημερινή μας πράξη άλλο τόσο αφορούν και το φαντασιακό ή την επινόηση του «άλλου» μας κόσμου.
***
Αν πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία και οι μνήμες που την περιγράφουν τότε ο τόπος που πρωτοαισθανόμαστε τον κόσμο είναι σίγουρα καθοριστικός. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μονοκατοικία περιτριγυρισμένη από κήπο που φιλοξενούσε πολύχρωμες γάτες, μια γριά χελώνα, ένα κουνέλι, την προσωπική μου κότα για το καθημερινό αυγό, πολλά πουλιά —καναρίνια, παπαγαλάκια και πίσω στο βάθος είχε ένα μικρό ευωδιαστό λαχανόκηπο. Όλη η Νέα Σμύρνη τότε ήταν γεμάτη κήπους που μοσχοβολούσαν, εκεί έμαθα να ξεχωρίζω τις εποχές και την ανάσα της γης από τη μυρωδιά της βροχής. Μέσα σ’ αυτόν τον ευδαιμονικό τόπο με τα ψηλά πεύκα, τις γαζίες, τις συκιές και τις λεμονιές, η επαφή μου με την πληθωρική παρουσία της φύσης ήταν άμεση και εορταστική παρ’ όλο που επρόκειτο για μια ήπια και ημιαστικοποιημένη μορφή της. Πολύ ισχυρό αποτύπωμα άφησε μέσα μου και η θάλασσα, από το σπίτι μας βλέπαμε τα νερά του Παλαιού Φαλήρου και τα καλοκαίρια ξεκινούσαν νωρίς τα οργανωμένα από τον δήμο θαλάσσια μπάνια στον Άλιμο.
Όλα αυτά όμως ξαφνικά χάθηκαν από τον αισθητικό και ψυχοσυναισθηματικό μου ορίζοντα όταν για οικογενειακούς λόγους μετακομίσαμε ξαφνικά περίπου στο κέντρο της Αθήνας. Η φημισμένη για πολλούς Φωκίωνος Νέγρη καθόλου δεν με συγκίνησε. Η επιβαρυμένη ατμόσφαιρα της πόλης μύριζε άσχημα και μου έκαιγε το λαιμό, η γκρίζα της απόχρωση και η έλλειψη δέντρων με κατάθλιβε. Η χαριστική βολή μου δόθηκε όταν συνειδητοποίησα ότι πλέον θα έπρεπε να αρκεστώ να κάνω ‘ποδηλατάδα’ πάνω κάτω στο στενό δρομάκι της πολυκατοικίας μου σαν χάμστερ! Τότε ήταν που κατέρρευσα και στράφηκα μετά μανίας πια στο ήδη αγαπημένο μου διάβασμα, παρηγορήθηκα καταφεύγοντας στους φανταστικούς κόσμους των βιβλίων και από ένα σημείο κι έπειτα άρχισα να πλάθω μέσα από το γράψιμο τον δικό μου.
Θεωρώ ότι ο συνδυασμός των δύο αυτών τόπων στους οποίους μοιράστηκε η παιδική μου μνήμη δημιούργησε ένα κράμα ψυχισμού που τελικά μπορεί να μετέχει και στα δύο αυτά αντιθετικά περιβάλλοντα και να τα αξιοποιεί δημιουργικά. Η αναγκαστική απόσπαση που μου επιβλήθηκε πολύ νωρίς από τον αγαπημένο τόπο και η επιβεβλημένη εμφύτευση σε έναν πνιγηρό άλλο αύξησε την οξύτητα και την συγκριτική δύναμη του παρατηρητή έτσι ώστε κάθε δυστοπική του αφηγηματική περιγραφή να προϋποθέτει το αίσθημα ενός απωλεσθέντος παραδείσου. Το διήγημα που ακολουθεί «Ικονίου 22, Νέα Σμύρνη» περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ασφαλής πόλη (2015, Γαβριηλίδης), κεντρικός άξονας της οποίας είναι οι περίπλοκες και συχνά οδυνηρές σχέσεις των κατοίκων μέσα στο πλέγμα των πολλαπλών δικτύων των θεσμών της πόλης —της οποιασδήποτε πόλης, δικτύων που η ύπαρξή τους υποτίθεται πως εγγυάται την ασφάλεια όλων μας.
Ηρώ Νικοπούλου
Νέα Σμύρνη, 03.01.2021
*
Ικονίου 22
Νέα Σμύρνη
Το δωμάτιό της εκτός από την εσωτερική πόρτα είχε δύο ακόμη ανοίγματα. Κι από τα δυό ήταν κήπος. Η νοτιοανατολική μπαλκονόπορτα έβγαζε στην μεγάλη βεράντα του σπιτιού που έβλεπε κάτω στα παρτέρα με τις τριανταφυλλιές και τους πανσέδες, ψηλά στον εξωτερικό τοίχο κατοικούσε το καναρίνι. Η ανατολική έβγαζε σ’ ένα μικρό μπροστινό μπαλκόνι πνιγμένο απ’ το φιλόδοξο γιασεμί του κήπου που προσπαθούσε να μετοικίσει στο επάνω πάτωμα. Όταν μετακόμισαν η Φλώρα ήταν τεσσάρων χρονών. Η πρώτη εικόνα της ήταν στο κέντρο του σαλονιού καθισμένη πάνω σε μια καφετιά βαλίτσα να κρατάει στο ένα χέρι το κλουβί με το καναρίνι και στο άλλο την κότα-Κοκκινιώ. Κοιτούσε με δέος το ψηλοτάβανο δωμάτιο και το νωχελικό φύκο που έντυνε από πάνω ως κάτω τους εσωτερικούς τοίχους του χωλ και λούφαζε στα πρέκια της τζαμένιας εξώπορτας φτιάχνοντας παράξενους ίσκιους.
