Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στη γενέθλια Θεσσαλονίκη, άκουγα τις ιστορίες των γονιών και των συγγενών μου για κάτι μακρινούς τόπους, τις χαμένες πατρίδες: Χίο, Μοσχονήσια, Βάρνα, Τιρολόι, Κωνσταντινούπολη. Τα καλοκαίρια ταξιδεύαμε σε μερικά από εκείνα τα μέρη όπου έμεναν ακόμα διάσπαρτοι οι συγγενείς: Πριγκιποννήσια, Βιέννη, Βασιλεία, Παρίσι, Κωνστάντζα. Καθημερινές αξέχαστες αναφορές που τελικά στοίχειωσαν και τη δική μου ζωή. Ύστερα ήρθαν οι περιπλανήσεις μου στα τόσο διαφορετικά πλάτη και μήκη του πλανήτη. Κι απόμειναν στη μνήμη ο χώρος και ο χρόνος ως ένα αδιαχώριστο, αλληλένδετο υπαρξιακό τοπίο. Οι τόποι είναι πια τα χρόνια μου, εισβάλλουν στα γραφτά μου υποσυνείδητα, είναι η διάρκεια της ζωής μου.
Επιστροφή στο 1885
Περάσαμε το τελωνείο, διαβατήρια, ουρές, ένα βουβό βλέμμα πίσω από το τζάμι, μια ηχηρή σφραγίδα, ουφ, βγήκαμε στην άλλη άκρη του κτηρίου, το φέρι θα μας πάει απέναντι. Εν πλω ανάμεσα σ’ Ελλάδα και Τουρκία, πλήθος οι πελάτες της εβδομαδιαίας λαϊκής στο Αϊβαλί, πληθωρικοί και φωνακλάδες, πολυμελείς οικογένειες, τα παιδιά λυμμένα, προσκύνημα εμείς και μια αίσθηση παράξενη: πάμε ν’ αναζητήσουμε αυτόν που έφυγε μικρός και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Παρατηρώ τον συνταξιδιώτη μου με προσοχή, το κοντοκουρεμένο λευκό κεφάλι, το παλιοκαιρίσιο μουστάκι μυτερό στις άκρες, ψηλός, πολύ ψηλότερος από μένα και στητός παρά τα χρόνια του φοράει το μάλλινο κοστούμι που θυμάμαι από παλιά, χωρίς γραβάτα, λευκό το δέρμα λες και δεν τον βλέπει ο ήλιος, περπατάει αργά με μεγάλα βήματα στηριγμένος στο μπαστούνι με το φιλντισένιο χέρι, τα γαλανά και σοβαρά του μάτια κοιτάζουν μακριά, πέρα από μας, αναζητούν τον διάσπαρτο με νησάκια ορίζοντα, μοιάζει λίμνη εκείνη η θάλασσα των παιδικών του χρόνων.
Αδιάφορη η άφιξη, ένα οποιοδήποτε ελληνικό λιμάνι το σημερινό Αϊβαλί, δεν είναι ο προορισμός μας, ταξί αμέσως για την Τσούντα, το Μοσχονήσι-τσόντα, την πατρίδα του: ένας μακρύς στενός αυτοκινητόδρομος–ομφάλιος λώρος το ενώνει με την υπόλοιπη χώρα. Στην αποβάθρα του, εκεί που έδενε το καΐκι ο ψαράς πατέρας, βγήκαν ένα σούρουπο κουβαλώντας τον θησαυρό, τέσσερις γκαζοτενεκέδες χρυσά νομίσματα από τη ναυαγισμένη ναυαρχίδα του Ορλώφ, στ’ ανοιχτά του Τσεσμέ, πόσο να ήταν τότε; Γυρνώ να τον κοιτάξω και βλέπω ξανά το δεκαπεντάχρονο αγόρι, ψηλόλιγνο και μαυρισμένο, μια χρυσή σφίγγει μες στη χούφτα του γερά, είναι τα δίδακτρα ενός χρόνου στη Μεγάλη του Γένους, το μέλλον του, η πρώτη λίρα κι ένα θριαμβευτικό χαμόγελο σκάει στα χείλια του.
Στην παραλία διακρίνω μια απογοήτευση στο γερασμένο πρόσωπό του τα τουριστικά εστιατόρια και καφέ θυμίζουν Ελλάδα με κράχτες, καϊμάκι παγωτό και θαλασσινά. Παίρνουμε αργά την ανηφόρα, το φως αλλάζει ανάμεσα στα δίπατα σπίτια, στα φουντωμένα δέντρα. Ξαφνικά, υψώνει το μπαστούνι και μου δείχνει ένα καινούριο κτήριο σαν να λέει, εκεί ήταν το σπίτι κλείνει τα μάτια, προσπαθεί να θυμηθεί, το μικρό σπίτι με τον κήπο, εκεί.
Το οκτατάξιο σχολειό του δεν υπάρχει, ούτε ο παπα-Μιχαήλπου ήθελε να τον στείλει στην Ιερατική Σχολή. Μόνο στον Ταξιάρχη θα πάμε, την πρώτη εκκλησία του νησιού. Την αναστήλωσαν, εξωτερικά, καλή δουλειά, όμως μέσα οι αγιογραφίες όλες σβησμένες και στη θέση τους χυδαίες ζωγραφιές, μαζί με μοτοσυκλέτες, μηχανές, βαλσαμωμένα ζώα και ό τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς σ’ εκείνο το συνοθύλευμα που ονομάζουν μουσείο. Την προηγούμενη φορά είχα ανάψει ένα κεράκι καταγής στην είσοδο, έκαναν έργα, δεν είχα μπορέσει να προσκυνήσω.
Τον γνώρισα μεγάλο πια, γέρο, ήμουν το πιο μικρό παιδί της πιο μικρής του κόρης, αλλά θα μπορούσε να γίνει μητροπολίτης, στο στασίδι της Υπαπαντής θυμάμαι υπήρχε μπρούντζινη πλάκα με τ’ όνομά του, από κοντά οι εγγονοί έλεγαν το Πιστεύω και τον Απόστολο, χάιδευε τα κεφάλια τους συνέχεια, οι εγγονές ανύπαρκτες. Περπατάμε στα δρομάκια, δεν με πιάνει από το χέρι, δεν κουράζεται, δεν μου μιλάει, μόνο μαντεύω όσα θέλει να πει, όσα σκέφτεται. Αυτό το ταξίδι είναι μόνο για σένα, του λέω, να ξέρεις, θα γράψω για τη ζωή σου, σ’ έχω μελετήσει, έχω καταλάβει κάθε σου πράξη, όλα θα τα γράψω, να μην ξεχαστούν. Πήγα στην Πόλη στο Κόκκινο Σχολειό σου, στην ανηφόρα, είδα το δωμάτιο που νοίκιαζες έφηβος, πήγα και στη Βάρνα, είδα το εργοστάσιο, την αλλέα με τις καστανιές, που δεν υπάρχουν πια, έγιναν προσάναμμα στις παγωνιές του Βουλγάρικου χειμώνα, είδα το σπίτι που έχτισες κι εγκατέλειψες όταν σας έδιωξαν, έξι οικογένειες έμεναν εκεί, ξαφνιάστηκαν όταν τους είπαμε πως ήταν δικό μας. Δεν λέει ευχαριστώ, δεν λέει τίποτα, ίσως μόνο, «το ψάρι ήταν φρέσκο», «σήμερα κάνει ζέστη», «λίγο κρασάκι με νερό», όπως όταν έτρωγε τις Κυριακές στο σπίτι μας.
Στον γυρισμό αμίλητη, σοβαρή ανάμεσα στην οχλαγωγία, στον κόσμο που επιστρέφει φορτωμένος από τη φθηνή τούρκικη αγορά. Η Μυτιλήνη πλησιάζει, μια ζωγραφιά ακουμπισμένη στον καθρέφτη της θάλασσας, ένα είδωλο που χάνεται καθώς ο ήλιος πάει να δύσει μες στην πυρά του ορίζοντα. Ακουμπισμένη στην κουπαστή νιώθω πως η καρδιά μου πάει να σπάσει από περηφάνεια, γιατί τώρα, παππού, τώρα πια είσαι μόνο δικός μου.
* ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ
Πεζογράφος, ποιήτρια, μεταφράστρια λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Έχει Β.Α. στην Αγγλική Λογοτεχνία και Μ.Α. στη Θεωρία και Πρακτική της Λογοτεχνικής Μετάφρασης, Πανεπιστήμιο του Έσσεξ, Αγγλία.
Έχουν εκδοθεί ποιητικές συλλογές της, συλλογές διηγημάτων, δοκίμια, μια μελέτη κι ένα μυθιστόρημα. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα Ισπανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Βουλγαρικά και Τουρκικά. Δίδαξε Αγγλική λογοτεχνία στο Αμερικανικό πανεπιστήμιο Ελλάδας Deree και ως εξωτερική συνεργάτης εργαστήρια μετάφρασης στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο ΕΚΕΜΕΛ.
Έχει μεταφράσει στα Ελληνικά όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες καθώς και έργα των: Σύλβια Πλαθ, Κάρλος Φουέντες, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Πάμπλο Γκουτιέρεθ, Ερνέστο Σάμπατο, κ.α.
Το 2016 έλαβε το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης Θερβάντες για την μετάφραση του έργου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Άπαντα διηγήματα».
Από τις εκδόσεις Μελάνι θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες η νουβέλα της «Μαθήματα δημιουργικής γραφής».