Η αλλαγή ήταν μεγάλη, από τον χαρούμενο λαχανόκηπο του πρώτου σπιτιού στην Αρτάκης με τις σπλαχνικές συκιές και τις κρυψώνες του, εδώ στον πρώτο όροφο της μεταπολεμικής μονοκατοικίας με την πίσω τσιμεντένια ταράτσα που έβλεπε στην θάλασσα. Για πρώτη φορά στην αδειοσύνη του νέου σπιτιού ένιωσε μόνη, μικρή κι ανυπεράσπιστη.
Η σιδερένια πόρτα της ταράτσας κοπάνισε με δύναμη. Η Φλώρα τινάχτηκε τρομαγμένη πετώντας το τετράδιο της προπαίδειας της τετάρτης δημοτικού στον αέρα. Είδε τη μητέρα της μαρμαρωμένη στη μέση του στενού σκοτεινού διαδρόμου. Ψηλά από το παραθυράκι της πόρτας πίσω της έμπαινε ένα βρώμικο φως που έκανε τη σκιά της να μακραίνει αφύσικα και να ξεχύνεται ώς το δωμάτιο του κοριτσιού. Η μικρή έτρεξε ανήσυχη κοντά της, η άλλη την κοίταξε δίβουλη, μια αστραπή στένεψε τα μάτια της, έσπρωξε την κόρη της και της πάτησε μια γερή τσιμπιά στο δεξί μπράτσο. «Αν πεις τίποτα του πατέρα σου, κακομοίρα μου, χάθηκες!» «Τι να πω; Ποιος ήταν πάλι;» Η Κική τρέμοντας την άρπαξε απ΄ το μαλλί και της έστριψε με δύναμη ένα τσουλούφι. «Πάψε πια με τις ερωτήσεις σου, κανείς δεν ήταν! Το νου σου κακομοίρα μου, ό,τι σου ‘πα, φερμουάρ στο στόμα!» και της έκανε την γνωστή κίνηση σύροντας αντίχειρα και δείκτη στα χείλη. Το παιδί ζάρωσε, το πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει.
Από την αρχή αντιπάθησε την πίσω πόρτα της ταράτσας, ήταν ογκώδης και άνοιγε με δυσκολία… Ιδίως όταν φυσούσε, η κακοσυντηρημένη λαμαρίνα την έσπρωχνε με ορμή πάλι προς τα πίσω. Τα βράδια έτριζε πάνω στους παλιούς μεντεσέδες της, θυμίζοντας κακό παραμύθι· σαν να μπαινόβγαινε ίσκιος βαρύς απρόσκλητος στο σπίτι τους. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα αυτό συνέβαινε όλο και πιο συχνά και κυρίως την ημέρα, που ήταν μόνες τους.
Η Φλώρα ρουφώντας τη μύτη της έτρεξε για παρηγοριά στο γιασεμί, την ηρεμούσε το λεπτό διαπεραστικό του άρωμα· από το δίδυμο διπλανό μπαλκονάκι της γονεϊκής κρεβατοκάμαρας άκουσε τη μάνα της να κλαίει. Από μακριά η καμπάνα της Αγίας Φωτεινής χτυπούσε πένθιμα· αργότερα έμαθε πως κήδευαν ένα παλικαράκι που πνίγηκε στο Φάληρο.
Έβαλε στο κόκκινο κουκλίστικο καροτσάκι, το λούτρινο κουνέλι της, βγήκε με σιγανά βήματα στην ταράτσα και κατέβηκε προσεκτικά την στριφογυριστή σκάλα υπηρεσίας που ένωνε το πάνω με το κάτω σπίτι κρατώντας στα χέρια τα παιχνίδια της. Στάθηκε για λίγο κι αφουγκράστηκε τους ήχους του ισογείου προσπαθώντας να μαντέψει ποιος ήταν ο λαθραίος επισκέπτης. Έπειτα διέσχισε βιαστικά τον κήπο και βγήκε με το καρότσι στο δρόμο. Κατηφόρισε προς την πλατεία, είδε τα νερά των συντριβανιών να στραφταλίζουν στο φως, έπιασε την 2ας Μαΐου, έστριψε δεξιά στην Παλαιολόγου κι έφτασε στο παράταιρα επιβλητικό και πάντα σιωπηλό κτίριο της Εστίας με τα χρωματιστά φατνώματα και την πατίνα της πολυκαιρισμένης μνήμης· πέρασε απέναντι στο παρκάκι με τα μεγάλα πεύκα. Το άγαλμα του Πατριάρχη στραμμένο προς την Δύση κοιτούσε το βουερό ποτάμι της Συγγρού κι ένωνε τη σκιά του με τα δροσερά δέντρα του πάρκου. Η Φλώρα ακούμπησε την πλάτη της στο βάθρο του, άφησε την ματιά της να πλανηθεί προς την Καλλιθέα κι ανάσανε βαθιά, λυτρωτικά…
* H Ηρώ Νικοπούλου σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει κάνειπολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εκδώσει δέκα βιβλία, ποίησης και πεζογραφίας. Διηγήματα, ποιήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στον περιοδικό, ημερήσιο και ηλεκτρονικό τύπο και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ρωσικά, Ισπανικά, Τουρκικά, Ρουμανικά, Βουλγαρικά κ.ά ευρωπαϊκές γλώσσες. Στα Ισπανικά κυκλοφορεί μία ανθολογία ποιημάτων της με τον τίτλο Aceptiones de la Miranda, σε μετάφραση του Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla).